Οι Πόλεμοι της Μνήμης: ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην Δημόσια Ιστορία
Χάγκεν Φλάισερ
Πριν την όποια αναφορά στο βιβλίο, αξίζει πρώτα απ΄ όλα να αναφερθεί η συμβολή του συγγραφέα του στο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, καθώς ο Φλάισερ με το δίτομο του «Στέμμα και Σβάστικα» ανέδειξε την πραγματικότητα του ελληνικού δωσιλογισμού της Κατοχής χωρίς «ναι μεν αλλά..». Η ελληνική κυρίαρχη μετεμφυλιοπολεμική αφήγηση είχε καταφέρει να συγκαλύψει την ιστορική αλήθεια της συνεργασίας σημαντικών κομματιών του αστικού πολιτικού κόσμου με τους Ναζί.
Στο βιβλίο «Οι Πόλεμοι της Μνήμης», ο Φλάισερ καταπιάνεται με το ζήτημα της δημόσιας ιστορίας του Β ΄Παγκοσμίου Πολέμου, τον τρόπο δηλαδή που οι λαοί, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται την ιστορία τους γύρω από την αφήγηση του «σημαντικότερου γεγονότος του 20ου αιώνα» όπως το χαρακτηρίζει. Η σχέση δηλαδή του παρόντος με το παρελθόν και το πώς συγκροτείται η κάθε συλλογική μνήμη.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις προσλήψεις και χρήσεις της ιστορίας από τα κράτη, ώστε αυτή να συμμορφώνεται με τους καθιερωμένους μύθους για τη στάση των λαών κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το πέρας του πολέμου.
Μία διαγραμμένη ιστορική μνήμη είναι η συνεργασία κομματιών του πληθυσμού αλλά και των ελίτ των κατεχόμενων χωρών της Ευρώπης όπως το καθεστώς του Βισύ στην Γαλλία τα χρόνια μετά την κατάληψη της. Σε όλες τις περιπτώσεις λιγότερο ή περισσότερο οι Ναζί δεν ήταν μόνοι τους στην άσκηση της κατοχικής τους εξουσίας, έχοντας την αγαστή πολλές φορές ακόμη και αυθόρμητη συνεργασία «γηγενών». Βασικό τους κίνητρο ήταν η εκκαθάριση εσωτερικών εχθρών (συνήθως κομμουνιστών ή Εβραίων). Βέβαια, τα κίνητρα της συνεργασίας με τους ναζί, δεν ήταν μόνο ιδεολογικά: άρχουσες τάξεις ή τμήματά τους, ιδιαίτερα στην αρχή του πολέμου φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν μια θέση στην «Νέα Ευρώπη» των ναζί. Όμως, ο Φλάισερ δεν υπεισέρχεται σε αυτή τη συζήτηση.
Σχεδόν όλες οι ιστορικές αφηγήσεις στις χώρες αυτές τείνουν να αποκρύπτουν την συμπαράταξη αυτή, με τον προφανή φόβο του να μην κλονίσουν την πάγια αντίληψη περί «Αντίστασης όλου του έθνους» που θα επέφερε πλήγμα στην διαμόρφωση των μεταπολεμικών εθνικών-και όχι μόνο- ταυτοτήτων.
Κρίσιμη είναι επίσης η αναφορά του στην Γερμανία και τον τρόπο που αντιμετωπίζει το παρελθόν του ναζισμού. Στη Γερμανία έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια μία αντίληψη της χώρας ως θύμα του πολέμου με συνήθη αναφορά στους βομβαρδισμούς και την καταστροφή γερμανικών πόλεων από τα συμμαχικά στρατεύματα προς το τέλος του πολέμου, που άφησαν πίσω τους εκατόμβες νεκρών. Συγχρόνως τα μέσα επικεντρώνονται στις μαζικές εκτοπίσεις Γερμανών από τις ανατολικές χώρες μετά το πέρας του πολέμου, που τείνει ουσιαστικά, τιθέμενη εκτός ιστορικού πλαισίου, να δώσει συγχωροχάρτι στο ναζισμό και τα εγκλήματά του με έμμεσο τρόπο.
Από την άλλη αποκαλύπτεται μέσα από νέες ιστορικές εκθέσεις το μέγεθος της συμμετοχής της Βέρμαχτ στα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν. Σπάει δηλαδή ένας χρόνιος μύθος της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, για το ότι τα εγκλήματα έγιναν μόνο από «το Χίτλερ και την κλίκα του».. Στη καλλιέργεια αυτού του μύθου συνέβαλε κι η μεταπολεμική ουσιαστική αφομοίωση πολλών ναζί αξιωματούχων στον νέο τότε κρατικό μηχανισμό της Δυτικής Γερμανίας (όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας).
Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του πολέμου, η Σοβιετική Ρωσία διαχειριζόμενη μέχρι σήμερα με ένα σταθερό τρόπο το παρελθόν της καταφέρνει να διατηρεί την εξιδανικευμένη εκδοχή του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου» και της αποφασιστικής της συμβολής στην «νίκη κατά του φασισμού».Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο το ότι η σημερινή «δημοκρατική» Ρωσία συντηρεί την σοβιετική καθεστωτική αντίληψη για τον «ένδοξο αγώνα των ρώσων πατριωτών»,το Στάλινγκραντ, κάνοντας επιλεκτική χρήση των συμφερόντων γεγονότων της ιστορίας της στη προσπάθεια δημιουργίας του νέου «ρώσικου πατριωτισμού».
Στην τελευταία ιστορική αφήγηση μένουν προφανώς, απ΄ έξω βέβαια τα ιστορικά γεγονότα που κανείς δε θέλει να διηγείται: H σφαγή χιλιάδων Πολωνών στρατιωτών στο Κατύν, το μοίρασμα της Πολωνίας με τους Ναζί το 1939, η κατάληψη των βαλτικών χωρών, αποφάσεις του Στάλιν που ακόμα διαμορφώνουν και καθορίζουν τον τρόπο που θυμούνται οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τον πόλεμο.
Τα νέα καθεστώτα αυτών των χωρών φτάνουν στο σημείο να ταυτίσουν την ναζιστική κατοχή με την κομμουνιστική περίοδο διακυβέρνησης, καταλήγοντας κάποιες φορές μετά τον Ψυχρό πόλεμο να αποκαταστούν συνεργάτες των Ες Ες κηρύσσοντας παράλληλα παράνομη την χρήση σοβιετικών συμβόλων.
Αυτή η αντίληψη έρχεται να συνδεθεί με τις αντιλήψεις των συγχρόνων αναθεωρητών ιστορικών (όπως των Γάλλων συγγραφέων της «Μαύρης Βίβλου του κομμουνισμού») που ουσιαστικά συσχετίζοντας ναζισμό και «κομμουνισμό» τα ταυτίζουν σαν φριχτούς και βίαιους ολοκληρωτισμούς. Αυτή η αντίληψη αφαιρεί από την οπτική τους το ανέφικτο της ταύτισης ενός καθεστώτος συστηματικής γενοκτονίας όπως ο ναζισμός, με κάθε πτυχή του κομμουνισμού είτε θετική (αντάρτικα κινήματα ενάντια στο φασισμό) είτε των κρατικών καπιταλισμών της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι αντίστοιχοι «αναθεωρητές» ιστορικοί στην Ελλάδα έχουν ήδη επιδοθεί στην εξέταση του πόσους σκότωσαν οι Ελασίτες, σε σχέση ακόμα και με τους Ναζί. H «νέα» ελληνική ιστοριογραφία έχει βαλθεί να αποκαταστήσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Τα παρουσιάζει σαν θύματα της κόκκινης τρομοκρατίας του ΕΑΜ και κάποιοι μάλιστα μιλάνε για την αναγκαιότητά τους στην κατοχική διατήρηση του κράτους και συνέχιση της ύπαρξης του προπολεμικού κράτους.
Ο Φλάισερ παίρνει σαφή θέση απέναντι στο ζήτημα του αρνητισμού της ιστορίας, της αυθαιρεσίας δηλαδή κάποιων ψευτοιστορικών όπως ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ, που αρνούνται την αντικειμενική ιστορική ύπαρξη του εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Αυτό που προσπαθούν ουσιαστικά είναι να φέρουν στα μέτρα των ιδεολογημάτων τους(συνήθως απροκάλυπτα φιλοφασιστικά) την ίδια την ιστορική πραγματικότητα.
Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας «τα άνθη του κακού με καρπούς που απειλούν να δηλητηριάσουν κυρίως την νεολαία, δεν πρέπει να τεθούν υπό την προστασία των «οικολόγων», ως τάχα απειλούμενο είδος»,συμφωνώντας με την ποινική δίωξη των αρνητών, με πρόσφατο παράδειγμα τη δίκη του Πλεύρη .Παρόλα αυτά ο ιστορικός δεν επιχειρεί να εισάγει το ζήτημα του ζήτημα του σιωνισμού, όσον αφορά το αν υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και του ιστορικού γεγονότος του Ολοκαυτώματος.
Το βιβλίο εν τέλει μας σπρώχνει στο να ερευνήσουμε την ιστορική αλήθεια πέρα από τις καθημερινές μυθοποιημένες προσλήψεις που τις περισσότερες φορές, διαμορφώνουν την εθνική και κοινωνική συνοχή ενός κράτους. Επιπλέον να αναδείξουμε τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα ξεπερνώντας παγιωμένους και εύκολα πλασμένους εθνικούς ή παραταξιακούς μύθους. Ειδικά στην Ελλάδα που πλέον η Αριστερά θα κληθεί να συγκρουστεί με τα επιχειρήματα των μεταμοντέρνων του αναθεωρητισμού, των αρνητών αλλά ακόμα και με τον σταλινική ιστορική αφήγηση που διατηρείται στο εσωτερικό της.
Στρατής Κωνσταντάρας
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009
Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου
Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου
Λυμπεράτος, Μιχάλης Π.
Η περίοδος 1944-1946 προδιέγραψε τις εξελίξεις προς την εμφύλια σύγκρουση, αν και το ΚΚΕ, με το τέλος των Δεκεμβριανών, έχοντας επιλύσει το πρόβλημα της ηγεμονίας μιας συμβιβαστικής στρατηγικής στο εσωτερικό του, απολάκτιζε τους αρνητές της (Βελουχιώτης) και διατύπωνε ένα μετριοπαθές πολιτικό προγράμματα που συνδυάστηκε με πολιτικές συμμαχιών με το Κέντρο. Ωστόσο, η αδυναμία του αστικού κόσμου να περιστείλει την πλειοψηφική κοινωνική απήχηση του ΕΑΜ με πολιτικά μέσα και η άτυπη δημιουργία ενός κράτους "έκτακτης ανάγκης" δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της αναπόδραστης ρήξης.
Το βιβλίο αυτό με τη συνδρομή πρωτογενούς υλικού, υπερβαίνοντας σχηματοποιήσεις του τύπου "επανάσταση-αντεπανάσταση", θεωρίες "εξάρτησης", βουλησιαρχικές προσεγγίσεις (η ανεπάρκεια των ηγεσιών) και τον εμπειρισμό των απομονωμένων γεγονότων, προσπαθεί να αναδείξει συνθετικά τις διαδικασίες, κοινωνικές και πολιτικές, που οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο. Αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η επιδίωξη της μεταπολεμικής αστικής τάξης να εξασφαλίσει κρατική ανοχή και να καρπωθεί διεθνείς ενισχύσεις καθόρισε και την αδυναμία του αστικού πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Παρακολουθεί τη διάψευση της απόπειρας της Αριστεράς να αντιπαρέλθει την πολιτική της περιθωριοποίησης μέσω των εκλογών, ευελπιστώντας ότι με την αποχή και τη συνεπαγόμενη ακύρωσή τους θα εξασφάλιζε σε νέες εκλογές δικαιότερους όρους πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Λυμπεράτος, Μιχάλης Π.
Η περίοδος 1944-1946 προδιέγραψε τις εξελίξεις προς την εμφύλια σύγκρουση, αν και το ΚΚΕ, με το τέλος των Δεκεμβριανών, έχοντας επιλύσει το πρόβλημα της ηγεμονίας μιας συμβιβαστικής στρατηγικής στο εσωτερικό του, απολάκτιζε τους αρνητές της (Βελουχιώτης) και διατύπωνε ένα μετριοπαθές πολιτικό προγράμματα που συνδυάστηκε με πολιτικές συμμαχιών με το Κέντρο. Ωστόσο, η αδυναμία του αστικού κόσμου να περιστείλει την πλειοψηφική κοινωνική απήχηση του ΕΑΜ με πολιτικά μέσα και η άτυπη δημιουργία ενός κράτους "έκτακτης ανάγκης" δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της αναπόδραστης ρήξης.
Το βιβλίο αυτό με τη συνδρομή πρωτογενούς υλικού, υπερβαίνοντας σχηματοποιήσεις του τύπου "επανάσταση-αντεπανάσταση", θεωρίες "εξάρτησης", βουλησιαρχικές προσεγγίσεις (η ανεπάρκεια των ηγεσιών) και τον εμπειρισμό των απομονωμένων γεγονότων, προσπαθεί να αναδείξει συνθετικά τις διαδικασίες, κοινωνικές και πολιτικές, που οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο. Αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η επιδίωξη της μεταπολεμικής αστικής τάξης να εξασφαλίσει κρατική ανοχή και να καρπωθεί διεθνείς ενισχύσεις καθόρισε και την αδυναμία του αστικού πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Παρακολουθεί τη διάψευση της απόπειρας της Αριστεράς να αντιπαρέλθει την πολιτική της περιθωριοποίησης μέσω των εκλογών, ευελπιστώντας ότι με την αποχή και τη συνεπαγόμενη ακύρωσή τους θα εξασφάλιζε σε νέες εκλογές δικαιότερους όρους πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι: Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού
Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι: Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού
Σπύρος Μαρκέτος
Ο πρώτος τόμος του βιβλίου του Σπύρου Μαρκέτου «Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», κυκλοφορεί σε μια περίοδο που οι φασίστες, είτε με τη μορφή των γραβατωμένων, «καθώς πρέπει» πολιτικών, είτε με τη μορφή των τραμπούκικων συμμοριών, σηκώνουν ξανά κεφάλι και στην Ελλάδα όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Αποτελεί σημαντικό βοήθημα για όποιον θέλει να εμβαθύνει πάνω στο ζήτημα του φασισμού προκειμένου να τον αντιμετωπίσει.
Μέσα από την ιστορική αφήγηση, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το διαρκές και σχεδόν ασταμάτητο φλερτ της ελληνικής άρχουσας τάξης και της «καλής κοινωνίας» της εποχής της δεκαετίας του ΄20, με τις ιδέες και τις πρακτικές του φασισμού. Είναι η περίοδος που καθορίζεται από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τις συνέπειές της, τις ατελείωτες θυσίες και την απίστευτη καταστροφή που σήμανε για τον ελληνικό λαό. Μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης, που θα ακολουθήσουν την ήττα, πολλοί Έλληνες πολιτικοί, βιομήχανοι, στρατιωτικοί, εκδότες, όχι μόνο εκφράζουν ανοιχτά το θαυμασμό τους για το φασιστικό καθεστώς του Μουσσολίνι στην Ιταλία, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν και το ελληνικό αντίστοιχό του. Οι φασίστες φαντάζουν ακόμη ως μια αήττητη δύναμη, που συντρίβει την αριστερά και τα συνδικάτα, εξασφαλίζοντας πολιτική και κοινωνική σταθερότητα για την ιταλική άρχουσα τάξη, κάτι που απελπισμένα ζητούσαν οι αστοί και στην Ελλάδα.
Όμως ο ελληνικός φασισμός δεν αποτέλεσε απλά ένα φαινόμενο που κάποιοι αντιδραστικοί θέλησαν να εισάγουν. Είχε δικές του ρίζες απλωμένες μέσα στη ντόπια άρχουσα τάξη και γι΄ αυτό αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο. Ο Σ. Μαρκέτος μας εξηγεί το ρόλο διανοούμενων όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίωνας Δραγούμης που με το ρατσιστικό, φιλοπόλεμο και εθνικιστικό κήρυγμά τους άνοιξαν το δρόμο για τις φασιστικές «ιδέες», ήδη από την πρώτη και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αργότερα, πολύ πιο ανοιχτά, εκδότες όπως ο Γεώργιος Βλάχος της έγκριτης και σήμερα «Καθημερινής» και ο Καμπάνης της «Πρωτεύουσας», επίσημου οργάνου του πρωθυπουργού Γούναρη, καθώς και άλλες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας της εποχής, καλούσαν για δημιουργία φασιστικών ομάδων και κόμματος. Οι ιδέες αυτές έβρισκαν γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν στην κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής εκείνης, στις ιμπεριαλιστικές και αλυτρωτικές ιδέες που έντυσαν την πολεμική προσπάθεια της δεκαετίας 1912 - 1922.
Όμως η δύναμη των φασιστών δεν ήταν οι ιδέες τους αλλά η δυνατότητα τους να οργανώνουν την οργή των μικροαστικών μαζών σε ένα αντιδραστικό κίνημα, που χρησιμοποιούσε ως μοναδικό όπλο του την ωμή βία κυρίως εναντίον του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. «Δεν χρειάζεται πρόγραμμα σωτηρίας η Ιταλία, χρειάζεται άντρες και αποφασιστικότητα!», δήλωνε το 1922 ο Μουσσολίνι. Έτσι και η ελληνική άκρα δεξιά κινήθηκε για τη δημιουργία παρακρατικών ομάδων αντίστοιχων των ιταλικών προτού μάλιστα αυτές εμφανιστούν στην Ιταλία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο μετέπειτα δικτάτορας Μεταξάς ήδη από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού δημιουργούν τους «Επίστρατους» που, μαζί με τους «Πολιτικούς Συλλόγους» του ΄20 - ΄22, αποτέλεσαν τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας οργανωμένων φασιστικών συμμοριών.
Σύμφωνα με το Σπ. Μαρκέτο, το καθεστώς Γούναρη το ΄20 - ΄22 βρίσκεται στο «μεταίχμιο του φασισμού». Η στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία και η επακόλουθη κατάρρευση της κυβέρνησης, το εμποδίζουν να μετεξελιχθεί σε ένα ολοκληρωμένο φασιστικό καθεστώς παρόμοιο με το ιταλικό και στερούν από τον ελληνικό φασισμό τη δυνατότητά του να επικρατήσει το 1922. Από την άλλη όμως η ελληνική άρχουσα τάξη είναι πολύ πιο αδύναμη από την ιταλική. Η ήττα στα μέτωπα της οικονομίας και του πολέμου καθώς και τα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η δεκάχρονη πολεμική προσπάθεια έχουν δημιουργήσει βαθιές διασπάσεις στο εσωτερικό της, που την εμποδίζουν να συνταχθεί ενωμένη πίσω από τις φασιστικές ομάδες. Ο Διχασμός, αποτελεί, κατά το συγγραφέα, μια από τις κύριες αδυναμίες του ελληνικού φασισμού εκείνης της περιόδου που τον εμποδίζει να μαζικοποιηθεί και να επιβληθεί.
Ο συγγραφέας συγκρούεται με την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε αληθινός φασισμός στο μεσοπόλεμο. Στα χρόνια μετά το ΄22 μετά την πτώση των βασιλικών, φασισμός υπήρξε, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύτηκε αυτός με ένα μαζικό φασιστικό κίνημα. Πολιτικοί και στρατηγοί, και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι τους από τη λεγόμενη «δημοκρατική» παράταξη, όπως ο Πλαστήρας, αναζητούν τον Έλληνα Μουσσολίνι. ʼλλοι, όπως ο Κονδύλης, φιλοδοξούν να παίξουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο χρησιμοποιώντας υπουργικές θέσεις, για να οργανώσουν φασιστικές ομάδες κρούσης και κάποιοι άλλοι, όπως ο Πάγκαλος και ο βιομήχανος Χατζηκυριάκος, οργανώνουν πραξικοπήματα. Ο Μαρκέτος θεωρεί πως ο φασισμός μπορεί να υπάρξει και χωρίς ένα μαζικό κίνημα. Προκειμένου να στηρίξει αυτή την άποψη φέρνει τα παραδείγματα χωρών όπως η Ουγγαρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο και η Νορβηγία που η επικράτηση φασιστικών και ακροδεξιών κομμάτων δεν συνδυάστηκε με ένα πληβειακό κίνημα.
Το βιβλίο όμως πάσχει από μια σοβαρή, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία, στην προσπάθεια να ερμηνευθεί η αποτυχία μαζικοποίησης και επικράτησης του φασισμού στα χρόνια μετά το ΄22. Εντοπίζει ως βασικό παράγοντα σ΄ αυτή την εξέλιξη, την κάλυψη από τους βενιζελογενείς συντηρητικούς πολιτικούς, του «πολιτικού χώρου» που υπόσχονταν ότι θα καλύψουν οι φασίστες. Ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση από τους ίδιους του κρατικού μηχανισμού, για την καταστολή του νεαρού εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με τη λειτουργία φιλελεύθερων θεσμών, τράβηξε το έδαφος κάτω από τα πόδια των φασιστών. Το ότι το κράτος έπαιξε αυτό το ρόλο ισχύει, όμως αυτό, δεν εμπόδισε τους φασίστες. Αντίθετα όταν αργότερα η κυβέρνηση Βενιζέλου έχασε τη μάχη της οικονομίας, με την κρίση του ΄29, ο δρόμος για αυτούς, άνοιξε ακόμη πιο φαρδύς, όπως διαπιστώνει άλλωστε και ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου του.
Το βιβλίο εξετάζει την εξέλιξη των γεγονότων, μόνο με βάση το τι συνέβαινε στους κόλπους της κυρίαρχης τάξης, υποτιμώντας το ρόλο της αριστεράς, ως πραγματικού εμποδίου στην ανάπτυξη του φασισμού. Ο φασισμός μπορεί να χρησιμοποιείται από τους αστούς, επηρεάζει όμως και τη συνείδηση των μαζών. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ένα αντιδραστικό κίνημα χρειάζεται τη συναίνεση ή έστω την παθητική αποδοχή τους. Το τι συμβαίνει στα μυαλά του κόσμου δεν καθορίζεται μόνο από τη θέληση και τις συνομωσίες των αστών, αλλά και από τις δικές του εμπειρίες και τους δικούς του αγώνες. Η εκλογική δύναμη της αριστεράς τη συγκεκριμένη περίοδο μπορεί να ήταν μικρή, όμως παρά τα σφάλματά της, η δυνατότητά της να οργανώνει και να καθορίζει την αντίσταση του κόσμου, και ως εκ τούτου να επηρεάζει τις ιδέες του, ήταν πολύ μεγαλύτερη, πράγμα που δεν επέτρεψε σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να στραφούν προς τους φασίστες. Η παρατήρηση του Δ. Λιβιεράτου ότι ποτέ στο μεσοπόλεμο οι αγρότες δεν ήρθαν σε σύγκρουση με τους εργάτες, είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το προς τα πού κινήθηκαν οι αντιλήψεις των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα. Κινήματα όπως αυτό των Παλαιών Πολεμιστών αλλά και οι σκληροί και ηρωικοί εργατικοί αγώνες της εποχής διαμόρφωσαν αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς ο ρόλος τους αγνοείται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν η δύναμη και όχι η αδυναμία της αριστεράς που εμπόδισε την ανάπτυξη των φασιστών.
Παρά τις όποιες παρατηρήσεις το βιβλίο και οι απόψεις του Μαρκέτου αξίζει να μελετηθούν. Περιμένουμε την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων του συγγραφέα με την κυκλοφορία του δεύτερου τόμου.
Σπύρος Μαρκέτος
Ο πρώτος τόμος του βιβλίου του Σπύρου Μαρκέτου «Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», κυκλοφορεί σε μια περίοδο που οι φασίστες, είτε με τη μορφή των γραβατωμένων, «καθώς πρέπει» πολιτικών, είτε με τη μορφή των τραμπούκικων συμμοριών, σηκώνουν ξανά κεφάλι και στην Ελλάδα όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Αποτελεί σημαντικό βοήθημα για όποιον θέλει να εμβαθύνει πάνω στο ζήτημα του φασισμού προκειμένου να τον αντιμετωπίσει.
Μέσα από την ιστορική αφήγηση, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το διαρκές και σχεδόν ασταμάτητο φλερτ της ελληνικής άρχουσας τάξης και της «καλής κοινωνίας» της εποχής της δεκαετίας του ΄20, με τις ιδέες και τις πρακτικές του φασισμού. Είναι η περίοδος που καθορίζεται από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τις συνέπειές της, τις ατελείωτες θυσίες και την απίστευτη καταστροφή που σήμανε για τον ελληνικό λαό. Μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης, που θα ακολουθήσουν την ήττα, πολλοί Έλληνες πολιτικοί, βιομήχανοι, στρατιωτικοί, εκδότες, όχι μόνο εκφράζουν ανοιχτά το θαυμασμό τους για το φασιστικό καθεστώς του Μουσσολίνι στην Ιταλία, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν και το ελληνικό αντίστοιχό του. Οι φασίστες φαντάζουν ακόμη ως μια αήττητη δύναμη, που συντρίβει την αριστερά και τα συνδικάτα, εξασφαλίζοντας πολιτική και κοινωνική σταθερότητα για την ιταλική άρχουσα τάξη, κάτι που απελπισμένα ζητούσαν οι αστοί και στην Ελλάδα.
Όμως ο ελληνικός φασισμός δεν αποτέλεσε απλά ένα φαινόμενο που κάποιοι αντιδραστικοί θέλησαν να εισάγουν. Είχε δικές του ρίζες απλωμένες μέσα στη ντόπια άρχουσα τάξη και γι΄ αυτό αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο. Ο Σ. Μαρκέτος μας εξηγεί το ρόλο διανοούμενων όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίωνας Δραγούμης που με το ρατσιστικό, φιλοπόλεμο και εθνικιστικό κήρυγμά τους άνοιξαν το δρόμο για τις φασιστικές «ιδέες», ήδη από την πρώτη και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αργότερα, πολύ πιο ανοιχτά, εκδότες όπως ο Γεώργιος Βλάχος της έγκριτης και σήμερα «Καθημερινής» και ο Καμπάνης της «Πρωτεύουσας», επίσημου οργάνου του πρωθυπουργού Γούναρη, καθώς και άλλες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας της εποχής, καλούσαν για δημιουργία φασιστικών ομάδων και κόμματος. Οι ιδέες αυτές έβρισκαν γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν στην κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής εκείνης, στις ιμπεριαλιστικές και αλυτρωτικές ιδέες που έντυσαν την πολεμική προσπάθεια της δεκαετίας 1912 - 1922.
Όμως η δύναμη των φασιστών δεν ήταν οι ιδέες τους αλλά η δυνατότητα τους να οργανώνουν την οργή των μικροαστικών μαζών σε ένα αντιδραστικό κίνημα, που χρησιμοποιούσε ως μοναδικό όπλο του την ωμή βία κυρίως εναντίον του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. «Δεν χρειάζεται πρόγραμμα σωτηρίας η Ιταλία, χρειάζεται άντρες και αποφασιστικότητα!», δήλωνε το 1922 ο Μουσσολίνι. Έτσι και η ελληνική άκρα δεξιά κινήθηκε για τη δημιουργία παρακρατικών ομάδων αντίστοιχων των ιταλικών προτού μάλιστα αυτές εμφανιστούν στην Ιταλία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο μετέπειτα δικτάτορας Μεταξάς ήδη από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού δημιουργούν τους «Επίστρατους» που, μαζί με τους «Πολιτικούς Συλλόγους» του ΄20 - ΄22, αποτέλεσαν τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας οργανωμένων φασιστικών συμμοριών.
Σύμφωνα με το Σπ. Μαρκέτο, το καθεστώς Γούναρη το ΄20 - ΄22 βρίσκεται στο «μεταίχμιο του φασισμού». Η στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία και η επακόλουθη κατάρρευση της κυβέρνησης, το εμποδίζουν να μετεξελιχθεί σε ένα ολοκληρωμένο φασιστικό καθεστώς παρόμοιο με το ιταλικό και στερούν από τον ελληνικό φασισμό τη δυνατότητά του να επικρατήσει το 1922. Από την άλλη όμως η ελληνική άρχουσα τάξη είναι πολύ πιο αδύναμη από την ιταλική. Η ήττα στα μέτωπα της οικονομίας και του πολέμου καθώς και τα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η δεκάχρονη πολεμική προσπάθεια έχουν δημιουργήσει βαθιές διασπάσεις στο εσωτερικό της, που την εμποδίζουν να συνταχθεί ενωμένη πίσω από τις φασιστικές ομάδες. Ο Διχασμός, αποτελεί, κατά το συγγραφέα, μια από τις κύριες αδυναμίες του ελληνικού φασισμού εκείνης της περιόδου που τον εμποδίζει να μαζικοποιηθεί και να επιβληθεί.
Ο συγγραφέας συγκρούεται με την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε αληθινός φασισμός στο μεσοπόλεμο. Στα χρόνια μετά το ΄22 μετά την πτώση των βασιλικών, φασισμός υπήρξε, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύτηκε αυτός με ένα μαζικό φασιστικό κίνημα. Πολιτικοί και στρατηγοί, και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι τους από τη λεγόμενη «δημοκρατική» παράταξη, όπως ο Πλαστήρας, αναζητούν τον Έλληνα Μουσσολίνι. ʼλλοι, όπως ο Κονδύλης, φιλοδοξούν να παίξουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο χρησιμοποιώντας υπουργικές θέσεις, για να οργανώσουν φασιστικές ομάδες κρούσης και κάποιοι άλλοι, όπως ο Πάγκαλος και ο βιομήχανος Χατζηκυριάκος, οργανώνουν πραξικοπήματα. Ο Μαρκέτος θεωρεί πως ο φασισμός μπορεί να υπάρξει και χωρίς ένα μαζικό κίνημα. Προκειμένου να στηρίξει αυτή την άποψη φέρνει τα παραδείγματα χωρών όπως η Ουγγαρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο και η Νορβηγία που η επικράτηση φασιστικών και ακροδεξιών κομμάτων δεν συνδυάστηκε με ένα πληβειακό κίνημα.
Το βιβλίο όμως πάσχει από μια σοβαρή, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία, στην προσπάθεια να ερμηνευθεί η αποτυχία μαζικοποίησης και επικράτησης του φασισμού στα χρόνια μετά το ΄22. Εντοπίζει ως βασικό παράγοντα σ΄ αυτή την εξέλιξη, την κάλυψη από τους βενιζελογενείς συντηρητικούς πολιτικούς, του «πολιτικού χώρου» που υπόσχονταν ότι θα καλύψουν οι φασίστες. Ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση από τους ίδιους του κρατικού μηχανισμού, για την καταστολή του νεαρού εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με τη λειτουργία φιλελεύθερων θεσμών, τράβηξε το έδαφος κάτω από τα πόδια των φασιστών. Το ότι το κράτος έπαιξε αυτό το ρόλο ισχύει, όμως αυτό, δεν εμπόδισε τους φασίστες. Αντίθετα όταν αργότερα η κυβέρνηση Βενιζέλου έχασε τη μάχη της οικονομίας, με την κρίση του ΄29, ο δρόμος για αυτούς, άνοιξε ακόμη πιο φαρδύς, όπως διαπιστώνει άλλωστε και ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου του.
Το βιβλίο εξετάζει την εξέλιξη των γεγονότων, μόνο με βάση το τι συνέβαινε στους κόλπους της κυρίαρχης τάξης, υποτιμώντας το ρόλο της αριστεράς, ως πραγματικού εμποδίου στην ανάπτυξη του φασισμού. Ο φασισμός μπορεί να χρησιμοποιείται από τους αστούς, επηρεάζει όμως και τη συνείδηση των μαζών. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ένα αντιδραστικό κίνημα χρειάζεται τη συναίνεση ή έστω την παθητική αποδοχή τους. Το τι συμβαίνει στα μυαλά του κόσμου δεν καθορίζεται μόνο από τη θέληση και τις συνομωσίες των αστών, αλλά και από τις δικές του εμπειρίες και τους δικούς του αγώνες. Η εκλογική δύναμη της αριστεράς τη συγκεκριμένη περίοδο μπορεί να ήταν μικρή, όμως παρά τα σφάλματά της, η δυνατότητά της να οργανώνει και να καθορίζει την αντίσταση του κόσμου, και ως εκ τούτου να επηρεάζει τις ιδέες του, ήταν πολύ μεγαλύτερη, πράγμα που δεν επέτρεψε σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να στραφούν προς τους φασίστες. Η παρατήρηση του Δ. Λιβιεράτου ότι ποτέ στο μεσοπόλεμο οι αγρότες δεν ήρθαν σε σύγκρουση με τους εργάτες, είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το προς τα πού κινήθηκαν οι αντιλήψεις των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα. Κινήματα όπως αυτό των Παλαιών Πολεμιστών αλλά και οι σκληροί και ηρωικοί εργατικοί αγώνες της εποχής διαμόρφωσαν αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς ο ρόλος τους αγνοείται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν η δύναμη και όχι η αδυναμία της αριστεράς που εμπόδισε την ανάπτυξη των φασιστών.
Παρά τις όποιες παρατηρήσεις το βιβλίο και οι απόψεις του Μαρκέτου αξίζει να μελετηθούν. Περιμένουμε την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων του συγγραφέα με την κυκλοφορία του δεύτερου τόμου.
Η ανατομία του φασισμού
Η ανατομία του φασισμού
Robert O. Paxton
Το ενδιαφέρον για το ερώτημα «τί είναι φασισμός» δεν έχει υποχωρήσει με το πέρασμα των χρόνων. Το βιβλίο του Ρόμπερτ Πάξτον είναι μια πολύτιμη συνεισφορά σ? αυτή την συζήτηση. Δίνει με αδρές γραμμές την πορεία της ανάπτυξης του γερμανικού και ιταλικού φασισμού, από περιθωριακές ομάδες, σε μαζικά κινήματα και μετά σαν καθεστώτα. Επίσης, εξετάζοντας μια σειρά άλλους «φασισμούς» και καθεστώτα, από τότε μέχρι σήμερα, κάνει οξυδερκείς παρατηρήσεις για την «φύση» αυτών των κινημάτων.
Η συζήτηση για το τί είναι και τι κάνει ο φασισμός ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 όταν ο ιταλικός φασισμός εδραιωνόταν στην εξουσία. Εκείνη την περίοδο εμφανίζονται οι πρώτες αναλύσεις του «φασιστικού φαινομένου» μέσα στην αριστερά, και τη ρεφορμιστική αλλά ιδιαίτερα στην Τρίτη Διεθνή.
Ανάμεσα στο 1930 και το 1933 οι ναζί του Χίτλερ κατέκτησαν την εξουσία στην Γερμανία. Ο Τρότσκι, στην προσπάθειά του να δείξει ότι η τακτική του ενιαίου μετώπου μπορεί να φράξει το δρόμο στη φασιστική πανούκλα, διατύπωσε την πιο οξυδερκή ανάλυση του χαρακτήρα του φασισμού. (Τα κείμενά του αυτά είναι συγκεντρωμένα στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου «Η πάλη ενάντια στο φασισμό στην Γερμανία). Για τον Τρότσκι ο φασισμός είναι «κίνημα της αντεπαναστατικής απελπισίας». Ενα κίνημα που εκφράζει τους «τρελαμένους από την κρίση μεσοαστούς» που αναζητάνε να πατήσουν αυτούς που θεωρούν ότι βρίσκονται από κάτω τους ?την εργατική τάξη. Aυτό το κίνημα γίνεται ο «πολιορκητικός κριός» στα χέρια της άρχουσας τάξης.
Τότε το Γερμανικό ΚΚ θεωρούσε ότι οι ναζί δεν είναι ο κύριος κίνδυνος ?ο πραγματικός αντίπαλος είναι η σοσιαλδημοκρατία. Ηταν η καλύτερη υπηρεσία στην ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας που δεν ήθελε να παλέψει στη πράξη ενάντια στους ναζί.
Το 1935, στο 7ο Συνέδριο της σταλινικής από καιρό Τρίτης Διεθνούς, η «γραμμή» αλλάζει.
Είναι πια η εποχή των «Λαϊκών Μετώπων», της συμμαχίας με τους «δημοκράτες» καπιταλιστές, και αυτό απαιτούσε και μια «κατάλληλη» ερμηνεία του φασισμού. Ο Δημητρόφ δίνει τον ορισμό ότι πρόκειται «για την πιο ανοιχτά τρομοκρατική δικτατορία, των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου.»
Αυτός ο ορισμός έχει δυο προβλήματα: το πρώτο είναι ότι δικαιολογεί τις συμμαχίες με τα
«δημοκρατικά στοιχεία» του κεφάλαιου. Το δεύτερο, είναι αντιμετωπίζει το φασισμό σαν ένα απλό εργαλείο των μεγάλων καπιταλιστών, τον υποβιβάζει στο επίπεδο της συνωμοσίας.
Οι προφανείς ανεπάρκειες μιας τέτοιας «ανάλυσης», έχουν οδηγήσει πάρα πολλούς ερευνητές, που θεώρησαν τον Δημητρόφ ως την «μαρξιστική ορθοδοξία» επί του θέματος, να αναζητούν την «ουσία» του φασισμού στην «ιδεολογία» του, το «λόγο» του, και όχι στην λειτουργία του και τις κοινωνικές διεργασίες που τον δημιούργησαν. Μια τέτοια οπτική απαλλάσει πολύ εύκολα τον καπιταλισμό από την ευθύνη για την φασιστική βαρβαρότητα. Και αν τον φασισμό πρέπει να τον ερμηνεύσουμε με βάση την ιδέα που είχαν οι φασίστες του
Μεσοπολέμου για τον εαυτό τους, τότε κόμματα σαν του Λεπέν ή του Φίνι δεν είναι φασιστικά.
Γι? αυτό το λόγο το βιβλίο του Πάξτον είναι τόσο σημαντικό. Ο Πάξτον είναι αμερικάνος ακαδημαϊκός. Οταν το 1972 δημοσίευσε το πρώτο βιβλίο του για το καθεστώς του Βισί στη Γαλλία προκάλεσε πάταγο γιατί αποκάλυψε εμπεριστατωμένα την έκταση της συνεργασίας με τους ναζί. Από τότε έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και μελέτες. Ο Πάξτον δεν είναι μαρξιστής, αλλά έχουμε να μάθουμε πολλά απ? αυτόν.
Το βασικό προσόν του βιβλίου είναι η επιμονή του Πάξτον ότι τον φασισμό μπορούμε να τον κατανοήσουμε από την λειτουργία που επιτελεί. Ο Πάξτον προτείνει μια εξέταση της ανάπτυξης του φασισμού σε πέντε στάδια: Τη δημιουργία του ως κίνημα, το ρίζωμά του στο πολιτικό σύστημα, την κατάληψη της εξουσίας, την άσκηση της εξουσίας και την πορεία του στο βάθος του χρόνου («ριζοσπαστικοποίηση ή εντροπία»). Σε κάθε ένα από αυτά τα βήματα, τα φασιστικά κινήματα έρχονται αντιμέτωπα με εντάσεις, διλήμματα και εσωτερικές συγκρούσεις.
Χωρίς τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος στους δρόμους, ο φασισμός δε θα μπορούσε να «ριζώσει» στο πολιτικό σκηνικό. Και πάλι, από το σημείο αυτό μέχρι την κατάληψη της εξουσίας, χρειάζονταν μια σειρά από προϋποθέσεις και επιλογές. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας κάνει μια σύντομη αναδρομή για το πώς ανέβηκαν στην εξουσία ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ με την συνεργασία αυτών που ονομάζει συντηρητικές ελίτ. Οι συντηρητικοί αστοί πολιτικοί είχαν δεχτεί τους φασίστες του Μουσολίνι στον εκλογικό τους συνασπισμό τον Μάη του 1921. Δεν ήταν η «πορεία στη Ρώμη» τον Οκτώβρη του 1922 που έφερε τον Μουσολίνι στην εξουσία αλλά η απόφαση του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ 2ου και του Γενικού Επιτελείου. Το ίδιο ισχύει με τους ναζί του Χίτλερ. Χρειάστηκε η απόφαση του προέδρου Χίντεμπουργκ, του στρατού και των βιομηχάνων για να διοριστεί καγκελάριος τον Γενάρη του 1933. «Από τη στιγμή που ο δρόμος προς την εξουσία ενός φασιστικού κινήματος έχει περάσει πάντοτε, στις μέχρι τώρα γνωστές περιπτώσεις, από την συνεργασία με τις συντηρητικές ελίτ, η δύναμη ενός φασιστικού κινήματος από μόνη της, αποτελεί μόνο μια από τις καθοριστικές παραμέτρους για την απόκτηση (ή όχι) της εξουσίας αν και σίγουρα είναι ζωτικής σημασίας».
Η άρχουσα τάξη πιεσμένη από την πολιτική και οικονομική κρίση, αποφάσισε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τους φασίστες για να συντρίψει την αριστερά και το εργατικό κίνημα. Oι φασίστες έπαιξαν αυτό το ρόλο με ανατριχιαστική μεθοδικότητα: δεν επιστράτευσαν μόνο τους «συνηθισμένους» μηχανισμούς κρατικής καταστολής, αλλά ένα ολόκληρο οπλοστάσιο μαζικών οργανώσεων σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής. Οι φασίστες στην εξουσία, επισημαίνει ο Πάξτον, δεν αμφισβήτησαν στο παραμικρό τον καπιταλισμό ?παρά τις «ριζοσπαστικές» διακηρύξεις του παρελθόντος. Αλλά δεν ήταν και απλά εργαλεία της άρχουσας τάξης. Είχαν τη δική τους εφιαλτική ατζέντα.
Αυτό είναι σωστό. Το Ολοκαύτωμα των Eβραίων, για παράδειγμα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τις οικονομικές ανάγκες του γερμανικού κεφάλαιου. Ομως, όσο αλήθεια κι αν είναι ότι οι καπιταλιστές δεν χρειάζονταν το Ολοκαύτωμα, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι χρειάζονταν τους ναζί ?όχι μόνο για να συντρίψουν την αριστερά και τα συνδικάτα αλλά και για να διεκδικήσουν την πρωτοκαθεδρία στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Ο Πάξτον τείνει να υποτιμά τέτοιες συνδέσεις και γι? αυτό από το βιβλίο του απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά οι αναλύσεις όχι μόνο του Τρότσκι, αλλά και του Γκράμσι και μιας πλειάδας άλλων μαρξιστών.
Ομως, αυτή η αδυναμία καθόλου δεν σκιάζει την σημασία του βιβλίου, ιδιαίτερα όταν εξετάζει τη σημερινή εποχή. Ο Πάξτον επιμένει ότι αυτό που ξεχωρίζει το σήμερα με το ?30, είναι οι αλλαγμένες κοινωνικές συνθήκες, που επιβάλλουν στην «ριζοσπαστική δεξιά» να προσπαθεί να φορέσει ένα καθώς πρέπει προσωπείο. Ομως, απορρίπτει τις απόψεις που λένε ότι ο φασισμός είναι μια απειλή που ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
«Με την κατανόηση του τρόπου που λειτούργησαν οι φασισμοί του παρελθόντος μπορούμε να αναγνώρισουμε τους σημερινούς και όχι τσεκάροντας το χρώμα των πουκαμίσων...Γνωρίζοντας όσα ξέρουμε για τον φασιστικό κύκλο, μπορούμε να βρούμε περισσότερο δυσοίωνα προειδοποιητικά σήματα σε συνθήκες πολιτικού αδιεξόδου μπροστά σε μια κρίση, απειλούμενους συντηρητικούς σε αναζήτηση σκληρότερων συμμάχων, έτοιμων να εγκαταλείψουν το δίκαιο του νόμου, που αναζητούν μαζική υποστήριξη με την εθνικιστική και ρατσιστική δημαγωγία. Οι φασίστες είναι κοντύτερα στην εξουσία όταν οι συντηρητικοί αρχίζουν να δανείζονται τις τεχνικές τους, να απευθύνονται στα «κινητοποιά πάθη τους» και προσπαθούν να ενσωματώσουν τη φασιστική επιρροή.
Οπλισμένοι με την ιστορική γνώση, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις άσχημες αλλά απομονωμένες απομιμήσεις στο σήμερα, με τα ξυρισμένα κεφάλια και τις σβάστικες, από τα αυθεντικά λειτουργικά ισοδύναμα με τη μορφή μιας ώριμης φασιστικής-συντηρητικής συμμαχίας. Προειδοποιημένοι, ίσως να μπορέσουμε να διακρίνουμε το πραγματικό [φασισμό] όταν τον συναντήσουμε.»
Λέανδρος Μπόλαρης
Robert O. Paxton
Το ενδιαφέρον για το ερώτημα «τί είναι φασισμός» δεν έχει υποχωρήσει με το πέρασμα των χρόνων. Το βιβλίο του Ρόμπερτ Πάξτον είναι μια πολύτιμη συνεισφορά σ? αυτή την συζήτηση. Δίνει με αδρές γραμμές την πορεία της ανάπτυξης του γερμανικού και ιταλικού φασισμού, από περιθωριακές ομάδες, σε μαζικά κινήματα και μετά σαν καθεστώτα. Επίσης, εξετάζοντας μια σειρά άλλους «φασισμούς» και καθεστώτα, από τότε μέχρι σήμερα, κάνει οξυδερκείς παρατηρήσεις για την «φύση» αυτών των κινημάτων.
Η συζήτηση για το τί είναι και τι κάνει ο φασισμός ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 όταν ο ιταλικός φασισμός εδραιωνόταν στην εξουσία. Εκείνη την περίοδο εμφανίζονται οι πρώτες αναλύσεις του «φασιστικού φαινομένου» μέσα στην αριστερά, και τη ρεφορμιστική αλλά ιδιαίτερα στην Τρίτη Διεθνή.
Ανάμεσα στο 1930 και το 1933 οι ναζί του Χίτλερ κατέκτησαν την εξουσία στην Γερμανία. Ο Τρότσκι, στην προσπάθειά του να δείξει ότι η τακτική του ενιαίου μετώπου μπορεί να φράξει το δρόμο στη φασιστική πανούκλα, διατύπωσε την πιο οξυδερκή ανάλυση του χαρακτήρα του φασισμού. (Τα κείμενά του αυτά είναι συγκεντρωμένα στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου «Η πάλη ενάντια στο φασισμό στην Γερμανία). Για τον Τρότσκι ο φασισμός είναι «κίνημα της αντεπαναστατικής απελπισίας». Ενα κίνημα που εκφράζει τους «τρελαμένους από την κρίση μεσοαστούς» που αναζητάνε να πατήσουν αυτούς που θεωρούν ότι βρίσκονται από κάτω τους ?την εργατική τάξη. Aυτό το κίνημα γίνεται ο «πολιορκητικός κριός» στα χέρια της άρχουσας τάξης.
Τότε το Γερμανικό ΚΚ θεωρούσε ότι οι ναζί δεν είναι ο κύριος κίνδυνος ?ο πραγματικός αντίπαλος είναι η σοσιαλδημοκρατία. Ηταν η καλύτερη υπηρεσία στην ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας που δεν ήθελε να παλέψει στη πράξη ενάντια στους ναζί.
Το 1935, στο 7ο Συνέδριο της σταλινικής από καιρό Τρίτης Διεθνούς, η «γραμμή» αλλάζει.
Είναι πια η εποχή των «Λαϊκών Μετώπων», της συμμαχίας με τους «δημοκράτες» καπιταλιστές, και αυτό απαιτούσε και μια «κατάλληλη» ερμηνεία του φασισμού. Ο Δημητρόφ δίνει τον ορισμό ότι πρόκειται «για την πιο ανοιχτά τρομοκρατική δικτατορία, των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου.»
Αυτός ο ορισμός έχει δυο προβλήματα: το πρώτο είναι ότι δικαιολογεί τις συμμαχίες με τα
«δημοκρατικά στοιχεία» του κεφάλαιου. Το δεύτερο, είναι αντιμετωπίζει το φασισμό σαν ένα απλό εργαλείο των μεγάλων καπιταλιστών, τον υποβιβάζει στο επίπεδο της συνωμοσίας.
Οι προφανείς ανεπάρκειες μιας τέτοιας «ανάλυσης», έχουν οδηγήσει πάρα πολλούς ερευνητές, που θεώρησαν τον Δημητρόφ ως την «μαρξιστική ορθοδοξία» επί του θέματος, να αναζητούν την «ουσία» του φασισμού στην «ιδεολογία» του, το «λόγο» του, και όχι στην λειτουργία του και τις κοινωνικές διεργασίες που τον δημιούργησαν. Μια τέτοια οπτική απαλλάσει πολύ εύκολα τον καπιταλισμό από την ευθύνη για την φασιστική βαρβαρότητα. Και αν τον φασισμό πρέπει να τον ερμηνεύσουμε με βάση την ιδέα που είχαν οι φασίστες του
Μεσοπολέμου για τον εαυτό τους, τότε κόμματα σαν του Λεπέν ή του Φίνι δεν είναι φασιστικά.
Γι? αυτό το λόγο το βιβλίο του Πάξτον είναι τόσο σημαντικό. Ο Πάξτον είναι αμερικάνος ακαδημαϊκός. Οταν το 1972 δημοσίευσε το πρώτο βιβλίο του για το καθεστώς του Βισί στη Γαλλία προκάλεσε πάταγο γιατί αποκάλυψε εμπεριστατωμένα την έκταση της συνεργασίας με τους ναζί. Από τότε έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και μελέτες. Ο Πάξτον δεν είναι μαρξιστής, αλλά έχουμε να μάθουμε πολλά απ? αυτόν.
Το βασικό προσόν του βιβλίου είναι η επιμονή του Πάξτον ότι τον φασισμό μπορούμε να τον κατανοήσουμε από την λειτουργία που επιτελεί. Ο Πάξτον προτείνει μια εξέταση της ανάπτυξης του φασισμού σε πέντε στάδια: Τη δημιουργία του ως κίνημα, το ρίζωμά του στο πολιτικό σύστημα, την κατάληψη της εξουσίας, την άσκηση της εξουσίας και την πορεία του στο βάθος του χρόνου («ριζοσπαστικοποίηση ή εντροπία»). Σε κάθε ένα από αυτά τα βήματα, τα φασιστικά κινήματα έρχονται αντιμέτωπα με εντάσεις, διλήμματα και εσωτερικές συγκρούσεις.
Χωρίς τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος στους δρόμους, ο φασισμός δε θα μπορούσε να «ριζώσει» στο πολιτικό σκηνικό. Και πάλι, από το σημείο αυτό μέχρι την κατάληψη της εξουσίας, χρειάζονταν μια σειρά από προϋποθέσεις και επιλογές. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας κάνει μια σύντομη αναδρομή για το πώς ανέβηκαν στην εξουσία ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ με την συνεργασία αυτών που ονομάζει συντηρητικές ελίτ. Οι συντηρητικοί αστοί πολιτικοί είχαν δεχτεί τους φασίστες του Μουσολίνι στον εκλογικό τους συνασπισμό τον Μάη του 1921. Δεν ήταν η «πορεία στη Ρώμη» τον Οκτώβρη του 1922 που έφερε τον Μουσολίνι στην εξουσία αλλά η απόφαση του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ 2ου και του Γενικού Επιτελείου. Το ίδιο ισχύει με τους ναζί του Χίτλερ. Χρειάστηκε η απόφαση του προέδρου Χίντεμπουργκ, του στρατού και των βιομηχάνων για να διοριστεί καγκελάριος τον Γενάρη του 1933. «Από τη στιγμή που ο δρόμος προς την εξουσία ενός φασιστικού κινήματος έχει περάσει πάντοτε, στις μέχρι τώρα γνωστές περιπτώσεις, από την συνεργασία με τις συντηρητικές ελίτ, η δύναμη ενός φασιστικού κινήματος από μόνη της, αποτελεί μόνο μια από τις καθοριστικές παραμέτρους για την απόκτηση (ή όχι) της εξουσίας αν και σίγουρα είναι ζωτικής σημασίας».
Η άρχουσα τάξη πιεσμένη από την πολιτική και οικονομική κρίση, αποφάσισε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τους φασίστες για να συντρίψει την αριστερά και το εργατικό κίνημα. Oι φασίστες έπαιξαν αυτό το ρόλο με ανατριχιαστική μεθοδικότητα: δεν επιστράτευσαν μόνο τους «συνηθισμένους» μηχανισμούς κρατικής καταστολής, αλλά ένα ολόκληρο οπλοστάσιο μαζικών οργανώσεων σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής. Οι φασίστες στην εξουσία, επισημαίνει ο Πάξτον, δεν αμφισβήτησαν στο παραμικρό τον καπιταλισμό ?παρά τις «ριζοσπαστικές» διακηρύξεις του παρελθόντος. Αλλά δεν ήταν και απλά εργαλεία της άρχουσας τάξης. Είχαν τη δική τους εφιαλτική ατζέντα.
Αυτό είναι σωστό. Το Ολοκαύτωμα των Eβραίων, για παράδειγμα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τις οικονομικές ανάγκες του γερμανικού κεφάλαιου. Ομως, όσο αλήθεια κι αν είναι ότι οι καπιταλιστές δεν χρειάζονταν το Ολοκαύτωμα, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι χρειάζονταν τους ναζί ?όχι μόνο για να συντρίψουν την αριστερά και τα συνδικάτα αλλά και για να διεκδικήσουν την πρωτοκαθεδρία στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Ο Πάξτον τείνει να υποτιμά τέτοιες συνδέσεις και γι? αυτό από το βιβλίο του απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά οι αναλύσεις όχι μόνο του Τρότσκι, αλλά και του Γκράμσι και μιας πλειάδας άλλων μαρξιστών.
Ομως, αυτή η αδυναμία καθόλου δεν σκιάζει την σημασία του βιβλίου, ιδιαίτερα όταν εξετάζει τη σημερινή εποχή. Ο Πάξτον επιμένει ότι αυτό που ξεχωρίζει το σήμερα με το ?30, είναι οι αλλαγμένες κοινωνικές συνθήκες, που επιβάλλουν στην «ριζοσπαστική δεξιά» να προσπαθεί να φορέσει ένα καθώς πρέπει προσωπείο. Ομως, απορρίπτει τις απόψεις που λένε ότι ο φασισμός είναι μια απειλή που ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
«Με την κατανόηση του τρόπου που λειτούργησαν οι φασισμοί του παρελθόντος μπορούμε να αναγνώρισουμε τους σημερινούς και όχι τσεκάροντας το χρώμα των πουκαμίσων...Γνωρίζοντας όσα ξέρουμε για τον φασιστικό κύκλο, μπορούμε να βρούμε περισσότερο δυσοίωνα προειδοποιητικά σήματα σε συνθήκες πολιτικού αδιεξόδου μπροστά σε μια κρίση, απειλούμενους συντηρητικούς σε αναζήτηση σκληρότερων συμμάχων, έτοιμων να εγκαταλείψουν το δίκαιο του νόμου, που αναζητούν μαζική υποστήριξη με την εθνικιστική και ρατσιστική δημαγωγία. Οι φασίστες είναι κοντύτερα στην εξουσία όταν οι συντηρητικοί αρχίζουν να δανείζονται τις τεχνικές τους, να απευθύνονται στα «κινητοποιά πάθη τους» και προσπαθούν να ενσωματώσουν τη φασιστική επιρροή.
Οπλισμένοι με την ιστορική γνώση, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις άσχημες αλλά απομονωμένες απομιμήσεις στο σήμερα, με τα ξυρισμένα κεφάλια και τις σβάστικες, από τα αυθεντικά λειτουργικά ισοδύναμα με τη μορφή μιας ώριμης φασιστικής-συντηρητικής συμμαχίας. Προειδοποιημένοι, ίσως να μπορέσουμε να διακρίνουμε το πραγματικό [φασισμό] όταν τον συναντήσουμε.»
Λέανδρος Μπόλαρης
Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009
O ΚΑΒΑΦΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΥ
Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΥ (CD)
καλλιτέχνης ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΘΑΝΟΣ
25,00 €
Σύνοψη
Οι εκδόσεις IANOS παρουσιάζουν σ’ ένα βιβλίο- cd, για πρώτη φορά, την ολοκληρωμένη εργασία του Θάνου Μικρούτσικου πάνω στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη. Πρόκειται για μια πολύμορφη έκδοση 96 σελίδων, η οποία περιλαμβάνει ανθολογημένα ποιήματα από τον Θάνο Μικρούτσικο, κείμενο του Γιώργου Μονεμβασίτη για την μελοποίηση του Καβάφη από τον συνθέτη, επτά προσωπογραφίες του Κ.Π.Καβάφη από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη και άλλο αρχειακό υλικό. «Τα αγαπημένα μου» τιτλοφορεί ο Θάνος Μικρούτσικος την ανθολόγηση των ποιημάτων και εξηγεί: «Είμαι ένας καλλιτέχνης που λατρεύει την Ποίηση και τους Ποιητές, και μια από τις εμμονές μου είναι να ξεκλειδώνω μουσικά τους κόσμους τους. Το μοναδικό λοιπόν κριτήριο για την επιλογή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν πολύ προσωπικό: ποια ποιήματα του Αλεξανδρινού –είτε μελοποιήθηκαν από εμένα είτε όχι- με ακολουθούσαν συνεχώς σε πολλές φάσεις της ζωής μου, ποια με συντρόφευαν αδιαλείπτως όλα αυτά τα χρόνια, ποια με ταξιδεύουν σε κόσμους που δεν υπάρχουν πια, ποια με πονάνε, ποια με συνθλίβουν… Γιατί τον Γέρο της Αλεξάνδρειας τον ακολουθώ από τα προεφηβικά μου χρόνια- από τότε που ο πατέρας μου, τα βράδια του ’55, μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του και μου διάβαζε τα «Τείχη», τους «Αλεξανδρινούς βασιλείς», την «υπεροψία και τη μέθη του Δαρείου» μέχρι το ’82, σ’ εκείνο το μαύρο θέατρο του Ronse στις Βρυξέλλες, ακούγοντας την βαθιά φωνή του Paul Roland: […] η ώρα μία την νύχτα θάτανε ή μιάμισυ…» Το ένθετο cd έχει τον τίλτο «Επέστρεφε» και περιλαμβάνει 10 συνθέσεις του Θάνου Μικρούτσικου, σε νέα μουσική επεξεργασία και ενορχήστρωση. Ανάμεσα στα ποιήματα του Κ.Π.Καβάφη, ο συνθέτης επέλεξε να μελοποιήσει στην συγκεκριμένη έκδοση τα εξής: Επέστρεφε, Σύγχυσις, Ο Γενάρης του 1904, Μονοτονία, Για να ‘ρθουν, Επήγα, Επιθυμίες, Ο Δεκέμβρης του 1903, 105 αργότερα, Η πόλιςΈργα του ιδίου καλλιτέχνη
- Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (CD)
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΤΡΟΠΑΡΙΑ ΓΙΑ ΦΟΝΙΑΔΕΣ (CD)
- ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ IV (CD)
- Ο ΓΕΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ & ΑΡΑΠΙΑ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΠΑΨΕ ΝΑ ΧΤΥΠ (CD)
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ-ΕΜΠΑΡΓΚΟ (CD)
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ MILVA VOLPE D AMORE Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΗΣ ΑΓΑ (CD)
- ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ (2CD)
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΦΟΥΕΝΤΕ ΟΒΕΧΟΥΝΑ (CD)
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΣΤΟΝ BRECHT CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΚΑΝΤΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 7 ΝΑΝΟΥΣ CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΕΡΓΑ ΓΙΑ ΦΛΑΟΥΤΟ CD
- ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ ΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΚΑ CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΙΑ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ CD
- ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΟΔΥΣΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΙΤΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΜΕ ΞΑΝΑ ΑΠ ΤΗΝ ΑΡΧΗ CD
- THANOS MIKROUTSIKOS DANCE AND MEMORIES A SELECTION OF PIANO WORKS DANAE KARA C
Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009
ΤΟ "ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ" ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ FACEBOOK
Τώρα το ιστολογιό μας και στο facebook με την ονομασία
Σας προσκαλούμε να γίνεται μέλη και να συμβάλλεται και εσείς με τις δικές σας δυνάμεις στην προσπαθειά μας.
Ευχαριστούμε.
http://www.facebook.com/profile.php?id=100000337247242&ref=pymk#/group.php?gid=165101141966&ref=mf
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ και ΣΚΕΨΗ-ΜΟΥΣΙΚΗ και ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
όπου σαν φυσική συνέχεια του,θα ενημερώνει και θα παρουσιάζει θέματα από τον χώρο του πολιτισμού,της τέχνης,της μουσικής και φυσικά του βιβλίου.Σας προσκαλούμε να γίνεται μέλη και να συμβάλλεται και εσείς με τις δικές σας δυνάμεις στην προσπαθειά μας.
Ευχαριστούμε.
http://www.facebook.com/profile.php?id=100000337247242&ref=pymk#/group.php?gid=165101141966&ref=mf
Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009
ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ Η Ρόζα της φυλακής, της ποίησης και της επανάστασης
ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Η Ρόζα της φυλακής, της ποίησης και της επανάστασης
Η Ρόζα της φυλακής, της ποίησης και της επανάστασης
Φύλλο: 886
Η Μαρία Κατσανδρή που έκανε τη σύνθεση των κειμένων και ενσαρκώνει τη Ρόζα στην θεατρική παράσταση «Ρόζα Λούξεμπουργκ - γράμματα από τη φυλακή - ένα λυρικό μανιφέστο», μίλησε στην Εργατική Αλληλεγγύη.
Πως γεννήθηκε αυτή η παράσταση;
Πολύ πιο νέα, ήμουν 20 χρονών όταν είχα διαβάσει κάποια από τα πολιτικά κείμενα της Ρόζας, χωρίς ίσως να έχω κατανοήσει πλήρως την σκέψη της, είχα καταλάβει ωστόσο πως επρόκειτο για μια διαφορετική μαρξιστική ματιά, και με είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος γραφής της. Αυτά έμειναν στην άκρη του μυαλού μου. Πριν 5 χρόνια πέσανε στα χέρια μου τα γράμματα από την φυλακή. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Άρχισα σταδιακά να δουλεύω στο μυαλό μου, την δομή της παράστασης. Γεννιόταν σταδιακά. Και όλο έλεγα ότι κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα. Φέτος είπα τώρα ήρθε η ώρα. Μια κύηση 5 ετών που όμως έχει άμεση σχέση με τις συνθήκες μέσα μου και γύρω μου.
Είμαι και εγώ ένας από τους απογοητευμένους αριστερούς. Νοσταλγός μιας επαναστατικής αριστεράς. Επί της ουσίας επαναστατικής. Τα Δεκεμβριανά με όλα τα λάθη, συν και πλην, εμένα με αναπτέρωσαν. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος και έλαβα το μήνυμα «αύριο όλοι στους δρόμους», για την διαδήλωση της Κυριακής, και έφτασα στο Μουσείο και είδα όλον αυτό τον κόσμο ένιωσα μια νέα ελπίδα να γεννιέται. Χωρίς να είμαι απαισιόδοξη, οφείλω να σου πω πως με πολύ κόπο και πείσμα κρατώ την ελπίδα μου.
Ποια είναι ακριβώς η δομή της παράστασης;
Η παράσταση στηρίζεται στα γράμματα της φυλακής αλλά ανάμεσα υπάρχουν και κάποια από τα σημαντικότερα πολιτικά της κείμενα, χαρακτηριστικά της Ρόζας. Κουβέντες που σχετίζονται με αυτά που λέει στα γράμματα. «Η ελευθερία είναι για αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά» λέει σε κάποια στιγμή.
Η παράσταση όμως ξεκινάει από την απολογία, ένα ντοκουμέντο του 1904. Ήταν ανάγκη να βρω μια πραγματική αρχή πριν φτάσω στην φυλακή. Να δώσω μια εξήγηση για την θέση της Ρόζας για τους λόγους που βρίσκεται εκεί.
Αλλά και το τέλος είναι έξω από την φυλακή. Η παράσταση τελειώνει με τον θάνατό της. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Χωρίς τα τελευταία της λόγια. «Πίστη στην επανάσταση. Να χαθούμε όλοι αδέλφια για να σώσουμε τη γη».
Τα γράμματα από την φυλακή είναι σχεδόν λυρικά κείμενα. Οι περιγραφές της Ρόζας είναι στα όρια της ποίησης. Πώς συνδέεται η εικόνα της μαχητικής επαναστάτριας γυναίκας, με αυτή την ευαισθησία που βγαίνει μέσα από τα γράμματα της φυλακής;
Κατ΄ αρχήν θέλω να σου πω πως η Ρόζα μέσα στην φυλακή έγραψε στα κρυφά και καταπληκτικά πολιτικά κείμενα. Όμως πράγματι στα γράμματα η Ρόζα μας εντυπωσιάζει. Δεν περιμένει κανείς να δει αυτή την πλευρά της Ρόζας. Μέσα από τα πολιτικά κείμενα βλέπεις ένα μυαλό σκληρό. Έναν πολιτικό άνθρωπο, έναν επαναστάτη του μεγέθους του Γκράμσι, ή και αργότερα του Τσε. Και μετά εντυπωσιάζεσαι όταν βλέπεις στα γράμματα της φυλακής όλη αυτή την ποίηση. Μια μαγική ποίηση, μια απίστευτη δυνατότητα να κάνει την ζωή ποίηση.
Και αυτή η εικόνα της Ρόζας δίνει και στο μαρξισμό έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Παρουσιάζει τον ίδιο τον μαρξισμό σαν ποίηση. Γιατί δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την επαναστάτρια Ρόζα από την Ρόζα της φυλακής. Είναι το ίδιο πρόσωπο. Ένας σκληρός, μαχητής επαναστάτης έχει και το άλλο του πρόσωπο. Αυτό το τόσο ευαίσθητο πρόσωπο, μας δίνει μαθήματα ζωής. Για να είσαι μαρξιστής πρέπει να έχεις ευαισθησία και γνώση.
Και το βλέπουμε αυτό μέσα στα γράμματα. Βλέπουμε την ευρύτατη μόρφωση και παιδεία της. Δεν είναι μόνο τα έντομα ή τα φυτά (η Ρόζα άλλωστε είχε σπουδάσει ζωολογία και φυτολογία). Είναι το ενδιαφέρον για την μουσική, την ποίηση, το θέατρο. Μιλάει για τον Μότσαρτ, μιλάει για το Σαίξπηρ και τον Γκαίτε. Μέσα από τα γράμματα βλέπουμε την ανοιχτοσιά αυτού του μυαλού. Ναι, ένας μαρξιστής οφείλει να έχει ολοκληρωμένη γνώση ακόμα και για την κλασική παιδεία. Και η Ρόζα αποδεικνύει την πολύ πλατιά και «βαριά» της μόρφωση, αναγκαία για την κατανόηση της κοινωνίας και την δράση μέσα σε αυτήν.
Ταυτόχρονα η Ρόζα δεν παρουσιάζει τον εαυτό της ως ξεκομμένη ηγέτιδα, αλλά επαναλαμβάνει σε διάφορα σημεία πως βλέπει τον εαυτό της ως έναν απλό στρατιώτη ταγμένο σε ένα μεγάλο σκοπό.
Ένα λαμπρό μυαλό, ένας άνθρωπος με τέτοια πνευματικότητα, δεν μπορεί παρά να γνωρίζει καλά πως είναι ένα μυρμηγκάκι στο στρατό των μυρμηγκιών. Χωρίς έπαρση, χωρίς μεγαλοστομίες. Η Ρόζα δεν έπαιζε με τις λέξεις. Λέει πάντα την αλήθεια. Π.χ. αναφέρεται πολλές φορές στη θλίψη της. «Είμαι θλιμένη, είμαι μελαγχολική περνάνε μέρες που δεν ακούω ούτε την φωνή μου». Είναι φυσικό για ένα ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα κλεισμένο σε τέσσερις τοίχους. Ταυτόχρονα (παρόλα αυτά) όπως λέει και η ίδια «μέσα από το σκοτάδι χαμογελώ στη ζωή».
Γι΄ αυτό αυτή η γυναίκα, αυτό το ηρωικό πλάσμα που λεγόταν Ρόζα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.
Ενσαρκώνεις την Ρόζα στην σκηνή σε έναν μονόλογο. Πώς βλέπεις τον εαυτό σου ως επαναστάτρια Ρόζα; Τι ζητάς από αυτό το ρόλο και γενικότερα από την παράσταση;
Δεν τολμάω να δω τον εαυτό μου σαν Ρόζα. Όταν πας να ενσαρκώσεις πλάσματα σαν την Ρόζα μπορείς μόνο να τα πλησιάσεις με δέος. Και ξέρεις, δεν είναι ένα φανταστικό πρόσωπο. Δεν είναι απλά ένας ακόμα θεατρικός χαρακτήρας. Είναι μια πραγματική προσωπικότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που προσεγγίζω την παράσταση με τόσο δέος. Και οφείλω να σου πω, με πολύ φόβο και τρακ. Τρέμω. Είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνουν τα κείμενα της Ρόζας. Ωστόσο αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι η πρωτοτυπία αλλά η ουσία. Αυτό που πραγματικά ελπίζω είναι αυτός που θα βγει από την παράσταση να θελήσει να διαβάσει Ρόζα. Να ενδιαφερθεί για την σκέψη της. Θέλω να ακουστεί η σκέψη της.
Ποιο κοινό θεωρείς πως πρέπει να ακούσει τις σκέψεις της Ρόζας σήμερα;
Στην παράσταση αυτή θέλω να έρθουν νέοι άνθρωποι. Θέλω να δω τα παιδιά που βγήκαν στο δρόμο τον Δεκέμβρη. Παιδιά που δεν είχαν ακούσει για τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Μπακούνιν. Εμείς είμαστε μια γενιά που μεγαλώσαμε με τον απόηχο της δικτατορίας. Από το σχολείο ακόμα ήμασταν όλοι οργανωμένοι. Σήμερα έχουμε μια γενιά που μπορεί να μην μεγάλωσε με τις πολιτικές θεωρήσεις του παρελθόντος αλλά έχει πολιτικά ένστικτα.
Αν ο Μάης του ΄68 και το Πολυτεχνείο έγινε από 25άρηδες και 30άρηδες, τα γεγονότα του Δεκέμβρη έγινε από έφηβους. Αυτό είναι μια τεράστια εξέλιξη. Και αν αυτός ο αυθορμητισμός τους ήταν εύκολα εκμεταλλεύσιμος στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν θα είναι έτσι στο μέλλον.
Αυτά τα παιδιά πρέπει να ακούσουν την Ρόζα. Την φωνή μια επαναστάτριας που πάλεψε πραγματικά να αλλάξει την κοινωνία. Και χρειαζόμαστε επαναστάτες σήμερα. Αλλά να μην ξαναγυρίσουμε στα λάθη της αριστεράς του παρελθόντος. Στο κυνήγι του Στάλιν. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να αναγνωρίσουμε όλα τα χαρακτηριστικά από τους αληθινούς επαναστάτες του παρελθόντος.
Απελευθέρωση της κοινωνίας δεν μπορεί να σημαίνει καταπίεση του ατόμου. Αντίθετα Απελευθέρωση της κοινωνίας είναι η διάθλαση της ατομικής καθημερινότητας μέσα από τις κοινωνικές συνθήκες. Το μότο μου για αυτή την παράσταση είναι το εξής: αν κάποιος δεν αγαπάει έτσι την ζωή, και δεν την σέβεται, έτσι όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δεν μπορεί να είναι επαναστάτης. Αυτό που λέω δηλαδή είναι ότι δεν μπορείς να είσαι σωστός κομμουνιστής αν δεν εγκλείεσαι μέσα σου από ποίηση. Πρέπει να είσαι ευαίσθητος και ανθρωπιστής.
Μίλησες και νωρίτερα για τον Δεκέμβρη, και συνέδεσες την γέννηση της παράστασης (έστω και συναισθηματικά) με τα γεγονότα. Ποια είναι η γνώμη σου για τα γεγονότα;
Ξέρουμε όλοι πως η ιστορία είναι ένα υπέροχο σπιράλ. Και γνωρίζουμε επίσης πως πρέπει να περάσουμε από μεγάλες κρίσεις και να σφίξουμε τις αλυσίδες για να πούμε «επ! ως εδώ». Γιατί για δεκαετίες τώρα περάσαμε μέσα από έναν ψευτοευδαιμονισμό και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Μιας ψεύτικης εικόνας πλούτου.
Ξαναμπαίνουμε σε μια διαδικασία σκληρή. Σίγουρα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Τα πάντα γύρω μας βρίσκονται σε κρίση. Το περιβάλλον, η κοινωνία, οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις. Και η κρίση έφτασε και ακούμπησε και την Τέχνη. Μια Τέχνη που έγινε διαδικασία, προϊόν, έγινε δήθεν και ξεχάσαμε να ακουμπάμε την αλήθεια.
Μέσα σε κάθε Μεσαίωνα κρύβεται ο σπόρος για την αναγέννηση. Έτσι μέσα στην λαίλαπα του συστήματος που μας οδηγεί να ξεχνάμε ακόμα και αυτόν τον σεβασμό προς τον εαυτό μας, και έχουμε αρχίσει να το πληρώνουμε πάρα πολύ σκληρά, βλέπουμε να γεννιέται η ελπίδα. Και ο Δεκέμβρης ήταν ελπίδα για πολλούς από εμάς. Μας αναζωπύρωσε την πολιτική μας συνειδητοποίηση.
Πληροφορίες για την παράσταση:
Πρεμιέρα: Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009
Παραστάσεις: κάθε Δευτέρα και Τρίτη
Θέατρο: Αγγέλων Βήμα (Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια)
Σύνθεση κειμένων: Μαρία Κατσανδρή
Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου
Σκηνοθεσία: Σεσίλ Μικρούτσικου
Σκηνικά - Κοστούμια: Κατερίνα-Χριστίνα Μανωλάκου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ράνια Γλυμίτσα
Ρόζα η Μαρία Κατσανδρή
Τη συνοδεύει με βιολί ο Οδυσσέας Ζαφειρόπουλος, σε μουσική που έγραψε για την παράσταση ο Θάνος Μικρούτσικος.
Η Μαρία Κατσανδρή μίλησε στον Κυριάκο Μπάνο
http://www.sek-ist.gr/EA/home.php?article_ID=2802
Η Μαρία Κατσανδρή που έκανε τη σύνθεση των κειμένων και ενσαρκώνει τη Ρόζα στην θεατρική παράσταση «Ρόζα Λούξεμπουργκ - γράμματα από τη φυλακή - ένα λυρικό μανιφέστο», μίλησε στην Εργατική Αλληλεγγύη.
Πως γεννήθηκε αυτή η παράσταση;
Πολύ πιο νέα, ήμουν 20 χρονών όταν είχα διαβάσει κάποια από τα πολιτικά κείμενα της Ρόζας, χωρίς ίσως να έχω κατανοήσει πλήρως την σκέψη της, είχα καταλάβει ωστόσο πως επρόκειτο για μια διαφορετική μαρξιστική ματιά, και με είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος γραφής της. Αυτά έμειναν στην άκρη του μυαλού μου. Πριν 5 χρόνια πέσανε στα χέρια μου τα γράμματα από την φυλακή. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Άρχισα σταδιακά να δουλεύω στο μυαλό μου, την δομή της παράστασης. Γεννιόταν σταδιακά. Και όλο έλεγα ότι κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα. Φέτος είπα τώρα ήρθε η ώρα. Μια κύηση 5 ετών που όμως έχει άμεση σχέση με τις συνθήκες μέσα μου και γύρω μου.
Είμαι και εγώ ένας από τους απογοητευμένους αριστερούς. Νοσταλγός μιας επαναστατικής αριστεράς. Επί της ουσίας επαναστατικής. Τα Δεκεμβριανά με όλα τα λάθη, συν και πλην, εμένα με αναπτέρωσαν. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος και έλαβα το μήνυμα «αύριο όλοι στους δρόμους», για την διαδήλωση της Κυριακής, και έφτασα στο Μουσείο και είδα όλον αυτό τον κόσμο ένιωσα μια νέα ελπίδα να γεννιέται. Χωρίς να είμαι απαισιόδοξη, οφείλω να σου πω πως με πολύ κόπο και πείσμα κρατώ την ελπίδα μου.
Ποια είναι ακριβώς η δομή της παράστασης;
Η παράσταση στηρίζεται στα γράμματα της φυλακής αλλά ανάμεσα υπάρχουν και κάποια από τα σημαντικότερα πολιτικά της κείμενα, χαρακτηριστικά της Ρόζας. Κουβέντες που σχετίζονται με αυτά που λέει στα γράμματα. «Η ελευθερία είναι για αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά» λέει σε κάποια στιγμή.
Η παράσταση όμως ξεκινάει από την απολογία, ένα ντοκουμέντο του 1904. Ήταν ανάγκη να βρω μια πραγματική αρχή πριν φτάσω στην φυλακή. Να δώσω μια εξήγηση για την θέση της Ρόζας για τους λόγους που βρίσκεται εκεί.
Αλλά και το τέλος είναι έξω από την φυλακή. Η παράσταση τελειώνει με τον θάνατό της. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Χωρίς τα τελευταία της λόγια. «Πίστη στην επανάσταση. Να χαθούμε όλοι αδέλφια για να σώσουμε τη γη».
Τα γράμματα από την φυλακή είναι σχεδόν λυρικά κείμενα. Οι περιγραφές της Ρόζας είναι στα όρια της ποίησης. Πώς συνδέεται η εικόνα της μαχητικής επαναστάτριας γυναίκας, με αυτή την ευαισθησία που βγαίνει μέσα από τα γράμματα της φυλακής;
Κατ΄ αρχήν θέλω να σου πω πως η Ρόζα μέσα στην φυλακή έγραψε στα κρυφά και καταπληκτικά πολιτικά κείμενα. Όμως πράγματι στα γράμματα η Ρόζα μας εντυπωσιάζει. Δεν περιμένει κανείς να δει αυτή την πλευρά της Ρόζας. Μέσα από τα πολιτικά κείμενα βλέπεις ένα μυαλό σκληρό. Έναν πολιτικό άνθρωπο, έναν επαναστάτη του μεγέθους του Γκράμσι, ή και αργότερα του Τσε. Και μετά εντυπωσιάζεσαι όταν βλέπεις στα γράμματα της φυλακής όλη αυτή την ποίηση. Μια μαγική ποίηση, μια απίστευτη δυνατότητα να κάνει την ζωή ποίηση.
Και αυτή η εικόνα της Ρόζας δίνει και στο μαρξισμό έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Παρουσιάζει τον ίδιο τον μαρξισμό σαν ποίηση. Γιατί δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την επαναστάτρια Ρόζα από την Ρόζα της φυλακής. Είναι το ίδιο πρόσωπο. Ένας σκληρός, μαχητής επαναστάτης έχει και το άλλο του πρόσωπο. Αυτό το τόσο ευαίσθητο πρόσωπο, μας δίνει μαθήματα ζωής. Για να είσαι μαρξιστής πρέπει να έχεις ευαισθησία και γνώση.
Και το βλέπουμε αυτό μέσα στα γράμματα. Βλέπουμε την ευρύτατη μόρφωση και παιδεία της. Δεν είναι μόνο τα έντομα ή τα φυτά (η Ρόζα άλλωστε είχε σπουδάσει ζωολογία και φυτολογία). Είναι το ενδιαφέρον για την μουσική, την ποίηση, το θέατρο. Μιλάει για τον Μότσαρτ, μιλάει για το Σαίξπηρ και τον Γκαίτε. Μέσα από τα γράμματα βλέπουμε την ανοιχτοσιά αυτού του μυαλού. Ναι, ένας μαρξιστής οφείλει να έχει ολοκληρωμένη γνώση ακόμα και για την κλασική παιδεία. Και η Ρόζα αποδεικνύει την πολύ πλατιά και «βαριά» της μόρφωση, αναγκαία για την κατανόηση της κοινωνίας και την δράση μέσα σε αυτήν.
Ταυτόχρονα η Ρόζα δεν παρουσιάζει τον εαυτό της ως ξεκομμένη ηγέτιδα, αλλά επαναλαμβάνει σε διάφορα σημεία πως βλέπει τον εαυτό της ως έναν απλό στρατιώτη ταγμένο σε ένα μεγάλο σκοπό.
Ένα λαμπρό μυαλό, ένας άνθρωπος με τέτοια πνευματικότητα, δεν μπορεί παρά να γνωρίζει καλά πως είναι ένα μυρμηγκάκι στο στρατό των μυρμηγκιών. Χωρίς έπαρση, χωρίς μεγαλοστομίες. Η Ρόζα δεν έπαιζε με τις λέξεις. Λέει πάντα την αλήθεια. Π.χ. αναφέρεται πολλές φορές στη θλίψη της. «Είμαι θλιμένη, είμαι μελαγχολική περνάνε μέρες που δεν ακούω ούτε την φωνή μου». Είναι φυσικό για ένα ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα κλεισμένο σε τέσσερις τοίχους. Ταυτόχρονα (παρόλα αυτά) όπως λέει και η ίδια «μέσα από το σκοτάδι χαμογελώ στη ζωή».
Γι΄ αυτό αυτή η γυναίκα, αυτό το ηρωικό πλάσμα που λεγόταν Ρόζα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.
Ενσαρκώνεις την Ρόζα στην σκηνή σε έναν μονόλογο. Πώς βλέπεις τον εαυτό σου ως επαναστάτρια Ρόζα; Τι ζητάς από αυτό το ρόλο και γενικότερα από την παράσταση;
Δεν τολμάω να δω τον εαυτό μου σαν Ρόζα. Όταν πας να ενσαρκώσεις πλάσματα σαν την Ρόζα μπορείς μόνο να τα πλησιάσεις με δέος. Και ξέρεις, δεν είναι ένα φανταστικό πρόσωπο. Δεν είναι απλά ένας ακόμα θεατρικός χαρακτήρας. Είναι μια πραγματική προσωπικότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που προσεγγίζω την παράσταση με τόσο δέος. Και οφείλω να σου πω, με πολύ φόβο και τρακ. Τρέμω. Είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνουν τα κείμενα της Ρόζας. Ωστόσο αυτό που με ενδιαφέρει δεν είναι η πρωτοτυπία αλλά η ουσία. Αυτό που πραγματικά ελπίζω είναι αυτός που θα βγει από την παράσταση να θελήσει να διαβάσει Ρόζα. Να ενδιαφερθεί για την σκέψη της. Θέλω να ακουστεί η σκέψη της.
Ποιο κοινό θεωρείς πως πρέπει να ακούσει τις σκέψεις της Ρόζας σήμερα;
Στην παράσταση αυτή θέλω να έρθουν νέοι άνθρωποι. Θέλω να δω τα παιδιά που βγήκαν στο δρόμο τον Δεκέμβρη. Παιδιά που δεν είχαν ακούσει για τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Μπακούνιν. Εμείς είμαστε μια γενιά που μεγαλώσαμε με τον απόηχο της δικτατορίας. Από το σχολείο ακόμα ήμασταν όλοι οργανωμένοι. Σήμερα έχουμε μια γενιά που μπορεί να μην μεγάλωσε με τις πολιτικές θεωρήσεις του παρελθόντος αλλά έχει πολιτικά ένστικτα.
Αν ο Μάης του ΄68 και το Πολυτεχνείο έγινε από 25άρηδες και 30άρηδες, τα γεγονότα του Δεκέμβρη έγινε από έφηβους. Αυτό είναι μια τεράστια εξέλιξη. Και αν αυτός ο αυθορμητισμός τους ήταν εύκολα εκμεταλλεύσιμος στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν θα είναι έτσι στο μέλλον.
Αυτά τα παιδιά πρέπει να ακούσουν την Ρόζα. Την φωνή μια επαναστάτριας που πάλεψε πραγματικά να αλλάξει την κοινωνία. Και χρειαζόμαστε επαναστάτες σήμερα. Αλλά να μην ξαναγυρίσουμε στα λάθη της αριστεράς του παρελθόντος. Στο κυνήγι του Στάλιν. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να αναγνωρίσουμε όλα τα χαρακτηριστικά από τους αληθινούς επαναστάτες του παρελθόντος.
Απελευθέρωση της κοινωνίας δεν μπορεί να σημαίνει καταπίεση του ατόμου. Αντίθετα Απελευθέρωση της κοινωνίας είναι η διάθλαση της ατομικής καθημερινότητας μέσα από τις κοινωνικές συνθήκες. Το μότο μου για αυτή την παράσταση είναι το εξής: αν κάποιος δεν αγαπάει έτσι την ζωή, και δεν την σέβεται, έτσι όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δεν μπορεί να είναι επαναστάτης. Αυτό που λέω δηλαδή είναι ότι δεν μπορείς να είσαι σωστός κομμουνιστής αν δεν εγκλείεσαι μέσα σου από ποίηση. Πρέπει να είσαι ευαίσθητος και ανθρωπιστής.
Μίλησες και νωρίτερα για τον Δεκέμβρη, και συνέδεσες την γέννηση της παράστασης (έστω και συναισθηματικά) με τα γεγονότα. Ποια είναι η γνώμη σου για τα γεγονότα;
Ξέρουμε όλοι πως η ιστορία είναι ένα υπέροχο σπιράλ. Και γνωρίζουμε επίσης πως πρέπει να περάσουμε από μεγάλες κρίσεις και να σφίξουμε τις αλυσίδες για να πούμε «επ! ως εδώ». Γιατί για δεκαετίες τώρα περάσαμε μέσα από έναν ψευτοευδαιμονισμό και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Μιας ψεύτικης εικόνας πλούτου.
Ξαναμπαίνουμε σε μια διαδικασία σκληρή. Σίγουρα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Τα πάντα γύρω μας βρίσκονται σε κρίση. Το περιβάλλον, η κοινωνία, οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις. Και η κρίση έφτασε και ακούμπησε και την Τέχνη. Μια Τέχνη που έγινε διαδικασία, προϊόν, έγινε δήθεν και ξεχάσαμε να ακουμπάμε την αλήθεια.
Μέσα σε κάθε Μεσαίωνα κρύβεται ο σπόρος για την αναγέννηση. Έτσι μέσα στην λαίλαπα του συστήματος που μας οδηγεί να ξεχνάμε ακόμα και αυτόν τον σεβασμό προς τον εαυτό μας, και έχουμε αρχίσει να το πληρώνουμε πάρα πολύ σκληρά, βλέπουμε να γεννιέται η ελπίδα. Και ο Δεκέμβρης ήταν ελπίδα για πολλούς από εμάς. Μας αναζωπύρωσε την πολιτική μας συνειδητοποίηση.
Πληροφορίες για την παράσταση:
Πρεμιέρα: Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009
Παραστάσεις: κάθε Δευτέρα και Τρίτη
Θέατρο: Αγγέλων Βήμα (Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια)
Σύνθεση κειμένων: Μαρία Κατσανδρή
Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου
Σκηνοθεσία: Σεσίλ Μικρούτσικου
Σκηνικά - Κοστούμια: Κατερίνα-Χριστίνα Μανωλάκου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ράνια Γλυμίτσα
Ρόζα η Μαρία Κατσανδρή
Τη συνοδεύει με βιολί ο Οδυσσέας Ζαφειρόπουλος, σε μουσική που έγραψε για την παράσταση ο Θάνος Μικρούτσικος.
Η Μαρία Κατσανδρή μίλησε στον Κυριάκο Μπάνο
http://www.sek-ist.gr/EA/home.php?article_ID=2802
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)