Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

SAMPAJANA JAZZ Festival από το Δήμο Χανίων στο Φρούριο Φιρκά: 26-29 Ιουνίου 2012






http://www.agonaskritis.gr/sampajana-jazz-festival-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%AE%CE%BC%CE%BF-%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CF%89%CE%BD/


«O Δήμος Χανίων, στα πλαίσια των πρωτοβουλιών του για την διοργάνωση πολιτιστικών γεγονότων που προάγουν το πολιτισμό και τη καλλιτεχνική δημιουργία, συνδιοργανώνει τετραήμερες εκδηλώσεις, από 26 έως 29 Ιουνίου,  με τζαζ μουσική,  στο χώρο του φρουρίου Φιρκά ο οποίος ανοίγει μετά από πολλά χρόνια, με πρωτοβουλία του Δήμου Χανίων, για να φιλοξενήσει πολιτιστικά γεγονότα».
Αυτό τόνισε  ο Δήμαρχος Χανίων, Μανώλης Σκουλάκης, σε συνέντευξη Τύπου,  σήμερα Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012, στο Δημοτικό Κατάστημα Χανίων, εκφράζοντας παράλληλα τις ιδιαίτερες ευχαριστίες του προς το Υπουργείο Πολιτισμού και την 28ης Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, για την παραχώρηση του Φρουρίου Φιρκά, προκειμένου να διεξαχθεί το Φεστιβάλ.
«Το SAMPAJANA Τζαζ Φεστιβάλ,  όπως εκτιμούμε,  θα προσφέρει για τέσσερις ημέρες, υψηλού επιπέδου μουσική από καταξιωμένους μουσικούς από το χώρο της τζαζ και της έθνικ μουσικής με διεθνή προβολή» τόνισε ακόμη ο κ. Δήμαρχος, αναφέροντας επίσης ότι όποια έσοδα προκύψουν από το φεστιβάλ, θα διατεθούν και για την ενίσχυση του Κοινωνικού Παντοπωλείου του Δήμου Χανίων.
Ο αρμόδιος αντιδήμαρχος Πολιτισμού , Δημήτρης Λειψάκης επεσήμανε από την πλευρά του ότι η «η τζαζ μιλάει για τη ζωή, όπως  έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Είναι ο ήχος ενός χαμένου χτύπου της καρδιάς, της κομμένης αναπνοής, ενός ξαφνικού χαμόγελου», συμπληρώνοντας ότι το φεστιβάλ αυτό, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις του καλοκαιριού.
Ευχαρίστησε επίσης το σύλλογο SAMPAJANA που συνέβαλε ώστε να πραγματοποιηθεί το φεστιβάλ στην πόλη μας .
H Πρόεδρος της Κ.Ε.Π.ΠΕ.ΔΗ.Χ. –Κ.Α.Μ., Νάνσυ Αγγελάκη ανέφερε ότι η  jazz μουσική είναι μια “μεγάλη αφήγηση” που μετράει πλέον πάνω από έναν αιώνα ζωής. Και συνέχισε:
«Είναι μια μεγάλη αφήγηση από τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σαν ανθρώπινες φωνές και τις φωνές που χρησιμοποιούνται με ξεχωριστό τρόπο.
Καλούμαστε λοιπόν όλοι να γίνουμε ακροατές και θεατές αυτής της αφήγησης και να προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το νόημα της, μέσα από τα μπλούζ και τις μπαλάντες και  τους προσωπικούς αυτοσχεδιασμούς των ερμηνευτών, που είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της jazz Μουσικής».
«SAMPAZANA σημαίνει συνεχής, τέλεια κατανόηση της προσωρινότητας  και στόχος μας είναι να αναπτερώσουμε και να αφυπνίσουμε τον κόσμο διότι χάνουμε ουσιαστικά πράγματα από τη ζωή, ενώ η ζωή είναι πιο σημαντική από οποιαδήποτε άλλα αγαθό» τόνισε ο Γιώργος Γρηγοράκος, μουσικός και μέλος του συλλόγου SAMPAZANA.
Στο φεστιβάλ θα συμμετέχουν διεθνούς φήμης μουσικοί και συγκροτήματα και  περιλαμβάνει δύο κατηγορίες εκδηλώσεων:
α) Ομιλίες, διαλέξεις, και θεατρικά δρώμενα τα οποία θα είναι δωρεάν για όλους τους Δημότες και
β) μουσικές συναυλίες με ώρα έναρξης 19.45 και συγκεκριμένα :
Τρίτη 26 Ιουνίου -Αlternative jazz day 26 Ιούνιου:  Εύα Γιαννοπούλου trio, Γιώργος Λιμάκης, Ζ. Πινακουλάκης trio, Χάρης Λαμπράκης quartet Human Touch,
Tετάρτη 27 Ιουνίου –funkystatic day 27 Ιουνίου: Amores Perros & special guest, Γιώργος Κρομμύδας organ trio, Silent comedy performer Alex de Paris & acrobat Fred Normal,  Crazy People Music, Γιώργος Κοντραφούρης & Baby Trio
Πέμπτη 28 Ιουνίου – ethnic day 28 Ιουνίου:  Νεκτάριος Μιτριτσάκης, EleKtroBalkana, Mode Plagal + «χαίνης» Δημήτρης Αποστολάκης, Haig Yazdjian, Γιώτης Κιουρτσόγλου, Βαγγέλης Κάρπης, Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης
Παρασκευή 29 Ιουνίου (manoush gypsy swing, hot jazz day) 29 Ιουνίου: Diminuita, The Stephane Grappelli project, Λευτέρης Ανδριώτης & Αντώνης Πρίφτης,  Γιάννης Λουκάτος, Swing Shoes & Sugahspank
Στα διαλείμματα των μουσικών εκδηλώσεων θα πραγματοποιηθούν παραστάσεις από μια κολεκτίβα από  ακροβάτες, ζογκλέρ, μάγους και ξυλοπόδαρους.
Οι Παράπλευρες εκδηλώσεις – δραστηριότητες που θα πραγματοποιηθούν είναι οι παρακάτω:
Δευτέρα 25/6
21:00  Στο Γυαλί Τζαμισί, που θα ανακοινωθεί συντομα, θα πραγματοποιηθεί Θεατρική           παράσταση με τίτλο «Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΠΑΛΙΑΤΣΩΝ» από την Ομάδα θεάτρου Τσιριτσάντζουλες.
26 – 29 / 6
Τα σεμινάρια, οι διαλέξεις και το master class θα πραγματοποιηθούν στην αίθουσα της δυτικής πτέρυγας του φρουρίου οπότε δε θα παρεμποδίσουν την κίνηση των επισκεπτών κατά της ώρες λειτουργίας  του και θα είναι με ελεύθερη είσοδο. Αναλυτικότερα, το καθημερινό πρόγραμμα είναι:
10:30 Yoga master class από τον Patrick Fullan  (www.fullanyoga.com).
14:30 Διαλέξεις με θέμα «Ζωντανή Τροφή» (Γενικά περί Ωμοφαγίας και αποτοξίνωσης – Επιρροής της ομογεννοποίησης της τροφής στο ανθρώπινο σώμα) από τον Δημήτριο Δεβελέκο, Σύμβουλος Βιοενέργειας.
16:00 Ομιλία με θέμα Παραδοσιακή Κινέζικη Ιατρική, Βελονισμός και Αποτοξίνωση, από Formado Giorgo.
17:00 Παράσταση κουκλοθέατρου με τίτλο «Φακιρίσματα» από την κουκλοθεατρική ομάδα τα “Ζλουχτήρια”.

Παράσταση κουκλοθέατρου με τίτλο “Μια φορά και ένα καιρό ένα κομμάτι έλειπε” από την Oμάδα θεάτρου δρόμου X-SALTIBAGOS.
18:00 Σεμινάριο Capoeira από τον Formado Giorgos της Ακαδημίας Capoeira Banzode Senzala (www.capoeira-athens.com).   

Βιβλίο: Τρεις εκδόσεις που δεν θα βρείτε εύκολα

Γιώργης Δαλαβάγκας, «Αριστοτέλης ο μεγάλος Σταγειρίτης», εκδόσεις Ενότητα.



Ο Γιώργος Δαλαβάγκας ήταν βετεράνος αγωνιστής εργατικού κινήματος που έφυγε από κοντά μας τον Απρίλη. Στο κίνημα από τα νεαρά του χρόνια, στην Αντίσταση και από τα ιδρυτικά μέλη το 1946 του Κομμουνιστικού Διεθνιστικού Κόμματος, τμήματος της 4ης Διεθνούς.
Κομμάτι της προσπάθειάς του να εκπαιδεύσει θεωρητικά τη νέα γενιά των επαναστατών ήταν και μια σειρά μελέτες για την ιστορία των πνευματικών αναζητήσεων, της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Ενα τέτοιο κείμενο είναι αυτό για τον Αριστοτέλη που επανακυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Ενότητα για να τιμήσουν τη μνήμη του.
Στην νεκρολογία του στην Εργατική Αλληλεγγύη, ο σύντροφος και φίλος του Δημήτρης Λιβιεράτος ανέφερε «Μέχρι τα τελευταία χρόνια που δεν μπορούσε πια να κυκλοφορήσει από πάθηση των ποδιών, ενδιαφερόταν, μάθαινε πάντα τι γινόταν στο κίνημα. Με χαρά έβλεπε να αναπτύσσονται οι τροτσκιστικές ιδέες σε πολλούς και νέους ανθρώπους. Γειά σου σύντροφε Γιώργη, οι ιδέες σου συνεχίζονται και οπωσδήποτε θα θριαμβεύσουν».

Γιώργος Λιερός, «Ξαναπιάνοντας το νήμα - Η κοινωνική αναμέτρηση στην Ελλάδα σήμερα», εκδόσεις των Συναδέλφων.


Σ’ αυτήν την έκδοση (κυκλοφορεί και σε ηλεκτρονική μορφή από τον Μάρτη) ο σ. Γιώργος Λιερός καταθέτει την άποψή του για πολλά κρίσιμα ερωτήματα που βασανίζουν τον κόσμο του κινήματος. Είναι σύντομο, η συνολική έκταση της έκδοσης φτάνει τις 64 σελίδες μικρού μεγέθους. Ο συμπυκνωμένος τρόπος διατύπωσης των σκέψεων και των στρατηγικών επιλογών που προτείνει ο συγγραφέας κάνουν την ανάγνωση δύσκολη σε πολλά σημεία. Οχι γιατί η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο σύντροφος είναι δυσνόητη «ακαδημαϊκή», αλλά γιατί παρατίθενται με συντομία πολλές και σημαντικές ιδέες που η κάθε μια προκαλεί σε διάλογο και αντιπαράθεση.
Καταρχήν είναι καλοδεχούμενη μια οπτική που αναζητάει την απάντηση στην κοινωνική καταστροφή που φέρνουν τα μνημόνια και η κρίση του καπιταλισμού, στους «από κάτω» και την δράση τους. Στις μέρες που έρχονται και στις κρίσιμες αναμετρήσεις που ξεπροβάλλουν μπροστά μας, είναι αναγκαία αυτή η επιμονή. Δεν υπάρχουν «σωτήρες» που θα μας πάρουν από την κόλαση και θα μας πάνε στη γη της επαγγελίας.
Όμως, από κει και πέρα χρειαζόμαστε απαντήσεις για το ποια κοινωνική δύναμη των «από κάτω» και με ποια στρατηγική μπορεί να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά με την καπιταλιστική βαρβαρότητα και να ανοίξει το δρόμο για μια νέα κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το βάρος πρέπει να πέσει στη συγκρότηση δομών αντι-εξουσίας με βάση τις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές που θα αναλάβουν την διάσωση του κοινωνικού ιστού από την αποσάθρωση που φέρνει η κρίση. Εκεί θα αναπτύσσονται νέοι τρόποι ανταλλαγής, παραγωγής, ζωής γενικότερα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Ο σ. Γιώργος έχει πλήρη συναίσθηση βέβαια πόσο αδιέξοδη είναι η απόλυτη αντιπαράθεση του «κοινωνικού» στο «πολιτικό» που κάνει το μεγαλύτερο τμήμα του χώρου της αυτονομίας. Επισημαίνει ότι: «Αν αγνοήσουμε τις δυνάμεις που απελευθερώνει η εξέγερση, αν επικεντρωθούμε σ’ αυτά τα λίγα που μπορούμε να κάνουμε –τα οποία σίγουρα έχουν τη σημασία τους- τότε μοιάζουμε με εκείνους τους συνετούς Γερμανούς γραφειοκράτες των συνδικάτων, οι οποίοι στις αρχές του 20ου αιώνα, προσπαθούσαν να υπολογίσουν επακριβώς τις επισιτιστικές ανάγκες, τα έξοδα και τις υλικές θυσίες που θα απαιτούνταν σε μια ενδεχόμενη εξέγερση. Η προσπάθειά τους είναι το ίδιο άχρηστη όσο και η πρόθεση να αδειάσεις τον ωκεανό μ’ ένα ποτήρι νερό, έγραψε η Λούξεμπουργκ».
Όμως, δεν αρκεί να ξορκίζεις αυτόν τον κίνδυνο. Η εργατική τάξη είναι η δύναμη που μπορεί να ενώσει το «κοινωνικό» με το «πολιτικό» όχι απλά σε μια εξέγερση αλλά σε μια επανάσταση που ανατρέπει συνολικά την παλιά κοινωνία για να κάνει χώρο στην ανάπτυξη της νέας. Χωρίς την αναφορά, όχι απλά ιδεολογική αλλά συγκεκριμένη πολιτικά στους αγώνες του σήμερα, σε αυτή τη δύναμη, κάθε σχέδιο για την αλλαγή της κοινωνίας, όσο οραματικό κι αν είναι, όσο κι αν προσπαθεί να αποκλείσει τα ενδεχόμενα της αφομοίωσης από τον καπιταλισμό, μένει μετέωρο.
Ο σ. Γιώργος για άλλη μια φορά θέτει ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν συντροφικά σε βάθος, αλλά και με την αίσθηση του επείγοντος.

Αναφορά Μνήμης – Για τον σύντροφό μας Στέλιο Βασιλειάδη, εκδόσεις Ρήγμα.


Ο Στέλιος Βασιλειάδης ήταν αγωνιστής του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος που χάθηκε πρόωρα σε ένα πολύ ύποπτο τροχαίο ατύχημα στις 9 Δεκέμβρη 1974, μια μόλις μέρα μετά το Δημοψήφισμα που κατάργησε τη μοναρχία. Ο Κυριάκος Βασιλειάδης αφιερώνει αυτή τη μικρή έκδοση «στη μνήμη του αδελφού, φίλου και συντρόφου» του.
Ο Στέλιος Βασιλειάδης εντάχτηκε νεαρός στη νεολαία των Λαμπράκηδων, συμμετείχε στις κινήσεις της «αριστερής αμφισβήτησης» της ηγεσίας της ΕΔΑ που έκαναν τη πρώτη δυναμική τους εμφάνιση στα Ιουλιανά του ’65. Οταν απολύθηκε από τον στρατό το 1969 μπαίνει στην Σχολή Υπομηχανικών Αθήνας, στο «Μικρό Πολυτεχνείο».
Το 1972 «Στις 6 Μάρτη γίνεται η πρώτη συλλογική πράξη αντίστασης κατά της χούντας. Την ξεκινούν με μαζική απεργία-αποχή η Σχολή Υπομηχανικών της Αθήνας στο γνωστό τότε σαν ‘Μικρό Πολυτεχνείο’ στο κτίριο της Αγ. Μελετίου και Πατησίων». Στις 21 Απρίλη, επέτειο της χούντας, έγινε μαζική αντιχουντική διαδήλωση στα Προπύλαια. Η φωτογραφία που δημοσιεύεται στην έκδοση, στην οποία διακρίνεται ο Στέλιος Βασιλειάδης, δημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή από την «Μαμή» την εφημερίδα της ΟΣΕ που κυκλοφορούσε παράνομα στην Ελλάδα.
Ο Στέλιος Βασιλειάδης συνελήφθηκε και βασανίστηκε άγρια από την ΕΣΑ. Συμμετέχει στους εξέγερση του Πολυτεχνείου και στους αγώνες που ξεσπάνε με την πτώση της χούντας. Τα κάνει όλα αυτά με συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα. Είναι αναρχικός και συμμετέχει στις κινήσεις για την πρώτη συγκρότηση του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού-αυτόνομου χώρου με πολλούς άλλους συντρόφισσες και συντρόφους. Ήταν κομμάτι του κινήματος που γέννησε ξανά την προοπτική της επαναστατικής αμφισβήτησης του συστήματος.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4759%3Ai1025&Itemid=62

Στην Αθήνα: Εκδηλώσεις – βιβλιοπαρουσιάσεις του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου




ΤΡΙΤΗ 3/7 καφέ Φλοράλ (πλ. Εξαρχείων) 7.30μμ

Παρουσίαση του βιβλίου
«Ομοφυλοφιλία, σεξουαλικότητα και η πάλη για την απελευθέρωση»
Παρέμβαση θα κάνει ο συγγραφέας του βιβλίου Κώστας Τορπουζίδης


διαβάστε κριτική: http://marxistiko.gr/home.php?Book_ID=880

ΤΡΙΤΗ 17/7 πατάρι ΜΒ 7.30μμ

Ανοιχτή εκδήλωση στο χώρο του ΜΒ (Φειδίου 14)
Από τα Ιουλιανά του ’65 στους εργατικούς αγώνες σήμερα
Παρουσίαση των βιβλίων «Ιουλιανά 1965» και «Η εργατική αντίσταση θα νικήσει: Το χρονικό των αγώνων ενάντια στα "Μνημόνια"»


διαβάστε κριτική; http://marxistiko.gr/home.php?Book_ID=42

διαβάστε κριτική: http://t.co/dXo8CWjN

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Frank Zappa - Nice, Nice, Very Nice (Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα)

 
 Nice, Nice, Very Nice.

Oh a sleeping drunkard
Up in Central Park,
And a lion hunter
In the jungle dark
And a Chinese dentist
and a British queen-
All fit together
In the same machine
Nice, nice, very nice
Nice, nice, very nice
so many different people
In the same device

Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα

Ω ένας κοιμισμένος μεθύστακας
πάνω στο κεντρικό πάρκο
κι ένας κυνηγός λιονταριών
στα βάθη της ζούγκλας
Κι ένας Κινέζος οδοντογιατρός
και μια Αγγλίδα βασίλισσα
όλοι μαζί ταιριάζουνε
στην ίδια μηχανή.
Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα
Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα
Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα
τόσοι πολλοί άνθρωποι
στην ίδια μηχανή.

από το βιβλίο "Ποίηση Frank Zappa"
μετάφραση: Μάρκος Ρήγος
Οργανισμός Βιβλίου Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη
 περισσότερα στο:www.afka.net/books/poetry.htm

Βιβλίο: 100 χρόνια από το Δεκαετή Πόλεμο 1912 – '22: Η αλήθεια για τους Βαλκανικούς Πολέμους από την πένα του Τρότσκι

Η ελληνική έκδοση των κειμένων του Τρότσκι για τους Βαλκανικούς πολέμους κυκλοφορεί από το Θεμέλιο. Θα το βρείτε στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλειο Η ελληνική έκδοση των κειμένων του Τρότσκι για τους Βαλκανικούς πολέμους κυκλοφορεί από το Θεμέλιο. Θα το βρείτε στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλειο
Τον μήνα που πέρασε η «Καθημερινή» σε συνεργασία με την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών διέθεσε στο αναγνωστικό κοινό της μια τρίτομη ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων, στα 100 χρόνια από την έναρξή τους. «Ώρες Ελευθερίας» ο τίτλος και το συνοδευτικό σημείωμα δήλωνε ότι: «Τα γεγονότα που εξιστορούνται στις σελίδες των τριών τόμων του έργου αποτελούν την πιο τρανή απόδειξη ότι οι αντοχές του έθνους μας είναι ανεξάντλητες. Ότι, ακόμη και στο σκοτάδι της πιο βαθιάς νύχτας, οι Έλληνες μπορούμε να βρούμε το δρόμο». Ή «μπορούμε να τα καταφέρουμε» όπως έλεγε κι ο Σαμαράς (πάσα ομοιότητα καθόλου τυχαία).
Η άρχουσα τάξη επιμένει να βλέπει την ιστορία –και να μας σερβίρει ό,τι βλέπει- μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό ο οποίος, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στερεί κάθε αίσθηση των πραγματικών αναλογιών. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν ξέσπασαν γιατί οι «Έλληνες βρήκαν το δρόμο στα σκοτάδια της βαθιάς νύχτας». Τέλος πάντων, στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, το κύριο βάρος της αναμέτρησης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το σήκωσε ο βουλγάρικος στρατός. Που μπορούμε, όμως, να ανατρέξουμε για να αποκτήσουμε αυτή τη συνολικότερη εικόνα που απουσιάζει από τους επίσημους ή ημιεπίσημους εθνικιστικούς μύθους; Τα κείμενα του Λ. Τρότσκι για τα Βαλκάνια και τους Βαλκανικούς Πολέμους είναι απαραίτητα σε μια τέτοια μελέτη (βρίσκονται συγκεντρωμένα στον τόμο «Λέον Τρότσκι, Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913).
Η πένα στα χέρια ενός από τους σημαντικότερους επαναστάτες μαρξιστές του 20ου αιώνα, γιατί αυτό ήταν ο Τρότσκι, γινόταν και εργαλείο για την πιο οξυδερκή ανάλυση και ταυτόχρονα για την αποτύπωση των πιο χτυπητών εικόνων που συνόψιζαν σε λίγες γραμμές την ουσία. Τα κείμενα του Τρότσκι απλώνονται στην περίοδο από το 1910 μέχρι το 1913. Κάποια γράφτηκαν για την εφημερίδα που εξέδιδε στην Βιέννη, την Πράβδα, και τα περισσότερα για την αριστερή φιλελεύθερη εφημερίδα Κιέβσκαγια Μιλ. Ο Τρότσκι ήταν πολεμικός ανταποκριτής αυτής της εφημερίδας και μπόρεσε να δει και αναλύσει από πρώτο χέρι το δράμα των Βαλκανικών Πολέμων.
Με μερικές αδρές πινελιές δίνει την εικόνα των Βαλκανίων:
«Τα σύνορα μεταξύ των κρατιδίων της Χερσονήσου δεν τραβήχτηκαν με βάση τις εθνικές συνθήκες ή απαιτήσεις αλλά ως αποτέλεσμα πολέμων, διπλωματικών ιντρίγκων και δυναστικών συμφερόντων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις –κατά πρώτο λόγο η Ρωσία και η Αυστρία- είχαν πάντοτε άμεσο συμφέρον να θέτουν τους βαλκανικούς λαούς και κράτη αντιμέτωπα μεταξύ τους, να τα αποδυναμώνουν για να τα θέσουν κάτω από την οικονομική και πολιτική τους επιρροή». Οι ανίσχυρες δυναστείες που κυβερνούν στα ‘θραύσματα’ της Βαλκανικής Χερσονήσου χρησίμευσαν πάντοτε, και εξακολουθούν να χρησιμεύουν, ως μοχλοί των ευρωπαϊκών διπλωματικών μηχανορραφιών».
Γιατί υπάρχει όμως αυτή η κατάσταση; Ο Τρότσκι δίνει μια εξήγηση που στη βάση της είναι ο τρόπος που αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός στα Βαλκάνια, σε μια περίοδο σήψης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι «το ενδιάμεσο στρώμα της μεγαλοαστικής τάξης ξεκινά την ιστορική του καριέρα με τις λέξεις ‘καρτέλ’ και ‘λοκ αουτ’ στα χείλη του, πολιτικά ξεκομμένο από τις μάζες και αναζητώντας στήριγμα στις ευρωπαϊκές τράπεζες». Η οικονομική πίεση του δυτικού ιμπεριαλισμού οδηγούσε επίσης τη μικροαστική τάξη «σε μέγγενη. Η οικονομική της αποσύνθεση συμπληρώνεται από την πολιτική της σήψη μαζί με την κατεστραμμένη αγροτιά έχει μεταβληθεί σε πολιτικό κρέας για κανόνια για τους πολιτικάντηδες, τους δημαγωγούς του πεζοδρομίου, τους δυναστικούς και αντιδυναστικούς τσαρλατάνους που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια δίπλα στην κοπριά του αγροτοαποικιακού κοινοβουλευτισμού».

Προοπτική

Η προοπτική που χαράζει ο Τρότσκι, η προοπτική των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής, είναι η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία. Η υλοποίησή της έπεφτε στους ώμους της εργατικής τάξης των Βαλκανίων. Όπως επισημαίνει επιγραμματικά: «Το πρόγραμμα του προλεταριάτου στρέφεται τόσο ενάντια στον μιλιταρισμό των βαλκανικών κρατών όσο και στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Μέθοδός του δεν είναι οι βαλκανικοί πόλεμοι, αλλά οι βαλκανικές επαναστάσεις».
Όμως, αυτοί οι ώμοι δεν μπόρεσαν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Η εργατική τάξη των Βαλκανίων ήταν πολύ αδύναμη ακόμα, αριθμητικά και πολιτικά, για να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Αντί για τις βαλκανικές επαναστάσεις, ήρθαν οι βαλκανικοί πόλεμοι.
Ο Τρότσκι ταξίδεψε στα πεδία των μαχών, μίλησε με τραυματίες και αιχμαλώτους, είδε από πρώτο χέρι τη φρίκη ενός πολέμου η οποία δεν περιοριζόταν στις συγκρούσεις στα μέτωπα αλλά καταβρόχθιζε σπίτια, χωριά, πόλεις, άμαχους πληθυσμούς που είχαν τη κακή τύχη να μιλάνε τη λάθος γλώσσα να πηγαίνουν στα λάθος σχολεία ή στις λάθος εκκλησίες (και τζαμιά). Το ξερίζωμα των ετοιμόρροπων δομών της απαρχαιωμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα προοδευτικό έργο, ανέλαβαν να το εκπληρώσουν από τα «πάνω» οι κυρίαρχες τάξεις. Ο Τρότσκι περιγράφει τι σήμαινε αυτό:
«Σε όλες αυτές τις περιοχές μαινόταν ένας τρομαχτικός κυκλώνας που ξερίζωσε, γκρέμισε, κατακρεούργησε, μετέτρεψε σε στάχτες οτιδήποτε δημιούργησε η ανθρώπινη εργασία… Οι Τούρκοι καίγανε και μακελεύανε καθώς έφευγαν. Οι ντόπιοι χριστιανοί, όταν βρήκαν την ευκαιρία, καίγανε και σφάζανε καθώς πλησίαζαν οι συμμαχικοί στρατοί. Οι στρατιώτες αποτελειώνανε τους τραυματίες κι άρπαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Οι αντάρτες που ακολουθούσαν κατά πόδας, λεηλατούσαν, βιάζανε, καίγανε. Και στο τέλος, μαζί με τους στρατούς έφτασαν στην ‘απελευθερωμένη’ γη και οι επιδημίες χολέρας και τύφου».
Τον πρώτο «ένδοξο» και «απελευθερωτικό» Βαλκανικό Πόλεμο ακολούθησε σχεδόν αμέσως ο δεύτερος. Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Σερβίας, Ελλάδας και Ρουμανίας τσάκισαν το βουλγαρικό στρατό. Ο Τρότσκι, χρησιμοποιεί το τέχνασμα μιας φανταστικής συνομιλίας με ένα «πανσλαβιστή» Ρώσο αστό φιλελεύθερο για να εξηγήσει τις διαδικασίες που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη.
«Οι βαλκανικές κυβερνήσεις δεν πίστευαν σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, δεν το θέλανε, φοβούνταν όμως η μια την άλλη και δεν μπορούσαν να βρουν την ψυχραιμία να προχωρήσουν σε αποστράτευση. Ο φόβος για την ασφάλεια της λείας τους σήμαινε πως έπρεπε να κρατήσουν το στρατό σε πλήρη ετοιμότητα… Οι στρατοί που είχαν ήδη χάσει τόσο αίμα, οδηγήθηκαν και πάλι σε αδιέξοδο: ο δρόμος για τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους περνούσε πάνω από τα πτώματα των χθεσινών τους συμμάχων… Αυτή ήταν η λογική των γεγονότων. Πρώτα συγκέντρωσαν έναν στρατό για να κάνει πόλεμο, μετά ο πόλεμος έγινε το μόνο μέσον για να κρατηθεί ο στρατός ενωμένος. Η μετατροπή της ανυπομονησίας των αγροτών για την επιστροφή στην πατρίδα σε μίσος για τους χθεσινούς συμπολεμιστές τους ήταν δουλειά των αξιωματικών που και οι ίδιοι, στη νέα τους συνείδηση ήταν προϊόντα του νικηφόρου πολέμου».

«Ειρήνη»

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι τελείωσαν με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Γερμανία, Ρωσία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Αγγλία) έσπευσαν να μεσολαβήσουν για την «ειρήνη». Και όπως έχει γίνει πολλές φορές από τότε, η ειρήνη των αρχουσών τάξεων ήταν το διάλλειμα πριν τον επόμενο γύρο πολεμικής αναμέτρησης. Πάλι ο Τρότσκι συνοψίζει εύστοχα τα αποτελέσματα των συμφωνιών.
«Πρέπει λοιπόν να πούμε για τις νέες συνοριακές γραμμές της Βαλκανικής Χερσονήσου πως, ανεξάρτητα από το πόσο θα κρατήσουν, έχουν χαραχτεί πάνω στα καταξεσκισμένα, αφαιμαγμένα και εξουθενωμένα ζωντανά κορμιά των εθνών. Ούτε ένα από αυτά τα βαλκανικά έθνη δεν κατόρθωσε να συμμαζέψει όλα τα σκορπισμένα κομμάτια του. Και ταυτόχρονα όλα τους, περιέχουν τώρα στην επικράτειά τους μια συμπαγή εχθρική μειονότητα.
Η Ειρήνη του Βουκουρεστίου έχει φτιαχτεί από υπεκφυγές και ψέματα. Είναι το αντάξιο επιστέγασμα ενός πολέμου απληστίας και επιπολαιότητας. Μα ενώ επιστεγάζει αυτόν τον πόλεμο, δεν τον τελειώνει. Έχοντας σταματήσει λόγω της απόλυτης εξουθένωσης, ο πόλεμος θα επαναληφθεί όταν φρέσκο αίμα κυλήσει στις αρτηρίες. Κι όμως, το αίμα των σκοτωμένων κραυγάζει πως χύθηκε άδικα. Τίποτα δεν επιτεύχθηκε, τίποτα δεν επιλύθηκε… Το Ανατολικό Ζήτημα καίει ακόμα, σαν μια απαίσια πληγή που χύνει δηλητήριο μέσα στο σώμα της καπιταλιστικής Ευρώπης».
Ένα σχεδόν χρόνο μετά, ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, ένας Σέρβος φοιτητής θα δολοφονήσει στο Σεράγιεβο τον διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας. Ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η καπιταλιστική Ευρώπη βυθίστηκε για τέσσερα χρόνια στη μεγαλύτερη βαρβαρότητα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4522:i1019&Itemid=171

Μέριλιν Ρόμπινσον: «Η πίστη είναι το πλεόνασμα της ύπαρξής μας»







Η Μέριλιν Ρόμπινσον φωτογράφιζε τα δέντρα και τα λουλούδια που συνάντησε στους περιπάτους της στην Αθήνα. Ανέβηκε με μεγάλη προσμονή στον ιερό βράχο της Ακρόπολης όπου «υπάρχει ό,τι πιο πολύτιμο στην ιστορία του πολιτισμού μας». Πρώτη φορά επισκεπτόταν την Ελλάδα. Η 69χρονη πολυβραβευμένη συγγραφέας, εξέχουσα μορφή των αμερικανικών γραμμάτων, έδωσε πριν από λίγες ημέρες μια διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής με τον τίτλο «Η μεγάλη κοινότητα», όπου μίλησε για τις προκλήσεις του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, την οικουμενική αξία των ιδεών, το πλούσιο και πολυσύνθετο δοκιμιακό έργο της που μονιάζει την επιστήμη και τη θρησκεία, αλλά και τη λογοτεχνία της.
«Το Βήμα» τη συνάντησε, πάντοτε χαμογελαστή και μειλίχια, στο ξενοδοχείο της και συζήτησε μαζί της θέματα που θίγει στο τελευταίο της βιβλίο με τίτλο When Ι was a child I read books (Οταν ήμουν παιδί διάβαζα βιβλία), όπου μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται και το εξαιρετικά επίκαιρο δοκίμιό της με τίτλο «Η λιτότητα ως ιδεολογία».

Ο όρος λιτότητα είναι ίσως αυτός που ακούμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Τι τον κάνει τόσο ανθεκτικό;
«Ο όρος αυτός είναι τόσο ισχυρός επειδή οι άνθρωποι τείνουν περισσότερο στο να είναι ηθικά όντα. Τείνουν να ανταποκρίνονται σε ηθικές αξιώσεις χωρίς στην πραγματικότητα να σκέφτονται αν αυτές είναι οι ενδεδειγμένες και κυρίως προς όφελος ποιου αρθρώνονται. Ενα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που συνέβησαν είναι ότι στην Αμερική το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα κατέρρευσε, αλλά δεν άφησε τους παράγοντες που το διαχειρίστηκαν τόσο εγκληματικά να συντριβούν μαζί με τις επιλογές τους. Αυτό υποδηλώνει μια απίστευτη δύναμη, μια αφάνταστη ελευθερία, πραγματικά έξω από το σύστημα των νόμων. Επικρατεί ταυτοχρόνως και μια αλλόκοτη αντιστροφή που λέει ότι αυτοί που (υποτίθεται ότι) ελέγχουν τις οικονομίες μας είναι οι μόνοι ενάρετοι και όλοι οι υπόλοιποι (είναι σαν να) έχουμε διαπράξει κάποιο τρομερό λάθος. Εκείνοι λένε ότι έχουν δίκιο, αλλά όταν έρχεται η ώρα να απολογηθούν καταλαβαίνουμε πόσο ανορθολογιστές είναι. Μεταχειρίζονται έναν εξαιρετικά ευέλικτο και ηθικιστικό λόγο που επικαλείται τη λογική, την αναγκαιότητα ή τους αφηρημένους νόμους της φύσης. Πρέπει περισσότεροι να τους πούμε ότι αυτά που λένε δεν έχουν κανένα νόημα και αυτό που στ' αλήθεια συμβαίνει είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του συλλογικού μας εθνικού πλούτου μεταφέρεται σε ιδιωτικά, παγκοσμιοποιημένα χέρια. Ενώ το φαινόμενο πλέον έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, οι τρόποι αντιμετώπισής του έχουν ακόμη τοπικό χαρακτήρα».

Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ τηρεί στάση τιμωρητική απέναντι στην Ελλάδα επειδή είναι προτεστάντισσα και προέρχεται από την Ανατολική Γερμανία.
«Νομίζω ότι όλες οι παλιές προκαταλήψεις, όπως ακριβώς τις άρθρωσαν οι Ευρωπαίοι στους νεότερους χρόνους (δεν μιλώ αναγκαστικά για τους Γερμανούς), επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο, πράγμα αποσταθεροποιητικό. Αυτό κυριαρχεί στον τρέχοντα πολιτικό διάλογο και θεωρώ ότι ουσιαστικά η Ελλάδα είναι το σημείο εκκίνησης αυτού του πισωγυρίσματος. Σας διαβεβαιώ ότι το ίδιο συμβαίνει και στις ΗΠΑ. Επιστρέφουμε στη μοντέρνα ιστορία μας. Βιώνουμε την ολική επιστροφή των προκαταλήψεων. Προκαταλήψεις απέναντι στους φτωχούς, προκαταλήψεις (αν είναι δυνατόν!) απέναντι στους ανέργους - κάτι που έχει μπόλικη δόση εξαπάτησης, αν σκεφτεί κανείς ποιος τους άφησε χωρίς δουλειές -, προκαταλήψεις απέναντι στις γυναίκες κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, επιστρέφουν όλα αυτά τα στοιχεία των οποίων οι ρίζες δεν είναι στην ουσία θρησκευτικές. Στην Αμερική ξέρω πολλούς που προέρχονται από την καθολική παράδοση και συμπεριφέρονται ακριβώς όπως η Μέρκελ. Σε μένα όλες αυτές οι προκαταλήψεις φαντάζουν πολύ οπορτουνιστικές. Η βάση της θρησκευτικής σκέψης είναι η ταπεινοφροσύνη, η αυτοεξέταση και ο σεβασμός προς τον συνάνθρωπο. Η θρησκευτική προπαγάνδα είναι κάτι διαφορετικό. Μιλάμε για ανθρώπους που οικειοποιούνται την ηθική ακεραιότητα για τους εαυτούς τους και απορρίπτουν τους άλλους ως ηθικά κατώτερους ή με άλλους τρόπους αναξιοπρεπείς».

Στο καινούργιο σας βιβλίο γράφετε ότι ο σκοπός της λογοτεχνίας είναι η ομορφιά. Θυμήθηκα τον Ντοστογέφσκι, που ήταν πεπεισμένος ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Μήπως ήταν υπερβολικά θρήσκος;
«Ο Καλβίνος εξελάμβανε το όμορφο ως το αποτύπωμα της παρουσίας του Θεού οπουδήποτε κι αν εμφανιζόταν. Πολλά πρώιμα έργα της αμερικανικής σκέψης, που βρίσκονται κάτω από την επιρροή του, διερευνούν την εμπειρία με τους όρους μιας ανακάλυψης της ομορφιάς εκεί όπου ενδεχομένως κανείς δεν την περιμένει. Σκεφθείτε την Εμιλι Ντίκινσον. Νομίζω ότι αν προσεγγίσουμε έτσι την ανθρώπινη εμπειρία μπορούμε να φτάσουμε σε κάτι το καθαγιασμένο - με την έννοια της αγνότητας - και πάντως δεν είναι τόσο η δημιουργία της ομορφιάς όσο η φυσική ροπή μας προς αυτή που μας κάνει άξιους να ζήσουμε καλύτερα στον κόσμο και, ιδανικά μιλώντας, να τον σώσουμε».

Οι ιδεολογίες που πάντα θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο είναι υποκατάστατα ενός θρησκευτικού οράματος;
«Η βασική διαφορά ανάμεσα στις θρησκείες και τις ιδεολογίες είναι ότι οι δεύτερες δεν δημιουργούν τέχνη. Μου φαίνεται κάπως στοιχειώδες αυτό. Το κοινό όλων των θρησκειών είναι ότι πυροδοτούν τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Οι ιδεολογίες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Ούτε καν ο μαρξισμός, που για πολύ καιρό ήταν κυρίαρχος, το κατάφερε. Οι ιδεολογίες τείνουν περισσότερο στην καταστροφή. Αυτό μας δείχνει η ιστορία. Σήμερα κυριαρχεί μια ιδεολογία χωρίς όνομα».

Λέτε ότι δεν ζούμε θρησκευτική αναζωπύρωση στον κόσμο. Τι γίνεται επομένως;
«Η θρησκεία ανέκαθεν χρησιμοποιούνταν ως μια σημαία κάτω από την οποία οι άνθρωποι έκαναν πολλά πράγματα. Αυτό που στην Αμερική αυτοαναγορεύεται σε θρησκεία δεν είναι παρά ένας αγνός κεκαλυμμένος εθνικισμός, κάτι που ισχύει σε πολλές χώρες του κόσμου - δείτε τι συμβαίνει στη Γαλλία. Η θρησκεία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης επειδή συνδέεται με τις πλέον εσώτερες ταυτίσεις μας με τον κόσμο και διαμορφώνει την ταυτότητά μας μέσα σε αυτόν».

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το άτυπο κίνημα του νεοαθεϊσμού είναι τόσο επιθετικό απέναντι στη θρησκεία;
«Θεωρώ μεγάλο ατύχημα το ότι έχει δοθεί τέτοια προσοχή σε ανθρώπους όπως ο Ρίτσαρντ Ντόκινς και το "εγωιστικό γονίδιο", το οποίο φαίνεται να εξηγεί εντυπωσιακά τα πάντα στους πάντες. Ενα από τα μεγαλύτερα μυστήρια του δυτικού πολιτισμού πάντως είναι ότι ποτέ δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τι πραγματικά σκέφτονται ή πιστεύουν οι άνθρωποι. Για πολλούς αιώνες ο αθεϊσμός αναπτυσσόταν υπογείως στην κουλτούρα μας και έτσι δεν γνωρίζουμε επαρκώς αν μιλάμε για μια ακόμη αναβίωση ενός παλιού φαινομένου ή για ένα απολύτως καινούργιο φαινόμενο. Ετσι είναι οι άνθρωποι, περνούν από διάφορα στάδια στη σχέση τους με τη θρησκεία ή τον Θεό. Οι νεοαθεϊστές, έχω την αίσθηση, είναι άνθρωποι που απομαγεύτηκαν σε ό,τι αφορά τη θρησκεία σε ηλικία δώδεκα ετών, αλλά εξακολουθούν να βλέπουν τη θρησκεία ως δωδεκάχρονα».

Τι κινδύνους αντιμετωπίζει ο δυτικός κόσμος και οι αξίες του;
«Σήμερα ρέπουμε προς τον φαταλισμό. Είμαστε παθητικοί, αναφερόμαστε στη δημοκρατία λες και είναι μια περασμένη, χρυσή εποχή. Εμείς, οι άνθρωποι της Δύσης, πρέπει να συζητήσουμε και πάλι για τη δημοκρατία και συγκεκριμένα γι' αυτό που φαίνεται ότι την απειλεί σε υπερεθνικό επίπεδο. Πρέπει να συμπεριφερθούμε ο ένας στον άλλον με καλή πίστη και να μιλήσουμε για τους δημοκρατικούς θεσμούς μας. Πρέπει να δούμε τι μας είναι απαραίτητο και να το προστατεύσουμε με την ενεργή πολιτική δράση μας».

Αναφέρεστε στον Ομηρο και στον Κικέρωνα. Γιατί η αφήγηση είναι κάτι τόσο θεμελιώδες για τους ανθρώπους;
«Η αφήγηση είναι μια υπόθεση και την κάνουμε επειδή μόνον έτσι διαμορφώνουμε το μέλλον και ανακατασκευάζουμε το παρελθόν μας. Μόνον έτσι πειθόμαστε ότι αυτό που κάνουμε στο παρόν έχει ένα νόημα. Υπάρχει ένα είδος ασφάλειας που απολαμβάνουμε από αυτή την αναπόφευκτη εργασία του μυαλού μας και η αφήγηση συνιστά ακριβώς μια προέκτασή της. Η αφήγηση, κοντολογίς, ικανοποιεί την αντίληψη που έχει ο καθένας μας για την αλήθεια».

Τι είναι η πίστη;
«Το πλεόνασμα της ύπαρξής μας».

Τα μυθιστορήματα της Μέριλιν Ρόμπινσον «Γκίλιαντ: τόπος της μαρτυρίας» και «Στο σπίτι» κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εν Πλω.

Γιάννης Μαρής, η μεγάλη επιστροφή Φόρος τιμής στον μεγάλο συγγραφέα από 15 ομότεχνούς του με ισάριθμα διηγήματα







Τη σοβαρότερη και χειρότερη υπόθεση που ανέλαβε στα τριάντα χρόνια της αστυνομικής του ζωής καλείται να εξιχνιάσει ο αστυνόμος Μπέκας. Ενας μελετητής της αστυνομικής λογοτεχνίας αποκωδικοποιεί το σύμπαν του Γιάννη Μαρή. Δεκαπέντε σύγχρονοι συγγραφείς αστυνομικών αφηγημάτων αποτίνουν φόρο τιμής στον μεταπολεμικό συγγραφέα, σε ισάριθμα διηγήματα γραμμένα «με τον τρόπο του Μαρή» και με πρωταγωνιστή τον διάσημο αστυνόμο του.



«Ο 13ος επισκέπτης» (Αγρα) του Γιάννη Μαρή, «Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή» (Αγρα) του Ανδρέα Αποστολίδη και ο συλλογικός τόμος «Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα» (επιμέλεια Αθηνά Κακούρη, Κώστας Καλφόπουλος, Καστανιώτης), τρεις νέες εκδόσεις που μόλις κυκλοφόρησαν, φέρνουν επιτακτικά στο προσκήνιο τον αποκαλούμενο «πατέρα» του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος Γιάννη Μαρή. Επέτειος δεν υπάρχει, μην την αναζητείτε. Ο Μαρής γεννήθηκε το 1916 και πέθανε το 1979. Τις τρεις εκδόσεις ενέπνευσε η ημερίδα για τον Μαρή που διοργάνωσε τον Απρίλιο του 2011 η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Με αυτές ολοκληρώνεται η παρουσίαση των παραμέτρων και του εύρους της απήχησης του φαινομένου Γιάννης Μαρής, του δημοσιογράφου-συγγραφέα ο οποίος, γράφοντας ακατάπαυστα από το 1953 ως το 1978, άφησε περισσότερα από πενήντα αφηγήματα. Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην εποχή του και, για να πούμε την αλήθεια, δεν έφυγε ποτέ από τη μόδα. «Ολοι τον έχουν διαβάσει κάποια στιγμή της ζωής τους», λέει στο «Βήμα» ο συγγραφέας, μεταφραστής και μελετητής Ανδρέας Αποστολίδης.

Σοσιαλιστικών πεποιθήσεων γενικά, συνεργάτης δεξιών εφημερίδων ειδικά, ο Μαρής (Γιάννης Τσιριμώκος) έγραφε επί χρόνια αναγνώσματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες στην Ακρόπολη και στην Απογευματινή. Οι αναγνώστες των εφημερίδων αυτών αποτελούσαν το πρώτο κοινό του. Από τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν τα οι ιστορίες του αρχίζουν να κυκλοφορούν σε βιβλία, το κοινό του διευρύνεται και τα μυθιστορήματά του γνωρίζουν τεράστια κυκλοφορία. «Η επιτυχία του Μαρή είναι ότι πήρε το μοντέλο του μελοδράματος από το σινεμά, το ραδιόφωνο και το θέατρο και το μετέτρεψε σε ερωτικό θρίλερ με στόχο να διασκεδάσει τον αναγνώστη» εξηγεί ο Ανδρέας Αποστολίδης.

Για την εποχή του, το ερωτικό θρίλερ το οποίο καλλιέργησε ο Μαρής, ήταν τολμηρό: «Σχημάτισε ένα σταυρόλεξο μυστηρίου και αγωνίας γύρω από ερωτικά και άλλα εγκλήματα που απορρέουν από την εισδοχή των ασήμαντων ή των κάλπικων στον κόσμο της πολυτέλειας, ένα σταυρόλεξο ή ένα θέατρο σκιών που εκθέτει, αποκαλύπτει, αλλά και ικανοποιεί στο έπακρο τις ανομολόγητες ηδονοβλεπτικές ορέξεις και τις μικροαστικές εμμονές της εποχής του γύρω από τον πλουτισμό, την ανδροπρέπεια, το σεξ».

Πρωτίστως όμως τον απασχολούσε να διασκεδάσει το κοινό του, να περάσει καλά ο αναγνώστης διαβάζοντας τα βιβλία του. Στη μετεμφυλιακή εποχή των έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων, ο Μαρής στήνει μαστορικά ατμοσφαιρικές ιστορίες από τις οποίες εξορίζει πλήρως την πολιτική. «Εχοντας δει στα νιάτα του πολλούς τάφους, επέλεξε συνειδητά να αποστρέψει το πρόσωπό του από κάθε διχοστασία, κάθε σκάλισμα πληγής, κάθε ρητορεία που θα ευνοούσε νέα τραύματα. Πρόσφερε, καθαρή και σκέτη, την πολύτιμη αναψυχή στον αναγνώστη», γράφει η Αθηνά Κακούρη σε σημείωμά της στον συλλογικό τόμο «Η Επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα».

Το πολιτικό και το κοινωνικό στοιχείο κυριαρχούν στο αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής μας. Μήπως έχουν αλλάξει, αναλόγως, και τα γούστα του αναγνωστικού κοινού της αστυνομικής λογοτεχνίας; Προκαλεί σήμερα το ενδιαφέρον το «ελαφρύ» αφήγημα που καλλιέργησε ο Μαρής; «Τα βιβλία του σε ξεκουράζουν, αντανακλούν μια εποχή, στο κλίμα της οποίας μπορεί να ανατρέξει ο σημερινός αναγνώστης, όπως συμβαίνει όταν διαβάζει Σέρλοκ Χολμς, και οι εισαγωγές του είναι καταπληκτικές, φρόντιζε με πολύ ταλέντο να προκαλεί από τις πρώτες γραμμές το ενδιαφέρον του κοινού» απαντά ο Ανδρέας Αποστολίδης.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μαρής έχει εξασφαλισμένη την ηγεμονική θέση του στον χώρο της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Πέτρος Μάρκαρης τον έχει αποκαλέσει «πατριάρχη» - ο δικός του μικροαστός αστυνόμος Χαρίτος είναι επίγονος του μικροαστού Μπέκα του Μαρή. Ολοι οι νεότεροι συγγραφείς του είδους τον έχουν διαβάσει και τον σέβονται, όπως διαπιστώνουμε από τα διηγήματα των Ανδρέα Αποστολίδη, Νεοκλή Γαλανόπουλου, Παναγιώτη Γιαννουλέα, Αντώνη Γκόλτσου, Τιτίνας Δανέλλη, Βασίλη Δανέλλη, Αννας Δάρδα-Ιορδανίδου, Δημήτρη Κεραμέα, Νίνας Κουλετάκη, Δημήτρη Μαμαλούκα, Τεύκρου Μιχαηλίδη, Αθηνάς Μπασιούκα, Γιάννη Πανούση, Αργύρη Παυλιώτη και Φίλιππου Φιλίππου στην «Επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα».

Ο Μαρής δεν είναι ο πρώτος που ασχολείται με την αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα ούτε ο μοναδικός. Δείγματα του είδους έχουμε ήδη από το 1914 και αυξάνονται μετά τον Μεσοπόλεμο ιδίως στα λαϊκά περιοδικά της εποχής, στη «Μάσκα», στο «Μυστήριο», στο «Ρομάντσο». Εκείνο όμως που δίνει στον Μαρή την εξέχουσα θέση που διατηρεί στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία είναι ότι «έφτιαξε έναν δικό του κόσμο αναγνωρίσιμο και χαρακτήρες που επανέρχονται στα έργα του, και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε το είδος με επιμονή και σύστημα, αφήνοντας πολλά μυθιστορήματα».
Ο «13ος επιβάτης», που κυκλοφορεί τώρα, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1962, σε 129 συνέχειες, στην Απογευματινή, με εικονογράφηση του Μ. Γάλλια. Σε βιβλίο κυκλοφόρησε περίπου μια δεκαετία αργότερα, το 1971, από τις βραχύβιες εκδόσεις Περγαμηνή. Εκτοτε, δεν ξανατυπώθηκε, αν και είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Μαρή. Είναι ο πρώτος Μαρής της Αγρας, η οποία σκοπεύει να εντάξει στην αστυνομική της σειρά και άλλα ξεχασμένα κείμενά του, όσα δεν περιλαμβάνονται στη γνωστή σειρά των εκδόσεων Ατλαντίς-Πεχλιβανίδη.

Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μύκονος, Υδρα. Καμπαρέ και εστιατόρια. Προνομιούχοι του Κολωνακίου και μη προνομιούχοι μικροαστοί. Εγκληματίες και αστυνομικοί. Δημοσιογράφοι, πολυτελείς γυναίκες-φιγουρίνια, ζιγκολό, μετρέσες και αριβίστες με σκοτεινό παρελθόν. Στην πρώτη συστηματική μελέτη για τον Γιάννη Μαρή που διαθέτουμε, ο Ανδρέας Αποστολίδης αποδελτιώνει κατ' αρχάς χαρακτήρες, ονόματα, σκηνικά, στοιχεία πλοκής και συγγραφικά τεχνάσματα σε μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση 47 αφηγημάτων του Μαρή, τα οποία στη συνέχεια παρουσιάζει και κρίνει. Μπορούμε πλέον, πέρα των γενικών εκτιμήσεων, να μιλήσουμε για τον Μαρή με στοιχεία και να τον τοποθετήσουμε με ακρίβεια στη θέση που του αναλογεί στην ιστορία της ελληνικής αστυνομικής αφήγησης. Τι βρήκε ο μελετητής πολύ ενδιαφέρον; Οτι ο Μαρής «κάνει παιχνίδι» με τον αναγνώστη του. Χρησιμοποιεί συγκεκριμένα συγγραφικά τεχνάσματα στα οποία «εκπαιδεύει» τον αναγνώστη με αρκετά μυθιστορήματα στη σειρά, για να τα ανατρέψει απρόσμενα, αιφνιδιάζοντας το κοινό του και ανανεώνοντας την περιέργειά του. Αν μη τι άλλο, αυτή η πρόκληση είναι επίκαιρη για κάθε αναγνώστη, σε κάθε εποχή.


Info
Το βιβλίο «Ο 13ος επιβάτης» του Γιάννη Μαρή και το βιβλίο του Ανδρέα Αποστολίδη «Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή» θα παρουσιαστούν στο βιβλιοπωλείο Ιανός στην Αθήνα (Σταδίου 24), την Τετάρτη 20 Ιουνίου, στις 8.00 μ.μ. Θα μιλήσουν οι συγγραφείς Ανδρέας Αποστολίδης, Φίλιππος Φιλίππου, Κώστας Καλφόπουλος και ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.
 

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

1945, 23 του Μάη - Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά 1933 - 2008)

1945, 23 του Μάη*

Οι στρατιώτες με τα σιδερένια κράνη
με τις βαθιά κρυμμένες κρύες λάμψεις
των ματιών, στοιχισμένοι
στις άψογες τετράδες τους,
βροντώντας τις μαύρες τους μπότες
στις πλάκες του δρόμου, τραγουδώντας
τα τραγούδια της νίκης οι ηττημένοι
διασχίζουν για στερνή φορά την πολιτεία.

Οι κάτοικοι κοιτάζουν απ' τα πεζοδρόμια.
Πολλά μάτια γυαλίζουνε χαρούμενα.
Άλλοι σχολιάζουν μεγαλόφωνα. Μαυροντυμένες
γυναίκες καταριούνται. Δυο τρία παιδιά
απλώνουνε τα πέντε δάχτυλα ξεθαρρεμένα.

Όμως κανένας δεν πλησιάζει πιο κοντά
κανένας βέβαια δεν τολμά ν' απλώσει χέρι
στο πολυκέφαλο, στο πολυπόδαρο θεριό
που κατεβαίνει κατά το λιμάνι
για να μπαρκαριστεί σε πλοία ιγγλέζικα.
Φόβοι τεσσάρων χρόνων μας μουδιάζουν.

Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά 1933 - 2008)

*ανέκδοτο ποίημα που βρέθηκε στο αρχείο του ποιητή.

~ αναδημοσίευση από το περιοδικό "Κεδρισός - ποταμός Λόγου & Τέχνης από την Κρήτη" [τεύχος 1, Χανιά, Ιανουάριος - Απρίλιος 2011]
 
 

Το καλοκαίρι έφτασε στα σινεμά Δύο επανεκδόσεις των κλασικών «Key Largo» και «Καζαμπλάνκα» (Kαθημερινή)

Το καλοκαίρι έφτασε στα σινεμά

Δύο επανεκδόσεις των κλασικών «Key Largo» και «Καζαμπλάνκα» με πρωταγωνιστή τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ Του Δημητρη Mπουρα / dbouras@kathimerini.gr



Κάθε γενιά έχει τους μύθους της, τα ινδάλματα και τα συνθήματά της. Για την Αμερική του ’40, όλα αυτά συνοψίζονται και στην εικόνα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Πριν από 70 χρόνια, όταν μεσούντος του πολέμου το Χόλιγουντ κατέπλευσε στην Καζαμπλάνκα, ο Μπόγκι αγαπήθηκε όσο λίγοι σταρ του κινηματογράφου, ίσως γιατί το πρόσωπό του ήταν σκληρό ενώ η καρδιά του ραγισμένη. Στην Ευρώπη, η γοητεία του ανακαλύφθηκε κάπως αργά, κυρίως χάρη στους Γάλλους, που στράφηκαν με θαυμασμό στο πιο παραγνωρισμένο είδος του Χόλιγουντ, το φιλμ νουάρ.
Στις παρυφές αυτού του είδους είναι και το «Key Largo» του Τζον Χιούστον, που προβάλλεται σε επανέκδοση με ολοκαίνουργια κόπια στην «Αθηναία». Σε δύο θερινά της πόλης ξαναπαίζεται και η «Καζαμπλάνκα» – η μυθική ταινία του Μάικλ Κέρτιζ, που παραμένει μία από τις δημοφιλέστερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Είναι ο μεγαλύτερος χολιγουντιανός μύθος μετά το «Οσα παίρνει ο άνεμος».
Play «As time goes by»...Ο Ρικ και η Ιζλα έζησαν έναν σύντομο έρωτα στο Παρίσι, σε ένα παρελθόν που φαντάζει τόσο κοντινό, αλλά και τόσο μακρινό λόγω του πολέμου. Ο Ρικ πληγώθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό περιμένοντας μάταια στη βροχή την Ιζλα. Σε ενεστώτα χρόνο, όταν ξανασυναντιούνται τυχαία στην Καζαμπλάνκα, ο Ρικ συνειδητοποιεί ότι η αγαπημένη του ήταν και παραμένει μετέωρη ανάμεσα στο καθήκον και το συναίσθημα. Στο ίδιο δίλημμα είναι εγκλωβισμένος και αυτός: ένας Αμερικανός τυχοδιώκτης και ιδεαλιστής που έχει πολεμήσει στον ισπανικό εμφύλιο κατά των φασιστών. Ποτέ άλλοτε στο σινεμά ο έρωτας δεν θυσιάστηκε τόσο λιτά και πειστικά στον βωμό της ηθικής όσο στην «Καζαμπλάνκα».
Ο πληγωμένος Ρικ είναι η προσωποποίηση μιας ακατέργαστης τρυφερότητας και παράλληλα ο άντρας που θα κολακεύει εσαεί, λόγω της «ήττας» του, την «απόρθητη» ιδανική γυναίκα. «Play it, Sam. Play “As time goes by”», λέει η Ιζλα στον μαύρο πιανίστα στο κλαμπ του Ρικ. Μόνο ο χρόνος επουλώνει βαθιές πληγές... Αν η «Καζαμπλάνκα» οφείλει τη διαχρονική της γοητεία στη χημεία μεταξύ Μπόγκαρτ και Ινγκριντ Μπέργκμαν, δύσκολα αναλογίζεται κάποιος ποια θα ’ταν η μοίρα της αν στη Γουόρνερ είχαν επιμείνει στην αρχική επιλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν για τον ρόλο του Ρικ.
Το χαστούκι του γκάνγκστερΣτην πιο χαρακτηριστική σκηνή στο «Key Largo», ο σκληρός Εντουαρντ Ρόμπινσον, ένας αρχινονός, χαστουκίζει τον Μπόγκαρτ, βετεράνο–ήρωα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Μπόγκι δεν αντιδρά ηρωικά, όπως θα περίμενε κανείς, μένει ατάραχος σοκάροντας τη Λορίν Μπακόλ και τον Λάιονελ Μπάριμορ (η χήρα και ο πατέρας ενός στρατιώτη που έπεσε μαχόμενος στην Ιταλία). Το θάρρος του και ο ανδρισμός του θα φανούν λίγο μετά και με τρόπο ταιριαστό σε αληθινούς άντρες και όχι σε οπλισμένους νταήδες του υποκόσμου: αγνοεί επιδεικτικά τον Ρόμπινσον, ο οποίος βράζει από θυμό, προσφέροντας σαν τζέντλεμαν ένα ποτό στην αλκοολική Κλερ Τρέβορ (μια ξεπεσμένη τραγουδίστρια που υφίσταται τα πάνδεινα από τον αρχινονό αγαπητικό της).
Σήμερα στο «Key Largo» ανακαλύπτουμε όχι την καλύτερη ταινία του Χιούστον, αλλά ένα παραγνωρισμένο έργο του. Ο Χέμινγουεϊ του αμερικανικού κινηματογράφου (και έτσι έχει χαρακτηριστεί ο Χιούστον) κωφεύει στις ιαχές της νίκης, παρουσιάζοντας μια αλληγορία για την Αμερική την επομένη του πολέμου. Ο ήρωάς του, ο Φρανκ Μακ Κλάουντ, είναι ένας κουρασμένος βετεράνος. Πολέμησε στο μέτωπο της Ιταλίας με τον βαθμό του ταγματάρχη και τώρα επέστρεψε με την επιθυμία να ασχοληθεί μόνο με τη θάλασσα. Ο δρόμος του τον φέρνει στο Κι Λάργκο, στο μεγαλύτερο από μια συστάδα νησιών της Φλόριντα, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με γέφυρες, για να εκπληρώσει ένα ηθικό χρέος: να συναντήσει τον ανάπηρο πατέρα και τη νεαρή σύζυγο ενός νεκρού στρατιώτη από το τάγμα του. Στο ξενοδοχείο της οικογένειας του νεκρού έχει καταλύσει μια συμμορία μαφιόζων, εξορίστων στην Κούβα, που σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Το «Key Largo» γυρίστηκε το 1948, εποχή φόβου στο Χόλιγουντ λόγω της μαύρης λίστας. Ενα χρόνο πριν, ο Μπόγκι είχε ηγηθεί πορείας καλλιτεχνών στην Ουάσιγκτον κατά της μακαρθικής αντικομμουνιστικής υστερίας.
ΔείτεKey Largo (1948)Ο απόστρατος ταγματάρχης Φρανκ Μακ Κλάουντ επιστρέφει από τον πόλεμο. Στον πρόλογο της ταινίας, ο Τζον Χιούστον μάς τον παρουσιάζει με έναν αμφίσημο τρόπο, που θα ταίριαζε και για σύσταση φυγάδα, κυνηγημένο από κάτι που δεν προσδιορίζεται επακριβώς. Προορισμός του είναι το νησάκι Κι Λάργκο της Φλόριντα, όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο της οικογένειας Τεμπλ. Ο γιος της οικογένειας έπεσε ηρωικά μαχόμενος και είναι θαμμένος κάπου στην Ιταλία. Το σενάριο βασίζεται στο θεατρικό του Μάξγουελ Αντερσον. Παίζουν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Λορίν Μπακόλ, Εντουαρντ Ρόμπινσον, Κλερ Τρέβορ, Λάινελ Μπάριμορ.
Καζαμπλάνκα (Casablanca, 1942)Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Καζαμπλάνκα έχει μετατραπεί σε σταυροδρόμι κυνηγημένων που θέλουν να διαφύγουν στις ΗΠΑ, κατασκόπων και τυχοδιωκτών. Το πιο κοσμοπολίτικο στέκι της πόλης είναι το κλάμπ του Ρικ, ενός Αμερικανού που υποφέρει από έναν άδοξο έρωτα. Ενα βράδυ μπαίνει στο κλαμπ αυτή που του προκάλεσε το τραύμα, η Ουγγαρέζα Ιζλα, με τον σύζυγό της, που είναι ηγέτης της Αντίστασης. Γυρίστηκε από τον Μάικλ Κέρτις. Παίζουν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ινγκριντ Μπέργκμαν (φωτ.), Κλοντ Ρέινς.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_03/06/2012_484314

Κινηματογράφος: Καζαμπλάνκα: “Οι παππούδες μας δεν ψήφιζαν Ναζίδες - τους πυροβολούσαν”



Casablanca - As Time Goes By - Original Song by Sam (Dooley Wilson)

(ακούστε)  http://www.youtube.com/watch?v=d22CiKMPpaY&feature=related




«Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες τα θερινά τα σινεμά…»
Οι στίχοι και η μουσική του αγαπημένου τραγουδιού του Λουκιανού Κηλαϊδόνη δένουν πολύ καλά ως εισαγωγή, στην περίπτωση που κάποιος αναφέρεται στην επετειακή επανέκδοση μιας θρυλικής ταινίας, αρχή καλοκαιριού, όπως συμβαίνει εδώ.
Μιας ταινίας που μια πολύ μεγάλη μερίδα ανθρώπων θεωρεί ως μία από τις τρεις καλύτερες στην παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία. Μαζί με τον «Πολίτη Κέϊν» και τον «Νονό», η «Καζαμπλάνκα» θεωρείται από πολλούς αξεπέραστη.
Play it again λοιπόν, Sam και εβδομήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της το 1942, η διαχρονική ταινία του Μάικλ Κερτίζ, με τους Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ και Ίνγκριτ Μπέργκμαν ξαναπροβάλεται στους κινηματογράφους.
Όσοι δεν την έχετε δει, επιλέγετε έναν θερινό της αρεσκείας σας, νύχτα με φεγγάρι ή χωρίς και σίγουρα θα την απολαύσετε.
Γιατί περί πραγματικής απόλαυσης πρόκειται, ακόμα κι αν κάποιος την έχει δει και ξαναδεί χιλιάδες φορές. Αγέραστη, με χιλιάδες πράγματα να παρατηρήσει, που τόσες φορές πριν δεν τα είχε προσέξει. Από την καταπληκτική ηθοποιία όλων, πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών, μέχρι τον καταπληκτικό φωτισμό, σκηνοθεσία, μοντάζ, που δημιουργούν μια συναρπαστική νουάρ ατμόσφαιρα και φυσικά το σενάριο που εκτός των άλλων μας έχει χαρίσει και πάμπολλες κινηματογραφικές ατάκες που έχουν διατηρηθεί ανέπαφες στον χρόνο.
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο βραβευμένος με Όσκαρ συνθέτης Μαξ Στάινερ, με κορυφαία στιγμή τη «μάχη των τραγουδιών», όπου Σύμμαχοι και Γερμανοί αντιπαρατίθενται συμβολικά στο κλαμπ του Ρικ, τραγουδώντας ταυτόχρονα οι μεν τη «Μασσαλιώτιδα», οι δε ένα ναζιστικό ύμνο. Και φυσικά, μια από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας είναι και το τραγούδι του 1931: «As Time Goes By» του Χέρμαν Χάπφελντ, πάνω στο οποίο ο Στάινερ έχτισε όλο του το μουσικό θέμα κάνοντας το τραγούδι αυτό, όχι μόνο το ερωτικό θέμα που συνδέει το παρόν με το παρελθόν του Ρικ και της Ίλσα, αλλά και μια από τις πιο κλασικές μελωδίες στην ιστορία του σινεμά.
Στην ακμή των μεγάλων κινηματογραφικών στούντιο του Χόλυγουντ, η ταινία αυτή αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί μία από τις καλύτερες στιγμές τους. Το 1944 η «Καζαμπλάνκα» κέρδισε 3 βραβεία Όσκαρ (διασκευασμένου σεναρίου, σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας), ενώ ήταν υποψήφια και για άλλα πέντε. Μεταπολεμικά και ύστερα από το θάνατο του Μπόγκαρτ το 1957, η ταινία άρχισε να προβάλλεται ξανά σε αφιερώματα. Από τότε, όσα ακολούθησαν είναι ιστορία. Ο κόσμος ανακάλυψε ξανά αυτό το κινηματογραφικό διαμάντι και η φήμη του μεγάλωνε όλο και περισσότερο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, περνώντας μια για πάντα στη σφαίρα του κλασικού, ως ένα από τα πιο αγαπημένα φιλμ που έγιναν ποτέ.

Όλων των εποχών

Η ταινία βασίστηκε στο θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον: «Everybody comes to Rick's», από το όνομα του κλαμπ του πρωταγωνιστή Ρικ Μπλέην (Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ). Ξεκίνησε σαν ένα συνηθισμένο φιλμ προπαγάνδας μεσούντος του Β’ΠΠ - μιας και τα γυρίσματα έγιναν το 1941 - αλλά τελικά έγινε μια από τις πιο ρομαντικές ταινίες όλων των εποχών.
Ενδεικτικό των αρχικών προθέσεων των παραγωγών ήταν το ότι για τον ρόλο του Ρικ Μπλέην σκεφτόντουσαν τον Ρόναλντ Ρίγκαν. Ευτυχώς όμως, την εποχή εκείνη το στούντιο της Warner είχε διαθέσιμο έναν πλούτο καταξιωμένων ηθοποιών, ο οποίος είχε αυξηθεί ακόμα περισσότερο με τον πόλεμο, με πολλούς ευρωπαίους πρόσφυγες ηθοποιούς. Ηθοποιοί που ήταν αστέρια στην Ευρώπη, δέχτηκαν να συμμετέχουν ακόμη και με μικρούς ρόλους, ανεβάζοντας κατακόρυφα την υποκριτική ποιότητα της ταινίας. Αποδίδοντας έτσι και στην πράξη το πολυεθνικό σκηνικό της πόλης αυτής του γαλλικού τότε ακόμα Μαρόκου την εποχή του πολέμου, με 34 περίπου εθνικότητες να απαρτίζουν συνολικά το καστ της ταινίας.
Στην πολυεθνική Καζαμπλάνκα λοιπόν, μετά την κατάρρευση του δυτικού μετώπου, την κατάκτηση της βόρειας Γαλλίας από τους ναζί και την νότια υποτελή τους με την περίφημη κυβέρνηση του Βισύ (και επικεφαλή της τον γάλλο Τσολάκογλου, στρατάρχη Πεταίν), συνωστίζονταν πρόσφυγες από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη προκειμένου να πάρουν την πολυπόθητη βίζα και να φύγουν μέσω Λισαβόνας για την Αμερική. Έχοντας αφήσει οι ναζί ανέπαφη την διοίκηση των αποικιών στους ίδιους τους γάλλους - μιας και διατηρώντας απλώς την υψηλή εποπτεία τους εξυπηρετούσε το ίδιο καλά στην καταπίεση των ντόπιων - παρακολουθούμε την προσπάθεια του αντιστασιακού Βίκτωρ Λάζλο (Πωλ Ρέινς) και της γυναίκας του Ίλσα Λάντ (Ίνγκριτ Μπέργκμαν) να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό, τόσο του διευθυντή της αστυνομίας Ρενώ (Κλοντ Ρέινς) όσο και του ναζί ταγματάρχη Στράσερ (Σίντνεϊ Γκρίνστριτ). Στο κρυφτούλι ζωής και θανάτου, ανάμεσα στις δύο ομάδες, αρωγός των πρώτων θα σταθεί ο ιδιοκτήτης του κλαμπ Ρικ Μπλέην.
Ο Ρικ Μπλέην ο κυνικός αισθηματίας, όπως σωστά τον σκιαγραφεί ο Ρενώ, που είναι η αλήθεια πως στο πρόσωπο του «Μπόγκι» απογειώνεται ως ρόλος, κυριαρχεί τόσο στην εξέλιξη της υπόθεσης, όσο και στο σύνολο της ταινίας. Κυνισμός και χιούμορ που σε κάνει να υποκλίνεσαι στους σεναριογράφους, χτίζουν έναν χαρακτήρα τόσο συμπαθή και αγαπητό, όσο και πολιτικά προοδευτικό. «- Τι σ’ έφερε στην Καζαμπλάνκα; - Η υγεία μου. Ήρθα για το μεταλλικό της νερό. – Ποιο νερό; Αφού είμαστε στην έρημο! – Με πληροφόρησαν λάθος...». «- Το 1935 έδινες όπλα στην Αιθιοπία [εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων του Μουσολίνι], το 1936 πολέμησες στην Ισπανία στο πλευρό των Δημοκρατικών… - Μα κέρδισα πολλά λεφτά τότε. – Σύμφωνοι, αλλά οι νικητές προσφέρουν πάντα περισσότερα…».
Κι όταν η ταινία τελειώνει με την περίφημη ατάκα του Ρικ στον Ρενώ: «Λουί, νομίζω πως είναι η αρχή μιας πολύ όμορφης φιλίας», είναι σαν να σφραγίζεται το παντοτινό δέσιμο του θεατή με την «Καζαμπλάνκα».

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4693:i1023&Itemid=62

Ιστορία: Ο δεκαετής πόλεμος 1912 – 22, μια ξεχασμένη επέτειος. Η απόβαση στη Σμύρνη

Ο ελληνικός στρατός κατοχής παρελαύνει στη Σμύρνη Ο ελληνικός στρατός κατοχής παρελαύνει στη Σμύρνη

Για τα «απαράβατα δικαιώματα του ελληνισμού» στη χάραξη ΑΟΖ και την «εθνική περηφάνια» γενικά, ακούγονται πολλά αυτές τις μέρες, ιδιαίτερα από τη δεξιά όλων των αποχρώσεων.
Ενενήντα τρία χρόνια πριν, τα «απαράγραπτα δικαιώματα του ελληνισμού» ζούσαν ημέρες δόξας και η εν λόγω περηφάνια έφτανε στα ουράνια. Στις 15 Μάη 1919 (2 Μάη με το παλιό ημερολόγιο) τα τμήματα της 1ης Μεραρχίας αποβιβάζονταν από τα πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης και μέσα σε πανηγυρικό κλίμα παρέλαυναν στην πόλη καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα όλα τα στρατηγικά της σημεία. Να σημειώσουμε εδώ, ότι η 1η Μεραρχία ήρθε κατευθείαν από την “Ουκρανική εκστρατεία” όπου πολεμούσε ενάντια στον Κόκκινο Στρατό στα πλαίσια της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην επαναστατημένη Ρωσία.
Η επέτειος αυτή είναι ξεχασμένη. Τις εικόνες της σημαιοστολισμένης αποβάθρας με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο ντυμένο «τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του» ο οποίος, «επάνω εις το αμάξι που τον έφερε από τη μητρόπολιν, κάτωχρος ευλογούσε τους αποβιβαζομένους», την έχουν σκεπάσει οι εικόνες της ίδιας αποβάθρας τρία χρόνια μετά.
Για την Αριστερά είναι αναγκαίο να θυμάται αυτά που θέλουν να ξεχάσουν οι αστοί και να τα θυμίζει σήμερα.

Η «Απελευθέρωση»

Λίγο πριν την απόβαση, σε μια μεγάλη συγκέντρωση της ελληνικής ελίτ της πόλης υπό την προεδρία του Χρυσόστομου, ο ναύαρχος Μαυρουδής είχε διαβάσει το μήνυμα του πρωθυπουργού Βενιζέλου:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη τη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος».
Πράγματι, το Συμμαχικό Στρατιωτικό Συμβούλιο είχε αποδεχτεί μεγαλόψυχα την πρόταση του Βενιζέλου να αναλάβει ο ελληνικός στρατός την τήρηση της τάξης στην Σμύρνη και γενικότερα στην περιοχή του Αϊδινίου, γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι ετοιμαζόταν μεγάλες σφαγές του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού. Ήταν μια «προληπτική ανθρωπιστική επέμβαση» λοιπόν, για να χρησιμοποιήσουμε τους ευφημισμούς που επιστρατεύουν σήμερα οι ιμπεριαλιστές.
Το πόσο «απελευθέρωση» θεωρούσαν οι εμπνευστές της την κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό το δείχνει με ένα τρόπο και ο τίτλος της ανακοίνωσης που τοιχοκολλήθηκε παντού:
«Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ' εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ. Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως...»
Στρατός κατοχής, τέτοιος ήταν ο ελληνικός στρατός, παρ’ όλες τις φανφάρες και τα ρίγη πατριωτικού ενθουσιασμού. Και όπως γίνεται πάντα με τους στρατούς κατοχής, η «προστασία των πληθυσμών» ήταν ένα πολύ σχετικό πράγμα.
Ο ιστορικός-δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση, η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922» διασώζει μια άλλη πλευρά της «απελευθέρωσης»:
«Με αφορμή κάποιους πυροβολισμούς που ρίχτηκαν εναντίον των αγημάτων που παρήλαυναν στην προκυμαία της Σμύρνης, έλληνες στρατιώτες και ένοπλοι ντόπιοι χριστιανοί επιδίδονται σ’ ένα διήμερο όργιο βίας, φόνων, βιασμών και εκτεταμένων λεηλασιών στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης, με περισσότερους από 200 νεκρούς μεταξύ των κατοίκων. Περίπου 2.500 μουσουλμάνοι συνελήφθησαν και κακοποιήθηκαν (ανάμεσά τους μικρά παιδιά και ολόκληρες τάξεις μαθητών με τους δασκάλους τους) ενώ στόχος επιθέσεων έγινε επίσης η εβραϊκή κοινότητα της πόλης με λεηλασία των καταστημάτων της και μερικούς νεκρούς».
Τις επόμενες μέρες έγιναν επιδρομές με τα ίδια αποτελέσματα σε τουρκικά χωριά σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων γύρω από την πόλη. Ήταν η αρχή μόνο. Τους επόμενους μήνες ο ελληνικός στρατός θα έμπαινε όλο και πιο βαθιά στην ενδοχώρα για να κυνηγήσει τους αντάρτες του Κεμάλ. Και όπως πάλι έχει συμβεί με όλους τους στρατούς κατοχής, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στους στρατιωτικούς στόχους και τον άμαχο πληθυσμό. Ο κάθε τούρκος χωρικός μπορούσε να σκαλίζει το χωράφι του τη μέρα και το βράδυ να παίρνει το όπλο. Τα χωριά έδιναν τροφή και πληροφορίες στους αντάρτες. Οι σφαγές και οι εμπρησμοί έγιναν σαν απάντηση στον ανταρτοπόλεμο. Κι όσο η νίκη ξέφευγε, όσο τα στρατεύματα του Κεμάλ δυνάμωναν, ο εφιάλτης γινόταν όλο και πιο αιματοβαμμένος.

Συμφέροντα

Ο Βενιζέλος και πίσω του ολόκληρη η άρχουσα τάξη παρουσίαζε την εκστρατεία σαν απελευθέρωση ελληνικών πληθυσμών, της Ιωνίας «της προαιώνιας κοιτίδας του ελληνισμού». Στατιστικές και απογραφές παρουσιάζονταν για να αποδείξουν ότι εκεί στα παράλια της Μικράς Ασίας και σε ακόμα μεγαλύτερες περιοχές, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε. Στην πραγματικότητα, ακόμα και στα παράλια ήταν απλά μια σημαντική μειοψηφία, όχι πάνω από 40%. Στην ενδοχώρα οι συσχετισμοί γίνονταν ακόμα πιο συντριπτικοί.
Όμως, όλα αυτά είχαν απλά προπαγανδιστική σημασία. Η πραγματική αιτία της απόβασης και της Μικρασιατικής Εκστρατείας συνολικά δεν είχε τίποτα να κάνει με την προστασία των πληθυσμών, αλλά τα πάντα με τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Είδαμε ότι την εντολή για την απόβαση την έδωσε το Συμμαχικό Συμβούλιο. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα βρισκόταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο και διαταγές των Συμμάχων της Αντάντ, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Από εκεί έπαιρνε την άδεια το επιτελείο του για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων και την επέκταση της ζώνης τους όλο και βαθύτερα στην Τουρκία.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στην πλευρά των ηττημένων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Με την συνθήκη του Μούδρου στις 31 Οκτώβρη του 1918 υπέγραψε όχι μόνο την παράδοση των στρατευμάτων της, αλλά και την αναγνώριση του «συμμαχικού» ελέγχου στο σιδηροδρομικό δίκτυο και το δικαίωμα των «Συμμάχων» να καταλαμβάνουν οποιοδήποτε σημείο της χωρίς προειδοποίηση. Όμως, το σάπιο καθεστώς του Σουλτάνου στην Κωσταντινούπολη που την υπέγραψε σύντομα βρέθηκε να μην ελέγχει τίποτα παραπάνω από το παλάτι του. Το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ ξεκίνησε την πάλη του ενάντια στον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Τουρκίας.
Έτσι, οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της «Συνθήκης της Ειρήνης» που ξεκίνησαν στις αρχές του 1919 στο Παρίσι, εκτός από τους καυγάδες ανάμεσα στους νικητές για τη μοιρασιά της Αυτοκρατορίας, είχε και το πρόβλημα του ποιος θα εξασφαλίσει την όποια συμφωνία. Οι καυγάδες ήταν σκληροί. Στις αρχές του Μάρτη ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αττάλεια. Η αγγλική και η γαλλική κυβέρνηση έπρεπε να παραμερίσουν προσωρινά τις διαφωνίες τους.
Να στείλουν δικά τους στρατεύματα σε κλίμακα απαραίτητη για την επιτυχία της αποστολής ήταν εκτός των δυνατοτήτων τους. Και μόνο η ιδέα ότι ο πόλεμος συνεχίζεται μπορούσε να προκαλέσει έκρηξη στα εκατομμύρια των φαντάρων που είχαν ζήσει τη φρίκη των χαρακωμάτων και έβλεπαν με ελπίδα τη φλόγα της επανάστασης που είχε ανάψει ο Οκτώβρης του 1917 στη Ρωσία και η επανάσταση στη Γερμανία.
Ο «πρόθυμος σύμμαχος» που ήθελε –και νόμιζε ότι μπορούσε- να κάνει τη βρωμοδουλειά ήταν η ελληνική αστική τάξη. Διέθετε έναν εμπειροπόλεμο στρατό που είχε σκληραγωγηθεί στο «σχολείο» των Βαλκανικών Πολέμων. Είχε καταφέρει να βρεθεί, έστω τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο στρατόπεδο των νικητών –μια απόφαση που είχε προκαλέσει τόσο έντονο διχασμό στο εσωτερικό της που έφτασε στα όρια του εμφυλίου πολέμου. Όμως, τώρα ο Βενιζέλος ήθελε να δρέψει τους καρπούς της νίκης. Η Σμύρνη και όλη η Μικρασία ήταν από χρόνια το έπαθλο. Το 1915 ο Βενιζέλος είχε προτείνει την παραχώρηση της Καβάλας και γειτονικών περιοχών στην Βουλγαρία ως αντάλλαγμα για το πέρασμά της στο στρατόπεδο της Αντάντ, η αμοιβή γι’ αυτή την υπηρεσία θα ήταν η Δυτική Μικρά Ασία με κέντρο την Σμύρνη.
Η επιμονή σ’ αυτό τον στόχο είχε να κάνει επίσης με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Ο Νίκος Ψυρούκης στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Καταστροφή» έχει εξηγήσει αυτά τα συμφέροντα ως εξής:
«Η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του στην Εγγύς Ανατολή γινόταν καθημερινά όλο και πιο μεγάλη. Όσο φαινόταν πιο καθαρά ότι η σοβιετική Ρωσία ήταν βιώσιμο φαινόμενο, τόσο μεγάλωνε και η τάση αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων με νέες στην Εγγύς Ανατολή. Όσο μεγάλωναν τα στηρίγματα της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης στην Εγγύς Ανατολή, τόσο ενισχυόταν η τάση του ελληνικού κεφαλαίου για την κατοχύρωση των θέσεών του στην αγορά της περιοχής».
Η θέση ήταν κυρίαρχη από πολλές απόψεις. Έλεγχε, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Το 1914 το 46% από τους τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες.
Για τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, το ελληνικό κεφάλαιο και ο στρατός του ήταν το μέσο για να επιβάλλει τις θελήσεις του. Μια «συμμαχική» Ελλάδα, θα εξασφάλιζε με την παρουσία της την ασφάλεια της Διώρυγας του Σουέζ και η παρουσία της στην Μικρά Ασία θα εξασφάλιζε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μοσούλης (στο σημερινό Ιράκ).
Η Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 έμοιαζε να αποτελεί την επισφράγιση της διπλωματίας του Βενιζέλου και την δικαίωση των φιλοδοξιών για την «Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».

Κατάληξη

Όλες αυτές οι προβλέψεις διαψεύστηκαν. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία τα «βρήκαν» τελικά στις μοιρασιές τους. Το κίνημα του Κεμάλ δυνάμωνε και ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Η συνέχεια ήταν η κλιμάκωση της εκστρατείας, από τον Νοέμβρη του 1920 με κυβέρνηση των βασιλοφρόνων, η προέλαση στον Σαγγάριο και το βάλτωμα του μετώπου. Τον Αύγουστο του 1922 γράφτηκε η τραγική τελική πράξη, όταν το στράτευμα κατέρρευσε μπροστά στην επίθεση του στρατού του Κεμάλ.
Τα μεγάλα λόγια του Μάη του 1919 ήταν μακρινό παρελθόν.
Το ελληνικό κράτος δεν έδινε δεκάρα για τους «αδελφούς». Καθώς ο διοικητικός μηχανισμός στη Σμύρνη πακετάριζε τα αρχεία του και αποχωρούσε συντεταγμένα, στους μικρασιάτες απαγορεύονταν η μετανάστευση στην «μητέρα Ελλάδα». Όποιος το προσπαθούσε και όποιος τους συνέδραμε με διαβατήρια και άλλα έγγραφα, καταδικάζονταν σε βαριές ποινές σύμφωνα με τον νόμο 2871/22.
Οι φιλοδοξίες της αστικής τάξης πνίγηκαν στο αίμα και στους καπνούς της αποβάθρας της Σμύρνης. Το αίμα δεν ήταν δικό της βέβαια. Ήταν των απλών ανθρώπων που χρησιμοποίησε τόσο κυνικά για να κάνει το θέλημα των ιμπεριαλιστών και να γεμίσει τις τσέπες της.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4698:i1023&Itemid=62

Ιάσων Χανδρινός: “Το τιμωρό χέρι του λαού” - Η Αντίσταση την προηγούμενη φορά


Το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού «Το τιμωρό χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944» είναι μια σημαντική προσφορά στην ιστοριογραφία για την Αντίσταση στη ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα.
Όχι μόνο για τα στοιχεία που προσφέρει, για την ανάδειξη σημαντικών εγγράφων και μαρτυριών για πρωτη φορά. Αλλά γιατί με τον τρόπο που έχει δομήσει την έρευνά του, με τον τρόπο που θέτει τα ερωτήματα και οργανώνει την απάντηση, ο Χανδρινός παρεμβαίνει καταλυτικά σε μια σημαντική συζήτηση για το τι πραγματικά συνέβη στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, συζήτηση που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με τα πολιτικά ερωτήματα του σήμερα. Για να είμαστε πιο ειλικρινείς, ο Χανδρινός παρεμβαίνει σε περισσότερες από μία συζητήσεις.
Με το βιβλίο του Χανδρινού καταγράφεται μια στροφή που έχει πραγματοποιηθεί, ή τουλάχιστον έχει αρχίσει να πραγματοποιείται, τα τελευταία χρόνια στη μελέτη της δεκαετίας του ’40. Για δεκαετίες, η Αντίσταση είχε ταυτιστεί με τη δράση των ανταρτών στα βουνά. Η παρασιώπηση της Αντίστασης μέσα στις πόλεις και κύρια στην πρωτεύουσα είχε γίνει κοινός τόπος τόσο στην συλλογική μνήμη, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας. Η Αντίσταση στις πόλεις παρουσιαζόταν ως χαμηλής σημασίας συμπλήρωμα του μεγάλου πολέμου που εξελισσόταν στο βουνό.
Όταν η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ) από την οποία προέρχεται το ΣΕΚ ξεκίνησε έναν γύρο εκδηλώσεων το 1994, για τα 50 χρόνια από το Δεκέμβρη του ’44, στην προσπάθεια να αναδειχθεί η σημασία του εργατικού κινήματος, των μαχών της Αθήνας και η αντικαπιταλιστική δυναμική που υπήρχε μέσα στην Αντίσταση, η άποψη αυτή έμοιαζε περιθωριακή. Ωστόσο, ακόμα και σε εκείνες τις εκδηλώσεις, έγινε φανερό ότι υπήρχαν ακόμα ζωντανοί αγωνιστές της Αντίστασης που κουβαλούσαν τις μνήμες της δράσης στην Αθήνα και είχαν τη διάθεση να τις μοιραστούν. Όχι μόνο τροτσκιστές, όπως ο Δημήτρης Λιβιεράτος που βρέθηκε ανθυπολοχαγός στον ΕΛΑΣ Αθήνας και είχε από νωρίς καθαρή εκτίμηση για το χαρακτήρα του κινήματος, αλλά αγωνιστές που παρέμειναν εντός και εκτός ΚΚΕ.
Στο βιβλίο του «Αντίσταση. Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» ο Λέανδρος Μπόλαρης παρουσίασε αυτή την οπτική με συνοπτικό και καθαρό τρόπο. Με την έκδοση του βιβλίου του Χανδρινού επιβεβαιώνεται ότι πλέον δεν πρόκειται για μια ειδική εμμονή των «τροτσκιστών» αλλά για την αποκατάσταση της πραγματικής ιστορίας της Αντίστασης μέσα από τη δουλειά ερευνητών και ιστορικών.
Το εργατικό κίνημα δεν ήταν μόνο η καρδιά της Αντίστασης αλλά και η κινητήρια δύναμη. Το Εργατικό ΕΑΜ ιδρύθηκε πριν από το μεγάλο ΕΑΜ. Ήδη από την Άνοιξη του ’42, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα ξεσπάει η απεργία των Τριατατικών (των εργαζόμενων στα Ταχυδρομεία και τον Τηλέγραφο). Στα μέσα του ’43 η Γενική Απεργία είναι ίσως το σημαντικότερο γεγονός αντίστασης σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, μια απεργία που καταφέρνει και ακυρώνει την ναζιστική επιστράτευση.
Μόνο με βάση αυτή τη σύνδεση της μάχης για την επιβίωση που ενιαιοποιείται ενάντια στα αφεντικά, τους κατακτητές και τις δωσίλογες κυβερνήσεις μπορεί κανείς να καταλάβει αυτό που λέει ο Χανδρινός: «Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, οι «Πόλεις της Σιωπής» οδηγούνται διαδοχικά στη λιμοκτονία του ’41-’42, τη μαζική διαμαρτυρία και καταστολή του ’43, την ένοπλη βία και την εξέγερση (Δεκεμβριανά) του ’44».

Γίγαντες

Ο στίχος του τραγουδιού «Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’την πείνα» είναι κυριολεκτικός, αλλά μπορεί να παρεξηγηθεί ότι το ΕΑΜ ήταν κάποια εξωτερική δύναμη. Το ΕΑΜ έσωσε τον κόσμο από την πείνα, ακριβώς γιατί ο ίδιος ο κόσμος ήταν το ΕΑΜ, ο κόσμος που οργανώθηκε και στάθηκε στα πόδια του. Κέρδισε το ψωμί του με την πάλη κόντρα στους βάρβαρους που είχαν γεμίσει την Αθήνα σκελετωμένα παιδιά και πτώματα. Αυτός ο κόσμος, εργαζόμενοι, εργαζόμενες και νέοι άνθρωποι, μετατράπηκαν σε γίγαντες που μπορούσαν να καθαρίσουν τις γειτονιές από τους ναζί και να ανοίξουν το δρόμο για τη συνολική απελευθέρωση, όχι μόνο από τους ναζί αλλά και από τον καπιταλισμό.
Εκεί βρίσκεται και η αιτία γιατί η Αντίσταση στις πόλεις παρέμεινε υποβαθμισμένη για δεκαετίες. Διότι έσπαγε το μύθο του αμιγώς «εθνικοαπελευθερωτικού» αγώνα και αναδείκνυε το κοινωνικό και επαναστατικό περιεχόμενο της Αντίστασης. Μια διήγηση που μεταφέρει ο Χανδρινός λέει τα εξής: «Οι διαδηλωτές συνέκλιναν από τους κεντρικούς δρόμους προς την Πατησίων και άρχισαν να κατευθύνονται προς το Πολυτεχνείο με σκοπό να φτάσουν στο Υπουργείο Εργασίας που στεγαζόταν τότε στο μέγαρο Λογοθετόπουλου, γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας. Οι πρώτες ζώνες αστυφυλάκων απωθήθηκαν εύκολα, κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο όμως έγιναν συμπλοκές ανάμεσα στην περιφρούρηση και μια ομάδα της Ειδικής Ασφάλειας. Τα «όπλα» των διαδηλωτών ήταν πλάκες πεζοδρομίων και κομμάτια μαρμάρων από τον ακάλυπτο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου. «Από τον κύριο κορμό της διαδήλωσης ξεχώρισε μια μεγάλη ομάδα. Ήταν υφαντουργοί από τη Νέα Ιωνία, μαζί με φοιτητές και φοιτήτριες. Άρπαξαν πέτρες και τούβλα που βρίσκονταν σωριασμένα κοντά στον τοίχο του Μουσείου και ανάγκασαν τον αξιωματικό της Ασφάλειας να το βάλει στα πόδια για να γλιτώσει από το βέβαιο λιντσάρισμα που τον περίμενε».
Είναι φανερό ότι αυτή η περιγραφή θα μπορούσε να προέρχεται από το Δεκέμβρη του 2008, όμως προέρχεται από το Δεκέμβρη του 1942, μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα. Και όποιος τολμάει να μιλάει για «προβοκάτορες» σήμερα, πρέπει να αναμετρηθεί με εκείνους τους ηρωικούς προβοκάτορες που δεν λύγισαν μπροστά στα Ες-Ες. Ένας αγωνιστής της εποχής απαντούσε από τότε στο ημερολόγιό του σε όσους νόμιζαν πως ο αγώνας στις πόλεις ήταν λιγότερο «ηρωϊκός» από το βουνό:
«Ο αγώνας έγινε και γίνεται στα πεζοδρόμια της Αθήνας […] Δεν ξέρει κανένας από αυτούς που είναι στο βουνό τι θα πει να γυρνάς με το πιστόλι στην τσέπη μέσα στην Αθήνα, τι θα πει κατοχή, Γκεστάπο, Falgendarmerie, τριτοβάθμια ανάκριση SS, καραμπινιερία, διαδήλωση, μοίρασμα προκηρύξεων, βάψιμο, νυχτερινές επιχειρήσεις, γερμανική περίπολος με πολιτικά».
Ένας λόγος που η συζήτηση αυτή παρέμεινε στο άβατο, ήταν ότι αναγκαστικά έφερνε στο προσκήνιο αυτό που αποκαλείται «εμφύλιος της κατοχής». Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας και η ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκής Αντίστασης) στην περίοδο πριν από το Δεκέμβρη του ’44 δεν έρχονται τόσο σε άμεση σύγκρουση με τους Γερμανούς κατακτητές, όσο με τους Έλληνες συνεργάτες τους.
Ειδικά όταν η κυβέρνηση Ράλλη (η τρίτη στη σειρά κυβέρνηση συνεργασίας με τους ναζί) προχωράει στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, των γνωστών Γερμανοτσολιάδων που εξαπέλυσαν κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η σύγκρουση από απεργιακή και κινηματική, παίρνει ένοπλο χαρακτήρα, με την Αντίσταση να επιδιώκει τον γεωγραφικό έλεγχο των συνοικιών της Αθήνας και το ξεκαθάρισμά τους από κάθε είδους συνεργάτη και χαφιέ. Η ΟΠΛΑ που αρχίζει τη δράση της στα τέλη του ’43 αναλαμβάνει το πιο δύσκολο έργο των ατομικών δολοφονιών τέτοιων συνεργατών, ένα έργο που έχει και πρακτικό ρόλο αλλά και «παραδειγματικό» ώστε να τρομοκρατεί όποιον σκεφτόταν να καταταγεί σε κάποια από τις προδοτικές οργανώσεις για να αποκτήσει μεροκάματο.
Με τη συγκεκριμένη έρευνα που κάνει για τη δράση της ΟΠΛΑ, ο Χανδρινός την εντάσσει τολμηρά στις αντιστασιακές οργανώσεις, κόντρα σε μια παράδοση που έρχεται από το μετεμφυλιακό κράτος, σύμφωνα με την οποία η ΟΠΛΑ δεν ήταν παρά μια συμμορία αιμοσταγών του ΚΚΕ. Ο Χανδρινός καταφέρνει έτσι συντριπτικό χτύπημα σε μια άποψη που προσπάθησε να γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια, με κύριους εκφραστές δύο δεξιούς ακαδημαϊκούς (τον Στάθη Καλύβα και το Νίκο Μαραντζίδη), κατά την οποία η μαύρη βία των ταγματασφαλιτών και λοιπών χαφιέδων δεν ήταν παρά αντανάκλαση της «κόκκινης βίας» του ΚΚΕ. Οι ισχυρισμοί Καλύβα-Μαραντζίδη είναι πιο κατανοητό σήμερα ότι αποτελούν προοίμιο της επίθεσης στην Αριστερά που εξαπολύει το μπλοκ Σαμαρά – Βενιζέλου – ακροδεξιάς το τελευταίο διάστημα, μια επίθεση που κλιμακώνεται πριν και μετά τις πρόσφατες εκλογές.

Παρουσίαση

Στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην κατάμεστη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ την περασμένη βδομάδα, όλοι οι ομιλητές ήταν πολύ αιχμηροί στη σημασία της θετικής στροφής που πραγματοποιείται για τη μελέτη της δεκαετίας του ’40, και ιδιαίτερα για το βιβλίο του Χανδρινού. Οι πανεπιστημιακοί Πολυμέρης Βόγλης και Ηλίας Νικολακόπουλος μαζί με τον 90χρονο σήμερα αγωνιστή του ΕΛΑΣ Στέλιο Ζαμάνο μίλησαν επαινετικά για το βιβλίο. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος παρεμβαίνοντας στη συζήτηση περί «κόκκινης» και «μαύρης» βίας, τόνισε πως για να γίνει κατανοητός ο «κύκλος της βίας» της δεκαετίας του ’40, πρέπει κανείς να ξεκινήσει όχι από το ΕΑΜ, ούτε από τους Ταγματασφαλίτες, αλλά από τους χιλιάδες νεκρούς από την πείνα που γέμιζαν με τα κορμιά τους την σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης μπροστά στο Δημαρχείο.
Υπάρχει ένα ζήτημα που αναδείχθηκε μέσα από ερωτήσεις στην εκδήλωση και εκεί οι απαντήσεις που δόθηκαν τόσο στην εκδήλωση όσο και στο βιβλίο είναι αδύναμες. Η ΟΠΛΑ συμμετείχε εκτός των άλλων και σε δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων του ΚΚΕ, αντιπάλων που δεν ήταν ούτε χαφιέδες, ούτε δωσίλογοι, αλλά ανάμεσα σε άλλους, και επαναστάτες τροτσκιστές. Για χρόνια, τη δολοφονία τροτσκιστών από την ΟΠΛΑ τη χρησιμοποιούσαν οι Δεξιοί για να καταγγείλουν το ΚΚΕ ακόμα περισσότερο, ότι ήταν.. «μανιακοί δολοφόνοι».
Αφήνοντας στην άκρη αυτούς τους αυτόκλητους υπερασπιστές των Τροτσκιστών, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό. Η εξήγηση όμως δεν θα δοθεί στη συζήτηση περί βίας, αλλά στη συζήτηση για την πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ το οποίο είχε τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην ΟΠΛΑ. Το ΚΚΕ είχε ανοιχτό πόλεμο με τις φωνές στα αριστερά του που έλεγαν ότι δεν πρέπει να υπάρξει συμβιβασμός με τις «εξόριστες» κυβερνήσεις, με τους Άγγλους και τους Αμερικάνους. Τις φωνές που έλεγαν ότι ο Λίβανος, η Καζέρτα και η Βάρκιζα ήταν ταξική προδοσία ενός κινήματος που είχε τη δύναμη να φτάσει μέχρι τον ουρανό.
Γι’ αυτό και οι δολοφονίες τροτσκιστών κλιμακώνονται μέσα στο Δεκέμβρη του ’44, όταν η άποψη των λιγοστών τροτσκιστών διεθνιστών αρχίζει να αποκτάει έρεισμα μέσα σε ένα ευρύτερο δυναμικό αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Η δολοφονία αυτών των αγωνιστών δεν είναι απλά «μια σκοτεινή πτυχή», ούτε όμως μπορεί να θαφτεί κάτω από τη λογική της «αυτοσυντήρησης» μιας καλοκουρδισμένης αντιστασιασκής οργάνωσης όπως η ΟΠΛΑ.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι τον έλεγχο πάνω στις αποφάσεις της ΟΠΛΑ, όπως και στις στρατηγικές αποφάσεις ολόκληρης της Αντίστασης δεν τον είχε ο ίδιος ο κόσμος που πάλευε και άλλαζε τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα από αυτή τη διαδικασία, αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ που παρέμενε προσκολλημένη στη σταλινική στρατηγική των σταδίων και εχθρική απέναντι στην προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Γι’αυτά τα ζητήματα είναι αναγκαίο κανείς να καταφύγει στο βιβλίο του Λέανδρου Μπόλαρη, «Αντίσταση η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», το οποίο αυτές τις μέρες επανακυκλοφόρησε από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, μιας και είχε εξαντληθεί. Μάλιστα, εκτός από έναν επικαιροποιημένο πρόλογο, η νέα έκδοση περιέχει και ένα επίμετρο για τη δράση των Τροτσκιστών στην Αντίσταση.
Το βιβλίο του Χανδρινού αξίζει να διαβαστεί πλατιά. Είναι ένα βιβλίο για μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του κινήματος στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα ένα βιβλίο για το σήμερα.

http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4692:i1023&Itemid=62

Θεσσαλονίκη: Η ελληνική λογοτεχνία μεταξύ των δημοφιλέστερων στη Σερβία.




To 2009 η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στην 54η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου του Βελιγραδίου. Φέτος, η λογοτεχνική δημιουργία της Σερβίας και οι εκπρόσωποί της έχουν τιμητική θέση στην 9η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (24-27 Μαΐου).
Οι λογοτεχνικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών ακολουθούν τη δική τους ανοδική τροχιά και συνιστούν πρόσφορο πεδίο δικτύωσης και ανάπτυξης συνεργασιών, όχι μόνο ανάμεσα σε ιδιωτικούς, αλλά και ανάμεσα σε δημόσιους φορείς. Η προβολή της Σερβίας στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, με στόχο τη γνωριμία του κοινού της Ελλάδας με γνωστούς Σέρβους συγγραφείς εντάσσεται στις προσπάθειες περαιτέρω αναβάθμισης της συνεργασίας.
Η ελληνική λογοτεχνία έχει ισχυρή παρουσία στη Σερβία. Εκτός από τα έργα της αρχαίας ελληνικής και μεσαιωνικής γραμματείας που εξακολουθούν να ασκούν γοητεία και να μεταφράζονται με αμείωτο ενδιαφέρον, λόγω και της μακρόχρονης λειτουργίας των Τμημάτων Κλασικών Σπουδών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, το αναγνωστικό κοινό της χώρας «κατακτούν» διαφορετικά είδη και εκπρόσωποι της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Η είσοδος της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη σερβική επικράτεια χρονολογείται το 1913, όταν μεταφράστηκε στα σερβικά ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλλα. Σήμερα, η ελληνική λογοτεχνία είναι από τις δημοφιλέστερες στη Σερβία, όπως δείχνει η αυξημένη μεταφραστική δραστηριότητα και έκδοση ελληνικών έργων.
«Στη Σερβία υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική λογοτεχνία, λόγω των σχέσεων των δύο χωρών και της συμπαράστασης που έδειξε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου και λόγω των πολιτισμικών καταβολών που είναι κοινές» δήλωσε στο ΑΜΠΕ η συντονίστρια της παρουσίασης της Σερβίας ως τιμώμενη χώρα στην 9η ΔΕΒΘ, φιλόλογος και μεταφράστρια, Ισμήνη Ραντούλοβιτς, η οποία εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (EKEBI).
Το σερβικό κοινό γνωρίζει καλά τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, τους Κωνσταντίνο Καβάφη, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσο, τόσο από ξεχωριστά βιβλία για τους Έλληνες ποιητές, όσο και από ανθολογίες και το ενδιαφέρον για τα συγκεκριμένα έργα είναι πολύ μεγάλο.
Μεταξύ των Ελλήνων πεζογράφων που μεταφράζονται περισσότερο στη Σερβία είναι οι Κώστας Ασημακόπουλος, Δημήτρης Νόλλας, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Βασίλης Βασιλικός, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γιώργος Θεοτοκάς και πολλοί άλλοι.
Η ελληνική εκκλησιαστική βιβλιογραφία τα τελευταία 20 χρόνια είναι ένα λογοτεχνικό είδος, που μεταφράζεται στα σερβικά σε εντυπωσιακά ποσοστά και έχει μεγάλη απήχηση. Πολλές φορές, οι ίδιοι ιεράρχες της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή εκπρόσωποι της μοναστικής κοινότητας αναλαμβάνουν το ρόλο του μεταφραστή έργων Ελλήνων θεολόγων.
Ξεχωριστή θέση έχει καταλάβει στη Σερβία και ο καθηγητής φιλοσοφίας και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, τα έργα του οποίου μεταφράζονται στα σερβικά σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία τους στην Ελλάδα.
Ένα είδος ελληνικής λογοτεχνίας στο οποίο άρχισε να ενδίδει τα τελευταία χρόνια το σερβικό αναγνωστικό κοινό είναι και η παιδική λογοτεχνία. Ιδιαίτερη προτίμηση δείχνουν οι μικροί αναγνώστες σε Έλληνες συγγραφείς παιδικού βιβλίου, όπως για παράδειγμα στη Χαρά Γιαννακοπούλου, στη Βάσω Ψαράκη κ.ά.
Πρόσφατα μεταφρασμένα στα σερβικά έργα της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας
Μεταξύ των έργων που μεταφράστηκαν το 2011 περίοπτη θέση κατέχει για μία ακόμη χρονιά η αρχαία ελληνική γραμματεία.
Από τον εκδοτικό οίκο Stubovi Kulture, σε μετάφραση της Γκάγκα Ρότσιτς, κυκλοφόρησαν η Αντιγόνη του Σοφοκλή και οι τραγωδίες Προμηθεύς Δεσμώτης και Πέρσαι του Αισχύλου. Την Αντιγόνη του Σοφοκλή και τον Οιδίποδα Τύρρανο μετέφρασε Μίλος Τζούριτς και τα βιβλία κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Zemun JRJ.
Την ίδια χρονιά εκδόθηκαν τα εξής έργα: Ξενοφώντος Οικονομικός, μετάφραση Σλάτζανα Μιλίνκοβιτς, Akademska knjiga, Αριστοτέλη, Περί ζώων μορίων. Περί ζώων κινήσεως. Περί πορείας ζώων μετάφραση Σλόμπονταν Μπλαγκόγιεβιτς, και Αριστοτέλη Περί ζώων γεννέσεως του ιδίου Βελιγράδι εκδόσεις Paideia.
Ο Μίλος Τζούριτς μετέφρασε το Εγχειρίδιον του Επικτήτου του Αρριανού (εκδόσεις Dereta).
Το 2012 σε μετάφραση του Μίλαν Τάσιτς από τις εκδόσεις Dereta, κυκλοφόρησε το Περί του Πυθαγορικού Βίου του Ιάμβλιχου.
Όσον αφορά τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, το 2011 κυκλοφόρησαν έργα του Οδυσσέα Ελύτη σε μετάφραση των Ξένια Μάριτσκι - Γκάτζανσκι, Έλλη Σκοπετέα και Ίβαν Γκάτζανσκι (εκδόσεις Tanesi).
Υπό τον τίτλο «Kafe opera» από τον εκδοτικό οίκο Nolit κυκλοφόρησαν συλλογή έργων 11 Ελλήνων ποιητών σε μετάφραση του Στάνισλαβ Λαζάρεβιτς.
Το 2011 μεταφράστηκαν, μεταξύ άλλων, η νουβέλα του Ηλία Μαγκλίνη «Η ανάκριση» (Βελιγράδι, Geopolitika, μετάφραση Πρέντραγκ Μούταβτζιτς), η ΚουκΛίνα της Βούλας Μάστορη (μετάφραση Μπράνισλαβ Μπρκιτς, εκδόσεις Beograd, Kreativni Centar, 2012) και τo «Παίξε το ανάποδα» του Βαγγέλη Ηλιόπουλου (σε μετάφραση Αλεξάντρα Γιοβάνοβιτς, Beograd Kreativni Centar).
Το 2012 «Επιλεγμένα ποιήματα του Γρηγόριου του Θεολόγου» μετέφρασε η Τσέλιτσα Μιλοβάνοβιτς (εκδόσεις Srpska knji�evna zadruga).
Επιπλέον, τις Πασχαλινές Ιστορίες και τις Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μετέφρασε η Μαρίνα Βελίκοβιτς και τα βιβλία κυκλοφόρησαν από τον εκδοτικό οίκο της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου, ο οποίος παρουσιάζει αυξημένη δραστηριότητα όσον αφορά τις μεταφράσεις ελληνικών έργων.
Στα σερβικά μεταφράζονται επίσης τα βιβλία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου και του Εφρέμ του Βατοπαιδινού.
Ο Μητροπολίτης Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας, Αμφιλόχιος Ράντοβιτς μετέφρασε το «Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων» του Ιωάννη του Χρυσοστόμου (εκδόσεις Μονής Όστρογκ).
Για τις μεταφράσεις σημαντικών Ελλήνων συγγραφέων έχουν βραβευθεί βιβλίων οι Ξένια Μάριτσκι - Γκάτζανσκι και Ίβαν Γκάτζανσκι, καθώς και η Γκάγκα Pόσιτς, η οποία πήρε το κρατικό βραβείο μετάφρασης (2004) για τη συλλογή ποιημάτων της Kικής Δημουλά.
Η σερβική λογοτεχνία στην Ελλάδα
Βλάντισλαβ Μπάγιατς, Ντούσαν Κοβάτσεβιτς, Μομτσίλο Ράντιτς, Σβέτισλαβ Μπασάρα, Αλεξάνταρ Γκάταλιτσα, Γκόραν Μιλασίνοβιτς, Βίντα Ογκνιένοβιτς, Ντράγκαν Βέλικιτς, Γιασμίνκα Πέτροβιτς, Τάνια Κραγκούγιεβιτς, Ζόραν Πέσιτς και άλλοι, γνωστοί στην Ελλάδα από τα έργα τους Σέρβοι συγγραφείς, έρχονται στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης για να αποκτήσουν απευθείας επαφή με το κοινό που τους κατατάσσει στις υψηλές θέσεις των προτιμήσεών του.
«Πρόκειται για συγγραφείς που επιθυμούν να γνωριστούν με το ελληνικό κοινό και η παρουσία τους θα συμβάλει στην προώθηση διμερών συμφωνιών και συνεργασιών, ώστε να κυκλοφορούν περισσότερα βιβλία κάθε χρόνο» τόνισε η κ. Ραντούλοβιτς.
Ιδιαίτερα δημοφιλές είναι στο ελληνικό κοινό το σερβικό μυθιστόρημα που αποτελεί και τη βασική μορφή της σύγχρονης σερβικής γραμματείας, σύμφωνα με την κ. Ραντούλοβιτς. Είναι ενδεικτικό ότι ετησίως δημοσιεύονται στη σερβική γλώσσα περίπου 100-150 μυθιστορήματα, πολύ περισσότερα από το συνολικό αριθμό μυθιστορημάτων που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη περίοδο, για παράδειγμα τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί σχεδόν στο σύνολό τους τα έργα του Νομπελίστα Ίβο Άντριτς, καθώς και των Μίλοραντ Πάβιτς και Ντανίλο Κις, όμως και νέοι συγγραφείς, αλλά και ποιητές προσελκύουν το ενδιαφέρον των Ελλήνων αναγνωστών.
Το 2011 εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα, το Άλφα του Μίλοβαν Λάλοβιτς (μετάφραση Παναγιώτης Πολύδωρας, Γκόριτσα Πολύδωρα, Αθήνα Σοκόλη - Κουλεδάκη), το Τρίγωνο, τετράγωνο του καρδιολόγου, Γκόραν Μιλασίνοβιτς σε μετάφραση Γκάγκα Ρόσιτς (εκδ. Κονιδάρης), το Χαμάμ Βαλκάνια, του Βλάντισλαβ Μπάγιατς (μετάφραση Μαρία Κεσίνη Αθήνα : Κέδρος), 2011) Σερβικά παραμύθια του Μόμσιλο Ράντιτς (εκδ. Απόπειρα).
Η Οδός Βαλκανίων του Ίβαν Γκατζάνσκι, μετάφραση Ιφιγένεια Ραντούλοβιτς, Έλλη Σκοπετέα, Νίκος Τσιτσιμελής κυκλοφόρησε επίσης το 2011 (Αθήνα:Τυπωθήτω).
Το τόλμημα της μνήμης, είναι μία συλλογή διηγημάτων και ποιημάτων από τη νοτιανατολική Ευρώπη που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά από τις εκδόσεις Καστανιώτη και στο οποίο συνυπάρχουν με τα έργα τους οι Τζεμ Άκκας, Μπάλσα Μπρκόβιτς, Λέα Κόεν, Έλσα Ντέμο, Ασλί Ερντογάν, Φίλιπ Φλόριαν, Αλεξάνταρ Γκάταλιτσα, Τατιάνα Γκρόματσα, Νίκος Θέμελης, Μουγκέ Ιπλικτσί, Πάνος Ιωαννίδης, Γκυρ Τζενκ, Γιάσνα Κότετσκι, Αρντιάν - Κριστιάν Κιτσίκου, Νικόλα Μαντζίροβ, Νόρμπερτ Μάπες - Νίντιεκ, Νίκη Μαραγκού, Πέτρος Μάρκαρης, Χέρτα Μύλλερ, Βαλέρυ Πετρόβ, Φαρούχ Σέκιτς, Ντάλιμπορ Σίμπραγκα, Σλομπόνταν Σνάιντερ, Μίλε Στόγιτς, Μουράτ Ουγιούρκουλακ.
Η ανθολογία βαλκανικής ποίησης ΑΙΜΟΣ είναι επίσης συλλογικό έργο (μετάφραση: Ισμήνη Ραντούλοβιτς, Ηλίας Λάγιος, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Βασίλης Καρατζάς, Βικτωρία Θεοδώρου, Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, Ανδρέας Ζαρμπαλάς, Δημήτρης Άλλος, Πάνος Σταθόγιαννης).
Για τις μεταφράσεις ελληνικών έργων στη Σερβία και σερβικών στην Ελλάδα αξιοποιούνται οι δυνατότητες που παρέχονται μέσω προγραμμάτων των υπουργείων Πολιτισμού των δύο χωρών για τη στήριξη λογοτεχνικών μεταφράσεων σε ξένες χώρες.
Το υπουργείο Πολιτισμού της Σερβίας διαχειρίζεται ένα πρόγραμμα μεταφράσεων σερβικών έργων σε άλλες γλώσσες και μέσω αυτού είναι υπό έκδοση στην Ελλάδα ένα θεατρικό του Ντούσαν Κοβάτσεβιτς, σεναριογράφου της ταινίας Underground του Εμίρ Κουστουρίτσα, ποιήματα του Ράσα Λιβάδα και ένα έργο της πολύ επιτυχημένης στη Σερβία θεατρικής συγγραφέως, Μπιλιάνα Σρμπλιάνοβιτς.
Από ελληνικής πλευράς υλοποιείται το πρόγραμμα ΦΡΑΣΙΣ του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού που αφορά την επιχορήγηση μεταφράσεων έργων αντιπροσωπευτικών του ελληνικού πολιτισμού που εκδίδονται και κυκλοφορούν στο εξωτερικό σε ξένη γλώσσα. Ο φορέας υλοποίησης του προγράμματος είναι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) και προβλέπεται η συνολική επιχορήγηση του κόστους μετάφρασης.
Στην 9η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης με τη συγγραφική ιδιότητα θα δώσει το «παρών» ο γνωστός σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα, με το βιβλίο «Εγώ πού είμαι σ' αυτή την ιστορία;» και στο σερβικό περίπτερο θα φιλοξενηθεί η έκθεση «Ιβο Αντριτς - λογοτέχνης και/ή διπλωμάτης», που έχει παρουσιαστεί σε πολλές πόλεις της νοτιανατολικής Ευρώπης.

Κατερίνα Γιαννίκη

http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=17515