ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ «Ψυχή βαθιά» του Π. Βούλγαρη
60 χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Τα «Δύο Έθνη» παραμένουν ασυμφιλίωτα...
Φύλλο: 890
Λέανδρος Μπόλαρης
Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση. Η κυκλοφορία της, βγήκε στις αίθουσες στις 22 Οκτώβρη, συμπίπτει ουσιαστικά με την επέτειο των εξήντα χρόνων από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Αλλά κι αυτή η «σύμπτωση» να μην υπήρχε, πάλι η συζήτηση θα ήταν έντονη. Γιατί ο Βούλγαρης δεν διηγείται απλά μια ανθρώπινη ιστορία που διαδραματίζεται μέσα στον εμφύλιο. Κάνει ένα πολιτικό σχόλιο για το ίδιο το γεγονός.
Η πλοκή ξετυλίγεται το 1949, στο Γράμμο, στις τελευταίες φάσεις του εμφυλίου. Η διήγηση προχωρά με βάση την ιστορία του Ανέστη και του Βλάση, δυο αδέλφια, ντόπια τσοπανόπουλα. Ο πρώτος βρίσκεται στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού, υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Τριαντάφυλλου. Ο δεύτερος και μικρότερος, ο Βλάσης, «απέναντι» -κυριολεκτικά, στο συγκρότημα του καπετάν-Ντούλα. Ξεκλέβουν στιγμές για να συναντηθούν σε λημέρια που μόνο αυτοί γνωρίζουν. Ανησυχούν για τη μάνα τους, που είναι κλεισμένη σε στρατόπεδο «ανταρτόπληκτων» -ο κυβερνητικός στρατός είχε εκκενώσει χιλιάδες χωριά για να στερήσει από τους αντάρτες τη βάση τους και τον ανεφοδιασμό τους.
Η ατμόσφαιρα του πολέμου δίνεται με έντονο τρόπο. Δεν είναι μόνο οι σκηνές των μαχών -που σε κάποιες στιγμές κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα: η αντάρτισσα Γιαννούλα να θερίζει με το πολυβόλο για παράδειγμα. Είναι και τα ερειπωμένα, σχεδόν στοιχειωμένα χωριά, οι εφιάλτες το βράδυ, η νοσταλγία -ιδιαίτερα των κυβερνητικών φαντάρων- για το σπίτι τους, να «φύγουμε από αυτά τα κατσάβραχα».
Ανθρώπινη ιστορία, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, για τη φρίκη του πολέμου, και ιδιαίτερα ενός εμφυλίου. Όμως, η πολιτική είναι παρούσα σε όλη τη ταινία -μια πολιτική οπτική για τον εμφύλιο. Από την αρχή της ταινίας, βλέπουμε ένα κατάλογο με τους «έλληνες νεκρούς στους πολέμους»: Βαλκανικοί, Μικρασιατική Εκστρατεία, 1940-41. Ο Εμφύλιος είναι ο πιο πολυαίμακτος. Το συμπέρασμα διατυπώνεται χωρίς λόγια: μια ακόμα «περιπέτεια» -δυστυχία στη μακρά πορεία του «νέου ελληνισμού»...
Η σκηνή όπου ο Θανάσης Βέγγος πάει να πάρει το νεκρό εγγονό του από το κυβερνητικό στρατόπεδο για να τον θάψει στο χωριό του, συνοψίζει την οπτική της ταινίας: «Δεν είναι πόλεμος αυτός που μας βρήκε» λέει στον ταξίαρχο «Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες...». Το μήνυμα επαναλαμβάνεται συχνά: σε μια άλλη σκηνή ο ίδιος ταξίαρχος αφού δηλώνει ότι έχει δυο γιους στη πρώτη γραμμή, λόγω επιστράτευσης, λέει «και ποιος θέλει να είναι δω στα βουνά να πολεμάει Ελληνες...»
Ποιος αλήθεια; Αναρωτιέται κανείς, γιατί έγινε ο εμφύλιος. Λες και ήταν μια θεομηνία που ξερίζωσε ανθρώπους και τους πέταξε τυχαία σε στρατόπεδα ή ίσως η «κατάρα του γένους» που τρώει τις σάρκες του από παλιά... Για να στηρίξει μια τέτοια άποψη, όμως, το σενάριο οδηγείται σε προφανείς ακροβασίες. Η πρώτη σκηνή δείχνει τον Σοφούλη και τον βασιλιά Παύλο να συζητάνε για το αν μπορεί να επέλθει μια ειρηνική επίλυση. Ο βασιλιάς, σχεδόν συντετριμμένος λέει: «Πια αποφασίζουν οι Αμερικανοί». Όμως το 1949, και μάλιστα την εποχή που η «ανταρσία» ψυχορραγούσε, δεν υπήρχε όχι στο Παλάτι, αλλά σε ολόκληρο τον αστικό πολιτικό κόσμο μια φωνή που να μην ζητάει παραδειγματική συντριβή του αντάρτικου και της αριστεράς. Το αιματοβαμμένο καρναβάλι της αντεπανάστασης ήτανε στο φόρτε του...
Στρατηγός
Σε μια άλλη σκηνή, ο Αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλητ πιέζει το Γενικό Επιτελείο να ξεκαθαρίσει μια και καλή τους αντάρτες στο Γράμμο-Βίτσι μέσα σε έξι βδομάδες. «Είστε 140.000» λέει «κι είναι 15.000». Εκεί τους παρουσιάζει τις βόμβες ναπάλμ που κατακαίνε τα πάντα σε απόσταση όταν εκρήγνυνται. Το Επιτελείο, μαζί με τον Αρχιστράτηγο διστάζουν, νιώθουν ενοχές...
Όχι, αυτά τα πράγματα δεν γίνανε. Ο Παπάγος, ο Τσακαλώτος κι οι άλλοι στρατηγοί, δεν είχαν πρόβλημα όχι να κάψουν ζωντανούς τους αντάρτες με τις ναπάλμ αλλά και να αδειάσουν ολόκληρες επαρχίες στέλνοντας τους χωρικούς στα στρατόπεδα, ακόμα και στη Μακρόνησο. Τα έκτακτα στρατοδικεία δεν έστελναν στο απόσπασμα μοναχά αιχμαλωτισμένους αντάρτες -ακόμα και μια προκήρυξη ή ένα κουπόνι οικονομικής ενίσχυσης αρκούσε...
Όχι ότι ο Π. Βούλγαρης υιοθετεί τις αντιδραστικές θεωρίες που είχαν γίνει της μόδας κάποιο διάστημα, απόψεις που έριχναν το φταίξιμο λίγο πολύ στην «κόκκινη τρομοκρατία» της αριστεράς, στην «ολοκληρωτική λογική» της. Κάθε άλλο. Οι πιο συγκλονιστικές, τραγικές και ανθρώπινες στιγμές της ταινίας έχουν «πρωταγωνιστές» αντάρτες και αντάρτισσες. «Συναγωνίστρια, τι ήσουν πριν γίνεις συναγωνίστρια;» ρωτάει ο Βλάσης την Γιαννούλα. «Ράφτρα ήμουν» του απαντάει «και όταν νικήσουμε πάλι ράφτρα θα είμαι». Προς το τέλος, όταν οι αιχμαλωτισμένοι αντάρτες και αντάρτισσες περιμένουν την εκτέλεση, μια νεαρή αντάρτισσα ρωτάει έναν άλλον «Μυτιληνιέ, πες μου πως είναι η θάλασσα, δεν την έχω δει ποτέ...»
Σ΄ αυτό το σημείο, αξίζει να πούμε δυο λόγια παραπάνω. Ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος, συμβουλεύει τον Ανέστη να ορμηνέψει τον Βλάση - που έχει αιχμαλωτισθεί μαζι με άλλους - «πες του να δηλώσει βιαίως στρατολογηθείς» από τους αντάρτες μπροστά στους στρατοδίκες. Τι ήταν ο Βλάσης -και μαζί του χιλιάδες ακόμα «Βλάσηδες»; Τυπικά ναι, ο Δημοκρατικός Στρατός έκανε επιστράτευση. Ηταν απόδειξη της αδυναμίας του να προσελκύσει μαζικό κύμα εθελοντικής κατάταξης, όπως ο ΕΛΑΣ στην κατοχή. Όμως, ο Βλάσης έχει πάει μόνος του να βρει τους αντάρτες και πεθαίνει «αμετανόητος». Η απάντηση είναι, λοιπόν -και «στρατολογηθείς» και «εθελοντής». Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, που είχαν περάσει από τις οργανώσεις της Αντίστασης δέχονταν να «στρατολογηθούν βιαίως» -αυτό σήμαινε τη πίστη τους στο σκοπό των ανταρτών αλλά και τις αμφιβολίες τους, για τη δυνατότητα της νίκης.
Στον κυβερνητικό στρατό, επίσης, πολέμησαν χιλιάδες αριστεροί άνθρωποι. Γιατί οι λιποταξίες προς την πλευρά των ανταρτών ήταν τόσο λίγες; Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα, χρήζουν πολιτικών απαντήσεων -που είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να δοθούν με επικλήσεις στην «εθνική συμφιλίωση».
Ο Π. Βούλγαρης υπαινίσσεται κάποιες απαντήσεις για την ήττα της αριστεράς. Σε μια σκηνή εμφανίζεται ο Ζαχαριάδης (για κάποιο λόγο, ο σκηνοθέτης δεν μας «ενημερώνει» ότι αυτός είναι ο Ζαχαριάδης) να αποχαιρετάει τους διοικητές του. «Πώς να τους πούμε» αναρωτιέται μετά ο υποδιοικητής του Ντούλα «ότι οι σοβιετικοί σύντροφοι δεν θα ΄ρθουν ποτέ;» Ισως, γι΄ αυτό ο σκηνοθέτης να δέχεται τα πυρά του ΚΚΕ που μαζί με τον Στάλιν έχει ξεθάψει και τον Ζαχαριάδη...
Όμως, το μήνυμα της ταινίας παραμένει αυτό της «εθνικής συμφιλίωσης». Ο Π. Βούλγαρης έλεγε σε μια συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 11/10: «Μετά από 60 χρόνια, προσπάθησα να είμαι δίκαιος - κυρίως προς τα νέα παιδιά: τους αντάρτες και τους φαντάρους που πρωταγωνίστησαν σε αυτό τον κυκλώνα του αίματος, ξεκομμένοι πάνω στα βουνά χωρίς να ξέρουν γιατί είναι εκεί». Όλοι ξέρανε «γιατί είναι εκεί» -ίσως το «πως βρέθηκαν εκεί» να είναι ένα πολύ πιο σημαντικό ερώτημα -που έχει βασανίσει τουλάχιστον τις γενιές των ηττημένων...
Το δίκαιο δεν σημαίνει ίσες αποστάσεις. Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν το τίμημα που πλήρωσε το κίνημα της Αντίστασης γιατί η επανάστασή του έμεινε στα μισά του δρόμου. Υπάρχουν ευθύνες γι΄ αυτό: η πολιτική της ηγεσίας του. Όμως, για τον «κυκλώνα του αίματος» οι υπεύθυνοι είναι συγκεκριμένοι. Είναι η κυρίαρχη τάξη, οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι και συνένοχοί της.
Εξήντα χρόνια μετά, τα στρατόπεδα εξακολουθούν να είναι δυο. Και μιας και γίνεται συζήτηση για το «έθνος» μ΄ αφορμή και αυτή την ταινία, καλό είναι να θυμηθούμε τον Λένιν. «Σε κάθε σύγχρονο έθνος υπάρχουν δυο έθνη», έγραφε το 1913. Των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων, αυτών που έχουν συμφέρον να κρατήσουν όρθια την παλιά κοινωνία και αυτών που θέλουν να τη γκρεμίσουν. Αυτό είναι ένα κομμάτι της κληρονομιάς του εμφυλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου