Η γνωριμία μου τον αγαπημένο Κόλια έγινε ένα κρύο και βροχερό Σάββατο-εκεί στα τέλη της εφηβείας, όταν κουρασμένος από τους προβληματισμούς της εβδομάδας έπεσε εντελώς τυχαία στο χέρι μου μια ποιητική συλλογή,από εκείνες τις σκονισμένες και ξεχασμένες στα ράφια της βιβλιοθήκης.Πρώτο ποίημα οι "Γάτες των φορτηγών".


Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.

Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.

Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.

Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.

Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.


Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.


Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.


Χωρίς καθόλου υπερβολές έκλαψα για την κοινή,όπως την είδα,μοίρα του ναυτικού και της γάτας-του άντρα και της γυναίκας.Αργότερα ο "Σταυρός του Νότου",για να ταιριάξω την...μοίρα μου με του ποιητή και να φαντάζομαι σκηνές θανάτου και πληγωμένου έρωτα.


Στο Γιώργο Θεοτοκά


Έβραζε το κύμα του γαρμπή
Ήμαστε σκυφτοί κ' οι δυο στο χάρτη·
γύρισες και μου πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.


Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπες πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.
Μου 'πες με φωνή ετοιμαθανάτου.
-Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά.

Άλλοτε απ' τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα,

μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά(νω) στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.


Και άλλα πολλά,μέχρι το μέγιστο του έργου του,την "Βάρδια."Τον αγάπησα αυτόν τον ποιητή και με έκανε δικό του.'Ετσι,ώστε εγώ ο υλιστής-χάρη σε αυτόν-να θεωρώ εκείνο το κρύο και βροχερό Σάββατο σημαδιακό για την αντιληψή μου στην λογοτεχνία και κυριότερο στην ζωή.