Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Φερεϊντούν Φαριάντ: Σε μια εποχή ιμιτασιόν φεύγει ακόμα ένας άνθρωπος αυθεντικός




Μετά τον Θ. Αγγελόπουλο  έφυγε ξαφνικά άλλο ένα δυνατό και αδέσμευτο πνεύμα της Ελλάδας,  αλλά και του διεθνισμού, ο Ιρανός ποιητής και συγγραφέας Φερεϊντούν Φαριάντ.
Μοιάζει συμβολικό αυτό το γεγονός μια και εν μέσω οικονομικής  και κοινωνικής κατάρρευσης σηματοδοτείται και η αναπόφευκτη πνευματική χρεοκοπία του τόπου, της εποχής. Ο Φερεϊντούν ετοιμαζόταν να παίξει στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Η Άλλη Θάλασσα», σε έναν μονόλογο που του είχε αναθέσει να γράψει στα περσικά.
Ο Φερεϊντούν Φαριάντ θεωρείται από τους πρωτοπόρους ποιητές και συγγραφείς της Περσίας. Γεννήθηκε το 1949 στο Χορραμσάρ του Νοτιοδυτικού Ιράν και σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης κοινωνικές επιστήμες και συγκριτική λογοτεχνία. Έζησε στη Ελλάδα από το 1980. Φοίτησε στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδαξε την περσική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε αρχαία ελληνικά και μετέφρασε πάνω από εικοσιπέντε βιβλία, κάνοντας γνωστούς στην Περσία τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς. Στα ελληνικά μετέφρασε το πρώτο βιβλίο στο είδος του, με αρχαία περσική λογοτεχνία.
Το 1991 βραβεύτηκε από την Εταιρία Ελλήνων Μεταφραστών και από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Επιστημόνων, ενώ για την έκδοση  του έργου του “Πέτρινος Χρόνος” που είναι το μεγαλύτερο σε έκταση δίγλωσσο έργο του Ρίτσου που έχει εκδοθεί παγκοσμίως, μετά από εκτεταμένη συνεργασία του με τον ίδιο τον ποιητή,  του απέφερε το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης Έργου Ελληνικής Λογοτεχνίας σε ξένη Γλώσσα».
Έγραψε παιδικά βιβλία και τιμήθηκε στην Τεχεράνη από το παράρτημα IBBY (Βραβείο Άντερσεν). Ποίησή του μεταφράστηκε σε Ελλάδα, Γαλλία και Αγγλία. Συνδέθηκε με μακρόχρονη φιλιά και συνεργασία με τον αγαπημένο του Γιάννη Ρίτσο, μεταφράζοντας ο ένας βιβλία του άλλου. Το έργο του για παιδιά «Όνειρα με Χαρταετούς και Περιστέρια», έχει τιμηθεί με το βραβείο Άντερσεν και, μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Γιάννη Ρίτσο, διδάσκεται σε ανθολογία της Ε' και ΣΤ' δημοτικού σχολείου.
Να αναφερθεί ακόμα  πως λίγες μέρες πριν ο Φερεϋντούν Φαριάντ είχε προλάβει να στείλει στον εκδότη του στην Τεχεράνη, μια μελέτη για τον Ελύτη πολλών σελίδων που έγραφε επί δυο συναπτά έτη. Η Ελλάδα θρηνεί την απώλεια ενός μεγάλου ποιητή που αγάπησε και υπηρέτησε τον ελληνισμό όσο λίγοι.
Δυστυχώς στην εποχή  της απολυταρχίας των μίντια και του φασισμού των αγορών που αποφασίζουν τι είναι επίκαιρο και υπαγορεύουν την αξία της τέχνης ανάλογα με την εμπορευσιμότητά της, ο Φερεϊντούν έζησε λυτά και με περιορισμένα μέσα, με αξιοπρέπεια και ακεραιότητα, αδέσμευτος. Ο τρόπος του είναι ο τρόπος της γλώσσας του, η πραγματική του ιθαγένεια είναι ο τόπος του διεθνιστικού ανθρωπισμού του.
Προσωπικά, θα μου λείψει πάρα πολύ ο φίλος και συνεργάτης μου, και θα θυμάμαι πάντα τα λόγια του πως η αδράνεια που υπάρχει αυτούς τους καιρούς στο πνεύμα απλά προετοιμάζει καινούργια ρεύματα καλλιτεχνικά, κοινωνικά και πολιτικά.

http://www.ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3872:i1006&Itemid=158

“Μαρξιστική κριτική στην Αναρχία”. Ένα πολύ επίκαιρο βιβλίο




γράφει ο Νίκος Λούντος


Η καινούργια έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου “Αναρχισμός: μια μαρξιστική κριτική” είναι μια επίκαιρη παρέμβαση σε μια συζήτηση που είναι ανοιχτή στο κίνημα. Μπορεί τα ΜΜΕ να μπερδεύουν τα λόγια τους κάθε φορά που μιλάνε για “αναρχικούς”, “αντιεξουσιαστές”, “κουκουλοφόρους”. Μπορεί η Αριστερά ορισμένες φορές να κάνει το ίδιο, βασίζοντας την κριτική της σε απολίτικες προβοκατορολογίες. Όμως, για να συζητήσει κανείς για τους αναρχικούς και για να αντιπαρατεθεί μαζί τους, πρέπει να ξεκινήσει από αυτό που είναι: μια υπαρκτή συνιστώσα του κινήματος, με πραγματική παρουσία στις μάχες και ιδεολογική επιρροή που πολλές φορές ξεπερνά τα όρια των οργανωμένων τους δυνάμεων.
Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, υπάρχει αναρχική παρουσία στο κίνημα και θα συνεχίσει να υπάρχει. Όσο περισσότερο ο καπιταλισμός ριζοσπαστικοποιεί χιλιάδες ανθρώπους και τους σπρώχνει στη σύγκρουση μαζί του, η “άμεση δράση” και η “αδιαμεσολάβητη σύγκρουση” είναι η πιο προφανής επιλογή.
Στις διαδηλώσεις των τελευταίων ετών, ο κόσμος που είχε τις λιγότερες εμπειρίες ήταν αυτός που ήταν αυθόρμητα αναρχικός, πιστεύοντας ότι με ένα δυνατό ντου στη Βουλή μπορεί να σταματήσει τα μέτρα. Αυτός ακριβώς ήταν ωστόσο ο κόσμος που έκανε τα μεγαλύτερα βήματα και μέσα από τη δράση του, κατάλαβε και τη σημασία της οργάνωσης και της απεργίας. Εξάλλου, όπως θύμιζε ο Τρότσκι, καμιά επανάσταση δεν βασίστηκε σε αυτούς που πατάνε το φρένο, οι επαναστάσεις έχουν στο κέντρο τους αυτούς που πατάνε το γκάζι.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο αναρχικός τρόπος οργάνωσης και παρέμβασης είναι πραγματικό “γκάζι” και άρα μπορεί να οδηγήσει στη νίκη ή αντίθετα είναι αναποτελεσματικός και ανοίγει το δρόμο για την ήττα. Από αυτή την αφετηρία και με αυτό το στόχο δούλεψε ο Τζον Μόλινιου σε αυτή την παμφλέτα προσφέροντας μια σειρά επιχειρήματα που στόχο έχουν όχι να καταγγείλουν τους αναρχικούς, αλλά να τους πείσουν ότι για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και να βάλουμε μπρος το χτίσιμο μιας κοινωνίας ελευθερίας χρειάζεται να διοχετεύσουμε την ενεργητικότητά μας σε μια πιο οργανωμένη προσπάθεια που θα έχει στο κέντρο της την εργατική τάξη.
Η αντιπαράθεση μαρξιστών – αναρχικών συναντάει συνήθως τρία προβλήματα. Τα πρώτο είναι ότι επειδή το αναρχικό ρεύμα από τη φύση του δεν είναι ενιαίο, υπάρχουν αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις. Στο εσωτερικό της αναρχικής παράδοσης βρίσκει κανείς οπαδούς του ατομικισμού που ελάχιστη απόσταση έχουν στο φιλοσοφικό επίπεδο απο τους ακραίους νεοφιλελεύθερους. Υπάρχουν ρεύματα λαϊφστάιλ, αλλά και ρεύματα που βάζουν στο κέντρο της προσοχής τους το εργατικό κίνημα. Για να γίνει σοβαρή συζήτηση, πρέπει να γίνει τίμια, και να ξεκαθαριστεί με ποια άποψη γίνεται η αντιπαράθεση. Ο Μόλινιου κάνει προσεκτικά αυτές τις διακρίσεις.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι το αντίστροφο. Η αντιπαράθεση με τους αναρχικούς δεν μπορεί να γίνει αν πίσω από την γενική ταμπέλα “Μαρξισμός” αθροίσουμε αδιακρίτως σταλινικούς, ρεφορμιστές και επαναστάτες. Για τους επαναστάτες μαρξιστές η αντιπαράθεση με τους αναρχικούς δεν έχει τίποτα κοινό με την κριτική που τους ασκούν οι οπαδοί του κοινοβουλευτισμού και των θεσμών. Πρόκειται για ένα παλιό πρόβλημα που είχε οδηγήσει τον Τρότσκι στο Δεύτερο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς να τονίσει πως αν από τη μια μεριά υπάρχει ένας ξεπουλημένος ρεφορμιστής σαν τον Σάιντεμαν και από την άλλη βρίσκονται “αμερικάνοι, ισπανοί και γάλλοι αναρχοσυνδικαλιστές που όχι μόνο θέλουν να παλέψουν ενάντια στην αστική τάξη, αλλά που, αντίθετα με τον Σάιντεμαν, θέλουν πραγματικά να της κόψουν το κεφάλι, λέω ότι προτιμώ να συζητήσω με τους ισπανούς, αμερικάνους και γάλλους συντρόφους για να τους πείσω ότι το κόμμα είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωση της ιστορικής αποστολής που πέφτει πάνω τους -την διάλυση της αστικής τάξης.”
Έτσι ο Μόλινιου επισημαίνει ότι ο επαναστατικός Μαρξισμός υποστηρίζει πως “το κράτος θα καταστραφεί με επανάσταση, δηλαδή από ένα μαζικό λαϊκό ξεσηκωμό στον οποίο η εργατική τάξη μέσω της δικής της άμεσης δράσης θα τσακίσει και θα οδηγήσει σε κατάρρευση τους βασικούς θεσμούς του υπάρχοντος κράτους -τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές κλπ.” Όσοι αναρχικοί διαφωνούν με αυτήν την τοποθέτηση βρίσκονται δεξιότερα του επαναστατικού μαρξισμού. Με όσους συμφωνούν, η συζήτηση που πρέπει να γίνει είναι τι πρέπει εμείς ως επαναστάτες να κάνουμε για να βοηθήσουμε τα πράγματα να φτάσουν μέχρι εκεί.
Το τρίτο ζήτημα που παρεμβαίνει στην αντιπαράθεση Μαρξισμού – Αναρχισμού, είναι ότι πέρα από την ιδεολογική και φιλοσοφική συζήτηση, υπάρχει μια συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία για την οποία χρειάζεται να πάρει κανείς θέση. Ποιος ήταν ο ρόλος των αναρχικών στα μεγάλα ιστορικά κινήματα και ιδιαίτερα στη ρώσικη και την ισπανική επανάσταση;

Στα δυνατά σημεία

Εδώ ο Μόλινιου κάνει επίσης μια τολμηρή επιλογή. Λέει ότι αν θέλουμε να αποδείξουμε ότι ο αναρχισμός δεν μας προσφέρει σοβαρή στρατηγική για τη νίκη της επανάστασης δεν είναι σκόπιμο να εστιάσουμε στα αδύνατα σημεία, αλλά αντίθετα να εξετάσουμε κομβικές στιγμές όπου η αναρχική πρακτική είχε σημαντική παρέμβαση και πού οδήγησε. “Επιχειρώ”, λέει ο Μόλινιου, “μια αμφισβήτηση της αναρχικής παράδοσης στα πιο ισχυρά και όχι στα πιο αδύνατα σημεία της”.
Τα τρία παραδείγματα που εξετάζει είναι ο Μπακούνιν, η ρώσικη και η ισπανική επανάσταση. Ο Μπακούνιν είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση όπου η υποτιθέμενη σύγκρουση με κάθε μορφής εξουσία και ηγεσία ήταν η άλλη όψη της κυριαρχίας μικρών ανεξέλεγκτων ομάδων στο εσωτερικό συνωμοτικών οργανώσεων. Ο Μπακούνιν σε ένα γράμμα του στον Νετσάγεφ έγραφε: “Οι συλλογικότητες που οι σκοποί τους είναι κοντά στους δικούς μας πρέπει να εξαναγκαστούν να συγχωνευθούν με τη δική μας Συλλογικότητα, ή τουλάχιστον να υποταχθούν σε αυτήν χωρίς να το έχουν οι ίδιες επίγνωση, ενώ τα επιβλαβή άτομα πρέπει να αποπεμφθούν από αυτές. Οι συλλογικότητες που είναι εχθρικές ή εξακριβωμένα επιβλαβείς πρέπει να διαλυθούν, και τελικά η κυβέρνηση πρέπει να καταστραφεί. Όλα αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την προπαγάνδιση της αλήθειας: είναι αναγκαία η πανουργία, η διπλωματία και ο δόλος”.
Στην περίπτωση της Ρωσίας ο Μόλινιου θυμίζει ότι “Η αναρχική παράδοση στη Ρωσία ήταν παλιότερη απ' ό,τι ήταν ο μαρξισμός, είναι όμως εντυπωσιακό το πόσο μικρός ήταν ο ρόλος του αναρχισμού στην επανάσταση του 1917”. Μάλιστα, “ο Βολίν, ο σημαντικότερος αναρχικός διανοούμενος της περιιόδου, επιστρέφοντας στη Ρωσία τον Ιούλη του 1917 δεν βρηκε ούτε μια αναρχική εφημερίδα, αφίσα ή ομιλητή σε κάποια συγκέντρωση στην Πετρούπολη, την καρδιά της επανάστασης”.
Ο ρόλος των αναρχικών αναδεικνύεται σε δεύτερη φάση, στη διάρκεια της απομόνωσης της επανάστασης και της ήττας. Οι αναρχικοί συνδέουν την παράδοσή τους με τα γεγονότα της Κροστάνδης και του μαχνοβίτικου κινήματος στην Ουκρανία. Όμως, όπως εξηγεί ο Μόλινιου αυτό μόνο σε βάρος τους μπορεί να λειτουργήσει. Τα κινήματα αυτά εξέφραζαν ανθρώπους που εξεγείρονταν απέναντι στη φτώχεια. Όμως η νίκη τους, αντικειμενικά, θα οδηγούσε στην επικράτηση της πιο άγριας αντεπανάστασης.
Αγρότες ήρθαν σε διάφορες στιγμές σε σύγκρουση με το εργατικό κράτος που είχε στηθεί μετά την επανάσταση του '17, όμως η νίκη τους δεν θα είχε σημάνει ένα δικαιότερο καθεστώς, αλλά την ακόμα πιο γρήγορη επέλαση των περικυκλωτών της Ρωσίας, των ξένων στρατών και των νοσταλγών του Τσάρου που καραδοκούσαν. “Έτσι”, καταλήγει ο Μόλινιου, “ο απολογισμός του αναρχισμού στη μεγαλύτερη επανάσταση της ιστορίας, αποκαλύπτει πως δεν έπαιξε κανένα ρόλο όταν η επανάσταση αναπτυσσόταν, και όταν αυτή υποχωρούσε έδωσε ακούσια, αλλά όχι λιγότερο πραγματική, βοήθεια στην αντεπανάσταση”. Η ρώσικη εμπειρία είναι μια σημαντική υπενθύμιση της ανάγκης που υπάρχει σε κάθε κίνημα να βλέπει την κατάσταση συνολικά, κάτι που οι Αναρχικοί συνήθως αποφεύγουν.
Οι αναρχικοί αρνούνται ακόμα και τη συζήτηση για ένα συνολικό σχέδιο αλλαγής της κοινωνίας, γιατί κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια οργάνωση με δομή και λειτουργίες συγκεντρωτικές. Όμως αυτή η άρνηση της πραγματικότητας οδηγεί σε τραγωδίες. Ο Μόλινιου φέρνει το υποθετικό παράδειγμα της ταυτόχρονης εισβολής δύο αντεπαναστατικών στρατών σε μία χώρα που βρίσκεται υπό επανάσταση. Δεν θα χρειαστεί κάποιος να αποφασίσει πόσες δυνάμεις θα στείλουμε στη μία μεριά της χώρας και πόσες στην άλλη; Αυτό θα γίνει με άμεση δημοκρατία του πληθυσμού σε κάθε γωνιά της χώρας ή με μια κεντρική επαναστατική εξουσία που θα έχει τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή της;

Η ισπανική τραγωδία

Η ισπανική επανάσταση είναι μια τέτοια τραγική εμπειρία στην πράξη. Οι αναρχικοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον ξεσηκωμό και στην επανάσταση. Όμως αρνήθηκαν να κάνουν το κρίσιμο βήμα προς την εργατική εξουσία και έτσι πρακτικά παρέδωσαν τα όπλα. Όπως περιέγραφε η ίδια η αναρχική εργατική συνομοσπονδία CNT: “Είτε συνεργαζόμαστε, είτε επιβάλλουμε τη δικτατορία μας... Τίποτα δεν είναι πιο μακριά από τον αναρχισμό από το να επιβάλλει τη θέλησή του με τη βία... Δεν καταλάβαμε την εξουσία όχι γιατί δεν μπορούσαμε, αλλά γιατί δεν θέλαμε, γιατί ήμασταν ενάντια σε κάθε είδος δικτατορίας”. Έτσι οι καλύτεροι αγωνιστές που δεν ήθελαν κανένα είδος δικτατορίας, άφησαν τον Φράνκο να στήσει μια δικτατορία που κράτησε την εξουσία για 40 χρόνια.
Η μαρξιστική αντιπαράθεση με τον αναρχισμό δεν είναι πολυτέλεια. Όσο πιο επαναστατικές είναι οι συνθήκες, τόσο μεγαλύτερη αναγκαιότητα υπάρχει για οργανωμένη παρέμβαση. Υπάρχει ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα με δημοκρατική δομή αλλά συγκεντρωτική δράση ώστε να μπορεί να κάνει επιλογές που πολλαπλασιάζουν την αποτελεσματικότητα της δράσης μας και δεν την σπαταλούν. Υπάρχει ανάγκη για ένα κόμμα που βάζει σε κίνηση τη μεγαλύτερη επαναστατική δύναμη που υπάρχει στην καπιταλιστική κοινωνία, την εργατική τάξη, η οποία με τη δράση της μπορεί να μπλοκάρει τον καπιταλισμό και να σαρώσει όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Ο Λένιν είχε πει κάποτε πως “Ο αναρχισμός υπήρξε συχνά το πρόστιμο που πλήρωνε το εργατικό κίνημα για τις οπορτουνιστικές του αμαρτίες”. Αυτό για την επαναστατική Αριστερά σήμερα σημαίνει
πως μπαίνοντας επικεφαλής της σύγκρουσης με τον καπιταλισμό, οδηγώντας σε πραγματικές νίκες το εργατικό κίνημα, μπορεί να κερδίσει στις γραμμές της όλη τη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας. Πρέπει να πείσουμε τους αναρχικούς ότι η επιλογή τους ισοδυναμεί με την ελπίδα να ρίξουν έναν τεράστιο τοίχο με τα χέρια, την ίδια ώρα που κάποιοι δίπλα τους παλεύουν για να βάλουν εκρηκτικά στα θεμέλια. Το βιβλίο του Μόλινιου είναι μια σημαντική συνεισφορά σε αυτή την προσπάθεια.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3991:i1008&Itemid=62

Λεονάρντο Παδούρα: Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη




Πικρη γεύση

O Λεονάρντο Παδούρα ζει και γράφει στην Αβάνα της Κούβας. Γεννήθηκε το 1955, συνεπώς ανήκει στη γενιά των ανθρώπων που γεννήθηκε ουσιαστικά με την Επανάσταση του 1959 και έχει βιώσει από πρώτο χέρι την πορεία της κουβανέζικης κοινωνίας όλες αυτές τις δεκαετίες της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Άλλωστε, ήταν για χρόνια δημοσιογράφος –και παραμένει- ώστε να έχει πολύ καλά ακονισμένη την αίσθηση της παρατήρησης.
Ο Παδούρα είναι ίσως ο πιο διαβασμένος Κουβανός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων στο κόσμο –και δίκαια. Η πόλη στην οποία επικεντρώνονται οι ιστορίες του, η Αβάνα, δεν θυμίζει την ακρόπολη ενός πολιορκημένου κάστρου της επανάστασης. Είναι μια πόλη φορτωμένη ιστορία είναι αλήθεια, που όμως πια τα βασικά γνωρίσματα σήμερα, ιδιαίτερα μετά τις καταρρεύσεις του 1989, είναι άλλα: ατομικός αγώνας για επιβίωση,
φτώχεια, διαφθορά, και μπόλικος κυνισμός. Ο πρωταγωνιστής των ιστοριών του Παδούρα, όπως ετούτης εδώ, είναι η επιτομή αυτής της πραγματικότητας, με εξαίρεση ίσως τον κυνισμό.
Ο Μάριο Κόντε είναι πρώην αστυνομικός που παραιτήθηκε απογοητευμένος από την υπηρεσία, τώρα κάνει το μεσάζοντα στο «γκρι» εμπόριο παλιών βιβλίων. Είναι επίσης σκληρός πότης, γεμάτος από πικρή ειρωνεία. Αντί να κυνηγά πράκτορες της CIA, όπως παλιότεροι «ήρωες» σε μυθιστορήματα του είδους στη Κούβα, τα βάζει με διεφθαρμένους αξιωματούχους, απατεώνες κάθε λογής που ευδοκιμούν σε μια Αβάνα με ετοιμόρροπα κτίρια, ναρκωτικά και πόρνες.
Ο Γιόγι, πρώην λαμπρός πολιτικός μηχανικός, νυν δαιμόνιος μαυραγορίτης και συνεργάτης του Κόντε, του εξηγεί τη στάση του:
«Χάσατε το χρόνο σας και τη μισή ζωή σας, αλλά η λύση υπάρχει Κόντε: αυτή που θα αναζητήσεις εσύ για τον ίδιο σου τον εαυτό, για τους ανθρώπους που είναι κοντά σου, για την οικογένειά σου, τους φίλους σου. Κι αυτό δεν είναι εγωισμός… Κοίτα, μόνο σήμερα: μ’ αυτή τη δουλειά, χωρίς να κουνηθώ από το σπίτι μου, ενόσω κοιμάμαι μεσημεριάτικα με τον κλιματισμό μου και χωρίς να ληστέψω κανέναν, κερδίζω πιο πολλά λεφτά απ’ ότι αν δούλευα έναν ολόκληρο μήνα ως μηχανικός, στο πόδι από τις έξι το πρωί για να στριμωχτώ σε ένα γουάγουα [αστικό λεωφορείο] κι άμα τύχει να περάσει το γαμημένο το γουάγουα, τρώγοντας τα σκουπίδια που δίνουν στην καντίνα και υπομένοντας έναν προϊστάμενο που είναι αποφασισμένος να διαπρέψει πατώντας στις πλάτες των υπολοίπων, μπας και τσιμπήσει καμιά καλή θεσούλα χάρη στην οποία θα μπορεί να ταξιδεύει στο εξωτερικό…και για να κερδίσει πόντους ασχολείται με το να πηδάει τη ζωή των άλλων με το τροπάρι της άμιλλας, εθελοντικής εργασίας και των πλάνων παραγωγής. Η σούμα είναι ξεκάθαρη μεγάλε».
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Κόντε σκοντάφτει στην ιστορία που ξετυλίγεται στο βιβλίο. Ανακαλύπτει μια «φλέβα» πολύτιμων βιβλίων σε ένα παλιό αρχοντικό και μέσω αυτής το μυστήριο της εξαφάνισης μιας τραγουδίστριας των μπολέρο, στην Αβάνα τις παραμονές της Επανάστασης. Ο Παδούρα δεν κάνει το λάθος να «ζωγραφίσει» μια ειδυλλιακή εικόνα για την προεπαναστατική Κούβα, κάθε άλλο. Και μέσα από τις ιστορίες που ξετυλίγονται αφήνει να διαφανεί η σύντομη αίσθηση του ενθουσιασμού που γέννησε η επανάσταση του 1959. Αλλά τι πήγε στραβά; Σε αυτό το ερώτημα δεν έχει απάντηση, και
μάλλον θα ήταν υπερβολικό να απαιτούσαμε κάτι τέτοιο από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα.

 Τιμή 19 €, 364 σελίδες, Εκδόσεις Καστανιώτη

http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=316:i75&Itemid=53 

Έρικ Χόμπσμπομ: Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο




Η επικαιρότητα του Μαρξισμού

Το «τέλος του μαρξισμού» έχει ανακηρυχθεί πολλές φορές από τότε που ο Μαρξ και ο Ένγκελς έγραψαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Τελευταία φορά ήταν το 1989, με την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων. Και όμως, στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν, το έργο του Μαρξ δεν έπαψε ποτέ να είναι στην επικαιρότητα, μετράει μάλιστα ήδη τρεις «αναβιώσεις». Η πρώτη ήταν το 1998 (χρονιά που συνέπιπτε και με τα 150 χρόνια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου), μετά το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας στη Νοτιοανατολική Ασία. Η δεύτερη έγινε με ευκαιρία την ανάδυση του νέου αντικαπιταλιστικού κινήματος στις αρχές του 2000, που στάθηκε αφορμή για πλήθος αφιερωμάτων για την επικαιρότητα του έργου του Μαρξ. Σήμερα, βιώνουμε την τρίτη και σημαντικότερη τέτοια αναβίωση του μαρξισμού. Ο ναός του παγκόσμιου καπιταλισμού, η Wall-Street, πολιορκείται από διαδηλωτές και οι Financial Times ξεκινάνε αφιέρωμα για την «κρίση του καπιταλισμού» με αναφορές στον Μαρξ. Κομμάτι αυτής της νέας δημοφιλίας που απολαμβάνει η αντικαπιταλιστική κριτική του Μαρξ είναι και το νέο βιβλίο του Χόμπσμπομ «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο».
Βιογραφικά στοιχεία για τη ζωή και την πολιτική στράτευση του Χόμπσμπομ έχουμε δώσει σε προηγούμενες βιβλιοκριτικές του περιοδικού μας (στο τεύχος 73 με αφορμή το βιβλίο του «Επαναστάτες», αλλά και στα τεύχη 66 και 87 για τα βιβλία «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία» και «Ληστές» αντίστοιχα). Το «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο» είναι ένα βιβλίο που μας καλεί να διατηρήσουμε στις αποσκευές μας τον μαρξισμό, όχι απλώς ως μια ιστορική αναφορά, αλλά ως ένα σώμα ιδεών που, αν προσεγγιστεί δημιουργικά, μπορεί να είναι επίκαιρος οδηγός για δράση στον 21ο αιώνα. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο τμήματα: το πρώτο περιέχει άρθρα για τον Μαρξ, τον Ένγκελς και το έργο τους, ενώ το δεύτερο παρουσιάζει μια ιστορία του μαρξισμού από το 1880 μέχρι και σήμερα.
Ο Χόμπσμπομ είναι βαθύς γνώστης των κλασικών του μαρξισμού, γι’ αυτό και η θεματολογία του είναι πολύ πλούσια, με παρουσιάσεις έργων από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και την «Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» μέχρι τα «Grundrisse» (τα προκαταρκτικά δηλαδή κείμενα του Μαρξ για τη συγγραφή του Κεφαλαίου). Στο κεφάλαιο «Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Σοσιαλισμός πριν από τον Μαρξ», ο Χόμπσμπομ εξηγεί την επιτυχία του μαρξισμού στη μεταμόρφωση του επαναστατικού κινήματος των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Απέναντι στις (τόσο δημοφιλείς στους αναρχικούς κύκλους) θεωρίες ότι ο Μαρξισμός «καπέλωσε» το κίνημα με οργανωτικούς όρους, η πραγματικότητα είναι ότι το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς έδωσε πολιτικό βάθος και επιστημονική τεκμηρίωση στα πρώτα κομμουνιστικά σκιρτήματα του Μπαμπέφ και του Μπλανκί, αλλά και στις ουτοπικές θεωρίες σοσιαλιστών όπως ο Όουεν, ο Φουριέ και ο Σεν-Σιμόν.
Στο κεφάλαιο «Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και η πολιτική», ο Χόμπσμπομ σκιαγραφεί τις απόψεις των ιδρυτών του μαρξισμού πάνω σε ένα θέμα που δεν έτυχε της συστηματικής ενασχόλησής τους (με τον τρόπο που μελετήθηκε η καπιταλιστική οικονομία). Η κοινή γνώμη στους κύκλους της μαρξιστικής διανόησης είναι ότι η αντιμετώπιση του κράτους από τον Μαρξ υπήρξε «εργαλειακή» και ότι πρέπει να φτάσουμε στους «δυτικούς μαρξιστές» για να βρούμε μια πιο «σύνθετη» ανάλυση. Ο Χόμπσμπομ ισιώνει την κουβέντα: ο ορισμός του κράτους ως εργαλείου της κυρίαρχης τάξης για την διαιώνιση της κυριαρχίας της είναι η απαραίτητη αφετηρία για τον Μαρξ, από όπου προκύπτει και η ανάγκη για την επαναστατική ανατροπή της. Όμως ο Ένγκελς μάς θυμίζει περαιτέρω ότι το κράτος είναι ο ιστορικός καρπός της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις: η λειτουργία του είναι να διατηρεί την ενότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού που σπαράσσεται από τους ταξικούς ανταγωνισμούς, αποκρύπτοντας ταυτόχρονα την πηγή αυτών των ανταγωνισμών και μυστικοποιώντας την εξουσία της κυρίαρχης τάξης. Η καινοτομία του μαρξισμού ήταν ότι αποκάλυψε τα βαθύτερα οικονομικά αίτια που κινούν την ιστορία, σε αντίθεση με την αντίληψη που την ήθελε αποτέλεσμα της δράσης των «μεγάλων ανδρών» και των πολιτικά ισχυρών. Αυτό δεν σήμαινε την υποτίμηση της πολιτικής: για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η εμφάνιση της εργατικής τάξης ως αυτόνομου κοινωνικού πρωταγωνιστή ολοκληρώνεται μόνον όταν αυτή συγκροτείται σε δικό της πολιτικό κόμμα.
Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, ο Χόμπσμπομ παρουσιάζει αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως
«την άνοδο και την πτώση του μαρξισμού», από την εποχή της δημιουργίας των πρώτων μαζικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων το 1880 μέχρι την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989. Το γεγονός ότι από την περιοδολόγηση του Χόμπσμπομ λείπει μονάχα το χρονικό διάστημα 1914-1929 (απουσιάζει δηλαδή το κύμα των εργατικών επαναστάσεων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με κορυφαίο το ρωσικό 1917) θα ήταν εκνευριστικό, αν δεν ήταν τόσο απελπιστικά προβλέψιμο. Για τον συγγραφέα, οι εργατικές επαναστάσεις ήταν οι εξαιρέσεις του 20ού αιώνα, πάνω στις οποίες η Αριστερά δεν μπορούσε να χτίσει τη στρατηγική της, αν επιθυμούσε να αποκτήσει οποιοδήποτε μαζικό έρεισμα. Αυτή η πεποίθηση, μαζί με τη θεώρηση των κρατών του ανατολικού μπλοκ ως εργατικών (με όλα τους τα προβλήματα) αποτελούν τις βασικές συντεταγμένες του ιδεολογικού και πολιτικού σύμπαντος του Χόμπσμπομ.
Στο κεφάλαιο «Στην εποχή του αντιφασισμού: 1929-1945», ο συγγραφέας εξηγεί την αύξηση της επιρροής των Κομμουνιστικών Κομμάτων στους κύκλους της διανόησης λόγω αφενός της επιτυχίας του πλάνου σε μια εποχή οξυμμένης οικονομικής κρίσης από την οποία η Σοβιετική Ένωση έμοιαζε απρόσβλητη και αφετέρου από την άνοδο του φασισμού και τη συνεπαγόμενη απειλή ενός παγκοσμίου πολέμου. Για την οικοδόμηση των πλατιών αντιφασιστικών μετώπων που προωθούσε η Κομιντέρν μετά το 1934 (μαζί με τα «δημοκρατικά κομμάτια της αστικής τάξης»), χρειάζονταν ωστόσο κάποιες ανατροπές. Η πρώτη ήταν η απόσυρση της άνευ όρων υποστήριξης των αντιαποικιακών κινημάτων (αφού αυτά συγκρούονταν με την Αγγλία και τη Γαλλία, δηλαδή με τους βασικούς «δημοκρατικούς συμμάχους» της ΕΣΣΔ). Η δεύτερη ήταν η αντικατάσταση της επαναστατικής στρατηγικής των ΚΚ της Δύσης με μια ρεφορμιστική «στρατηγική σταδίων». Οι πολιτικές αυτές μετατοπίσεις δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν βαθιές συνέπειες στον ίδιο τον μαρξισμό της σταλινικής Κομιντέρν, που θύμιζε πλέον ολοένα και περισσότερο τον ντετερμινισμό της Δεύτερης Διεθνούς του Κάουτσκι, από την οποία είχαν σπάσει (οργανωτικά και ιδεολογικά) οι επαναστάτες που ίδρυσαν τα πρώτα Κομμουνιστικά Κόμματα. Οι οικονομικές επιτυχίες της Σοβιετικής Ένωσης και ο ρόλος της στην ήττα του γερμανικού ναζισμού έκαναν τη μαρξιστική αυτή ορθοδοξία να μοιάζει ακαταμάχητη.
Στο κεφάλαιο «Η επιρροή του Μαρξισμού: 1945-1983», ο Χόμπσμπομ περιγράφει την υπέρβαση αυτής της ορθοδοξίας. Η εμφάνιση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και το γενικότερο κύμα της από-αποικιοποίησης, μαζί με τη δημιουργία νέων ιδεολογικών ρευμάτων από τα ΚΚ της Δύσης (όπως ο ιταλικός ευρωκομμουνισμός), σήμαναν περισσότερα από ένα κέντρα «κομμουνιστικής ορθοδοξίας». Την ίδια περίοδο, ιδίως μετά το 1968, νέα «ετερόδοξα» μαρξιστικά ρεύματα αναδύθηκαν μέσα από την έκρηξη των κινημάτων ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Στη φάση αυτή, ο συγγραφέας εντοπίζει ένα ολοένα και μεγαλύτερο βάρος της Ακαδημίας στην εξέλιξη του μαρξισμού, γεγονός που τείνει να τον αποξενώσει από τη ζωντανή εργατική τάξη και το κίνημά της.
Σε μια συνέντευξή του, τον Φεβρουάριο του 1990, ο Χόμπσμπομ έκανε την περίφημη δήλωση ότι «η Σοβιετική Ένωση προφανώς και δεν ήταν ένα εργατικό κράτος». Με δεδομένο ότι ο ίδιος ποτέ δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα της εργατικής επανάστασης στη Ρωσία το 1917, η εξιστόρηση του μαρξισμού από την πλευρά του Χόμπσμπομ αδυνατεί να εντοπίσει την κρισιμότερη τομή στην ιστορία του ως ιδεολογικού και μαζικού πολιτικού κινήματος. Αυτό ωστόσο δεν ακυρώνει τη σημασία του έργου του, ούτε την επικαιρότητα του καλέσματος να μελετήσουμε ξανά τον μαρξισμό στη σημερινή περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, ειδικά όταν το κάλεσμα αυτό προέρχεται από τα χείλη του σημαντικότερου εν ζωή ιστορικού του 20ού αιώνα.

Τιμή 26,63€, 439 σελίδες, Εκδόσεις Θεμέλιο

http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=326:i90&Itemid=1 

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Ενας τζογαδόρος δραπετεύει στο Πήλιο








Ο Γρηγόρης Μανιάτης, ένας μεροκαματιάρης «τοκιστής και σουλατσαδόρος» του Χρηματιστηρίου, επιχειρεί να δραπετεύσει από την ίδια του τη ζωή τη στιγμή ακριβώς που η τύχη αρχίζει να του χαμογελά. Αποφασίζει να πάει στο Πήλιο ύστερα από 27 ολόκληρα χρόνια και έρχεται αντιμέτωπος με ένα σωρό παράξενες ιστορίες που τον αναγκάζουν να αναμετρηθεί με τον εαυτό και τις επιθυμίες του.
«Επαθα κι εγώ αυτό που έπαθε ο ήρωας, όντας στον αναβατήρα του χιονοδρομικού κέντρου στις Αγριόλευκες, είχα την αίσθηση ότι πηγαίνω προς τα πίσω και σκέφτηκα ότι θα άξιζε τον κόπο να γράψω» μας λέει ο Δημήτρης Ψυχογιός για το πρώτο του μυθιστόρημα, μια σύγχρονη φανταστική περιπέτεια για τον αλλόκοτο και πολυδαίδαλο κόσμο των ονείρων με φόντο τα χιονισμένα χωριά του Πηλίου, τα Χάνια και πιο συγκεκριμένα τη Δράκεια. «Από αυτό το χωριό κατάγεται η γυναίκα μου, έχει ένα σπίτι εκεί, πηγαίναμε όλα αυτά τα χρόνια με τα παιδιά, κυρίως τα Χριστούγεννα, και έτσι γνώρισα κι εγώ την περιοχή» εξηγεί ο χρονικογράφος του «Βήματος».
Το βιβλίο αυτό είναι το πάντρεμα της αγάπης του για τον τόπο και της ιδέας των «Ονειροφυλάκων», που είχε καταγράψει στη στήλη του από το 2005. Εν προκειμένω συναντούμε και τους Ονειροτρόφους - «είναι τα όντα που τρέφονται με τα όνειρα των ανθρώπων» και συνεργάζονται με τους Ονειροφύλακες που φιλτράρουν τα όνειρα των ανθρώπων για να μην προκληθεί κάποιο κακό στους πρώτους.

Τους προστατεύει ένας σοφός από το παρελθόν
Η αφήγηση είναι εκ των πραγμάτων χαοτική, αλλά το ύφος ανατρεπτικό, με τους ήρωες να μπαινοβγαίνουν στις επί μέρους ιστορίες όπως ακριβώς στα όνειρα. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει μια ακούσια και ετεροχρονισμένη εκλεκτική συγγένεια με την ταινία «Inception» (2010) του Κρίστοφερ Νόλαν την οποία ο συγγραφέας ομολογεί ότι δεν έχει δει. Η νεαρά Μαρία Σπηλιάδη γοητεύει με την ομορφιά της και αναστατώνει ποικιλοτρόπως την περιοχή, ο λάγνος καθηγητής Αντώνης Κριτσινέλιας βλέπει πίνακες του Μουνκ, του Μοντιλιάνι και του Μποτιτσέλι στα πρόσωπα των γυναικών που ορέγεται, ενώ η σύντροφος του Γρηγόρη, Ιφιγένεια Τσαγκάρη, αποδύεται σε μια αναζήτηση του πλούσιου πλέον συντρόφου της που έχει εξαφανιστεί. Ο τελευταίος έχει έλθει σε συμφωνία με τον δημοσιογράφο (και μυθοπλαστικό ήρωα) Δ. Κ. Ψυχογιό ο οποίος παίζει για λογαριασμό του στο Χρηματιστήριο «για να μην πάθει σύνδρομο στέρησης, αφού είναι μανιακός».
Βεβαίως «τα ονόματα των ηρώων είναι κι ένα καλαμπούρι, είναι παρμένα από τον τόπο καταγωγής μου, τα Λεχαινά Ηλείας. Εκ των υστέρων μάλιστα έμαθα ότι το ίδιο είχε κάνει ο Νίκος Καζαντζάκης στο "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" με την Καρδαμύλη». Η κυρίαρχη μορφή του μυθιστορήματος ωστόσο είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, ο Εμμανουήλ Γλυνζώνιος (γεννημένος στη Χίο το 1540) που εδώ κατέχει τον ρόλο του σοφού μιας άλλης εποχής, του προστάτη ορατών τε και αοράτων.
«Είναι ο συγγραφέας και αυτός που τύπωσε το πρώτο βιβλίο λαϊκής πρακτικής αριθμητικής στη Βενετία το 1568, την περίφημη "Λογαριαστική". Ετσι εισήχθησαν οι αραβικοί αριθμοί στην ελληνική γραφή. Το βιβλίο τυπωνόταν ως και το 1820, ενώ σε μορφή χειρογράφου κυκλοφορούσε ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Με είχε εντυπωσιάσει αυτή η προσωπικότητα, ένα πνεύμα θετικό και πραγματιστικό, που έδρασε σε μια εποχή παντοδυναμίας των λογίων και των γραμματικών» επισημαίνει ο συγγραφέας, ο οποίος ασχολείται μαζί του και στο βιβλίο που γράφει τώρα. «Ο Γλυνζώνιος είναι μια υπόμνηση ενάντια στην ελληνική κουλτούρα του λογιοτατισμού που έχει εξορίσει από την ελληνική παιδεία και κοινωνία αυτό που λέμε επιστήμη και ορθολογισμό, ό,τι δηλαδή μας λείπει στην κρίση που βιώνουμε σήμερα».


Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=443077&h1=true 

Τρεις γενιές οθωμανικής ελίτ







Η πορεία μιας οικογένειας και ενός έθνους είναι το θέμα του πρώτου μυθιστορήματος που ολοκληρώνει ο Ορχάν Παμούκ το 1978, σε ηλικία 26 ετών, έπειτα από μία τετραετία συγγραφικού μόχθου. Το υποβάλλει το 1979 σε διαγωνισμό και κερδίζει ένα συμβόλαιο για την έκδοσή του. Μεσολαβεί όμως το πραξικόπημα του 1980 και το βιβλίο κυκλοφορεί τελικά το 1982.
Εχοντας πρότυπο την οικογενειακή σάγκα των Μπούντενμπροκ του Τόμας Μαν, το μυθιστόρημα Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του αφηγείται την ιστορία της Τουρκίας από το 1905 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 παρακολουθώντας τη ζωή τριών γενεών. Ο Τσεβτνέτ μπέη, ένας δραστήριος μουσουλμάνος έμπορος στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καταφέρνει να επιβιώσει του ιδεολόγου νεότουρκου αδελφού του, να πλουτίσει και να ενταχθεί στην αστική μη μουσουλμανική ελίτ. Στους γιους του, που μεγαλώνουν στην εποχή της Τουρκικής Δημοκρατίας, δίνει ευρωπαϊκή ανατροφή. Ο πρώτος ασπάζεται βολικά τις αρχές της αστικής τάξης, ο δεύτερος αναζητεί ένα όνειρο που δεν μπορεί να κατονομάσει.
«Δεν πενθώ για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Χαίρομαι που έγινε η διαδικασία του εκδυτικισμού. Απλώς σχολιάζω τον περιορισμένο τρόπο με τον οποίο η τάξη της κυρίαρχης ελίτ - εννοώ τους γραφειοκράτες και τους νεόπλουτους - έχει αντιληφθεί τον εκδυτικισμό. Δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν ουσιαστικό συνδυασμό Ανατολής - Δύσης∙ απλώς έβαλαν μαζί ανατολικά και δυτικά στοιχεία» τονίζει ο Παμούκ στο αυτοβιογραφικό Αλλα χρώματα (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2010).
Τις εντάσεις και τις παλινδρομήσεις που προκύπτουν από αυτή την άναρχη συνύπαρξη αποτυπώνει, στο ξεκίνημά τους, σε αυτό το μυθιστόρημα, στο οποίο διακρίνουμε τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του: τη γλαφυρή αφήγηση, τις πλούσιες εικόνες από το αριστοκρατικό Νισάντασι, την αγορά στο Μπέιογλου και τα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης, τη λεπτομερή αναπαράσταση της ιδιωτικής ζωής στη σύγχρονη Τουρκία.
Αξιοσημείωτη είναι η πορεία του βιβλίου στη διεθνή αγορά. Στα αγγλικά δεν έχει ακόμη μεταφραστεί. Στα ελληνικά μόλις κυκλοφόρησε, ακολουθώντας το πολύ μεταγενέστερο Μουσείο της αθωότητας (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2009). Οφείλεται η καθυστερημένη εμφάνισή του στο είδος της γραφής, στο ότι είναι «ένα μυθιστόρημα του 19ου αιώνα», όπως λέει ο Παμούκ στα Αλλα χρώματα; Αν ισχύει αυτό, τότε πιθανόν το πρωτόλειό του, ο μεγάλος ερμηνευτικός καμβάς των μεταγενέστερων έργων του, ευνοείται εκδοτικά, 30 χρόνια από την πρώτη έκδοσή του, από την πρόσφατη αναβίωση της επικής παραδοσιακής αφήγησης.


Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=443081&h1=true 

Η παραίτηση, ο θάνατος, ο φασισμός Σε νέα ελληνική μετάφραση τα πέντε διηγήματα της συλλογής «Ο τοίχος», κορυφαία του Ζαν-Πολ Σαρτρ




Το αντιπροσωπευτικότερο πεζογράφημα του υπαρξισμού - και το αιχμηρότερο μυθιστόρημα του Σαρτρ - είναι βέβαια η Ναυτία (1938), αλλά δίπλα του πρέπει να βάλουμε τη συλλογή διηγημάτων Ο τοίχος, που κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα. Γιατί στα πέντε διηγήματα που την αποτελούν εκτίθενται τα κυριότερα θέματα που τον απασχόλησαν σε ολόκληρο το έργο του: το άγχος, η παραίτηση, η ύπαρξη και η ουσία, η αδράνεια και η αναστολή - κυρίως όμως όσα συνιστούν τον πυρήνα της ελευθερίας, δηλαδή της εκλογής και της πράξης.
Στο πρώτο διήγημα, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, ο ήρωας Πάμπλο Ιμπιέτα βρίσκεται το 1937 σε ένα κελί στις φυλακές του Φράνκο περιμένοντας να τον στήσουν στον τοίχο. Οι φαλαγγίτες τού ζητούν, αν θέλει να σώσει τη ζωή του, να τους πει πού κρύβεται ένας από τους συντρόφους του ονόματι Ραμόν Γκρι. Ο Ιμπιέτα, ο οποίος ψυχικά έχει «πεθάνει» προτού εκτελεστεί, τους λέει ψέματα. Στο τέλος όμως αποδεικνύεται ότι ο σύντροφός του είχε εγκαταλείψει τον κρυψώνα του και κατέφυγε στο μέρος ακριβώς εκείνο που είχε υποδείξει ο Ιμπιέτα στους διώκτες του, οι οποίοι πήγαν εκεί και τον σκότωσαν.
Στο «Δωμάτιο» η πρωταγωνίστρια αρνείται να κλείσει σε ίδρυμα τον σύζυγό της ο οποίος έχει παραφρονήσει. Η ζωή της όμως μαζί του θα χάσει κάθε νόημα. Στον «Ηρόστρατο» ο πρωταγωνιστής, τυπικός μικροαστός, αγοράζει ένα περίστροφο. Σύντομα συνδέεται τόσο στενά μαζί του ώστε σχεδιάζει να σκοτώσει με αυτό έξι αγνώστους, έναν με κάθε σφαίρα.
Στο επόμενο διήγημα, «Οικειότητα», ο Σαρτρ χειρίζεται εκπληκτικά το θέμα της επιθυμίας και της σύγκρουσής της με τη δύναμη των στερεοτύπων που μπορούν να ακυρώσουν τα πάντα. Η πρωταγωνίστρια, ονόματι Λουλού, αποφασίζει να εγκαταλείψει τον σύζυγό της Ανρί για χάρη του εραστή της. Ωστόσο οι τυπικοί ρόλοι της γυναίκας στην κοινωνία των αστών (της νοικοκυράς, της ερωμένης ή της συζύγου) παραμένουν τόσο ισχυροί ώστε ακόμη και όταν η ίδια συνειδητοποιεί πως της στερούν την ελευθερία, δεν έχει τη δύναμη να τους ξεπεράσει.
Το βιβλίο κλείνει με την «Παιδική ηλικία ενός αρχηγού», που έχει μέγεθος νουβέλας. Είναι από τα διεισδυτικότερα πεζογραφήματα όσον αφορά την ψυχολογία και τις ρίζες του φασισμού και αποτέλεσε το πρότυπο για πλήθος παρόμοια κείμενα που ακολούθησαν από άλλους. Δεν θα δυσκολευόταν κανείς να εντοπίσει τις σαρτρικές ρίζες στο πολύ μεταγενέστερο δοκίμιο της Σούζαν Σόντακ Fascinating Fascism (Σαγηνευτικός φασισμός) το οποίο δημοσιεύθηκε το 1974, ή στον Κομφορμίστα (1947) του Αλμπέρτο Μοράβια.
Εδώ ο μικρός Λυσιέν Φλορέ, γιος βιομηχάνου, από πολύ μικρός υποβάλλει το ερώτημα που συναντούμε και σε πλήθος άλλα έργα αιχμής της γαλλικής λογοτεχνίας από τον καιρό ακόμη του Σταντάλ: «Ποιος είμαι;». Χρησιμοποιώντας τα πορίσματα της ψυχανάλυσης ο Σαρτρ περιγράφει τις διαδοχικές φάσεις όχι της ωρίμανσης ενός παιδιού, αλλά της ανάπτυξης ενός ανθρώπινου μορφώματος.
Ο Λυσιέν Φλορέ θα περάσει πρώτα από το κρεβάτι ενός παιδόφιλου, δεν θα γίνει όμως ομοφυλόφιλος. Τι πηγαίνει στραβά με τον ίδιον; Η απάντηση καταργεί, στην ουσία, το ερώτημα: ο Λυσιέν θα γίνει μέλος μιας φασιστικής νεολαιίστικης οργάνωσης και θα οδηγηθεί στη δολοφονία ενός εβραίου. Παρέμενε μικρός, με «όμορφο πεισματάρικο προσωπάκι, που δεν ήταν ακόμη τόσο τρομερό». Αλλά βλέποντας τον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη ενός χαρτοπωλείου το παίρνει απόφαση: θα αφήσει μουστάκι. (Η μεταφορά είναι προφανής: κάπως έτσι θα πρέπει να «γεννήθηκε» και ο Χίτλερ.) Ο συγγραφέας, με τον τρόπον αυτόν τονίζει την άγρια παιδικότητα του φασισμού.


Η καλύτερη μετάφραση
Ο Σαρτρ ευτύχησε να έχει κατά το παρελθόν πολύ καλούς μεταφραστές (Αιμίλιος Χουρμούζιος, Κώστας Σταματίου, Νίκος Φωκάς, Λουκάς Θεοδωρακόπουλος). Υπήρξαν όμως και άλλοι που κακοποίησαν τα κείμενά του. Επιπλέον, είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς τις πειρατικές εκδόσεις των βιβλίων του στη χώρα μας στις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Τρεις διαφορετικές μεταφράσεις του Τοίχου (τόσες τουλάχιστον γνωρίζω) υπήρξαν κατά το παρελθόν.
Ευτυχώς η παρούσα μετάφραση της Ειρήνης Τσολακέλλη είναι μακράν η καλύτερη και οι νεότεροι αναγνώστες θα διαβάσουν ένα σημαντικό έργο σε σωστά και ωραία ελληνικά. Αξίζει να τονίσω πως τα διηγήματα αυτά – και ειδικότερα το πρώτο – άσκησαν μεγάλη επίδραση σε έναν από τους δημοφιλέστερους μεταπολεμικούς πεζογράφους μας, τον Αντώνη Σαμαράκη.


Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=443079&h1=true 

Καντέρ Αμπντολάχ: «Το Κοράνι ήταν το Internet της εποχής του»

«Οταν ακόμα ήμουν στην πατρίδα μου είχα δύο όνειρα: να γίνω ο μεγαλύτερος συγγραφέας της και ταυτόχρονα ο πρόεδρός της» μου είπε με κάποια νοσταλγία ο Καντέρ Αμπντολάχ καθώς έπινε το τσάι του στο καφέ που συναντηθήκαμε. Η ζωή και η ιστορία όμως που «έχουν τους δικούς τους κανόνες» τα έφεραν αλλιώς. 
 
 
 
 
 
Εφυγε από το Ιράν στα 32 του χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας μετά την ανατροπή του σάχη Ρεζά Παχλεβί από την «πράσινη επανάσταση» του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Εκείνος ήταν τότε ενταγμένος στη φοιτητική άκρα Αριστερά. «Δεν θέλαμε τους Αμερικανούς. Σκεφτήκαμε ότι ο ιερός ηγέτης θα μπορούσε να συσπειρώσει τα εκατομμύρια των ανθρώπων προς μια άλλη κατεύθυνση. Στην πορεία ξέφυγε από τον έλεγχό μας, ήταν ένα τεράστιο λάθος».

Ο 58χρονος ιρανός συγγραφέας που εδώ και 23 χρόνια ζει (με τη γυναίκα και τις δύο κόρες του) στο όμορφο Ντελφτ της Ολλανδίας βρισκόταν στην Αθήνα το βράδυ της περασμένης Κυριακής, όταν το κέντρο της πρωτεύουσας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Ηρθε στην Ελλάδα για να παρουσιάσει το δεύτερο βιβλίο του στα ελληνικά, το προκλητικό μυθιστορηματικό πορτρέτο του προφήτη Μωάμεθ Ο αγγελιοφόρος του Αλλάχ, μετά Το σπίτι του τεμένους (εκδόσεις Καστανιώτη, 2009), που αγαπήθηκε ιδιαίτερα στη δεύτερη πατρίδα του.

«Βγήκα έξω την ώρα των διαδηλώσεων και ένιωσα αυτή την απέραντη θλίψη του κόσμου. Ο πάτος δεν είναι ποτέ το τέλος, αλλά η αρχή. Εκμεταλλευθείτε την ευκαιρία, ακόμη και σε αυτή την άσχημη εποχή, για να χτίσετε (αναφέρομαι κυρίως στη νέα γενιά) ένα καινούργιο εθνικό Εγώ. Θα το πετύχετε, είστε μαχητικοί όπως όλα τα έθνη με μεγάλη ιστορία» τόνισε ο συγγραφέας καθώς μου αφηγούταν τις δυσκολίες της κατάκτησης μιας άλλης γλώσσας, μιας άλλης κουλτούρας, μιας άλλης χώρας, πείθοντάς με ότι όλα είναι πιθανά μέσα στο σκοτάδι.

«Οι Ολλανδοί έδειξαν το ενδιαφέρον τους στο πρόσωπό μου επειδή επανεφηύρα τη γλώσσα τους με έναν τρόπο. Εγραφα στα ολλανδικά και έκανα πολλά λάθη. Ζητούσα τη βοήθεια των άλλων για να διορθώνω τα λάθη μου. Μετά από τρία - τέσσερα χρόνια λαθών είχα τελειώσει και το πρώτο μου βιβλίο». Το οποίο προστέθηκε σε άλλα δύο που είχε εκδώσει παράνομα στο Ιράν με το ψευδώνυμο που διατηρεί ακόμη και σήμερα (η είσοδος στη χώρα τού έχει απαγορευτεί), ένας συνδυασμός των ονομάτων δυο εκτελεσθέντων κούρδων φίλων του.

Ο αγγελιοφόρος του Αλλάχ είναι ένα ιδανικό ανάγνωσμα για όσους θα επιθυμούσαν μια ομαλή εισαγωγή στην Ιστορία και την κουλτούρα του Ισλάμ, πολύ πιο αποτελεσματική από τα εμπεριστατωμένα αλλά εξοντωτικά επιστημονικά συγγράμματα της Κάρεν Αρμστρονγκ, επί παραδείγματι. Η καλοζυγισμένη αφήγηση, που μοιάζει με ένα μεγάλο εκκοσμικευμένο ρεπορτάζ ή ένα απομαγευμένο ντοκυμαντέρ, είναι υπόθεση του πιστού χρονικογράφου Ζέιντ.

Πρόκειται για τον υιοθετημένο γιο του Μωάμεθ που ανέλαβε να συγκεντρώσει τις πολλές αμφίπλευρες ιστορίες που θα συνέθεταν πολύ αργότερα το ιερό Κοράνι και τις 114 σούρες του. «Ο Μωάμεθ ήταν ένας ονειροπόλος άνθρωπος που τον συνεπήρε ο εαυτός του, το δημιούργημά του. Ηταν στην πραγματικότητα ο μόνος ποιητής που άλλαξε τόσο πολύ τον κόσμο. Διάβασα το Κοράνι ως συγγραφέας και ξέρω τις λογοτεχνικές αρετές του. Ο Μωάμεθ ήταν έξυπνος. Είδε τι έλειπε από τους Αραβες εκείνη την εποχή. Ηταν κάτι που είχαν όλοι οι άλλοι πολιτισμοί γύρω τους. Τους έλειπε ένα ιερό βιβλίο και τους έδωσε το Κοράνι. Με άλλα λόγια, μια νέα αφήγηση για τον κόσμο που έπρεπε να αλλάξει. Φανταστείτε το Κοράνι σαν το Internet του καιρού εκείνου» μου επισήμανε γελώντας ο συγγραφέας.


«Η δυτική δημοκρατία ταιριάζει μόνο στους Δυτικούς» Οσοι προσπαθούν σήμερα «να ρυθμίσουν τις ζωές των ανθρώπων στις ισλαμικές χώρες με βάση ένα αρχαίο ποιητικό κείμενο είναι επικίνδυνοι. Είναι εξωφρενικό να πατάς στο Κοράνι για να επιβάλλεις την εξουσία σε μια ολόκληρη χώρα. Ταπεινώνεις τον Μωάμεθ και το Κοράνι με αυτόν τον τρόπο. Δείτε τι οπισθοδρομικά μυαλά κυβερνούν στο Ιράν» λέει ο Καντέρ Αμπντολάχ. Επισημαίνει όμως ότι στο Ιράν «οι γυναίκες είναι ευτυχώς περισσότερο παρούσες στους αγώνες για αλλαγή σε σχέση με την Αίγυπτο ή τη Λιβύη. Γιατί μια πραγματική αλλαγή στον αραβοϊσλαμικό κόσμο είναι ανέφικτη σήμερα χωρίς τις γυναίκες».
Τέλος, «η δυτική δημοκρατία είναι καλή, αλλά μόνο για εσάς τους Δυτικούς, εδώ είναι το πρόβλημα. Πρέπει αυτές οι ισλαμικές χώρες να διανύσουν έναν ιστορικό κύκλο και να βρουν έναν άλλον τρόπο που να συνδυάζει μια μορφή δημοκρατίας η οποία θα διασώζει και την ψυχή του Κορανίου. Αλλιώς, σας διαβεβαιώ, δεν γίνεται. Δεν μπορούμε να μεταφέρουμε την αμερικανική δημοκρατία στο Ιράκ, έτσι έχουν τα πράγματα».



Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=444177 

Ταξίδι στον μαγικό κόσμο του σελιλόιντ







Βρισκόμαστε στο 1931. Ο Ουγκό Καμπρέ είναι ένα ορφανό αγόρι που παρακολουθεί τα πάντα πίσω από το μεγάλο ρολόι του σταθμού όπου κατοικεί. Ανάμεσα στον Ουγκό, έναν γέρο παιχνιδοπώλη και ένα παράξενο κορίτσι που λατρεύει τα βιβλία θα αναπτυχθεί το δράμα της ιστορίας που συγχρόνως θα οδηγήσει τον θεατή στη μαγεία του κινηματογράφου από την εποχή που το μέσο γεννήθηκε ως τη χρονιά εξέλιξης της πλοκής. Ποιο είναι το μυστικό του γέροντα και ποια είναι η σχέση του με την κινούμενη εικόνα που τόσο πολύ συναρπάζει τον Ουγκό;

Ισως να μην υπήρχε καλύτερος τρόπος για έναν παιχνιδιάρικο συνδυασμό ιστορίας του κινηματογράφου και παραμυθιού από αυτό το μυθιστόρημα με εικόνες. Οι μισές περίπου από τις 545 σελίδες του βιβλίου είναι κείμενο και οι υπόλοιπες είναι ασπρόμαυρες ζωγραφιές που εικονογραφούν τις λέξεις και τα κεφάλαια. Ξεφυλλίζοντάς τες ο θεατής κάνει ένα ταξίδι στον μαγικό κόσμο του σελιλόιντ παίρνοντας γεύση από την «Αφιξη ενός τρένου στον σταθμό της Λα Σιοτά», την πρώτη κινηματογραφική ταινία, γυρισμένη από τους αδελφούς Λυμιέρ, το «Εκατομμύριο» και το «Κάτω από τις στέγες του Παρισιού» του Ρενέ Κλερ, το «Χαμίνι» του Τσάρλι Τσάπλιν, το «Ρολογάδικο» του Γουόλτ Ντίσνεϊ, τη «Διαγωγή μηδέν» του Ζαν Βιγκό και βέβαια από το «Ταξίδι στη Σελήνη» του Ζορζ Μελιές στον οποίο ουσιαστικά οφείλεται η ύπαρξη του βιβλίου.

Γνωστός για τις τεχνικές καινοτομίες που εισήγαγε στον κινηματογράφο, ο γάλλος κινηματογραφιστής Ζορζ Μελιές (1861-1938), γελοιογράφος, ζωγράφος, σχεδιαστής αλλά και θαυματοποιός/ ταχυδακτυλουργός στο Θέατρο Ρομπέρ Χουντίν, συνέβαλε σημαντικά στη μετεξέλιξή του από τεχνική σε μία νέα μορφή τέχνης. Εκτιμάται ότι από το 1896 ως το 1914 σκηνοθέτησε περί τις 531 ταινίες, αλλά μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και με την εξέλιξη του κινηματογράφου η εταιρεία του πτώχευσε, ενώ μεγάλο μέρος των έργων του καταστράφηκε.

Η ιδέα της συγγραφής μιας ιστορίας γι' αυτόν άρχισε να αποκτά σάρκα και οστά στο μυαλό του Σέλζνικ όταν διάβασε το βιβλίο του Γκάμπι Γουντ Πριν από τον Εντσιν: Μια μαγική ιστορία της αναζήτησης της μηχανικής ζωής. Αναφερόταν στη συλλογή αυτομάτων που ο Μελιές χάρισε σε ένα μουσείο, η οποία κατέληξε στα σκουπίδια. «Φαντάστηκα ένα αγόρι που ανακαλύπτει στα σκουπίδια αυτές τις μηχανές. Εκείνη ακριβώς ήταν η στιγμή της γέννησης του Ουγκό και της ιστορίας του» αναφέρει στις ευχαριστίες ο συγγραφέας. Ηταν ένα μεγάλο δώρο για τον Μάρτιν Σκορσέζε, καθώς βρήκε έτοιμο το υλικό για μια ταινία-επιστολή αγάπης προς το μέσο που τόσο αγαπά, η οποία είναι υποψήφια για 11 Οσκαρ.



Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=444166&h1=true 

Αρχαιολόγοι-κατάσκοποι Η σχέση μελών της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών της Αθήνας με την OSS, πρόδρομο της CIA







Μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, το 2003, η αμερικανική κυβέρνηση ενέταξε στις στρατιωτικές δυνάμεις που είχε εγκαταστήσει στη χώρα και ομάδα ανθρωπολόγων προκειμένου να περιοριστεί το μέγεθος των πολιτισμικών καταστροφών, κυρίως των αρχαιολογικών περιοχών και των ανεκτίμητων πολιτιστικών θησαυρών της. Ταυτοχρόνως η Αμερικανική Αρχαιολογική Εταιρεία ανέλαβε να εκπαιδεύσει τον στρατό ώστε να γνωρίζουν ποια είναι και πού βρίσκονται τα μνημεία της αρχαίας Μεσοποταμίας και τα μουσεία που θα έπρεπε να προστατεύσουν.

Τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρότατα. Πολλοί υπέθεσαν - όχι δίχως λόγο, όπως φάνηκε μετά τις φοβερές λεηλασίες που επακολούθησαν - ότι πριν και μετά την εισβολή οι αμερικανοί αρχαιολόγοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως κατάσκοποι. Τίποτε βέβαια δεν αποδείχθηκε. Και αν αληθεύει, θα γίνει γνωστό αφού περάσουν πολλά χρόνια και δοθούν στη δημοσιότητα τα σχετικά αρχεία.

Το να χρησιμοποιούνται τα διάφορα αρχαιολογικά ιδρύματα στο εξωτερικό και οι αντίστοιχες αποστολές για κατασκοπευτικούς λόγους αποτελεί συνήθη πρακτική από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής. Οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν κατά κανόνα τον τόπο, την κουλτούρα, την ψυχοσύνθεση των λαών, τη γλώσσα, τα ήθη και κυρίως την τοπογραφία των χωρών που τους φιλοξενούν. Επομένως οι πληροφορίες που παρέχουν είναι οι πλέον αξιόπιστες. Ας προσθέσουμε ότι έτσι έχουν την ευκαιρία να συνδυάσουν το επάγγελμα με την, ας πούμε, γοητεία της περιπέτειας - όταν φυσικά δεν είναι κοινοί τυχοδιώκτες ή άτομα με ελαστική συνείδηση που δεν θα δίσταζαν να βάλουν στο χέρι τους αρχαιολογικούς θησαυρούς άλλων λαών.

Την κατασκοπευτική δράση των αμερικανών - και όχι μόνο - αρχαιολόγων στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα περιγράφει και αναλύει η Σούζαν Χιουκ Αλεν στο βιβλίο της Classical Spies. American archaeologists with the OSS in World War ΙΙ Greece φωτίζοντας μια σημαντική πτυχή της σύγχρονης ιστορίας μας που ήταν σχεδόν άγνωστη, τουλάχιστον στο ευρύ κοινό. Η έρευνά της βασίστηκε στα αρχεία του OSS (Office of Strategic Services), προδρόμου της CIA, που ιδρύθηκε στις 13 Ιουνίου 1942 από τον πρόεδρο Ρούζβελτ στα πρότυπα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, και στις μαρτυρίες των επιζώντων αρχαιολόγων που στρατολογήθηκαν από το OSS προκειμένου να προσφέρουν πληροφορίες για τη δράση των δυνάμεων κατοχής του Αξονα στην Ελλάδα, αλλά και των αντίστοιχων υπηρεσιών του που επίσης χρησιμοποίησαν ως προκάλυμμα τα αρχαιολογικά ινστιτούτα των χωρών τους τα οποία είχαν παραρτήματα εδώ (λ.χ., το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ή η Γαλλική Σχολή, που έπαιρνε εντολές από το Καθεστώς του Βισύ).


Ο λόγος για τον οποίο οι επιζώντες αμερικανοί αρχαιολόγοι που έδρασαν ως κατάσκοποι απέφυγαν να μιλήσουν ως τώρα, ενώ όσοι πέθαναν πήραν μαζί τους στον τάφο τα μυστικά τους, ήταν βέβαια ο Ψυχρός Πόλεμος. Οποιαδήποτε αποκάλυψη θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας, που ιδρύθηκε το 1881 και έκτοτε επιτέλεσε σημαντικό αρχαιολογικό και ανασκαφικό έργο στην Ελλάδα.
Μετά τη Μεταπολίτευση μάλιστα θα έθετε σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια της την ύπαρξη. Διάχυτη τότε ήταν η εντύπωση πως τα ξένα αρχαιολογικά ιδρύματα στην Ελλάδα υπήρξαν «φωλιές πρακτόρων». Λίγο προτού το ΠαΣοΚ έρθει στην εξουσία, το 1981, η Μελίνα Μερκούρη είχε ζητήσει δημοσίως να κλείσουν όλες οι ξένες αρχαιολογικές σχολές που λειτουργούσαν στη χώρα μας. Αυτό βέβαια ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές εκείνης της χρονιάς και σήμερα οι αντίστοιχες σχολές είναι πολύ περισσότερες από τότε.

Σύμφωνα με την Αλεν στελέχη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών τής εξέφρασαν διακριτικά τις αντιρρήσεις τους όταν τους γνωστοποίησε την απόφασή της να φέρει στο φως τα ντοκουμέντα του OSS που κατέχει σήμερα η CIA και την πρόθεσή της να διεξαγάγει εκτεταμένη έρευνα. Η Αλεν δεν πείστηκε, με αποτέλεσμα η διεθνής κοινότητα να διαθέτει σήμερα ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό και από πολλές πλευρές χρήσιμο βιβλίο.
Πρόκειται για τη δεύτερη σημαντική έρευνά της μετά το Finding the Walls of Troy (1999), που αναδεικνύει την προσωπικότητα και το έργο του Φρανκ Κάλβερτ (1828-1908), ο οποίος διεξήγαγε ανασκαφές στο Χισαρλίκ, την τοποθεσία της αρχαίας Τροίας, επτά χρόνια πριν από τον Σλίμαν.


Είναι εντυπωσιακό το ποιοι και πόσοι αμερικανοί αρχαιολόγοι στρατολογήθηκαν από το OSS στη διάρκεια της Κατοχής. Απόφοιτοι των σημαντικότερων ιδρυμάτων των ΗΠΑ, νέοι και φιλέλληνες οι περισσότεροι, έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως κατάσκοποι αλλά άφησαν και εξίσου σημαντικό επιστημονικό έργο. Από τα ονόματα που παραθέτει η Αλεν εύκολα συμπεραίνει κάποιος ότι ανήκουν στους κορυφαίους αρχαιολόγους των ΗΠΑ. Ανάμεσά τους ο Καρλ Μπλέγκεν, που δούλεψε στην Πύλο και το Χισαρλίκ, η Ντόροθι Κοξ, η Αλισον Φραντς (βοηθός του Μπλέγκεν στην Πύλο), η Βιρτζίνια Γκρέις, που πέθανε στο σπίτι της στην Αθήνα το 1994, και πλήθος άλλοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κάποιοι χρημάτισαν πρόεδροι της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η δράση τους βέβαια δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, αλλά εκτείνεται και στην Τουρκία και, κυρίως, στην Αίγυπτο.

Αμερικανοί και Αγγλοι
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα όσα γράφει η Αλεν για τις σχέσεις βρετανών και αμερικανών αρχαιολόγων στην Ελλάδα, καθώς και για τους κατά κανόνα επιλεκτικούς δεσμούς τους με τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Οπως οι αμερικανοί αρχαιολόγοι εργάστηκαν για το OSS, έτσι και οι βρετανοί για την αντίστοιχη δική τους οργάνωση, το SOE (Special Operations Executive) που ίδρυσε o Τσόρτσιλ το 1940 με σκοπό να ενισχύσει και να κατευθύνει τον ανταρτοπόλεμο στις κατεχόμενες από τον Αξονα χώρες.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Βρετανική Σχολή δημοσίευσε μετά τον πόλεμο τα ονόματα των σπουδαστών της που είχαν δράση στο SOE, παραλείποντας ωστόσο εκείνο της Μάριον Πάσκο, η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον ηγέτη του ΕΛΑΣ Στέφανο Σαράφη. Ολοι οι αμερικανοί αρχαιολόγοι ωστόσο, πλην ενός ο οποίος συνέχισε την καριέρα του στις μυστικές υπηρεσίες, έναν χρόνο μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψαν στα πανεπιστήμια και στο καθαρά επιστημονικό τους έργο.

Πλήθος αφηγήσεων διαπλέκονται σε τούτο το σύνθετο και τεκμηριωμένο βιβλίο, μολονότι είναι πιθανόν, λόγω των περιστάσεων, κάποια από τα ντοκουμέντα να μην ανταποκρίνονται στα πραγματικά περιστατικά και να παραποιούν επίτηδες τα γεγονότα. Ωστόσο η λεπτομερής καταγραφή γεγονότων, ιδίως όσων αναφέρονται στο παρασκήνιο, συμβάλλει σοβαρά στο να αποκτήσουμε πληρέστερη γνώση αυτής της εποχής.

Η Αλεν καταγράφει, όχι χωρίς συγκίνηση, την ιστορία του 27χρονου τότε αρχαιολόγου Ρόντνεϊ Στιούαρτ Γιανγκ. Φλογερός φιλέλληνας, μέλος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών και με σπουδές στο Πρίνστον, τον Μάρτιο του 1941 με έξοδα της Σχολής πήρε ένα ασθενοφόρο και το οδήγησε στο αλβανικό μέτωπο, όπου τον Μάρτιο του 1941 τραυματίστηκε σοβαρά, ενώ το 1945 που εργαζόταν στην UNRRA (στην πραγματικότητα για το OSS) κινδύνευσε ακόμη μία φορά η ζωή του όταν βούλιαξε το καΐκι στο οποίο επέβαινε και έμεινε ώρες να παλεύει με τα κύματα. Ο Γιανγκ σκοτώθηκε το 1974 σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Το βιβλίο της Αλεν αξίζει να μεταφραστεί και να εκδοθεί στα ελληνικά. Οχι μόνον επειδή φωτίζει σημαντικές και άγνωστες πτυχές της πρόσφατης ιστορίας μας, αλλά και γιατί αποδεικνύει ότι τα γεγονότα, οι σχέσεις, οι διαφορές και η δυσπιστία ανάμεσα στους Συμμάχους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πολύ πιο περίπλοκα από όσο τα παρουσιάζουν οι δύο πλευρές που συγκρούστηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωση, στον καταστρεπτικό Εμφύλιο.




Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=444162 

Νέες Εκδόσεις

Νέες Εκδόσεις





Περιοδικό
«Διαβάζω»
Το τεύχος Φεβρουαρίου το περιοδικού «Διαβάζω» περιλαμβάνει ένα αφιέρωμα σε πτυχές της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής που είχαν προδιαγράψει την κρίση, όπως τη βιώνουμε σήμερα. Οι περιπτώσεις της ποίησης, της πεζογραφίας και της φιλοσοφίας, που εντάσσονται στο αφιέρωμα δείχνουν πως μελετώντας κείμενα περασμένων δεκαετιών, ο διεισδυτικός αναγνώστης μπορεί να δει τις αιτίες, τα πρώτα δείγματα, τα συμπτώματα αλλά και τις συνέπειες της επερχόμενης κρίσης, παρόντα στη γραφή και στον προβληματισμό Ελλήνων συγγραφέων και στοχαστών τουλάχιστον τριών γενεών. Τα κείμενα του αφιερώματος υπογράφουν οι Λευτέρης Καλοσπύρος, Γιάννης Δούκας, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Μάκης Καραγιάννης και Νίκος Ταγκούλης.

Ιφιγένεια Καμτσίδου
«Το κοινοβουλευτικό σύστημα»
Σαββάλας, σελ. 309
Για τέσσερις αιώνες ο κοινοβουλευτισμός βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτειολογικής σκέψης. Αποτελούσε ένα οργανωτικό σχήμα που εξασφάλιζε τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και, στη συνέχεια, την άσκησή της σύμφωνα με τη θέληση της Βουλής και, έμμεσα, του λαού. Στο πέρασμα όμως από τον 20ό προς τον 21ο αιώνα, η δυναμική του δείχνει να έχει εξαντληθεί.

Michael Lewis
«Μπούμερανγκ»
Παπαδόπουλος, σελ. 242
Ενα «τσουνάμι» φτηνού χρήματος κατέκλυσε την παγκόσμια οικονομία μεταξύ του 2002 και του 2008. Ηταν κάτι περισσότερο από ένα οικονομικό φαινόμενο: ήταν ένας πειρασμός. Οι Ισλανδοί θέλησαν να πάψουν να είναι ψαράδες και να γίνουν τραπεζίτες. Οι Ελληνες θέλησαν να μετατρέψουν τη χώρα τους σε ένα πυροτέχνημα γεμάτο τζάμπα χρήμα. Οι Γερμανοί θέλησαν να γίνουν πιο πολύ Γερμανοί.

http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=112821262 

Άλλες εκδόσεις

Εκδόσεις





Desmond Morris
«Ανθρώπινος ζωολογικός κήπος»
Κέδρος, σελ. 317
Σε αυτή τη μελέτη ο Μόρρις ασχολείται με τον κάτοικο της πόλης. Διαπιστώνει ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα σε αιχμαλωσία ζώα του ζωολογικού κήπου και παρατηρεί σε βάθος την επιθετική, σεξουαλική και γονική συμπεριφορά του ανθρώπινου είδους στις συνθήκες πίεσης και στρες της ζωής στην πόλη. Το σύγχρονο ανθρώπινο ζώο δεν ζει πλέον σε φυσιολογικές συνθήκες. Φυλακισμένο όχι από κάποιον κυνηγό ζώων για ζωολογικούς κήπους, αλλά από την ίδια του την εγκεφαλική νοητική ευφυΐα.

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
«Φιλαναγνωσία και σχολικές βιβλιοθήκες»
Καστανιώτης, σελ. 220
Το βιβλίο αυτό προσφέρεται ως ένα ενδεικτικό σχέδιο εργασίας με σκοπό την ανάπτυξη και την τόνωση της πράξης της ανάγνωσης, την υποστήριξη και ενθάρρυνση της φιλαναγνωσίας των μαθητών, τη δραστήρια αξιοποίηση της σχολικής βιβλιοθήκης σε κάθε μαθησιακή δραστηριότητα και την παιδαγωγική αναβάθμιση των διδακτικών-μαθησιακών λειτουργιών του.

Γιάννης Ευσταθιάδης
«Προσωπολατρίες - 30 σπουδές»
Μελάνι, σελ. 241
Τα δοκίμια Προσωπολατρίες είναι 27 σπουδές προσωπικού ύφους πάνω σε πρόσωπα και έργα που επιλέγει ως αγαπημένα του ο συγγραφέας: Καβάφης, Σεφέρης, Σινόπουλος, Καρούζος, Δημουλά, Δασκαλόπουλος, Παπαδιαμάντης, Εγγονόπουλος, Σκαλκώτας, Κακούρη, Θεόφιλος, Γκανάς, Βαρβέρης, Τριανταφυλλίδης είναι μερικές μόνο από τις προσωπικότητες τις οποίες ο γνωστός συγγραφέας επέλεξε να ασχοληθεί με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο.

http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=112821262 

Πίτερ Μέι «Οι κυνηγοί των Χάιλαντς»





O επιθεωρητής Φιν Μακλάουντ, επιφορτισμένος ήδη με την έρευνα ενός φόνου που έγινε στο Εδιμβούργο, επιστρέφει ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια στη γενέτειρά του, το νησί Λιούις, για να διερευνήσει έναν άλλο φόνο, που ίσως να συνδέεται με τον πρώτο. Σε αυτό το ανεμοδαρμένο νησί της Σκοτίας, με τις απέραντες χέρσες εκτάσεις, όπου οι κάτοικοι εξακολουθούν να τηρούν το τελετουργικό του χριστιανικού Σαββάτου και να μιλούν τη γαελική γλώσσα, ο Φιν ξαναβρίσκει τους πρωταγωνιστές της παιδικής του ηλικίας: τον Αρτερ, τον καλύτερο παιδικό του φίλο, που ζει σήμερα με τη Μάρσελι, τον πρώτο έρωτα του Φιν, αλλά και τον Εϊντζ, τον τυραννικό αρχηγό της παλιάς του παρέας.
Ο πατέρας του Αρτερ έχει χάσει τη ζωή του αρκετά χρόνια πριν προσπαθώντας να σώσει το Φιν στη διάρκεια της εξόρμησης η οποία παραδοσιακά οδηγεί κάθε χρόνο τους ντόπιους στον αφιλόξενο βράχο του Αν Σγκέιρ, για να σκοτώσουν πουλιά στις φωλιές τους. Τι συνέβη ανάμεσα σε αυτούς τους άντρες δεκαοκτώ χρόνια πριν; Ποιο είναι το μυστικό που συνεχίζει να τους βαραίνει; Παραπλανητικές ενδείξεις, αμφίσημοι διάλογοι, καθημερινές εικόνες από το περιβάλλον των Χάιλαντς. Το «Οι κυνηγοί των Χάιλαντς» (εκδ. Κέδρος) είναι ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα που κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία έως την τελευταία σελίδα.

http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=112821262 

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν Περιπέτειες του Πέπε Καρβάλιο, στη Βαρκελώνη...

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΪΛΑΚΗ








Ο Μονταλμπάν σκιαγραφεί παραστατικά την πορεία της ισπανικής κοινωνίας από το Φράνκο και μετά
Είναι ίσως ο σημαντικότερος και -αναμφίβολα- ο πλέον παραγωγικός σύγχρονος Ισπανός συγγραφέας, πολύπτυχος και απρόβλεπτος, ευρηματικός στις επιλογές του και πρωτοποριακός στη διαχείριση των ποικίλων εμμονών του. Εχει κάνει ρεπορτάζ, έχει γράψει ποιήματα και διαφόρων ειδών μυθιστορήματα, ενώ έχει δημοσιεύσει και μερικά ιδιαίτερα οξυδερκή πολιτικά, κοινωνικά ακόμη και γαστρονομικά δοκίμια. Αλλά -πάνω απ' όλα- ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (1939- 2003), ο δημιουργός του περίφημου ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, κατάφερε να ανανεώσει το αστυνομικό μυθιστόρημα αναμειγνύοντας το θρίλερ, την κατασκοπία και το σασπένς με τις πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους της εποχής του.
Οι περιπέτειες του μελαγχολικού και μηδενιστή Πέπε Καρβάλιο κάνουν την εμφάνισή τους στο μυθιστόρημα «Εγώ σκότωσα τον Κέννεντυ» (1972) για να αποκτήσει -ευθύς εξαρχής- ευρεία αποδοχή και αναγνώριση. Είναι ένας χαρακτήρας που βρίσκεται στον αντίποδα του κλασικού ιδιωτικού ντετέκτιβ, διαθέτοντας μια περίπλοκη και αντιθετική προσωπικότητα, ένας καθρέφτης -θα έλεγε κανείς- της κοινωνίας στην οποία ζει, ένας κυνικός παρατηρητής, αλλά και ειρωνικός σχολιαστής της. Ο Καρβάλιο είναι ουσιαστικά ένας δημοσιογράφος, όπως και ο Μονταλμπάν, κάποιος που ακολουθεί πιστά τη παλιά συμβουλή του σιναφιού «να βλέπεις, να ακούς, να διηγείσαι». Ο ήρωας μεγαλώνει την εποχή του Φράνκο, γίνεται μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος και εκτίει ποινή δύο ετών ως πολιτικός κρατούμενος που προδόθηκε από τους συντρόφους του.
Στη συνέχεια εγκαταλείπει την Ισπανία και πηγαίνει στην Αμερική, όπου γίνεται πράκτορας της CIA, για να επιστρέψει λίγο μετά στη Βαρκελώνη και να ανοίξει δικό του γραφείο ερευνών. Είναι παθιασμένος μάγειρας, λάτρης του καλού φαγητού, του ποτού και της γυναίκας, αλλά και ένας «επικίνδυνος επιζών» σε μια Βαρκελώνη που είναι το κέντρο του κόσμου του. Μία νουάρ -σχεδόν εξωτική- πόλη, για την οποία ο Μονταλμπάν ανησυχούσε εν όψει τον αλλαγών που αναμένονταν λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Μια Βαρκελώνη που αλλάζει, χωρίς όμως να αποκόπτεται από το παρελθόν της. Κάποια ίχνη νοσταλγίας, αλλά και μια διάχυτη απογοήτευση για την αστική πρόοδο, εναλλάσσονται συνεχώς με τρυφερές αναμνήσεις από την παιδική ηλικία ενός συγγραφέα που ήξερε όσο ελάχιστοι να διαπιστώνει τα κακώς κείμενα και να τα διατυπώνει με έναν απροκάλυπτο κυνισμό που κάποιες φορές σπάει κόκαλα.

Διαδρομή

Ο Μονταλμπάν σκιαγραφεί παραστατικά την πορεία της ισπανικής κοινωνίας από τον Φράνκο και μετά: Η ανθρώπινη κωμωδία του συναποτελείται από νεόπλουτους επιχειρηματίες, διεφθαρμένους πολιτικούς, τους απαραίτητους καλλιτεχνικούς κύκλους, την ταχύτατη άνοδο όλων τους στα χρόνια της δημοκρατίας, καθώς βέβαια και τις αποσκευές τους από ένα -όχι και τόσο μακρινό- σκοτεινό παρελθόν. Οσο για την παρούσα έκδοση με τίτλο «Η Βαρκελώνη του Μανόλο- τρεις περιπέτειες του Πέπε Καρβάλιο» (εκδ. μεταίχμιο) περιλαμβάνει τρία από τα σημαντικότερα αστυνομικά μυθιστορήματα του Μονταλμπάν στα οποία πρωταγωνιστεί το alter ego του -ο απολαυστικός Πέπε Καρβάλιο- και φυσικά η Βαρκελώνη.
Οι «Θάλασσες του Νότου» είναι μία από τις δημοφιλέστερες περιπέτειες του ιδιόρρυθμου ντετέκτιβ στην οποία καλείται να λύσει το αίνιγμα της δολοφονίας του επιχειρηματία Στούαρτ Πεδρέλ. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στη Βαρκελώνη το 1979, μετά το θάνατο του δικτάτορα Φράνκο. Πέρα από την αστυνομική πλοκή, το βιβλίο θίγει μια ποικιλία θεμάτων στα οποία η σκιά της Ιστορίας βαραίνει επικίνδυνα πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα. Στο «Βραβείο», ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας με ύποπτο παρελθόν, έχει προκηρύξει το πιο ακριβοπληρωμένο λογοτεχνικό βραβείο. Τη βραδιά της απονομής συρρέουν οι συγγραφείς, οι λογοτεχνικοί πράκτορες, οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί και οι άνθρωποι του πλούτου και της εξουσίας.
Οταν ο επιχειρηματίας βρίσκεται νεκρός στη σουίτα του, όλοι μπλέκουν σε ένα γαϊτανάκι από ψέματα και μισές αλήθειες. Στον «Ελληνικό λαβύρινθο», πάλι, ο Μονταλμπάν ξεδιπλώνει τη νοσταλγία του για το υπό εξαφάνιση παλιό πρόσωπο της Βαρκελώνης, ενώ -παράλληλα- δεν παραλείπει να περάσει από χίλια κόσκινα τους πάλαι ποτέ αριστερούς συντρόφους, τους παραδομένους πια στη γοητεία της εξουσίας. Εδώ, ο Πέπε Καρβάλιο αναλαμβάνει για λογαριασμό ενός παράξενου ζευγαριού Γάλλων, της Κλερ και του Λεμπρούν, να εντοπίσει πού βρίσκεται ο Αλέκος, ο Ελληνας σύζυγος της Κλερ. Καθώς περιδιαβαίνουν τις παλιές γειτονιές της Βαρκελώνης αναζητώντας τον μυστηριώδη Ελληνα, η καρδιά του Καρβάλιο υποκύπτει στην αξεπέραστη ομορφιά της Κλερ. Το προφίλ του ως κυνικού και ψυχρού ντετέκτιβ δεν θα αργήσει να καταρρεύσει.
Συνδέοντας την Ιστορία με την κοινωνική πραγματικότητα, ο Μονταλμπάν με αυτήν την τριλογία αναδεικνύει υποδειγματικά το εύρος και τα όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας. «Στην ουσία, μέσα από τη ματιά του Πέπε Καρβάλιο», εξηγεί ο συγγραφέας, «ζούμε το πέρασμα από τα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα -όταν ο κόσμος πίστευε πως όλα είναι δυνατά- στη σημερινή απογοήτευση χωρίς μέλλον». Και πράγματι, ο κόσμος του -με όχημα την πολιτική βία και τη διαφθορά- διαρκώς μεταβάλλεται, οι άνθρωποι χάνουν την ταυτότητά τους, οι μύθοι καταρρέουν. Και οι ήρωές του πάντα ακροβατούν ανάμεσα στην ελπίδα και τη διάψευση, την ειρωνεία και τη νοσταλγία, όποτε τουλάχιστον μπορούν να αντιπαρέλθουν τον κυνισμό μιας ολόκληρης εποχής που δεν λέει να περάσει - της εποχής της δικής μας...

http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=112821262 

ΒΙΒΛΙΟ | Συλλεκτική έκδοση του «Ζ»







Tο μυθιστόρημα-ντοκουμέντο για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ένα βιβλίο-σύμβολο στα χρόνια της δικτατορίας και βέβαια ένα μυθιστόρημα-σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία. Γραμμένο εν θερμώ από το συγγραφέα σχεδόν παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων και της δίκης που συντάραξε την Ελλάδα, το «Ζ» εκδόθηκε για πρώτη φορά στα μέσα της ταραγμένης δεκαετίας του 1960. «Λογοτεχνικό ρεπορτάζ» ή «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» για τον ίδιο το Βασίλη Βασιλικό, το «Ζ» κινείται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας με το συγγραφέα να ενορχηστρώνει με περισσή ευρηματικότητα τα επίσημα ντοκουμέντα της υπόθεσης Λαμπράκη.

Ο Βασίλης Βασιλικός εξηγεί χαρακτηριστικά: «Είναι κάτι ανάλογο με το χαρακτηρισμό μη μυθιστορηματικό μυθιστόρημα? -non fiction novel- που λανσάρισε στο 'Εν Ψυχρώ' ο Τρούμαν Καπότε.

Πραγματική

Σημαίνει, με άλλα λόγια, μια περίπτωση, που θα ήταν, κάτω από άλλες περιστάσεις, φανταστική ή μυθιστορηματική αλλά συμβαίνει να 'ναι εκατό τα εκατό πραγματική και μη μυθιστορηματική. Δηλαδή το 'Ζ' υπακούει στους νόμους ενός έργου φαντασίας, έχει δική του νομοτέλεια, αυτόνομη, μόνο που τυχαίνει όλα αυτά να μην είναι διόλου φανταστικά, αλλά μια πιστή και υπεύθυνη αντιγραφή της πραγματικότητας». Ο Βασίλης Βασιλικός είναι ο πολυγραφότερος (πάνω από 120 βιβλία) και ο πιο πολυμεταφρασμένος εν ζωή Ελληνας συγγραφέας.

Συλλεκτικό

Η συλλεκτική έκδοση του «Ζ», περιλαμβάνει δωρεάν το dvd με την ομώνυμη ταινία του Κώστα Γαβρά καθώς και σχόλια του ίδιου του συγγραφέα. Γραμμένο σχεδόν παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων και της δίκης που συντάραξε την Ελλάδα, τόσο το «Ζ» όσο και η πολυβραβευμένη κινηματογραφική του μεταφορά σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και σενάριο Χόρχε Σεμπρούν, αναγνωρίζονται ως σημεία αναφοράς στην παγκόσμια μεταπολεμική λογοτεχνική και κινηματογραφική ιστορία.

http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=13774&subid=2&pubid=112821262 

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Τζόναθαν Κόου - Σαν την βροχή πριν πέσει

Η μάχη της μνήμης

 

Για όσους γνωρίζουμε τον Τζόναθαν Κόου από το «Τι ωραίο πλιατσικο», τη «Λέσχη των Τιποτένιων», τον «Κλειστό Κύκλο», το καινούργιο του μυθιστόρημα «Σαν τη βροχή πριν πέσει» εξακολουθεί να μας εκπλήσσει ευχάριστα. Και αυτό γιατί αν και διαφοροποιείται το ύφος του από εκείνο των προηγούμενων μυθιστορημάτων του, το πολιτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική του γραφή είναι παρόν και στο έργο αυτό. Μέσα από τη ζωή απλών, καθημερινών ηρώων, προσπαθεί να σκιαγραφήσει την ιστορία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Επιλέγει να αφηγηθεί την οικογενειακή ιστορία τριών γενεών γυναικών που εκτυλίσσεται τα τελευταία 50 χρόνια. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς ο συγγραφέας θέλει να αναδείξει το γεγονός οτι οι γενιές αυτές αποτελούν ακόμη τους ζωντανούς φορείς της ιστορικής μνήμης. Η λογοτεχνική μέθοδος του μυθιστορήματος βασίζεται στην καταγραφή των ιστορικών αλλαγών από την περίοδο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα μέσα από την μικροκλίμακα  της προσωπικής ζωής των ηρωίδων του.
Η Ρόζαμοντ, ηλικιωμένη πια, λίγο πριν τον επικείμενο και εκούσιο εν μέρει θανατό της, με αφορμή είκοσι διαφορετικές φωτογραφίες, μιλάει σε ένα μαγνητόφωνο, περιγράφοντας διαδοχικά την ιστορία γυναικών που ανήκουν σε τρεις  διαδοχικές γενιές και συγγενεύουν μεταξύ τους. Οι αφηγήσεις προορίζονται για μια τυφλή νεαρή κοπέλα, την Ίμοτζεν, της οποίας τα ίχνη έχουν χαθεί και αποτελεί τον τελευταίο κρίκο αυτής της αλληλουχίας των γενεών. Η αφηγήτρια εκφράζει την αγωνία της να περισώσει την οικογενειακή ιστορική μνήμη, μέσα από τη μορφή των αναμνήσεων, οικοδομώντας το σύλλογικό παρελθόν, μια ταυτότητα για τη νεαρή Ίμοτζεν.
Τον Τζόναθαν Κόου τον απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αναφερόμαστε στο παρελθόν, στους τρόπους με τους οποίους μας διαφεύγει και για το πως μπορούμε να  εφεύρουμε τρόπους να το διατηρήσουμε. Πρόκειται για τη διαδικασία κατασκευής της ιστορίας και των τρόπων με τους οποίους αυτή τελικά διαπερνά τις ζωές μας και τις καθορίζει. Έτσι για την κεντρική ηρωίδα κατά τη διαδικασία ανασυγκρότησης των αναμνήσεων της, οι φωτογραφίες, όπως διαπιστώνει και η ίδια, αποτελούν το μόνο ντοκουμέντο που διαθέτει αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν και ως πέπλο, που μας αποκόβει από την αλήθεια για να την αμβλύνει πολλές φορές. Η αποτύπωση μιας στιγμής απομονώνει και κρύβει τη συνθετική και πολύπλοκη διαδικασία στην οποία ανήκει, μας απομακρύνει από τη διαύγαση της αλήθειας και παραποιεί τις εικόνες της ανάμνησης. Η ηρωίδα μάχεται στις αφηγήσεις της με την αποκατάσταση αυτής της τάξης του παρελθόντος, προσπαθώντας να σπάσει την παράδοση εκείνη κατά την οποία οι  οικογενειακές ιστορίες αποτελούν ένα συγκαλυμμένο και οριοθετημένο πλαίσιο συλλογικής μνήμης.
Οι δυο πρώτες φωτογραφίες τοποθετούν ως ιστορικό φόντο της αφήγησης την περίοδο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την επιδρασή του στη ζωή της ηρωίδας. Μια εργατική οικογένεια  από το Μπέρμιγχαμ όπως και τόσες άλλες προσπαθούν να επιβιώσουν. Τα περισσότερα παιδιά απομακρύνονται από τις οικογένειές τους για άγνωστη διάρκεια και πολλές φορές προορισμό. Η Ρόζαμοντ διαφεύγει ως παδί στην αγγλική επαρχία όπου φιλοξενείται στους θείους της. Στο πλαίσιο αυτό περιγράφεται και η ζωή  των ανώτερων στρωμάτων της αγγλικής κοινωνίας, που κερδοσκοπούν στη μαύρη αγορά και δεν εμφανίζεται η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου να αγγίζει καθόλου τη ζωή τους. Και συνολικά όμως, όλες οι φωτογραφίες περιγράφουν τόσο το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, όσο και τις επιρροές του στη διαμόρφωση των συνθηκών ζωής των ηρώων του μυθιστορήματος. Έτσι, ο συγγραφέας καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να συνδέσει τον «εξωτερικό» κόσμο με τον «εσωτερικό» κόσμο των ηρώων του.
Στις περιγραφές της κεντρικής ηρωίδας αναδεικνύονται οι αντιθέσεις που κυριαρχούν μέσα στις συνθήκες πολέμου. Από τη μια πλευρά υπάρχουν οι ζωές των εργατών, οι οποίοι ζουν τη διάλυση των πιο βασικών μορφών των κοινωνικών τους σχέσεων και κανένας πια δεν επιστρέφει ίδιος στην καθημερινή του ζωή. Από την άλλη, σκιαγραφούνται οι σκληρές και αδιάφορες για ό,τι δεν ταιριάζει στο κοινωνικό προφίλ τους αξίες  των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και οι τρόποι με τους οποίους  αποτυπώνονται ως ψυχικά ρήγματα οι συγκρούσεις αυτών των διαφορετικών κόσμων στις ζωές των ηρωίδων του μυθιστορήματος.
Ο συγγραφέας επιχειρεί, έχοντας ως βασική αναφορά τις ιστορικές και κοινωνικές αλλαγές που διαγράφονται  στο δεύτερο μισό του αιώνα και τις αντανακλάσεις και επιδράσεις τους στις παραδοσιακές μορφές κοινωνικών σχέσεων, όπως η οικογένεια, να αναδείξει τις προσπάθειες των ηρωίδων να αποδράσουν και να επιβιώσουν, ζώντας πολλές φορές και οι ίδιες τη συντριβή. Επιχειρούν όμως ταυτόχρονα και να εξεγερθούν απέναντι στην καταπίεση που υφίστανται, αρνούμενες άλλοτε τους κοινωνικούς ρόλους που τις επιβάλλονται, άλλοτε αυτοπροσδιορίζοντας τους εαυτούς τους  σεξουαλικά και άλλοτε με την επιλογή της μη σιωπής.
Ο Τζόναθαν Κόου γράφει ένα μυθιστόρημα υπενθυμίζοντάς μας πως οι ζωές των καθημερινών ανθρώπων με τις συγκρούσεις, τα λάθη, τις απογοητεύσεις αλλά και τις  υπερβάσεις τους είναι το νήμα που μπορεί να συνδέσει το σύγχρονο άνθρωπο με τη μνήμη των συλλογικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και ταξικών συγκρούσεων που δημιουργούν την ιστορία. Αντιπαρατίθεται με τη μεταμοντέρνα αντίληψη, η οποία ασχολείται με το τρέχον  και αδιαφορεί για τις ρίζες και τις αιτίες των γεγονότων και τις συνεπειές που έχουν αυτές στις ζωές των απλών ανθρώπων. Μέσα από το μυθιστόρημα αυτό, ο Κόου αναδεικνύει μια αντίληψη η οποία δεν αδιαφορεί για την ιστορία, ούτε την αντιμετωπίζει απλώς σαν άθροισμα τυχαίων γεγονότων αλλά αντίθετα προσπαθεί να βρει και να ερμηνεύσει την αλληλουχία των γεγονότων, όπως αυτά συμβαίνουν και επενεργούν μέσα στη ζωντανή πραγματικότητα των καθημερινών ανθρώπων.
Αν για τον Μαρξ ίσχυε ότι «οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους αν και σε συνθήκες που δεν έχουν δημιουργηθεί από αυτούς», ο Τζόναθαν Κόου σίγουρα κατάφερε να μας κάνει κοινωνούς αυτής της αντίληψης με ένα πολύ ευχάριστο και συγκινητικό μυθιστόρημα.

Τιμή: 15 ευρώ 290 σελίδες Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=183:i65&Itemid=35 

Bryan Palmer - Kουλτούρες της νύχτας

Aπό τα νυχτοπερπατήματα στις επαναστάσεις


Ο Bryan Palmer, ιστορικός του εργατικού κινήματος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Trent του Καναδά και συγγραφέας του βιβλίου Κουλτούρες της Νύχτας, χαρακτηρίζει το έργο του «αφηγήσεις περιθωριακότητας». Αν η «μέρα» σημαδεύεται από τα βάσανα της παραγωγής και της επιβίωσης, «η νύχτα μάς επιτρέπει να δραπετεύουμε από τις αγγαρείες της ημέρας, τη μονοτονία της καθημερινότητας που περιορίζει την ανθρωπότητα σε συγκεκριμένα καθήκοντα, υποχρεώσεις και εργασίες» (σελ. 31). «Η νύχτα ήταν ανέκαθεν η ώρα για τους απόβλητους της ημέρας – τους παρεκκλίνοντες, τους διαφωνούντες, τους διαφορετικούς» (σελ. 35). Αυτό το βιβλίο είναι μια συρραφή αφηγήσεων από τις πολλές και διαφορετικές κουλτούρες που γέννησε η «νύχτα» από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα. Σε πολλές περιπτώσεις οι κουλτούρες αυτές ήταν όχι απλώς περιθωριακές, αλλά και «παραβατικές», είτε γιατί το επιδίωκαν είτε γιατί και μόνο η ύπαρξή τους αμφισβητούσε τα αξιώματα και τις ορθοδοξίες της «ημέρας».

Ο Palmer περιδιαβαίνει με μαεστρία σε κάποιες από τις πιο άγνωστες και γοητευτικές «νυχτερινές κουλτούρες». Ξεκινά από τις αγροτικές νύχτες, νύχτες σκληρής επιβίωσης, ενίοτε αιματηρής εξέγερσης, αλλά και νύχτες μαγείας. «Αν και απέφυγε να αρθρώσει μια αντιπολιτευτική τακτική», η μαγεία, σύμφωνα με τον Palmer, «εξέφραζε τη διαφωνία των μη εχόντων» και «με τον απροσμέτρητο αισθησιασμό της, έπληξε τον πυρήνα της καταπίεσης» (σελ. 111), γι’ αυτό και κυνηγήθηκε σε νύχτες θρησκευτικής παράνοιας, όπως ήταν τα γεγονότα του 1692 στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης.
Η σταδιακή εμφάνιση του Διαφωτισμού και των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ευρώπη και την Αμερική από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα περιόρισε το θρησκευτικό σκοτάδι του Μεσαίωνα, διαβαίνοντας όμως και πάλι τα μονοπάτια της νύχτας. Οι νέες ιδέες εκκολάφθηκαν στις στοές των ελευθεροτεκτόνων και στις λέσχες των Γιακωβίνων, που δεν ήταν μόνο γαλλικό φαινόμενο, όπως το δείχνει η εξιστόρηση της δράσης των ριζοσπαστών Γιακωβίνων στην Αγγλία του 1790 ή των μαύρων Γιακωβίνων του Toussaint L’ Ouverture στην εξεγερμένη Αϊτή την ίδια εποχή.
Αλλά το φως που επαγγέλθηκε το νέο σύστημα δεν έφτασε ποτέ στις εργατογειτονιές και τα καινούρια εργοστάσια που ξεφύτρωναν στις αναδυόμενες μητροπόλεις. Μαζί με τις άθλιες συνθήκες εργασίας του καπιταλισμού την εποχή της πρωταρχικής συσσώρευσης, άνθισε – για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση – το εμπόριο ανθρώπων: από τα πορνεία των μεγαλουπόλεων μέχρι την απαγωγή δέκα εκατομμυρίων Αφρικανών από τις εστίες τους και την πώλησή τους στην αμερικάνικη ήπειρο ως σκλάβων.
Οι νέες πειθαρχίες που επέβαλλε η εμφάνιση του κεφαλαίου και η εξάπλωση του εμπορίου σήμαναν και τη δημιουργία νέων χώρων φυγής και εναντίωσης για τους από κάτω. Η ματιά του Palmer εξετάζει πάντα το οικονομικό πλαίσιο, την ίδια στιγμή που είναι ευαίσθητη στις συνισταμένες της φυλής και του φύλου. Από αυτή τη διαλεκτική βγαίνουν διαμάντια. Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση των πειρατών, δεν πληροφορούμαστε μόνο τις πολυκύμαντες σχέσεις συνεργασίας-εναντίωσης των Αυτοκρατοριών με τα πειρατικά δίκτυα, αλλά και την εσωτερική τους διάρθρωση, τους «νόμους» και την ηθική που διήπαν τη ζωή και τον θάνατο.
Μέσα από το δίκτυο των ταβερνών και των αλληλοβοηθητικών ταμείων, ο Palmer σκιαγραφεί τη συγκρότηση της εργατικής συλλογικότητας, καθώς και τα πρώτα εργατικά ξεσπάσματα. Σε μια αφήγηση σκόπιμα εκτεταμένη, διαβάζουμε την ιστορία του πρώτου εργατικού κινήματος της Βόρειας Αμερικής (αρχικά των Ιπποτών της Εργασίας, αυτού του κατά Ένγκελς «αμερικανικού παράδοξου που περιβάλλει τις πιο σύγχρονες τάσεις με τις πιο μεσαιωνικές μασκαράτες»). Η κορυφαία στιγμή αυτού του κινήματος ήταν τα γεγονότα του Σικάγο το 1886, όταν το βράδυ της 4ης Μάη η κυρίαρχη τάξη αποφάσισε ότι οι επικίνδυνες τάξεις είχαν γίνει ανεπίτρεπτα επικίνδυνες: «Πυροβολήστε και σκοτώστε όσους μπορείτε» ήταν η εντολή εκείνη τη σκοτεινή νύχτα.
Η περιδιάβαση στις κουλτούρες της νύχτας δεν θα μπορούσε να προσπεράσει τις παραβατικές σεξουαλικότητες, την ανδρική και γυναικεία ομοφυλοφιλία, καθώς και την ετεροφυλενδυσία. Και σίγουρα, από ένα τέτοιο βιβλίο δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι νύχτες των επαναστάσεων, η Κομμούνα του 1871, η Ρώσικη Επανάσταση του 1917, η Ισπανία του 1936. Όμως και η μετάβαση στο σήμερα δεν θα μπορούσε να γίνει αγνοώντας τις νύχτες της αντεπανάστασης, τη νίκη των Ναζί στη Γερμανία, που προετοίμασε το έδαφος για τη μεγαλύτερη φρίκη του 20ού αιώνα, τα μεσάνυκτα του Άουσβιτς και του Νταχάου.
Στα τελευταία κεφάλαια, οι φίλοι της μουσικής και των θεαμάτων της νύχτας θα απολαύσουν μια περιήγηση στον κόσμο της τζαζ, των μπλουζ, της σόουλ, αλλά και μια ξενάγηση στο νουάρ (αυτού του κινηματογραφικού τρόπου που «έπαιξε εντός των συμβατικών ορίων του Ψυχρού Πολέμου, αλλά γελοιοποίησε τελείως αυτά τα όρια», (σελ. 605). «Ακόμα και αν το σκοτάδι του βύθιζε θέματα κοινωνικής διαμαρτυρίας στη μακριά νύχτα της αλλοτρίωσης, το νουάρ αρνούταν να υποβιβάσει το σύνολο του ρεπερτορίου κριτικής αναπαράστασης στη γλυκερή, πλαδαρή μονοτονία του εξωραϊσμένου προπαγανδισμού του αμερικάνικου τρόπου ζωής» (σελ. 607).
Το κομμάτι για τις εξεγέρσεις στα γκέτο των μητροπόλεων (απ’ τη δεκαετία του ’60 μέχρι και τα γεγονότα του Λος Άντζελες το 1992) δείχνει ακόμα μια φορά την ικανότητα του Palmer να συνθέτει διαφορετικές οπτικές: για παράδειγμα, την πορεία και τις συνέπειες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των κρατικών πολιτικών στις σύγχρονες πόλεις με βαθειές ενοράσεις στα ζητήματα της φυλής, των εθνοτικών διαφορών, του φύλου.
Γι’ αυτό και, τελικά, το βιβλίο αυτό «δεν είναι ένα μετανεωτερικό εγκώμιο του κατακερματισμού» (σελ. 693). Παρότι ο συγγραφέας οφείλει πολλά στη σκέψη του Φουκό, «που δίνει έμφαση στις ευκαιρίες της νύχτας και μας αναγκάζει να δούμε τις δυνατότητές της, ο Μαρξ μας υπενθυμίζει – και πιο κατηγορηματικά από κάθε άλλη φορά σήμερα, που επικρίνεται εντονότερα από οποτεδήποτε – ότι δεν μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό χωρίς να εκτιμήσουμε τις αποφάσεις της ημέρας» (σελ. 691-692). Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, οι περιθωριακότητες που αφηγείται αυτό το βιβλίο δεν είναι απομονωμένες νησίδες, αλλά «πάντα αμοιβαία συνδεδεμένες με τον υλικό κόσμο της παραγωγής και των ανταλλαγών». «Η διαφορά, όσο και αν την υπερασπιζόμαστε, δεν είναι ποτέ αυτή καθ’ εαυτήν αντίδοτο στην καταπίεση και την εκμετάλλευση... Ο κοινωνικός μετασχηματισμός... μπορεί να προχωρήσει στη λογική κατάληξή του μόνο με κινήσεις και κινητοποιήσεις που, στηριζόμενες στη διαφορά, στην ουσία θα τη διαλύσουν» (σελ. 693-694).
Έτσι, ο Palmer καταφέρνει να συνθέσει ένα βιβλίο που υμνεί τη γοητεία της νύχτας, τις αφηγήσεις του όμως πάντα διατρέχει η ελπίδα και η αισιοδοξία ότι τελικά θα ξημερώσει.

Τιμή: 28.70 ευρώ 869 σελίδες Εκδόσεις: ΣABBAΛA

http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=196:i62&Itemid=36 

http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=127&crit=1 

Επισκόπηση αριστερού περιοδικού τύπου

Πολιτική, φιλοσοφία και ιστορία βρίσκονται σταθερά στα ενδιαφέροντα των περιοδικών εκδόσεων της Αριστεράς και αυτό το δίμηνο.

 σχολιάζει ο Θανάσης Καμπαγιάννης


 

Το τελευταίο τεύχος της Ουτοπίας (τχ. 96, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011) κυκλοφορεί με ένα αφιέρωμα στη σχέση «Ελλάδας-Ευρώπης». Η αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και – την τρέχουσα περίοδο – φλέγοντα ζητήματα μέσα στην Αριστερά. Η επιβολή του Μνημονίου σημαίνει πως κάθε επίθεση στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα συνοδεύεται πια με τον καθημερινό εκβιασμό της «αποβολής της χώρας από το ευρώ» και της εθνικής απομόνωσης. Με αυτά σαν δεδομένα, το αφιέρωμα της Ουτοπίας δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Στο άρθρο με τίτλο «Μαρξισμός και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» (τμήμα ενός μεγαλύτερου κειμένου που πρωτοεμφανίστηκε στο International Socialism, τχ. 128), ο Χριστάκης Γεωργίου εντοπίζει τα δύο κρίσιμα στοιχεία που συνυπάρχουν στην οικοδόμηση της ΕΕ: το ένα είναι ότι η ΕΕ είναι κομμάτι της διεθνοποίησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και πιο συγκεκριμένα της προσπάθειας του να ανταγωνιστεί με επιτυχία τους παγκόσμιους ανταγωνιστές του, πρώτα και κύρια τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η διεργασία αυτή δεν σήμανε ποτέ την εξάλειψη των εθνικών καπιταλιστικών πόλων και των συνεπαγόμενων μεταξύ τους ανταγωνισμών. Στο άρθρο «Αποδέσμευση από την ΕΕ: κρίσιμη προϋπόθεση για το άνοιγμα μιας διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης στη χώρα μας», ο Σταύρος Μαυρουδέας εξηγεί γιατί καμία αριστερή στρατηγική δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και γιατί η ρήξη αυτή είναι δεμένη με την πάλη για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Η Μαρξιστική Σκέψη (τμ. 4, Ιανουάριος-Μάρτιος 2012) κυκλοφορεί με αφιέρωμα στην «Περιβαλλοντική Κρίση». Μετά την απογοήτευση που προκάλεσαν τα αποτελέσματα της Συνόδου για την κλιματική αλλαγή στο Durban της Νότιας Αφρικής, η ανάγκη για ριζικές αντικαπιταλιστικές λύσεις απέναντι στην περιβαλλοντική κρίση είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει άρθρα για την κλιματική αλλαγή, την πυρηνική ενέργεια και το έγκλημα της Φουκουσίμα, την επιστροφή των μαλθουσιανών θεωριών για τον υπερ-πληθυσμό, κοκ. Δύο άρθρα αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς: το άρθρο του Τζον Μπέλαμι Φόστερ με τίτλο «Η οικολογία του Μαρξ» και η συνθετική απόπειρα του Κώστα Σκορδούλη με τίτλο «Μαρξισμός και Οικολογία: η δύσκολη πορεία προς μια γόνιμη σύνθεση».
Στο τελευταίο τεύχος της Μαρξιστικής Σκέψης, η ενότητα της φιλοσοφίας είναι αφιερωμένη στον Γκέοργκ Χέγκελ. Για όποιον θέλει να γνωρίσει τη φιλοσοφική σκέψη του Χέγκελ, τα κείμενα του Πλεχάνοφ και του Λούκατς (που μεταφράστηκαν ειδικά γι’ αυτό το αφιέρωμα) είναι πολύ καλές αφετηρίες. Στην ιστορία του μαρξισμού, υπάρχει μια μακρά αντιπαράθεση για το αν η επιρροή του Χέγκελ στον Μαρξ ήταν ή όχι ένα ιδεαλιστικό κατάλοιπο των νεανικών του χρόνων, από το οποίο χρειάστηκε να ξεκόψει για να ασχοληθεί με το πραγματικά επιστημονικό του έργο, τη συγγραφή του Κεφαλαίου. Στη μαρξιστική αργκό, αυτή υπήρξε η αντιπαράθεση ανάμεσα στον «εγελιανό» μαρξισμό του Λούκατς και του Γκράμσι και τον «δομιστικό» μαρξισμό του Αλτουσέρ. Το άρθρο του Άντι Μπλούντεν «Το υποταγμένο υποκείμενο: ο Αλτουσέρ ενάντια στον Μαρξ και τον Χέγκελ», καθώς και η παρουσίαση του Χρήστου Κεφαλή «Για τη μαρξιστική προσέγγιση του Χέγκελ» είναι πολύ διαφωτιστικές εισαγωγές σε αυτή την κουβέντα, χωρίς να κρύβουν την προτιμήσεις τους προς τον Χέγκελ και ενάντια στον Αλτουσέρ.
Τέλος, η Μηνιαία Επιθεώρηση Βιβλίου Διαβάζω (τχ. 523, Νοέμβριος 2011) κυκλοφόρησε με ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στον πρώτο Έλληνα μαρξιστή ιστορικό, τον Γιάννη Κορδάτο, με την ευκαιρία των 50 χρόνων από τον θάνατό του το 1961. Ο εύγλωττος τίτλος του αφιερώματος είναι: «Γιάννης Κορδάτος: 50 χρόνια στη σκιά της ιστορίας».

http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=330:i90&Itemid=1