Gustav Klimt: Houses in Unterach on Lake Attersee, 1915/16
Ζούμε σε έναν κόσμο όπου κάποιοι
άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη ζωή μέσα από μια επίπλαστη, πέρα για πέρα ψεύτικη
εικόνα, αυτή που τους προσφέρεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την
καταπίνουν αμάσητη, επειδή η πραγματικότητα που ζουν δεν μπορεί να τους
προσφέρει κάποια διαφορετική διέξοδο, μια κάποια χαραμάδα προς την κατανόηση
του κόσμου, τον αυτοσεβασμό τους.
Οι άνθρωποι έχουν χάσει τον πραγματικό
χρόνο, τον ουσιαστικό χρόνο που ωριμάζουν τα πράγματα, έχουν χάσει την αναγκαία
βραδύτητα – απαραίτητη για τη σκέψη, για την αίσθηση και την απόλαυση της ζωής.
Θεωρούν υπέρτατη αξία το χρήμα, μαθαίνοντας να εκτιμούν μόνον ό, τι αγοράζεται
και πουλιέται. Οπότε ακόμα και η εκπλήρωση βασικών αναγκών τους, όπως το φαγητό,
ο έρωτας, η ανάγνωση, έχουν καταντήσει «προϊόντα» προς εκμετάλλευση.
Ζούμε σε έναν κόσμο διαδικτυακού
παιχνιδότοπου, που τρέφει την ψευδαίσθηση της «ανοιχτής, πανανθρώπινης
ελευθερίας», του «δημόσιου διαλόγου», αγνοώντας ότι ο πολύχρωμος αυτός κόσμος
της διαδραστικής εικόνας είναι απλώς προέκταση του φυσικού μας κόσμου.
Αγνοώντας ότι στο βαθμό που ο φυσικός κόσμος έχει καταντήσει μια στυγνή και
βάρβαρη αγορά, που υποτάσσει κάθε δίκαιο και ηθική στους νόμους του άγριου
χρηματιστικού κέρδους, το ίδιο ακριβώς ισχύει και στον διαδικτυακό. Πέρα από
την όποια αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα του διαδικτύου, ως εργαλείου, ζούμε σε ένα
απέραντο ψηφιακό εργοστάσιο, όπου οι πάντες, είτε μας αρέσει είτε όχι,
διαθέτουμε ακατάπαυστα τις υπηρεσίες μας, το χρόνο μας, τη ζωή μας.
Οι άνθρωποι πορεύονται, πλέον,
διδασκόμενοι να μην ελπίζουν κάτι καλύτερο από το προσωπικό, εθισμένοι στο να
αντικρίζουν τον κόσμο με τα τρύπια μάτια της Μπάρμπι, μαθαίνοντας ότι το πιο
σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι το εύκολο, γρήγορο κέρδος, χάνοντας το βιβλίο
και το διάβασμα ως εργαλείο ζωής.
Ωστόσο, βιβλίο εστί παραμυθία και
απάντηση. Με το βιβλίο γαληνεύουν ο νους και η ψυχή, για να μπορέσουν να
ξανακοιταχτούν στο μαγικό τους καθρέφτη και να πλάσουν το όραμα της επόμενης
μέρας. Βιβλίο και διάβασμα οδήγησαν το ανθρώπινο γένος στην εξέλιξη, μέσα από
την ευγένεια κάθε συναισθήματος. Με το βιβλίο και το διάβασμα θα
αντιμετωπιστούν, εκ νέου, οι παραλογισμοί των δύσμοιρων καιρών μας. Με όπλα
διαχρονικά πνευματικά, με στρατούς εννοιών, με ήθος και αξιοπρέπεια θα
αντιμετωπιστούν οι ξύλινοι έως ανόητοι λόγοι, οι γυρολόγοι πωλητές των
ανθρώπινων αναγκών. Η αναδημιουργία ενός καλύτερου, δικαιότερου κόσμου, ξεκινά
από εδώ, από τις σκέψεις που αναδύονται μέσα από τις γραμμές των βιβλίων και
των κειμένων.
Ας γίνουν οι τόποι του βιβλίου τόποι
απόδρασης, η σκέψη τόπος προορισμού, οι χάρτινες σελίδες ριπές θαλασσινής αύρας
χειμώνα – καλοκαίρι και οι γειτονιές των καταφρονεμένων γειτονιές των
βιβλιοφάγων: οι καταφρονεμένοι θα πάψουν να είναι οι αμελητέοι του συστήματος
και θα γίνουν οι σκεπτόμενοι κριτές του.
Ας διαβάζουμε στους δρόμους. Σε
πεζούλες, σε παγκάκια, σε πάρκα. Εκεί που το κείμενο αναπνέει μακριά από τα
θερμοκήπια της πλήξης. Εκεί που οι λέξεις μπλέκουν με τις μορφές, η ποίηση των
στίχων με τον πεζό των πεζοδρομίων, εκεί που οι εικόνες μπλέκουν με τις
εικόνες. Ας διαβάζουμε στο μετρό, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία, αφήνοντας τον
συνειρμό να τρέχει γρηγορότερα από το συρμό.
Ας κάνουμε τα πάντα στη ζωή μας
έχοντας δίπλα μας ένα βιβλίο. Ας τρώμε παρέα με ένα βιβλίο, ας πίνουμε
κρατώντας ένα βιβλίο, ας κοιμόμαστε συντροφιά με ένα βιβλίο. Οι σελίδες του
αναζητούν χώρο στα πιο πυκνοκατοικημένα ράφια της ψυχής μας. Από το σπίτι, από
τη δουλειά, από το δρόμο, ας χαρίσουμε ένα βιβλίο, ας ανταλλάξουμε ένα βιβλίο, ας
στείλουμε ένα βιβλίο, ας δώσουμε ένα βιβλίο στον άλλον. Είναι η μόνη απάντηση
στους διαταραγμένους καιρούς μας, όπου η ψυχή ψάχνει κάπου να πιαστεί, όπου τα
μάτια αναζητούν την ελπίδα, όπου ο νους αγωνιά να γοητευτεί για να πράξει.
Ήρθε η ώρα να ξαναμυηθούμε στη σοφία
των αιώνων, με το βιβλίο. Ας γίνει, λοιπόν, η ανάγκη γνώση και επίγνωση. Οι
βιβλιοθήκες, οι τόποι βιβλιοσυναντήσεων είναι ανοιχτά και μας περιμένουν. Ας
πράξουμε μια επανάσταση. Ας αντισταθούμε στην απομόνωση και στον κοινωνικό
αποκλεισμό. Ας σηκωθούμε από τον καναπέ της τηλεόρασης κι ας πάμε σε μια
συνάντηση συγγραφέων. Για μας γράφουν, ακόμη κι όταν είναι κλεισμένοι στο
σύμπαν τους. Το δικαιούμαστε, καθώς τα βιβλία είναι ανοιχτά σε όλους
ανεξαιρέτως, είναι πιο ελεύθερα και δημοκρατικά ακόμη κι από αυτούς που τα
γράφουν.
Και ναι, είναι η φυγή από την
πραγματικότητα μέσα στην πραγματικότητα, είναι το νυχτερινό ραντεβού, η
ανάπαυλα την ώρα της ξεκούρασης, η απογευματινή σιέστα με παγωμένο κοκτέιλ κάτω
από τον ήλιο ή με παγωτό σοκολάτα.
Οι λέξεις, οι σκέψεις, μας ανοίγονται
απλόχερα. Είναι εκεί για μας. Ο αναγνώστης έχει πια τον πρώτο λόγο. Ο πολίτης
έχει πια τον πρώτο λόγο. Ας γίνει, λοιπόν, ο πολίτης αναγνώστης και ο
αναγνώστης πολίτης. Τότε, το συλλογικό νόημα της επίγνωσης θα’ ναι τόσο εκκωφαντικό
που κανείς δεν θα μπορεί να το αγνοήσει.
Τότε η επανάσταση της ανάγκης θα έχει
γίνει πράξη.
Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το
1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας και ζει στη Θεσσαλονίκη. Ποιητής και
δημοσιογράφος. Συνεργάζεται με τα περιοδικά «Μανδραγόρας», «Ένεκεν», «Το
Κοράλλι», κ.α. έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και είναι μέλος του
Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων.