Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Ένα Σιμενόν πρόσωπο

Ένα Σιμενόν πρόσωπο

Ηταν γόνος μικροαστικής οικογένειας ο Ζορζ Σιμενόν. Η ζωή δεν του χαρίστηκε, εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε συντηρητική εφημερίδα, ώσπου να γίνει ο διάσημος συγγραφέας, αυτός με τα σπίτια σε δύο ηπείρους, με το υγρό στοιχείο να τον κατατρύχει (ποταμόπλοια στη Γαλλία, γιοτ στη Βόρεια θάλασσα), με τους νόμιμους γάμους, τα πολλά παιδιά και με τις χίλιες ερωμένες. Ο Σιμενόν, που έγινε μύθος πολύ πριν αποδημήσει το 1989... 




Αλήθεια, ποιος άλλος στον εικοστό αιώνα ευτύχησε να δει τα απομνημονεύματά του να εκδίδονται σε 72 τόμους πριν καν ολοκληρώσει τη συγγραφική του καριέρα (πλήθος βιβλίων ακολούθησαν) και ποιος είδε να γεννιούνται ταινίες επί ταινιών χάρη σ' αυτά;
Ο επιθεωρητής Μεγκρέ; Δεν ήταν παρά μια λεπτομέρεια στο σύνολο του έργου του! Πριν τον αποκαλύψει στο κοινό, είχε γράψει περί τα 200 μυθιστορήματα, πολλά με ψευδώνυμο και ήταν ήδη πάμπλουτος αλλά και αμφιλεγόμενος. Μπορεί στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να κράτησε, αν μη τι άλλο, ουδέτερη στάση, όμως κατηγορήθηκε πως οι ταινίες του Μεγκρέ, που γυρίστηκαν κατά το 1941-1944, έγιναν με τη συμμετοχή γερμανών παραγωγών, ενώ τα βιβλία του έφεραν τη σφραγίδα της Γερμανικής Επιτροπής Λογοκρισίας. 





Το 1942 ήταν που γυρίστηκε επίσης το «Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι», και να πάλι το οξύμωρο: υπάρχουν άραγε άλλα βιβλία στη βραχύχρονη (σχετικά) έβδομη τέχνη που γέννησαν τα σενάρια για τρεις διαφορετικές ταινίες; Οντως οι «Αγνωστοι» το 1942 παίχτηκαν με πρωταγωνιστή τον Raimu, το 1967 ως αμερικάνικη παραγωγή με τον Τζέιμς Μέισον (και την Τζέραλντιν Τσάπλιν) και το 1992 (δεύτερη γαλλική παραγωγή) με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό.
Αν διερωτάστε τι τράβηξε τρεις διάσημους ηθοποιούς να πρωταγωνιστήσουν σε ώριμη ηλικία στο ίδιο έργο, η απάντηση είναι απλή: ο ρόλος του Εκτόρ Λουρσά ντε Σεν Μαρκ. Εν ολίγοις το να ερμηνεύουν τουλάχιστον στη μισή διάρκεια της ταινίας έναν μεσήλικα ευγενικής καταγωγής που παραπαίει ελαφρά μεθυσμένος, έναν αδιάφορο για τη ζωή που όμως αίφνης βρίσκει ξανά το κέφι του γι' αυτήν.
Τώρα που το βιβλίο κυκλοφορεί από την «Αγρα» (σε μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ), ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει πίσω σ' έναν βροχερό χρόνο και τόπο, στη Μουλέν, έναν Οκτώβρη όπου η παγωνιά δεν αστειεύεται.
Ο Λουρσά είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της επαρχίας. Μπορεί να ήρθε η Δημοκρατία, αλλά τα τζάκια έχουν πάντα πέραση, ο παππούς του ήταν σχεδόν ισόβιος δήμαρχος (διαθέτει και άγαλμα), ενώ οι συγγενείς του λύνουν και δένουν κρατώντας όλα τα νευραλγικά πόστα στην πόλη. Ομως ο Λουρσά έχει ένα πρόβλημα: από τότε που τον άφησε η γυναίκα του, 18 χρόνια πριν (με μία κόρη δύο χρονών), εγκατέλειψε τη δικηγορία, κλείστηκε στο μέγαρό του, ειδικότερα στο γραφείο του, από το οποίο βγαίνει μόνο για να πάει μέχρι την τραπεζαρία.
Κάθε πρωί κατεβαίνει στο κελάρι, παίρνει τρία μπουκάλια κόκκινο κρασί που καταναλώνει στη διάρκεια της ημέρας, καπνίζοντας αδιάκοπα και διαβάζοντας σκόρπιες σελίδες από τους χιλιάδες τόμους που στοιβάζονται στη βιβλιοθήκη του. Ωσπου ένα βράδυ ακούγεται ένας πυροβολισμός, και, ενώ ο ήρωάς μας δεν σκοτίζεται ιδιαίτερα, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, βγαίνει σε διαδρόμους του σπιτιού, από τους οποίους είχε χρόνια να περάσει για ν' ανακαλύψει αρχικά και στη διάρκεια των επόμενων εικοσιτετραώρων: το πτώμα ενός αγύρτη (μέσα στο σπίτι), ότι η κόρη του Νικόλ έχει εραστή, ότι κάθε βράδυ στο δωμάτιο της γίνονταν πάρτι και ότι συμμετείχε σ' ένα είδος συμμορίας που το γλένταγε κλέβοντας.
Ο Σιμενόν πετυχαίνει μ' ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Γελοιοποιεί κατ' αρχήν την άρχουσα τάξη με τις πόζες, την υποκρισία, τα κλειστά της κλαμπ, τις φανταστικές αρρώστιες των κυριών- απάντηση στα στολισμένα με κέρατα κεφάλια τους, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως πως δεν ασχολείται και με τα κόμπλεξ του φτωχού λαού απέναντί της. Στο τέλος τέλος όλοι θέλουν να είναι ή να γίνουν κάποιοι, από μικροαστοί ή έμποροι να μπουν σ' ένα σαλόνι.
Ο Σιμενόν εναποθέτει την ελπίδα του στη νεολαία, στην κόρη του Λουρσά και στον εραστή της, ένα είδος «παιδιού του λαού», έναν Ξανθόπουλο, που παρασύρεται αλλά που στο τέλος βρίσκει τον ίσιο δρόμο και παίρνει το κορίτσι.
Από την τοιχογραφία δεν λείπουν τα πρόσωπα που τυλίγουν το αριστοκρατικό της κέντρο. Οι πόρνες, οι ιδιοκτήτες μπαρ, οι ταξιτζήδες, ο βιβλιοπώλης, οι ανώνυμοι τέλος πάντων, που για μια στιγμή φωτίζονται προσθέτοντας στην αληθοφάνεια. Και βέβαια παντού η πόλη, σκοτεινή μες τη βροχή ή το χιονόνερο, υπογραμμίζει την κατάσταση, δημιουργώντας την απαραίτητη στο νουάρ ατμόσφαιρα.
Εκείνος όμως που στοιχειώνει τον αναγνώστη, είτε με το πρόσωπο του Raimu, είτε με του Μέισον, είτε με το πιο οικείο του γερασμένου Μπελμποντό, είναι ο Λουρσά. Αδιάφορος, πότης, μονομανής και στερημένος από τη θέρμη του θήλεος, ανακαλύπτει τη ζωή ξανά, της βγάζει ξαφνικά τη γλώσσα, συμμαχεί μαζί της για να παρασυρθεί εντέλει ξαναζώντας. 






Georges Simenon, Why Maigret Drinks Beer

    Georges Simenon, Why Maigret Drinks Beer




One of the questions that is most often put to me, and to which, in the beginning, I hardly found a satisfactory answer, is, "Why does Maigret drink beer?" Since Maigret was born in a place in the countryside of France which produces a pleasant little white wine, and lived customarily in Paris, where aperitifs are favored.

Most often I answered, "Would you rather see him drink crème de menthe or anisette?"

It's a mistake to believe that an author deliberately decides that his character will be built in such-and-such a way, will have such-and-such taste. The creation of a character is a rather mysterious thing, that happens for the most part subconsciously.

To be quite straightforward, I could have said, "He drinks beer because he can't do otherwise than to drink beer. Why do you have a long nose? And why do you eat French fries with most meals?

However, recently I went to Liège, for too brief a stay, unfortunately. But this briefness was only apparent. Indeed, during the weeks, months that followed, a thousand details buried in the deepest part of my memory came up again to the surface.

For example, I saw once more the Rue de l'Official, where the good old Gazette de Liège had had its offices at the time when I was a young reporter. I saw the Violet, where I had gone nearly daily, and the central police station.

Because of that, since then, back here, I've come to retrace paths that the young man in the beige raincoat made long ago.

Yes! Around noon, I'd stop at that place... And at five in the afternoon, nearly each day, I'd meet a friend at another. Three places in all, that I'd nearly forgotten, but that I see again today with a photographic precision, and of which I can even recover the odor. Three places where, as if by chance, I'd gone to drink beer...

One was a café at the bottom of the Haute-Sauvenière, a clean and quiet café only frequented by habitués, (I was going to say insiders), and, for the most, they each had, in a glazed cupboard, their personal glass, marked with their number, beautiful footed glasses that held one liter, in which they tasted with respect their clear beer.

My five o'clock appointment was in another café, not far from there, just on the other side of the Royal Theater, the Café de la Bourse, where customers, still the same, at the same marble tables, played cards or backgammon [le jacquet], and where the patron, in the morning, in shirt-sleeves, spent more than an hour lovingly cleaning the tubing of his beer pump. It was he who one day explained to me the importance of this operation, which he wouldn't entrust to any of his waiters.

The third... Why, it was in the shadow of the city hall, a dark, downstairs room, that a passer-by would have had little luck to notice and where there were never more than two or three customers at a time. Beer was served there by a strong blonde woman out of a picture by Rubens, who sat down at your table and drank with you while laughing with good indulgent laughter at your jokes. It didn't go any further. And she was the ideal companion to help you to savor a draft demi.

Why does Maigret drink beer?

I believe that these three pictures provide the answer to that question, and I would probably never have thought of it without my recent journey, and without the unforgettable supper that I had there, with my colleagues, in a sort of beer sanctuary, the Brasserie Piedbœuf, in Jupille, where I found once more, not only my old friends of yesteryear, but young people who came then, at the same time as that good odor of fresh beer that remains for me the very fragrance of Belgium

Georges Simenon

Lakeville, Connecticut

January 3, 1953

translated by Stephen Trussel 
 
 
 

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Το Ποίημα της Εβδομάδας: από τη συλλογή Έκτοτε, 1996 // Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)



ἀπὸ τὴ συλλογή
ΕΚΤΟΤΕ (1996)

 

 

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

μνήμη Ἄρη Κωνσταντινίδη
Βάδιζα κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς
μιὰ βαριὰ συννεφιὰ σκέπαζε τὸν οὐρανὸ
τὰ κύματα γκρίζα κι ἀνατριχιαστικὰ
κύματα γκρίζα σκάζαν στὴν παραλία
μιὰ δύναμη μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ κάνω στροφὴ
ν᾿ ἀρχίσω νὰ περπατάω πάνω στὰ κύματα
μαῦρες γάτες περπατοῦσαν πάνω στὰ γκρίζα
κύματα
καὶ ἡ ψυχή μου ἦταν νεκρή.
Ὅμως ξαφνικὰ ἕνας ἥλιος ἔσκισε τὰ
σύννεφα.
ἡ θάλασσα ἔγινε πάλι γαλάζια
ζωντάνεψε πάλι ἡ ψυχή μου
κι ἐξακολούθησα τὸν περίπατό μου.


ΙΟΥΛΙΟΣ 1999

– Ἔ, Μάρκο Πόλο
μοῦ φώναξε τότε «ὁ Χριστός»
ἄδεια ἡ Φωκίωνος Νέγρη
μονάχα ἐμεῖς οἱ δυὸ
εἴχαμε μείνει
καὶ τὰ σκυλιά.


Η ΜΗΤΕΡΑ

Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν
γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ
πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν.
Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα.
Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη,
μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα
συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας.
Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά...
Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.


ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ

Καημένε Νίκο
τί ζωὴ ἦταν κι αὐτὴ
κατατρεγμένος ἀπὸ τοὺς Κατσιμπαλῆδες
οἱ πλούσιοι φτύναν πάνω στὴ φτώχεια σου
ὅμως ἐσὺ καλὰ ἔκανες
ἔπινες τὰ οὐζάκια σου
κι ὅλους αὐτοὺς τοὺς μούντζωνες
καὶ πρὶν νὰ φύγεις
πρόφτασες κι ἁρπάχτηκες
ἀπὸ ἕνα κάτασπρο σύννεφο
ἀπὸ ψηλὰ τώρα ἀπὸ τὸ σύννεφο αὐτὸ
κοιτάζεις
τὴν ἀθανασία σου.


ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ

Στὸ καφενεῖο
ἔρχεται ὁ χοντρὸς νονός μου
μὲ τὶς λίρες
Οὔτε μία δὲν εἶναι γιὰ σένα, λέει
γιατὶ δὲν ἔγινες ὁ βαφτιστικός μου
ποὺ περίμενα.
Τότε λέω κι ἐγὼ στὸ γκαρσόνι, πλάι μου
- Φέρε μου ἕνα φλιτζάνι μὲ μελάνι.





πηγή αναδημοσίευσης 

Ποιήματα που τώρα γράφονται: Δύο ποιήματα του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου





O ΣΥΜΜΑΧΟΣ


Σύρθηκα πάλι στη γωνιά μου σιωπηλά
κάποιου καημού τους θλιβερούς να πνίξω ήχους.
Δάκρυ δεν ένοιωθα στα μάτια να κυλά
και πάλι γύρεψα ξαλάφρωμα στους στίχους.

Ποιας μοίρας τάχα δέσιμο κι αυτό
Κάθε που νοιώθω πως με στήνουνε στον τοίχο
άλλονε τρόπο να ξεφύγω δε ζητώ:
Σύμμαχο αβέβαιο και δειλό καλώ το στίχο.


(Απο την ποιητική συλλογή "Υπόγεια διαδρομή" Αθήνα 1986, σελ. 9)

~

ΠΑΝΑΡΜΟΝΙΑ


Πώς όλα γύρω μοιάζουν μετρημένα
και πώς με πρόγραμμα κινούνται και με τάξη!
Μες στο δικό τους το ρυθμό έχουν κι εμένα,
αν κι απροσάρμοστο, στα δίχτυα τους αρπάξει.

Μα στο ρυθμό τους όσο εγώ κι αν στροβιλίζομαι,
τόσο εντός μου εύχομαι να μ' είχανε ξεχάσει.
Τους δόλιους στίχους μου κοιτάζω και συχύζομαι.
Αυτοί και νόημα και ρυθμό έχουνε χάσει.


ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


*και τα δύο ποιήματα αναδημοσιεύονται από την προσωπική σελίδα του ποιητή στο facebook

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

[θέατρο] Για τη μουσικο-θεατρική παράσταση “Της Ιθάκης το ωραίο ταξίδι...” (σε 3 πράξεις)



Για τη μουσικο-θεατρική παράσταση “Της Ιθάκης το ωραίο ταξίδι...” (σε 3 πράξεις)




   Το μουσικό-θεατρικό έργο “Της Ιθάκης το ωραίο ταξίδι...” (σε 3 πράξεις) του Γιώργου Λουτσετη (ιδέα – σκηνοθεσία – δομή παράστασης ) είναι μία παράσταση στην οποία συνομιλούν η μουσική με τις εικόνες, μέσα από τις αφορμές που δίνουν τρεις στίχοι από την “Ιθάκη” του Κωνσταντίνου Καβάφη. Η μουσική και οι εικόνες (από κινηματογραφικές ταινίες αλλά και στατικές) βρίσκονται άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, ώστε να δομούν την υπόθεση η οποία παρουσιάζει μουσικές, ποιητικές και κινηματογραφικές αναφορές, πάνω στα θέματα που πραγματεύεται. Τρεις πράξεις – τρεις αυτόνομες νοηματικές ενότητες – οι οποίες χαρακτηρίζουν μια πορεία, μέσα από τις πρωταρχικές ελπίδες και τους στόχους της ζωής, τους αγώνες και τις μάχες που κερδίζονται ή χάνονται στη διαδρομή, και ο διαρκής αγώνας και το ταξίδι προς την πολυπόθητη Ιθάκη!

   Στην παράσταση “εμφανίζονται” και εκφράζονται ο αθλητισμός, στην ουσία του – έναντι του στείρου πρωταθλητισμού Η παιδικότητα, η αθωότητα, η καθαρή ματιά των παιδιών και η προσδοκώμενη αγάπη. Ο Δάσκαλος, όπως οφείλει να είναι, η κοινωνική αδικία. Επίσης “εμφανίζονται” οι «όψεις μιας Ελλάδας του πρόσφατου παρελθόντος, το οποίο μορφοποίησε τα βαθύτερα χαρακτηριστικά μας. Η αλληλεγγύη – το “μαζί”, ο αγώνας ενάντια στο άδικο κι ο άσβηστος Έρωτας. Τέλος, η σημαντικότητα της Γης, της Φύσης – και η αστρονομία σε ανθρώπινες διαστάσεις, η μάχη προς το δίκαιο και ωφέλιμο, που αντέχει.   Στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο έργο και με αφορμή τον Καβάφη μας παρουσιάζει μια εθνοκεντρική και ανθρωπιστική εικόνα του κόσμου γύρω μας, εξαφανίζοντας παρά τις καλές προθέσεις του ζητήματα που πραγματικά μπορούν να μας ευαισθητοποιήσουν και κυριότερο, να μας προβληματίσουν, όπως την αναγκαιότητα ενός διαφορετικού αθλητικού άρα και κοινωνικού προτύπου που θα σέβεται και θα προστατέυει το διαφορετικό – τους αθλητές με αναπηρία για παράδειγμα. Το συγκεκριμένο θέμα που αποτελεί το σύνολο της Πρώτης Πράξης ενώ προσεγγίζεται με ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, παραγκωνίζει το κοινωνικό. Κι ενώ αποτελεί το σπουδαιότερο σημείο της παράστασης καταλήγει το πιο αδύναμο. Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης της παράστασης επικεντρώνεται στην Δεύτερη Πράξη και κατά ένα τρόπο και στην Τρίτη, στο να παρουσιάζει την εθνική ιστορία της Ελλάδας και των ανθρώπων της βασισμένος σε ένα εθνικό, συμφιλιωτικό βλέμμα και αναπαράγωντας την καθιερωμένη ιστορικά εικόνα αυτού του τόπου. Δηλαδή, ότι και να συνέβη στο παρελθόν ήταν επικίνδυνο, μας οδήγησε σε εξορίες, σε πολέμους και καταστροφές αλλά παρόλα τα προβλήματα εμείς, ο ελληνικός λαός αντισταθήκαμε κι ας προσπάθησαν εξωγενείς παράγοντες να μας εξαφανίσουν. Τα κοινωνικά ζητήματα, οι πολιτικές αντιθέσεις, τα Τάγματα Ασφαλείας λείπουν από την παράσταση αλλά υπάρχουν μόνο οι Γερμανοί, οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι. Κανείς άλλος. Χαρακτηριστική η σκηνή που αξιοποιείται στην παράσταση. από το Ταξίδι στα Κύθηρατου Θόδωρου Αγγελόπουλου όπου οι δύο κεντρικοί πρωταγωνιστές, οι αξέχαστοι Μάνος Κατράκης και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλο, από τις αντίπαλες, ιστορικές παρατάξεις του Εμφυλίου Πολέμου, συναντιούνται κι ο δεύτερος δηλώνει μέσα σε λυγμούς ότι «μας βάλανε και πολεμήσαμε, βγάλαμε τα μάτια μας, εσύ από εδώ, εγώ από την άλλη μεριά, χάσαμε κι οι δυο, ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, ο λυκος με τον λύκο, τίποτα δεν απόμεινε εδώ πέρα» φεύγει κουρασμένος και τραγουδά με δάκρυα «το πυροβολικό, το πυροβολικό πολύ το αγαπώ...». Σε αυτό το σημείο κι ενώ μπορούμε να εντοπίσουμε την τραγική συνειδητοποίηση και από τις δύο πλευρές ότι όλα πήγαν χαμένα, κι οι θυσίες και οι αγώνες από τις δύο πλευρές από την άλλη έχουμε και την εξαφάνιση αυτών των υπαρκτών μέχρι και σήμερα διαφορών. Με αυτό τον τρόπο συνεχίζεται κι η υπόλοιπη παράσταση. Απλώς, ο Έρωτας, η Αγάπη αλλά και η σημαντικότητα της Γης, της Φύσης – και η αστρονομία σε ανθρώπινες διαστάσεις, που αποτελούν το κύριο θέμα τις Τρίτης Πράξης μεταμορφώνονται σε επικουρικά θέματα ενώ και σε αυτά μπορούμε να εντοπίσουμε τη θέληση του δημιουργού να είναι κεντρικά.

    Κι αυτή η παρουσίαση του έργου, με τις έντιμες προθέσεις, σκοντάφτει στον τρόπο που ερμηνεύει τον Καβάφη αρχικά και μετά πως παρουσιάζει θέματα που θέλει να παρουσιάσει. Σε αυτό το σημείο να σημειώσω ότι ο «μοναδικός, ανόμοιαστος κι ανεπανάληπτος» Καβάφης όπως τον αποκαλούσε ο Βαρναλης αποτελεί ένα πρόσωπο της ελληνικής ποίησης που έχει επηρεάσει πλήθος καλλιτεχνικών δημιουργιών τόσο στην ποίηση και στον δοκιμιακό λόγο, όσο και στον κινηματογράφο και το θέατρο  στην Ελλάδα και διεθνώς.  Παρόλα αυτά, παραμένει ένας μεγάλος άγνωστος για τους περισσότερους από εμάς που αρκούμαστε στα όσα μας δίδαξαν στο σχολείο σχετικά με τον ποιητή – αν μας δίδαξαν. Εδώ χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι απλά ένας ερωτικός ποιητής ή ένας φιλόσοφος που από καθ’ έδρας δίνει συμβουλές και οδηγίες στους αναγνώστες του για ένα αισθητικό τρόπο ζωής, ούτε απλά μετασχηματίζει την εμπειρία του σε πανανθρώπινο ιδανικό. Είναι ένας ποιητής με σαφή πολιτική και υπαρξιακή τοποθέτηση. Δεν λειτουργεί μηχανιστικά, δεν υποκύπτει σε ένα προπαγανδιστικό ρόλο. Αλλά αυτή του η θέση πρέπει πρώτα να διαβαστεί μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής του και ύστερα σε σύγκριση με τη δική μας πραγματικότητα. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να πούμε ότι ο Καβάφης και η ποίηση του εύκολα μπορούν να αξιοποιηθούν από διάφορους καλλιτέχνες για να συνομιλήσουν με τους σύγχρονους ανθρώπους και για τα κοινωνικά/πολιτικά/αισθητικά ζητήματα που μας αφορούν (και τους αφορούν) αλλά είναι κάτι που πρέπει να γίνεται με προσοχή.  Και όταν λέμε να αξιοποιηθούν, αυτό πρέπει να γίνεται με φειδώ. Η ποίηση του Καβάφη δεν ταιριάζει σε όλα, τουλάχιστον όπως εμείς τα φανταζόμαστε. Η ποίηση του Καβάφη δεν μπορεί να εξηγήσει ή έστω να περιγράψει την εθνική ιστορία της Ελλάδας ή τους αγώνες και τα πάθη του λαού μας. Με λίγα λόγια, οι αφορμές που δίνει ο ποιητής και το έργο του αλλά και οι δυσκολίες που προκύπτουν μέσα από αυτό τον διάλογο πρέπει να αξιοποιούνται/αντιμετωπίζονται με μεγάλη μαεστρία κι όχι με επιπολαιότητα. Κι εδώ έχουμε αυτό που προσωπικά ονομάζω ως Καβαφικό Πρόβλημα. Η έλλειψη μια στιβαρής αντιμετώπισης αυτού του Προβλήματος μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορα έργα της σύγχρονης, ελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής. Το μουσικό-θεατρικό έργο “Της Ιθάκης το ωραίο ταξίδι...” δεν ξεφεύγει του κανόνα κι ας χρησιμοποιεί τον Καβάφη ως αφορμή, γιατί κατά την παράσταση ο Καβάφης είναι εξαφανισμένος, έτσι κι αλλιώς το έργο δεν είναι ένα αφιέρμα στον Ποιητή. 

   Πράγματι, θα παρατηρήσει κανείς η Ιθάκη του Καβάφη, που πάνω σε στίχους της βασίστηκε η παράσταση, μας παρουσιάζει τις δυσκολίες ενός ταξιδιού, περισσότερου υπαρξιακού και γιατί όχι, κοινωνικού παρά πραγματικού, βασισμένο και αυτό με τη σειρά του στην Οδύσσεια του Ομήρου. Αλλά η ερμηνεία που επιχειρεί το έργο πάνω στο ποίημα γιατί, ας το αναγνωρίσουμε εδώ δεν αξιοποιείται η Ιθάκη του Καβάφη μόνο ως αφορμή για να ειπωθούν ή για να αναλυθούν διάφορα κοινωνικά/πολιτικά/αισθητικά ζητήματα που μας αφορούν αλλά και για να παρουσιαστεί μια ερμηνεία του έργου του, είναι λανθασμένη. Το ποίημα δεν αναφέρεται στην πορεία ενός λαού αλλά να εκθέσει μια ατομική εμπειρία υπαρξιακή/σωματική/κοινωνική και τα στάδια αντιμετώπισής των εμποδίων που βρήκε απέναντί της. Συγκεκριμένα, όταν ξεκινά ο ταξιδιώτης για πρώτη φορά την πορεία του στη ζωή είναι άπειρος και χωρίς πολλές γνώσεις και θεωρεί ότι η Ιθάκη είναι κάτι το ξεχωριστό που αξίζει κάθε προσπάθεια από μέρους του. Όταν όμως φτάνει εκεί, στο τέλος του προορισμού του έχει πια αποκτήσει τόσες γνώσεις ώστε πια είναι σε θέση να κατανοήσει ότι η μεγαλύτερη αξία της Ιθάκης είναι ότι αποτέλεσε το κίνητρο για να ξεκινήσει το ταξίδι του. Κατανοεί ότι η Ιθάκη υπήρξε ο στόχος που του έδινε το κουράγιο να ξεπερνά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη ζωή του και να συνεχίζει να προσπαθεί μέχρι να τα καταφέρει. Η Ιθάκη αποτέλεσε το ιδανικό που έθεσε στη ζωή του και ο λόγος που συνέχιζε την πορεία του παρά τα εμπόδια παρά τις αντιξοότητες. Η Ιθάκη ήταν το κίνητρο, ήταν η πηγή της δύναμης, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής και γι’ αυτό άξιζε τελικά κάθε προσπάθεια.

     Η αλήθεια είναι, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει μόνο μια Ιθάκη, υπάρχουν πολλές, όπως πολλοί είναι και οι στόχοι που θέτουμε στη ζωή μας. Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε ένα στόχο θέτουμε αμέσως έναν επόμενο και έτσι συνεχίζουμε τις προσπάθειες να κάνουμε διαρκώς ό,τι καλύτερο μπορούμε στη ζωή μας. Κάθε φορά που φτάνουμε στην Ιθάκη, θέτουμε έναν υψηλότερο στόχο και συνεχίζουμε την πορεία μας προς τη νέα Ιθάκη, προς το νέο στόχο που θέσαμε. Η Ιθάκη είναι ο προορισμός αλλά δεν έχει να μας προσφέρει τίποτε περισσότερο πέρα από το ταξίδι που κάνουμε για να φτάσουμε σε αυτήν, έστω και γι’ αυτό όμως αξίζει κάθε προσπάθεια, αξίζει όλη μας την αφοσίωση, και όλη μας την ευγνωμοσύνη που μας κρατά σε μια διαρκή εγρήγορση και προσπάθεια. Το πως θα κάνουμε τον συσχετισμό με τα πάθη και τα λάθη τν ανθρώπων του τόπου μας χρειάζεται ιδιαίτερο τρόπο. Σε αυτό το σημείο θεωρώ ότι το ,έργο δεν πέτυχε τον στόχο του αλλά παρόλαυτα καταφέρνει με τις υπέροχες μουσικές, τραγουδιστικές και θεατρικές ερμηνείες να μας συνεπάρει σε ένα ταξίδι αναμνήσεων, μυρωδιών και εμπειριών.

    Το έργο “Της Ιθάκης το ωραίο ταξίδι...” πάντως αποτελεί το προσωπικό και κοινωνικό, καλλιτεχνικό, αισθητικό και πολιτικό όραμα του δημιουργού του. Όμως ο Γιώργος Λουτσέτης που παίζει και πιάνο στην παράσταση, δεν είναι μόνο του στη σκηνή. Μαζί του θα δούμε την Ελισάβετ Βερούλη στο τραγούδι ενώ συμμετέχουν οι ηθοποιοί, Κώστας Βερονίκης, Αργυρώ Βουτετάκη, Κατερίνα Βουτετάκη (καθεμία και καθένας τους εξαιρετικός, με ουσιαστικό βάθος στις εμηνείες τους). Ηχογραφημένη φωνή - βοηθός σκηνοθέτη η Κατερίνα Παπαδάκη και στη διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα η Κάλλι Ρουμελιώτου (ιδιαίτερη η συμβολή της και με ιδιαίτερη φλόγα). Τεχνικός σχεδιασμός ήχου – εικόνας, προβολές από το “Nest” studio – Χανιά. Το μουσικό-θεατρικό έργο “Της Ιθάκης το ωραίο ταξίδι...” είναι σε συμπαραγωγή με τον δραστήριο Σύλλογο Φίλων Θεάτρου Χανίων.


Info

“Της Ιθάκης το ωραίο ταξίδι...” (σε 3 πράξεις)

------------------------------------------------------------------
28 Μαρτίου 2015
Αίθουσα "Μάνος Κατράκης"
Οδός Ιφιγένειας - Λόφος Χρυσής Ακτής - Χανιά
Ώρα έναρξης: 21:00 ακριβώς!
Τηλ: 28210 33472 – 6975 861592

(Με ελεύθερη οικονομική συνεισφορά, στην έξοδο)

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Ὁ γκρεμιστής, Κωστὴς Παλαμᾶς (1859-1941)

 

Ὁ γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

πηγή 

Ποιήματα που τώρα γράφονται: Καπνισμένο βαλς, Γεράσιμος Δενδρινός

πηγή



ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΒΑΛΣ
[ Όνειρο, λίγο πριν το Ιρκούτσκ, σε βαγόνι του Υπερσιβηρικού, ξημερώματα της 31ης Ιουλίου 2009 ]


Τον καιρό που τραγουδούσε άτεχνα πια,
λόγω ηλικίας και σοβαρών προβλημάτων υγείας,
στο μουσικό μέγαρο του Νοβοσιμπίρσκ,
στην οπερέτα Ιβανόης του Άρθουρ Σάλιβαν,
είδε στο τέλος της παράστασης,
όταν πια ο κόσμος είχε αποχωρήσει,
έναν άστεγο να τον περιμένει
έξω από το καμαρίνι του.
Του αυτοσυστήθηκε ως μουσικός
και τον παρακάλεσε να του δώσει, αν ήθελε,
κάποια από τις ανθοδέσμες των θαυμαστών του,
που είχαν στοιβαχθεί λίγες μέρες πριν
στη μεγάλη πολυθρόνα,
μιας που τα βάζα ήταν ήδη γεμάτα.
Του έδωσε την καλύτερη με τις κόκκινες τουλίπες
τα ολόασπρα, γερτά κρίνα και τις μοβ βιολέτες.
Με κλαδάκια και ξερά φύλλα ο μουσικός
άναψε φωτιά απέναντι στο πάρκο,
ρίχνοντας πάνω στην πυρά
τελευταία την ανθοδέσμη,
μήπως και σκορπιστεί ολόγυρα
η δυνατή ευωδιά της.
Στεκόταν σε μικρή απόσταση για να νιώθει
τη θερμή ανάσα της φωτιάς επάνω του,
νομίζοντας μάταια πως έτσι έπνεε επάνω του
μέσα στον ξερό, χειμωνιάτικο αέρα,
εκείνο το διαβρωτικό άρωμα
από τον κήπο του σπιτιού τους
στην Γιάλτα της Κριμαίας,
ένα μαγευτικό άγγιγμα μυρωδιάς και χρωμάτων
από τα παιδικά του χρόνια.
Την ίδια ώρα, όλα ησύχαζαν
στο καμαρίνι του θεάτρου.
Βλέποντας ωστόσο απ’ το παράθυρο ο τενόρος
τη φωτιά να καίει, και μια άγνωστη φιγούρα
να στέκεται πίσω της,
βίωσε ξαφνικά μια παράξενη ειρήνη,
νιώθοντας συνάμα την καλλιτεχνική του παρακμή-
αυτή την αίσθηση είχε η καταστροφή της φλόγας
με το φαιό της σύννεφο ν’ αγγίζει ψηλά
τα γυμνά κλαδιά των δέντρων.
Η εικόνα αυτή επανέφερε στα μάτια του
εικόνες αλλοτινής λάμψης,
την ευτυχισμένη αίγλη και τους θριάμβους
από τόσους πετυχημένους ρόλους,
σε θέατρα των πόλεων όλης της επικράτειας,
και τα εγκώμια του παρελθόντος.


Γεράσιμος Δενδρινός




Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε το 1955. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Ένα πακέτο Άρωμα, Ρόπτρον 1992 (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 1995³), το μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο, Οδυσσέας 1994³ (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 2003), στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε το 2004 στο 54ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το ταξιδιωτικό κείμενο Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, Οδυσσέας 1995 (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 2006), το μυθιστόρημα Απέραντες συνοικίες, Κέδρος 2001, τη νουβέλα Άλκης, Μεταίχμιο 2003 και το μυθιστόρημα Φραγή εισερχομένων κλήσεων, Μεταίχμιο 2006. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.


αναδημοσίευση  από το περιοδικό Fractal και το 2ο τεύχος του όπου ο ποιητής Γεράσιμος Δενδρινός παρουσιάζει Έξι ποιήματα από την ανέκδοτη συλλογή «Άβατοι τόποι»

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Ποιήματα του Μπρεχτ: «Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων και άλλα 499 ποιήματα», μτφ. Γιώργος Κεντρωτής




«Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.
Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.
Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.
Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;»
 
 
Μπ. Μπρεχτ
 
 
Μιας νέα έκδοση συλλογής ποιημάτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή, παρουσιάζεται την Παρασκευή 13/3 στις 8.00 μ.μ. στο κινηματογράφο ΑΛΚΥΟΝΙΣ. «Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων και άλλα 499 ποιήματα» είναι μια ογκώδης έκδοση με κάποιες από τις σημαντικότερες λυρικές εκφράσεις του μεγάλου γερμανού λογοτέχνη. Ο Γιώργος Κεντρωτής συνέλεξε, επέλεξε, και μετέφρασε ποιήματα του μεγάλου αυτού δημιουργού που για πρώτη φορά προσφέρονται  στα ελληνικά σε έναν μόνο τόμο. 
 
Στην παρουσίαση θα βρεθεί και ο συνθέτης Τάσος Γκρους με την κιθάρα του ερμηνεύοντας 8 τραγούδια για τον Μπρεχτ σε δική του σύνθεση, ενώ ο Τάκης Βαμβακίδης με την συνοδεία του ακορντεονίστα Άρη Ζώνα, θα ερμηνεύσει τα ποιήματα του Μπρεχτ : «Θεός του πολέμου» και  «Το τραγούδι της ενότητας».
 
 
 
 

 
 
 
 
…«ο προσεκτικός αναγνώστης θα συναντήσει σχεδόν όλα τα πασίγνωστα ποιήματά του (σε νέα μετάφραση εννοείται), αλλά θα ανακαλύψει και πάρα πολλά που κακώς δεν τα γνώριζε. Τα 500 ποιήματα, που απαρτίζουν τούτη την έκδοση, είναι άκρως αντιπροσωπευτικά του όλου έργου του ποιητή. Αντανακλούν, βέβαια, ως προς την επιλογή τους το προσωπικό μου γούστο ως ανθολόγου και μεταφραστή, αλλά πρωτίστως αποτελούν ένα πυκνό ρεζουμέ της ποίησης του Μπρεχτ ως καλλιτεχνικής δημιουργίας, συνθέτοντας την εικόνα του σε όλες τις περιόδους της δράσης του».
 
Από τον Πρόλογο της Έκδοσης 






Ριζοσπάστης – Κυριακή, 11/1/2015
αναδημοσίευση συνέντευξης του Γιώργου Κεντρωτή]



– Ποια ήταν η αφορμή που σας ώθησε να ασχοληθείτε με μετάφραση έργων του Μπρεχτ; Πόσο καιρό κράτησε αυτή η προσπάθεια μετάφρασης - απόδοσης των ποιημάτων του Μπρεχτ;

– Η αγάπη μου για τον Μπρεχτ είναι πολύ παλιά. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να βιώνει την κοινωνική αδικία και να νιώθει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ως μη φυσική κατάσταση και ως κατ’ εξοχήν ανωμαλία, και να μη συγκινείται από τον μπρεχτικό λόγο. Ετσι κι εγώ. Πρώτα τον γνώρισα μέσω μεταφράσεων και κατόπιν στο πρωτότυπο. Η μεταφραστική ενασχόλησή μου με τα ποιήματά του είναι σχετικά πρόσφατη. Δεν πάει πιο πίσω από τα δέκα χρόνια. Αραιά στην αρχή και συστηματικά κατά τα τρία τελευταία έτη ασχολήθηκα με τη μετάφραση των ποιημάτων του προτείνοντας στον εαυτό μου ένα - επιτρέψτε μου να πω - αποκούμπι συντροφικού λόγου μέσα στη θυελλώδη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμα και εκείνα τα ποιήματα που, όντας ερωτικά ή παιδικά ή σκωπτικά, δεν είναι ακριβώς πολιτικά (αν και δεν υπάρχει μη πολιτική ποίηση) αποδεικνύονταν ανάσα πολιτισμού στην εποχή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Θα έλεγα ότι η στενότερη ενασχόλησή μου με τον ποιητικό λόγο του Μπρεχτ οφείλεται στο ότι στις ζοφερές μέρες που βιώνουμε αναζητούσα έγκυρες απαντήσεις σε ερωτήματα ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την προοπτική του ανθρώπινου πολιτισμού, χωρίς τις αλυσίδες των καταπιεστών. Και στον Μπρεχτ όχι μόνο βρήκα ό,τι ζητούσα, αλλά βρήκα και εκείνο που μας ζητάει ο Μπρεχτ να κάνουμε: Να αμφισβητούμε, να είμαστε σε διαρκή κίνηση, σε αέναη πάλη για το εκάστοτε ανώτερο και καλύτερο που αρμόζει στον άνθρωπο και τιμά την ανθρώπινη ύπαρξη. Από την άλλη μεριά, επειδή ασχολούμαι ο ίδιος με την ποίηση, και δη με τις έμμετρες μορφές της, βρήκα ευκαιρία στο πολυποίκιλο ρυθμικό και μετρικό σύμπαν του Μπρεχτ να δοκιμάσω και να ασκήσω τις δικές μου δυνάμεις στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία, συμμορφούμενος στις αυστηρά ποιητικές επιταγές του πρωτοτύπου. Μετέφρασα, δηλαδή, όλα τα έμμετρα ποιήματά του με αυστηρότητα μέτρου και ομοιοκαταληξίας.

– Γράφετε στον πρόλογο της έκδοσης ότι σε αυτό το βιβλίο οι αναγνώστες θα συναντήσουν πασίγνωστα ποιήματα του Μπρεχτ, αλλά και νέα. Πείτε μας κάτι παραπάνω γι’ αυτά. Ποια είναι αυτά που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά; Ποιο ξεχωρίζετε;

– Ο Μπρεχτ είναι από παλιά γνωστός και πολύ αγαπητός στην Ελλάδα. Είναι δημοφιλέστατος - πιο πολύ βέβαια λόγω των θεατρικών έργων και των μελοποιημένων τραγουδιών του που έχουν ερμηνευθεί αριστουργηματικά από κορυφαίους καλλιτέχνες. Αλλά τα ερωτικά (μερικές φορές και πέραν του άσεμνου) σονέτα του, τα νανουρίσματα, τα παιδικά και τα σατιρικά του ποιήματα, οι ψαλμοί και τα χορικά του (κατευθείαν επηρεασμένα από τη βιβλική γλώσσα), τα πολιτικά του ποιήματα που αποσκοπούν στην «κατήχηση» των μαζών στον αγώνα κατά του ναζισμού και του καπιταλισμού είναι έργα άγνωστα στη γλώσσα μας. Στην έκδοση που επιμελήθηκα φρόντισα να υπάρχουν ποιήματα από όλες τις περιόδους της μπρεχτικής δημιουργίας, έτσι ώστε να προκύπτει στο τέλος όχι μόνο μια ευρύτατη χρηστική ανθολογία «όλου» του Μπρεχτ, αλλά και να απεικάζεται μια αποκαλυπτική νωπογραφία σαν λυρική μαρτυρία για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και για τους ταξικούς αγώνες του προλεταριάτου τόσο κατά τους «πολέμους» όσο και κατά την «ειρήνη» των κεφαλαιοκρατών. Από τα ποιήματα του Μπρεχτ που πολύ αγαπώ είναι το «Οσοι τρέφονται με ελπίδες»:

Δηλαδή τώρα τι περιμένετε;
Ότι οι κουφοί θα σας αφήσουν να μιλήσετε
και ότι οι αχόρταγοι
όλο και κάτι θα σας δώσουν;!
Ότι οι λύκοι θα σας βάλουνε να φάτε
και δεν θα σας καταπιούν αμάσητους;!
Ότι από αίσθημα φιλίας
κινούμενες οι τίγρεις
κοπιάστε θα σας πουν
τα δόντια να μας βγάλετε;!
Τέτοια μού περιμένετε;!
Τέτοια μού προσδοκάτε;!


– Γράφει κάπου ο Μπρεχτ «ο καπιταλισμός δεν απανθρωποποιεί μόνο, αλλά και δημιουργεί ανθρωπιά και συγκεκριμένα με τον ενεργό αγώνα ενάντια στον απανθρωπισμό».

– Σωστά το επισημαίνετε αυτό. Ο Μπρεχτ, ως μέγας διαλεκτικός που ήταν, έκρινε αποκλειστικά με το νυστέρι του διαλεκτικού υλισμού. Η δε κριτική που ασκούσε ήταν ανελέητη: Δεν επέτρεπε ούτε κουκουλώματα ούτε υπεκφυγές ούτε μερεμέτια ούτε συγυρίσματα της πραγματικότητας. Ετσι κατακτούσε την - όπως έλεγε - περιστασιακή αλήθεια που του χρησίμευε να αναζητήσει και να βρει τις ανώτερες μορφές της. Πρότεινε την αμφισβήτηση στους πάντες και στα πάντα, αλλά όχι την οποιαδήποτε οπορτουνιστική ή επιπόλαιη αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση. Πρότεινε τη διαλεκτική αμφισβήτηση που επιτρέπει (αν δεν επιβάλλει κιόλας) την εύρεση της αλήθειας όχι μόνο μέσω των δικών μας αντιλήψεων, αλλά και μέσω όλων των ελλόγων πραγματικών προτάσεων. Να το πω με άλλα λόγια: Για να νικήσεις τον καπιταλισμό πρέπει να τον μάθεις, πρέπει να τον βάλεις να μιλήσει, να τον κατανοήσεις, να τον καταστήσεις κατανοητό στις μάζες, να τον αμφισβητήσεις από θέση ισχύος. Υστερα θα τον νικήσεις. Αυτό μας διδάσκει ο Μπρεχτ.




Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιητής σε ζοφερούς καιρούς

Πρώτη δημοσίευση στο Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των συντακτών, 31 Ιανουαρίου 2015

γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος


[..] Τα ποιήματα του Μπρεχτ διακρίνονται, στο σύνολό τους σχεδόν, για την εκφραστική τους απλότητα και τη νοηματική τους καθαρότητα. Διδακτικός, εκ φύσεως και εκ προαιρέσεως, ο ποιητής απευθύνεται στον απλό λαό, τον οποίο έχει επιλέξει ως προνομιακό αναγνώστη του, αποφεύγοντας να τον εμπλέξει σε υπερβολικές αγωνίες, προκειμένου να κατανοήσει και να δεχτεί τα λεγόμενά του. Η μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή επιτυγχάνει κατά το ήμισυ μόνο, νομίζω, το ανάλογο αποτέλεσμα: στα περισσότερα από τα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο ποιήματα η φυσική απλότητα του Μπρεχτ (την οποία πάντως, οφείλω να ομολογήσω, δεν τη γνωρίζω από το πρωτότυπο αλλά από άλλες μεταφράσεις και αναφορές σε αυτήν) διασώζεται. Σε αρκετά όμως από τα έμμετρα και ομοιοκατάληκτα ποιήματα του βιβλίου, ο μεταφραστής στην προσπάθειά του να μεταφέρει τη φόρμα του πρωτοτύπου (ή να δημιουργήσει κάποιαν αντίστοιχη μορφή) παίρνει πολλές ελευθερίες και ασκεί μεγάλη πίεση στη γλώσσα, με αποτέλεσμα η απλότητα του πρωτοτύπου στα ελληνικά να χάνεται ή να μοιάζει επίπλαστη. Από μια άποψη πάντως, και αυτά τα ποιήματα ταιριάζουν με τον ορισμό που έχει δώσει ο ίδιος ο Μπρεχτ για το ιδανικό δημιούργημα: «έτσι ακριβώς πρέπει να χτίζεται / το έργο, για να ‘χει διάρκεια και ζωή: / σα μηχανή που ‘χει όλο ελαττώματα». [..]




Ποιήματα που τώρα γράφονται: Άτιτλο, Έλενα Παϋσανίδου

φωτογραφία Νορβηγών μεταναστών, 1911 πηγή


Άτιτλο 

Αν μετανάστης στον κρύο βορρά 
βρεθείς και περπατήσεις δρόμους χιονισμένους, 
το μυαλό σου θα γυρίσει στο λιμάνι και το κέντρο. 
Θε να σκεφτείς την κουβέρτα που σκεπάζει το κορμί. 
Θε να σκεφτείς πώς είναι. Αν απ' την υγρασία πότισε και στάζει ρίγη. 
Θε να σκεφτείς τί στρώμα κάνουν οι χαρτόκουτες κι αν πα σε σκαλοπάτια 
χουχούλιασμα μπορεί κανείς να μάθεί τί σημαίνει. 
Θε να σκεφτείς τί έγινε και σβήσαν όλα, χαθήκαν. 
Πού πήγαν οι δυνατότητες, κι όλοι εμείς πού πάμε. 
Θε να σκεφτείς πώς βρέθηκες εκεί που είσαι τώρα. 
Πού κρύφτηκαν τα ''σ' αγαπώ'', πώς σφάλισαν οι πόρτες.



Έλενα Παϋσανίδου

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Μπιρ Χακίμ & Ναγκασάκι, Φώτης Αγγουλές (1911-1964)

«Εκεί στο Μπιρ Χακίμ, οι ναζί εσκοτώσανε δεκαπέντε χιλιάδες αντιφασίστες Γάλλους στρατιώτες. Γιατί, όταν έγινε η υποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, οι Άγγλοι δεν ειδοποιήσανε τους Γάλλους κι αυτοί ήτανε μες στην άμμο μες στα αμπριά κι άξαφνα είδανε από πάνω τους ναζί με τα αυτόματα. Κι άρχισε μάχη στήθος με στήθος. Δεν έμεινε ούτε ένας Γάλλος ζωντανός… Είδα το μέρος που τους είχανε θάψει… Δάσος από σταυρούς…” Ήταν η 1η Ταξιαρχία των Ελεύθερων Γάλλων υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μαρί-Πιερ Κενίγκ. από ΚΑΡ



Μπιρ Χακίμ

Αντιφασίστες Έλληνες το προσκλητήριο να γενεί
χωρίς κανένα σάλπισμα με σιγανή φωνή.

Τα ελληνικά σαλπίσματα αντιφασίστες σαλπιστές
για τους νεκρούς του Μπιρ Χακίμ γνώριμα τόσο πού `ναι
μέσα σ’ αυτή την έρημο δεν πρέπει ν’ ακουστούνε
μη σηκωθούνε κι οι νεκροί συντρόφοι μας και τρέξουνε
γιατί δεν πρέπει ο βωμός της Άγιας Του θυσίας
τόπος εξορίας πως έγινε να δούνε.

Μην τύχει και ξυπνήσουμε μέσα στην άναστρη βραδιά
τους Έλληνες συντρόφους μας που γαληνά κοιμούνται
αγκαλιασμένοι αδελφικά με τους φρουρούς του Μπιρ Χακίμ
του ήρωα γαλλικού λαού αθάνατα παιδιά.






Ναγκασάκι

Ε, Τσάρλυ, τραβήξου από τον ήλιο.
Σήμερα, έπεσε η Ατομική...
Σήμερα, στα λιμάνια,
οι σωματέμποροι και οι πορτοφολάδες
μπορούν να περηφανεύονται
που δεν έγιναν Εφευρέτες...
Σήμερα
θα μπορούσε να λέει στην προσευχή της,
μια πόρνη:
"Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ,
που δε γέννησα...".







βιογραφικά και λογοτεχνικά στοιχεία για τον ποιητή Φώτη Αγγουλέ μπορείτε να διαβάσετε στο αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος στο Ποιητικό Σταυροδρόμι