Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Το δικαίωμα στο ψωμί και στο τραγούδι

Το δικαίωμα στο ψωμί και το τραγούδι

Το ελατήριο της εποχής μας είναι πολύ πιο δυνατό από το ελατήριο του καθενός μας. Το σπείρωμα της ιστορίας θα ξετυλιχθεί ως την άκρη. Ας μην αντιταχτούμε σ' αυτό, ας το βοηθήσουμε με τις συνειδητές προσπάθειες της σκέψης και της θέλησης. Ας προετοιμάσουμε το μέλλον. Ας καταχτήσουμε για τον καθένα και για την καθεμιά, το δικαίωμα στο ψωμί και το δικαίωμα στο τραγούδι».





   Βρισκόμαστε στην εποχή ενός σκληρού και αδυσώπητου ταξικού πολέμου. Η αστική τάξη στο όνομα του πρωτογενούς πλεονάσματος και της ανάκαμψης προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να εφαρμόσει τα νέα αντεργατικά μέτρα που αν περάσουν στο σύνολό τους, θα ισοπεδώσουν την παραγωγική δύναμη της χώρας και του κόσμου ολόκληρου, καθώς η κρίση είναι διεθνής και καπιταλιστική αλλά και τις κοινωνικές δομές σε υγεία, παιδεία και πολιτισμό. Όμως η εργατική τάξη δηλώνει παρών και απαντά στις αντεργατικές προκλήσεις με συντονισμό των αντιστάσεων σε σχολεία, σχολές, νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες και στον ιδιωτικό τομέα. Ας μην το ξεχάσουμε ποτέ, οι εργάτες δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από μια ταχτική που προσφέρει εξυπηρετήσεις για την ΕΕ του πολέμου και του ρατσισμού με αντάλλαγμα κάποιες οικονομικές διευκολύνσεις. Απέναντι σε όλα αυτά χρειάζεται να διεκδικήσουμε μια συνολική πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή, αντικαπιταλιστική και όχι απλά αντινεοφιλελεύθερη, τη δημιουργία ενός διαφορετικού μέλλοντος για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τη νεολαία.

   Ο πολιτισμός, η τέχνη και ο αθλητισμός που αποτελούν βασικά στοιχεία της ανθρώπινης έκφρασης και συστατικά στοιχεία των ανθρώπινων κοινωνιών δεν μπορούν να μείνουν εκτός αυτών των αλλαγών. Η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από τώρα και να διεκδικήσουμε άμεσες αλλαγές μέσα από τη στήριξη κινηματικών και καλλιτεχνικών προσπαθειών από εργαζόμενους που δεν έχουν την υποστήριξη κάποιου χορηγού ή που δεν επιθυμούν ο πολιτισμός να γίνει εργαλείο στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το μεγάλο δίλημμα είναι εάν θα αρκεστούμε στο να αποδεχτούμε τον ρόλο των απλών ανθρώπων ως καταναλωτών των διάφορων πολιτιστικών δρώμενων ή αν θα επιδιώξουμε να προσελκύσουμε τους εργαζόμενους (κυρίως νεολαία και παιδιά) σε μια δημιουργική ενασχόληση με τον πολιτισμό και τις τέχνες. Όσοι λογαριάζουμε τον εαυτό μας ή τις ομάδες μας σαν καλλιτέχνες κι όσοι θέλουμε την συνολική απελευθέρωση, πρέπει να στρατευτούμε σε αυτή την προσπάθεια. Καμία αναμονή, καμία προσαρμογή, καμία υποταγή. Όλοι στους δρόμους, στις σχολές, στις γειτονιές, στα εργοστάσια να ενισχύσουμε το δυνατό εργατικό κίνημα του τόπου μας που δεν σκύβει το κεφάλι και να χτίσουμε ένα δυνατό καλλιτεχνικό και βαθειά πολιτικό ρεύμα. Σε αυτή τη μάχη η ποίηση και η τέχνη, σαν άλλοτε, έχουν να προσφέρουν τα μέγιστα.



   Στα συγκεκριμένα τώρα, θα ήθελα να σημειώσω πως όλα και τα πάντα μπορούν να γίνουν τέχνη και ποίηση: ο χώρος, τα θέματα και τα ερεθίσματα είναι άφθoνα και πολυποίκιλα. Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες, ποίηση παράγουμε όλοι οι άνθρωποι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ακόμα και χωρίς να έχουμε συναίσθηση αυτής της διαδικασίας. Όταν ερωτευόμαστε, όταν πονάμε, όταν φοβόμαστε κι όταν διεκδικούμε να ζούμε αληθινά - άμεσα επηρεασμένοι βέβαια από το κοινωνικό/πολιτικό περιβάλλον, τις οικονομικές εξελίξεις και την κυρίαρχη ιδεολογία. Κάθε μικρή, ασήμαντη κατά τα φαινόμενα, καθημερινή πράξη μας είναι ποίηση. Ποίηση παράγει και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Εμείς είμαστε ένα ποιητικό παράγωγο της φύσης. Στην πραγματικότητα ποίηση είναι η ίδια η ζωή. Άρα και κάτω από αυτό το πρίσμα, ναι, γιατί να αμφιβάλλει κανείς, τα πάντα είναι και μπορούν να γίνουν ποίηση∙ άρα κατά συνέπεια ο χώρος για να γίνει ποίηση είναι απεριόριστος. Απλώς, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που τολμούν να δώσουν μια πιο συγκεκριμένη μορφή σε αυτή τη διαδικασία (οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι κινηματογραφιστές κ.ο.κ.) και να κάνουν τις επιλογές τους σχετικά με αυτή. Όμως, οι ποιητές δεν μπορούν, ακόμα κι αν το επιθυμούν, ούτε πρέπει να είναι ξεκομμένοι από αυτά που πραγματικά συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία, είτε αφορά κοινωνικά, είτε ψυχολογικά, είτε αισθητικά ζητήματα. Οι ποιητές, οι καλλιτέχνες γενικότερα, σήμερα και από πάντα, ήταν ο καλός αγωγός της κοινωνικής και αισθητικής εμπειρίας. Δεν ήταν μάγοι, δεν ήταν ιερείς. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι ανοιχτοί και στην κριτική. Φυσικά, πρέπει να διεκδικήσουν και να  διεκδικήσουμε τον χώρο που ανήκει στην ποίηση, που ανήκει στη ζωή. Περιορίζοντας το ένα, περιορίζεται και το άλλο. Αυτό δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.

  Κατά συνέπεια, και σχετικά με το τι είναι ποίηση, μπορούμε τολμηρά και γενναία να πούμε ότι η ποίηση και τέχνη πρώτα απ’ όλα είναι δημιουργία, είναι έρωτας, είναι κατάθεση ψυχής. Είναι η πηγή της μνημοσύνης. Γράφουμε, διαβάζουμε και τραγουδάμε την ποίηση γιατί είναι μέσα στη φύση μας. Μέσα από την ποιητική διαδικασία, που ίσως είναι και η ανώτερη μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και διαλόγου, μπορούμε να χτίσουμε τις βάσεις για ένα νέο, διαφορετικό και όμορφο κόσμο! Γιατί περισσότερο απ’ όλα η ποίηση είναι η ίδια η ζωή, είναι βίωμα, είναι αντίσταση. Λένε διάφοροι δημιουργοί, τεχνοκριτικοί, ακόμα και ποιητές πως δεν υπάρχει ορισμός για την ποίηση. Θα απαντήσω πως όλα αυτές οι θεωρίες είναι απλώς γελοίες, σχεδόν μεταφυσικές. Φυσικά, ο σκοπός τους δεν είναι άλλος από το να δώσουν την εντύπωση πως η ποίηση είναι κάτι το ιερό, κάτι το απόκρυφο που μόνο οι μύστες μπορούν να ερμηνεύσουν τα σημάδια της. Αυτό μας οδηγεί με σίγουρο τρόπο να αναγνωρίσουμε ότι κάποιοι γνωρίζουν και φοβούνται τον απελευθερωτικό ρόλο που έχει η ποίηση και η τέχνη γενικότερα και γι’ αυτό σαμποτάρουν τη συγκεκριμένη διαδικασία. Ας είμαστε ξεκάθαροι όμως, όταν λέμε για ποίηση εννοούμε (ή πρέπει να εννοούμε) την ποίηση που οι απλοί άνθρωποι μπορούν ή πρέπει να δημιουργούν. Αυτού του είδους η ποίηση βρίσκεται στο στόχαστρο. Κι όχι η ποίηση και η λογοτεχνία των σαλονιών, με τα ηχηρά ονόματα, τις υπόγειες διασυνδέσεις, την σχέση με την εξουσία, με την διανόηση που συντάσσεται με τα μεγάλα, επιχειρηματικά συμφέροντα, που υπερασπίζεται και προάγει τον ρατσισμό και τις κοινωνικές ανισότητες.



   Η ποίηση και η τέχνη γενικότερα πρέπει να παίρνουν θέση, είτε αυτή η θέση είναι αφιερωμένη στην αντίληψη η τέχνη μόνο για την τέχνη και για τίποτα άλλο, είτε υπηρετεί αντιδραστικές θέσεις, είτε στρατεύεται στην υπεράσπιση μιας άδολης αισθητικής και φυσικά υπέρ της φτωχής και αδύναμης κοινωνικής πλειοψηφίας. Ναι, δεν είναι ντροπή, ούτε καν πρόβλημα να είσαι στρατευμένος, ακόμα και όταν δεν το συνειδητοποιείς – αν και η άγνοια πάντα κρύβει κινδύνους… Προσωπικά, δεν ξεχνώ  την χαρακτηριστική δήλωση του Πάμπλο Πικάσο ότι “η Τέχνη δεν είναι για διακόσμηση, η τέχνη πρέπει να είναι όπλο για μάχη”. Τα ποιήματα και οι καλλιτεχνικές δημιουργίες μας μπορούν και χρειάζεται να εκφράζουν ις ανάγκες και τις ανησυχίες των συνανθρώπων μας, της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Είναι αναγκαίο να λαμβάνουν ξεκάθαρη θέση απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα και σε αυτούς που τα δημιούργησαν και να διεκδικούν παράλληλα μια διαφορετική, ελεύθερη και αληθινά δημοκρατική κοινωνία, χωρίς ιδεολογικά και κυρίως οικονομικά δεσμά, χωρίς ανισότητες. Να βρίσκονται πρέπει απέναντι στην εμπορευματοποιημένη τέχνη και στους μηχανισμούς ιδεολογικής μας καταστολής. Επίσης, το βίωμα, οι εμπειρίες και οι γνώσεις έχουν και πρέπει να έχουν τεράστιο ρόλο σε αυτά που γράφουμε – δεν γίνεται αλλιώς, χωρίς τον εαυτό μας και το κοινωνικό περιβάλλον που μας περιβάλλει όλα θα μοιάζουν μάταια και ανούσια, ακόμα κι όταν κάποιοι από εμάς θα παρουσιάζουν αντιδραστικές θέσεις και ιδέες. Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν, οι σύγχρονοι προοδευτικοί καλλιτέχνες, με τις χίλιες αντιφάσεις και προβληματισμούς, να μην είμαστε στρατευμένοι, όταν και όσοι προσπαθούν να ελέγξουν τη ζωή μας, είναι στρατευμένοι στην υπεράσπιση των δικών τους συμφερόντων; Απλά πράγματα, σε αυτή την δύσκολη περίοδο που αντιμετωπίζουμε κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος. Αξίζει να είμαστε λίγο τολμηροί στη ζωή μας. Να παίρνουμε θέση. Να ανατρέπουμε τα καθιερωμένα, ακόμα και στη γλώσσα – όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Και να μην φοβόμαστε, έτσι; Ούτε καν τις λέξεις και τους ορισμούς, τους χαρακτηρισμένους με αρνητικό πρόσημο, όπως τον στρατευμένο καλλιτέχνη. Γιατί στρατευμένος καλλιτέχνης είναι ο μαχόμενος δημιουργός.

   Αλλά απαραίτητη συνθήκη για όλα τα παραπάνω είναι η ύπαρξη της συλλογικής, συνειδητοποιημένης δράσης – κανένας, ακόμα και εάν αποτελεί… μετενσάρκωση του Μαγιακόφσκι και του Βάρναλη, δεν μπορεί να πετύχει εκεί που η μαζικότητα, ο διάλογος και, γιατί όχι, η ιδεολογική σύγκρουση αναδεικνύουν τις υπέροχες δυνατότητες που κρύβει η ανθρώπινη κοινωνία και προσωπικότητα. Με λίγα λόγια, αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι στην ποίηση και στην τέχνη χρειάζεται μια μαζική καλλιτεχνική ανασυγκρότηση μέσω της οποίας η νέα συνείδηση που αργά αλλά σταθερά οικοδομείται, να αποκτήσει εκείνα τα εργαλεία που θα είναι ικανά να οδηγήσουν σε ένα νέο τύπο Ανθρώπου. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να αξιοποιήσουμε όλες τις προσπάθειες που έχουν γίνει στο παρελθόν και προσπαθούν να προσφέρουν ή πρόσφεραν τουλάχιστον αξιόλογο καλλιτεχνικό προϊόν στους πολίτες όπως κάνουν οι διάφορες καλλιτεχνικές κολεκτίβες, θεατρικές ομάδες και πρωτοβουλίες, νέα μουσικά σχήματα κάθε είδους, λογοτέχνες, ποιητές και ιστορικοί. Παρόλα αυτά χωρίς σύνδεση με το ευρύτερο δημοκρατικό και εργατικό κίνημα που μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά αυτές τις προσπάθειες από την διαρκώς αυξανόμενη κρατική καταστολή και παρέμβαση τότε κάθε προσπάθεια όσο ισχυρή και να είναι ή όσο και πρωτοποριακές δράσεις να παράγει τότε μοιραία θα οδηγείται στο κλείσιμο και στη λησμονιά. Μάλιστα, η σύνδεση με το ευρύτερο δημοκρατικό κίνημα, με τον αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό αγώνα, με τις μάχες ενάντια στα κλεισίματα, τις απολύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι κάτι το αδύνατο ή κάτι που πρέπει να συζητάμε μόνο θεωρητικά∙ είναι ήδη πραγματικότητα σε κάθε μικρό ή μεγάλο αγώνα της περιόδου που φέρνει κοντά την καλλιτεχνική και ποιητική δημιουργία με την πολιτική αμφισβήτηση.




   Αλλά η ποίηση, η τέχνη από μόνες τους δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Η εξέγερση, η σοσιαλιστική επανάσταση όμως μπορεί – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τέχνη πρέπει να χάσει την αυτονομία της ή να γίνει απλό εργαλείο προπαγάνδας στα χέρια των σοσιαλιστών. Αντίθετα, πρέπει να είναι ελεύθερη, να κρίνει και να κρίνεται και να δημιουργεί έργα που θα βοηθήσουν τη νέα συνείδηση να φτάσει με όσο γίνεται  καλύτερο τρόπο στο να εκπληρώσει τα σχέδιά της. Φυσικά, η κοινωνική αυτή εξέγερση, πρέπει να επεκταθεί σε όλους τους τομείς χρειάζεται να αναπτύξει εκείνα τα αντικαπιταλιστικά, αντιφασιστικά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά που θα αποτελέσουν βασικό παράγοντα αποσταθεροποίησης της κατεστημένης κοινωνικής πραγματικότητας. Το ζήτημα όμως που μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες προσπάθειες είναι ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένη συνταγή και τρόπος για να αναπτυχθούν και να διαδοθούν στην κοινωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εφόσον η ιστορική εμπειρία, αν εξαιρέσει κανείς την εμπειρία και τα διδάγματα της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα και μάθημα από εκείνη τη συγκλονιστική εποχή είναι ότι δεν πρέπει να υπάρχουν προκαθορισμένες συνταγές αλλά να αφεθεί ο κόσμος της δουλειάς να βρει μόνος του τους τρόπους και τις λύσεις που πιστεύει ότι μπορούν να βοηθήσουν στον αγώνα του. Αν και κάποιες βασικές αρχές επιβάλλεται να υπάρχουν από πριν όπως ο σεβασμός στην άποψη του άλλου που μπορεί μέσω μια δημοκρατικής αντιπαράθεσης να προσφέρει ουσιαστικά στον κοινό πολιτιστικό και κυρίως πολιτικό αγώνα. Βέβαια, όσο απαραίτητη και να είναι η εξέγερση στην κοινωνία, την τεχνολογία και τον πολιτισμό, αυτό είναι δύσκολο να γίνει με ειρηνικούς όρους την ίδια στιγμή που το επίσημο κράτος και το ναζιστικό δεκανίκι του χρησιμοποιούν ένοπλη βία και καταστολή με αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα. Άρα η απάντηση από την πλευρά μας δεν μπορεί να είναι άλλη από την βίαιη κατάληψη των μέσων παραγωγής αξιοποιώντας τα εργαλεία που έχουμε, την γενική πολιτική απεργία διαρκείας και τον εργατικό έλεγχο. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού θα μπορέσουν να κινητοποιηθούν έτσι ώστε να εγκαθιδρύσουν από κοινού με τον εργαζόμενο λαό όχι μόνο το βασίλειο της δικής μας αναγκαιότητας αλλά και το βασίλειο της αληθινής δημοκρατίας που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη αυτού του νέου τύπου Ανθρώπου που θα είναι ικανός να αποφασίζει για το μέλλον των παιδιών του και της κοινωνίας. Όμως για να φτάσουμε σε αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε από σήμερα, ισοπεδώνοντας το στρατόπεδο του αντιπάλου και οργανώνοντας τις μάχες μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αλλιώς θα αντιμετωπίσουμε μια διαφορετικού τύπου εξέγερση όπου το «σκοτεινό πλήθος της Αβύσσου», όπως θα έγραφε κι ο Τζακ Λόντον, οι άνθρωποι χωρίς ελπίδα – θα καταστρέψουν κάθε προσπάθεια πολιτικής και πολιτιστικής ανασυγκρότησης ίσως και δίνοντας, ασυνείδητα πάντα, την ευκαιρία στην αστική τάξη να επιβάλλει τη θέληση της με καταστρεπτικά αποτελέσματα για την κοινωνία.

* Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα “Μια εικόνα… χίλιες λέξεις (e-book)“ και “Τρενογραφίες“ (e-book)“ των εκδόσεων “τοβιβλίο.net“. ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Άρθρα του για πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα δημοσιεύονται στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης ενώ παρουσιάζει νέους ποιητές και διηγηματογράφους στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Παραμονή Χριστουγέννων, Τάσος Λειβαδίτης

Snip20131225_15 

Παραμονή Χριστουγέννων

Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ’ εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας – ένας
ακούει τ’ όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ’ άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει – αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ’ αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ’ ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ’ το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ’ άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
– Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

                                                                          Μακρόνησος 1950

2η ποιητική βραδιά στο Τρίπορτο



Επειδή οι ποιητές ξεχειλίζουν το Τρίπορτο κάθε δεύτερη Τετάρτη και επειδή τις Τετάρτες, που δεν έχουμε ποιητική αγρυπνία, μας αναζητούν και δεν μας βρίσκουν, κάθε Τετάρτη, που δεν υπάρχει ποιητική αγρυπνία θα έχουμε ποιητική βραδιά χωρίς τιμώμενους, που θα διαβάζει όποιος θέλει, ό,τι θέλει ή ό,τι δεν θέλει! Αυτήν την Τετάρτη 11/01/2017 θα έχουμε την δεύτερη ποιητική μας βραδιά στο Τρίπορτο στην συμβολή των οδών Αρτεμισίου και Παραμυθίας στον Κεραμεικό, Ώρα 21:00 μέχρι όσο αντέξουμε! Σας περιμένουμε.


Βιβλίο: Η καρό βαλίτσα, Μαρία Ουζούνη


Μαρία Ουζούνη
Η καρό βαλίτσα
Σχήμα: 14Χ20,5 • Σελίδες: 256 • Τιμή: 11 ευρώ • ISBN 978-960-9797-58-0
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και αυτό δεν γύρισε. Την έσπρωξε και άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο. Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Να την ξέχασε ανοιχτή; Μπήκε προσεχτικά μέσα στον διάδρομο και, πριν ακόμη την κλείσει, άκουσε μια διόλου φιλική φωνή. 
«Γεια σου, Βασίλη».
Στην πόρτα είδε έναν άντρα, συνομήλικό του. Η καρδιά του πήγε να σπάσει από την τρομάρα, άχνα δεν βγήκε από το στόμα του. Όμως τόσα είχε περάσει στη ζωή του, γιατί να φοβηθεί τώρα; Με τη σκέψη αυτή συνήλθε από την έκπληξη.
«Ποιος είσαι και πώς μπαίνεις σε ξένα σπίτια;»

Ένα έγκλημα κατά τη διάρκεια μιας διονυσιακής γιορτής στη σύγχρονη Ελλάδα και μια ιστορία που έρχεται από πολύ μακριά. Η Αντίσταση, οι νικητές που έγιναν οι χαμένοι του Εμφυλίου, η Βραζιλία των μεταναστών και ένας ανήσυχος δημοσιογράφος μπλέκονται αριστοτεχνικά σε ένα μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη τόσο με την πλοκή του όσο και με την ατμόσφαιρά του.
Η Μαρία Ουζούνη γεννήθηκε στη Μικρόπολη Δράμας κι εκεί έζησε ώς τη στιγμή που μπήκε στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Σήμερα ζει στη Δυτική Αθήνα, αφού πέρασε από Πάτρα, Ακαδημία Πλάτωνος, Μενίδι, Αίγινα και Βραζιλία.
Εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση τα τελευταία 18 χρόνια. Έχει γράψει παιδικά παραμύθια, έχει κάνει μεταφράσεις και έχει συμμετάσχει στην ερευνητική εργασία για τη μετανάστευση και στην έκδοση του βιβλίου Guardioes da memoria της
Βασιλικής Κωνσταντινίδου, στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας.
Το πρώτο βιβλίο της Αγία Πετρούπολη – Κάτω Πατήσια (2012) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.

Βιβλίο: Εργατικός έλεγχος – Κοινωνικοποίηση – Αυτοδιαχείριση, Δημήτρης Κατσορίδας


Δημήτρης Κατσορίδας
Εργατικός έλεγχος – Κοινωνικοποίηση – Αυτοδιαχείριση
Σχήμα: 12,5Χ19,5 • Σελίδες: 160 • Τιμή: 7,5 ευρώ • ISBN 978-960-9797-57-3
Η συζήτηση για τον εργατικό έλεγχο και την αυτοδιαχείριση δεν είναι καινούργια. Αποτέλεσε αίτημα του εργατικού κινήματος από τα πρώτα βήματά του, τον 19ο αιώνα, και εξακολουθεί να αποτελεί άξονα πειραματισμών, πλούσιων συζητήσεων και εκτεταμένης βιβλιογραφίας μέχρι σήμερα.
Ο εργατικός έλεγχος και τα αυτοδιαχειριστικά πειράματα είναι μια συνεχής διαδικασία. Είναι το πρώτο ρήγμα στο πλαίσιο της παλιάς μορφής. Είναι μια διαδικασία επανεκκίνησης, που οδηγεί από το ατομικό και μερικό συμφέρον στο γενικό συμφέρον όλης της κοινωνίας και αντίστροφα· είναι η αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας· είναι, τέλος, η ιστορική πορεία μετάβασης και κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο εργατικός έλεγχος και η αυτοδιαχείριση έρχονται να σπάσουν τη λατρεία του κράτους, που εκδηλώνεται είτε με τη μορφή του σταλινισμού, είτε με τη μορφή του φασισμού, είτε με τη μορφή των αστικών δημοκρατιών, και να επαναφέρουν την έννοια της δημοκρατίας στην πραγματική της μορφή, η οποία είναι η άμεση δημοκρατία και η κοινωνική αυτοδιαχείριση.
Ο Δημήτρης Κατσορίδας είναι Επιστημονικός Συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ). Έχει συγγράψει μεγάλο αριθμό άρθρων σε διάφορα έντυπα, καθώς και αρκετά βιβλία είτε ατομικά είτε συλλογικά, εκ των οποίων τα πιο πρόσφατα είναι τα εξής: Ο ελληνικός τροτσκισμός. Ένα χρονικό 1923-1946 (συλλογικό, Φιλίστωρ 2003 και Εργατική Πάλη 2015)· ΠΑΣΟΚ: από την αλλαγή στη μετάλλαξη (ΚΨΜ 2006)· Βασικοί Σταθμοί του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα (1870-2001), ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ-ΓΣΕΕ 2008· Η Αντι–Ηγεμονία. Ζητήματα σχετικά με τη στρατηγική της μετάβασης, Καμπύλη/Ρωγμή 2009.

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο 120 - Δείτε τα περιεχόμενα


Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο120 "1917-2017, στο δρόμο της Επανάστασης". Τα περιεχόμενα του νέου τεύχους: 
  • Μπορούμε να κάνουμε τη νέα χρονιά καλύτερη; (Μαρία Στύλλου)
  • Η νέα ελληνοτουρκική κρίση (Πάνος Γκαργκάνας)
  • Τα διδάγματα της Συριακής Επανάστασης (Συνέντευξη με τον Γαϊάθ Ναϊσέ στον Σάιμον Άσαφ)
  • Η αντίσταση στον πόλεμο και οι επαναστάσεις 1917-1918 (Κώστας Βλασόπουλος)
  • Ρωσία 1917 - Νά τι σημαίνει εργατική επανάσταση (Λέανδρος Μπόλαρης)
  • Οι ΗΠΑ μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ (Σωτήρης Κοντογιάννης)
  • Δύο χρόνια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (Θανάσης Καμπαγιάννης)
Βιβλιοκριτικές
  • Θωμάς Σλιώμης: Η τέχνη απέναντι στον ναζισμό (Δήμητρα Κυρίλλου)
  • Τζόναθαν Κόου: Ο Αριθμός 11 (Κώστας Πίττας)
  • James K. Galbraith: Καλώς όρισες στην μαρτυρική αρένα (Κώστας Πολύδωρος)

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

39 χρόνια από την πρώτη απεργία στο ποδόσφαιρο


γράφει ο Νάσος Μπράτσος

Συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από τον Οκτώβριο του 1976 που εγκρίθηκε το καταστατικό του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών – ΠΣΑΠ, αλλά και 39 από την πρώτη απεργία στο ποδόσφαιρο, ένα χρόνο μετά, το Δεκέμβρη του 1977.

Στο πολιτικό επίπεδο, η δικτατορία που είχε προηγηθεί είχε κάνει ωμές παρεμβάσεις στο ποδόσφαιρο, προσπαθώντας να το χρησιμοποιήσει για την προβολή της. Διορισμοί στρατιωτικών στις διοικήσεις ομάδων, πιέσεις για αποτελέσματα που θα «διευκόλυναν» ομάδες που προωθούσε το καθεστώς, υποχρεωτικές διαλύσεις σωματείων και συγχωνεύσεις με το ζόρι ήταν στην ημερήσια διάταξη, ώστε να διευκολυνθούν συγκεκριμένα σωματεία και περιοχές, έναντι άλλων, ειδικά όσων είχαν αντιδικτατορικά στοιχεία στις διοικήσεις τους. Για παράδειγμα ο Εργοτέλης που στις 6 Αυγούστου 1966 είχε κάνει συναυλία με το Μίκη Θεοδωράκη, χαρακτηρίστηκε από τη χούντα του 1967 – 1974, «ως σωματείο που δρα αντεθνικώς» και κυνηγήθηκε άγρια.

Επίσης, αν και στην πραγματικότητα υπήρχαν επαγγελματικές απαιτήσεις από τους ποδοσφαιριστές, μόνο οι κορυφαίοι εξασφάλιζαν σαν δώρο κάποιο διορισμό στο δημόσιο, κατά κανόνα στην αστυνομία, ώστε να τρέχει ο μισθός, συν τις όποιες απολαβές από την ομάδα.

Στο έδαφος της εργασιακής ανασφάλειας και της οικονομικής πενίας για τους πολλούς, άνθισε και επεκτάθηκε η μάστιγα της δωροδοκίας, από την αντίληψη των διοικήσεων για νίκη με κάθε τρόπο και κάθε μέσο.

Χιλιάδες σελίδες αθλητικού Τύπου της εποχής αναφέρονταν σε «ανθοδέσμες», κουτιά με γλυκά, σημαδιακές κινήσεις εντός του αγωνιστικού χώρου, που έδειχναν ότι είχε γίνει η συνεννόηση.

Ο ΠΣΑΠ θέλησε να προωθήσει διαδικασίες εκδημοκρατισμού στο ποδόσφαιρο στο διοικητικό – θεσμικό του σκέλος και να αντιμετωπίσει τα εργασιακά προβλήματα των ποδοσφαιριστών και βεβαίως να σταματήσει τις δωροδοκίες.

Σημαντικό ρόλο έπαιξαν ποδοσφαιριστές που είχαν ήδη διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής τους διαδρομής, ήταν γνωστοί στο ευρύ κοινό, πέρναγαν πιο εύκολα το μήνυμα και δεν τους φόβιζε μία αντίδραση των παραγόντων των διοικήσεων των ομάδων.

Έτσι παίκτες όπως ο Δομάζος, ο Αντωνιάδης, ο Παπαϊωάννου, ο Καμάρας, ο Λεβέντης, ο Μάλλιαρης, ο Μπαλάφας και αρκετοί άλλοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης για την ίδρυση και το ρίζωμα του ΠΣΑΠ.

Επόμενο ήταν να βρεθούν στο στόχαστρο των διοικούντων τις ομάδες, αλλά και του αθλητικού Τύπου, που ήταν συνδεδεμένος με τα συμφέροντα αυτά. Στον αντίποδα οι φίλαθλοι στήριξαν τον ΠΣΑΠ.

Δύο μεγάλες απεργίες έγιναν τους Δεκέμβρηδες του 1977 (11 Δεκεμβρίου) και του 1979 και ορισμένες ομάδες επιχείρησαν να τις σπάσουν πιέζοντας αρκετούς ποδοσφαιριστές ώστε να αγωνιστούν, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και ερασιτέχνες από τις τότε υποδομές των σωματείων. Το αποτέλεσμα ήταν μερικές απεργοσπαστικές παρωδίες αγώνων.

Διώξεις

Ακολούθησαν διώξεις σε βάρος των πρωτεργατών με «πάγωμα» των συμμετοχών τους, «δυσμενείς μεταθέσεις» στις εξέδρες και τους πάγκους, λύσεις συμβολαίων – αποδεσμεύσεις, δυσκολίες να βρουν ομάδα για μεταγραφή, κλπ. Η κλασσική εκδικητική συμπεριφορά της εργοδοσίας έναντι των απεργών.

Με τα χρόνια ο ΠΣΑΠ μαζικοποιήθηκε, ρίζωσε, έγινε αποδεκτή η δράση του, περιόρισε τα φαινόμενα των δωροδοκιών, πέρασε αντιλήψεις συναδελφικής συμπεριφοράς στο μεγαλύτερο μέρος των μελών του, αντί της προηγούμενης κατάστασης που θύμιζε μονομάχους σε ρωμαϊκή αρένα και έκανε σημαντικά βήματα κατοχύρωσης εργασιακών δικαιωμάτων για τους πολλούς που δεν είχαν κερδίσει το «λαχείο» κάποιας σημαντικής μεταγραφής, ώστε να καρπωθούν τα οφέλη της.

Στις μέρες μας με την οικονομική κρίση να χτυπάει όλους τους τομείς, συνεπώς και τον αθλητισμό (επαγγελματικό και ερασιτεχνικό) ο ΠΣΑΠ έχει συνεχώς να αντιμετωπίσει φαινόμενα στάσης πληρωμών, δολίων πτωχεύσεων, παραγραφής χρεών από δεδουλευμένα, μη καταβολής δεδουλευμένων και γενικά όλες τις μεθόδους που συναντά κανείς στο πεδίο της εργασιακής εκμετάλλευσης, εντός και εκτός του χώρου του αθλητισμού. Παράλληλα παρεμβαίνει ενάντια σε φαινόμενα ντοπαρίσματος και ρατσιστικών συμπεριφορών σε αγωνιστικούς χώρους και κερκίδες.

Το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο στο κέντρο της καμπάνιας για το μεγάλο αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό συλλαλητήριο στις 18 Μάρτη


Δυο προδημοσιεύσεις από το "Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης" του Βίκτορ Σερζ, που κυκλοφορεί το Γενάρη από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο



(Από το κεφάλαιο 11: Πολεμικός Κομμουνισμός)
Εκπαίδευση, επιστήμη και τέχνη

Ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν επίσης και στο πνευματικό πεδίο. Όταν ο Αλεξάντερ Μπλοκ έγραψε τους Δώδεκα, οι λόγιοι έπαψαν να τον χαιρετούν στο δρόμο. Η σύμπλευση με τους μπολσεβίκους ισοδυναμούσε με όνειδος για τους περισσότερους διανοούμενους. Η Ακαδημία των Επιστημών, σχεδόν στην ολότητά της, απομονώθηκε στον εαυτό της σε μια κατάσταση σκόπιμης εχθρότητας απέναντι στη Σοβιετική κυβέρνηση. Θα περνούσαν χρόνια πριν γίνει δυνατό να υπερνικηθεί ο επίμονος αγώνας του καθηγητικού κατεστημένου στα πανεπιστήμια...
Κάτω από τη διεύθυνση του Λουνατσάρσκι, το Επιτροπάτο της Δημόσιας Εκπαίδευσης ξεκίνησε μια ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Η παλιά δομή με τα κατώτερα σχολεία για το λαό και τα γυμνάσια, ουσιαστικά, για την αστική τάξη, αντικαταστάθηκε από το ενιαίο σχολείο εργασίας· η παλιά ύλη των μαθημάτων που εκπαίδευε υπηκόους του Τσάρου και πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αντικαταστάθηκε από μια ύλη, φτιαγμένη αναγκαστικά πρόχειρα, που ήταν αντι-θρησκευτική, σοσιαλιστική και βασισμένη στον εκπαιδευτικό ρόλο της εργασίας –ο σκοπός ήταν να εκπαιδεύσουν παραγωγούς που θα είχαν ένα συνειδητό ρόλο στην κοινωνία. Έγιναν σχέδια για να συγχωνευθούν τα σχολεία και τα εργαστήρια. Για να εφαρμόσουν την ισότητα των φύλων ήδη από την παιδική ηλικία, εισήχθη η συνδιδασκαλία [αγοριών και κοριτσιών]. Όμως τα πάντα έπρεπε να οργανωθούν από την αρχή. Τα παλιά σχολικά βιβλία άξιζαν μόνο για κάψιμο. Ένα μεγάλο ποσοστό δασκάλων αντιστάθηκε, σαμποτάρισε, αρνήθηκε να καταλάβει και περίμενε την πτώση του μπολσεβικισμού. Τα σχολεία είχαν πλήρη έλλειψη υλικών: χαρτί, βιβλία ασκήσεων, μολύβια, πέννες, όλα έλειπαν. Πεινασμένα παιδιά με κουρέλια μαζεύονταν το χειμώνα γύρω από μια σομπίτσα στη μέση της τάξης και τα έπιπλα της αίθουσας κατέληγαν συχνά για καυσόξυλα προκειμένου να τα ανακουφίσουν κάπως από την παγωνιά· για τέσσερα παιδιά υπήρχε ένα μολύβι· και οι δασκάλες τους πεινούσαν.
Παρά την απίστευτη δυστυχία, δόθηκε μια θαυμάσια ώθηση στη δημόσια εκπαίδευση. Ήταν τόση η δίψα για μάθηση σε ολόκληρη τη χώρα που φτιάχτηκαν παντού καινούργια σχολεία, μαθήματα για ενήλικες, πανεπιστήμια και τμήματα για εργάτες. Αμέτρητες πρωτοβουλίες έδωσαν τη δυνατότητα να δοκιμαστούν πρωτοφανέρωτοι, απολύτως ανεξερεύνητοι τομείς της μάθησης. Ιδρύθηκαν σχολεία για τα καθυστερημένα παιδιά· ιδρύθηκαν νηπιαγωγεία· τα εργατικά τμήματα και οι εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων έδωσαν τη δυνατότητα στους εργάτες να αποκτήσουν γνώσεις δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· και λίγο μετά ξεκίνησε η κατάκτηση των πανεπιστημίων. Επίσης, την ίδια περίοδο τα μουσεία εμπλουτίστηκαν από τις κατασχέσεις των ιδιωτικών συλλογών: εξαιρετική ακεραιότητα και επιμέλεια χαρακτήρισαν την απαλλοτρίωση των καλλιτεχνικών θησαυρών. Κανένα έργο, οποιασδήποτε αξίας δεν χάθηκε. Εκείνες τις ταραγμένες μέρες, ένας αριθμός πολύτιμων συλλογών (ιδιαίτερα εκείνες του μουσείου Ερμιτάζ), χρειάστηκε να απομακρυνθούν: όλες έφτασαν στους προορισμούς τους με ασφάλεια. Για να διατηρήσουν στη ζωή τα επιστημονικά εργαστήρια χρειάστηκε ηρωικός αγώνας. Συμμετέχοντας στις στερήσεις της κοινότητας, κάνοντας τις προμήθειες με το δελτίο, χωρίς φωτισμό ή (τον χειμώνα) χωρίς καύσιμα και νερό, οι λόγιοι όλων των πολιτικών πεποιθήσεων σχεδόν πάντοτε συνέχιζαν τη δουλειά τους.
Κάθε βράδυ τα θέατρα, που είχαν εθνικοποιηθεί, παρουσίαζαν το συνηθισμένο πρόγραμμά τους, όμως σε ένα διαφορετικό ακροατήριο. Τα μπαλέτα, που κάποτε έδιναν παραστάσεις για την ψυχαγωγία της αριστοκρατίας, που τώρα εξέλιπε, έδιναν παραστάσεις εν μέσω της περιόδου της τρομοκρατίας· στα θέατρα με τους χρυσούς θόλους συνωστίζονταν εργάτες και εργάτριες, νεαροί κομμουνιστές, με τα κεφάλια τους ξυρισμένα για προστασία από τους ψύλλους που ήταν φορείς του τύφου, και Κόκκινους στρατιώτες που ήταν σε άδεια από το μέτωπο. Και ο Σαλιάπιν, με την ίδια αξέχαστη φωνή που εκτελούσε δυνατά το Ο Θεός σώζοι τον Τσάρο τα παλιά χρόνια, τραγουδούσε τώρα Το τραγούδι του εργάτη στους συνδικαλιστές που ήταν ανάμεσα στο ακροατήριο.




(Από το κεφάλαιο 6: Η ανακωχή και η μεγάλη περιχαράκωση)
Η Λευκή τρομοκρατία στη Φινλανδία

...Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Ταβαστέχους, ανάμεσα στο Τάμμερφορς και το Ελσίνκι. Γύρω στις 20.000 με 25.000 Κόκκινοι συνέκλιναν σε αυτό το σημείο πιεζόμενοι από το βορρά από τον Μάνερχαϊμ και από το νότο από τον φον ντερ Γκολτς. Η υποχώρησή τους προς τα ανατολικά αποκόπηκε. Παρά τις αντίθετες διαταγές από τους διοικητές τους, κουβαλούσαν μαζί τους τις οικογένειές τους και τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Ήταν περισσότερο η προσφυγιά ενός ολόκληρου πληθυσμού παρά η πορεία ενός στρατού. Ικανή να μετατραπεί ανά πάσα στιγμή σε ένα χάος από φυγάδες, αυτή η μάζα δύσκολα μπορούσε να κάνει ελιγμούς. Τα θραύσματα από τις οβίδες των Λευκών σάρωναν τα πάντα. Όταν περικυκλώθηκαν, πολέμησαν ηρωικά για δυο μέρες πριν παραδοθούν. Κάποιες χιλιάδες ξέφυγαν προς τα ανατολικά. Την παράδοση ακολούθησε η σφαγή, όπου η εκτέλεση των τραυματιών ήταν κανόνας. Απέμειναν 10.000 αιχμάλωτοι που φυλακίστηκαν στο Ριιχιμάκι. Στις 12 Μάη έπεσε το Βιιπούρι. Κάποιες χιλιάδες Κοκκινοφρουροί βρήκαν άσυλο στη Ρωσία. 
Οι νικητές έσφαξαν τους νικημένους. Είναι γνωστό ήδη από την αρχαιότητα ότι οι εμφύλιοι είναι οι πιο τρομεροί πόλεμοι. Δεν υπάρχουν πιο φονικές ή αποτρόπαιες νίκες από αυτές που τις κερδίζουν οι τάξεις των ιδιοκτητών. Από τότε που η γαλλική μπουρζουαζία έπνιξε σε λουτρό αίματος την Κομμούνα του Παρισιού, ο κόσμος δεν είχε δει κάτι που να συγκρίνεται σε τρόμο με αυτό που συνέβη στη Φινλανδία. Από την αρχή του εμφυλίου πολέμου, «στη ζώνη κυριαρχίας των Λευκών, η συμμετοχή σε εργατική οργάνωση σήμαινε σύλληψη και αν είχες κάποιο αξίωμα ευθύνης σ’ αυτές, σήμαινε εκτέλεση». Οι σφαγές των σοσιαλιστών έφτασαν σε τέτοιο σημείο που οι άνθρωποι άρχισαν να συνηθίζουν και να τις θεωρούν δεδομένες. Στο Κούμεν, όπου 43 Κοκκινοφρουροί έπεσαν στη μάχη , σχεδόν 500 άτομα εκτελέστηκαν αργότερα. Υπήρχαν «εκατοντάδες» εκτελεσμένοι στο Κότκα, μια πόλη 13.000 χιλιάδων κατοίκων. «Ούτε καν τους ρώτησαν τα ονόματά τους, αλλά τους έβγαλαν έξω κατά ομάδες». Στη Ράουμα, σύμφωνα με τις αστικές εφημερίδες, «μέχρι και 500 αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν στις 15 του μηνός μπορεί να τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε». Στις 14 Απρίλη διακόσιοι Κοκκινοφρουροί εκτελέστηκαν στη συνοικία Τούλο του Ελσίνκι… «Οι Κόκκινοι κυνηγήθηκαν από σπίτι σε σπίτι. Πολλές γυναίκες ήταν ανάμεσα στα θύματα». Στο Σβέαμποργκ οι δημόσιες εκτελέσεις έλαβαν χώρα την Κυριακή της Αγίας Τριάδας. Κοντά στο Λαχτί, όπου χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν από τους Λευκούς, «τα πολυβόλα δούλευαν πολλές ώρες καθημερινά… Σε μια μέρα κάπου διακόσιες γυναίκες εκτελέστηκαν με σφαίρες διασποράς –κομμάτια σάρκας σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις…» Στο Βιιπούρι έβαλαν 600 Κοκκινοφρουρούς σε τρεις σειρές κατά μήκος της τάφρου του φρουρίου και τους εκτέλεσαν με τα πολυβόλα εν ψυχρώ. Ανάμεσα στους διανοούμενους που δολοφονήθηκαν μπορούμε να αναφέρουμε τον εκδότη της εφημερίδας Σοσιαλδημοκράτης, Γιούκο Ραΐνιο, και τον συγγραφέα Ιρμάρι Ρανταμάλα που, καθώς τον μετέφεραν με βάρκα στον τόπο εκτέλεσης, «πήδησε από τη βάρκα σε μια προσπάθεια να πνιγεί. Το παλτό του τον εμπόδισε να βυθιστεί και οι Λευκοί τον σκότωσαν μέσα στο νερό». Δεν υπάρχουν στοιχεία για τον αριθμό των δολοφονημένων –οι εκτιμήσεις μιλούν για έναν αριθμό ανάμεσα στις δέκα και τις είκοσι χιλιάδες.
Υπάρχει όμως ένας επίσημος αριθμός για τον αριθμό των Κόκκινων αιχμαλώτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης: 70.000... Η αστική τάξη έδειξε ενδιαφέρον για κάποιο διάστημα για το ενδεχόμενο να εξάγει τους φυλακισμένους της προκειμένου να ενισχύσει με ανθρώπινο δυναμικό τη Γερμανία. Ένας νόμος που ψηφίστηκε έδινε τη δυνατότητα να μεταφέρονται στο εξωτερικό όσοι είχαν καταδικαστεί σε καταναγκαστική εργασία. Η Γερμανία, με μειωμένο πληθυσμό λόγω του πολέμου, θα αντάλλαζε χημικά και μεταλλικά προϊόντα με την εργατική δύναμη καταδίκων. Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου αποφεύχθηκε από τη Γερμανική Επανάσταση. 
Η εκκαθάριση της φινλανδικής κοινωνίας συνεχίστηκε επί μήνες σε όλα τα πεδία. Στις 16 Μάη εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον όλων των πρώην Σοσιαλδημοκρατών βουλευτών που ζούσαν ακόμα στη χώρα. (Οι επαναστάτες είχαν είτε χαθεί είτε δραπετεύσει μέχρι τότε). Τρεις από αυτούς ειπώθηκε ότι «αυτοκτόνησαν» στη φυλακή τη νύχτα της 2 Ιούλη. Ακόμα δέκα καταδικάστηκαν σε θάνατο... «Πολλοί από τους καταδικασμένους», γράφει ο Κατάγια, «ανήκαν σε εκείνον τον τύπο του Σοσιαλδημοκράτη που, με όλη τη μαστοριά του προδότη του σοσιαλισμού, είχε περάσει όλη του τη ζωή υπηρετώντας την αστική κοινωνία. Η μπουρζουαζία έπαιρνε εκδίκηση στα τυφλά». Ήταν συνηθισμένο για τη Λευκή τρομοκρατία να χτυπά αδιάκριτα τους ρεφορμιστές –τους οποίους η θριαμβεύτρια αστική τάξη δεν χρειαζόταν πια– και τους επαναστάτες. 
Φαίνεται ότι δεν είναι υπερβολή να δηλώσουμε ότι ο συνολικός αριθμός των φινλανδών εργατών που έπεσαν θύματα της Λευκής τρομοκρατίας (είτε σκοτώθηκαν είτε φυλακίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα) ήταν πάνω από 100.000: περίπου το ένα τέταρτο του προλεταριάτου. «Όλοι οι οργανωμένοι εργάτες είτε έχουν εκτελεστεί είτε φυλακιστεί», έγραψε μια ομάδα φινλανδών κομμουνιστών στις αρχές του 1919. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να βγάλουμε ένα σημαντικό θεωρητικό συμπέρασμα για τη φύση της Λευκής τρομοκρατίας, το οποίο έχει επιβεβαιωθεί από τότε με την εμπειρία της Ουγγαρίας, της Ιταλίας, της Βουλγαρίας κλπ. Η Λευκή τρομοκρατία δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τον παροξυσμό της μάχης, τη βιαιότητα του ταξικού μίσους ή με κανέναν άλλο ψυχολογικό παράγοντα. Η ψύχωση του εμφυλίου πολέμου παίζει έναν καθαρά δευτερεύοντα ρόλο. Η τρομοκρατία είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα υπολογισμού και ιστορικής αναγκαιότητας. Η νικήτριες τάξεις των ιδιοκτητών έχουν πλήρη συνείδηση ότι μπορούν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στον απόηχο μιας κοινωνικής μάχης μόνο με το να προκαλέσουν στην εργατική τάξη ένα λουτρό αίματος, αρκετά σκληρό ούτως ώστε να την εξασθενήσει για τις επόμενες δεκαετίες. Και από τη στιγμή που αυτή η τάξη είναι κατά πολύ μεγαλύτερη αριθμητικά από ό, τι οι πλούσιες τάξεις, ο αριθμός των θυμάτων πρέπει να είναι πολύ μεγάλος. 
Η ολοκληρωτική εξόντωση όλων των πρωτοπόρων και συνειδητών στοιχείων του προλεταριάτου είναι, εν ολίγοις, ο ορθολογικός στόχος της Λευκής τρομοκρατίας. Με αυτήν την έννοια, μια χαμένη επανάσταση –ανεξάρτητα από το σκοπό της– θα κοστίζει πάντα στο προλεταριάτο πολύ περισσότερο από μια νικηφόρα επανάσταση, άσχετα από το πόσες θυσίες και δυσκολίες απαιτεί η δεύτερη. 
Ακόμα μια παρατήρηση. Οι σφαγές στη Φινλανδία συνέβησαν τον Απρίλη του 1918. Μέχρι τότε η ρωσική επανάσταση είχε δείξει κυριολεκτικά παντού μεγάλη επιείκεια απέναντι στους εχθρούς της. Δεν είχε χρησιμοποιήσει την τρομοκρατία. Επισημάναμε κάποια λίγα αιματηρά επεισόδια στον εμφύλιο πόλεμο στο Νότο, αλλά αυτά ήταν η εξαίρεση. Η νικήτρια αστική τάξη ενός μικρού έθνους [της Φινλανδίας] το οποίο κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο φωτισμένες κοινωνίες της Ευρώπης ήταν η πρώτη που υπενθύμισε στο ρωσικό προλεταριάτο ότι το Ουαί τοις ηττημένοις! είναι ο πρώτος νόμος του κοινωνικού πολέμου.