Ο Τόμας πέφτει στη φάκα
του Γιάννη Νικολούδη*
Το γραφείο ήταν στενό, κλειστοφοβικό, οι τοίχοι του πασαλειμμένοι με
λεκέδες από καφέ και μυγοχέσματα. Η ατμόσφαιρα μέσα αφόρητη: ο στρεβλός
ανεμιστήρας το μόνο που έκανε ήταν να αναδεύει την υγρασία της μικρής
αυτής, ξεχασμένης και απ τον Θεό, μεσοδυτικής πόλης των ΗΠΑ,
ξεσηκώνοντας τα χαρτιά πάνω στο αρχαίο σκοροφαγωμένο θρανίο, πίσω απ το
οποίο στρογγυλοκάθονταν ο συντάκτης της τοπικής εφημερίδας.
Ο ανθρωπάκος που είχε λουφάξει απέναντι, σε μια ψάθινη καρέκλα, καθάρισε το λαιμό του. «Κύριε θα με ακούσετε;».
«Είστε εδώ χμ… πόση ώρα;», ο συντάκτης με βαριεστημένο ύφος
συμβουλεύτηκε το ρολόι του, «Κάπου τρία τέταρτα και ειλικρινά δεν έχω
καταλάβει ακόμα τι – »
«Μα σας το έχω πει χίλιες φορές»,
άρχισε ο ανθρωπάκος με συγκρατημένη ανυπομονησία, «είμαι ο Τόμας
Πίντσον, ο συγγραφέας φάντασμα, ο άνθρωπος που τόσα χρόνια κυνηγάνε οι
δημοσιογράφοι, οι κριτικοί, όλη η αμερικάνικη ακαδημαϊκή κοινότητα…».
«Μου το ξαναείπατε αυτό αλλά – ».
«Αλλά», πήρε
ο άλλος τη σκυτάλη, «με διακόψατε για να ασχοληθείτε με τους δυο
πάστορες που μπούκαραν προηγουμένως εδώ μέσα και το παραλήρημα τους,
στο οποίο δίχως αμφιβολία, ανίχνευσα τη ρυπαρή ανάσα του
φονταμενταλισμού …».
«Χα, με συγχωρείται αν οι ασχολίες της
ταπεινής αυτής φυλλάδας σας φαίνονται ρυπαρές… Αλλά κάπως πρέπει να
επιβιώσουμε κι εμείς και η εκκλησία πληρώνει καλά κάθε φορά που
καλύπτουμε τις εκδηλώσεις της...».
«Μην είστε εύθικτος. Δεν
ήθελα να σας προσβάλλω. Απλά είμαι εδώ τόση ώρα και ακόμα καλά καλά δεν
σας έχω εκθέσει τους λόγους που με έκαναν να διασχίσω την παράνοια της
αμερικανικής ενδοχώρας για να φτάσω στην γραφική πολίχνη σας και να σας
χτυπήσω την πόρτα».
O συντάκτης στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά
στη γαμψή πονηρή του μύτη. Έριξε ένα αγενές διερευνητικό βλέμμα στον
παράξενο επισκέπτη, την ηλικία του οποίου την υπολόγιζε εκεί γύρω στα
εβδομήντα – μια άποψη που ενισχύονταν απ το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του
και τα δασιά γκρίζα του φρύδια, τα κουρασμένα και σκαλισμένα σαν σε
άγαλμα μάτια, και το υπόλοιπο κορμί που έμοιαζε φρικτά λιπόσαρκο μέσα απ
το μακό και τη τζιν βερμούδα.
«Είστε στ αλήθεια ο Τόμας Πίντσον;», τον ρώτησε τελικά με ψυχρό επαγγελματικό τόνο.
Ο άλλος κατένευσε.
Ήταν δυνατόν; Ο συντάκτης μπορεί να μην σκάμπαζε από λογοτεχνία αλλά το
όνομα Τόμας Πίντσον το είχε ακουστά – μια γνώση που κυρίως προέρχονταν
απ την (επαγγελματική;) εμμονή του για κουτσομπολιά διασημοτήτων, για
σκαλίσματα προσωπικών ζωών επιφανών ανθρώπων, για λεπτομέρειες γύρω από
σημαντικές εκκεντρικότητες… Και ο Τόμας Πίντσον ήταν κελεπούρι!
Θεωρούμενος από πολλούς ως ο σπουδαιότερος εν ζωή αμερικανός πεζογράφος,
ο εν λόγω κύριος όχι μόνο δεν έδειχνε πρόθυμος να εξαργυρώσει την αξία
του προβάλλοντας την φάτσα του σε περιοδικά και τηλεόραση, αλλά είχε (με
νοσηρή ίσως επιμέλεια) φροντίσει να χαθεί από προσώπου γης. Καμία
φωτογραφία, καμία συνέντευξη, κανείς δεν ήξερε πως ήταν, που έμενε, πως
περνούσε τη ζωή του.
Και το έργο του, λαβυρινθώδες,
πολυσυλλεκτικό, αινιγματικό, τολμηρό, ακραίο, παιχνιδιάρικο, προκαλούσε
πάμπολλα ερωτηματικά. Η πένα του ειρωνική, ασθματική, ανατρεπτική,
λέγονταν ότι κατακεραύνωνε τον δυτικό τρόπο ζωής και τις καπιταλιστικές
κοινωνίες, τον ιμπεριαλισμό, την ιστορία την ίδια που είχε γραφεί απ
τους νικητές. Ο συγγραφικός του καμβάς πλατύς σαν ωκεανός: καθότι βαθύς
γνώστης ποικίλων επιστημονικών θεμάτων, διάνθιζε τα ογκώδη μυθιστορήματα
του με σύνθετες πραγματολογικές φιοριτούρες, προκαλώντας σύγχυση. Άλλες
φορές αυτό το ψυχρό επιστημονικό ύφος διακόπτονταν για να αρχίσει το
παιχνίδι: οι ήρωες του πριν επιδοθούν σε διονυσιακά όργια, τραγουδούσαν
γελοία τραγουδάκια υπό τους ήχους βιολιών, χόρευαν βαλς, τανγκό,
χοροπηδούσαν, έπαιζαν γιουκαλίλι…
Ο συγγραφές είχε κάνει και
την ίδια του τη ζωή τέχνη, συντηρώντας τον μύθο του. Μια φορά φορώντας
σαν μάσκα μια σκουπιδοσακούλα, εμφανίστηκε σε ένα επεισόδιο των
Simpsons. Λέγεται, ότι κάποτε όταν ένας δημοσιογράφος τον εντόπισε και
επιχείρησε να του πάρει συνέντευξη, ο Πίντσον πήδηξε απ το μπαλκόνι του
ξενοδοχείου όπου διέμενε για να το σκάσει. Και ο μύθος σαν, ένα
ατέλειωτο κομπολόι από χάντρες, εξακολουθούσε να εμπλουτίζεται με
ιστορίες για ναρκωτικά, αναρχισμό, αλητεία… Μια άλλη φορά που η κάμερα
του CNN τον αποθανάτισε να περπατάει αμέριμνος στο Μανχάταν, ο Πίντσον απαίτησε – και εισακούστηκε – να μην κοινοποιηθεί το υλικό.
Αλλά, τι ήθελε τώρα αυτός ο άνθρωπος και κυρίως, τι θα μπορούσε να κερδίσει ο ταπεινός συντάκτης της ακόμα πιο ταπεινής μικρής φυλλάδας;
«Το ζήτημα στην ουσία του είναι απλό», άρχισε να ανοίγει τα χαρτιά του ο
συγγραφέας. «Θα ήθελα, αν δεχόσασταν βέβαια, να σας παραχωρήσω μια
συνέντευξη. Μια μεγάλη συνέντευξη. Δείτε το σαν τον απολογισμό
μου μιας ζωής. Ίσως ακουστώ μπανάλ, αλλά ναι, μάλλον πρόκειται για τα
απομνημονεύματα μου. Για τη διαθήκη μου».
«Με συγχωρείται
αλλά…». Ο συντάκτης ξερόβηξε. «Χμ… Γενικά δεν τα πολυψειρίζω τα
πράγματα, αλλά όταν ένας ογκόλιθος της λογοτεχνίας και κυρίως όταν αυτός
ο ογκόλιθος τυγχάνει – εσείς το είπατε – συγγραφέας φάντασμα, που όλα
τα ΜΜΕ τον κυνηγάνε εδώ και δεκαετίες – ε γίνομαι σκεπτικιστής όταν το
εν λόγω πρόσωπο αντί να απευθυνθεί στη τεράστια βιομηχανία των ΜΜΕ της
Νέας Υόρκης, επιλέγει την άσημη πόλη μου και την ακόμα πιο άσημη
εφημεριδούλα μου… Με λίγα λόγια κύριε Πίντσον, γιατί επιλέξατε εμένα;».
«Ω, μην κάνετε σαν ήρωας χαζής χολιγουντιανής κονσέρβας… Επιλεχθήκατε
τυχαία, μέσα απ τους νόμους της στατιστικής και των πιθανοτήτων, ανάμεσα
από χιλιάδες άλλες “άσημες” εφημερίδες της αμερικάνικης ενδοχώρας. Η
ζωή μου κύριε, είναι η τέχνη μου και η τέχνη μου η ζωή μου. Η ζωή μου
και το έργο μου – επιτρέψτε μου να μην είμαι ταπεινόφρων σ αυτό το
ζήτημα – βρίθουν συμβολισμών. Αυτή θα είναι η τελευταία μου γραμμή στο
χαρτί, γιατί, δεν εθελοτυφλώ, τα ψωμιά μου είναι λίγα: η τελευταία μου
συνέντευξη σε μια μικρή εφημερίδα, σε μια γνήσια αμερικάνικη
εφημερίδα, σε μια άσπιλη, αθώα εφημερίδα, μακριά απ τα διαπλεκόμενα
συμφέροντα του Νεο̈υορκέζικου τύπου. Η αυλαία για μένα θέλω να πέσει
έτσι κύριε».
Όταν συμφώνησαν και ο κύριος Τόμας
αποχώρησε απ το λιλιπούτειο γραφείο, ο συντάκτης τηλεφώνησε στα γραφεία
μιας μεγάλης εφημερίδας στη Νέα Υόρκη.
«Αφεντικό», είπε
ιδρωμένος απ τη χαρά του, «δεν θα το πιστέψεις αλλά από αύριο ο Τόμας
Πίντσον – ναι καλά άκουσες – αρχίζει να μου παραχωρεί τη τελευταία του
συνέντευξη… Πιάστηκε στη φάκα αφεντικό, δεν ξέρει ότι νομικά η
εφημεριδούλα μου, αποτελεί "παράρτημα" της μεγαλύτερης εφημερίδας της
χώρας. Έχουμε την συγκατάθεση του του αφεντικό!».
Από την άλλη
άκρη της γραμμής, ακούστηκε ένα «Γιούπι!!!». Και αμέσως μετά: «Κάτω απ
τη συνέντευξη της Σάρα Πέιλιν θα μπει ο Πίντσον».
«Αν δεν είχαμε τα ίδια μυαλά δεν θα συνεργαζόμασταν μπός…».
* Ο Γιάννης Νικολούδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1987. Το διήγημά του “Έξω” δημοσιεύτηκε στη συλλογή “21 νέες φωνές" του Ελευθερουδάκη. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα διαδικτυακά περιοδικά.