Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Αφιέρωμα στον Κ.Π.Καβάφη (29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933) Το Σύνταγμα της Hδονής και η Δευτέρα Οδύσσεια

Το Σύνταγμα της Hδονής

Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
      Όλοι οι νόμοι της ηθικής - κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι - είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
      Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.


(από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; - 1923, Ίκαρος 1993)
http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=298&cat=5


Δευτέρα Oδύσσεια

 Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
                        Τennyson, «Ulysses»

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

                        Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
                        Κ’ έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς  Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=192&cat=4

πηγή
Κ.Π.Καβάφης, ο επίσημος δικτυακός τόπος του Αρχείου Καβάφη
http://www.kavafis.gr/index.asp

ακόμα διαβάστε
Βροχή (αλεξανδρινό)  
http://networkedblogs.com/hf73u 
ένα κείμενο για τον Κ.Π.Καβάφη 


Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Ο αιρετικός Ζοζέ Σαραμάγκου (αφιέρωμα)




Ο πορτογάλος νομπελίστας συγγραφέας δεν δίστασε να τα βάλει με την κυβέρνησή του για να αυτοεξοριστεί, την εκκλησία για να υποστεί διώξεις, τον Μπερλουσκόνι για να συναντήσει προσχώματα η έκδοσή του στα ιταλικά, το κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ για να χαρακτηριστεί αντισημίτης, ακόμη και με την Κούβα.
                       

γράφει η Αφροδίτη Πολίτη

Περισσότεροι από 20.000 Πορτογάλοι αποχαιρέτησαν τον συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου, που έφυγε στα 88 του χρόνια. Ο πρόεδρος της Πορτογαλίας δεν ήταν ένας από αυτούς. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι «δεν τον γνώριζα από κοντά» - τον διασημότερο συγγραφέα της Πορτογαλίας, τον μοναδικό που έχει τιμηθεί με Νομπέλ λογοτεχνίας, έναν συγγραφέα που δεν έπαψε μέχρι το τέλος της ζωής του να προκαλεί τη θρησκευτική  και κοσμική εξουσία,  να αντιμάχεται με θάρρος ό,τι θεωρούσε απάνθρωπο, γελοίο και άδικο: Από το ισραηλινό απαρτχάιντ ως τον Μπερλουσκόνι, από την παγκοσμιοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση που φοράει τον μανδύα της «Ευρώπης των πολιτών», ως την Εκκλησία και  τη Βίβλο.
Ο σημερινός πρόεδρος της Πορτογαλίας γνώριζε πολύ καλά τον κύριο Σαραμάγκου, αφού η δική του συντηρητική κυβέρνηση το 1991 πρωτοστάτησε, μαζί με την καθολική Εκκλησία, στην εκστρατεία δυσφήμισης του Κατά Ιησού Ευαγγελίου,  του διασημότερου ως και σήμερα βιβλίου του Σαραμάγκου. Ο Ανιμπαλ Καβάκο Σίλβα τοτε ως πρωθυπουργός έθεσε βέτο στην υποψηφιότητα του βιβλίου για το Βραβείο Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, με το σκεπτικό  ότι το περιεχόμενό του προσβάλλει τους Καθολικούς.
Ο 69άχρονος τότε συγγραφέας απάντησε στις κατηγορίες τονίζοντας ότι δεν γράφει ενάντια στο Θεό, καθώς τον θεωρεί «δημιούργημα της φαντασίας μας», αλλά ενάντια στις θρησκείες, που «ποτέ δεν βοήθησαν τους ανθρώπους να έρθουν πιο κοντά». Σε ένδειξη διαμαρτυρίας άφησε για πάντα την Πορτογαλία και αυτοεξορίστηκε στη Νήσο Λανθαρότε των Καναρίων Νήσων, οπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Αθεος, κομμουνιστής – μέλος του Πορτογαλικού Κ.Κ. από το 1969 μέσα στη δικτατορία του Σαλαζάρ – και  όψιμος μπλόγκερ στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Σαραμάγκου ήταν ένας συγγραφέας, με ελάχιστη εγκύκλια μόρφωση. Γιος φτωχών χωρικών από το χωρικό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας,  «άνθησε» λογοτεχνικά στο δεύτερο μισό της ζωής του, μαζί με την «Επανάσταση των Γαρυφάλλων». «Ο πιο σοφός άνθρωπος που γνώρισα δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση», έλεγε ο Σαραμάγκου αναφερόμενος στον παππού του, στην ομιλία του για την απονομή του Νόμπελ το 1998.
Ο Σαραμάγκου, που αναφερόταν συχνά στην ταπεινή καταγωγή του, τόνιζε ότι ο ίδιος δεν ήταν τίποτα παρά ο αντίλαλος από τις φωνές των ανθρώπων που είχε γνωρίσει, ότι οι αφηγήσεις των ανθρώπων μπλέκονταν με τις δικές του, ό,τι ήταν ο μαθητής των βιοπαλαιστών γυναικών και ανδρών που σημάδεψαν τα παιδικά και νεανικά του χρόνια.
Από τα σημαντικότερα έργα του εκτός από το Κατά Ιησούν είναι Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις,  Η Πέτρινη Σχεδία, Η ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας, Όλα τα ονόματα, Ο άνθρωπς αντίγραφο, Περί Τυφλότητας και πρόσφατα ο Κάιν, το τελευταίο του βιβλίο που εξόργισε ξανά την Εκκλησία και αναμένεται να εκδωθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ο Σαραμάγκου δεν είχε προκαλέσει μόνο την οργή της Εκκλησίας. Το κράτος του Ισραήλ τον είχε αποκαλέσει αντισημίτη, καθώς δεν διστασε να συγκρίνει τον αποκλεισμό της Γάζας με το Άουσβιτς. Ιταλικός εκδοτικός οίκος – που ανήκε στον Μπερλουσκόνι – απέρριψε την έκδοση μυθιστορήματός, καθώς ο Σαραμάγκου είχε αποκαλέσει τον πρωθυπουργό της Ιταλίας  «αυτό το πράγμα, αυτό τον ιό που απειλεί να γίνει η αιτία του ηθικού θανάτου της χώρας του Βέρντι, και θα μπορούσε να μολύνει τις φλέβες και να καταστρέψει την καρδιά ενός από τους πιο πλούσιους πολιτισμούς της Ευρώπης». Ακόμα και η Κούβα του Κάστρο είχε δεχτεί τα βέλη του αμετανόητου κομμουνιστή, που είπε «κατέστρεψε τις ελπίδες μου, έκλεψε τα όνειρά μου».
Ο Κάστρο πάντως έστειλε λουλούδια στην κηδεία του Σαραμάγκου, του συγγραφέα που μέσα από τις φωνές των ηρώων του, αναρωτιόταν «Τι στο διάολο κάνω εδώ στη Γη»;

πηγή 
εφημερίδα "το Πριν"
27 Ιουνίου 2010

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Η Μαύρη Αφροδίτη


Η Μαύρη Αφροδίτη, κατά κόσμον Σάαρτγιε Μπάρτμαν, γεννήθηκε γύρω στο 1789, σωτήριο πρώτο έτος της Μεγάλης Γαλλικής επανάστασης. Στη ζωή της όμως δεν γνώρισε την ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη ούτε τον διαφωτισμό της αστικής επανάστασης, αλλά την πιο σκοτεινή και βάρβαρη πλευρά του δυτικού πολιτισμού. Η ταινία «Μαύρη Αφροδίτη» που προβάλλεται από την περασμένη βδομάδα αφηγείται τη συγκλονιστική της ιστορία και μας αφήνει να βγάλουμε μερικά πικρά αλλά χρήσιμα συμπεράσματα.
γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου

Η Σάαρτγιε καταγόταν από τη Νότιο Αφρική και ήταν μέλος των Κόικοϊ, μιας φυλής κτηνοτρόφων, τους οποίους οι Ολλανδοί άποικοι βάφτισαν περιφρονητικά Οτεντότ (από την ολλανδική λέξη τραυλός). Η πρόωρη και δυσανάλογη ανάπτυξη και οι ογκώδεις γλουτοί (στεατοπυγία) ήταν ένα φυσικό χαρακτηριστικό, ιδίως των γυναικών της φυλής. Θεωρούνταν μάλιστα σημάδι ομορφιάς. Με το πέρασμα του χρόνου το χαρακτηριστικό αυτό εξαφανίστηκε.
Όταν ο λευκός αφέντης της Μπάρτμαν, Πιέτερ Σεζάρ, ανακαλύπτει τα «φυσικά της προσόντα», τη στεατοπυγία και μακρονυμφία (μεγάλα γεννητικά όργανα) σκέφτεται ότι μπορεί να κάνει μια περιουσία από αυτήν. Την πείθει να τον ακολουθήσει στο Λονδίνο, για να γίνει αρτίστα και να βγάλει λεφτά. Στην πραγματικότητα την περιφέρει σε λονδρέζικα πανηγύρια και στα χαμαιτυπεία του Πικαντίλι, όπου εμφανίζεται σαν εξωτικό θηρίο μέσα σε κλουβί να μουγκρίζει και να τρώει από το χέρι του «θηριοδαμαστή» της, ενώ εκείνος προτρέπει το κοινό να την αγγίζει στους γλουτούς ώστε να βεβαιωθεί πως είναι αληθινοί. Είναι μια εξευτελιστική διαδικασία που την οδηγεί στην κατάθλιψη και το αλκοόλ, όμως δε μπορεί να ξεφύγει . Όταν η Αφρικανική Ένωση μηνύει τον Σεζάρ για δουλεμπόριο, η Σάαρτγιε καταθέτει στο δικαστήριο ότι πρόκειται για «θέαμα» στο οποίο συμμετέχει με τη θέλησή της. Το 1811 η Σάαρτγιε βαπτίζεται Χριστιανή στη μητρόπολη του Μάντσεστερ και ως Σάρα μετακομίζει με τα αφεντικά της στο Παρίσι, όπου την περιμένει ένας νέος Γολγοθάς: Ερωτικές συγκεντρώσεις σε σαλόνια της αριστοκρατίας, όπου το αχόρταγο για ζωντανό πορνό αριστοκρατικό κοινό ερεθίζεται χουφτώνοντας το σώμα της ενώ εκείνη υπομένει με τα μάτια κλειστά.
Καθώς η φήμη της Σάαρτγιε εξαπλώνεται στο «ανεκτικό» μετεπαναστατικό Παρίσι, η Βασιλική Ιατρική Ακαδημία του Παρισιού με επικεφαλής τον διάσημο ανατόμο Ζορζ Κουβιέ θα πληρώσει αδρά για να εξετάσει από κοντά το αξιοπερίεργο αυτό ον. Μεζούρες και χάρακες επιστρατεύονται για να μετρήσουν το κρανίο, το στήθος, τις θηλές και να τεκμηριώσουν την αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία για την κατωτερότητα της μαύρης φυλής. Η Σάαρτγιε όμως θα αρνηθεί να αποκαλύψει το αιδείο της στους επίμονους επιστήμονες. Σύντομα θα καταλήξει στο πορνείο, όπου θα πεθάνει το 1815 από πνευμονία και αφροδίσια νοσήματα. Η εκμετάλλευση όμως συνεχίζεται και μετά θάνατον, καθώς το νεκρό της σώμα πωλείται στην Ακαδημία όπου, αφού πρώτα αποτέλεσε τη βάση για ένα γύψινο ομοίωμα, ακρωτηριάστηκε.
Το 1817, ο Κιβιέ παρουσιάζει στην Ακαδημία το εκμαγείο της Σάαρτγιε για να ανακοινώσει σ' ένα πλήθος συναδέλφων που τον χειροκροτούν, ότι τα σπάνια χαρακτηριστικά της αποδεικνύουν πως η γυναίκα της φυλής Οτεντότ είναι πιο κοντά στους ουρακοτάγκους παρά σε ανθρώπους άλλων φυλών! Η Μπάρτμαν παρείχε στους επιστήμονες «τον χαμένο κρίκο στην αλυσίδα της ανθρώπινης ύπαρξης», αναδεικνύοντας, όπως υποστήριζαν τότε, «το καθοριστικό σκαλοπάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου», θεωρίες που αναβίωσαν αργότερα σαν ιδεολογικό εφόδιο κατά την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη.
Διάφορα εκμαγεία της Σάαρτγιε, ο σκελετός της και βάζα που περιείχαν το μυαλό και το αιδοίο της, παρουσιάζονταν σε κοινή θέα στο Μουσείο του Ανθρώπου (!) στο Παρίσι μέχρι το 1976. Μόλις το 2002, μετα από αίτημα ετών της κυβέρνησης Μαντέλα, το λείψανό της επιστράφηκε και θάφτηκε στη Ν. Αφρική.
Η ταινία αφηγείται με αργό, λιτό και στενάχωρο τρόπο την ιστορία της Σάαρτγιε, βασισμένη στα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία. Χωρίς μανιφέστα και διακηρύξεις αποτελεί το πιο βαθύ σχόλιο για τις ρίζες του σύγχρονου ρατσισμού και όχι μόνο. Σκαλίζει κι άλλα «δύσκολα» θέματα, όπως η πορνογραφία, η σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, η σεξουαλική εκμετάλλευση, για να κατεδαφίσει τελικά την υποτιθέμενη ανωτερότητα του Δυτικού πολιτισμού με φόντο μια πρώιμη κοινωνία του θεάματος.
Ο Γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης Αμπνελατίφ Κεσίς, που πριν 2 χρόνια μας έδωσε το εξαιρετικό «Κους κους με φρέσκο ψάρι», κατόρθωσε να ζωντανέψει την τραγικότητα της Σάαρτγιε, δείχνοντας όχι ένα άβουλο πλάσμα, αλλά μια γυναίκα με ικανότητες στη μουσική και το χορό που έζησε και πέθανε σαν καρικατούρα, σαν το freak show που οι άλλοι ήθελαν να δουν, σε μια κοινωνία που λειτουργεί με αυτό ακριβώς τον τρόπο: Διασπά, χειραγωγεί, εκμεταλλέυεται τους «κατώτερους» και ταυτόχρονα αναπαράγει την πιο χυδαία ιδεολογία για να επιβεβαιώσει ότι είναι άξιοι της θλιβερής τους μοίρας . Έτσι η Σάαρτγιε (πολύ καλή η ερασιτέχνης Γιαχίμα Τορες από την Κούβα), που ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε, κερδίζει τον σεβασμό για λογαριασμό των φτωχών και καταπιεσμένων όλου του κόσμου.

πηγή 
Εργατική Αλληλεγγύη

"Γεια σου, φίλε" Ανθολογία διηγημάτων για τη μετανάστευση, Για παιδιά και νέους


Ενα φαινόμενο με ιδιαίτερα πολυποίκιλες εκφράσεις και εκφάνσεις και με τόσο μαζικά χαρακτηριστικά όπως η μετανάστευση δεν αφήνει αδιάφορους τους συγγραφείς, σε οποιονδήποτε χρόνο και τόπο. Κατά συνέπεια, και η σύγχρονη παραγωγή της ελληνικής λογοτεχνίας για παιδιά και νέους έχει να παρουσιάσει ικανό αριθμό σχετικών βιβλίων.
Προχωρώντας στην έκδοση Ανθολογίας Διηγημάτων με θέμα τη Μετανάστευση, η «Σύγχρονη Εποχή» δεν είχε σκοπό να προσθέσει έναν ακόμη τόμο στους πολλούς που ήδη υπάρχουν. Το συλλογικό αυτό έργο, αποτέλεσμα μιας προσεκτικής διαλογής κειμένων που συγκεντρώθηκαν ύστερα από πρόσκληση σε «συγγραφείς και όχι μόνο», φιλοδοξεί να αποτελέσει αφορμή συζήτησης και διαλόγου ανάμεσα σε παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς.
Στόχος ήταν και παραμένει η αποσαφήνιση, μέσα από ένα πιο προσιτό μέσο, όπως η λογοτεχνία των πραγματικών αιτιών των κοινωνικών αντιθέσεων, που δε βρίσκονται στο χρώμα, στο φύλο ή στον τόπο καταγωγής, αλλά στην ταξική θέση κάθε ανθρώπου μέσα στα εκμεταλλευτικά συστήματα. Η χρήση της μυθοπλασίας θα κάνει ευκολότερη την ευόδωση της προσπάθειας αυτής. Η προσέγγιση του θέματος με πιο κατανοητούς στα παιδιά τρόπους είναι δυνατόν να συμβάλει στην ανάπτυξη του πνεύματος αλληλεγγύης μεταξύ των μεταναστών και των Ελλήνων εργαζομένων, να καλλιεργήσει το σεβασμό στη διαφορετικότητα και να προωθήσει τη φιλία ανάμεσα στους λαούς.

πηγή
Ριζοσπάστης

Θλίψη για τον θάνατο του σκηνοθέτη Κώστα Χρονόπουλου



Με μεγάλη θλίψη η Εργατική Αλληλεγγύη ενημερώνει για τον θάνατο του σύντροφου Κώστα Χρονόπουλου. Ο Κώστας πέθανε το Μεγάλο Σάββατο, 23 Απρίλη, στο Νοσοκομείο στο Ρίο της Πάτρας, όπου νοσηλευόταν σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια μεταμόσχευσης νεφρού.
Είχαν περάσει μόνο δυο μέρες από την επέτειο της δικτατορίας του 1967, της Χούντας των
καραβανάδων που ο Κώστας είχε γελοιοποιήσει τόσο πετυχημένα με την ταινία του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και το ευρύτερο κοινό έχει συνδέσει το όνομα του Κώστα με τη δημιουργία εκείνης της ταινίας.
Ήταν μια από τις πιο δυνατές πράξεις αντίστασης. Κάθε προβολή της τα χρόνια εκείνα στο Λονδίνο όπου πρωτοεμφανίστηκε έδινε κουράγιο όχι μόνο στους έλληνες φοιτητές και εξόριστους αλλά και στους διεθνείς φίλους της αντίστασης. Όχι μόνο για τις δυνατές σκηνές από τις ελληνοχριστιανικές φιέστες της δικτατορίας αλλά και για τις σπάνιες τότε εικόνες που έκαναν τη σύνδεση με τα χρόνια της μεγάλης Αντίστασης ενάντια στη ναζιστική κατοχή.

Απλός και γελαστός

Ο Κώστας Χρονόπουλος εντάχθηκε στην Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση από τα πρώτα βήματά της. Το όνομά του έδωσε την κάλυψη για την έκδοση του πρώτου νόμιμου έντυπου της ΟΣΕ το καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης. Με περηφάνεια δείχναμε ότι υπεύθυνος ήταν ένας σύντροφος από τη Δραπετσώνα. Αυτός ήταν ο Κώστας, ένα γνήσιο παιδί από τις εργατογειτονιές του Πειραιά, απλός και γελαστός, δίχως ίχνος έπαρσης του διανοούμενου κι ας ήταν από τα καλύτερα ταλέντα του κινηματογράφου.
Η άλλη χούντα που βρέθηκε στο στόχαστρο των καλλιτεχνικών προσπαθειών του ήταν η δικτατορία του στρατηγού Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία του 1981. Η ταινία «Η Πολωνία της Αλληλεγγύης» δεν είναι τόσο γνωστή όσο οι άλλες του δημιουργίες. Ήταν όμως και παραμένει η απόδειξη ότι ο Κώστας Χρονόπουλος στρατεύτηκε και έμεινε πιστός στην υπόθεση του Σοσιαλισμού από τα κάτω, του «σοσιαλισμού που φέρνουν οι εργάτες, όχι τα τανκς και οι γραφειοκράτες», όπως έλεγε το σύνθημα της εποχής.
Παρά τις ταλαιπωρίες της αιμοκάθαρσης που τον τυραννούσαν τα τελευταία χρόνια, ο Κώστας ήταν ενεργό μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στον πυρήνα Πατησίων όπου έμενε. Ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το ψηφοδέλτιο της «Ανταρσίας στις γειτονιές της Αθήνας» στις εκλογές που περασμένου Νοέμβρη και χωρίς αμφιβολία ήταν ένας από τους συντελεστές για την εκτίναξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που κατέγραψαν τα ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η κηδεία του έγινε στον Κόκκινο Μύλο της Νέας Φιλαδέλφειας την Τρίτη 26 Απρίλη. Οι σύντροφοί του, τόσο οι παλιοί με τα σαράντα χρόνια κοινής πορείας όσο και οι νέοι που τόσο εκτιμούσε, τον αποχαιρετούμε με συγκίνηση και κρατώντας σφιχτά την ήρεμη πίστη στην προοπτική της επανάστασης και του σοσιαλισμού που ανέδυε η παρουσία του.

πηγή - 
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ - εφημερίδα Εργατική Αλληλεγγύη
http://www.ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2025:i965&Itemid=62
      

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

«Απολύομαι και τρελαίνομαι», Χ. Κάσδαγλης (Καστανιώτης) πρόταση του Λογοτεχνία και Σκέψη


Ο πυροβολητής  Χρήστος Καστανάς, κατά κόσμον Χριστόφορος Κάσδαγλης, μέσα στις μίζερες σκοπιές, την μοναξιά της στρατιωτικής θητείας, μακρά πορεία δύο χρόνων σε Κόρινθο, Θήβα, Βρύση (Βέροια) και Αθήνα... Η αγωνία του νεοσύλλεκτου, η αθέλητη ξενιτιά, η έλλειψη της γυναίκας, της μηχανής, των φίλων, της Αθήνας της περασμένης χρονιάς, το μουστάκι ενθύμιο μόνο μιας προηγούμενης ζωής... η κορούλα του που θα τον δει με άλλα μάτια από εδώ και μπρος...ο νέος που παλιώνει...
 Μία σειρά άρθρων από την ζόρικη στρατιωτική θητεία του Χρήστου Καστανά, με τα πασίγνωστα φανταρίστικα δίστιχα που μελωποίησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και δημοσιεύτηκαν από τις στήλες του περιοδικού Παραπέντε ως μέσω επιβίωσης οικονομικής, ως μέσω ψυχολογικής υποστήριξης... ένα έργο της "αντιμιλιταριστικής - αντιπολεμικής" λογοτεχνίας σύμφωνα και με δηλώσεις του ιδίου στην συμπληρωμένη τελική έκδοση από τον Καστανιώτη.
Τι κι αν  "άλλαξε" ο ελληνικός στρατός - εδώ γελάμε αλλά ας μην ξεχνάμε το Κόσοβο, την Βοσνία, την Λιβύη εσχάτως - το βιβλίο είναι εδώ ζωντανό, με εξαιρετική, ημερολογιακής υφής γραφή, ζόρικο και ζορισμένο για πράγματα που γνωρίζουμε ή και δεν γνωρίσαμε... Επίκαιρο, όσο δεν λέγεται κι άσε ψώνια σαν εμένα να προσπαθούν να γράψουν κριτικές, υπέρ ή κατά δεν έχει σημασία, για ένα κορυφαίο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας - όχι εδώ δεν γελάμε, που η καθεστωτική κριτική δεν το αντιμετώπισε στην εποχή του όπως του άξιζε αλλά έγινε σύντροφος σε σκοπιές, ΚΨΜ, μακριές πορείες κάτω από τον καυτό ήλιο και την νύχτα της "πατρίδας", φίλος και σύντροφος του κάθε φαντάρου...

προτείνει ο Ειρηναίος Μαράκης
25/4/2011




Παπαδιαμάντης και ελληνικός κινηματογράφος

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ


http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2011/04/blog-post_1048.html


Αναστάσιος Καλιακάτσος- Χωρίς τίτλο
Όταν ο κοσμοπολίτης Κώστας Φέρρης και ο παραγωγός Δημήτρης Ποντίκας, εν μέσω δικτατορίας,  εγκαινιάζουν, στην βρεφικής ηλικίας ιστορία των ελληνικών τηλεοπτικών σειρών συνεχείας του «Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης», την πρακτική της μεταφοράς έργων από τη νεοελληνική πεζογραφική παράδοση, με την επιτυχημένη (και μη σωζόμενη σήμερα) διασκευή του μυθιστορήματος Οι έμποροι των Εθνών (ΕΙΡΤ, 1973), φαίνεται να εισηγούνται και μια σειρά από όρους, που αφορούν γενικότερα τη σχέση του Παπαδιαμάντη με τη μικρή και μεγάλη οθόνη. Ο Παπαδιαμάντης κατέχει προνομιακή θέση στις σχέσεις ελληνικής κινηματογραφίας και λογοτεχνίας, όπως βεβαιώνεται τόσο από τo φάσμα των είκοσι τριών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών/τηλεταινιών που παράγονται μεταξύ 1965-2011, όσο και από τα στοιχεία δομής και αφήγησης που αξιοποιούνται από τους κινηματογραφιστές σε ανεξάρτητες και χρηματοδοτημένες ταινίες: πιστές μεταφορές και διασκευές, αναφορές επιπέδου εκλεκτικών συγγενειών, μυθοπλαστική παρουσίαση του βίου του συγγραφέα.
Στον παπαδιαμαντικό κινηματογραφικό κανόνα περιλαμβάνονται διασκευές ενός και μόνου, σύντομου ή εκτενούς, πεζογραφήματος (Ο μετανάστης, Έρως-ήρως, Η φόνισσα), συνθέσεις διηγημάτων (Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε, Ρόδινα ακρογιάλια, Γωνιά του παραδείσου), γειτνιάσεις με διηγήματα άλλων συγγραφέων (Ο αρσιβαρίστας και ο Άγγελος, Υποβρύχιος έρωτας), «ελεύθερες μεταφορές» σε κλίμα ομολογημένα εμπνευσμένο από το συγγραφικό σύμπαν του Παπαδιαμάντη (Trinity, Κι αν φύγω ...θα ξανάρθω) και δραματοποιημένες, μυθοπλαστικές  παρουσιάσεις περιόδων από το βίο του συγγραφέα (Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε, Γωνιά του παραδείσου). Συνολικά οπτικοποιούνται τα μυθιστορήματα Οι έμποροι των εθνών, Η γυφτοπούλα, και τα διηγήματα-νουβέλες: Η φόνισσα, Η νοσταλγός, Έρως-ήρως και Όνειρο στο κύμα. Ο αμερικάνος, Έρως-ήρως, Υπηρέτρα, Δαιμόνια στο ρέμμα, Στο Χριστό στο Κάστρο, Η Σταχομαζώχτρα, Πατέρας στο σπίτι, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Στης Κοκκώνας το σπίτι, Ρόδινα ακρογιάλια, Ο νεκρός ταξιδιώτης, Η στοιχειωμένη κάμαρα, Ο γάμος του Καραχμέτη, Ξεπεσμένος δερβίσης, Αγάπη στον κρεμνό, Λαμπριάτικος ψάλτης, Η νοσταλγός, Η φωνή του Δράκου και το άρθρο Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις.
Αν εκλάβουμε τις (περιορισμένες αριθμητικά και αμφιλεγόμενες ποιοτικά) μεταφορές λογοτεχνικών κειμένων στην ελληνική κινηματογραφία κατά τη δεκαετία του 60, ως ένα εύρημα (ακόμη και διαφημιστικό) με το οποίο παραγωγοί και αιθουσάρχες νομιμοποιούσαν  το σινεμά ως «τόπο με γούστο», προκειμένου να προσελκύσουν τις καλλιεργημένες μεσαίες τάξεις εν δυνάμει θεατών στις αίθουσες, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτή η πρακτική είχε και παιδαγωγική αξία ως τρόπος διδασκαλίας/γνωριμίας ενός έθνους (μέσω του σινεμά) με κλασικά έργα από την πνευματική του κληρονομιά. Η επιλογή των κειμένων του Παπαδιαμάντη που μεταφέρονται στην οθόνη πρέπει, λοιπόν, μέχρι ενός σημείου, να ιδωθεί υπό το φως αναζήτησης μιας εθνικής «αξίας», με ορατό τον κίνδυνο εγκλωβισμού του εγχειρήματος στο πλαίσιο μιας παρελθούσας  νεοελληνικής ιδιαιτερότητας. Αν επιβεβαιώνεται η ισχύς του δόγματος  «από Παπαδιαμάντη άρξασθαι», εφόσον το πρώτο σήριαλ και η πρώτη τηλεταινία της ελληνικής τηλεόρασης μεταφέρουν στη μικρή οθόνη έργα του συγγραφέα, τα εγχειρήματα δεν θα πρέπει να αποσυνδεθούν από το ανά περιόδους επικαιροποιημένο και πολυσύνθετο «ιδεολόγημα της ελληνικότητας». Το ηθογραφικό στοιχείο, με την τουριστική αξιοποίηση της εντόπιας παράδοσης που αφορά τη ζωή της πολίχνης, εκμεταλλεύεται ο Νέστορας Μάτσας στο Ο μετανάστης (1965), μια παραγωγή (Κλέαρχος Κονιτσιώτης, «Σκούρας Φιλμ») κατά  την εποχή κυριαρχίας του «σταρ σίστεμ» που αξιοποιούσε (ακόμη και ως εξαγώγιμο, φολκλορικό προϊόν) την ύπαιθρο χώρα και σχολίαζε έμμεσα την έντονη την περίοδο εκείνη μεταναστευτική εμπειρία, (δειλά) υποδεικνύοντας τη συνέχεια προσωπικού βιώματος και πολιτικής τακτικής στην πορεία του ελληνισμού. Στα Ρόδινα ακρογιάλια  (1998) του Ευθύμιου Χατζή το κινηματογραφημένο με φυσικό φωτισμό τοπίο της Σκιάθου αποδίδεται με ατμοσφαιρική πιστότητα στα όρια μιας ιεροποιημένης ελληνικότητας. Στα νησιά της Δωδεκανήσου (Νίσυρο και Γυαλί) και στην ορεινή Ελλάδα θα προστρέξουν αντίστοιχα η Ελένη Αλεξανδράκη (Η νοσταλγός, 2004 και Ο αρσιβαρίστας και ο Άγγελος, 2008) και η Δώρα Μασκαλβάνου (Κι αν φύγω ...θα ξανάρθω, 2005),  διασκευάζοντας την Νοσταλγό, και πραγματοποιώντας μια χρονική προβολή της μυθοπλασίας στο παρόν. Πρόκειται για όψιμες χρονικά, ανεξάρτητες παραγωγές, που αποδεικνύουν ότι το ενδιαφέρον για το συγγραφέα παραμένει σταθερό και δεν πηγάζει από τις άδηλες κατευθύνσεις των επιτροπών χρηματοδότησης υποβαλλόμενων σεναρίων, ενώ ειδικά στην πρώτη ταινία αξιοποιείται η ομορφιά της γλώσσας και η δύναμη της παράδοσης, όχι μόνο στη γενικότερη αύρα και το πνεύμα του συγγραφέα αλλά και στη μεταφορά των διαλόγων του διηγήματος στη νισύρικη διάλεκτο.
Οι λογοτεχνικές μεταφορές κινούνται μεταξύ της επιθυμίας για ομοιότητα και αναπαραγωγή από τη μια και της αναγνώρισης της διαφοράς, από την άλλη. Ως ένα βαθμό, η μεταφορά διαχειρίζεται το ενδιαφέρον του πρωτότυπου (ή ένα μέρος των  προθέσεων του συγγραφέα) και το οικειοποιείται κατά τρόπο που να εντάσσεται νοηματικά μέσα στα συμφραζόμενα του παρόντος. Θα πρέπει να δούμε τις ταινίες της Αλεξανδράκη και του Χατζή ως («μοντέρνα») κείμενα του καιρού μας, αλλά με βαθιά νοσταλγία για μια χαμένη εποχή του παρελθόντος και να αναγνωρίσουμε ως κίνητρο της κινηματογραφικής  αφήγησης τη «νοσταλγία γι’ αυτό που δεν υπάρχει πια». Από την άλλη, και όσον αφορά την πρόσληψη, με το πέρασμα του χρόνου, τα κείμενα που κάποτε υπήρξαν μοντέρνα, γίνονται κλασικά και εισέρχονται στον λογοτεχνικό κανόνα, με αποτέλεσμα όταν φτάνουν στο στάδιο της κινηματογραφικής τους μεταφοράς να μεταλλάσσονται σε αυτό που αποκαλούμε «ταινίες εποχής». Αυτό που ενδιαφέρει είναι η νοσταλγική απόλαυση και όχι η κατανόηση: η προσοχή των θεατών μετατοπίζεται, από την επιθυμία να γνωρίσουμε με κοινωνικοπολιτικούς όρους την εποχή στην οποία αναφέρεται το λογοτεχνικό έργο, σε επιθυμία να «δούμε» την εποχή (με όρους σκηνικών και κοστουμιών).
Από την άλλη, παρότι δεν παραγνωρίζεται η αποτύπωση του παραδοσιακού στοιχείου, είναι εμφανής η προσπάθεια αποφυγής του ηθογραφικού σκοπέλου και απαγκίστρωσης του Παπαδιαμάντη από την κοινότοπη αντίληψη ενός «αγίου των ελληνικών γραμμάτων». Στη διασκευή (1974) της Φόνισσας από τον Κώστα Φέρρη εγκαταλείπεται κάθε ηθογραφική διάσταση της ελληνικής ιδιαιτερότητας, για να παραχθεί ένα ερμητικό έργο που λειτουργεί ως πείραμα του ελληνικού κινηματογραφικού μοντερνισμού της δεκαετίας του ’70, με την επιδίωξη μιας ανοίκειας φόρμας: «ό,τι γίνεται στην ταινία είναι για να χτυπηθεί ακριβώς ο αφηγηματικός κινηματογράφος, δηλαδή μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, όπως ήταν δομημένο το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα». Στην ταινία υιοθετείται η συνειρμική δομή και αφήγηση, ενώ το σκιαθίτικο ιδίωμα στους διάλογους χρησιμοποιείται για την αποφυγή του τρέχοντος ρεαλισμού. Ο Φέρρης ελαχιστοποιεί τα επεισόδια της ταινίας σε πέντε σεκάνς και αξιολογεί την ποπ μουσική ως αφηγηματικό μίτο. Τα  σκηνικά είναι αντιρεαλιστικά, θυμίζοντας, κατά καλλιγραφικό τρόπο, σπίτια-μουσεία, ενώ στα κοστούμια φαίνεται να υποβάλλεται ένα σχόλιο για την τουριστική εκμετάλλευση του παραδοσιακού ενδυματολογικού κώδικα. Η αλλαγή πλάνων γίνεται όχι τόσο με ρακόρ, όσο με τεχνικές σοκ στο μοντάζ, ενώ επιμέρους σεκάνς σχολιάζουν τους αναπαραστατικούς  κώδικες (χωροφύλακες σκίζουν τον μπερντέ-οθόνη-θέαμα). Σκηνή-κλειδί για τη σύνδεση της ταινίας με το παρόν της εποχής παραγωγής της (δικτατορία συνταγματαρχών/ πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος) μπορεί να θεωρηθεί η σεκάνς συνάντησης της Φραγκογιαννούς με τους ληστές: παραλληλία αποσυνάγωγων που παραπέμπει σε σύγχρονα περιβάλλοντα έκφρασης του χιπισμού.
Ο σεβασμός του γλωσσικού αμαλγάματος των κειμένων του Παπαδιαμάντη  αναγνωρίζεται,  συνυπολογίζεται  και αξιοποιείται στην αφήγηση των ταινιών, και οι όποιες παρεμβάσεις υπακούουν στους νόμους της δραματοποίησης και στη μετατροπή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σε τριτοπρόσωπη. Ο τύπος ομοδιηγηματικής αφήγησης που υπερισχύει στον Παπαδιαμάντη (αφηγητής ως κεντρικός ήρωας της δικής του ιστορίας) αποδίδεται, συνήθως,  με την πλησιέστερη στην πεζογραφική αφηγηματική παράδοση voice over. Ειδικά, στα Ρόδινα ακρογιάλια το πρωτοπρόσωπο  αφηγηματικό «εγώ» διασπάται στο «εγώ» που «βιώνει» και στο «εγώ» που «αφηγείται», με τη διαφορά ηλικίας να αποτυπώνεται στη σπηλαιώδη χροιά της φωνής του γηραλέου αφηγητή (Αλέξης Δαμιανός)· στη Γωνιά του Παραδείσου (1998, Λένα Βουδούρη) ο αφηγητής-κάμερα λαμβάνει ρόλο ανεξάρτητου και κρυφού μάρτυρα, ενός δεύτερου αφηγητή (φωνή οφ) που λειτουργεί ως παρατηρητής· στο Καλή σου νύχτα κυρ' Αλέξανδρε (1981, Γιάννης Σμαραγδής) ο αφηγητής αλλάζει κατά την εξέλιξη της ταινίας: είναι η κινηματογραφική κάμερα, ο επεμβατικός μυθοπλαστικός σκηνοθέτης, ο αφηγητής Παπαδιαμάντης (Βασίλης Διαμαντόπουλος). Η κατάλυση της μυθοπλαστικής ψευδαίσθησης επιτελείται με το ενδοφιλμικό στήσιμο μιας ταινίας. Η φωνή του αφηγητή συνδέει τα αφηγηματικά μέρη και τα κενά των χώρων. Ο Φέρρης στην Φόνισσα προβαίνει σε ανάγνωση μιας συρραφής αποσπασμάτων από το παπαδιαμαντικό κείμενο, εκφωνημένων από τον Μάνο Κατράκη:  μια αφηγηματική παρέμβαση που ως φωνή της λογικής έρχεται να αντιπαρατεθεί στο γενικότερο κλίμα της ονειρικής φυγής του «ψηλωμένου νου». Από την άλλη, η Αλεξανδράκη (Νοσταλγός),  θέλοντας  να αποφύγει  κάθε είδος στόμφου μέσα από τη βαρύτητα ενός και μόνο αφηγητή, τον πολλαπλασιάζει (δύο κοριτσάκια, ψαράς, δάσκαλος), ακολουθώντας την εκτίμηση ότι και ο Παπαδιαμάντης στην αφήγησή του αλλάζει πρόσωπα, εκφράζοντας διά των αφηγητών τρυφερότητα, υπόγειο πάθος, σαρκασμό και ειρωνεία μέσω μιας λόγιας φωνής.
Ο Φέρρης προστρέχει σε ονειρικά φλας-μπακ: ο πρώτος φόνος, κατά την έναρξη της ταινίας, μοιάζει να προέρχεται από τον κόσμο του επιθυμητού, αλλά τα κατοπινά, ρεαλιστικού επιπέδου εγκλήματα,  διαβρωμένα από τη ρευστότητα του υγρού στοιχείου, λειτουργούν ως συμβολική παραπομπή στο ασυνείδητο. Στην ταινία του Σμαραγδή ο παραδοσιακός χρόνος (παραμονή Χριστουγέννων κάπου στις αρχές του 20ού αι.) μεταλλάσσεται σε παροντικό (παραμονή Χριστουγέννων / «Σκιάθος, Δεκέμβρης του 1980. Βραδιάζει...»), ενώ, παράλληλα, αξιοποιείται ένας μηχανισμός αποεξοικειοποίησης: κινηματογραφικό συνεργείο (σκηνοθέτης, ηθοποιοί, τεχνικοί) φθάνει στη Σκιάθο με πρόθεση να γυρίσει  κάποια ταινία. Οι ηθοποιοί υποδύονται τους ντόπιους και οι ντόπιοι, ως ηθοποιοί, υποδύονται τους εαυτούς τους. Ο μετασχηματισμός προχωράει ένα βήμα παραπέρα, όταν κάτοικοι (κομπάρσοι και ήρωες) και ηθοποιοί δεν υποδύονται τη σύγχρονη ως προς αυτούς πραγματικότητα αλλά μια παρελθούσα πραγματικότητα που εκπορεύεται από το «μύθο» του Παπαδιαμάντη.
Η οπτικοποίηση των τοπίων και εν γένει του περιβάλλοντος κόσμου, με όλους τους συμβολικούς συσχετισμούς που απέδιδε ο άνθρωπος και συγγραφέας Παπαδιαμάντης, εκφράζεται στα Ρόδινα ακρογιάλια με μια  τριχοτόμηση: η «στεριά», ζώνη του πολιτισμού όπου λαμβάνει χώρα η καθημερινότητα των ανθρώπων, αποτελεί το χώρο της μοναξιάς του ερωτευμένου ήρωα στην πολύβουη κοινότητα· η «θάλασσα», ζώνη της φαντασίας και του ονείρου, όπου καταλύεται ο εγκλεισμός-εγκλωβισμός των κλειστών χώρων· η «σπηλιά», ζώνη της ίασης και της επαφής με τους υπόλοιπους (αυτο)περιθωριοποιημένους και χώρος της συνείδησης του «εγώ» μέσω της αφήγησης της ιστορίας των άλλων. Στη Γωνιά του παραδείσου (τίτλος προερχόμενος από το διήγημα Νεκρός ταξιδιώτης), η Σκιάθος εμφανίζεται ως μαγευτικός φυσικός χώρος που καταλύει το κακό, ενώ η Αθήνα ως τόπος καταδίκης. Στο ταβερνάκι όπου συχνάζει ο Δερβίσης αλλά και στην Ακρόπολη επιβιώνουν διαφορετικές μορφές ενός πολιτισμού και υποβάλλονται ψήγματα ιστορικής συνέχειας (ανατολίτικη  μουσική με το νάι που παίζει ο Δερβίσης). Στο Καλή σου νύχτα κυρ' Αλέξανδρε ο δραματικός  χώρος της Σκιάθου αξιοποιείται με δύο τρόπους: κατά πρώτον, ως κινηματογραφικό εργαστήριο μιας ταινίας που αφορά στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τη ζωή του, και κατά δεύτερον, ως εργαστήρι της λογοτεχνικής έμπνευσης: ερέθισμα και χώρος δημιουργικής γραφής. Οι ανοιχτοί χώροι του φυσικού τοπίου, ενώ συμβολίζουν την απελευθέρωση, την πραγματοποίηση των επιθυμιών, την καθολική βίωση των εμπειριών, αποδεικνύεται ότι διατηρούν τον απομονωτισμό. Παράλληλα, στην ταινία υφίσταται μια χρονική απροσδιοριστία («χρόνος της ιστορίας» και «χρόνος της αφήγησης»): ο παρών χρόνος που εισάγει η ταινία δέχεται την παράλληλη χρονική διάσταση του ηλικιωμένου Παπαδιαμάντη που επιστρέφει στη Σκιάθο (ίσως κατά το 1911, έτος θανάτου του). Όταν ο ηθοποιός-Παπαδιαμάντης περιδιαβαίνει οικείες τοποθεσίες του νησιού, αλλεπάλληλες χρονικές στιγμές μεταμορφώνονται μέσω αναχρονισμών. Η εισβολή του αφηγηματικού χρόνου αυτών των οχτώ διηγημάτων δεν ακολουθεί τον εξελικτικό βιωματικό χρόνο του Παπαδιαμάντη ή τη σειρά συγγραφής των ιστοριών, αλλά την άναρχη μνήμη, έτσι όπως συνειρμικά πυροδοτείται από τα οπτικά ερεθίσματα του (στερνού) περίπατου. 
Αν η εκτεταμένη χρήση ερασιτεχνών ηθοποιών αλλά και η συνδρομή κομπάρσων από τοπικές κοινωνίες κάθε επαρχιακής πολίχνης (κοινωνοί του σκηνοθετικού οράματος) στη διανομή των ταινιών αποτελεί ήδη έναν εκλεκτικό «χαρακτηρισμό», στον Μετανάστη ο τρόπος ερμηνείας του πρωτότυπου κειμένου καθορίζεται από τη συναισθηματική φόρτιση (Αντιγόνη Βαλάκου), τη θυσιαζόμενη ευγένεια (Αλέκος Αλεξανδράκης) και τη σκληρότητα της επιβίωσης (Τασσώ Καββαδία). Στις εκδοχές της μορφής της Φραγκογιανούς συναντάται η ιδιωματική θεατρικότητα της παράδοσης του Εθνικού θεάτρου στις ερμηνείες της  Μαρίας Αλκαίου (1974) και της Όλγας Τουρνάκη (1981) αλλά και η αδρότητα της ερασιτεχνικής φυσικότητας της Τούλας Σταθοπούλου (ΕΤ1, 2001, Άγγελος Κωβότσος). Το ήθος της Λαλιώς στις διασκευές της εικοσασέλιδης Νοσταλγού εκφράζεται τόσο στην αέρινη φύση της Όλιας Λαζαρίδου, αλλοπαρμένη αλλά καθόλου αφελής, με ευγένεια ψυχής και άνευ ερωτικής τακτικής, όσο και στη γαιώδη αδρότητα μιας εργαζόμενης σκληρά γυναίκας της υπαίθρου από τη Μαρία Κεχαγιόγλου. Παραπέρα, έχει σημασία η επιλογή του Μάνου Κατράκη (1974) και του Αλέξη Δαμιανού (1998) για την εκφορά του αφηγηματικού τριτοπρόσωπου λόγου του συγγραφέα, ως πρόσωπα που εξέφρασαν στην καλλιτεχνική τους πορεία  όψεις της ελληνικότητας, αλλά και η αξιοποίηση του Παπαδιαμάντη ως μυθοπλαστικού χαρακτήρα στο πρόσωπο του Βασίλη Διαμαντόπουλου (1981), ζωντάνεμα μιας παραδομένης διά των φωτογραφήσεων εικόνας του συγγραφέα. Πέρα από τις διανομές/«χαρακτηρισμούς» τίθενται και ζωτικά ζητήματα αφηγηματικών τεχνικών. Στο Καλή σου νύχτα κυρ' Αλέξανδρε ο ρόλος του αφηγητή διεκδικείται και διεκπεραιώνεται από πολλούς: την κινηματογραφική κάμερα (ο σκηνοθέτης διενεργεί πρόβα με τον ηθοποιό του)· το σκηνοθέτη ως υποκινητή της δράσης με υποδείξεις επί της κίνησης, της ενδυματολογίας, του υποκριτικού λόγου· τον αφηγητή Παπαδιαμάντη σε τρία ηλικιακά στάδια (παιδί, έφηβος, γέρος) και ως φωνή οφ, εκφερόμενη σταθερά από τον ηλικιωμένο Παπαδιαμάντη. Στη Γωνιά του Παραδείσου το διήγημα Ο ξεπεσμένος Δερβίσης διασπάται και παρεμβάλλεται ανάμεσα στα άλλα διηγήματα, τα πλαισιώνει (αρχή και τέλος της ταινίας), ενώ σημαίνουσα επιλογή αποτελεί η ένταξη στην αφήγηση του συγγραφέα (δημιουργός και παρατηρητής της δράσης). Στις σχέσεις ελληνικής κινηματογραφίας/ τηλεόρασης και λογοτεχνίας, το κεφάλαιο Παπαδιαμάντης συνεχίζει να μένει ανοιχτό (επέτειοι, τηλεοπτικά αφιερώματα, νέες παραγωγές) σε ευρύ χρονικά άνυσμα, όχι μόνο ως έκφραση σταθερού ενδιαφέροντος  για μια κορυφαία μορφή της ελληνικής γραμματολογίας αλλά και ως όχημα να μιλήσει κανείς με λογισμό και μ’ όνειρο για διαρκή αισθητικά και ιδεολογικά ζητήματα του ελληνισμού. 

Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Προς Ματθαίον


Ματθαίο,
      το χέρι σου φιλώ. Σε χαιρετώ και εύχομαι υγεία και ευημερία σε εσένα και την οικογενειά σου. Γράφω σου αυτή την επιστολή με αφορμή τα όσα ο Ιώσηπος και οι Γνωστικοί συγγράφουν για την πραγματική, τη μόνη αληθινή ως λέγουν, ιστορία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αν θυμάσε τις νύχτες μας στης Γενησαρέτ τη λίμνη, εκεί στην πολύπαθη Γαλιλαία, με το άφθονο κρασί και της μελαψές Βεδουίνες, δώσε βάση στα γραφόμενα τούτου του φυλλαδίου που είναι ικανό να αναγεννήσει απορίες και προβληματισμό στον απλό κόσμο σαν κι αυτές του μακαρίτη του Θωμά, που επισήμως πια αποκαλούμε Άπιστο.
       Αναρωτιέμαι μόνο αν είμαστε ικανοί να αντικρούσουμε αποτελεσματικά τις κατηγορίες των Γνωστικών που πέρα από τα διάφορα περιττά στοιχεία που στοχεύουν στο θυμικό των συμπατριωτών μας, ουσιαστικά δεν καταγράφουν κάτι πέρα από την αληθινή ιστορία Του όπως εμείς δεν θέλησε να αφηγηθούμε. Ευτυχώς αδελφέ μου, που δεν ζει κι ο Ιούδας, θύμα κι αυτός της συμπαιγνίας, γιατί η εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές... Γνωρίζεις πως λειτουργούν οι επαναστάτες. Δίδουν όλη τους την ψυχή σ' έναν σκοπό που αλιμονό σου, αν τους προδώσεις. Κι ο Ιούδας δεν ένιωσε ποτέ την προδοσία. Ο Ιούδας, που κατά παραγγελία Κυρίου πάντα, πρόδιδε και φιλούσε υπέροχα!
       Ας εστιάσουμε λοιπόν, στα γεγονότα μετά την σύλληψη Του. Κάνε μια αναγωγή στα γραφόμενα του Ιώσηπου, ιδιαίτερα όσων αφορούν την δική Του συμπεριφορά και κρίνε. Ο Πόντιος Πιλάτος, θα θυμάσε, ο Ρωμαίος άρχων της θείας Ιερουσαλήμ στα χρόνια του Ηρώδη, μαζί με την δική μας, ανίερη συνεργασία και την άδολη του Ιούδα συμμετοχή, σκηνοθέτησε την σύλληψη του Ιησού και την παράλληλη απελευθέρωση του Βαραββά. Σκοπός του, να συσκοτίσει Γραμματείς και Φαρισαίους που δεν έβλεοαν με καλό μάτι τις τάσεις απόσχισης της Ιουδαίας από την κυριαρχία της Ρώμης, κάτι που θα οδηγούσε σε πιθανή πρόωρη σύγκρουση τα εντόπια συμφέροντα Ρωμαίων αξιωματούχων, Ιουδαίων συνεχιστών του Μωσαικού Νόμου και των Ζηλωτών. Στη συνέχεια είδαμε ότι και η Δίκη Του ήταν σκηνοθετημένη! Θέατροανώτερο του ελληνικού, η παράσταση του Καιάφα και το σκίσιμο του χιτώνα! Αλλά και στην Σταυρωσή Του, όταν ζήτησε νερό και του έδωσαν ξύδι, υποτίθεται περιγελώντας Τον αλλά στην πραγματικότητα του χορήγησαν μόνο μια δόση από όπιο, μπελαντόνα και χασίς ώστε τεχνηέντως να βρεθεί σε κατάσταση έκστασης και ημιλυποθυμίας... Πόσο γελάσαμε, θυμάσε ?, με εκείνο το "Τετέλεσται'! Ακόμα και στον Σταυρό, εκεί στον Γολγοθά - τον κοινώς αποκαλούμενο Κρανίου Τόπο, δεν έχανε την αίσθηση του κωμικού. Την ίδια βραδιά οι Ρωμαίοι φύλακες, κατόπιν εντολής, άνοιξαν το μνήμα Του και με άκρα μυστικότητα τον φυγάδευσαν στην ελευθερία. Έσβηναν οι λάμπες των σπιτιών, ο κόσμος θρηνούσε - η Πλάση σιωπούσε - κι Αυτός με πλοίο φοινικικό σάλπαρε για την Αθήνα, πόλη της φιλοσοφίας και σ' αυτήν ταξίδεψε την Επτάλοφη Ρώμη!
        Την Μητέρα Του μόνο, τον πιστό Ιωάννη που εξορίστηκε στην Πάτμο και αυτήν τη Μαρία τη Μαγδαληνή που τόσο Τον αγάπησε αλλά αρνήθη αυτός για χάρη των ηδονών με τις πολλές και τους πολλούς, που βουβά θρηνούν ως σήμερα,  λυπάμαι...
        Πες μου τώρα Ματθαίο, με την ειλικρίνεια ου δεν σε διακρίνει, πώς θα απαντήσουμε σ' αυτά που οι Γνωστικοί συγγράφουν και γνωρίζουμε, από πρώτο χέρι, ότι όντως ισχύουν! Θα πεις βέβαια, το ξέρω, ότι τώρα έχουμε τις δυνάμεις της τάξης και την ηγεμονία των ιδεών. Ακόμα θα ισχυριστείς, ότι όσοι γνώριζαν ή μπορούσαν να μάθουν, είτε αυτοκτόνησαν, είτε μαρτύρησαν σε τόπους μακρινούς, είτε στην καλύτερη για αυτούς και εμάς περίπτωση τρελάθηκαν και γράφουν περί Αποκάλυψης και άλλων δαιμονίων. Και πόσοι είναι πλέον αυτοί οι Γνωστικοί? Έχεις δίκιο Ματθαίε! Στο κάτω - κάτω της γραφής υπάρχει κι η καταστολή, αυτή που εξαφάνισε κι αυτήν ακόμα την φιλοσοφία των Ελλήνων!
        Για οτιδήποτε έκτακτο με χρειαστείς θα μπορούσαμε να κανονίσουμε κάποια ιδιάιτερη συνάντηση. Έχω ειδοποιήσει με ανόλογη επιστολή τον Λουκά, τον Έλληνα γιατρό, ο οποίος συμφωνεί στην προτασή μου για απάντηση. Εξ' άλλου, μην ξεχνάς, εκκρεμεί και η υπόθεση των Ευαγγελίων. Έχουμε πολλά να ούμε και βεβαίως να πιούμε.


Ο εν Χριστώ αδελφός σου,
Μάρκος.




για την μετάφραση από τα αραμαικά,
Ειρηναίος Μαράκης
Κυριακή των Βαιών 16 Απριλίου 2006 -
3 Ιανουαρίου 2011
Χανιά Κρήτης

10 βιβλία για το Πάσχα - προτείνει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, εφημερίδα Αυγή

Ημερομηνία δημοσίευσης: 17/04/2011
 
 
από τον ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ

Δέκα βιβλία από τη νέα σοδειά που κυκλοφόρησαν μόλις πριν από λίγο καιρό και περιμένουν να αποσπάσουν την προσοχή σας. Για καλό Πάσχα και καλά διαβάσματα.
* Ρουμάνικα διηγήματα. Ένας μεγάλος συγγραφέας που στην Ελλάδα δεν βρήκε ακόμα το κοινό που του αξίζει. Μια σειρά διηγημάτων όπου το καθημερινό μπλέκεται με το μεγαλειώδες, το τραγικό με το κωμικό, το έπος με τους χαμηλούς τόνους, η βία με την ανθρώπινη συνθήκη. Ένα βιβλίο για τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας αλλά και γι' αυτούς που πιστεύουν ότι η μνήμη είναι απαραίτητο στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού. Νόρμαν Μάνεα, «Οκτώβρης, οχτώ το πρωί» (μτφρ. Ισμήνη Καπάνταη, εκδ. Καστανιώτη).
* Αμερικάνικο αστυνομικό. Τέλη της δεκαετίας του '60 στις ΗΠΑ: Οι Μαύροι Πάνθηρες, η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι, η αντικομμουνιστική υστερία, τα λατινοαμερικάνικα πραξικοπήματα του Χούβερ, η άνοδος του Νίξον. Και διεφθαρμένοι αστυνομικοί, και ερωτύλες γκόμενες, και αδίστακτοι πράκτορες. Πολλοί θα έχετε ήδη αναγνωρίσει το στιλ του συγγραφέα, του Τζέημς Ελρόυ. Αυτό το πολυσέλιδο «Το αίμα δεν σταματάει ποτέ» (μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα) θεωρείται από τα πολύ καλά του βιβλία.
* Φλαμανδικό μυθιστόρημα. Και πάλι μια σημαντική φέτα ιστορίας σε ένα χορταστικό μυθιστόρημα. Εβραίοι που διασώθηκαν από το Ολοκαύτωμα, πυρηνικοί επιστήμονες, σκηνοθέτριες πορνογραφικών ταινιών, σύγχρονα πειράματα που θέλουν να ανακαλύψουν τα μυστικά του σύμπαντος: ο Πάουλ Βεράχεν σε αυτό το «Omega minor» (μτφρ. Ινώ Μπαλτά, εκδ. Πόλις) ανακατεύει όλα αυτά (και πολλά άλλα) ετερόκλητα στοιχεία για να απαντήσει σε ένα απλό ερώτημα: Μα γιατί συνεχίζεται ο πόλεμος στον κόσμο;
* Ισπανικός σουρεαλισμός. Ο Καρλ Μαρξ ανακαλύπτει ότι κανείς πλέον δεν δίνει βάση στις θεωρίες του και όλοι τον λοιδορούν: οι δημοσιογράφοι τον κατηγορούν για τα γκουλάγκ, οι Αλβανοί μετανάστες του φωνάζουν «ζήτω η Αμερική», οι φεμινίστριες δεν θέλουν να τον ξέρουν, οι χρηματιστές τον αγνοούν. Το μυθιστόρημα «Οικογένεια Καρλ Μαρξ» (μτφρ. Κατερίνα Ρούφου, εκδ. Κέδρος) του Ισπανού Χουάν Γκοϊτισόλο θα άρεσε σίγουρα στον Μπουνιουέλ. Θα είχε πλάκα όμως να το διάβαζαν και κάποιοι θρησκόληπτοι της πολιτικής.
* Αγγλικό νουάρ. Από τα νέα, σπουδαία ταλέντα που έχει βγάλει τα τελευταία χρόνια η Βρετανία, η Σάρα Ουότερς έχει αρχίσει να δημιουργεί και στην Ελλάδα τους φανατικούς οπαδούς της. Στο νέο της μυθιστόρημα «Ανήλικος επισκέπτης» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη) αλλάζει ύφος και κλέβει στοιχεία από την παράδοση των φαντασμάτων για να διηγηθεί μια απολαυστική ιστορία. Διασκεδαστικό και ελαφρώς ανατριχιαστικό.
* Αμερικάνικο μπεστ-σέλερ. Οι Αμερικανοί κριτικοί έψαλλαν ωσαννά για το νέο αυτό μυθιστόρημα του Τζόναθαν Φράνζεν, ανακηρύσσοντας τον συγγραφέα πρόσωπο της χρονιάς. Στο «Ελευθερία» (Ρένα Χάτχουτ, εκδ. Ωκεανίδα) ο Φράνζεν περιγράφει τη δυσκολία της μεσοαστικής Αμερικής να ζήσει στη διαρκώς αυξανόμενη σύγχυση των ημερών μας. Από τα μυθιστορήματα που κάθονται στην καλή αφηγηματική αμερικανική παράδοση.
* Ιταλικό νυχτερινό. Το νυχτερινό αυτό γράφτηκε από έναν Ιταλό αλλά διαδραματίζεται στην Ινδία. Και είναι αποσπασματικό, μυστικοπαθές, γεμάτο ανεπιτήδευτη γοητεία. Από τα πιο συναρπαστικά έργα του Αντόνιο Ταμπούκι, το «Νυχτερινό στην Ινδία» (εκδ. Άγρα) είναι ταυτόχρονα ένα ταξίδι ανάμεσα σε σκιές, η αναζήτηση μιας ταυτότητας, μια πινακοθήκη από παράξενα πρόσωπα και η ιστορία φευγαλέων συναντήσεων που δεν θα ολοκληρωθούν ποτέ.
* Δοκίμια από τη Σερβία. Ο Ντανίλο Κις (1935-1989) εξακολουθεί να θεωρείται η κατ' εξοχήν πρωτοποριακή φωνή της σερβικής λογοτεχνίας. Στη συλλογή «Homo poeticus» (μτφρ. Ισμήνη Ραντούλοβιτς, εκδ. Scripta) ο Κις λέει την άποψή του για θέματα που αφορούν την ιστορία και τη θεωρία της λογοτεχνίας, με ένα προσωπικό και συχνά καταγγελτικό ύφος -το ύφος που χρησιμοποίησε και στα λογοτεχνικά του έργα. Σκέψη που παραμένει ζωντανή και επίκαιρη, για θιασώτες του είδους.
* Ελληνικά κείμενα. Μικρά κείμενα, σχεδόν σπαράγματα παράταιρα μεταξύ τους, που όμως δημιουργούν τον δικό τους μικρόκοσμο και ζουν ηδονικά μέσα σ' αυτόν. Το «Σάββατο» του Γιώργου Χρονά (εκδ. Οδός Πανός) σε παίρνει από το χέρι ήδη από την πρώτη σελίδα και σε ξεναγεί σε σημαντικές ή ασήμαντες στάσεις. Μερικές φορές συναντάς και πρόσωπα που αγάπησες και εξακολουθείς να αγαπάς, όπως τον Πιερ Πάολο Παζολίνι ή τον Μάνο Χατζιδάκι. Και τότε νιώθεις ότι, μέσα σ' όλο αυτόν τον χαμό που ζούμε, υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα θεωρούν την αισθαντικότητα προσόν.
* Ελληνική μελέτη. Από τα σημαντικά έργα των τελευταίων χρόνων, το βιβλίο του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου «Το σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία. 1800-2010» (εκδ. Πόλις) ασφαλώς δεν μπορεί να χωρέσει σε μια παρουσίαση λίγων μόνο γραμμών. Μελετώντας τους λόγους που έσπρωξαν συχνά τους Έλληνες να αντιμετωπίζουν το Σύνταγμα ως ένα αναγκαίο κακό, ο Αλιβιζάτος προσπαθεί να αναλύσει και το γιατί φτάσαμε ως κράτος στην κατάσταση που φτάσαμε, αφού πεποίθηση του συγγραφέα είναι ότι «δεν μπορεί να είναι κανείς σήμερα καλός ιστορικός, πολιτικός επιστήμονας ή κοινωνιολόγος, αν δεν είναι σε θέση να διαβάσει έναν νόμο ή να συλλάβει το νόημα μιας δικαστικής απόφασης».

Οι φίλοι που φεύγουν (μνήμη Νίκου Παπάζογλου)

Φεύγουν σιγά - σιγά αυτοί που αγαπάμε,
οι φίλοι....
φεύγουν σε ανύποπτο χρόνο,
δεν γυρίζουν...

Τα τραγούδια τους μένουν
παρέα μας...
τα βράδια που πάντα κρυώνεις...
Σε χρόνο και πάλι ανύποπτο.

Ειρηναίος Μαράκης
18 Απριλίου 2011
Χανιά Κρήτης

          

       

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ,(αναδρομή στη μουσική του προσφορά και συνέντευξη στην Ντίνα Μπατζιά), Αρχείο APN

 από το www.apn.gr

ΕΚΤΑΚΤΟ: ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ Ο ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, κάντε κλικ εδώ για το αφιέρωμα του apn
Tα μισά από τα καλύτερα τραγούδια που ακούσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν δικά του. Σε κάθε συναυλία του γίνεται το αδιαχώρητο. Δημιούργησε «σχολή» με το ύφος του, τη γνωστή σχολή της Θεσσαλονίκης. Μιλάμε για τον τύπο με το κόκκινο μαντήλι, τον «ινδιάνο» της ελληνικής μουσικής, Νίκο Παπάζογλου.
Ήρεμος, στοχαστικός, ολιγαρκής, λιτός, ανοιχτόμυαλος, ευαίσθητος άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει όπως ακριβώς θέλει: στους δικούς του ρυθμούς. Εξαιρετικά βαθιά φωνή, γνώριμη για το λυγμό της, χαρακτηριστική για το χρώμα της. Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, δημιούργησαν μια μοναδικά ερωτική σχέση με το κοινό του. Κι έκαναν αυτό το κοινό να αγαπήσει τραγουδοποιούς που εκείνος ανακάλυψε κι ανέδειξε.
Κάθε καλοκαιρινή του εξόρμηση στην Ελλάδα αποτελεί προσωπική του επιλογή, βάσει διαφόρων κριτηρίων, εκτός των οικονομικών. Αν και θεωρείται από τους καλύτερα αμειβόμενους καλλιτέχνες συναυλιών, επειδή δεν υπάρχουν μεσάζοντες στην διοργάνωσή τους. Χρόνια τώρα διοργανώνει και πραγματοποιεί μόνος του τις συναυλίες του με τη Λοξή Φάλαγγα (οι μουσικοί του) στα πιο απίθανα μέρη της Ελλάδας. Θυμηθείτε το live στο ηφαίστειο της Νισύρου ή στο αρχαίο θέατρο της Θάσου.


ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΥΕ ΟΧΙ ΣΑΝ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟ ΟΡΓΑΝΟ
Γέννημα- θρέμμα της Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Παπάζογλου ασχολήθηκε με τη μουσική μέσα από γκρουπ την περίοδο 1965 – 1970. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μετακομίζει στο Aachen της Δυτικής Γερμανίας (τότε, το 1972) με το συγκρότημά του ΖΗΛΩΤΗΣ, προκειμένου να επιτύχουν κάτι σε σχέση με τη διεθνή αγορά. Έφτιαξαν έξι τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στο Μιλάνο, τα οποία σήμερα υπάρχουν μόνο σε συλλογές κάποιων φίλων. Γυρίζει στην Ελλάδα, όπου σιγά- σιγά αρχίζει να καλλιεργεί όσα έχει στο μυαλό του. «Κάναμε γλέντια -θυμάται σήμερα- στο σπίτι μου, όπου το μπουζούκι ξαναζωντάνευε όχι σαν παρεξηγημένο όργανο. Φαινόταν πως έπαιρνα το δρόμο μου , αυτόν που μ’ έφερε μέχρι εδώ»
Το 1977 ο Νίκος Παπάζογλου κατέβηκε στην Αθήνα, για τις ανάγκες της παράστασης «Αχαρνής» του Διονύση Σαββόπουλου, όπου έπαιζε και τραγουδούσε. Συμμετέχει φυσικά και στο δίσκο που κυκλοφόρησε στη συνέχεια.
Ένα χρόνο μετά ο δίσκος «Η Εκδίκηση Της Γυφτιάς» «σκάει» σαν βόμβα στα θεμέλια του μουσικού «καθώς- πρεπισμού» της εποχής από τη μια, και του λαϊκισμού από την άλλη. Ξυδάκης, Ρασούλης και Παπάζογλου σε μια δουλειά που έγινε στο νεοσύστατο -περίφημο σήμερα- στούντιο «Αγροτικόν» του Νίκου και σημάδεψε για πάντα το ελληνικό τραγούδι.
Αρχικά αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους «ειδικούς», με αρνητικά σχόλια ή και με απορία. «Τι είναι αυτό το πράγμα; έλεγαν. Λαϊκό με επίφαση και στυλ ροκ;»


ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Η ομάδα όμως ήταν αποφασισμένη. «Χτυπούν» για δεύτερη φορά το 1979 και απαντούν στις δήθεν απόψεις με τα «Δήθεν» Η απήχηση του κόσμου είναι πια δεδομένη. Κάποιο βράδυ, ενώ οδηγεί με τη μηχανή του, τον πλησιάζει ένα ζευγάρι πάνω σε μηχανή επίσης και του προτείνουν να κάνει μια συναυλία στο αμφιθέατρο της Νομικής. Δέχεται, αλλά πρέπει να σχηματίσει ορχήστρα. Παίρνει τον Γιώργο Σιδέρη μπουζούκι, γιατρός από την Αθήνα που ήξερε τα κομμάτια, και τους υπόλοιπους από τον φοιτητικό όμιλο θεάτρου – κινηματογράφου του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η συναυλία είχε μεγάλη επιτυχία κι ο Νίκος αποφασίζει πως, παρά τις δυσκολίες, αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί με τη μουσική. Φτιάχνει το σχήμα του, με μπουζούκι τον Ισίδωρο Παπαδάμου (πρώην «Χειμερινό Κολυμβητή») κι αρχίζουν να παίζουν όπου τους καλούν.
Στην Αθήνα έπαιξαν μόνο για σαράντα μέρες τα Χριστούγεννα του 1983, στο ΖΟΟΜ, ως ΤΑΧΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Δεν πήγαν καλά οι εμφανίσεις, κι αναγκάστηκε να βάλει κι από τη τσέπη του χρήματα για να πληρωθούν οι μουσικοί που είχαν αφήσει στο μεταξύ τα μεροκάματά τους στη Θεσσαλονίκη για να έρθουν μαζί του. Έκτοτε δεν ξανάπαιξε στην Αθήνα για μεγάλα διαστήματα, εκτός από τα γνωστά live του.
Άρχισε να στήνει λοιπόν ο ίδιος τις περιοδείες του από την επόμενη κιόλας χρονιά. Μέχρι σήμερα έτσι λειτουργεί. Μάλιστα σε περιπτώσεις που οι εισπράξεις ξεπερνούν το ποσό που έχει συμφωνηθεί, τότε το πλεονάζον ποσό μοιράζεται και χρησιμοποιείται από όλους για βιβλία σε βιβλιοθήκες συλλόγων ή παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετέχει στη «Ρεζέρβα» του Σαββόπουλου, στον δίσκο «Χειμερινοί Κολυμβητές» του γνωστού σχήματος και το 1984 κάνει τον πρώτο ουσιαστικά προσωπικό του δίσκο σε ένα ύφος «μικτό και μόνιμο».
Η «Ταχεία θεσσαλονίκης» διαλύεται και …


ΛΟΞΗ ΦΑΛΑΓΓΑ ΚΑΙ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΙ ΔΙΣΚΟΙ
Δημιουργεί μια ορχήστρα από ερασιτέχνες μουσικούς και από κάποιους φίλους παλιούς επαγγελματίες μουσικούς. Είναι η «Λοξή Φάλαγγα» που κάθε χρόνο όλο κι αλλάζει λίγο τη σύνθεσή της γιατί ο Παπάζογλου προτιμά την ερασιτεχνική ειλικρίνεια από την επαγγελματική δεξιοτεχνία και τις ασφαλείς εκ των προτέρων ενορχηστρώσεις. Το 1986 κυκλοφορεί το «Μέσω νεφών» και παράλληλα συμμετέχει στο «Πότε Βούδας, Πότε Κούδας» των Ρασούλη – Βαγιόπουλου και στο «Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι» του Σαββόπουλου. Το 1988 έρχεται η συνεργασία με το Μάνο Χατζιδάκη στην μπουάτ «Σείριος» και βεβαίως στο δίσκο «Στο Σείριο Υπάρχουνε Παιδιά».
Το ιδιόμορφο ύφος του, όχι μόνο δεν επηρεάζει, αλλά βοηθά στο να ξεχωρίσει και να χαρακτηρισθεί «η ελπίδα του νέου ελληνικού τραγουδιού».
Ο τύπος που δεν βγάζει από πάνω του τα τζην και το κόκκινο μαντήλι, είναι αυτός που καταφέρνει να γεμίζει γήπεδα και υπαίθρια θέατρα και να ξεσηκώσει τον κόσμο με ένα του μόνο χτύπημα στο ντέφι. Σε τέτοια ατμόσφαιρα βγαίνουν το 1990 τα «Σύνεργα» και βέβαια η ζωντανή ηχογράφηση «Στο Θέατρο Λυκαβηττού» το ’91, ένας χώρος που πλέον είναι συνδεδεμένος με τις εμφανίσεις του στο τέλος κάθε καλοκαιριού.
ΚΑΝΑΜΕ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΟΥΣ ΔΙΣΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΠΗΡΕ ΦΟΡΑ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Η λεγόμενη «σχολή θεσσαλονίκης» είναι ουσιαστικά η «σχολή Παπάζογλου». Εκείνος άνοιξε το δρόμο, για να ακολουθήσουν όλοι οι υπόλοιποι. Κανείς δεν ξέρει τι μέλλον θα είχαν ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Μικρές Περιπλανήσεις, ο Γιάννης Μήτσης, η Μελίνα Κανά και τόσοι άλλοι, αν δεν τολμούσε πρώτος ο Παπάζογλου.
Και η αλήθεια είναι πως ο χαμένος θα ήταν το ελληνικό τραγούδι και κατ’ επέκτασιν όλοι εμείς. Όλοι αυτοί κι άλλοι τόσοι πέρασαν από το «Αγροτικόν», ενορχήστρωσαν και ηχογράφησαν τα τραγούδια τους.
«Η δική μου πείρα -τονίζει ο Νίκος- λειτουργεί σαν μια μορφή διακριτικής καθοδήγησης. Ακούω κομμάτια και λέω δεν πρέπει να πάνε χαμένα. Πρέπει να ξεφορτωθείς το πρώτο σου υλικό για να πας παρακάτω. Αλλιώς θα στριφογυρνάς στα ίδια που θα σε βαραίνουν αφόρητα. Αν ο Σωκράτης Μάλαμας ήταν φορτωμένος με τις πρώτες του μπαλάντες τι θα γινόταν; Κάναμε τους δύο πρώτους του δίσκους και μετά πήρε φόρα ο Σωκράτης και κάνει αυτά τα εξαιρετικά τραγούδια».
Σε πολλές δουλειές, η παραγωγή είναι εξ’ ολοκλήρου δική του, με την «ετικέτα» «Στρόγγυλοι Δίσκοι». Αλήθεια τι όνομα είναι αυτό;
«Όταν οι γάλλοι κινδύνευαν να χάσουν το Βιετνάμ, λίγο πριν το Ντιεν Μπιεν Φου και την τελική πτώση, πρότειναν ένα σχέδιο που σαν το είδε ο Χο Τσι Μινχ -ήταν και ποιητής ο άνθρωπος- αναρωτήθηκε: «αυτό είναι κάτι τετράγωνο ή στρογγυλό;» Δηλαδή είναι κάτι που έχει πραγματικό αντίκρυσμα ή είναι γιαλαντζί ντολμάς; Το στρόγγυλο είναι αυτό που έχει πραγματικό αντίκρυσμα κι από εκεί εμπνεύστηκα την ετικέτα Στρόγγυλοι Δίσκοι.»
Χρηματοδοτεί μέχρι δύο δίσκους το χρόνο «ανθρώπων που έχουν τις προδιαγραφές και ταλαιπωρούνται άδικα» Όπως με τον Ορφέα Περίδη που είχε συμβόλαιο με την εταιρεία του και δεν του έκαναν δίσκο. «Του είπα να έρθει στο Αγροτικόν να κάνουμε το δίσκο κι όταν τους είπε να σπάσει το συμβόλαιο, τότε αυτοί του έκαναν το δίσκο που όλοι ξέρουμε τι καταπληκτική τύχη είχε»
Πριν τρία χρόνια κυκλοφόρησε η τελευταία του δισκογραφική δουλειά «Όταν Κινδυνεύεις Παίξε Την Πουρούδα». Δεν έχει μπει γενικά στο παιχνίδι των συχνών εμφανίσεων στα media – τα αποφεύγει σταθερά- και δεν φαίνεται διατεθειμένος να δισκογραφεί μόνο και μόνο για να έχει μια τέτοια παρουσία.
Σήμερα ζει έξω από τη Θεσσαλονίκη, σε ένα μεγάλο κτήμα κάπου ανάμεσα στο Πανόραμα και τη Θέρμη, με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Πηγαινοέρχεται στο στούντιο με μία BMW R26, ταξιδεύει στο Αιγαίο για τις συναυλίες του με το καίκι του, «πετάει» στον ουρανό της Μακεδονίας με το αεροπλάνο του για να ξεχνιέται, μιλάει με τα άλογά του, φροντίζει τα λουλούδια του και καταγράφει όπου πάει παραδοσιακά τραγούδια. Πίνει μόνο με καλούς φίλους, χαμογελάει, γράφει τραγούδια που μιλάνε για πράγματα απλά και αληθινά που αφορούν όλους μας.
«Τραγούδια που σου γλυκαίνουν το αυτί». Λίγο είναι αυτό;


ΝΤΙΝΑ ΜΠΑΤΖΙΑ -Φωτογραφίες: Σπύρος Τσακίρης

http://www.apn.gr/music/greek-music/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%B6%CE%BF%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CF%84/

Η νοσταλγία της ποίησης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ




ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ, Τέσσερις εποχές, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 60

Όταν τα πράγματα μας διώχνουν, όταν οι άνθρωποι δεν μας επαρκούν ως κοινωνικό περιβάλλον, έχουμε την επιλογή της σάτιρας, της κριτικής διάθεσης, της αντιδικίας, ίσως και της μελαγχολίας, ενίοτε και τη σοβαρότερη όλων στάση της αποστασιοποίησης. Μια άλλη επιλογή είναι η αναχώρηση σε επιλεκτικές περιοχές της μνήμης, που γίνονται εμμονές, εξιδανικεύονται, οργανώνονται ως απείκασμα του πραγματικού κόσμου, όπου ακόμα και το περιβάλλον, η φύση, συνεργάζεται, συγκατανεύει, ακολουθεί τη μελαγχολία των ημερών, όπως κυκλικά εναλλάσσονται στην κλίμακα του χρόνου, ακολουθεί τη μελαγχολία των εποχών, όπως αναβλύζουν φιλτραρισμένες από το υπόστρωμα των αναμνήσεων, τη μελαγχολία των τόπων, όπως εγγράφονται στον εμμονικό χάρτη της προσωπικής γεωγραφίας.
Ο ποιητής εγκαταλείπει κάθε αξίωση να ορίσει τα πράγματα μέσα στη φωνή του, να νοηματοδοτήσει τον κόσμο μέσα στις λέξεις του, να οριστεί ως πρόσωπο μέσα στην προσωπική του μυθολογία. Η ήττα της ποίησης δεν είναι κάτι περισσότερο από την ήττα του ποιητή - ταυτίζεται με τα όριά του.
Το θέμα βρισκόταν απέναντί μου
(ένας «Αναπαυόμενος» σε ανάκλιντρο της παραλίας)
έβλεπα την κατακόκκινη τομή στο στέρνο του
την κόκκινη πετσέτα
το σπάνιο πια Delial
(με ρίγη δεκαετιών
με ανακλήσεις)
βάδιζε υπολόγιζα στα εξήντα
Είναι μια στάση, μια κίνηση, ακριβώς αντίστροφη από εκείνη της καρυωτακικής ποίησης. Την ήττα της ποίησης βίωσε, έψαυσε, διανοήθηκε, περιέγραψε ο «αυτόχειρας της Πρέβεζας», παρ’ ότι σίγουρος για την προσωπική ποιητική νίκη του επί της τρέχουσας ποίησης των ημερών του, επί της πάντα τρέχουσας ποίησης. Γιατί αυτή, η «δικιά του» νίκη δεν του αρκούσε, δεν αναπλήρωνε το φρυγμένο έδαφος της ποίησης, τη χαμένη λάμψη του ήλιου, την απόξενη φύση. Επέλεξε την πλέον απόλυτη αποστασιοποίηση, την ανοικείωση. Και έτσι λειτούργησε ως ποιητής.
Καρυωτακισμός δεν υπήρξε στα χρόνια του μεσοπολέμου, όπως διατείνονταν ευφάνταστοι, έντρομοι και διατεταγμένοι γραφιάδες τύπου Καραντώνη, παρά μόνο ως σάβανο, για να παραχωθεί όπως όπως ο ενοχλητικός υπαλληλάκος που έθεσε αυτό το όριο της ανοικείωσης, ως εναρκτήριο και συνάμα τελικό όριο στη γλώσσα του μοντερνισμού. Καρυωτακισμός όμως υπήρξε στο μεταπόλεμο, στο έργο τόσων και τόσων ποιητών, που περνώντας μέσα από την εμπειρία του πολέμου και της αριστεράς, αναζήτησαν μια διαφυγή από τη σκιά του Σεφέρη, που μονοπωλούσε τη νέα ποιητική γλώσσα. Αλλά εδώ ο Καρυωτάκης έγινε απλώς καταφύγιο, όχι εφαλτήριο. Αναπαράχθηκε το κλίμα μέσα στο οποίο έδωσε τη γενναία απάντησή του – σχεδόν  κανείς δεν άντεξε τη γενναιότητά της. Η ανοικείωση, εν προκειμένω η αισθητική απομάκρυνση από το σεφερικό υπόδειγμα, το οποίο σιγά σιγά κυριαρχούσε, δεν αποτολμήθηκε. Η καρυωτακική εμπειρία κατέληξε άλλοθι.
Καρυωτακισμός υπήρξε, ως θεματική τώρα, και στο έργο πολλών ποιητών του ’70. Η αμφισβήτηση βρήκε εύκολα διαύλους επικοινωνίας με τα απόνερα του απογυμνωμένου λυρισμού και της κριτικής διάθεσης του ποιητή. Όμως τα χρόνια πέρασαν, οι κύκλοι όπου να ‘ναι κλείνουν, το διά ταύτα έρχεται όλο και πιο απαιτητικό. Κι εδώ είναι που συμβαίνει η αναδίπλωση, η επιστροφή στα πάτρια της μνήμης, οι απαντήσεις που ανασκαλεύουν όλο εκείνο το μπαγιάτικο -στην εποχή του Καρυωτάκη, για τα γούστα του Καρυωτάκη, με μέτρο την ποίηση του Καρυωτάκη- νεορομαντικό υπόστρωμα. Μικροαστός ήταν και ο Καρυωτάκης, αυτό το βιωματικό υλικό διαχειρίστηκε, όχι όμως για να το νομιμοποιήσει, για να το χρησιμοποιήσει ως κοινωνικό προφίλ, ως αδράνεια, εφησυχασμό, πόζα, αλλά για να το απορρίψει, σημείο προς σημείο, κόκκο προς κόκκο, απογυμνώνοντας την ποίηση από τα πέπλα της μιζέριας και της συμβατικότητας που την περιβάλλουν, σε κάθε περιβάλλον, σε κάθε εποχή. Η ανοικείωση της ποίησης από τους τρέχοντες κοινωνικούς προσδιορισμούς της ανέδειξε τους βαθύτερους και διαρκείς κοινωνικούς προσδιορισμούς της, απελευθέρωσε την προσωπική αλήθεια του ποιητή.
Στον Μαυρουδή θα πρέπει να αναγνωρίσουμε συνέπεια, ποιητική εντιμότητα, καλλιέργεια, λεπταίσθητο γούστο, ευρύτητα οριζόντων, όλα τα υλικά και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γραφούν ωραία ποιήματα, τα οποία όμως δεν αναπληρώνουν τη χαμένη γοητεία της ποίησης. Η νοσταλγία της είναι το τεκμήριο της απουσίας της, όπως η ανοικείωση είναι το απωθημένο, το εσαεί ανεκπλήρωτο του εκλεκτικισμού.  
Βράδυ λοιπόν στο Λουτράκι
για να επιστρέψω στο θέμα
κινούνταν όπως είπα οι βεντάλιες
μύριζαν άνθη στο παραθαλάσσιο σινεμά
και η θεία εκείνη
με κάρτες από το Εβιάν
τη Ρώμη και απ’ το θέρετρο του Κορινθιακού
[...]
πέθανε ήσυχα μου είπαν στο κρεβάτι.
Το βιβλίο του Μαυρουδή, η ποιητική στάση που αποτυπώνει, αποτελεί ένα ασφαλές τεκμήριο για τη θέση και τη διάθεση της ποίησης των ημερών μας, τεκμήριο και κριτήριο οπωσδήποτε ασφαλέστερο από εκείνο που μας δίνουν οι αμέτρητες ποιητικές εκδηλώσεις, οι καθημερινές ποιητικότροπες εκφάνσεις, η αγχωτική περιφορά της ποίησης στο έρημο παζάρι των κοινωνικών αξιώσεων. Το βιβλίο του Μαυρουδή μας προσφέρει ένα σημείο επανεκκίνησης, απ’ το οποίο μπορούμε είτε να ανακαλύψουμε πάλι το χαμένο νήμα της καρυωτακικής ανοικείωσης, είτε, απλώς, να ομολογήσουμε την ήττα της ποίησης, νεκράν όπου σκυλεύουν αλλοφρονούντα τέκνα της.
Πολλοί πιστεύουν, με περισσή ελαφρότητα, πως τα ποιήματα γράφονται εν κενώ, πως ο κάθε μορφωμένος ή και λόγιος άνθρωπος, αν προσπαθήσει, μπορεί να γράψει ένα ευπρεπές ποίημα. Το κενό είναι η διαδρομή της ποίησης, ως πραγματωμένο έργο, το κενό είναι το σημερινό της αδιέξοδο, ο τρόμος μπροστά στο «βάραθρο το αγριωπό», κι αυτό δεν καλύπτεται, δεν «πληρώνεται», με την οποιαδήποτε προσωπική καλλιέργεια, με καμιά ποιητικίζουσα ή φιλολογίζουσα ευκολία. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του Μαυρουδή, ακριβώς επειδή προϋποθέτει και ανακαλεί πολύ συγκεκριμένα τη διαδρομή της ποίησης, αξιώνεται τη θέση του ως σημερινό ποιητικό έργο, και ακριβώς επειδή προκύπτει ως ουσιωδώς φιλολογικό, είναι ένα σημαντικό βιβλίο.

Υ.Γ. Αυτή η στήλη, που την επισημαίνω με τον τίτλο «Στους δρόμους της ποίησης», σκοπός μου είναι να υπάρχει κάθε Κυριακή, ώστε να χαρτογραφήσουμε το ποιητικό τοπίο, όπως διαμορφώνεται εκ νέου σήμερα, αφού φαίνεται πως η «έκρηξη» της πεζογραφίας αραίωσε τόσο πολύ τα μόρια του λόγου, που προσελκύει πια μικρότερο το ενδιαφέρον, παλαιοτέρων αλλά και νεοεισερχομένων στο λογοτεχνικό στίβο.

Αναστάσιος Καλιακάτσος- Χέρι με πινέλο

Η ελληνική ως προς την ξένη λογοτεχνία

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΚΟΤΣΗ, Η διεθνοποίησις της φαντασίας. Σχέσεις της ελληνικής με τις ξένες λογοτεχνίες τον 19ο αιώνα, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 288 
 
 

Αναστάσιος Καλιακάτσος- Δεκέμβρης, Συγγρού Ι
Το ανά χείρας βιβλίο περιέχει τρεις μελέτες, συγκριτολογικής φύσης, για τη σχέση της ελληνικής λογοτεχνίας με τις αντίστοιχες του δυτικού κόσμου. Η παραδοσιακή συγκριτολογική οπτική στις διάφορες εκφάνσεις της (θέματα, μοτίβα, μύθοι, μεταφραστικές πρακτικές, επιδράσεις, πηγές κλπ.) είναι το μεθοδολογικό εργαλείο με το οποίο η Γ. Γκότση προσεγγίζει το υλικό της, ενώ έχει κάνει έρευνα σε αρχειακό υλικό, στη βιβλιογραφία και τον Τύπο της εποχής.

Η πρώτη μελέτη-κεφάλαιο αφορά στη διερεύνηση της πορείας ενός λογοτεχνικού μύθου (ή «συμβόλου» κατά τη συγγραφέα), που αναπαριστά συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, τον Κανάρη. Η πορεία του προσώπου αυτού, που από ιστορικό γίνεται μυθικό ή σύμβολο αγώνα, ανιχνεύεται κυρίως στο έργο των Ουγκώ και Δουμά, και δευτερευόντως σε έργα άλλων Γάλλων συγγραφέων της εποχής. Παράλληλα όμως ινχηλατούνται και οι ενδεχόμενες επιδράσεις που οι συγγραφείς αυτοί δέχτηκαν από Έλληνες ποιητές, όπως ο Κάλβος και ο Σολωμός, ποιήματα των οποίων είχαν μεταφραστεί στα γαλλικά. Τέλος, παρουσιάζονται αντιστικτικά και οι ενσαρκώσεις του ίδιου ήρωα σε έργα Ελλήνων ποιητών του 19ου αιώνα, με τρόπο που αναδεικνύεται η διαφορετική οπτική και παρουσίαση ή σημασιοδότηση του συμβόλου αυτού (εντός διαφορετικών κοινωνικοϊδεολογικών συμφραζομένων). Η κατά βάση θεματική αυτή προσέγγιση συνοψίζει τα έως τώρα διατυπωμένα από την κριτική επί μέρους συμπεράσματα και προχωρά σε εκ του σύνεγγυς παρουσίαση της πορείας του συμβόλου στο έργο των Δουμά και Ουγκώ, εντοπίζοντας τις αλλαγές στη χρήση και τη σημασιοδότησή του στα έργα τους, με βάση όχι μόνο στενά λογοτεχνικά δεδομένα αλλά κυρίως εξωλογοτεχνικούς παράγοντες (βιογραφικά στοιχεία, πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα κλπ.). Το τελευταίο μέρος του πρώτου κεφαλαίου («Ο Κανάρης και οι Έλληνες ποιητές») αξίζει να το επεξεργαστεί η μελετήτρια σε μελλοντική, πιο ανεπτυγμένη ειδική εργασία, για να φανεί αναλυτικότερα η ενδιαφέρουσα σύγκριση και αντιπαράθεση που επιχειρεί.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η «πηγή» ενός πολύστιχου ποιήματος του Ραγκαβή, του «Γοργού Ιέρακος». Το αφηγηματικό αυτό ποίημα, που παρουσιάζει την ιστορία ενός ινδιάνου της Αμερικής, το εμπνεύστηκε ο συγγραφέας, όταν ήταν πρέσβης στην Αμερική, από το περιηγητικό έργο του W.H.Dixon New America. Η Γκότση επισημαίνει τα συγκεκριμένα σημεία του κειμένου του Άγγλου περιηγητή, από τα οποία ο Ραγκαβής αντλεί τον αφηγηματικό ιστό της ιστορίας, και κατόπιν προχωρά στην παρουσίαση των θεματικών δεδομένων του ποιήματος που συνιστούν τη ραγκαβική «μετάπλαση» του μύθου. Αφού διερευνήσει τις αλλαγές στο θέμα, προσπαθεί να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους αυτός ο «ρομαντικός ερυθρόδερμος» γίνεται θέμα ενός ποιήματος, που χαρακτηρίζεται από τη μελετήτρια «λαϊκή αφήγηση σε ρομαντική ιστορία με ρεαλιστική κατάληξη» (σ.131), και υποβάλλεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό του 1871. Στο τελευταίο μέρος της μελέτης προσπαθεί να παρουσιάσει το κείμενο ειδολογικά και μετρικά, διατυπώνοντας πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την επιλογή του Ραγκαβή να υποβάλλει ένα έργο που χαρακτηρίζεται από «μη συστηματική» εναλλαγή διαφορετικών «στροφικών συστημάτων», προκαλώντας τους κριτές του διαγωνισμού. Αυτές οι μετρικές παρατηρήσεις, αν και δεν εγγράφονται στη συγκριτολογική μεθοδολογία, με την οποία παρουσιάζεται το υλικό στο βιβλίο, είναι άκρως ενδιαφέρουσες για τη νεωτερική φύση του ραγκαβικού εγχειρήματος. Θα ήταν πολύ σημαντικό να παρουσιαζόταν αναλυτικότερα, αν και κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από τους στόχους του βιβλίου αυτού. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να αποτελέσουν το αντικείμενο ενός ξεχωριστού άρθρου από τη συγγραφέα.
Το τελευταίο κεφάλαιο-μελέτη είναι διαφορετικού τύπου συγκριτολογική προσέγγιση, αφού εστιάζει στο μεταφραστικό έργο ενός λόγιου του 19ου αιώνα, γνωστού περισσότερο με την ιδιότητα του λαογράφου ή του κριτή στον Διαγωνισμό της Εστίας, του Νικολάου Γ. Πολίτη, το 1883. Το πιο σημαντικό στοιχείο στην όλη προσπάθεια είναι το ότι η Γκότση επιχειρεί να παρουσιάσει μια εικόνα του εν λόγω συγγραφέα, διαφορετική από τη στερεότυπη που μεγάλη μερίδα της κριτικής έχει (ως κάποια εποχή) προβάλλει, εκείνη του μεταφραστή.
Στην αρχή καταγράφονται οι μεταφράσεις που κάνει ο Πολίτης, δημοσιευμένες και μη. Πολλά από αυτά τα στοιχεία προέκυψαν από την έρευνα στο αρχείο του συγγραφέα. Στη συνέχεια, εξετάζεται η παρουσία του Πόε, κυρίως, και δευτερευόντως άλλων συγγραφέων του «φανταστικού διηγήματος» (Βερν, Γκωτιέ κλπ.), στο μεταφραστικό έργο του Πολίτη. Σε αυτή την πρώτη ενότητα, δεν έχουν εντοπιστεί παντού οι «πηγές» των κειμένων που μεταφράζει, δηλαδή αν τα μεταφρασμένα κείμενα προέρχονται από άλλες μεταφράσεις σε γαλλικά περιοδικά και εφημερίδες, και όχι από τα πρωτότυπα (αγγλικά, γερμανικά κλπ.) έργα. Εξίσου σημαντικό, σε σχέση με την περίπτωση του Πόε, θα ήταν να εξεταστούν συγκριτικά οι μεταφραστικές πρακτικές του Πολίτη και του Ροΐδη για τον ίδιο συγγραφέα, σύγκριση που θα οδηγούσε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η επίσης θεματική παρουσίαση της δεύτερης ομάδας κειμένων που μεταφράζονται και εντάσσονται στον ρεαλισμό και την ηθογραφία αποτελεί αξιόλογη συμβολή στην έρευνα, συνοδευόμενη μάλιστα από την ένταξή της στην όλη «ντόπια» «ηθογραφική» παραγωγή. Τα συμπεράσματα, που πολύ συνοπτικά παρουσιάζονται στο τέλος και αναδεικνύουν τη (διπλή) προσωπικότητα του έργου του Πολίτη, ρίχνουν τον σπόρο για μια διαφορετική ανάγνωση της όλης «ηθογραφικής» παραγωγής. Όπως η μελετήτρια πολύ σωστά καταλήγει, ο Πολίτης θεωρεί σημαντικό τα έργα να είναι «ελληνικά» ή εθνικά ως προς τη θεματική μόνο (υπόθεση), ενώ για τη μεθοδολογία συγγραφής προωθεί (εμμέσως μόνο) το διεθνές πρότυπό του μέσω των μεταφράσεων. Ωστόσο, θα χρειαζόταν μεγαλύτερη έκταση για να ανιχνευθεί σε βάθος το συγκεκριμένο θέμα, κάτι που μια τέτοια μελέτη αφήνει ως υπόσχεση για το μέλλον σε ξεχωριστό άρθρο ή βιβλίο. Η άποψη του Ξενόπουλου, που παρατίθεται στο τέλος, για τον Πολίτη, ως φορέα «νέων ιδεών», αποτελεί τον προάγγελο της μελλοντικής αυτής διερεύνησης, ανοίγοντας νέο δρόμο για την προσέγγιση της συγκεκριμένης προσωπικότητας και του εν λόγω θέματος.
Η εργασία κλείνει με τέσσερα παραρτήματα. Τα τρία συμπληρώνουν το Α΄ κεφάλαιο: παρατίθεται το ποίημα «Γοργός Ιέραξ», το αγγλικό απόσπασμα από το έργο του Dixon και η μετάφρασή του. Το τελευταίο παράρτημα είναι επιστολές που αντάλλαξαν οι Carl Selig, Ξενόπουλος, Κ.Χατζόπουλος και Πολίτης, που αφορούν στα αξιόλογα σύγχρονά τους πεζογραφήματα για μετάφραση στα Γερμανικά.
Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι το ανά χείρας βιβλίο με τις τρεις πολύ ενδιαφέρουσες συγκριτολογικές μελέτες του, ανοίγει τον δρόμο για την αναθεώρηση των ενίοτε λανθασμένων παγιωμένων απόψεων για τον 19ο αιώνα και δίνει κάποιες κατευθύνσεις για διερεύνηση σε μεγαλύτερο βάθος των λεπτομερειών του φαινομένου των επιδράσεων από ξένες λογοτεχνίες και του ρόλου τους, μαζί με τις μεταφράσεις, στη διαμόρφωση της δικής μας λογοτεχνικής παραγωγής. Παράλληλα, αναδεικνύει σε αδρές γραμμές και τον ρόλο του (ελληνικού και ξένου) τύπου στην καθοδήγηση (ή και ποδηγέτηση;) των συγγραφέων ή τη γόνιμη επίδραση στην οργάνωση, τη θεματική και τα είδη της λογοτεχνίας μας.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης