Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: KUHLE WAMPE – ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ - Ο πιο επίκαιρος Μπρέχτ

Ο πιο επίκαιρος Μπρέχτ

 γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου

 

Η ταινία «Kuhle Wampe - Σε ποιόν ανηκει ο κόσμος» προβάλλεται στο σινεμά από τις 24 Φλεβάρη. Παρόλο που είναι γνωστή σαν έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, στην πραγματικότητα  είναι μια ταινία συλλογική και πειραματική. Δημιουργήθηκε από μια κολλεκτίβα νέων αριστερών κινηματογραφιστών γύρω από τον Μπρεχτ, ο οποίος έγραψε το σενάριο μαζί με τον Ερνστ Όστβαλτ. Ολοι οι βασικοί συντελεστές της θα άφηναν στη συνέχεια το δικό τους στίγμα στην εξέλιξη της τέχνης τους σε Ανατολή και Δύση.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Ζλατάν Ντούντοφ, ο Βούλγαρος βοηθός του Φριτς Λαγκ στα γυρίσματα του «Μετρόπολις», τη μουσική ο Χανς Άισλερ. Τα τραγούδια που έγραψε με τον Μπρεχτ έγιναν αγωνιστικοί ύμνοι για τους φτωχούς εργάτες, μάλιστα το «Τραγούδι της αλληλεγγύης» συνόδευε για χρόνια τις πορείες και δημόσιες συγκεντρώσεις σε όλη την Ευρώπη. «Μπροστά! Χωρίς να ξεχνάμε ποιος είναι ο δρόμος μας! Μπροστά, χωρίς να ξεχνάμε: σε ποιον ανήκει ο δρόμος; Σε ποιον ανήκει ο κόσμος;».
Την εποχή που γυρίστηκε το έργο,  το 1931, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βίωνε με άγριους ρυθμούς τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι άνεργοι είχαν φτάσει τα 5 εκατομμύρια. Το Κούλε Βάμπε ήταν ένα τουριστικό θέρετρο στη λίμνη Μίλερζεε έξω από το Βερολίνο, όπου υπήρχε μια εργατική κατασκήνωση για κολύμπι και αθλητικές δραστηριότητες κάτω από Σοσιαλδημοκρατική διοίκηση. Στις 90 σκηνές που διανέμονταν στους εργάτες για αναψυχή σύντομα προστέθηκαν σκηνές ανέργων και φτωχών οικογενειών από το Βερολίνο που τους είχαν κάνει έξωση, μετατρέποντας την περιοχή σε μια πραγματική εργατική «τεντούπολη». Κούλε Βάμπε σημαίνει κρύα λίμνη, στη Βερολινέζικη αργκό όμως σημαίνει «άδειο στομάχι» και σαν τέτοιο έμεινε στην ιστορία.
Ο Μπρεχτ εκείνο το διάστημα είχε μόλις χάσει τη δικαστική αγωγή που είχε κάνει μαζί με τον συνεργάτη του Κουρτ Βάιλ στους κινηματογραφικούς παραγωγούς του περίφημου έργου τους «Η Όπερα της πεντάρας», γιατί είχαν αγνοήσει το ριζοσπαστικό πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα του σεναρίου του έργου. Το δικαστήριο όμως αποφάνθηκε ότι «επικρατέστερα από τα δικαιώματα των δημιουργών είναι όσων έχουν επενδύσει τα χρήματά τους». Ο Μπρεχτ ήταν πεισματάρης. Επιστρέφει στους προβληματισμούς του γύρω από το τι είναι πολιτική τέχνη και απαντά ότι η τέχνη μπορεί να συνδεθεί με την επανάσταση, φτάνει να της δώσεις τα κατάλληλα αισθητικά εργαλεία, διαλεκτικά δεμένα με τις πολιτικές ιδέες. Το Κούλε Βάμπε ήταν γι’αυτόν ένα στοίχημα του τι μπορούν να κάνουν οι δημιουργοί αν είναι πραγματικά ελεύθεροι. Και το κέρδισε.

Εγχείρημα

Συνεργάζεται με την εταιρεία παραγωγής «Προμηθέας», ιδιοκτησίας ενός δηλωμένου φιλοκομμουνιστή. Όμως στα τέλη του 1931 ο Προμηθέας χρεοκοπεί αφήνοντας ανολοκλήρωτα τα τελευταία γυρίσματα και το μοντάζ. Ο χώρος των γυρισμάτων δεχόταν διαρκώς επιθέσεις από τις ναζιστικές συμμορίες SA, γι’αυτό και το περιφρουρούσαν μόνιμα μέλη του Κ.Κ. Γερμανίας. Στο εγχείρημα συμμετείχαν εκατοντάδες ερασιτέχνες εργάτες, 4.000 εργάτες-αθλητές του Αθλητικού Εργατικού Ομίλου Φίχτε, το διάσημο εργατικό θέατρο δρόμου της εποχής «Κόκκινα χωνιά», ενώ τρεις εργατικές χορωδίες του Βερολίνου ερμηνεύουν τα τραγούδια μαζί με τον Ερνστ Μπους και την Ελένε Βάιγκελ.
Η ταινία έχει εξαιρετική αντίληψη της πολιτικής κατάστασης της εποχής και παραβάλλεται εύστοχα με τις σημερινές καταστάσεις παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Τα βιομηχανικά τοπία στην αρχή, οι τίτλοι των εφημερίδων εισάγουν το θεατή στο πρώτο μέρος της ταινίας με υπότιτλο «Ένας άνεργος λιγότερο». Παρακολουθούμε μια ολόκληρη στρατιά ανέργων με ποδήλατα να τρέχει από αγγελία σε αγγελία, σε μια θλιβερή ποδηλατοδρομία χωρίς αποτέλεσμα. Ο νεαρός γιός μιας οικογένειας επιστρέφει άπρακτος στο φτωχικό σπίτι, όπου οι γονείς του τον κατσαδιάζουν που δεν κατάφερε να βρει δουλειά γιατί «δεν φέρεται ευγενικά». Η αδελφή του Άννι, η βασική ηρωίδα του έργου είναι η μόνη που τον υπερασπίζεται, χωρίς αποτέλεσμα. Ο νεαρός που σ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισής του δεν αρθρώνει ούτε μια λέξη, αυτοκτονεί πέφτοντας απ’ το παράθυρο. Στο δεύτερο μέρος «Η ειδυλλιακή ζωή ενός νέου ανθρώπου», η οικογένεια χάνει το διαμέρισμά της γιατί δε μπορεί να πληρώσει το νοίκι. Ο φίλος της Άννι τους προσκαλεί στο Κούλε Βάμπε όπου στήνουν τη σκηνή τους μαζί με τους εκατοντάδες άστεγους. Η καθημερινότητα απεικονίζεται σαν παρωδία του ειδυλλιακού φυσικού τοπίου.
Η Αννι ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος και παρόλο που θέλει πολύ το μωρό, συνειδητοποιεί ότι ο φίλος της υποκύπτει να την αρραβωνιαστεί κάτω από την πίεση της οικογένειας. Η Αννι τους παρατάει και επιστρέφει στο Βερολίνο, όπου κάνει έκτρωση με τη βοήθεια μιας φίλης της και αρχίζει να συμμετέχει ενεργά στο εργατικό κίνημα. Ένα επόμενο Σαββατοκύριακο θα βρεθούν στο Κούλε Βάμπε με την Εργατική Αθλητική Ένωση, μια πολιτική ουσιαστικά οργάνωση νεολαίας της επηρροής του Κ.Κ. και στο τρένο της επιστροφής θα ξετυλιχτεί μια φοβερή λογομαχία ανάμεσα στους νέους κομμουνιστές και διάφορους ευκατάστατους εκδρομείς, σχετικά με την οικονομική κρίση και την τιμή του καφέ.
«Και ποιοί θ’αλλάξουν τον κόσμο;» - «Αυτοί που είναι δυσαρεστημένοι μαζί του» απαντά ένα νεαρό κορίτσι, εκφράζοντας ουσιαστικά την άποψη των δημιουργών απέναντι στο βασικό ερώτημα μιας κοινωνίας που ασφυκτιά από την κρίση και πολώνεται ταξικά. Η ζωή εργατών έχει καταντήσει ένας καθημερινός αγώνας για επιβίωση και οι επιλογές πολλές φορές φτάνουν μεταξύ ζωής και θανάτου. Όμως στην απόλυτη απελπισία ο Μπρεχτ προβάλλει την αλληλεγγύη, τη μάχη για ένα καλύτερο αύριο.
Η ταινία ολοκληρώθηκε το 1932 και αμέσως βρήκε αντιμέτωπη τη λογοκρισία και την απαγόρευση της προβολής. Επίσημη αιτιολογία: Είναι προσβλητική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Χίντεμπουργκ, στα μέτρα λιτότητας του οποίου απέδιδε έμμεσα πλην σαφώς την αυτοκτονία του άνεργου νέου. Επιπλέον στρέφεται ενάντια στο θεσμό της δικαιοσύνης (το δικαστήριο αποφασίζει την έξωση της οικογένειας, ενώ ακούγεται απόσπασμα του νόμου που απαγορεύει τις εκτρώσεις) και παρωδεί την Εκκλησία.
Παρά τη μεγάλη εκστρατεία για την άρση της απαγόρευσης, στην οποία συμμετείχε ένα ευρύ φάσμα της αριστεράς και των διανοούμενων, η καλλιτεχνική κολλεκτίβα του έργου αναγκάστηκε να το αυτολογοκρίνει, κόβοντας 6 επίμαχες σκηνές, και μετά από την κρατική απαίτηση για περαιτέρω πετσόκομμα 4 ακόμη σκηνών, δόθηκε άδεια προβολής, με το χαρακτηρισμό «απαγορευμενο κάτω της ηλικίας των 21»! Η ταινία βρήκε ανταπόκριση και προβλήθηκε σε όλη τη Γερμανία μέχρι τις 26 Μαρτίου 1933 που απαγορεύτηκε οριστικά από την κυβέρνηση των ναζί. Θα περνούσαν 25 χρόνια για να παιχτεί ξανά. Στην Ανατολική Γερμανία 2 χρόνια μετά το θάνατο του Μπρεχτ, στη Δυτική Γερμανία προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1968, κατά απαίτηση των εξεγερμένων φοιτητών του κινήματος του Μάη!
Μετά από δεκαετίες «εξαφάνισης», η ταινία επανεκδόθηκε στη Γερμανία το 2009 σε μορφή dvd. Τυχαίο; 80 χρόνια από τη δημιουργία του, το «Κούλε Βάμπε» είναι η πιο επίκαιρη ταινία, και για τη συγκυρία που περιγράφει και για τα μηνύματα που δίνει.

INFO: Η ταινία θα προβληθεί στον κινηματογράφο ΤΡΙΑΝΟΝ (τηλ. 210 8215469) από 24 Φλεβάρη. Θα συνδυάζεται με μουσικές παραστάσεις έργων των Μπρεχτ – Βάιλ, με κοινό εισιτήριο και με 2 επιπλέον τιμές: Εργατικό 5 €και ανέργων 3.

http://www.ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=1573:i956&Itemid=62 

Τζον Στάινμπεκ ,μικρό αφιέρωμα.





Σαν εχθές ήρθε στη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς και παγκόσμιους συγγραφείς, ο Τζον Στάινμπεκ - το αφιέρωμα που ακολουθεί αποτελεί μικρή παρουσίαση για έναν μεγάλο άνθρωπο.


  
"Οι ιδέες είναι σαν τα κουνέλια. Πιάνεις κάνα δυο, τις περιποιείσαι και, πολύ σύντομα, έχεις μια ντουζίνα από δαύτες."

"Οι συγγραφείς είναι λίγο κάτω από τους κλόουν και λίγο πάνω από τις εκπαιδευμένες φώκιες."





Τζον Στάινμπεκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Τζον Έρνστ Στάινμπεκ (John Ernst Steinbeck: Σαλίνας Βάλεϋ, Καλιφόρνια, ΗΠΑ, 27 Φεβρουαρίου 1902Νέα Υόρκη, 20 Δεκεμβρίου 1968) ήταν αμερικανός συγγραφέας. Έγραψε το βραβευμένο με Βραβείο Πούλιτζερ μυθιστόρημα Τα Σταφύλια της Οργής (1939) και τη νουβέλα Άνθρωποι και Ποντίκια (1937). Συνέγραψε συνολικά είκοσι επτά βιβλία, τα οποία περιλαμβάνουν 16 μυθιστορήματα, έξι πραγματικές ιστορίες και πέντε συλλογές διηγημάτων. Το 1962 ο Στάινμπεκ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Πίνακας περιεχομένων

[Απόκρυψη]




Βιογραφία

Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ Ο Νεότερος γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1902 στην πόλη Σαλίνας στην Καλιφόρνια. Ήταν γερμανικής και ιρλανδικής καταγωγής. Ο Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ, ο προπάππος του Στάινμπεκ από την πλευρά του πατέρα του, είχε συντομεύσει το όνομα σε Στάινμπεκ όταν μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οικογενειακή φάρμα στο Χάιλιχενχάους στη Γερμανία ονομάζεται μέχρι σήμερα Γκροστάινμπεκ.
Ο πατέρας του, Τζον Στάινμπεκ Ο Πρεσβύτερος, υπηρέτησε στην περιοχή του Μοντερέυ ως ταμίας. Η μητέρα του Τζον, Όλιβ Χάμιλτον, μια πρώην δασκάλα, μοιραζόταν με τον Τζον το πάθος για διάβασμα και γράψιμο. Ο Στάινμπεκ ζούσε σε μια μικρή αγροτική πόλη που ήταν ουσιαστικά ένας μεθοριακός οικισμός, ευρισκόμενος στη μέση μερικών από τις πιο εύφορες εκτάσεις γης του κόσμου. Περνούσε τα καλοκαίρια του δουλεύοντας σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα και μετά με μετανάστες εργάτες στο αγρόκτημα Spreckels. Γνώρισε τη σκληρότερη διάσταση της ζωής των μεταναστών και τη σκοτεινότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, υλικό το οποίο εξέφρασε σε έργα όπως το Άνθρωποι και Ποντίκια. Εξερευνούσε επίσης το περιβάλλον του περπατώντας στα τοπικά δάση, αγρούς και φάρμες.
Το 1919, ο Στάινμπεκ αποφοίτησε από το Λύκειο του Σαλίνας και παρακολουθούσε με διαλείμματα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ μέχρι το 1925, φεύγοντας τελικά από το πανεπιστήμιο χωρίς να πάρει πτυχίο. Ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη κι έκανε κάθε είδους παράδοξη δουλειά ενώ κυνηγούσε το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Όταν απέτυχε να δημοσιεύσει κάποιο έργο του επέστρεψε στην Καλιφόρνια όπου εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως ξεναγός το 1928 και ως επιστάτης στο ιχθυοτροφείο του Ταχόε Σίτυ, όπου θα συναντούσε την τουρίστρια Κάρολ Χέννινγκ, τη μέλλουσα πρώτη του σύζυγο. Ο Στάινμπεκ και η Χέννινγκ παντρεύτηκαν τον Ιανουάριο του 1930.
Ο Στάινμπεκ έζησε το μεγαλύτερο μέρος Μεγάλης Ύφεσης και του γάμου του με την Κάρολ σε ένα εξοχικό που ανήκε στον πατέρα του στην κωμόπολη Πασίφικ Γκρόουβ στην Καλιφόρνια στην Χερσόνησο του Μοντερέυ, λίγα τετράγωνα μακριά από την πόλη του Μοντερέυ. Ο πατέρας του Στάινμπεκ τού παρείχε στέγαση δωρεάν μαζί με χαρτί για τα χειρόγραφά του και πολύ σημαντικά δάνεια στα τέλη του 1928, τα οποία επέτρεψαν στον Στάινμπεκ να εγκαταλείψει μια πολύ κουραστική δουλειά σε μια αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο και να επικεντρωθεί στην τέχνη του.
Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος Η Πεδιάδα της Τορτίλια (Tortilla Flat) το 1935, η οποία διαδραματίζεται στο Μοντερέυ, της πρώτης του εμπορικής επιτυχίας, οι Στάινμπεκ αναδύθηκαν από τη σχετική φτώχεια κι έχτισαν ένα καλοκαιρινό ράντσο-σπίτι στην κωμόπολη Λος Γκάτος. Το 1940 πήγε ένα ταξίδι γύρω από τον Κόλπο της Καλιφόρνια μαζί με τον στενό του φίλο, Εντ Ρίκετς, για να μαζέψουν βιολογικά δείγματα. Το έργο The Log from the Sea of Cortez περιγράφει την εμπειρία του. Αν και η Κάρολ συνόδευσε τον Στάινμπεκ στο ταξίδι, ο γάμος τους είχε αρχίσει να έχει προβλήματα μέχρι εκείνη την εποχή, και θα τελείωνε τελικά το 1941, τον καιρό που ο Στάινμπεκ δούλευε στο χειρόγραφο για το βιβλίο.
Το 1943,ο Στάινμπεκ κατέθεσε αίτηση διαζυγίου κατά της Κάρολ και παντρεύτηκε την Γκουίντολιν "Γκουίν" Κόνγκερ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά - τον συγγραφέα Τόμας "Τομ" Μάιλς Στάινμπεκ το 1944 και τον συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή Τζον Στάινμπεκ IV (1946-1991). Ο Στάινμπεκ και η δεύτερη σύζυγός του χώρισαν το 1950. Το Δεκέμβριο του 1950, ο Στάινμπεκ παντρεύτηκε την προϊσταμένη σκηνής Ελέιν Σκοτ μέσα σε μια εβδομάδα από την οριστικοποίηση του διαζυγίου της από τον ηθοποιό Ζάκαρι Σκοτ. Αυτός ο γάμος διήρκεσε μέχρι το θάνατο του Στάινμπεκ το 1968.
Το 1948 ο Στάινμπεκ περιηγήθηκε στη Σοβιετική Ένωση με τον φημισμένο φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα. Επισκέφτηκαν τη Μόσχα, το Κίεβο, την Τιφλίδα, το Μπατούμι και το Στάλινγκραντ. Το βιβλίο του για τις εμπειρίες τους Ρωσικό Ημερολόγιο, εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες του Κάπα. Εκείνη τη χρονιά εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Το 1966, ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Τελ Αβίβ για να επισκεφτεί το χώρο του Βουνού της Ελπίδας, μιας αγροτικής κοινότητας ιδρυμένης από τον παππού του στο Ισραήλ, του οποίου ο αδελφός, Φρίντιχ Γκροσστάινμπεκ, δολοφονήθηκε από Άραβες διαγουμιστές στις 11 Ιανουαρίου 1858.
Ο Τζον Στάινμπεκ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968 από καρδιακή ασθένεια και καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν 66 ετών και είχε υπάρξει σε όλη του τη ζωή καπνιστής. Η αυτοψία έδειξε σχεδόν πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών
Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και μία τεφροδόχος που περιείχε τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας. Οι στάχτες του τοποθετήθηκαν μαζί με εκείνες των Χάμιλτον (παππούδων του). Η τρίτη σύζυγός του Ελέιν, θάφτηκε μαζί του το 2004. Είχε γράψει νωρίτερα στο γιατρό του πως ένιωθε πολύ βαθιά "μέσα στη σάρκα του" και πως δε θα επιβίωνε το σωματικό θάνατο του και ότι το βιολογικό τέλος της ζωής του θα ήταν και το οριστικό.

Λογοτεχνική καριέρα

Το πρώτο μυθιστόρημα του Στάινμπεκ Η Χρυσή Κούπα (Cup of Gold), που δημοσιεύτηκε το 1929, βασίζεται στη ζωή και το θάνατο του κουρσάρου Χένρι Μόργκαν. Επικεντρώνεται στην επίθεση και λεηλασία της πόλης του Παναμά από τον Μόργκαν, η οποία κάποιες φορές αναφέρεται ως "Χρυσή Κούπα", και σε μια γυναίκα πιο ξανθιά και από τον ήλιο, η οποία λέγεται πως βρισκόταν εκεί.
Μετά τη Χρυσή Κουπά, ανάμεσα στο 1931 και στο 1933 ο Στάινμπεκ παρήγαγε τρία μικρότερα έργα. Οι Βοσκές του Ουρανού (The Pastures of Heaven), δημοσιευμένο το 1932, αποτελούνταν συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες για μια κοιλάδα κοντά στο Μοντερέυ, που ανακαλύφθηκε από έναν Ισπανό δεκανέα ενώ καταδίωκε δραπέτες γηγενείς Ινδιάνους σκλάβους. Το 1933 ο Στάινμπεκ δημοσίευσε Το Κόκκινο Πόνι (The Red Pony), μια 100σέλιδη ιστορία με τέσσερα κεφάλαια, μια συρραφή αναμνήσεων από την παιδική ηλικία του Στάινμπεκ. Το Σ' Έναν Άγνωστο Θεό (To A God Unknown) διηγείται τη ζωή κάποιου που ρυθμίζει νόμιμα με την κυβέρνηση την πρόθεση να αποκτήσει τον τίτλο του (homesteader) και της οικογένειάς του, απεικονίζοντας ένα χαρακτήρα με μία πρωτόγονη και παγανιστική λατρεία για τη γη στην οποία εργάζεται.
Ο Στάινμπεκ κατάφερε την πρώτη του επιτυχία με το μυθιστόρημα Η Πεδιάδα της Τορτίλια (Tortillia Flat,1935), το οποίο κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια. Το βιβλίο απεικονίζει τις περιπέτειες μιας ομάδας αταξικών και συνήθως άστεγων νεαρών αντρών στο Μοντερέυ μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο πριν την Ποταπαγόρευση. Οι χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιάζονται με μια ειρωνική σύγκριση με μυθικούς ιππότες σε μια αναζήτηση, απορρίπτουν όλα τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα της αμερικανικής κοινωνίας για να απολαύσουν έναν έκλυτο βίο, επικεντρωμένο στο κρασί, τη λαγνεία, τη συντροφικότητα και τις μικροκλοπές. Το βιβλίο έγινε ταινία το 1942, με πρωταγωνιστές τους Σπένσερ Τρέισι, Χέντι Λαμάρ και Τζον Γκάρφιλντ, φίλο του Στάινμπεκ.
Ο Στάινμπεκ ξεκίνησε να γράφει μια σειρά με "ιστορίες της Καλιφόρνια" και φανταστικές ιστορίες σχετικά με τις αμμοθύελλες που σάρωσαν τις πεδιαδες των ΗΠΑ και του Καναδα απο το 1930 έως το 1936 (Dust Bowl), προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι ιστορίες αυτές τοποθετούνταν ανάμεσα σε καθημερινούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle), Άνθρωποι και Ποντίκια (Of Mice and Men) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath). Το Άνθρωποι και Ποντίκια, που ασχολείται με τα όνειρα δύο μεταναστών εργατών που δουλεύουν το χώμα της Καλιφόρνια, επευφημήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς.
Η θεατρική μεταφορά του Άνθρωποι και Ποντίκια σημείωσε τεράστια επιτυχία, με πρωταγωνιστές τον Μπρόντερικ Κρόφορντ ως τον πνευματικά παιδαριώδη αλλά σωματικά δυνατό πλανόδιο εργάτη αγροκτημάτων, "Λένι" και τον Ουάλλας Φορντ ως το σύντροφό του, "Τζορτζ". Παρολ'αυτά, ο Στάινμπεκ αρνήθηκε να ταξιδέψει από το σπίτι του στην Καλιφόρνια για να παρακολουθήσει μια παράσταση του έργου όσο παιζόταν στη Νέα Υόρκη, λέγοντας στον Κάουφμαν ότι το έργο όπως υπήρχε στο δικό του μυαλό ήταν "τέλειο" και οτιδήποτε παρουσιαζόταν στη σκηνή θα ήταν απλώς μια απογοήτευση. Ο Στάινμπεκ θα έγραφε δύο ακόμα θεατρικά έργα (Το Φεγγάρι Χαμήλωσε και Burning Bright).
Το Άνθρωποι και Ποντίκια μεταφέρθηκε το 1939 από το Χόλιγουντ στον κινηματογράφο, όπου έπαιζε ο Λον Τσάνι ο Νεότερος (ο οποίος είχε υποδυθεί αυτό το ρόλο και στην παραγωγή του έργου στο Λος Άντζελες) το Λένι και ο Μπέρτζες Μέρεντιθ τον Τζορτζ. Ο Στάινμπεκ ακολούθησε το κύμα της επιτυχίας με Τα Σταφύλια της Οργής (1939), βασισμένο σε άρθρα που είχε δημοσιεύσει σε εφημερίδα στο Σαν Φραντσίσκο. Το μυθιστόρημα θα θεωρούνταν από πολλούς το καλύτερο έργο του. Κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 1940, ενώ έγινε περίφημη ταινία σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ, με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα ως Τομ Τζόουντ, ο οποίος προτάθηκε για όσκαρ για αυτή την ερμηνεία του.
Η επιτυχία του Τα Σταφύλια της Οργής δεν στερήθηκε αμφισβητήσεων, καθώς οι φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις του Στάινμπεκ, η απεικόνιση της αρνητικής πλευράς του καπιταλισμού και η μυθική επανερμηνεία των ιστορικών γεγονότων των μεταναστεύσεων εξαιτίας του Dust Bowl οδήγησαν σε αντιδράσεις εναντίον του συγγραφέα, ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πράγματι, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο ήταν και άσεμνο και παραπλανητικό σχετικά με τις συνθήκες στην επαρχία, το Συμβούλιο της επαρχίας Κερν απαγόρευσε το βιβλίο από τα δημόσια σχολεία και βιβλιοθήκες της επαρχίας τον Αύγουστο του 1939. Αυτή η απαγόρευση ίσχυε μέχρι τον Ιανουάριο του 1941. Σχετικά με αυτές τις αντιρρήσεις, ο Στάινμπεκ έγραψε, "Η δυσφήμισή μου εκεί έξω από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τραπεζίτες είναι αρκετά κακή. Το τελευταίο είναι μια φήμη από αυτούς ότι οι κάτοικοι της Οκλαχόμα με μισούν και έχουν απειλήσει να με σκοτώσουν επειδή λέω ψέματα γι' αυτούς. Είμαι τρομοκρατημένος με την αυξανόμενη οργή από αυτό το καταραμένο πράγμα. Έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο, εννοώ ένα είδος υστερίας αναπτύσσεται για το βιβλίο και αυτό δεν είναι καθόλου υγιές."
Οι κινηματογραφικές εκδοχές των Τα Σταφύλια της Οργής και Άνθρωποι και Ποντίκια (από δύο διαφορετικά κινηματογραφικά στούντιο) γυρίζονταν ταυτόχρονα, επιτρέποντας στον Στάινμπεκ να περνάει μια ολόκληρη μέρα στο πλατό του Τα Σταφύλια της Οργής και την επόμενη μέρα στο πλατό του Άνθρωποι και Ποντίκια.

[Επεξεργασία] Εντ Ρίκετς

Κατά τη δεκαετία του '30 και του '40, ο βιολόγος και οικολόγος, Εντ Ρίκετς, ενέπνευσε έντονα το γράψιμο του Στάινμπεκ. Ο Στάινμπεκ πήγαινε με συχνά μικρές εκδρομές με τον Ρίκετς στις ακτές της Καλιφόρνια για να βρίσκει ο Στάινμπεκ χρόνο για ανάπαυση από το γράψιμό του και να συλλέγουν βιολογικά δείγματα, τα οποία ο Ρίκετς πουλούσε ως επάγγελμα. Το κοινό τους βιβλίο για μία αποστολή για να συλλέξουν δείγματα από τον Κόλπο της Καλιφόρνια το 1940, το οποίο ήταν εν μέρει βιβλίο ταξιδιωτικού περιεχομένου και εν μέρει ασχολούνταν με τη φυσική ιστορία, δημοσιευμένο μόλις οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δε βρήκε κανένα κοινό και οι πωλήσεις δεν πήγαν καλά. Παρόλ' αυτά, το 1951, ο Στάινμπεκ επαναδημοσίευσε το αφηγηματικό μέρος του βιβλίου ως The Log from the Sea of Cortez, με το όνομά του μόνο (αν και ο Ρίκετς είχε γράψει λίγο από αυτό). Αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
Ο Ρίκετς υπήρξε το μοντέλο του Στάινμπεκ για το χαρακ΄τηρα του "Ντοκ" από το Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Road, 1945) και Γλυικά Πέμπτη (Sweet Thursday, 1954), τον "Φίλο Εντ" στο Burning Bright και χαρακτήρες των Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle, 1936) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath, 1939). Οικολογικά θέματα επαναλαμβάνονται συχνά σε μυθιστορήματα του Στάινμπεκ εκείνη την περίοδο.
Οι στενές σχέσεις του Στάινμπεκ με το Ρίκετς τελείωασν το 1941 όταν ο Στάινμπεκ μετακόμισε από το Πασίφικ Γκρόουβ και χώρισε με τη γυναίκα του, Κάρολ. Ο βιογράφος του Ρίκετς, Έρικ Ένο Ταμ, σημειώνει ότι, εκτός από το Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden, 1952), το γράψιμο του Στάινμπεκ παρήκμασε βαθμιαία μετά τον πρόωρο θάνατο του Ρίκετς το 1948.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Το μυθιστόρημά του Το Φεγγάρι Χαμήλωσε (1942) σχετικά με το πνεύμα αντίστασης, το οποίο έχει ως πηγή έμπνευσης το Σωκράτη, σε ένα κατειλημμένο από τους Ναζί χωριό στη Βόρεια Ευρώπη, έγινε σχεδόν αμέσως ταινία. Πολλοί υποθέτουν πως η ανώνυμη χώρα του μυθιστορήματος είναι η Νορβηγία και το 1945 ο Στάινμπεκ έλαβε το Μετάλλιο της Ελευθερίας από το Νορβηγό βασιλιά Χαακόν ΣΤ' για τη λογοτεχνική συνεισφορά του στο κίνημα της νορβηγικής αντίστασης.
Το 1943, ο Στάινμπεκ υπηρέτησε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune και δούλεψε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (τον πρόγονο της CIA), Εκείνη την εποχή έγινε φίλος με τον Ουίλ Λανγκ Τζ. του περιοδικού Life. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Στάινμπεκ ακολούθησε τις αποστολές κομάντο του προγράμματος Beach Jumpers του Ντάγκλας Φέρμπανκς Τζ., οι οποίες εξαπέλυαν επιχειρήσεις αντιπερισπασμού με μικρές μονάδες εναντίον νησιών Μεσογείου που κρατούνταν από τους Γερμανούς. Κάποια από τα γραπτά του εκείνης της περιόδου ενσωματώθηκαν σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Ήταν Κάποτε ένας Πόλεμος (Once There Was A War,1958).
Ο Στάινμπεκ επέστρεψε από τον πόλεμο με αρκετά τραύματα από οβίδες αλλά φέροντας και ψυχολογικά τραύματα. Θεράπευσε τον εαυτό του, όπως πάντα, γράφοντας. Έγραψε το Στον ίσκιο του θανάτου (Lifeboat, 1944) του Άλφρεντ Χίτσκοκ και την ταινία A Medal for Benny (1945) μαζί με τον σεναριογράφο Τζακ Ουάγκνερ σχετικά με φίλους (paisanos) από την Πεδιάδα της Τορτίλια που πηγαίνουν στον πόλεμο. Αργότερα ζήτησε να αφαιρεθεί το όνομα του από τους τίτλους του Στον ίσκιο του θανάτου διότι πίστευε πως η τελική μορφή της ταινίας περιείχε ρατσιστικά υπονοούμενα. Το 1944, υποφέρωντας από νοσταλγία για τη ζωή του στο Μοντερέυ και το Πασίφικ Γκρόουβ τη δεκαετία του '30, έγραψε και το Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Row,1945), το οποίο έγινε τόσο διάσημο ώστε η Λεωφόρος Ocean View στο Μοντερέυ, όπου διαδραματίζεται το βιβλίο, μετονομάστηκε τελικά σε Cannery Row το 1958.
Μετά το τέλος του πολέμου έγραψε Το Μαργαριτάρι (The Pearl, 1947) ξέροντας ήδη πως θα γυριστεί σε ταινία. Η ιστορία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τεύχος του Δεκεμβρίου του 1945 στο περιοδικό Woman's Home Companion ως Το Μαργαριτάρι του Κόσμου. Εικονογραφήθηκε από τον Τζον Άλαν Μάξγουελ. Το μυθιστόρημα είναι μια ευφάνταστη αφήγηση μιας ιστορίας που άκουσε ο Στάινμπεκ στη Λα Παζ το 1940, όπως αφηγείται στο The Log From the Sea of Cortez, την οποία περιέγραψε στο Κεφάλαιο 11 ως "τόσο σαν παραβολή που σχεδόν δεν μπορεί να είναι". Ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Μεξικό για τα γυρίσματα με τον Ουάγκνερ, ο οποίος βοήθησε με το σενάριο. Στο ταξίδι θα εμπνεόταν από την ιστορία του Εμιλιάνο Ζαπάτα και κατόπιν έγραψε ένα κινηματογραφικό σενάριο (Viva Zapata!) σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν.

Νέα Υόρκη

Μετά το διαζύγιο του από την Γκουέντολιν Κόνγκερ και το θάνατο του Εντ Ρίκετς (όταν το αυτοκίνητό του χτυπήθηκε από τρένο το 1948), ο Στάινμπεκ παντρεύτηκε για τελευταία φορά το 1950. Λίγο αργότερα άρχισε να δουλεύει πάνω στο Ανατολικά της Εδέμ (1952), το οποίο θεωρούσε το καλύτερο του έργο.
Το 1952, ο Τζον Στάινμπεκ εμφανίστηκε ως αφηγητής στην ταινία της 20th Century Fox Το Τελευταίο Φύλλο (O. Henry's Full House). Αν και ο Στάινμπεκ αργότερα παραδέχτηκε ότι ένιωθε άβολα μπροστά στην κάμερα, παρείχε ενδιαφέρουσες εισαγωγές σε αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές διηγημάτων του θρυλικού συγγραφέα Ο. Χένρι. Περίπου την ίδια εποχή, ο Στάινμπεκ ηχογράφησε αναγνώσεις αρκετών διηγημάτων του για την Columbia Records. Παρά την κάποια έλλειψη άνεσης από τον Στάινμπεκ, οι ηχογραφήσεις παρέχουν μια καταγραφή της βαθιάς, ηχηρής φωνής του.
Μετά την επιτυχία του Viva Zapata!, ο Στάινμπεκ συνεργάστηκε με τον Καζάν στο Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden), το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Τζέημς Ντην.

Έργα

  • Η Χρυσή Κούπα (Cup of Gold) (1929)
  • Οι Βοσκές του Παραδείσου (The Pastures of Heaven) - συλλογή διηγημάτων (1932)
  • Σ' Έναν Άγνωστο Θεό (To A God Unknown) (1933)
  • Η Πεδιάδα της Τορτίγια (Tortilla Flat) (1935)
  • Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle) (1936)
  • Άνθρωποι Και Ποντίκια (Of Mice And Men) (1937)
  • Η Μακριά Κοιλάδα (The Long Valley) - συλλογή διηγημάτων (1938)
  • Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath) (1939)
  • Η Θάλασσα του Κορτέζ (Sea of Cortez) (1941)
  • The Forgotten Village - σενάριο (1941)
  • Το Φεγγάρι Έπεσε (The Moon is Down) (1942)
  • Στον ίσκιο του θανάτου (Lifeboat) - σενάριο (1944)
  • Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Row) (1945)
  • Οι Ταξιδιώτες (The Wayward Bus) (1947)
  • Το Μαργαριτάρι (The Pearl) (1948)
  • Ρωσικό Ημερολόγιο (A Russian Journal) (1948)
  • Burning Bright - θεατρικό (1950)
  • Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden) (1952)
  • Βίβα Ζαπάτα! (Viva Zapata!) - σενάριο (1952)
  • Γλυκιά Πέμπτη (Sweet Thursday) (1954)
  • Η Σύντομη Βασιλεία του Πιπίνου (The Short Reign of Pippin IV) (1957)
  • Ο Χειμώνας της Διχόνοιας (The Winter of Our Discontent) (1961)
  • Ταξίδι με τον Τσάρλι: Αναζητώντας την Αμερική (Travels With Charley: In Search of America) (1962)
  • Αμερική και Αμερικάνοι (America and Americans) - δοκίμιο (1966)

Βιβλιογραφία

  • The Norton Anthology of American Literature, fifth edition, volume 2, W.W. Norton & Company, Inc. ISBN 0-393-95872-8.
  • Outline of American Literature, United States information Agency (pbk.)
  • John Steinbeck, Writer: A Biography, Penguin (1990), ISBN: 014014417X

Εξωτερικοί σύνδεσμοι





Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Βίβλία ενάντια στον Ρατσισμό και τον Φασισμό.

Ρατσισμός: Τι είναι και πως παλεύεται

Συγγραφείς: Aλεξ Καλλίνικος
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Σελίδες: 78

Τιμή: 8 €

Προσθήκη στο καλάθι αγοράς



Χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες πέφτουν καθημερινά θύματα ρατσιστικών διακρίσεων. Από τις απελάσεις και τις "επιχειρίσεις-σκούπα" της αστυνομίας μέχρι τις δολοφονίες από τους φασίστες και τα ναρκοπέδια των συνόρων. Εκατοντάδες χιλιάδες αναγκάζονται στην παρανομία και στη στυγνή εκμετάλλευση.
Με ποιες ιδέες και με ποια δράση μπορούμε να δ΄΄ωσουμε η μάχη ενάντια στο ρατσισμό;
Το βιβλίο αυτό είναι μια μαρξιστική ανάλυση που ερμηνεύει τη γέννηση και την ανάπτυξη του ρατσισμού με βάση τα συμφέροντα και τις ανάγκες του καπιταλισμού. Υποστηρίζει ότι ο ρατσισμός δεν είναι "έμφυτος" στον κόσμο, αλλά καλλιεργείται συνειδητά από τις άρχουσες τάξεις. Ξεσκεπάζει τα ιδεολογήματα που καλύπτουν τη ρατσιστική προπαγάνδα. Και αναζητά τις απαντήσεις μέσα στον κοινό αγώνα όλων των εργατών -ανεξάρτητα από "φυλή" ή εθνότητα- για την ανατροπή αυτού του συστήματος και για το σοσιαλισμό.  


http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=584 


Η πάλη ενάντια στο φασισμό στη Γερμανία

Συγγραφείς: Λέον Τρότσκι
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο

Τιμή: 15 €

Προσθήκη στο καλάθι αγοράς



Η νίκη των Ναζί το 1933 στη Γερμανία καθόρισε με τραγικές συνέπειες τη μοίρα της ανθρωπότητας για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Η άνοδος του Χίτλερ ήταν μια συντριπτική ήττα, όχι μόνο για την αριστερά, αλλά για ολόκληρο το εργατικό κίνημα και οδήγησε στον εφιάλτη του Ολοκαυτώματος και στην φρίκη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου.
Ωστόσο, η επικράτηση του φασισμού δεν ήταν αναπόφευκτη. Στην ίδια την Γερμανία, τα εργατικά κόμματα είχαν την υποστήριξη εκατομμυρίων ανθρώπων και με μια σωστή πολιτική θα μπορούσαν να έχουν τσακίσει τους Ναζί. Υπήρχε μια εναλλακτική προοπτική απέναντι στη φασιστική βαρβαρότητα - το ενιαίο μέτωπο των εργατών και η σοσιαλιστική επανάσταση.
Πουθενά δεν φαίνεται πιο ξεκάθαρα αυτή η προοπτική, απ' ό,τι στα κείμενα του Λέον Τρότσκι, του μεγάλου επαναστάτη που εκείνη την εποχή ζούσε εξόριστος από τη Ρωσία του Στάλιν.
Σήμερα η εικόνα του πλανήτη στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα, μοιάζει πολύ με τη δεκαετία του '30: η κρίση του καπιταλισμού παράγει φτώχεια, ανεργία, ρατσισμό, πόλεμους, απειλητική αναβίωση του φασισμού. Γι' αυτό, η ανάλυση του Τρότσκι για τις ταξικές δυνάμεις και τις πολιτικές που καθόρισαν την σύγκρουση στη Γερμανία, παραμένει επίκαιρη και αναντικατάτατη. Όχι μόνο ενάντια στη φασιστική απειλή, αλλά σαν όπλο στα χέρια των εργατών και της νεολαίας που απλώνουν το αντικαπιταλιστικό κίνημα σ' ολόκληρο τον κόσμο.



http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=46



Ριζοσπαστικό Ισλάμ. Ιμπεριαλισμός και Αριστερά

Συγγραφείς: Chris Harman
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Σελίδες: 110

Τιμή: 9 €

Προσθήκη στο καλάθι αγοράς





Τι είναι οι ισλαμιστές; Οι νέοι "προληπτικοί" πόλεμοι του Μπους, η σφαγή του ιρακινού λαού και η κατοχή, η βάρβαρη καταστολή της παλαιστινιακής Ιντιφάντα από τον Σαρόν, συνοδεύονται από μια βρόμικη και ρατσιστική εκστρατεία για του "φανατικούς και παράφρονες ισλαμιστές που μας απειλούν όλους". Ακόμα και τα τμήματα της αριστεράς καταλήγουν να υιοθετούν συχνά μια παρόμοια λογική "ίσων αποστάσεων" ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και τον "ισλαμικό φονταμεταλισμό". [...] 








http://www.marxistiko.gr/home.php?Book_ID=16 

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Νίκος Κοεμτζής: Μια «παραγγελιά» βαμμένη με αίμα

Νίκος Κοεμτζής: Μια «παραγγελιά» βαμμένη με αίμα

Printer-friendly versionSend to friend
Ήταν τα ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, όταν στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» ο Νικόλαος Κοεμτζής ήρθε στα χέρια με θαμώνες του κέντρου, με αφορμή μια «παραγγελιά» για ένα ζεϊμπέκικο. Ο απολογισμός τραγικός: τρεις νεκροί, οκτώ τραυματίες, και δυο άνθρωποι – ο δράστης και ο αδερφός του – στη φυλακή.
Η ιστορία είναι πάνω – κάτω γνωστή: ο πρόσφατα αποφυλακισμένος Νικόλαος Κοεμτζής βρέθηκε στο νυχτερινό κέντρο εκείνο το βράδυ μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δημοσθένη, ο οποίος και έκανε «μια παραγγελιά» από την ορχήστρα για να χορέψει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στο μαγαζί όμως, βρισκόταν και τρεις ασφαλίτες, οι οποίοι γνώριζαν τη συγγένεια του ατόμου που «έκανε την παραγγελιά» με τον Κοεμτζή, ο οποίος είχε τακτικά πάρε δώσε με τις αρχές.
Οι τρεις άντρες της Ασφάλειας πάτησαν τον ιερό άγραφο νόμο της εποχής, που επέβαλλε να χορεύει μοναχά αυτός που ζήτησε την «παραγγελιά» και άρχισαν να χορεύουν γύρω από τον Δημοσθένη. Σύντομα ο Νίκος Κοεμτζής ξεσπά και, αφού ουρλιάξει «Παραγγελιά, ρε!», βγάζει μαχαίρι: οι τρεις ασφαλίτες πέφτουν νεκροί, ενώ τραυματίστηκαν άλλα 8 άτομα.
Τρεις φορές σε θάνατο καταδικάστηκε ο Νικόλαος Κοεμτζής για το μακελειό της νύχτας εκείνης, σε τριετή φυλάκιση ο αδελφός του Δημοσθένης, ενώ αθωώθηκε ο τρίτος της παρέας Θωμάς Κορομάνης. Ο Nίκος Κοεμτζής καταδικάστηκε για τρεις ανθρωποκτονίες: των Εμμ. Χριστοδουλάκη, Δημ. Πεγιά και I. Κούρτη και τις 8 απόπειρες ανθρωποκτονιών κατά θαμώνων του κέντρου, και για τρία χρόνια ζούσε καθημερινά με την απειλή της εκτέλεσής του.
Τελικά, ήταν ο πρώτος που γλίτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, οπότε η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Στις 31 Μαρτίου 1996, μετά από 23 χρόνια στη φυλακή, το Δικαστικό Συμβούλιο της Πάτρας αποφυλάκισε τον μετανοημένο 58χρονο Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Έκτοτε, ζει πουλώντας την αυτοβιογραφία του που συνέγραψε μέσα στη φυλακή (Νίκος Κοεμτζής – Το μακρύ ζεϊμπέκικο), υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας, αφού ο Δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού.
«Ονομάζομαι Νίκος Κοεμτζής, γεννήθηκα στο Αιγίνειο Κατερίνης...», έτσι ξεκινά η αυτοβιογραφία του, στην οποία εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια, την κακοποίηση που είδε ως παιδί να υφίσταται ο κομουνιστής πατέρας του και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του από τους ένστολους αστυνομικούς, αλλά και τον πόλεμο που του γινόταν γενικά από την Αστυνομία. Περιγράφει την προφυλάκισή του στις Φυλακές Κορυδαλλού και τη συνάντηση του με τον αδελφό του και το φίλο του είχε κι αυτός τραυματιστεί από το μαχαίρι του, την κακή υγεία του, αφού δεν μπορεί να περπατήσει από τις σφαίρες που του είχαν ρίξει στα πόδια οι αστυνομικοί όταν τον συνέλαβαν. «... στο μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το κακό που σκόρπισα... Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. ... Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου...», γράφει για εκείνη την μοιραία νύχτα.
Το βιβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο: «…Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982.
… Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996
.».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, διάβασε το βιβλίο του Νίκου Κοεμτζή και, εμπνευσμένος από την ιστορία του, έγραψε το τραγούδι «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος, με τη σειρά του, εμπνευσμένος από το τραγούδι του Σαββόπουλου έκανε την ιστορία ταινία.
Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο του Διονύση Σαββόπουλου
Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι.
Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;
Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη
-Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη-
Γεννήθηκε σ΄ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη...
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.
Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ΄ το σαράντα πέντε
κι οι χωρικοί απ΄ τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ΄ τον γιο.
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.
Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα
κυλάει απ΄ την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,
για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν΄ η παρανομία.
Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας
Δυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε.
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ΄ την τρέλα, όχι για να σωθεί,
αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμο
και τότε τού ΄παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!
Κι απ΄ την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία,
μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του·
της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.
Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ΄ ένα κράτος
που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά-
κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,
βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.
«Ν΄ ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ΄ αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»
Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
«Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν
κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:
«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.
Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.
Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.
Έξω απ΄ την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το ΄χαν διαλύσει.
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.
Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι.
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.
Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…»
Νίκο, σόι αλλοπαρμένο
Νίκο, τι έχεις καμωμένο;
Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένιωσε ότι θα τον δώσουν
«Θα φύγω,» είπε, «με μια βάρκα ν΄ ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν.
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν!»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες.
Τον εκυκλώσαν, βγαίναν απ’ τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του
από ένα νήμα που δεν θα ΄δινε σ΄ αυτούς, και πέταξε μαχαίρι.
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι αστυνόμοι, μα εκείνοι τού ΄ριχναν στα πόδια.
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του ΄δωσε μια με ένα καδρόνι...
Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος.
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί· παράξενο δεν ήταν:
η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ΄ αυτόν, μιαν άλλη απειλή.
Το ΄παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου,
μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει: «Πού να σου εξηγώ…»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ΄ αφεντικό και τη νοικοκυρά του.
Οι δικηγόροι λέγαν ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του.
Νίκο, χωριό συσκοτισμένο
Νίκο, ποιοι σ΄ έχουν κυκλωμένο;
Ο ίδιος ξέγραψε απ΄ αρχής τον εαυτό του, το είπε: «Πρέπει να πεθάνω!»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή των δικαστών, μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του.
Καθώς διηγόταν την ζωή του [σε κουφούς], θαρρούσα δεν θ΄ αντέξω.
[Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω.]
Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει·
ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί.
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση απ’ το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα;
Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει.
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
στ΄ ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της.
Η ουρά που αυξαίνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλομανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία,
στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει.
Νίκο, ποτέ δεν θα ΄ναι έτσι.
Νίκο, είν΄ η αρρώστια που μας σώζει
καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ΄ το κελί σου,
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου.

από το TVXS.GR

Νίκος Κοεμτζής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
Ο Νίκος Κοεμτζής (ή Κουγιουμτζής) γεννήθηκε στο Αιγίνιο Πιερίας στις 17 Ιανουαρίου του 1938. Είναι γιος του Παναγιώτη και της Αναστασίας Κοεμτζή. Το 1973 συνελήφθη για φόνο αστυνομικών. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και επτά σε ισόβια. Ήταν άνθρωπος αγράμματος.

Παραγγελιά

Τον Φεβρουάριο του 1973 μόλις είχε βγει από τη φυλακή που είχε μπει για κλοπή. Το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 1973, πήγε με την παρέα του στο νυχτερινό κέντρο "Νεράιδα" που τραγουδούσε ο Καρουσάκης, για να διασκεδάσουν. Ο αδελφός του, ο Δημοσθένης, έκανε παραγγελιά τις Βεργούλες του Μάρκου Βαμβακάρη και σηκώθηκε να χορέψει. Μαζί του σηκώθηκαν και άλλα άτομα. Ο τραγουδιστής (Αθανασιάδης) ανακοίνωσε από το μικρόφωνο πως είναι "παραγγελιά". Έγινε μια συμπλοκή μεταξύ των ατόμων και ο Νίκος Κοεμτζής σηκώθηκε και σκότωσε με μαχαίρι τρεις αστυνομικούς. Υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του γιατί νόμιζε ότι σκότωναν τον αδελφό του.
Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε "κτήνος" και συχνά αναφερόταν σε εγκληματίες ως "Κοεμτζήδες". Λόγω της εποχής, των οικογενειακών φρονημάτων του και του ποινικού του ιστορικού πέρασε πολύ άσχημα μέσα στη φυλακή.
Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια.
Το 1979 ο Διονύσης Σαββόπουλος στο δίσκο Ρεζέρβα συμπεριλαμβάνει ένα τραγούδι με τίτλος "Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο".
Το 1980 ο Παύλος Τάσιος σκηνοθετεί την ταινία "Παραγγελιά" με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Αντώνη Αντωνίου που είναι βασισμένη στο επεισόδιο. Στην ταινία η Κατερίνα Γώγου (πρώην σύζυγός του) απαγγέλλει στίχους από τα ποιήματα της.

Αποφυλάκιση

Αποφυλακίστηκε από την Πάτρα στις 29 Μαρτίου του 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης. Από τότε πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από την "Ευελπίδων" και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα.
Ιδιόχειρη αφιέρωση στο βιβλίο του.
Το 2009, μετά από μια βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του, ο Δήμαρχος της Αθήνας του έδωσε άδεια να πουλάει το βιβλίο του στο κέντρο.

Πηγές









Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Τρία ποιήματα του Κ.Βάρναλη

 "Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ"
("ΤΟ ΦΩΣ που ΚΑΙΕΙ")

Δεν είμ΄ εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ΄μαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής.

Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ΄ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόριαγια σένα,
σκλάβε, που πονείς
.............................
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές
.........................
Δε δίνω λέξεις παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ΄ ολουνούς.
καθώς το μπήγω μές το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους
..........................
'Οθε περνά,
γκρεμίζει κάτου σαν το βοριά,
σαν το νοτιάόλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψεφτιά.

Κ΄ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ΄να ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ,
ΕΙΡΗΝΗ ! ΕΙΡΗΝΗ !
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΤΗΣ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΙΛΙΑΣ.


"ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ"
("ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ")

Βουνά, πελάη αντίμαχα και ριζιμιά καστέλια
και των αιμάτων άβυσσοι, των πατρίδων θεμέλια,
η Νια ζωή τ΄ αφάνισε και στράτα γίνανε μαβιά,
που την περνά ακατάλυτη τώρα, που ξύπνησε η σκλαβιά.

Ο Γδικιωμός, που χύνεται μαζί φωτιά και μπόρα,
ο καταλύτης Καθαρμός, της Πλερωμής η ώρα
είμαστ΄ εμείς, που κόψαμε τα που μας δένανε σκοινιά
και την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, Οχτρέ, απονιά
.................................................
Ω Πολιτείες, που καθεμιά κι ολάκερ΄ οικουμένη,
παλάτια και παράδεισοι, παντόγυρα κλεισμένοι,
η πλούσια Γης ολάκερη, τα κόπια μας κλεμμένα ως χτες,
όλα μας ξαναδίνονται με τις αγκάλες ανοιχτές
................................................
Στεριά, Θάλασσα κι άνθρωπος, στοιχεία αιώνια τρία,
αφεντικό δεν έχουνε κι αφεντικού ιστορία !
Ήρθε κι εμάς η αράδα μας για να χαρούμε τα πουλιά,
τη θάλασσα και τα βουνά, τον ήλιο και τη σιγαλιά
................................................
Και σας, Μορφές και χρώματα, παιχνίδια κι αγωνία,
του Σμιλαριού και του Φωτός διπλή κοσμογονία,
κατάματα σας χαίρεται, της Φαντασιάς ψηλή κορφή,
εκεί, που γήλιος, ουρανός κι άνθρωποι γίνονται αδερφοί.

"Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ"
(Απόσπασμα)

Μές το δροσάνεμο
που αναγαλλιάζω
κι ο νους χανότανε
σε χάος γαλάζο
ψηλά ας μ΄ αφήνατε
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη
στόμα κλειστό.

Ποιο χέρι απλώθηκενα με σπαράξει,
απ΄το χρυσόνειρο
στην άγια πράξη !
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή.
Με τραβάς, αίμα μου,
ξανά στη Γή.

Ω ! σεις χαμόσυρταλερά σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια !
μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κεί
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή
...............
Πίσου απ΄τα λόγια μου
πίκρα φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι !
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί ?
  

Το άσβεστο φως του Κ. Βάρναλη



Σαν 15 Φλεβάρη 1884, γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας) ο Κώστας Βάρναλης. Ο κομμουνιστής ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και δημοσιογράφος, που στράτευσε το ταλέντο, την τέχνη και τη ζωή του στην υπόθεση της εργατικής τάξης, στον αγώνα για τη μόρφωση του λαού και την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της ταξικής σκλαβιάς. Αφήνοντας πίσω του έργο τεράστιας αισθητικής και νοηματικής αξίας, άρρηκτα συνδεδεμένο με την αταλάντευτη στάση ζωής του. Οπως έλεγε και ο Λουντέμης, «η ποίηση του Βάρναλη δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι»...


«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».
«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».

Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884[1], όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. (Το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.) Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.

[Επεξεργασία] Έργο

Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

[Επεξεργασία] Ποίηση

«Οι μοιραίοι», χειρόγραφο του ποιητή

  • Ποιητικές συνθέσεις
    • Ο Προσκυνητής (1919)
    • Το Φώς που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
    • Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
  • Ποιητικές συλλογές
    • Κηρήθρες (1905)
    • Ποιητικά (1956)
    • Ελεύθερος κόσμος (1965)
    • Οργή λαού (1975)
  • Πεζά και κριτικά έργα
    • Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
    • Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
    • Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
    • Αληθινοί άνθρωποι (1938)
    • Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
    • Πεζός λόγος (1957)
    • Σολωμικά (1957)
    • Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
    • Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
    • Οι δικτάτορες (1965)
    • Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
  • Θέατρο
    • Άτταλος ο Τρίτος (1972)
  • Μεταφράσεις
    • Αριστοφάνης - Βάτραχοι
    • Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
    • Αριστοφάνης - Ιππείς
    • Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
    • Αριστοφάνης - Πλούτος
    • Ευριπίδης - Ιππόλυτος
    • Ευριπίδης - Τρωαδίτισσες
    • Κινέζικα τραγούδια
    • Μολιέρος - Μισάνθρωπος
    • Ευγένιος Ποτιέ - Η Διεθνής

[Επεξεργασία] Σημειώσεις

  1. Κατά τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, της οποίας υπήρξε συνεργάτης.

Το άσβεστο φως του Κ. Βάρναλη
 

Αν το χρονογράφημα σε καιρό ειρήνης συνιστά επίπονη εργασία, στην Κατοχή αποτελούσε λίαν επικίνδυνη απασχόληση. Μια λέξη κοινωνικής κριτικής παραπάνω μπορούσε να οδηγήσει τον χρονογράφο στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, ενώ μια έκφραση επαινετική να του αποδώσει πρόθεση συνεργασίας. Ισορροπώντας σαν ακροβάτης στη σκοτεινιά των ημερών, ο Κώστας Βάρναλης κατόρθωσε με τις στήλες του στην εφημερίδα «Πρωία» να έρθει σ' επαφή με τα προβλήματα, να συμπαρασταθεί στον κόσμο που δεινοπαθούσε, να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα τις πιο δραματικές ώρες και να αναδείξει στα τραγικά γεγονότα το ενυπάρχον κωμικό στοιχείο.Ο αριστοτέχνης του φευγαλέου Παύλος Νιρβάνας θεωρούσε το χρονογράφημα «ιστορία του λεπτού και του δευτερολέπτου». Επισήμαινε ότι «συμβάντα, επεισόδια, σκηναί της ζωής, ασήμαντα κάποτε γεγονότα, τα οποία θα περνούσαν απαρατήρητα, παραλαμβάνονται από τον χρονογράφον, ιστορούνται, διυλίζονται, καλούνται ν' αποδώσουν τη βαθυτέραν των ουσίαν και, κάποτε, τη βαθυτέραν των έννοια». Από τη σήραγγα αυτής της σύνθετης πνευματικής διεργασίας πέρασαν και τα στιγμιότυπα της Κατοχής για να αποτυπωθούν για πάντα στα χρονογραφήματα του Βάρναλη. Η έκδοσή τους αναπληρώνει ένα φιλολογικό χάσμα, κυρίως όμως επιτρέπει να ακουστεί και πάλι ο λόγος του σημαντικού αυτού επαναστάτη - διανοουμένου. Ενας λόγος προσωπικός, άδολος, στοχαστικός, που λησμονήθηκε μέσα στον ορυμαγδό των μεταπολεμικών αναταραχών.
Τα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη που δημοσιεύονταν στα πρωτοσέλιδα της «Πρωίας» είχαν τον γενικό υπέρτιτλο «Τέχνη και Ζωή». Στο βιβλίο «Κώστας Βάρναλης - Φέιγ Βολάν της Κατοχής» (εκδόσεις «Καστανώτη») αναδημοσιεύονται περισσότερα από 80 κείμενα, επιλεγμένα και ταξινομημένα σε θεματικές ενότητες από τον ερευνητή λογοτεχνίας Γιώργο Ζεβελάκη. Στα κείμενα αυτά «παρακολουθείται» ο ποιητής και χρονογράφος στις καθημερινές διαδρομές και ασχολίες του: στο σπίτι - γραφείο, στους δρόμους, στους δημόσιους χώρους, αλλά και σε ταβέρνες, καφενεία κλπ. Από το φρέαρ των δραματικών γεγονότων ο Βάρναλης καταφέρνει και εξορύσσει το ιλαρό και κατά κόρον το εύθυμο, οργανώνοντας, μεταξύ άλλων, μια ανεπανάληπτη παρέλαση: βαρελόφρονες, λωποδύτες, ψευτοζητιάνοι, τρακαδόροι και άλλοι πολλοί «Αγιάννηδες» ή «άγιοι» της επίγειας φρίκης, πρωταγωνιστές του αγώνα για την επιβίωση, ανασυνθέτουν με την παρουσία τους ένα σκηνικό έξεργο και εντυπωσιακό, μπροστά στο οποίο ο θεατής στέκεται εκστατικός.
Το βιβλίο συμπληρώνεται από εκτενές εργοβιογραφικό του Κώστα Βάρναλη, που συνέταξαν από κοινού ο Αλέξανδρος Αργυρίου και ο Δημήτρης Ποσάντζης, ώστε να αποκτά ο αναγνώστης μιαν εικόνα της πορείας και της προσφοράς του ποιητή και στοχαστή στα ελληνικά γράμματα.

 127 από τη γέννηση του και 47 χρόνια από τον θανατό του
(απόσπασμα)

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚOΛΑΪΔΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ, ΖΩΗ ΠΟΛΙΤΗ
ΗΧΗΤΙΚΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ: Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ (Το Φως που καίει)
ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΗΣ ΔΟΥΚΑΣ 

«Σ' όλη μου τη ζωή, του δασκάλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου ποτέ ούτε έκανα ούτε έγραψα τίποτε παρά τη συνείδησή μου ή εναντίον του Λαού/ εναντίον της ελευθερίας του και των ελευθεριών του». Ήταν Δευτέρα 16 του Δεκέμβρη 1974, το απόγευμα, και το θέατρο «Αλίκη» είχε πλημμυρίσει μέσα κι έξω από κόσμο. Τόσος κόσμος που ήταν αδύνατο να χωρέσει ακόμη και σε άλλο χώρο με διπλάσια και τριπλάσια χωρητικότητα. Χρειαζόταν στάδιο, έγραψαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες.
Τούτος ο κόσμος είχε έρθει να τιμήσει έναν δικό του άνθρωπο, τον μπάρμπα-Κώστα. Έναν δικό του ποιητή, τον φιλόσοφο ποιητή της εργατικής τάξης Κώστα Βάρναλη. Ήταν μια εκδήλωση οργανωμένη από την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών προς τιμήν του αρχαιότερου μέλους της, διότι ο τιμώμενος Κώστας Βάρναλης είχε υπηρετήσει τις Τέχνες και τα Γράμματα όχι μόνο ως μεγάλος ποιητής αλλά και ως εξαίρετος δημοσιογράφος, του οποίου οι επιφυλλίδες από την ΠΡΩΙΑ, τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και την προδικτατορική ΑΥΓΗ είχαν αφήσει εποχή.
Την εκδήλωση προλόγισε ο πρόεδρος της Ένωσης Σπύρος Γιαννάτος ενώ ο πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ Γ. Καράτζας μίλησε για τον Βάρναλη- Δημοσιογράφο. Στη συνέχεια στο βήμα ανέβηκε ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο ομιλητής - όπως έγραψε την άλλη μέρα ο «Ριζοσπάστης» - εξέτασε το έργο του Βάρναλη στο σύνολό του, αρχίζοντας από την εποχή που ξεκίνησε μαζί με τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό. «Ηταν - είπε - μια εποχή που παρουσίαζε μεγάλα κενά εξαιτίας της κρίσης των παλιών αξιών που στήριζαν ως τότε την πίστη του κόσμου. Ο Βάρναλης συντάχθηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο παίρνοντας με την τέχνη του θέση μάχης απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο, το γιομάτο από αδικίες και αθλιότητες». Ο Βρεττάκος έκανε ευρεία αναφορά στη ζωή και στο έργο του Βάρναλη και κατέληξε λέγοντας: «Ο ποιητής σεβάστηκε τα εμπόδια που του έβαζε η συνείδησή του κι έμεινε στο χώρο του χρέους του, όπως έμειναν όλοι οι έντιμοι "προπηλακισθέντες και εμπτυσθέντες" και όχι μόνο τα σύμβολά του, ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Σωκράτης».
Την εκδήλωση χαιρέτισαν ο Στέφανος Πεσματζόγλου, παλιός διευθυντής της εφημερίδας ΠΡΩΙΑ και πρώτος διευθυντής του Βάρναλη στη δημοσιογραφία, ο Γιώργης Βαλέτας και ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ο λογοτέχνης Γιάννης Μαγκλής. Ποιήματα του Βάρναλη διάβασαν οι ηθοποιοί Ελένη Χατζηαργύρη και Μάνος Κατράκης.
Ξεχωριστή στιγμή στην εκδήλωση ήταν όταν ο Γιάννης Ρίτσος διάβασε ένα ποίημά του που είχε γράψει για τον Βάρναλη στα 1956, απ' αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων παρουσίας του τελευταίου στα ελληνικά γράμματα:
«Ποιητή, σ' είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ' είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ' αυτί, για ν' αφουγκράζεσαι πίσω απ' τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες»!

Πλησιάζοντας στο τέλος...
Ο Βάρναλης δεν μπόρεσε να παραστεί στην εκδήλωση για λόγους υγείας. Το βράδυ της Τετάρτης 4 του Δεκέμβρη του 1974 εισήχθη επειγόντως στη Γενική Κλινική Αθηνών αλλά το πρωί της μέρας που θα γινόταν η εκδήλωση της ΕΣΗΕΑ πήρε εξιτήριο κι επέστρεψε σπίτι του, χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστεί την ταλαιπωρία που θα επέβαλλε η παρουσία του στην, τόσο τιμητική γι' αυτόν, βραδιά της Ένωσης Συντακτών. Όλα πάντως έδειχναν ότι είχε ξεφύγει τον κίνδυνο. Ήταν ευδιάθετος, ακμαίος κι όταν έφευγε από την κλινική ευχαρίστησε τις νοσοκόμες ζητώντας παράλληλα συγνώμη «που τις είχε κουράσει».
Μετά το τέλος της εκδήλωσης αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και του επέδωσε τιμητικό μετάλλιο ενώ λίγες στιγμές αργότερα ο ποιητής συζητούσε με οικείους του, που πήγαν στην εκδήλωση, για τις εντυπώσεις τους απ' αυτήν. Ο ίδιος εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ποίημα του Ρίτσου αλλά και την εμπιστοσύνη που έτρεφε στο πρόσωπο του Βρεττάκου. «Το ποίημα του Ρίτσου ήταν πολύ καλό», φέρεται να είπε. Κι όταν του ανέφεραν πως ο Βρεττάκος μίλησε πολύ καλά, απάντησε: «Το περίμενα».
Λίγο αργότερα ένιωσε αδιαθεσία και παρακάλεσε τη νοσοκόμα του κ. Γαρίτη και τον σύζυγο της θετής του κόρης Ελένης, να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. «Είμαι πολύ κουρασμένος», τους είπε.
Μια ώρα αργότερα η νοσοκόμα τον βρήκε πεσμένο στο μπάνιο, χωρίς σφυγμό και κάθιδρο. Αμέσως κλήθηκε ο γιατρός Β. Σπανός που έφτασε λίγα λεπτά αργότερα και από την εξέταση διαπίστωσε εμφραγματική δύσπνοια με όλα τα σχετικά συμπτώματα. Στις 9.45 μ.μ. ο Βάρναλης εισήχθη και πάλι στη Γενική Κλινική Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών η καρδιά του έπαψε να χτυπά στις 9.50 μ.μ. Ήταν πάνω από 90 ετών.
Στο πιο γνωστό και, ίσως, πιο σημαντικό από τα ποιητικά του έργα, στο «Φως που καίει», ο Βάρναλης έχει έναν ποιητικό πρόλογο που αναφέρεται στη θάλασσα. Ίσως αυτό το ποίημα, με όλους τους συμβολισμούς και τα νοήματά του, να εκφράζει καλύτερα τον άνθρωπο Βάρναλη μπρος στη ζωή και μπρος στο θάνατο4:
«Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω, / απ' το βουνό ψηλά / στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω / απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να 'ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ', όντας / μετ' άξαφνη νεροποντή / χυμάει μες απ' τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας / ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι, / τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί / και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι / ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου / την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά / τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου / να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους / ως μέσα στο νερό / τα ερημικά χιονόσπιτα - κι αυτά μες τ' όνειρό τους / να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω θάλασσα παντοτινέ έρωτά μου, / με μάτια να σε χαίρομαι θολά / και να 'ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου, / πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ, / στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους / και να με πας πολύ απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση, μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους...».
Η ζωή και το έργο του - Περίοδος πρώτη
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας, αν και σε ορισμένες πηγές ως έτος γέννησής του αναφέρεται το 1883 και αλλού το 18815. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα, ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Η μάνα του καταγόταν από την Αχελώ (Αγχίαλο) και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ). Για τον τόπο καταγωγής του ο Βάρναλης αναφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που φανερώνει τον εθνικιστικό μεγαλοϊδεατισμό της παπαρρηγοπούλειας ελληνικής διανόησης. «Γεννήθηκα -γράφει- στον Πύργο της Βουλγαρίας. Βουλγαρίας! Πώς να μη θυμηθώ το μακαρίτη Παύλο Καρολίδη, καθηγητή της Ιστορίας στο ελληνικό Πανεπιστήμιο; Φοιτητής εγώ του έδωσα να μου υπογράψει τις αποδείξεις ακροάσεων για να δώσω τις γενικές μου εξετάσεις. Έγραψα σ' αυτές τις αποδείξεις: "Ο φοιτητής της φιλοσοφικής σχολής Βάρναλης Κωνσταντίνος του Ιωάννου, εκ Πύργου Βουλγαρίας κτλ.". Μόλις ο Καρολίδης διάβασε "εκ Πύργου Βουλγαρίας" μου έδωσε πίσω τις αποδείξεις χωρίς να τις υπογράψει. Και μ' ένα αγαθό και ειρωνικό μαζί χαμόγελο μου είπε: "Δεν είναι Πύργος της Βουλγαρίας!". Έτσι αναγκάστηκα να διορθώσω το σφάλμα μου και να γράψω "εκ Πύργου της Βορείου Θράκης". Αυτό το ασήμαντο επεισόδιο δείχνει τη νοοτροπία της γενιάς του 1905. Ένας σοφός καθηγητής της ιστορίας ήτανε τόσο σοβινιστής, που να θεωρεί τις λέξεις και τους τύπους ανώτερους από τις ιστορικές πραγματικότητες».
Στα 1898 ο Βάρναλης τελείωσε την έβδομη τάξη της «Αστικής Σχολής Πύργου» και συνέχισε τις σπουδές του στα Ζαφείρια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. «Άμα τελείωσα τα Ζαφείρια - γράφει ο ίδιος - παιδί αμούστακο δεκαοχτώ χρονώ, διορίστηκα δάσκαλος στο σκολειό του Πύργου με μισθό 600 λέβια το χρόνο, ήγουν με 1,70 μεροκάματο!... Δεν πρόφτασα όμως να εξασκήσω τα υψηλά μου διδασκαλικά καθήκοντα. Και σ' αυτήν την περίσταση η Μοίρα μου με κυνήγησε. Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο λαβαίνω κάποιο συστημένο γράμμα από την κοινότητα της Βάρνας γεμάτο σφραγίδες κι επισημότητες και με την αντρέσσα γραμμένην ελληνικά... Το ανοίγω και διαβάζω πως η κοινότητα της Βάρνας το θεωρούσε τιμή της, "ότι εν των τέκνων αυτής αρίστευσε εις εγκυκλίους σπουδάς του" και μου προτείνει να με στείλει να σπουδάσω εις το "Αθήνησι Πανεπιστήμιον" από το κληροδότημα του Βαρναίου Νικολάου Παρασκευά Φιλολογίαν ή ...Θεολογίαν. Μα γιατί η κοινότητα της Βάρνας με θεωρούσε "τέκνον" της. Επειδή ο πατέρας μου ήταν από τη Βάρνα. Το επίθετο Βάρναλης θα πει Βαρναίος. Δέχτηκα να σπουδάσω φιλολογία με την κρυφή χαρά πως θα επισκεπτόμουνα τη χώρα των ονείρων μου, την Ελλάδα. Τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου, της Σοφίας, της Ομορφιάς και της Ελευθερίας!».
Στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο Βάρναλης θα γραφεί το 1903 και θα αποφοιτήσει το 1908. Από την ίδια σχολή ανακηρύχτηκε και διδάκτωρ. Στα 1909 πρωτοδιορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και κατόπιν υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατιά. Το 1912-13 με τους Βαλκανικούς Πολέμους επιστρατεύτηκε. Ο ίδιος περιγράφει με εξαιρετικό σαρκασμό την εποχή: «Το Σεπτέμβριο του 1912 - γράφει - η ελληνική ζωή τραντάχτηκε από τα θεμέλιά της. Η ζωή της καθημερινής ρουτίνας με τις μικρομιζεριές της, με το πολιτικό κουτσομπολιό των εφημερίδων και της Βουλής, με το γλωσσικό και το σταφιδικό ζήτημα τινάχτηκε απάνω σοβαρή κι επίσημη και πήρε ορμές και πόζες ηρωικές. Η Ψωροκώσταινα πέταξε τα κουρέλια της και την ασκήμια των πρώιμων γηρατειών της και μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε πολεμόχαρη Αθηνά νέα κι ωραία και... σοφή... Γενική επιστράτεψη ενάντια στους "προαιώνιους" εχθρούς».
Το 1918 ο Βάρναλης έγινε καθηγητής του Α΄ Γυμνασίου Πειραιώς και τον ίδιο χρόνο πέτυχε υποτροφία για συνέχιση των σπουδών του στο Παρίσι.
Ο Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ του Δ. Ταγκόπουλου. Τα ίδια αυτά ποιήματα συμπληρωμένα τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο ΚΗΡΗΘΡΕΣ που κυκλοφόρησε το 1905. Βέβαια, πρώτη του ποιητική δουλειά ήταν οι ΠΥΘΜΕΝΕΣ, μια ποιητική συλλογή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά. Ο Βάρναλης είχε στείλει τους ΠΥΘΜΕΝΕΣ στον Παλαμά, ζητώντας απ' αυτόν την κριτική και τις συμβουλές του, επιθυμία στην οποία ο Παλαμάς ανταποκρίθηκε. Σ' ένα κείμενό του, γραμμένο στα χρόνια της κατοχής απ' αφορμή το θάνατο του Παλαμά, ο Βάρναλης περιγράφει ως εξής εκείνη την επαφή του με το μεγάλο δάσκαλο. «Του 'στειλα με το Ταχυδρομείο σ' ένα φάκελο χειρόγραφα ποιήματά μου και τον παρακαλούσα να μου πει τη γνώμη του. Καθαρογραμμένα, καλλιγραφημένα. Αυτό ήταν το μοναδικό τους προσόν. Ύστερα από μέρες πήρα μια "βραχεία". Μου έγραφε: "Φίλε... συνάδελφε!". Πωπώ! Πήγα να τρελαθώ απ' τη χαρά μου».
Τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, την πρώτη δημοσιοποιημένη ποιητική συλλογή του Βάρναλη, την προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, ένας ποιητής, που, όπως γράφει ο Μάρκος Αυγέρης, «οι νέοι τον εκτιμούσαν πολύ για τον αρμονικό στίχο του και τον θεωρούσαν σαν έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής». Έγραφε ο Μαρτζώκης για τον Βάρναλη σ' εκείνον τον πρόλογο: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά ότι είναι αληθινός ποιητής».
Μετά τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ ο Βάρναλης δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, στην ΗΓΗΣΩ, στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α. Το 1919 δημοσίευσε στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη. Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου. Και προσθέτει: «Ο "Προσκυνητής" είναι το ορόσημο, ο σταθμός. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούργιο. Όλος ο "Προσκυνητής" είναι νέα ποιότητα στο έργο του Βάρναλη. Ο παλιός και έμπειρος τεχνίτης του στίχου παρατάει το μικρό ποίημα και καταπιάνεται με το έπος, το μεγάλο ποίημα το χωρισμένο σε άσματα. Το παράδειγμα του Παλαμά, του εθνικού ποιητή, μαζί ίσως και του Βαλαωρίτη, ακόμα και του Σολωμού του θρέφει τις φιλοδοξίες: Να εκφράσει το έθνος, την εποχή, να γίνει ο οδηγητής του».
Για το ίδιο θέμα ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον "Προσκυνητή" μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο "Προσκυνητής"...έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, τέχνη, γυναίκες). Ο "Προσκυνητής" αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη».
Περίοδος Δεύτερη - Ο επαναστάτης ποιητής
Ως κοινωνικός ποιητής ο Βάρναλης εμφανίζεται στα 1922 με το "Φως που καίει". Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων. Την περίοδο δε που ο Ποιητής γράφει αυτό το εκπληκτικό ποιητικό έργο, η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.
Η στροφή του Βάρναλη στην κοινωνική ποίηση γίνεται στο Παρίσι. Γράφει ο Αυγέρης: «Η μεταβολή ήταν απότομη, αληθινή μεταστροφή. Στη συνείδηση του Ποιητή άλλαξε ολότελα η αντίληψη του κόσμου. Από την αισθητική αρχαϊκή και διακοσμητική λογοτεχνία προσγειώνεται ξαφνικά στη σημερινή δραματική πραγματικότητα, αφήνει τους πολυσύχναστους παλιούς δρόμους, αλλάζει πορεία κι ακολουθεί αποφασιστικά τη νέα ανθρωπότητα, που έρχεται ν' αναγεννήσει τον τόπο. Τη συνείδηση του ποιητή από δω και πέρα θα τη γεμίσει το τρικυμισμένο πνεύμα του εικοστού αιώνα. Η μεταβολή έγινε όταν ο Ποιητής ήταν στο Παρίσι για μετεκπαίδευση. Εκεί όπως σ' όλη την Ευρώπη είχαν ξεσπάσει τα φιλειρηνικά και κοινωνικά νέα ρεύματα, τα συγχυσμένα αισθήματα της απογοήτευσης, της διαμαρτυρίας, το πνεύμα της επανάστασης». Για το ίδιο θέμα ο Δημήτρης Γληνός έχει γράψει: «Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που έζησε τον βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρουσικής επανάστασης». Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης γράφτηκε το "Φως που καίει".
Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει γι' αυτό του το έργο: «Το "Φως που καίει" το έγραψα στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1921. Όμως το διάγραμμα του έργου, την κατανομή του σε τρία μέρη, τα πρόσωπα του διαλόγου και των διαφόρων λυρικών κομματιών τα είχα συλλάβει όταν ακόμη ήμουνα στο Παρίσι. Εκεί μάλιστα έγραψα και τις πρώτες στροφές από το "Τραγούδι των Ωκαιανίδων"...Το έργο μου αυτό τυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια από το Στέφανο Πάργα (έκδοση "Γραμμάτων") με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας στην αρχή του 1923. Ήταν για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού».
Το "Φως που καίει", όπως ήταν επόμενο, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής και προκάλεσε έντονες συζητήσεις. Ο Ξενόπουλος το χαρακτήρισε σταθμό στα Ελληνικά Γράμματα ενώ ο ίδιος ο ποιητής «Μάλλον αρχή» εννοώντας προφανώς ότι επρόκειτο για μια νέα δική του αρχή, αλλά και μια αρχή στην κοινωνική ποίηση του 20ού αιώνα. Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μιλάει για αρχή «της σοσιαλιστικής μας λογοτεχνίας» που «είναι μέρος της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας», με αποτέλεσμα - κατά τη γνώμη του - το δίκαιο να βρίσκεται με τη γνώμη του Ξενόπουλου. Για τον Κορδάτο με το "Φως που καίει" «ο Βάρναλης ξεσπαθώνει και βρίσκεται πρωτοπόρος στο προοδευτικό κίνημα».
Αντίθετα από τις παραπάνω κρίσεις, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το "Φως που καίει" δεν έκανε καθόλου καλή εντύπωση στον Καζαντζάκη, αν και η πρώτη του επαφή με το έργο ήταν από τις βιβλιοκριτικές του "Νουμά". Σ' ένα γράμμα του προς την τότε σύζυγό του και μεγάλη λογοτέχνιδα Γαλάτεια, ο Νίκος Καζαντζάκης έγραφε: «Cherie, τώρα λαβαίνω τις εφημερίδες με το "Νουμά". Ξεφυλλίζοντας το "Νουμά" είδα μια κριτική για κάποιο "Τανάλια". Δεν τολμώ να πιστέψω πως είναι ο Βάρναλης. Θα 'ναι κανείς μαθητής καθυστερημένος του Παλαμά. Σκέψη, στίχος, ρητορεία - όλα Παλαμοφέρνουν. Αν πρόκειται για το Βάρναλη σε παρακαλώ θερμότατα στείλε μου το βιβλίο για να το διαβάσω με προσοχή. Θέλω ν' αλλάξω γνώμη. Αφήνω τη σκέψη του (πόσο είναι "σοσιαλιστικά" πίσω δε λέγεται), ο στίχος, η ποίηση, είναι ανάξια ρητορεία κι αφηρημένες έννοιες και κεφαλαία γράμματα». Φυσικά ο Καζαντζάκης δεν είχε δίκιο, αλλά η γνώμη του, έστω και πρόχειρα διατυπωμένη, ως ιστορικό γεγονός έχει τη δική της ξεχωριστή βαρύτητα.
Το 1923, πάλι, ως Δήμος Τανάλιας, ο Βάρναλης εκδίδει, πάλι, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον τίτλο «ο λαός των Μουνούχων». Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» και το 1927 το ποιητικό έργο «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Το ποιητικό του έργο μέσα σ' αυτήν την πενταετία 1922 - 1927, τόσο πολύ σφράγισε τη νεοελληνική γραμματεία που ήταν αδύνατο να το αγνοήσουν ακόμη και ακραιφνείς αντικομμουνιστές κριτικοί της λογοτεχνίας. Ένας τέτοιος, ο Ανδρέας Καραντώνης, που στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου έγραφε κάτι ανόητα θεατρικά με πρωταγωνιστές ηγέτες του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, γράφει για το ποιητικό έργο του Βάρναλη στην προαναφερόμενη πενταετία23: «Μέσα σ' αυτή την πενταετία, δηλαδή ανάμεσα στα τριάντα οχτώ και σαράντα τρία χρόνια του, ο Βάρναλης διαμόρφωσε την εντελώς δική του προσωπικότητα σαν "πρωτότυπος" ή σαν "καινούριου τύπου" ποιητής. Με το απόθεμα αυτό πήρε μια κορυφαία θέση στη νεοελληνική ποιητική μας παράδοση. Κι αν δε θεωρήθηκε σαν ποιητής που "εγκαινιάζει μια νέα ποίηση", η ποίησή του εκτιμήθηκε σαν εμπλουτισμός της παράδοσης και πλούσια ενίσχυσή της με νέα θέματα, με νέες ιδέες».
Το 1931 ο Βάρναλης εξέδωσε την «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», για την οποία ο Παλαμάς τού έγραψε24: «Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται, πως δύο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους, που θέλουνε να σε αφορίσουν, κ' εκείνους που ζητάνε να σε φιλήσουν. Είναι και μια τρίτη, που αισθάνεται και τα δύο διαβάζοντας σε, όσο κι αν τέτοιο αίσθημα μπερδεύει». Το 1938 εκδόθηκαν οι «Ζωντανοί άνθρωποι», το 1946 το «Ημερολόγιο της Πηνελόπης», το 1956 οι «Δικτάτορες» και η επιλογή από το μέχρι τότε ποιητικό έργο υπό το γενικό τίτλο «Ποιητικά». Το 1958 βγήκαν σε δύο τόμους τα «Αισθητικά - κριτικά» και το 1959 ο ποιητής βραβεύεται στη Μόσχα με το Βραβείο Λένιν για τους αγώνες και το έργο του υπέρ της Ειρήνης.
Το 1965, ο ποιητής εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος» και το 1972 το θεατρικό του «Άτταλος ο Γ΄». Μετά το θάνατό του (1975) εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή, γραμμένη στα χρόνια της χούντας, με αντιδικτατορικά ποιήματα, ενώ το 1980 εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε βιβλίο τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» και το 1985 η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον γενικό τίτλο «Πυθμένες».
Ο Βάρναλης υπήρξε κορυφαίος φιλόλογος από τους καλύτερους της εποχής του και έχει να παρουσιάσει ενδιαφέρον μεταφραστικό έργο. Συγκεκριμένα, μετέφρασε τις κωμωδίες του Αριστοφάνη: Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσες, Ιππείς, Ιππόλυτος, Λυσιστράτη, Πλούτος και Τρωαδίτισσες. Επίσης, έχει μεταφράσει Μολιέρο, Πούσκιν κ.ά. Ένα χαρακτηριστικό στην ποιητική δουλειά του Βάρναλη είναι ότι ποτέ δεν άφηνε τα ποιήματά του, όπως τα είχε φτιάξει αρχικά. Συνεχώς τα ξαναεπεξεργαζόταν με αποτέλεσμα οι επανεκδόσεις τους να παρουσιάζουν αρκετές διαφορές από τις εκδόσεις που είχαν προηγηθεί. Έτσι, αν κάποιος θέλει να μελετήσει τον Βάρναλη οφείλει να αναζητήσει το έργο του σε όλες του τις εκδόσεις δεδομένου ότι 31 χρόνια μετά το θάνατό του δεν έχει υπάρξει μια έκδοση των απάντων του και οι επανεκδόσεις των έργων του δε διακρίνονται από τη φιλολογική πληρότητα που απαιτείται.
Αντί επιλόγου
Αν και απ' όσα αναφέραμε είναι απολύτως σαφές, οφείλουμε να υπογραμμίζουμε ότι ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης. Το 1935, για παράδειγμα, για τη δράση του εξορίστηκε στον Αϊ-Στράτη και στη Μυτιλήνη25, ενώ πάντοτε υπήρξε στο στόχαστρο της στρατευμένης αστικής διανόησης και των ιδεολογικών μηχανισμών του καθεστώτος. Η εργατική τάξη με το κόμμα της, το ΚΚΕ, αντιμετώπιζαν τον ποιητή, στο μέτρο του δυνατού που επέτρεπαν οι εποχές, με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. Ανάμεσα στα άλλα αξίζει να αναφέρουμε τούτο: Μετά την απελευθέρωση, ο Βάρναλης δούλευε στον «Ριζοσπάστη» γεγονός που ναι με του εξασφάλιζε τα προς το ζην αλλά του δημιουργούσε εμπόδια και του στερούσε τον αναγκαίο χρόνο, για να αφιερωθεί στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Το γεγονός αυτό υπέπεσε στην αντίληψη του Ν. Ζαχαριάδη και αντιμετωπίστηκε αμέσως. Ο Ζαχαριάδης - γράφει ο Β. Γεωργίου στις αναμνήσεις του - «εκτιμούσε αναμφισβήτητα την πνευματική δουλειά και δέχτηκε αμέσως την πρότασή μας να δοθεί στον Βάρναλη εξάμηνη πληρωμένη άδεια για να γράψει το "Ημερολόγιο της Πηνελόπης"»26.
Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του Βάρναλη βαθιά συγκίνηση πλημμύρισε τις καρδιές των απλών ανθρώπων, των διανοουμένων, ακόμη και των πολιτικών του αντιπάλων. Παρά το γεγονός ότι ο ποιητής έφυγε πλήρης ημερών, η απώλεια ήταν πραγματικά μεγάλη και δυσαναπλήρωτη. Τέτοιες μορφές δεν εμφανίζονται συχνά.
Η κηδεία του Βάρναλη έγινε από το Α΄ Νεκροταφείο στις 18 Δεκέμβρη 1974, στις 4.30 μ.μ. Έως την τελευταία του κατοικία τον συνόδεψε μια «ατέλειωτη πορεία λαού». Εκεί η οικογένειά του, οι φίλοι του, κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Γιάννης Ρίτσος, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη, εκπρόσωποι άλλων κομμάτων, πλήθος προσωπικοτήτων. Τα πρόσωπα, η συγκίνηση, οι επικήδειοι λόγοι, το αποχαιρετιστήριο ποίημα που διάβασε για τον εκλιπόντα ο Ρίτσος, η λαοθάλασσα, οι παρόντες κι ακόμη περισσότερο οι απόντες δεν άφηναν καμία αμφιβολία πως όλη η χώρα γονάτιζε ευλαβικά μπρος στο μεγάλο της νεκρό. Όποιος έρχεται σ' επαφή με το έργο του μπορεί, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, να αντιληφθεί πόση αλήθεια κρύβουν αυτές οι λίγες λέξεις.



πηγές

http://www1.rizospastis.gr/story.do?id=6102011&publDate=12/2/2011

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82_%CE%92%CE%AC%CF%81%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%82

http://www2.rizospastis.gr/story.do?id=4276126&publDate=12/2/2006

http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_kostas_varnalis.html