Σάββατο 31 Μαΐου 2014

“…και στο τηλεφωνικό κέντρο η Χρυσούλα Κατσιμιλή”

“…και στο τηλεφωνικό κέντρο η Χρυσούλα Κατσιμιλή”

 

γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης


   Την θυμάμαι τη Χρυσούλα Κατσιμιλή. Αν ήσουν κι εσύ συνεπής ακροατής της ΕΡΑ (και πριν το μαύρο) θα τη θυμάσαι. Αρκετά χρόνια κρατούσε παρέα στους ακροατές του Δεύτερου Προγράμματος, της ΝΕΤ 105,8.


   Αφανής ηρωίδα, αφανής ιέρεια της επικοινωνίας, αρκούσε να αναφέρει ο εκφωνητής το όνομα της “…και στο τηλεφωνικό κέντρο η Χρυσούλα Κατσιμιλή” για να νοιώσεις ότι μεγάλωνε η ραδιοφωνική παρέα. Ότι αν ήθελες να πεις κάτι σχετικό με την εκπομπή κι όχι μόνο, να κάνεις μια αφιέρωση, να ζητήσεις ένα τραγούδι, να δηλώσεις συμμετοχή σ’ ένα διαγωνισμό, η Χρυσούλα ήταν εκεί. Γνώριζες το όνομά της, γνώριζες τη φωνή της και σου αρκούσε.

   Έτσι κι αλλιώς, λόγω της φύσης του μέσου, κανενός ραδιοφωνικού παραγωγού δεν μπορούσες να γνωρίζεις το πρόσωπο. Κι έτσι έπρεπε, έτσι πρέπει. Αρκετά πια με την εικόνα που στοιχειώνει, που κατευθύνει συμπεριφορές, που καταστρέφει τη φαντασία. Θυμάμαι τα ονόματα αρκετών παραγωγών που συνεχίζουν και σήμερα: Γιώτα Δελώνα, Μαρίνα Λαχανά, Βάνα Δαφέρμου, Θέσια Παναγιώτου, Αρχοντούλα Πέτρου, Έλενα Διάκου, Πόπη Βάγγερ, Κώστας Τριπολίτης, Πάνος Χρυσοστόμου, Γιάννης Σπυρόπουλος-Μπαχ, Νίκος Αϊβαλής. Αν εξαιρέσεις τον Κώστα Τριπολίτη, τον γνωστό στιχουργό/ποιητή, που η εικόνα του είναι γνωστή κι απ’ αλλού, κανενός άλλου δεν γνώριζα το πρόσωπο. Έτσι και με τη Χρυσούλα (επιτρέψτε μου την οικειότητα).

    Βέβαια, υπήρχε και εκείνη η σιωπηλή πλειοψηφία που ποτέ δεν μίλησε, ποτέ δεν τηλεφώνησε στην αγαπημένη του εκπομπή – αρκούσε να στείλει ένα φτηνό sms για να στείλει το μήνυμα του και για να μην τολμήσει το επόμενο βήμα… Ακό μα κι έτσι όμως, γνώριζε τη Χρυσούλα, έστω και μόνο από τ’ όνομα της! Χωρίς, γι’ αυτό, να τη νοιώθει λιγότερο δίπλα του.

“…και στο τηλεφωνικό κέντρο η Χρυσούλα Κατσιμιλή”. Όχι πια. Η αγαπημένη μας τηλεφωνήτρια δεν είναι πια μαζί μας. Πέθανε, τολμώ να πω δολοφονήθηκε, από τους πρωτεργάτες του μαύρου, από αυτούς που την οδήγησαν να κάνει μια ταπεινωτική πρόσληψη στη ΔΤ και στο ραδιόφωνό της που τολμά να αποκαλείται “Δεύτερο” και “Τρίτο”! Δεν άντεξε και κατέρρευσε. Αλλά ο αγώνας στην ΕΡΤ συνεχίζεται μέχρι τη νίκη, για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς, να μην χάνονται άδικα οι δικοί μας άνθρωποι.

“…και στο τηλεφωνικό κέντρο η Χρυσούλα Κατσιμιλή”. Όχι πια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα την ξεχάσουμε.

Καλό ταξίδι, Χρυσούλα. Θα τα ξαναπούμε.

 

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Για την ποιητική συλλογή «Πρόγνωση Καιρού» του Θεοχάρη Παπαδόπουλου






  γράφει ο Κυριάκος Μπάνος

Η λιγομίλητη ποίηση του Θεοχάρη Παπαδόπουλου, με αυτή την τόσο επίμονη διάθεσή του να δώσει στις λέξεις τη δεύτερή τους έννοια, στέκει πιο δεικτική σε αυτή την έκτη ποιητική του συλλογή που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό με τίτλο «Πρόγνωση Καιρού» από τις εκδόσεις «Vakhikon».
Στις τρεις τελευταίες συλλογές του Θ. Παπαδόπουλου διαφαίνεται μια προσωπική γλώσσα, ένα δικό του ύφος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Χωρίς «μεγάλες» λέξεις, με μια απλοϊκότητα σχεδόν παιδική, δίνει ένταση, επικεντρώνει σε μικρές ψηφίδες της καθημερινότητας, στα κενά της δράσης, στις στιγμές της αδυναμίας και της εσωτερικής ενατένισης.
Όλες οι μικρές λεπτομέρειες, τα αντικείμενα, οι τοίχοι, ο καιρός, η φύση υπάρχουν απλά για να δώσουν φόντο στον εσωτερικό πόνο. Όμως ακόμα και το πιο εσωτερικό συναίσθημα είναι συνδεδεμένο με τις αγωνίες του πραγματικού κόσμου. «Νιώθεις παγωμένος γιατί ζεις, σε άχαρη και κρύα κοινωνία».
Μπορεί οι χώροι και τα αντικείμενα, ο δρόμος ή το δωμάτιο, η βροχή ή τα φώτα, το μολύβι ή το σαπούνι όλα να είναι φόντο για το συναίσθημα, τη μοναξιά, τη νοσταλγία και τον ανεκπλήρωτο πόθο, αλλά αποτελούν και το έναυσμα ώστε το πρόσωπο να αποκτήσει το κοινωνικό του βάρος και αντίκτυπο.

Παρουσίαση της μεταφρασμένης ποιητικής συλλογής "Πόρτες Κλειστές"





Ο Ελληνοβουλγαρικός Σύλλογος Πολιτισμού Κυριακάτικο Ελληνοβουλγαρικό Σχολείο και ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος σας καλούν στην Παρουσίαση της μεταφρασμένης ποιητικής συλλογής στη βουλγαρική γλώσσα με τον τίτλο: Πόρτες Κλειστές του Θεοχάρη Παπαδόπουλου. 
 
Μετάφραση: Emilia Trifonova
Την κριτική της Албена Декова θα διαβάσει η Πένκα Χαϊδαρλιέβα 

Ποιήματα στα ελληνικά και στα βουλγαρικά απαγγέλουν οι Πέτια Σιμεόνοβα, Θεοχάρης Παπαδόπουλος και ο μικρός Ντανιέλ Βάλκοβ.
                         Θα ακολουθήσει φολκλορικό πρόγραμμα με παραδοσιακούς βουλγάρικους χορούς.

                                                        Διεύθυνση Σόλωνος 112 όροφος Β΄

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Ο Τόμας πέφτει στη φάκα (διήγημα)

Ο Τόμας πέφτει στη φάκα

του Γιάννη Νικολούδη*

 

      Το γραφείο ήταν στενό, κλειστοφοβικό, οι τοίχοι του πασαλειμμένοι με λεκέδες από καφέ και μυγοχέσματα. Η ατμόσφαιρα μέσα αφόρητη: ο στρεβλός ανεμιστήρας το μόνο που έκανε ήταν να αναδεύει την υγρασία της μικρής αυτής, ξεχασμένης και απ τον Θεό, μεσοδυτικής πόλης των ΗΠΑ, ξεσηκώνοντας τα χαρτιά πάνω στο αρχαίο σκοροφαγωμένο θρανίο, πίσω απ το οποίο στρογγυλοκάθονταν ο συντάκτης της τοπικής εφημερίδας.
    Ο ανθρωπάκος που είχε λουφάξει απέναντι, σε μια ψάθινη καρέκλα, καθάρισε το λαιμό του. «Κύριε θα με ακούσετε;».
      «Είστε εδώ χμ… πόση ώρα;», ο συντάκτης με βαριεστημένο ύφος συμβουλεύτηκε το ρολόι του, «Κάπου τρία τέταρτα και ειλικρινά δεν έχω καταλάβει ακόμα τι – »
    «Μα σας το έχω πει χίλιες φορές», άρχισε ο ανθρωπάκος  με συγκρατημένη ανυπομονησία, «είμαι ο Τόμας Πίντσον, ο συγγραφέας φάντασμα, ο άνθρωπος που τόσα χρόνια κυνηγάνε οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί, όλη η αμερικάνικη ακαδημαϊκή κοινότητα…».
    «Μου το ξαναείπατε αυτό αλλά – ». 
    «Αλλά», πήρε ο άλλος τη σκυτάλη, «με διακόψατε για να ασχοληθείτε με τους δυο  πάστορες που μπούκαραν προηγουμένως εδώ μέσα και το  παραλήρημα τους, στο οποίο δίχως αμφιβολία, ανίχνευσα τη ρυπαρή ανάσα του φονταμενταλισμού …».
    «Χα, με συγχωρείται αν οι ασχολίες της ταπεινής αυτής φυλλάδας σας φαίνονται ρυπαρές… Αλλά κάπως πρέπει να επιβιώσουμε κι εμείς και η εκκλησία πληρώνει καλά κάθε φορά που καλύπτουμε τις εκδηλώσεις της...».
    «Μην είστε εύθικτος. Δεν ήθελα να σας προσβάλλω. Απλά είμαι εδώ τόση ώρα και ακόμα καλά καλά δεν σας έχω εκθέσει τους λόγους που με έκαναν να διασχίσω την παράνοια της αμερικανικής ενδοχώρας για να φτάσω στην γραφική πολίχνη σας και να σας χτυπήσω την πόρτα».
    O συντάκτης στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά στη γαμψή πονηρή του μύτη. Έριξε ένα αγενές διερευνητικό βλέμμα στον παράξενο επισκέπτη, την ηλικία του οποίου την υπολόγιζε εκεί γύρω στα εβδομήντα – μια άποψη που ενισχύονταν  απ το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του και τα δασιά γκρίζα του φρύδια, τα κουρασμένα και σκαλισμένα σαν σε άγαλμα μάτια, και το υπόλοιπο κορμί που έμοιαζε φρικτά λιπόσαρκο μέσα απ το μακό και τη τζιν βερμούδα.
    «Είστε στ αλήθεια ο Τόμας Πίντσον;», τον ρώτησε τελικά με ψυχρό επαγγελματικό τόνο.
    Ο άλλος κατένευσε.
    Ήταν δυνατόν; Ο συντάκτης μπορεί να μην σκάμπαζε από λογοτεχνία αλλά το όνομα Τόμας Πίντσον το είχε ακουστά –  μια γνώση που κυρίως προέρχονταν απ την (επαγγελματική;) εμμονή του για κουτσομπολιά διασημοτήτων, για σκαλίσματα προσωπικών ζωών επιφανών ανθρώπων, για λεπτομέρειες γύρω από σημαντικές εκκεντρικότητες… Και ο Τόμας Πίντσον ήταν κελεπούρι! Θεωρούμενος από πολλούς ως ο σπουδαιότερος εν ζωή αμερικανός πεζογράφος, ο εν λόγω κύριος όχι μόνο δεν έδειχνε πρόθυμος να εξαργυρώσει την αξία του προβάλλοντας την φάτσα του σε περιοδικά και τηλεόραση, αλλά είχε (με νοσηρή ίσως επιμέλεια) φροντίσει να χαθεί από προσώπου γης. Καμία φωτογραφία, καμία συνέντευξη, κανείς δεν ήξερε πως ήταν, που έμενε, πως περνούσε τη ζωή του.
    Και το έργο του, λαβυρινθώδες, πολυσυλλεκτικό, αινιγματικό, τολμηρό, ακραίο, παιχνιδιάρικο, προκαλούσε πάμπολλα ερωτηματικά. Η πένα του ειρωνική, ασθματική, ανατρεπτική, λέγονταν ότι κατακεραύνωνε τον δυτικό τρόπο ζωής και τις καπιταλιστικές κοινωνίες, τον ιμπεριαλισμό, την ιστορία την ίδια που είχε γραφεί απ τους νικητές. Ο συγγραφικός του καμβάς πλατύς σαν ωκεανός: καθότι βαθύς γνώστης ποικίλων επιστημονικών θεμάτων, διάνθιζε τα ογκώδη μυθιστορήματα του με σύνθετες πραγματολογικές φιοριτούρες, προκαλώντας σύγχυση. Άλλες φορές αυτό το ψυχρό επιστημονικό ύφος διακόπτονταν για να αρχίσει το παιχνίδι: οι ήρωες του πριν επιδοθούν σε διονυσιακά όργια, τραγουδούσαν γελοία τραγουδάκια υπό τους ήχους βιολιών, χόρευαν βαλς, τανγκό, χοροπηδούσαν, έπαιζαν γιουκαλίλι…
    Ο συγγραφές είχε κάνει και την ίδια του τη ζωή τέχνη,   συντηρώντας τον μύθο του. Μια φορά φορώντας σαν μάσκα μια σκουπιδοσακούλα, εμφανίστηκε σε ένα επεισόδιο των Simpsons. Λέγεται, ότι κάποτε όταν ένας δημοσιογράφος τον εντόπισε και επιχείρησε να του πάρει συνέντευξη, ο Πίντσον πήδηξε απ το μπαλκόνι του ξενοδοχείου όπου διέμενε για να το σκάσει. Και ο μύθος σαν, ένα ατέλειωτο κομπολόι από χάντρες, εξακολουθούσε να εμπλουτίζεται με ιστορίες για ναρκωτικά, αναρχισμό, αλητεία… Μια άλλη φορά που η κάμερα του CNN τον αποθανάτισε να περπατάει αμέριμνος  στο Μανχάταν, ο  Πίντσον απαίτησε – και εισακούστηκε – να μην κοινοποιηθεί το υλικό.
     Αλλά, τι ήθελε τώρα αυτός ο άνθρωπος και κυρίως, τι θα μπορούσε να κερδίσει ο ταπεινός συντάκτης της ακόμα πιο ταπεινής μικρής φυλλάδας;
     «Το ζήτημα στην ουσία του είναι απλό», άρχισε να ανοίγει τα χαρτιά του ο συγγραφέας. «Θα ήθελα, αν δεχόσασταν βέβαια, να σας παραχωρήσω μια συνέντευξη. Μια μεγάλη συνέντευξη. Δείτε το σαν τον απολογισμό μου μιας ζωής.  Ίσως ακουστώ μπανάλ, αλλά ναι, μάλλον πρόκειται για τα απομνημονεύματα μου. Για τη διαθήκη μου».
    «Με συγχωρείται αλλά…». Ο συντάκτης ξερόβηξε. «Χμ… Γενικά δεν τα πολυψειρίζω τα πράγματα, αλλά όταν ένας ογκόλιθος της λογοτεχνίας και κυρίως όταν αυτός ο ογκόλιθος τυγχάνει – εσείς το είπατε – συγγραφέας φάντασμα,  που όλα τα ΜΜΕ τον κυνηγάνε εδώ και δεκαετίες –  ε γίνομαι σκεπτικιστής όταν το εν λόγω πρόσωπο αντί να απευθυνθεί στη τεράστια βιομηχανία των ΜΜΕ της Νέας Υόρκης, επιλέγει την άσημη πόλη μου και την ακόμα πιο άσημη εφημεριδούλα μου… Με λίγα λόγια κύριε Πίντσον, γιατί επιλέξατε εμένα;».
    «Ω, μην κάνετε σαν ήρωας χαζής χολιγουντιανής κονσέρβας… Επιλεχθήκατε τυχαία, μέσα απ τους νόμους της στατιστικής και των πιθανοτήτων, ανάμεσα από  χιλιάδες άλλες “άσημες” εφημερίδες της αμερικάνικης ενδοχώρας. Η ζωή μου κύριε, είναι η τέχνη μου και η τέχνη μου η ζωή μου. Η ζωή μου και το έργο μου – επιτρέψτε μου να μην είμαι ταπεινόφρων σ αυτό το ζήτημα – βρίθουν συμβολισμών. Αυτή θα είναι η τελευταία μου γραμμή στο χαρτί, γιατί, δεν εθελοτυφλώ, τα ψωμιά μου είναι λίγα: η τελευταία μου συνέντευξη σε μια μικρή εφημερίδα, σε μια γνήσια αμερικάνικη εφημερίδα, σε μια άσπιλη, αθώα εφημερίδα, μακριά απ τα διαπλεκόμενα συμφέροντα του Νεο̈υορκέζικου τύπου. Η αυλαία για μένα θέλω να πέσει έτσι κύριε».

    Όταν συμφώνησαν και ο κύριος Τόμας αποχώρησε απ το λιλιπούτειο γραφείο, ο συντάκτης τηλεφώνησε στα γραφεία μιας μεγάλης εφημερίδας στη Νέα Υόρκη.
    «Αφεντικό», είπε ιδρωμένος απ τη χαρά του, «δεν θα το πιστέψεις αλλά από αύριο ο Τόμας Πίντσον – ναι καλά άκουσες – αρχίζει να μου παραχωρεί τη τελευταία του συνέντευξη… Πιάστηκε στη φάκα αφεντικό, δεν ξέρει ότι νομικά η εφημεριδούλα μου, αποτελεί "παράρτημα" της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας. Έχουμε την συγκατάθεση του του αφεντικό!».
    Από την άλλη άκρη της γραμμής, ακούστηκε ένα «Γιούπι!!!». Και αμέσως μετά: «Κάτω απ τη συνέντευξη της Σάρα Πέιλιν θα μπει ο Πίντσον».
    «Αν δεν είχαμε τα ίδια μυαλά δεν θα συνεργαζόμασταν μπός…».


* Ο Γιάννης Νικολούδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1987. Το διήγημά του “Έξω” δημοσιεύτηκε στη συλλογή “21 νέες φωνές" του Ελευθερουδάκη. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα διαδικτυακά περιοδικά.