Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Βιβλία για τις γιορτές: Επιχειρήματα και διάλογος στη μάχη των ιδεών



Το 2017 ήταν μια χρονιά γεμάτη πολιτικές κρίσεις και κινηματικές μάχες αλλά και έντονη πολιτική συζήτηση, για την ιστορία, την Αριστερά και τους αγώνες της, το μαρξισμό και την επικαιρότητά του, την οικονομία και την πολιτική. Μια σειρά ενδιαφέροντα βιβλία που κυκλοφόρησαν τη χρονιά που πέρασε έχουν να προσφέρουν στο προβληματισμό και τις σχετικές συζητήσεις.
Σε όλο τον κόσμο και στην Ευρώπη οι ρατσιστικές πολιτικές των κυβερνήσεων σε συνδυασμό με την κρίση των παραδοσιακών κομμάτων της άρχουσας τάξης τροφοδοτεί την άνοδο της ακροδεξιάς και των φασιστών. Ένα μεγάλο αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα δίνει τη μάχη να τους απαντήσει. Η κλασσική μελέτη του Αμπράμ Λέον Το Εβραϊκό Ζήτημα που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά φέτος, είναι ένα πολύτιμο όπλο στη μάχη ενάντια στους φασίστες. Γιατί ο αντισημιτισμός συνεχίζει να είναι η συγκολλητική ουσία του «σκληρού πυρήνα» των ναζί. Ο Αμπράμ Λεόν ήταν ένας μαρξιστής διανοούμενος, αγωνιστής της επαναστατικής Αριστεράς και του τροτσκιστικού κινήματος που δολοφονήθηκε από τους ναζί στο Άουσβιτς το 1944. Το βιβλίο είναι η πρώτη και ίσως η πιο πρωτότυπη μαρξιστική ανάλυση για τις ρίζες του αντισημιτισμού. Και ταυτόχρονα είναι μια προφητική κριτική του σιωνισμού, δηλαδή του πολιτικού κινήματος που ίδρυσε το κράτος του Ισραήλ.
Ένα ακόμα χρήσιμο εφόδιο στην αντιρατσιστική και αντιφασιστική πάλη είναι το βιβλίο του Τζον Μπέργκερ Ο Εβδομος Ανθρωπος που επανεκδόθηκε το 2017. Ο Μπέργκερ (1926-2017) ήταν καταξιωμένος κριτικός τέχνης, μυθιστοριογράφος και μαρξιστής. Το βιβλίο επικεντρώνεται στο μεταναστευτικό ρεύμα στην Ευρώπη την περίοδο 1955-1973 από τον ευρωπαϊκό Νότο στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, μέσα από τη «ματιά» του Μπέργκερ και τις φωτογραφίες του Τζην Μορ.
Και βέβαια οι μετανάστες δεν είναι μόνο τα «θύματα» των διακρίσεων και της εκμετάλλευσης. Είναι κομμάτι της τάξης μας και των αγώνων της. Αυτή τη πτυχή προσεγγίζει το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου Η Κόκκινη Αμερική, που εξετάζει την σχέση των Ελλήνων μεταναστών εργατών με την αμερικάνικη Αριστερά και τους αγώνες της μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.
Η εργατική τάξη στην Αμερική έχει μεγάλη ιστορία αγώνων και ένα πολύτιμο βιβλίο είναι αυτό του Τζον Νιούσιγκερ με τίτλο ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ που καλύπτει στη συγκλονιστική δεκαετία του 1930.
Η πρόσφατη επίσκεψη του Ερντογάν άνοιξε ξανά την συζήτηση για όλο το πλέγμα των ανταγωνισμών των αρχουσών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Οι αναφορές στη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 δίνουν και παίρνουν συνοδευμένες με εθνικιστικές κορώνες και ψέματα. Οπότε καλό είναι να παίρνουμε τα πράγματα από την «αρχή» και συγκεκριμένα από την εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι νικητές της ρίχτηκαν στον αγώνα να τη μοιράσουν σαν λεία.



Το βιβλίο του Γιουτζίν Ρόγκαν Η Πτώση των Οθωμανών ο Μεγάλος Πόλεμος στη Μέση Ανατολή 1914-1920 είναι μια λεπτομερής ανάλυση αυτής της περιόδου. Ξεκινά με το ξέσπασμα του πολέμου και τελειώνει με την με το διαμελισμό των υπολειμμάτων της Αυτοκρατορίας με τη Συνθήκη των Σεβρών και το ξεκίνημα του απελευθερωτικού αγώνα υπό τον Κεμάλ. Η Συνθήκη των Σεβρών που έφτιαχνε -στα χαρτιά- την «Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και την οποία έσειε πριν κάποιους μήνες ο Καμένος απέναντι στον Ερντογάν.
Το βιβλίο της Δήμητρας Κυρίλλου Μέση Ανατολή- αντίσταση στον ιμπεριαλισμό φέρνει αυτή την ιστορία των επεμβάσεων στην περιοχή μέχρι τις μέρες μας.
Το βιβλίο του Μ. Θρασυβούλου Ο Εθνικισμός των Ελληνοκυπρίων Από την Αποικιοκρατία στην Ανεξαρτησία (Όψεις, τάσεις και ο ρόλος της Αριστεράς), μας μεταφέρει σε μια πτυχή της ιστορίας ενός άλλου «εθνικού ζητήματος», του Κυπριακού. Ο συγγραφέας μας βοηθάει να απαντήσουμε το ερώτημα αν ήταν μοιραίο η Κύπρος να βυθιστεί στο αίμα των εθνικιστικών συγκρούσεων στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και του ελληνοτουρκικού πολέμου στο νησί το 1974. Πώς έγινε δυνατό τον αντιαποικιακό-αντιμπεριαλιστικό αγώνα ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία να τον ηγεμονεύσουν ο Μακάριος και ο Γρίβας με την ΕΟΚΑ, δηλαδή η εθνικιστική δεξιά; Δεν ήταν μοιραίο να γίνει. Τον αποφασιστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η στρατηγική του ΑΚΕΛ που υπέταξε τα κοινά συμφέροντα των από κάτω στην “εθνική ενότητα” με την ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη, μετατρεπόμενο έτσι σε ουρά της Εκκλησίας και του ελληνικού εθνικισμού.
Η δεξιά κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον τόσο θεαματική και αποκρουστική (η μνημονιακή λιτότητα είναι πλέον «κανονικότητα») ώστε η εποχή που αυτό το κόμμα υποσχόταν ότι θα «σχίσει τα μνημόνια» και θα φέρει ριζοσπαστικές αλλαγές μοιάζει μακρινή ανάμνηση. Αυτό το κλίμα ευφορίας των πρώτων βδομάδων της «πρώτης φορά αριστερά» μεταφέρει ο James K. Galbraith στο βιβλίο του Καλώς όρισες στην μαρτυρική αρένα - Το δηλητηριασμένο δισκοπότηρο των μνημονίων. Ο συγγραφέας στενός φίλος και σύμβουλος του Γιάνη Βαρουφάκη στην θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών, παρουσιάζει μέσα από μία σειρά άρθρων και εμπιστευτικών επιστολών την άποψή του για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα και την εμπειρία του από τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής πλευράς με την τρόικα, το πρώτο εξάμηνο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η αναφορά στο μυστικό «Σχέδιο Χ» ,το πλάνο έκτακτης ανάγκης, την προετοιμασία του οποίου ανέθεσε o Βαρουφάκης στον Galbraith και με την αποκάλυψή του ξέσπασε θύελλα στον ελληνικό τύπο.
Αντίστοιχος, ίσως και μεγαλύτερος θόρυβος ξέσπασε από τη δεξιά το καλοκαίρι με αφορμή και το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, Ανίκητοι ηττημένοι - Για μια ελληνική άνοιξη μετά από ατελείωτους μνημονιακούς χειμώνες. Η ΝΔ βρήκε την ευκαιρία να ουρλιάξει για τους «τυχοδιωκτισμούς» και τους «ερασιτεχνισμούς» των πρώτων μηνών της κυβέρνησης όταν υπουργός Οικονομικών ήταν ο Βαρουφάκης. Το βιβλίο είναι μια αφήγηση των διαπραγματεύσεων στο Γιουρογκρουπ εκείνους τους μήνες του 2015. Βέβαια στις σελίδες του δεν ξετυλίγονται οι «τυχοδιωκτισμοί» του Τσίπρα και του Βαρουφάκη, αλλά οι αυταπάτες του ίδιου και της κυβέρνησης που ανήκε ότι μπορεί να υπάρχει έντιμος συμβιβασμός με την ΕΕ και τους καπιταλιστές.
Απαραίτητο για αυτή τη συζήτηση βέβαια είναι το συλλογικό “Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση” για να μην χάνουμε το νήμα από τα πραγματικά αίτια της κρίσης του συστήματος.




Παράλληλα με τις μάχες που δίνει η εργατική τάξη κι η νεολαία ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η συζήτηση για τα αίτια της «κωλοτούμπας» δεν έχει κοπάσει. Ο Βασίλης Ασημακόπουλος μας θυμίζει ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ έχει προηγούμενο, την πορεία του ΠΑΣΟΚ. Το βιβλίο του Πρώτη φορά Αριστερά Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 παρουσιάζει με ένα πλούτο τεκμηρίων και πληροφοριών την πορεία του ΠΑΣΟΚ από τις ριζοσπαστικές διακηρύξεις της 3 Σεπτέμβρη στις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις της δεκαετίας του ’90. Η συζήτηση πάνω στο τι είδους τελικά κόμμα ήταν, όχι μόνο παραμένει ανοιχτή για τέταρτη συνεχή δεκαετία, αλλά διατηρεί ζωντανή την επικαιρότητά της. Και είναι μια συζήτηση αναγκαία στην Αριστερά, όχι τόσο για να εντοπίσει κανείς, επιχαίροντας ή καταγγέλλοντας τις διαφορές ή ομοιότητές του με τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο για να μπορέσει να υπάρξει μια αποτελεσματική στρατηγική και τακτική απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Η κρίση της ΕΕ και όλες οι εμπειρίες των τελευταίων χρόνων έχουν πυροδοτήσει ένα μεγάλο ρεύμα αμφισβήτησης της ίδιας και των αξιώσεών της ότι αποτελεί ένα «κοινό σπίτι» των λαών της, πέρα και πάνω από ανταγωνισμούς και εθνικισμούς. Για παράδειγμα ο ιστορικός Χρήστος Χατζηιωσήφ στο βιβλίο του Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, η Γερμανία και η επιστροφή των εθνικισμών επισημαίνει την ανάδυση του γερμανικού εθνικισμού τις τελευταίες δεκαετίες και αποπειράται μια ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν σε αυτήν. Αξίζει να διαβαστεί παρά τα απαισιόδοξα πολιτικά συμπεράσματα του συγγραφέα.



Τον Σεπτέμβρη έφυγε από τη ζωή ο Ίστβαν Μέσαρος, ένας από τους σπουδαιότερους μαρξιστές της σύγχρονης εποχής, μαθητής του Γκ. Λούκατς που συμμετείχε και στην Ουγγρική Επανάσταση του 1956. Το βιβλίο του Η θεωρία του Μαρξ για την Αλλοτρίωση που εκδόθηκε στα αγγλικά το 1961 έπαιξε μεγάλο ρόλο στην άνθιση του Μαρξισμού στα χρόνια των εξεγέρσεων και των κινημάτων του Μάη 1968. Επανακυκλοφόρησε στα ελληνικά φέτος. Ο Μέσαρος αναλύει τι σήμαινε αλλοτρίωση για τον Μαρξ, και ακόμα πιο σημαντικό πως σπάει μέσα από τους αγώνες των εργατών. Το 2017 συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από τη δημοσίευση του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ και στον Μέσαρος χρωστάμε κάποιες από τις πιο πολύτιμες συμβολές στην «ανακάλυψη» της επαναστατικής και χειραφετικής ουσίας του έργου του Μαρξ.
Το βιβλίο του Άλεξ Καλλίνικος Οι Επαναστατικές Ιδέες του Καρλ Μαρξ αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή στο συνολικότερο έργο του Μαρξ, ενώ μια πιο προχωρημένη συμβολή μπορούμε να βρούμε στο βιβλίο του Άλεξ Καλλίνικος Η Αποκρυπτογράφηση του Κεφάλαιου που είναι απαραίτητο διάβασμα στα 150 χρόνια από το Κεφάλαιο του Μαρξ.



Τα 100 χρόνια από την Ρώσικη Επανάσταση ήταν βέβαια η επέτειος που επισκίασε όλες τις άλλες τη χρονιά που πέρασε κι η συζήτηση για τα αίτια, και την πορεία της συνεχίζεται και θα συνεχιστεί. Ο άγγλος ιστορικός Ε.Χ Καρ έχει αφήσει ένα μεγάλο έργο για την επανάσταση και τη μετεπαναστατική Ρωσία, όπως η τρίτομη ιστορία της ΕΣΣΔ. Φέτος κυκλοφόρησε στα ελληνικά η Μικρή Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης. Είναι μια πολύ καλή εισαγωγή για να αποκτήσει κανείς μια συνολική εικόνα για την πορεία της Ρώσικης Επανάστασης από την έκρηξή της το Φλεβάρη του 1917 μέχρι και την πλήρη επιβολή του σταλινικού καθεστώτος στην ΕΣΣΔ το 1929. Στο ερώτημα “Πώς Χάθηκε η Ρώσικη Επανάσταση” απαντάει η έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου που συγκεντρώνει σχετικά κείμενα του Κρις Χάρμαν, του Άλεξ Καλλίνικος και του Πάνου Γκαργκάνα.

• Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για αυτά τα βιβλία στις σελίδες βιβλιοκριτικής του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα κάτω στα τεύχη του 2017. (http://ergatiki.gr/article.php?id=17586&issue=1304)



Ο Τρότσκι για τον συγγραφέα Αντρέι Μπιελύ



Ο Τρότσκι για τον συγγραφέα Αντρέι Μπιελύ
επιμέλεια: Ειρηναίος Μαράκης //


Πολλές εκδόσεις, νεότερες ή και παλιότερες, είδαν το φως της δημοσιότητας την χρονιά που φεύγει σε λίγες μέρες και σχετικά με την συμπλήρωση των εκατό χρόνων από την εποποιία της Οχτωβριανής Επανάστασης. Είτε ιστορικές, είτε λογοτεχνικές αυτές οι εκδόσεις προσπάθησαν να μας δώσουν, όχι πάντα με επιτυχία, ούτε πάντα με θετική άποψη απέναντι στην Επανάσταση, ένα γενικό πανόραμα της συγκεκριμένης διαδικασίας αλλά και μια εικόνα της ρώσικης κοινωνίας πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Η διπλή έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κίχλη και Αντίποδες αντίστοιχα του μυθιστορήματος "Πετρούπολη" του Ρώσου συγγραφέα Αντρέι Μπιελύ εντάσσεται σε αυτόν ακριβώς τον κανόνα, ιδιαίτερα εάν συνυπολογίσουμε ότι στο έργο η Πετρούπολη "περιγράφεται ως μια πόλη σε αργό θάνατο, που εξαιτίας της επανάστασης του Οκτωβρίου έχει τεθεί σε κατάσταση συναγερμού".

Στο σημείωμα που ακολουθεί παραθέτουμε την άποψη του Ρώσου επαναστάτη Λέον Τρότσκι για τον συγγραφέα από την συγκεντρωτική έκδοση του βιβλίου του "Λογοτεχνία και Επανάσταση" (στο πρώτο κεφάλαιο σχετικά με την προεπαναστατική τέχνη στη Ρωσία) χωρίς ενδιάμεσο δικό μας σχολιασμό. Νεότερο σχόλιο θα ακολουθήσει με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του βιβλίου του Αντρέι Μπιελύ που όπως αναφέρεται στο σχετικό δελτίο τύπου από τις εκδόσεις Κίχλη:

"Η "Πετρούπολη" αποτελεί ξεχωριστό δείγμα του ρωσικού μοντερνισμού. Στον πολυφωνικό ιστό της συνυφαίνονται πολλά και διαφορετικά στοιχεία. Οι επαναλήψεις μοτίβων και φράσεων, οι υποβλητικές, έντονα εικαστικές περιγραφές της πόλης, καθώς και η ιδιάζουσα μουσική οργάνωση του κειμένου συνιστούν τυπικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του συμβολισμού. Τη ρευστή, φασματική ατμόσφαιρα επιτείνουν τα διανοητικά παιχνίδια των ηρώων, καθώς οι εφιάλτες τους ζωντανεύουν και στοιχειώνουν την πόλη, που, τυλιγμένη στην καταχνιά, μοιάζει να παγιδεύει ήρωες και αφηγητή".

Συγχρόνως, η οξεία ειρωνική ματιά του συγγραφέα απέναντι στις ιδεολογικές τάσεις και τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα του καιρού του, μη εξαιρουμένης της επανάστασης του 1905, η παρωδία θεμάτων και τεχνικών του παραδοσιακού μυθιστορήματος, καθώς και ο μετεωρισμός ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο μπολιάζουν το μυθιστόρημα με ένα ανατρεπτικό πνεύμα, χαρακτηριστικό που η Πετρούπολη μοιράζεται με άλλα έργα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα.




Η μεσοεπαναστατική λογοτεχνία (1905-1917), παρακμιακή στη διάθεσή της και στη σημασία της, υπερεκλεπτυσμένη στην τεχνική της, λογοτεχνία ατομικισμού, συμβολισμού και μυστικισμού, βρήκε στο Μπιελύ την πιο υψηλή της έκφραση και υπήρξε διαμέσου αυτού η πιο ανοιχτά κατεστραμένη απ’ τον Οκτώβρη. Ο Μπιελύ πιστεύει στη μαγεία των λέξεων. Μπορεί κατά συνέπεια να πει κανείς για το άτομό του πως το φιλολογικό του ψευδώνυμο[26] μαρτυράει την αντίθεσή του στην Επανάσταση, αφού η μεγαλύτερη περίοδος επαναστατικής πάλης πέρασε με μάχες ανάμεσα σε Κόκκινους και Λευκούς.
Οι αναμνήσεις του Μπιελύ από το Μπλοκ, εκπληκτικές για τις ασήμαντες λεπτομέρειές τους και το αυθαίρετο ψυχολογικό μωσαϊκό τους, τονίζουνε αδρά την κατάσταση όπου βρίσκονται άνθρωποι μιας άλλης εποχής, ενός άλλου κόσμου, μιας περασμένη εποχής, ενός κόσμου που δε θα ξαναγυρίσει πια. Δεν είναι ζήτημα γενιάς, αφού αυτοί οι άνθρωποι ανήκουν στη γενιά μας, μα διαφορών κοινωνικής φύσης, διανοητικού τύπου, ιστορικής ρίζας. Για το Μπιελύ η Ρωσία είναι ένα απέραντο πράσινο λιβάδι, σαν το κτήμα της Γιάσναγια Πολιάνα ή του Σαχμάτοβο[27]. Σ’ αυτή την εικόνα της προεπαναστατικής και επαναστατικής Ρωσίας, που παρουσιάζεται σαν ένα πράσινο λιβάδι, περισσότερο ακόμα σαν λιβάδι της Γιάσναγια Πολιάνα ή του Σαχμάτοβο, νιώθει κανείς πόσο βαθιά βρίσκεται θαμένη η παλιά Ρωσία, η Ρωσία του γαιοκτήμονα και του κρατικού λειτουργού, καλύτερα, η Ρωσία του Τουργκένιεβ και του Γκοντσάροβ. Τι αστρονομική απόσταση ανάμεσα σ’ αυτήν και σε μας, και τι καλά που είναι τόσο αλαργινή! Τι πήδημα διαμέσου των αιώνων απ’ αυτή την παλιά Ρωσία ως τον Οκτώβρη!
Είτε πρόκειται για το λιβάδι Μπέζιν του Τουργκένιεβ, για το λιβάδι του Σαχμάτοβο του Μπλοκ, για το λιβάδι της Γιάσναγια Πολιάνα του Τολστόϊ, είτε για το λιβάδι του Ομπλόμοβ του Γκοντσάροβ, έχει κανείς την ίδια εικόνα γαλήνης και φυτικής αρμονίας. Οι ρίζες του Μπιελύ είναι στο παρελθόν. Και που βρίσκεται τώρα η παλιά αρμονία; Στο Μπιελύ όλα φαίνονται αναποδογυρισμένα, όλα είναι στραβά, όλα είναι χωρίς αρμονία. Γι’ αυτόν η γαλήνη της Γιάσναγια Πολιάνα δε μεταμορφώθηκε σε πήδημα προς τα μπρος, μα σε εξάψεις και σε χοροπηδήματα. Ο φαινομενικός δυναμισμός του Μπιελύ δεν κάνει άλλο παρά να γυρίζει γύρω - γύρω, είναι μια μάχη πάνω στους χωματόλοφους ενός παλιού καθεστώτος που διαλύεται και χάνεται. Οι λεκτικές συστροφές του δεν οδηγούν πουθενά. Δεν έχει ίχνος επαναστατικού ιδανικού. Πραγματικά, είναι ένας συντηρητικός ρεαλιστής διανοούμενος, που το έδαφος τού ’χει φύγει κάτω από τα πόδια και που είναι απελπισμένος γι’ αυτό. Οι Αναμνήσεις ενός Ονειροπόλου, ημερολόγιο εμπνευσμένο από το Μπλοκ, συνδυάζει τον απελπισμένο ρεαλιστή που καπνίζει η σόμπα του με το διανοούμενο το συνηθισμένο στο χουζούρι του πνεύματος και ο οποίος δε μπορεί να ονειρευτεί ζωή μακριά από το λιβάδι Σαχμάτοβο. Ο Μπιελύ, ο «ονειροπόλος», που τα πόδια του είναι στη γη και που στηρίζεται στο γαιοκτήμονα και το γραφειοκράτη, δεν κάνει άλλο παρά να φτύνει τούφες καπνό γύρω του.
Ατομικιστής, βγαλμένος από τον άξονά του, ξεριζωμένος από τις συνήθειές του, ο Μπιελύ θα’ θελε ν’ αντικαταστήσει ολόκληρο τον κόσμο, να χτίσει τα πάντα από τον εαυτό του και διαμέσου του εαυτού του, να ξαναβρεί όλο τον εαυτό του, όμως τα έργα του, άνισης καλλιτεχνικής αξίας, δεν κάνουν πάντα παρά να εξιδανικεύουν, διανοητικά ή ποιητικά, τις παλιές συνήθειες. Και να γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αυτή η υπερβολική έγνια για τον εαυτό σου, αυτή η αποθέωση των συνηθισμένων γεγονότων της ίδιας της διανοητικής σου ρουτίνας, γίνονται τόσο ανυπόφορα στην εποχή μας όπου μάζα και ταχύτητα φτιάχνουν πραγματικά έναν καινούργιο κόσμο. Αν κάποιος γράφει με τρόπο τόσο πομπώδικο για τη συνάντησή του με το Μπλοκ, τότε πώς πρέπει να γράψει για τα μεγάλα γεγονότα που επηρεάζουνε τα πεπρωμένα των εθνών;
Στις παιδικές αναμνήσεις του Μπιελύ, Κοτίκ Λετάγιεβ, υπάρχουν ενδιαφέρουσες στιγμές φωτεινάδας, όχι πάντα καλλιτεχνικές, συχνά όμως πειστικές. Δυστυχώς, συνδέονται μεταξύ τους με απόκρυφες συζητήσεις, με φανταστικά βάθη, μια πληθωρική συσσώρευση από λέξεις και εικόνες που τις κάνουν ολότελα μάταιες. Παίζοντας γόνατα κι αγκώνες, ο Μπιελύ πασκίζει να τρυπώσει την παιδική ψυχή του μέσα στον εξωτερικό κόσμο. Βλέπει κανείς τα ίχνη από τους αγκώνες του σε όλες τις σελίδες, όμως εξωτερικός κόσμος δεν υπάρχει εκεί! Κι αλήθεια από πού θα ’ρχότανε;
Δεν πάει πολύς καιρός, ο Μπιελύ –πάντα απορροφημένος με τον εαυτό του, ιστορώντας ο ίδιος τον εαυτό του, περπατώντας γύρω από τον εαυτό του, μυρίζοντας και γλύφοντας τον εαυτό του– έγραψε για το άτομό του μερικές σκέψεις πολύ αληθινές: «Ίσως κάτω από τις θεωρητικές αφαιρέσεις μου για το «μάξιμουμ» να κρυβόταν ο μινιμαλιστής, ψηλαφώντας προσεχτικά το έδαφος. Πλησίαζα τα πάντα με τρόπο πλάγιο. Ψαχουλεύοντας το πεδίο από μακριά διαμέσου μιας υπόθεσης, ενός υπαινιγμού, μιας μεθοδολογικής απόδειξης, παραμένοντας σε μιαν προσεκτική αναποφασιστικότητα» (Αναμνήσεις από τον Αλέξαντρο Μπλοκ). Χαρακτηρίζοντας το Μπλοκ σα μαξιμαλιστή, ο Μπιελύ μιλάει για τον εαυτό του ολωσδιόλου σα για ένα μενσεβίκο (στο Άγιο Πνεύμα, εννοείται, όχι στην πολιτική). Αυτές οι λέξεις μπορεί να φαίνονται απροσδόκητες στην πέννα ενός Ονειροπόλου και ενός Ιδιόρρυθμου (με κεφαλαία) μα, στο τέλος-τέλος, μιλώντας τόσο για τον εαυτό του λέει κανείς καμιά φορά την αλήθεια. Ο Μπιελύ δεν είναι μαξιμαλιστής, καθόλου, μα μινιμαλιστής αδιαφιλονίκητος, μια αναλαμπή του παλιού καθεστώτος και των απόψεών του, υποφέροντας και στενάζοντας μέσα σε καινούργιο κλίμα. Και είναι απόλυτα αλήθεια πως πλησιάζει τα πάντα με τρόπο πλάγιο. Ολόκληρο το Άγιο Πετερσμπούργκ του είναι χτισμένο σύμφωνα με μέθοδες πλάγιες. Και να γιατί αυτό μοιάζει με γέννα. Ακόμα και κει όπου περιμένει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, δηλαδή εκεί όπου μια εικόνα γεννιέται μέσα στη συνείδηση του αναγνώστη, αυτός το πληρώνει πάρα πολύ ακριβά, έτσι που ύστερα απ’ όλες αυτές τις περιφράσεις, ύστερα απ’ αυτή την ένταση κι αυτές τις προσπάθειες, ο αναγνώστης μένει τελικά με την πείνα του. Είναι σα να σας πέρασαν μέσα σ’ ένα σπίτι από την καπνοδόχο και ν’ αντιληφτούν έπειτα ότι υπήρχε πόρτα απ’ όπου είταν πιο εύκολο να μπει κανείς.
Η ρυθμική πρόζα του είναι φοβερή! Οι φράσεις του δεν υπακούνε στην εσωτερική κίνηση της εικόνας μα σ’ ένα μέτρο εξωτερικό, που, στις αρχές, μπορεί να φαίνεται μόνο περιττό μα που δεν αργεί να σας κουράσει με τη δυσκινησία του και τελικά δηλητηριάζει ως και την ύπαρξή σας. Η βεβαιότητα πως μια φράση θα τελειώσει σύμφωνα με τέτοιο ρυθμό βαράει στα νεύρα, όπως, όταν χτυπημένος από αϋπνία, περιμένεις να ξανατρίξει το παντζούρι. Παράλληλα με τη μανία του ρυθμού έρχεται ο φετιχισμός της λέξης. Είναι ολοφάνερα βέβαιο πως η λέξη δεν εκφράζει μόνο μιαν έννοια, πως έχει και μιαν ηχητική αξία και πως, χωρίς αυτό το σεβασμό απέναντι στη λέξη, δε θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μαστοριά, στην πρόζα ή στην ποίηση. Ας μην αρνηθούμε στο Μπιελύ τις αρετές του σ’ αυτό τον τομέα. Όμως ακόμα και η πιο φορτωμένη και πιο ηχερή λέξη δε μπορεί να σημαίνει παραπάνω από κείνο που είχε βαλθεί σ’ αυτήν. Ο Μπιελύ γυρεύει στη λέξη, όπως οι Πυθαγόρειοι στον αριθμό, μια δεύτερη ξεχωριστή έννοια, απόκρυφη. Και να γιατί βρίσκεται συχνά στο αδιέξοδο. Αν σταυρώσετε το μέσο δάχτυλο με το δείχτη κι αγγίξετε ένα αντικείμενο, θα νιώσετε δυο αντικείμενα, μα αν επαναλάβετε το πείραμα θα νιώσετε άσκημα· αντί να χρησιμοποιήσετε σωστά την αίσθηση της αφής, κάνετε κατάχρησή της για να απατηθήτε. Οι καλλιτεχνικές μέθοδες του Μπιελύ δίνουν ολότελα αυτή την εντύπωση. Είναι επίπλαστα πολυσύνθετες.
Η λιμνάζουσα σκέψη του, ουσιαστικά μεσαιωνική, χαρακτηρίζεται όχι από μια λογική και ψυχολογική ανάλυση, μα από ένα παιχνίδι παρηχήσεων, από λεκτικές συστροφές και ακουστικές συζεύξεις. Όσο πιο πολύ ο Μπιελύ γαντζώνεται από τις λέξεις και τις παραβιάζει άσπλαχνα, τόσο πιο αφόρητος φαίνεται με τις πηγμένες γνώμες του μέσα σ’ έναν κόσμο που έχει υπερνικήσει την αδράνεια. Ο Μπιελύ φτάνει στις πιο δυνατές στιγμές του όταν περιγράφει τη στέρεη αλλοτινή ζωή. Μα ακόμα και κει, η τεχνοτροπία του είναι κουραστική, άβολη. Φαίνεται ξάστερα πως είναι ο ίδιος σάρκα απ’ τη σάρκα και αίμα απ’ το αίμα της παλιάς κατάστασης, ολότελα συντηρητικός, παθητικός και μετριοπαθής, κι ότι ο ρυθμός του, οι λεκτικές συστροφές του, δεν είναι παρά ένα γελοίο μέσο να παλαίψει εναντίον της εσωτερικής παθητικότητάς του και της ξεραΐλας του, τώρα που έχει αποσπαστεί από τον πόλο της ζωής του.
Στον παγκόσμιο πόλεμο ο Μπιελύ έγινε οπαδός του γερμανού μυστικιστή Ρούντολφ Στάϊνερ, φυσικά «διδάκτορος της φιλοσοφίας», και φύλαξε σκοπός στην Ελβετία, τη νύχτα, κάτω απ’ τον τρούλλο του ναού της ανθρωποσοφίας. Τί είναι η ανθρωποσοφία; Είναι μια διανοητική και πνευματική ιδιοποίηση του χριστιανισμού, καμωμένη με τη βοήθεια βιαστικών ποιητικών και φιλοσοφικών παραθέσεων. Δε μπορώ να δόσω λεπτομέρειες πιο συγκεκριμένες γιατί δε διάβασα ποτέ Στάϊνερ και δεν έχω την πρόθεση να το κάνω: θεωρώ πως έχω το δικαίωμα να μην ενδιαφέρομαι για «φιλοσοφικά» συστήματα που καταγίνονται με τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις ουρές των μαγισσών της Βαϊμάρης και του Κιέβου (στο μέτρο που δεν πιστεύω στις μάγισσες γενικά, εκτός από τη Ζιναΐντα Χίππιους, που αναφέρθηκε πιο πάνω, που στην πραγματικότητά της πιστεύω απόλυτα, χωρίς να μπορώ να πω τίποτα το ορισμένο για το μάκρος της ουράς της). Είναι αλλιώτικα με το Μπιελύ. Αν τα πράγματα του Ουρανού είναι γι’ αυτόν τα πιο σημαντικά, θά ’πρεπε να τα εκθέσει. Ωστόσο ο Μπιελύ, που είναι τόσο παραδομένος στις λεπτομέρειες ώστε μας διηγείται το πέρασμά του μέσα από ένα κανάλι σα να πρόκειται το λιγότερο για τη σκηνή του Κήπου της Γεσθημανή ιδωμένη με τα ίδια του τα μάτια, αν όχι για την έκτη μέρα της Δημιουργίας, αυτός ο ίδιος Μπιελύ, μόλις αγγίξει την ανθρωποσοφία του, γίνεται λακωνικός και σύντομος· προτιμάει το σχήμα της σιγής. Το μόνο πράμα που μας γνωστοποιεί είναι ότι «εγώ δεν είμαι εγώ μα ο Χριστός που είναι μέσα μου», καθώς και ότι «γεννηθήκαμε εν Θεώ, θα πεθάνουμε εν Χριστώ και το Άγιο Πνεύμα θα μας αναστήσει». Αυτό είναι παρηγορητικό μα πραγματικά όχι πολύ ξάστερο. Ο Μπιελύ δεν εκφράζεται με τρόπο πιο λαϊκό εξαιτίας ενός βασικού φόβου: μήπως πέσει στο θεολογικό συγκεκριμένο που θα ’ταν πάρα πολύ παρακινδυνευμένο. Πραγματικά ο υλισμός ποδοπατάει αμετάκλητα κάθε θετική οντολογική δοξασία επινοημένη κατ’ εικόνα της ύλης, τόσο φανταστικά μεταμορφωμένης όσο αυτό μπορεί να γίνει στην πορεία του προτσέσου. Αν είσαστε πιστός εξηγήστε λοιπόν τι λογής φτερά έχουν οι άγγελοι και από ποια ουσία είναι οι ουρές των μαγισσών. Τρέμοντας αυτά τα θεμιτά ερωτήματα, οι σπιριτουαλιστές τζέντλεμεν έχουν τόσο εξιδανικεύσει το μυστικισμό τους ώστε στο τέλος η ουράνια ύπαρξη χρησιμεύει για έντεχνο ψευδώνυμο στην ανυπαρξία. Τότε, ξανά τρομαγμένοι (αληθινά δεν υπήρχε καθόλου λόγος να χωθούν εκεί μέσα) ξαναπέφτουν στον κατηχισμό.
Κ’ έτσι, ανάμεσα σ’ ένα στυγνό ουράνιο άδειο κ’ έναν κατάλογο με θεολογικές αξίες, απλώνεται η πνευματική βλάστηση των μυστικιστών της ανθρωποσοφίας και της φιλοσοφικής πίστης γενικά. Ο Μπιελύ επιχειρεί πεισματικά, όμως δίχως επιτυχία, να σκεπάσει το άδειο του με μιαν ηχερή ενορχήστρωση και με αναγκαστικά ποιητικά μέτρα. Πασκίζει να υψωθεί μυστικιστικά πάνω από την Οκτωβριανή Επανάσταση, πασκίζει ακόμα να την υιοθετήσει στ’ αρπαχτά δίνοντάς της μια θέση ανάμεσα στα πράματα της γης, που ωστόσο δεν είναι άλλο γι’ αυτόν, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, από «ηλιθιότητες». Αποτυχαίνοντας σ’ αυτή την απόπειρα –και πώς θα μπορούσε να μην αποτύχει;– ο Μπιελύ αρχίζει να χολιάζει. Ο ψυχολογικός μηχανισμός αυτού του προτσέσου είναι τόσο απλός όσο και η ανατομία ενός νευρόσπαστου: μερικές τρύπες και μερικά ελατήρια. Μα από τις τρύπες και τα ελατήρια του Μπιελύ βγαίνει η Αποκάλυψη, όχι η γενική Αποκάλυψη, μα η ιδιαίτερη αποκάλυψή του, η αποκάλυψη του Αντρέϊ Μπιελύ. «Το πνεύμα της αλήθειας με υποχρεώνει να εκφράσω τη στάση μου απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα. Ε, λοιπόν, ε... ξέρετε, έτσι... Θέλετε τσάϊ; Τί, δεν υπάρχει κοινός άνθρωπος σήμερα; Να ένας, εγώ είμαι ο κοινός άνθρωπος». Έλειψη γούστου; Ναι, μια αναγκαστική γκριμάτσα, μια στεγνή κουταμάρα. Κι αυτό μπροστά σ’ ένα λαό που έζησε μιαν επανάσταση. Στην ξιπασμένη εισαγωγή του στη μη επική Εποποιία του, ο Αντρέϊ Μπιελύ κατηγορεί τη σοβιετική εποχή μας ότι είναι «τρομερή για τους συγγραφείς που νιώθουν νά ’χουν κληθεί για μεγάλους μνημειακούς πίνακες».
Αυτός, ο μνημειογράφος, έχει συρθεί, φανταστείτε, «στο στίβο του καθημερινού», στη ζωγραφική «καραμελοκουτιών»! Μπορεί κανείς, σας ρωτάω, να ρίξει την πραγματικότητα και τη λογική πιο σκληρά πάνω στο κεφάλι του; Είναι αυτός, ο Μπιελύ, που σύρθηκε από την Επανάσταση, μακριά από τους μουσαμάδες του προς τα καραμελοκούτια! Με τις πιο εξεζητημένες λεπτομέρειες, και όχι τόσο με λεπτομέρειες όσο με αφρό από λέξεις, ο Μπιελύ μας διηγείται πως «κάτω από τον τρούλλο του ναού του Ιωάννου, μούσκεψε από μια ρηματική βροχή» (sic), πως γνώρισε τη «γη της ζωντανής σκέψης», πως ο ναός του Ιωάννου έγινε γι’ αυτόν «εικόνα θεωρητικού προσκυνήματος». Σύμφυρμα αγνό και άγιο! Διαβάζοντάς τον, κάθε σελίδα φαίνεται πιο αφόρητη από την προηγούμενη. Αυτή η αυτοϊκανοποιημένη αναζήτηση του ψυχολογικού τίποτα που δε συνεχίζεται πουθενά αλλού παρά κάτω από τον τρούλλο του ναού του Ιωάννου, αυτό το σνομπ ορνιθοσκάλισμα, το εμφαντικό, δειλό και δεισιδαιμονικό, γραμμένο με ψυχρό χασμουρητό, όλα αυτά μας παρουσιάστηκαν σαν «μνημειακός καμβάς». Η έκκληση να στρέψουμε το πρόσωπο προς εκείνο που η μεγαλύτερη επανάσταση πάει να ανατρέψει στις στοιβάδες της εθνικής ψυχολογίας θεωρείται σαν πρόσκληση να ζωγραφίσουμε «καραμελοκούτια»! Σε μας, στη Σοβιετική Ρωσία, είναι τα «καραμελοκούτια»! Τι κακό γούστο, τι λεκτική αδιαντροπιά! Μάλλον ο «ναός του Ιωάννου», χτισμένος στην Ελβετία από τους τουρίστες και τους πνευματώδεις σουλατσαδόρους, είναι ένα είδος κουτί με μπομπόνια άνοστα ενός γερμανού διδάκτορα της φιλοσοφίας, κουτί γεμάτο από «γατόγλωσσες» και κάθε λογής ζαχαρωμένες μύγες.
Είναι η Ρωσία μας τώρα ένας μουσαμάς τόσο γιγαντιαίος, ώστε θα χρειαστούν αιώνες για να τον ζωγραφίσουμε. Από κει, από τις κορυφές των επαναστατικών μας εκτάσεων, ξεκινάνε οι πηγές μιας καινούργιας τέχνης, μιας καινούργιας άποψης, καινούργιων συνειρμών αισθημάτων, ενός καινούργιου ρυθμού των σκέψεων, μιας καινούργιας πάλης για τις λέξεις. Σε εκατό, διακόσια-τρακόσια χρόνια, θ’ ανακαλύψει κανείς με συγκίνηση αυτές τις πηγές του απελευθερωμένου ανθρώπινου πνεύματος και θα... σκοντάψει πάνω στον «ονειροπόλο» που αποστράφηκε το «καραμελοκούτι» της Επανάστασης και της ζήτησε υλικά μέσα για να περιγράψει πως ξέφυγε το Μεγάλο Πόλεμο, στην Ελβετία, και πως, μέρα με τη μέρα, έπιανε μέσα στην αθάνατη ψυχή του ορισμένα μικρά έντομα και τα άπλωνε πάνω στο νύχι του «κάτω από τον τρούλλο του ναού του Ιωάννου».
Στην ίδια αυτή εποποιία ο Μπιελύ δηλώνει πως τα «θεμέλια της καθημερινής ζωής είναι γι’ αυτόν ηλιθιότητες». Κι αυτό μπροστά σ’ ένα έθνος που ματώνει για ν’ αλλάξει τις βάσεις της καθημερινής ζωής. Ναι, βέβαια ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από ηλιθιότητες! Και ζητάει το παγιόκ[28], όχι το συνηθισμένο παγιόκ, μα κείνο που αναλογεί στους μεγάλους μουσαμάδες. Και αγανακτεί που δε σπεύδουν να του το δόσουν. Δε μοιάζει τάχα αυτό να πληρώνει πραγματικά αμαυρώνοντας τη χριστιανική κατάσταση της ψυχής με «ηλιθιότητες»; Το δίχως άλλο δεν είναι αυτός, είναι ο Χριστός που είναι μέσα του. Και θα ξαναγεννηθεί στο Άγιο Πνεύμα. Γιατί λοιπόν, εδώ, ανάμεσα στις γήινες ηλιθιότητές μας, να χύσει τη χολή του πάνω σε μια τυπωμένη σελίδα για ένα λειψό παγιόκ; Η ανθρωποσοφική ευσέβεια δεν τον απαλλάσσει μόνο από το καλλιτεχνικό γούστο μα και από την κοινωνική ντροπή.
Ο Μπιελύ είναι ένα πτώμα και δε θα νεκραναστηθεί σε κανένα Πνεύμα, όποιο και νά ’ναι.

Λέον Τρότσκι, Η πολιτική του Κόμματος στην Τέχνη



Λ. Tρότσκι
H ΠOΛITIKH TOY KOMMATOΣ ΣTHN TEXNH
Oρισμένοι μαρξιστές συγγραφείς έχουν συνηθίσει να χρησιμοποιούν μεθόδους επιδρομών ενάντια στους φουτουριστές, τους Σεραπίοντες, τους ιμαζινιστές και γενικά τους συνοδοιπόρους, όλους μαζί και τον καθένα χωριστά. I διαίτερα γίνεται της μόδας -δεν ξέρω γιατί- ο διωγμός του Πιλνιάκ, στον οποίο επιδίδονται και οι φουτουριστές. Δε χωρά αμφιβολία ότι ορισμένες ιδιομορφίες του Πιλνιάκ μπορούν να ερεθίζουν: πάρα πολλή ελαφρότητα σε μεγάλα ζητήματα, παρά πολλή πόζα, παρά πολύς λυρισμός που παρασκευάζεται στο γουδί... M α ο Πιλνιάκ έδειξε υπέροχα τη γωνιά της επαρχιακής - αγροτικής επανάστασης, έδειξε το «τραίνο των τσουβαλιών», χάρη στον Πιλνιάκ τα είδαμε όλα αυτά ασύγκριτα πιο ζωντανά, πιο χειροπιαστά, απ’ ό,τι πριν απ’ αυτόν. K αι ο B σέβολοντ I βάνοφ; M ήπως μετά τους «Παρτιζάνους» του, το «Θωρακισμένο τραίνο», τη «Γαλάζια άμμο» -με όλα τα ελαττώματά τους από άποψη δομής, τις παρεκτροπές του ύφους, ακόμα και την ελαιογραφικότητά τους- δε γνωρίσαμε, δε νιώσαμε καλύτερα τη P ωσία στην απεραντοσύνη της, την εθνογραφική της ποικιλομορφία, την καθυστέρηση, την ορμή της! M ήπως είναι στ’ αλήθεια δυνατό να αντικατασταθεί αυτή η καλλιτεχνική γνώση με το φουτουριστικό υπερβολισμό, ή με τη μονότονη εξύμνηση των λουριών της μηχανής ή με τα αρθρίδια των εφημερίδων, που από μέρα σε μέρα επαναλαμβάνουν σε διαφορετικούς συνδυασμούς τις ίδιες τρακόσες λέξεις; Πετάξτε νοερά από την καθημερινή μας ζωή τον Πιλνιάκ και τον Bσ. Iβάνοφ, και θα δείτε ότι θα βρεθούμε κατά κάτι φτωχότεροι... Oι οργανωτές της εκστρατείας κατά των συνοδοιπόρων -εκστρατείας χωρίς αρκετή φροντίδα για προπτικές και αναλογίες- διάλεξαν σαν έναν από τους στόχους και τον... σ. Bορόνσκι, διευθυντή του περιοδικού «Kράσναγια Nόφ» και του εκδοτικού «Kρουγκ», σαν συνοδοιπόρο και σχεδόν συνένοχο. Eμείς νομίζουμε ότι ο σ. Bορόνσκι εκτελεί -με εντολή του Kόμματος- μια σοβαρή φιλολογική - πολιτιστική εργασία, και ότι, αλήθεια, είναι πολύ πιο εύκολο σε ένα αρθρίδιο -αφ’ υψηλού- να ιδρύεις με διάταγμα την κομμουνιστική τέχνη παρά να συμμετέχεις στην κοπιαστική προετοιμασία της.
Tυπικά οι επιδρομείς μας συνεχίζουν τη γραμμή που είχαν χαράξει άλλοτε (το 1908) οι συλλογές «Aποσύνθεση». Mα πρέπει τέλος πάντων να καταλαβαίνουμε και να εκτιμούμε τη διαφορά των ιστορικών συνθηκών και μια κάποια «μικρή» μετακίνηση στο συσχετισμό των δυνάμεων που έχει επέλθει από τότε. Tότε ήμασταν ένα τσακισμένο παράνομο Kόμμα. H επανάσταση υποχωρούσε, η αντεπανάσταση, η στολιπινική και η αναρχομυστικιστική, ασκούσε πίεση σε όλη τη γραμμή, μέσα στο ίδιο το Kόμμα η διανόηση έπαιζε ακόμα ένα δυσανάλογα μεγάλο ρόλο, και μάλιστα σε συνθήκες που οι ομάδες διανοούμενων με διάφορους κομματικούς χρωματισμούς αποτελούσαν συγκοινωνούντα αγγεία. Σ’ αυτές τις συνθήκες η ιδεολογική αυτοάμυνα απαιτούσε λυσσαλέα αντίδραση στις λογοτεχνικές διαθέσεις του «ξεμεθύσματος».
Σήμερα συντελείται μια διαδικασία εντελώς διαφορετικού, βασικά αντίθετου χαρακτήρα. O νόμος της κοινωνικής έλξης (προς την πλευρά της κυρίαρχης τάξης), που προσδιορίζει, σε τελική ανάλυση, τη γραμμή δημιουργίας της διανόησης, δρα τώρα προς όφελός μας. Kαι πρέπει να ξέρουμε να προσαρμόζουμε σ’ αυτήν την κατάσταση την πολιτική μας στον τομέα της τέχνης.
Δεν είναι σωστό ότι η τέχνη της επανάστασης μπορεί τάχα να δημιουργηθεί μόνον από τους εργάτες. Aκριβώς επειδή η επανάσταση είναι εργατική -για να μην επαναλάβουμε όσα είπαμε προηγούμενα- αποδεσμεύει πολύ λίγες εργατικές δυνάμεις για την τέχνη. Στην εποχή της γαλλικής Eπανάστασης, τα μεγαλύτερα έργα που την εξέφρασαν άμεσα ή έμμεσα δημιουργήθηκαν όχι από Γάλλους καλλιτέχνες, αλλά από Γερμανούς, Aγγλους κ.α. Eκείνη η εθνική αστική τάξη που πραγματοποιούσε άμεσα την επανάσταση δεν μπορούσε να διαθέσει αρκετές δυνάμεις για την αναπαράσταση και αποτύπωσή της. Πολύ περισσότερο το προλεταριάτο, που διαθέτει μεν πολιτική κουλτούρα, αλλά πολύ λίγη καλλιτεχνική. H διανόηση, εκτός από τα πλεοκτήματα της ειδίκευσής της από την άποψη της μορφής, διαθέτει επίσης και το επαίσχυντο προνόμιο της παθητικής πολιτικής στάσης, με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό εχθρότητας ή συμπάθειας προς την Oκτωβριανή Eπανάσταση. Δεν είναι παράξενο που αυτή η διανόηση της «θεώρησης» μπόρεσε να δώσει και δίνει στον τομέα της καλλιτεχνικής αντανάκλασης της επανάστασης -έστω και με κάποια στρέβλωση- περισσότερα απ’ ό,τι το προλεταριάτο που έκανε αυτήν την επανάσταση. Ξέρουμε πολύ καλά πόσο πολιτικά περιορισμένοι, ασταθείς, αναξιόπιστοι είναι οι συνοδοιπόροι. Aλλά αν πετάξουμε τον Πιλνιάκ με τη «Γυμνή χρονιά» του, τους Σεραπίοντες με τον Bσ. Iβάνοφ, τον Tίχονοφ και την Πολόνσκαγια, τον Mαγιακόφσκι, τον Eσένιν, τότε τί άλλο μένει εκτός από τα ανεξόφλητα ακόμα γραμμάτια της μελλοντικής προλεταριακής λογοτεχνίας; Πολύ περισσότερο που και ο Nτέμιαν Mπέντνι, που ούτε στους συνοδοιπόρους μπορείς να τον κατατάξεις, ούτε ελπίζουμε, από το επαναστατικό τραγούδι μπορείς να τον πετάξεις, δεν είναι δυνατό να ενταχθεί στην προλεταριακή λογοτεχνία όπως την καταλαβαίνει το μανιφέστο της «Kούζνιτσα». Tι άλλο λοιπόν μένει;...
Ωστε λοιπόν το Kόμμα, σε πλήρη αντίθεση με την όλη του φύση, παίρνει στον τομέα της τέχνης μια καθαρά εκλεκτική θέση; Tο συμπέρασμα αυτό, παρά το τόσο αποστομωτικό ύφος του, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά απλοϊκό. H μαρξιστική μέθοδος μας προσφέρει τη δυνατότητα να κρίνουμε τους όρους ανάπτυξης της νέας τέχνης, να βρίσκουμε όλες τις πηγές της, να υποβοηθούμε τις πιο προοδευτικές απ’ αυτές με το κριτικό φώτισμα των δρόμων, μα τίποτε περισσότερο απ’ αυτό. H τέχνη πρέπει να κάνει το δρόμο της με τα δικά της πόδια. Oι μέθοδες του μαρξισμού δεν είναι μέθοδες της τέχνης. Tο Kόμμα καθοδηγεί το προλεταριάτο, αλλά όχι και την ιστορική διαδικασία. Yπάρχουν τομείς που το Kόμμα καθοδηγεί άμεσα και επιτακτικά. Yπάρχουν τομείς που ελέγχει και υποβοηθά. Yπάρχουν τομείς που μόνον υποβοηθά. Yπάρχουν, τέλος, τομείς όπου μόνο προσανατολίζεται. O τομέας της τέχνης δεν είναι από εκείνους όπου το Kόμμα οφείλει να διατάζει. Mπορεί και πρέπει να προφυλάγει, να υποβοηθά και μόνον έμμεσα να καθοδηγεί. Mπορεί και πρέπει να παρέχει μιαν ορισμένη πίστωση εμπιστοσύνης στις διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες που επιδιώκουν ειλικρινά να πλησιάσουν πιο κοντά στην επανάσταση για να βοηθήσουν στην καλλιτεχνική μορφοποίησή της. Kαι σε καμιά περίπτωση το Kόμμα δεν μπορεί να πάρει και δεν παίρνει τη θέση ενός λογοτεχνικού κύκλου που αντιμάχεται και ως ένα βαθμό απλώς συναγωνίζεται άλλους λογοτεχνικούς κύκλους. Tο Kόμμα είναι φρουρός των ιστορικών συμφερόντων της τάξης στο σύνολό της. Προετοιμάζοντας συνειδητά και βήμα προς βήμα τις προϋποθέσεις του νέου πολιτισμού και συνεπώς και της νέας τέχνης, βλέπει τους λογοτεχνικούς συνοδοιπόρους όχι σαν ανταγωνιστές των εργατών συγγραφέων, αλλά σα βοηθούς, πραγματικούς ή πιθανούς, σε μια οικοδόμηση τεράστιας έκτασης. Kατανοώντας τον επεισοδιακό χαρακτήρα των λογοτεχνικών ομάδων στη μεταβατική εποχή, το Kόμμα τις κρίνει όχι από την άποψη των ατομικών ταξικών ταυτοτήτων των κυρίων λογοτεχνών, αλλά από την άποψη του χώρου που αυτές οι ομάδες καλύπτουν ή μπορούν να καλύψουν στην προετοιμασία του σοσιαλιστικού πολιτισμού. Aν σήμερα δεν μπορούμε ακόμα να προσδιορίσουμε το χώρο μιας ορισμένης ομάδας, το Kόμμα, σαν Kόμμα, θα.. περιμένει με ευμένεια και προσοχή. Oι διάφοροι κριτικοί, ή απλώς αναγνώστες, μπορούν να δίνουν τις προτιμήσεις τους προκαταβολικά στη μια ή την άλλη ομάδα. Tο Kόμμα, στο σύνολό του, περιφρουρώντας τα ιστορικά συμφέροντα της τάξης, πρέπει να είναι αντικειμενικό και σοφό. H προσεκτικότητά του δεν μπορεί παρά να έχει δύο πλευρές: αν το Kόμμα δε βάζει την προγραμματική σφραγίδα του στην «Kούζνιτσα» μόνο και μόνο επειδή σ’ αυτήν γράφουν εργάτες, ταυτόχρονα δεν απωθεί προκαταβολικά και καμιά λογοτεχνική ομάδα, έστω και προερχόμενη από τη διανόηση, στο βαθμο που αυτή τείνει να πλησιάσει την επανάσταση και να βοηθήσει να στερεωθεί μια από τις κλειδώσεις της -η κλείδωση είναι πάντα αδύνατο σημείο!- ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό, ανάμεσα στο Kόμμα και τους εξωκομματικούς, ανάμεσα στη διανόηση και τους εργάτες.
Mήπως όμως μια τέτοια πολιτική σημαίνει ότι το Kόμμα θα βρεθεί με απροστάτευτο το πλευρό του από τη μεριά της τέχνης; Tο να πούμε κάτι τέτοιο θα σήμαινε μεγάλη υπερβολή: τις φανερά δηλητηριώδεις, αποσυνθετικές τάσεις της τέχνης το Kόμμα τις αποκρούει και θα τις αποκρούει, κατευθυνόμενο από πολιτικά κριτήρια. Eίναι αλήθεια ωστόσο, ότι το πλευρό της τέχνης είναι λιγότερο προστατευμένο απ΄ ό,τι το μέτωπο της πολιτικής. Mα μήπως δε συμβαίνει το ίδιο και από τη μεριά της επιστήμης; Tι έχουν να πουν οι μεταφυσικοί της «καθαρά προλεταριακής» επιστήμης για τη θεωρία της σχετικότητας; Συμβιβάζεται με τον υλισμό ή όχι; Eχει λυθεί αυτό το ζήτημα; Πού, πότε και από ποιον; Tο ότι οι εργασίες του φυσιολόγου μας Παβλόφ βρίσκονται ολοκληρωτικά στη γραμμή του υλισμού είναι φανερό και σε έναν αδαή. Tι μπορούμε να πούμε όμως για την ψυχοαναλυτική θεωρία του Φρόυντ; Συμβιβάζεται με τον υλισμό, όπως θεωρεί π.χ. ο σ. Pάντεκ (και εγώ μαζί του), ή είναι εχθρική προς αυτόν; Tο ίδιο ερώτημα αφορά και τις νέες θεωρίες για τη δομή του ατόμου κλπ., κλπ. Θα ήταν πολύ ωραίο να βρεθεί ένας επιστήμονας που να μπορέσει να αγκαλιάσει μεθοδολογικά αυτές τις νέες γενικεύσεις και να τις εντάξει στο πλαίσιο της διαλεκτικοϋλιστικής αντίληψης για τον κόσμο. Eτσι θα μας έδινε έναν αμοιβαίο έλεγχο των νέων θεωριών και θα βάθαινε τη διαλεκτική μέθοδο. Φοβούμαι όμως πολύ ότι η εργασία αυτή - σε επίπεδο όχι άρθρων εφημερίδων ή περιοδικών, αλλά ενός επιστημονικού - φιλοσοφικού ορόσημου σαν την «Προέλευση των ειδών» ή το «Kεφάλαιο»- δεν πρόκειται να γίνει σήμερα αύριο, ή, πιο σωστά, και αν ακόμα γίνει σήμερα, αυτό το βιβλίο - ορόσημο κινδυνεύει να μείνει με άκοπα τα φύλλα του ώσπου να έρθουν οι μέρες που το προλεταριάτο θα μπορέσει να αφοπλιστεί.
Nαι, αλλά μήπως και ο εκπολιτισμός, δηλαδή η αφομοίωση του αλφάβητου του προ-προλεταριακού συστήματος, δεν προϋποθέτει την κριτική, την επιλογή, τα ταξικά κριτήρια; Kαι βέβαια! Oμως τα κριτήρια αυτά είναι πολιτικά και όχι αφηρημένα πολιτιστικά. Tα πολιτικά κριτήρια συμπίπτουν με τα πολιτιστικά μόνο με την ευρεία έννοια με την οποία η επανάσταση προετοιμάζει τους όρους ενός νέου πολιτισμού. Aλλά αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι μια τέτοια σύμπτωση είναι εξασφαλισμένη σε κάθε χωριστή περίπτωση. Aν η επανάσταση έχει το δικαίωμα, όταν χρειάζεται, να καταστρέφει γέφυρες και καλλιτεχνικά μνημεία, τότε πολύ περισσότερο δε θα διστάσει να σηκώσει το χέρι της ενάντια σε οποιοδήποτε ρεύμα της τέχνης, που παρόλες τις επιτεύξεις του από άποψη μορφής, απειλεί να προκαλέσει αποσύνθεση στο επαναστατικό περιβάλλον ή εχθρική αντιπαράθεση των εσωτερικών δυνάμεων της επανάστασης ανάμεσά τους: του προλεταριάτου, της αγροτιάς, της διανόησης. Tο κριτήριό μας είναι ξεκάθαρα πολιτικό, επιτακτικό και αδιάλλακτο. Aλλά ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να χαράζει καθαρά τα όρια της επενέργειάς του. Για να εκφραστώ πιο ξεκάθαρα θα πω: πλάι στην άγρυπνη επαναστατική λογοκρισία, πλατιά και ευλύγιστη πολιτική στον τομέα της τέχνης, ξένη προς κάθε μνησικακία κλειστού κύκλου.
Eίναι ολοφάνερο ότι στον τομέα της τέχνης το Kόμμα δεν μπορεί ούτε μια μέρα να ακολουθήσει την αρχή του φιλελευθερισμού: laisser faire laisser passer (να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους). Oλο το ζήτημα είναι ωστόσο από ποιο σημείο αρχίζει η επέμβαση και που βρίσκονται τα όριά της. Σε ποιες περιπτώσεις -ανάμεσα σε τι και τι- το Kόμμα είναι υποχρεωμένο να διαλέξει. Kαι το ζήτημα αυτό δεν είναι καθόλου τόσο απλό όσο θέλουν να νομίζουν οι θεωρητικοί του ΛEΦ, οι κήρυκες της προλεταριακής λογοτεχνίας και οι επιδρομείς.
Oι σκοποί, τα καθήκοντα και οι μέθοδοι της εργατικής τάξης στην οικονομία είναι ασύγκριτα πιο συγκεκριμένοι, προσδιορισμένοι και θεωρητικά επεξεργασμένοι απ’ ό,τι στην τέχνη. Παρόλα αυτά, το Kόμμα, ύστερα από μια σύντομης διάρκειας απόπειρα να οικοδομήσει την οικονομία με συγκεντρωτική μέθοδο, βρέθηκε υποχρεωμένο να επιτρέψει την παράλληλη ύπαρξη διαφορετικών και μάλιστα αντιμαχόμενων ανάμεσά τους οικονομικών τύπων: έχουμε εδώ και την οργανωμένη σε τραστ κρατική βιομηχανία, και τις επιχειρήσεις τοπικής σημασίας, και την εκμίσθωση και τις επιχειρήσεις των εκχωρήσεων, και τις ιδιωτικές, και τους συνεταιρισμούς, και το ατομικό αγροτικό νοικοκυριό, και το βιοτεχνικό εργαστήριο, και τις κολεκτίβες κλπ. H βασική κατεύθυνση του κράτους είναι η συγκεντρωτική σοσιαλιστική οικονομία. Aλλά αυτή η γενική τάση στη συγκεκριμένη περίοδο συμπεριλαμβάνει και την ολόπλευρη υποστήριξη του αγροτικού νοικοκυριού και του βιοτέχνη. Xωρίς αυτήν, η κατεύθυνση προς τη μεγάλη σοσιαλιστική βιομηχανία γίνεται μια νεκρή αφαίρεση.
H Δημοκρατία μας είναι μια συμμαχία των εργατών, των αγροτών και της μικροαστικής στην προέλευσή της διανόησης, κάτω από την καθοδήγηση του Kομμουνιστικού Kόμματος. Aπό αυτόν τον κοινωνικό συνδυασμό, με την προϋπόθεση της ανόδου της τεχνικής και του πολιτισμού, πρέπει να προέλθει ύστερα από μια σειρά στάδια η κομμουνιστική κοινωνία. Eίναι φανερό ότι η αγροτιά και η διανόηση θα έρθουν στον κομμουνισμό από άλλους δρόμους σε σχέση με τους εργάτες. Oι δρόμοι τους δεν μπορούν παρά να βρουν την αντανάκλασή τους στην τέχνη. Eκείνη η διανόηση που δεν έχει συνδέσει αδιάρρηκτα την τύχη της με το προλεταριάτο, η μη κομμουνιστική διανόηση, δηλαδή η συντριπτική πλειοηψηφία της, λόγω της έλλειψης ή, πιο σωστά, της εξαιρετικής αδυναμίας του αστικού στηρίγματος, αναζητά το στήριγμά της στην αγροτιά. Προς το παρόν η διαδικασία αυτή έχει καθαρά προπαρασκευαστικό, μάλλον συμβολικό χαρακτήρα και εκφράζεται με την εξιδανίκευση του επαναστατικού αυθορμητισμού του μουζίκου (εκ των υστέρων). Eνας ιδιόμορφος νεοναροντνικισμός είναι χαρακτηριστικός για όλους τους συνοδοιπόρους. Στο μέλλον, με την αύξηση των σχολείων και των αναγνωστών στο χωριό, ο δεσμός αυτής της τέχνης με την αγροτιά μπορεί να γίνει πιο οργανικός. Tαυτόχρονα, η αγροτιά θα αναδείχνει τη δική της καλλιτεχνική διανόηση. H αγροτική σκοπιά - στην οικονομία, στην πολιτική, στην τέχνη- είναι πιο πρωτόγονη, πιο περιορισμένη, πιο εγωϊστική από την προλεταριακή. Aλλά αυτή η αγροτική σκοπιά υπάρχει, και μάλιστα για πάρα πολύν καιρό και στα σοβαρά. Kαι αν ένας καλλιτέχνης που βλέπει τη ζωή απο την αγροτική, και συχνότερα από τη διανοουμενίστικη - αγροτική σκοπιά, διαπνέεται από την ιδέα της αναγκαιότητας και της ζωτικότητας της συμμαχίας των εργατών και των αγροτών, τότε το έργο του με την προϋπόθεση των υπόλοιπων απαραίτητων όρων, θα είναι ιστορικά προοδευτικό. Mε τις μέθοδες της καλλιτεχνικής επενέργειας θα ενισχύει την απαραίτητη ιστορική συνεργασία του χωριού με την πόλη. H πορεία περιεκτική, πολύμορφη, φανταχτερή, και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία, που θα βρίσκεται κάτω από την άμεση επήρεια αυτής της προόδου, θα προσφέρει στην τέχνη πολύτιμα κεφάλαια. Aπεναντίας, η σκοπιά που αντιπαραθέτει το οργανικό, προαιώνιο, ακέραιο, «εθνικό» χωριό στην επιπόλαια πόλη είναι ιστορικά αντιδραστική. H τέχνη που απορρέει απ’ αυτήν είναι εχθρική προς το προλεταριάτο, δε συμβιβάζεται με την εξέλιξη και είναι καταδικασμένη στον εκφυλισμό. Mπορούμε να υποθέσουμε ότι και από την άποψη της μορφής δεν είναι ικανή να δώσει τίποτε άλλο από επαναλήψεις και αναμνήσεις.
Στον Kλιούεφ, στους ιμαζινιστές, στους Σεραπίοντες, στον Πιλνιάκ, ακόμα και στους φουτουριστές: τον Xλέμπνικοφ, τον Kρουτσιόνιχ, τον Kάμενσκι, υπάρχει ένα υπόβαθρο μουζίκου, σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο συνειδητό, σε άλλους οργανικό και σε άλλους ουσιαστικά αστικό υπόβαθρο, μεταφρασμένο στη γλώσσα του μουζίκου. H λιγότερο διφορούμενη στάση απέναντι στο προλεταριάτο είναι των φουτουριστών. Στους Σεραπίοντες, στους ιμαζινιστές, στον Πιλνιάκ που και που, εκδηλώνεται μια κλίση προς την αντιπολίτευση απέναντι στο προλεταριάτο, τουλάχιστον έτσι ήταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. Oλες αυτές οι ομάδες αντανακλούν, με εξαιρετικά διαθλασμένο τρόπο, τη νοοτροπία του χωριού στην εποχή του επισιτιστικού παρακρατήματος. Eκείνα τα χρόνια η διανόηση κρύβονταν από την πείνα στα χωριά και εκεί συγκέντρωνε τις εντυπώσεις της. Kαι στο έργο της έβγαζε από τις εντυπώσεις αυτές ένα αρκετό διφορούμενο συμπέρασμα. Aλλά το συμπέρασμα αυτό πρέπει να το βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο μέσα στο πλαίσιο της περιόδου που έληξε με την εξέγερση της Kροστάνδης. Tώρα μέσα στην αγροτιά έχει γίνει μια σημαντική στροφή, που εκδηλώθηκε και στη διανόηση συνοδοιπόρων που μουζικοφέρνουν. Ως ένα βαθμό ήδη εκφράζεται. Σ’ αυτές τις ομάδες θα παρουσιάζονται εσωτερικές διαμάχες, διασπάσεις, νέοι σχηματισμοί κάτω από την επίδραση των κοινωνικών δονήσεων. Oλα αυτά πρέπει να τα παρακολουθούμε πολύ προσεκτικά και κριτικά. Eνα Kόμμα που έχει -όχι αβάσιμα, ελπίζουμε- αξιώσεις ιδεολογικής ηγεμονίας, δεν έχει το δικαίωμα να ξεμπερδεύει σ’ αυτό το ζήτημα με μια φτηνή ψηλομύτικη στάση.
Aλλά μήπως μια καθαρά προλεταριακή τέχνη με ευρύτητα δεν μπορεί να φωτίσει και να τροφοδότησει καλλιτεχνικά και την κίνηση της αγροτιάς προς το σοσιαλισμό; Kαι βέβαια «μπορεί», το ίδιο όπως και ένας κρατικός ηλεκτρικός σταθμός «μπορεί» να φωτίζει και να τροφοδοτεί με την ενέργειά του την ίζμπα του αγρότη, το σταύλο, το μύλο. Mόνο που χρειάζεται να τον έχουμε αυτόν τον ηλεκτρικό σταθμό και τα καλώδια που τον συνδέουν με το χωριό. Tότε, κοντά στα άλλα, δε θα υπάρχει και ο κίνδυνος ανταγωνισμού ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Aλλά δεν υπάρχουν ακόμα αυτά τα καλώδια. Δεν υπάρχει και ο ίδιος ο ηλεκτρικός σταθμός. H προλεταριακή τέχνη δεν υπάρχει. H τέχνη με προλεταριακό προσανατολισμό, συμπεριλαμβάνοντας εδώ και τις ομάδες των εργατών ποιητών και των κομμουνιστών - φουτουριστών, δε βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην καλλιτεχνική κάλυψη των απαιτήσεων της πόλης και του χωριού από ό,τι η βιομηχανία στη λύση των γενικών οικονομικών προβλημάτων.
Mα και αν ακόμα αφήσουμε κατά μέρος την αγροτιά -μα πώς να την αφήσεις κατά μέρος;- θα δούμε ότι και με το προλεταριάτο, τη θεμελιακή τάξη της σοβιετικής κοινωνίας, τα πράγματα δεν είναι καθόλου τόσο απλά όσο φαίνονται στις σελίδες του ΛEΦ. Oταν οι φουτουριστές προτείνουν να πετάξουμε στη θάλασσα την παλιά ατομικιστική λογοτεχνία, και όχι μόνον επειδή έχει παλιώσει από άποψη μορφής, αλλά και επειδή -αυτό πια το επιχειρήμα είναι για την αφεντιά μας!- βρίσκεται σε αντίφαση με την κολλεκτιβιστική φύση του προλεταριάτου, εκδηλώνουν έτσι μια πολύ ανεπαρκή κατανόηση της διαλεκτικής φύσης της αντίφασης ατομικισμού και κολεκτιβισμού. Δεν υπάρχει αφηρημένη αλήθεια. Yπάρχει ατομικισμός και ατομικισμός. Aπό πλεόνασμα ατομικισμού μια μερίδα της προεπαναστατικής διανόησης ρίχτηκε στο μυστικισμό, ενώ μια άλλη μερίδα όρμησε στην χαοτική -φουτουριστική κατεύθυνση και, καθώς την άρπαξε στο μεταξύ η επανάσταση, προσέγγισε -προς τιμήν της- το προλεταριάτο. Aλλά όταν αυτοί οι προσεγγίσαντες μεταφέρουν στο προλεταριάτο το κορεσμό από τον ατομικισμό, τότε πέφτουν λιγάκι στο αμάρτημα του εγωκεντρισμού, δηλαδή του έσχατου ατομικισμού. Γιατί το κακό είναι ότι του απλού προλετάριου του λείπει ακριβώς αυτή η ιδιότητα. H προλεταριακή προσωπικότητα, στη μεγάλη της πλειοψηφία, δεν έχει αρκετά μορφοποιηθεί και διαφοροποιηθεί. Tο πιο πολύτιμο περιεχόμενο της πολιτιστικής ανόδου, που στα πρόθυρά της βρισκόμαστε τώρα, θα είναι ακριβώς το ανέβασμα της αντικειμενικής κατάρτισης και της υποκειμενικής αυτοσυνείδησης του ατόμου. Tο να νομίζουμε ότι η αστική λογοτεχνία είναι ικανή να ανοίξει ρήγματα στην ταξική αλληλεγγύη, είναι αφελές. Aυτό που θα πάρει ο εργάτης από τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Πούσκιν, τον Nτοστογιέφσκι, είναι πρώτα απ’ όλα μια πιο σύνθετη αντίληψη για την ανθρώπινη προσωπικότητα, για τα πάθη της και τα αισθήματά της. Θα καταλάβει βαθύτερα και οξύτερα τις ψυχικές δυνάμεις της, το ρόλο του υποσυνείδητου σ’ αυτήν κλπ. Tο αποτέλεσμα θα είναι να γίνει πλουσιότερος. O Γκόρκι της πρώτης περιόδου ήταν διαποτισμένος από το ρομαντικό - αλήτικο ατομικισμό. Kαι όμως τροφοδότησε την ανοιξιάτικη επαναστατικότητα του προλεταριάτου στις παραμονές του 1905, γιατί συντελούσε στην αφύπνιση της προσωπικότας μέσα σε μια τάξη όπου, από τη στιγμή που αυτή ξυπνά, αναζητά τη σύνδεση με άλλη αφυπνισμένη προσωπικότητα. Tο προλεταριάτο έχει ανάγκη από καλλιτεχνική τροφή και ανατροφή, μα δεν πρέπει να νομίζουμε ότι το προλεταριάτο είναι πηλός και οι καλλιτέχνες, νεκροί και ζώντες, πλάθουν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους.
Πνευματικά, και συνεπώς και καλλιτεχνικά πολύ ευαίσθητο, το προλεταριάτο δεν είναι αισθητικά διαπαιδαγωγημένο. Δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι μπορεί να αρχίσει απλώς από το σημείο που σταμάτησε την παραμονή της καταστροφής η αστική διανόηση. Oπως το άτομο επαναλαμβάνει στην εξέλιξή του από το έμβρυο -βιολογικά και ψυχικά- την ιστορία τού είδους του και εν μέρει ολόκληρου του ζωικού βασίλειου, έτσι, ως ένα ορισμένο βαθμό, και η νέα τάξη, που στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της μόλις πρόσφατα βγήκε από μια σχεδόν εξωιστορική ύπαρξη, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει μέσα όλη την ιστορία του καλλιτεχνικού πολιτισμού. Δεν μπορεί να αρχίσει την οικόδομηση ενός πολιτισμού νέου στυλ χωρίς να πάρει μέσα της και να αφομοιώσει στοιχεία των παλιών πολιτισμών. Aυτό δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι είναι απαραίτητο να περάσει αργά και συστηματικά, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, όλη την προηγούμενη ιστορία της τέχνης. H διαδικασία της αφομοίωσης και της μετάπλασης, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για βιολογικό άτομο, αλλά για κοινωνική τάξη, έχει πολύ πιο ελεύθερο και συνειδητό χαρακτήρα. Aλλά δεν μπορεί να υπάρξει για τη νέα τάξη κίνηση προς τα εμπρός αν δεν εγκύψει στα σπουδαιότερα ορόσημα του παρελθόντος.
H αριστερή πτέρυγα της παλιάς τέχνης, που την κοινωνική της βάση την πέταξε κάτω από τα πόδια της η επανάσταση τόσο αποφασιστικά όσο ποτέ στη ιστορία, είναι υποχρεωμένη, στον αγώνα της για τη διατήρηση της συνέχειας του καλλιτεχνικού πολιτισμού, να αναζητά στηρίγμα στο προλεταριάτο ή τουλάχιστο στη νέα κοινή γνώμη που διαμορφώνεται γύρω του. Tο προλεταριάτο πάλι από τη μεριά του, χρησιμοποιώντας τη θέση του σαν κυρίαρχης τάξης, τείνει και αρχίζει να έρχεται σε επαφη με την τέχνη γενικά, προετοιμάζοντας γι’ αυτήν μια πρωτοείδωτα ισχυρή βάση. Mε αυτήν την έννοια είναι σωστό ότι οι εργοστασιακές εφημερίδες τοίχου αποτελούν μια εξαιρετικά απαραίτητη, αν και ακόμα πολύ απομακρυσμένη προϋπόθεση για τη μελλοντική καινούργια λογοτεχνία. Mα κανένας βέβαια δεν πρόκειται να πει: σε όλα τα υπόλοιπα βάζουμε τελεία και παύλα μέχρις ότου το προλεταριάτο ανεβεί από τις εφημερίδες τοίχου ως την αυτόνομη λογοτεχνική μαστοριά. Kαι την πραγματοποιεί σήμερα όχι τόσο άμεσα όσο έμμεσα, μέσα της αστικής καλλιτεχνικής διανόησης που λίγο πολύ έλκεται απ’ αυτή ή θέλει να βολευτεί στο πλευρό του και που το προλεταριάτο σε ένα τμήμα της την ανέχεται, σε άλλο την υποστηρίζει, σε ένα τρίτο σχεδόν την υιοθετεί, σε ένα τέταρτο την αφομοιώνει ολότελα. Aπό αυτό ακριβώς τον περίπλοκο χαρακτήρα της διαδικασίας, από την εσωτερική πολλαπλότητά της καθορίζεται και η πολιτική του Kομμουνιστικού Kόμματος στον τομέα της τέχνης. Tην πολιτική αυτή δεν είναι δυνατό να την αναγάγουμε σε μια μόνο φόρμουλα, πιο κοντή και από το ράμφος του σπουργιτιού. Mα και δεν είναι καθόλου απαραίτητο.
«Πράβντα», 18 Σεπτεμβρίου 1923, [Tο κείμενο έχει παρθεί από το βιβλίο “Σοσιαλισμός και Kουλτούρα”, σε μετάφραση και επιμέλεια του Aντώνη Bογιάζου]

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Το Λογοτεχνία και Σκέψη διαβάζει; Πετρούπολη του Αντρέι Μπέλυ & Αποστείρωση του Αντουάν Σαινάς



με αυτά τα βιβλία θα βγάλουμε τα Χριστούγεννα...

~

Πετρούπολη, Αντρέι Μπέλυ
μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου
Κίχλη, 2017


Στον πυρήνα του τολμηρότερου ρωσικού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα, που μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά, από την πλήρη εκδοχή του 1913-1914, βρίσκεται το θέμα της πατροκτονίας. Τον θυελλώδη Οκτώβριο του 1905 μια βόμβα πρόκειται να εκραγεί στο γραφείο του γερουσιαστή Αμπλεούχοφ. Το σχέδιο έχει δεσμευτεί να φέρει εις πέρας ο γιος του, που βρίσκεται στην αντίπερα ιδεολογική όχθη.

Η "Πετρούπολη" αποτελεί ξεχωριστό δείγμα του ρωσικού μοντερνισμού. Στον πολυφωνικό ιστό της συνυφαίνονται πολλά και διαφορετικά στοιχεία. Οι επαναλήψεις μοτίβων και φράσεων, οι υποβλητικές, έντονα εικαστικές περιγραφές της πόλης, καθώς και η ιδιάζουσα μουσική οργάνωση του κειμένου συνιστούν τυπικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του συμβολισμού. Τη ρευστή, φασματική ατμόσφαιρα επιτείνουν τα διανοητικά παιχνίδια των ηρώων, καθώς οι εφιάλτες τους ζωντανεύουν και στοιχειώνουν την πόλη, που, τυλιγμένη στην καταχνιά, μοιάζει να παγιδεύει ήρωες και αφηγητή.
Συγχρόνως, η οξεία ειρωνική ματιά του συγγραφέα απέναντι στις ιδεολογικές τάσεις και τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα του καιρού του, μη εξαιρουμένης της επανάστασης του 1905, η παρωδία θεμάτων και τεχνικών του παραδοσιακού μυθιστορήματος, καθώς και ο μετεωρισμός ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο μπολιάζουν το μυθιστόρημα με ένα ανατρεπτικό πνεύμα, χαρακτηριστικό που η Πετρούπολη μοιράζεται με άλλα έργα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα.
Η έκδοση συνοδεύεται από εκτενείς σημειώσεις της μεταφράστριας και από Επίμετρο που περιλαμβάνει: 
(α) Πρωτότυπο κείμενο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, αναπληρώτριας καθηγήτριας ρωσικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο εστιάζει στην εκδοτική ιστορία της "Πετρούπολης", στο ιδεολογικό στίγμα του έργου, στους τρόπους και τις τεχνικές ανανέωσης της μυθιστορηματικής γραφής, στις υφολογικές ιδιαιτερότητες του κειμένου, στη διακειμενική υφή του κ.ά.
(β) Επιστολή του Αντρέι Μπέλυ προς τον Στάλιν.
(γ) Κείμενο του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν στο οποίο σκιαγραφείται το πορτρέτο του Μπέλυ ως πνευματικού ανθρώπου.
(δ) Χρονολόγιο.


~
Αποστείρωση, Αντουάν Σαινάς
μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ
Άγρα, 2017


Βραβείο Grand Prix de Littérature Policière - Roman français [2014]
Καθώς οδηγεί στην εθνική οδό με τη σύζυγό του Σοφία, ο Πατρίκ Μαρτέν καταδιώκεται από δύο νέους Βορειοαφρικανούς με Μερσεντές, με τους οποίους διαπληκτίστηκαν σε ένα χώρο ανάπαυσης λίγα λεπτά νωρίτερα. Ένας ξερός κρότος. Το λάστιχο σκάει και το αυτοκίνητο εκτρέπεται. Η Σοφία χάνει τη ζωή της, ενώ ο Πατρίκ βγαίνει αναζητώντας βοήθεια.
Η Γαλλία φοβάται, βρυχάται από θυμό, και μια αίσθηση ακραίας ανασφάλειας εξαπλώνεται λόγω ενός άγνωστου σκοπευτή που πυροβολεί αυτοκίνητα με οδηγούς Μαύρους και Άραβες. Εδώ όμως ο εξωγενής ένοχος φαίνεται ο πλέον κατάλληλος για τη δουλειά. Ο Πατρίκ χειραγωγείται, τόσο από τα πεθερικά του όσο και από ακροδεξιές ομάδες, στην προσπάθειά του να ξεδιψάσει τη νόμιμη εκδίκησή του. Η σφαγή μπορεί να ξεκινήσει...

Ανερχόμενη μορφή του γαλλικού θρίλερ μυθιστορήματος, ο Α. Σαινάς παρουσιάζει ένα βιβλίο φιλόδοξο και εξαιρετικά ενοχλητικό. Με μεγάλη ευχαρίστηση απεικονίζει μια Γαλλία στεγνή, ταγγή, παρανοϊκή. Στην αιχμηρή αφήγησή του, η όμορφη χώρα νιώθει ασφαλής όταν είναι κρυμμένη σε gated communities, οχυρωμένες κοινότητες. Οι κάτοικοι αυτών των φυλασσόμενων οικισμών επιλέγονται προσεκτικά με βάση το εθνοτικό τους προφίλ, παρακάμπτοντας ασύστολα τους νόμους κατά των διακρίσεων. Ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες και επιτροπές αυτοάμυνας ανθούν εκεί όπου ο ποινικός κώδικας και οι αρχές δεοντολογίας έχουν αποτύχει


(όλα τα στοιχεία είναι από την βιβλιονετ)

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Βιβλιοκριτική: Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση


Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση
 
Ιστβάν Μέσαρος

Tιμή 18 ευρώ, 369 σελίδες
Εκδόσεις Κουκκίδα, 2016


Την 1η Οκτώβρη πέθανε, σε ηλικία 87 ετών, ο Ιστβάν Μέσαρος. Ο Μέσαρος είχε γεννηθεί στην Ουγγαρία. Υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Γκέοργκ Λούκατς. Εγκατέλειψε την πατρίδα του το 1956 μετά την συντριβή της επανάστασης από τα ρωσικά τανκς. Τις τελευταίες δεκαετίες ζούσε και δίδασκε στη Βρετανία (ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ).Το 1971 κέρδισε το βραβείο Ντόιτσερ για το βιβλίο του "Η θεωρία του Μαρξ για την Αλλοτρίωση".1 
Επαναστάτης
Ο Μέσαρος παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του μαρξιστής και επαναστάτης. Το 2009, την χρονιά που άρχισε να ξεδιπλώνεται με όλο της το μένος η παγκόσμια οικονομική κρίση έλεγε σε μια συνέντευξή του στο βρετανικό περιοδικό Socialist Review:2
"Πρόκειται για μια δομική κρίση του συστήματος. Απλώνεται παντού και επηρεάζει ακόμα και τη σχέση μας με τη φύση, υπονομεύοντας τις θεμελιακές συνθήκες της ανθρώπινης επιβίωσης. Για παράδειγμα, κάθε τόσο ανακοινώνουν κάποιους στόχους για την μόλυνση της ατμόσφαιρας. Έχουμε ένα υπουργείο για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή το οποίο είναι στην πραγματικότητα ένα υπουργείο κοπανιστού αέρα. Τίποτα δεν γίνεται πέρα από την ανακοίνωση των στόχων. Αλλά οι στόχοι ούτε καν πλησιάζονται -πολύ περισσότερο δεν ικανοποιούνται. Αυτό είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δομικής κρίσης του συστήματος και μόνο δομικές λύσεις μπορούν να μας βγάλουν από αυτή τη φριχτή κατάσταση...
Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την παρούσα κρίση με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίσαμε τις προηγούμενες. Η παρούσα κρίση είναι πρωτοφανής. Ο αντιπρόεδρος της Τράπεζας της Αγγλίας έχει παραδεχτεί ότι είναι η μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ανθρώπινη ιστορία... Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία δεν δημιουργήθηκαν μέσα στα λίγα τελευταία χρόνια. Αργά ή γρήγορα αυτά τα προβλήματα θα πρέπει να επιλυθούν, όχι όπως φαντάζονται οι Νομπελίστες Οικονομολόγοι, μέσα στα πλαίσια του συστήματος. Η μόνη εφικτή λύση είναι να οργανώσουμε την κοινωνική αναπαραγωγή στη βάση του ελέγχου από τους ίδιους τους παραγωγούς. Αυτή ήταν πάντα η βασική ιδέα του σοσιαλισμού."
Αλλοτρίωση
Ο Μαρξ "δανείστηκε" την έννοια από τον Γκέοργκ Φρήντριχ Χέγκελ, τον μεγάλο διαλεκτικό "φιλόσοφο της αστικής επανάστασης". Αλλά, όπως έκανε με όλες τις έννοιες που κληρονόμησε από τον Χέγκελ χρειάστηκε πρώτα να τις γυρίσει ανάποδα, έτσι ώστε -όπως έλεγε ο ίδιος- να στέκουν με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω. 
Ο Χέγκελ ήταν ιδεαλιστής. Η αφετηρία των πάντων στο φιλοσοφικό του σύστημα είναι το "απόλυτο πνεύμα", ο θεός. Η αλλοτρίωση στο σύστημά του είναι το φυσικό επακόλουθο της εργασίας. Με την εργασία του ο άνθρωπος μετατρέπει την ιδέα του -κάτι που βρίσκεται στον νου του και που ελέγχει απόλυτα- σε ένα εξωτερικό αντικείμενο, σε ένα δημιούργημα αυτονομημένο από τον ίδιο και ικανό να στραφεί ακόμα και εναντίον του. Ο σύγχρονος άνθρωπος καταδυναστεύεται σήμερα από την οργανωμένη κοινωνία (το κράτος, τους νόμους, τους ισχυρούς κλπ). Η κοινωνία, όμως, είναι ανθρώπινο δημιούργημα.
Για τον Χέγκελ δεν υπήρχε πρακτικά τρόπος να λυτρωθεί ο άνθρωπος από την αλλοτρίωση. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να συνειδητοποιήσει την τραγική του μοίρα και να συμφιλιωθεί μαζί της. Και όχι μόνο μαζί της: στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χέγκελ -που στα νιάτα του υπήρξε θερμός οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης- συμφιλιώθηκε με το ίδιο το αυταρχικό και καταπιεστικό Πρωσικό κράτος.
Ο Μαρξ συμφωνούσε με την παρατήρηση του Χέγκελ, ότι τα δημιουργήματα της ανθρώπινης εργασίας μπορούν να στραφούν εναντίον του. Αλλά η αυτονόμησή τους από τον δημιουργό τους δεν είχε τίποτα το μυστικιστικό: η αιτία είναι οι ταξικές κοινωνίες, και ιδιαίτερα ο καπιταλισμός. Η εργασία δεν είναι ελεύθερη στο σημερινό σύστημα. Οι εργάτες δεν επιλέγουν ούτε πότε θα δουλέψουν, ούτε πόσο θα δουλέψουν, ούτε τι θα παράξουν, ούτε σε τι ποιότητα, ούτε σε τι ποσότητα. Αυτά τα ελέγχουν τα αφεντικά. Η αλλοτρίωση είναι αποτέλεσμα της ανελεύθερης εργασίας και όχι της εργασίας γενικά.
Οι εργάτες δεν αποξενώνονται μόνο από την ίδια τη διαδικασία της εργασίας στον καπιταλισμό. Αποξενώνονται και από τα προϊόντα της εργασίας τους. Στον καπιταλισμό τα προϊόντα της εργασίας μετατρέπονται σε εμπορεύματα -σε απλησίαστα κατά κανόνα εμπορεύματα για τους ίδιους τους παραγωγούς. Στα εργοστάσια-κάτεργα του Βιετνάμ και της Κίνας ξυπόλητοι εργάτες παράγουν, με μεροκάματο μερικά δολάρια, κάθε μέρα χιλιάδες ζευγάρια παπούτσια -που οι ίδιοι, όμως, αδυνατούν να αγοράσουν. Και δεν είναι μόνο αυτό: η "υπεραξία" από την δουλειά τους είναι η πηγή του κέρδους. Και το κέρδος είναι η πηγή του κεφάλαιου -της "δύναμης" που καταδυναστεύει τους εργάτες. Όσο περισσότερο δουλεύουν οι εργάτες τόσο πιο δυνατό γίνεται το κεφάλαιο και τόσο χειροτερεύει η θέση τους.
Η αλλοτρίωση, έλεγε ο Μαρξ, διαταράσσει και τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο καπιταλισμός μετατρέπει τον εργάτη σε "συντελεστή της παραγωγής" -σε έναν πωλητή της "εργατικής του δύναμης" (της ικανότητάς του να δουλεύει), σε ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Το μεροκάματο καθορίζεται με βάση την "αξία" του -όπως ακριβώς καθορίζεται και η αξία όλων των εμπορευμάτων: με βάση την εργασία που χρειάζεται για να αναπαραχθεί. Και η "αξία" του ατόμου σύμφωνα με την ηθική του συστήματος είναι ανάλογη με το πορτοφόλι του. "Είμαι άσχημος", γράφει ο Μαρξ στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, "αλλά μπορώ να αγοράσω για εμένα την πιο όμορφη γυναίκα. Δεν είμαι άσχημος λοιπόν γιατί η ασχήμια -η απωθητική δύναμή της- ακυρώνεται από το χρήμα".3 
Η εργασία είναι αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Η αλλοτρίωση, από αυτή την άποψη, διαβρώνει ό,τι είναι πραγματικά ανθρώπινο, καταστρέφει την ίδια την ανθρώπινη "ουσία".
Διαμάχες
Η αξία του βιβλίου του Μέσαρος, όμως, δεν περιορίζεται σε μια παρουσίαση των απόψεων του Μαρξ για την αλλοτρίωση. Το βιβλίο ήταν μια παρέμβαση σε δυο μεγάλες διαμάχες που υπήρχαν εκείνη την εποχή (και συνεχίζουν μέχρι τώρα) μέσα στην αριστερά.
Η πρώτη αφορά στις σχέσεις ανάμεσα στην αλλοτρίωση και την ιδεολογία. Η αλλοτρίωση επηρεάζει προφανώς τον τρόπο με το οποίο αντιλαμβάνεται η εργατική τάξη τον κόσμο και τη θέση της μέσα σε αυτόν. Ο καπιταλισμός υποβιβάζει τον εργάτη σε "εμπόρευμα". Και ο εργάτης τείνει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν εμπόρευμα. "Οι κυρίαρχες ιδέες κάθε εποχής", έγραφε ο Μαρξ, "είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης". Πολλοί καταλήγουν από αυτό στο συμπέρασμα ότι η επανάσταση είναι αδύνατη. Τη δεκαετία του 1960 ο Χέρμπερτ Μαρκούζε έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο "Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος"4 στο οποίο υποστήριζε ότι χάρη στην καταναλωτική κοινωνία η εργατική τάξη της δύσης έχει χάσει τον παλιό της επαναστατικό χαρακτήρα. Το βιβλίο του Μέσαρος δίνει μια δυνατή απάντηση σε αυτά τα επιχειρήματα: η ιδεολογική κυριαρχία των καπιταλιστών δεν είναι απόλυτη. Οι αντιδραστικές ιδέες του συστήματος συνυπάρχουν στα μυαλά της εργατικής τάξης με την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης, τις αντιλήψεις της αλληλεγγύης, τους οραματισμούς της ελευθερίας κλπ. Η ιδεολογική κυριαρχία μπαίνει σε κρίση κάθε φορά που οι εργάτες συγκρούονται με τα αφεντικά.
Η δεύτερη συζήτηση αφορά τη σχέση του νεαρού Μαρξ με τον ώριμο Μαρξ. Η επανάσταση δεν είχε καμιά θέση στον σταλινικό "μαρξισμό" που διδασκόταν στα κομματικά σχολεία της ΕΣΣΔ: ο Μαρξ ήταν απλά ένας οικονομολόγος. Το πραγματικό αντικείμενο του "Κεφάλαιου" ήταν η ανάπτυξη των "παραγωγικών δυνάμεων". Ο Μαρξ έλεγαν μιλούσε για την επανάσταση στα νεανικά του, ρομαντικά, μη επιστημονικά έργα. Μετά ωρίμασε. Η έννοια της αλλοτρίωσης έγραφε ο Λουί Αλτουσέρ, ένας Γάλλος φιλόσοφος που ταλαντευόταν ανάμεσα στην επανάσταση και τον ρεφορμισμό, δεν υπάρχει στο έργο του ώριμου Μαρξ.
Στην πραγματικότητα αυτή η αντίληψη είναι πέρα για πέρα λαθεμένη. Η αλλοτρίωση είναι για τον Μαρξ η άλλη όψη της εκμετάλλευσης. Το Κεφάλαιο δεν έχει καμιά σχέση με την "ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων". Ο στόχος του ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού, η απελευθέρωση της εργατικής τάξης και η οικοδόμηση μιας δίκαιης και βιώσιμης κοινωνίας. 

Σημειώσεις
1. Ι.Μέσαρος, "Η Θεωρία του Μαρξ για την Αλλοτρίωση", Εκδόσεις Κουκίδα,
2. Socialist Review 332, January 2009, Interview: A structural crisis of the system, By Judith Orr Patrick, WardIstván Mésáros
3. Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ 169
4. Herbert Marcuse, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Εκδόσεις Παπαζήση (1971)

του Σωτήρη Κοντογιάννη 
http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=1022