πρώτη δημοσίευση: New York Times Book Review (28.10.84)
η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στο φανζίν τυφλόμυγα, τεύχος Ιουλίου '02
πηγή από όπου αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Τόμας Πύντσον εδώ
Σαν
να μην έφτανε ο ερχομός του 1984, είχαμε φέτος τη συμπλήρωση 25 χρόνων από την
περίφημη διάλεξη του Σνόου (C.P. Snow) οι δύο πολιτισμοί και η επιστημονική
επανάσταση, που έγινε γνωστή για την προειδοποίησή της πως η πνευματική
ζωή της δύσης διχάζεται διαρκώς μεταξύ δυο πόλων, του "λογοτεχνικού"
και του "επιστημονικού", ο καθένας καταδικασμένος να μην κατανοεί
ή να εκτιμά τον άλλο. Ο πρωταρχικός στόχος της διάλεξης ήταν να θέσει ορισμένα
θέματα όπως το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στην εποχή του sputnik και ο ρόλος
της τεχνολογίας στην ανάπτυξη αυτού που λίγο πιο μετά θα γινόταν γνωστός ως
"τρίτος κόσμος". Αυτό όμως που τράβηξε την προσοχή του κόσμου ήταν
η διατύπωση "δύο πολιτισμοί". Έτσι, την εποχή εκείνη, στήθηκε ένας
απίθανος καυγάς. Σε κάποια ήδη απλουστευμένα σημεία έγιναν περαιτέρω απλοποιήσεις
που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, κάποιους χαρακτηρισμούς, ακόμα και ορισμένες
αντενστάσεις οι οποίες, παρ' όλη την ομίχλη του χρόνου, έδωσαν στο όλο θέμα
μια αναμφισβήτητα έκτροπη διάσταση.
Στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να επιτύχει κανείς τέτοιο διαχωρισμό. Από το 1959
μέχρι σήμερα (1984) ο κόσμος έχει φτάσει σε μια πρωτόγνωρη ροή δεδομένων. Η
απομυστικοποίηση βρίσκεται σε ημερήσια διάταξη, τα πάντα έρχονται στην επιφάνεια
και μάλιστα αναμοχλεύονται διαρκώς. Και όσοι επιμένουν ακόμα να κρύβονται πίσω
από μια εξειδικευμένη αργκό ή να διεκδικούν κάποια βάση δεδομένων, δια παντός
απρόσιτη από τον οποιοδήποτε αναρμόδιο, κρίνονται αυτόματα ύποπτοι για ανασφάλεια
του εγώ. Οποιοσδήποτε διαθέτει το χρόνο, το μορφωτικό επίπεδο και το χρηματικό
αντίτιμο, μπορεί να έρθει σε επαφή με το πιο εξειδικευμένο κομμάτι γνώσης που
θα χρειαστεί. Από το σημείο αυτό δεν υφίσταται πλέον η διαμάχη των δύο πολιτισμών.
Μια επίσκεψη σε οποιαδήποτε τοπική βιβλιοθήκη ή ράφι με περιοδικά εύκολα επιβεβαιώνει
πως υπάρχουν πολλοί περισσότεροι των δύο πολιτισμοί, ώστε το πρόβλημα πλέον
μετατοπίζεται στο πώς θα βρεθεί ο χρόνος για να διαβάσουμε κάτι έξω από την
εξειδίκευσή μας.
Όμως μετά από μια μακρά εικοσιπενταετία, αυτό που παραμένει είναι το στοιχείο του
ανθρώπινου χαρακτήρα. Ο Σνόου εν τέλει, με τα ανακλαστικά του συγγραφέα, πάλεψε
να ταυτοποιήσει όχι μόνο τα δυο είδη της εκπαίδευσης, αλλά και τα δυο είδη της
ανθρώπινης προσωπικότητας. Αποσπασματικοί απόηχοι από παλαιότερες λογομαχίες,
αλησμόνητες μομφές κατά τη διάρκεια φλύαρων συνεδριάσεων, ενδεχομένως βοήθησαν
τον snow να σχηματίσει το σκελετό των υπέρμετρων, αλλά και ενδόξων, ισχυρισμών
του: "Αν εξαιρέσουμε την επιστημονική κουλτούρα, οι υπόλοιποι των διανοουμένων
δεν επιχείρησαν, ούτε επιθύμησαν, ούτε ήταν ικανοί να κατανοήσουν την βιομηχανική
επανάσταση". Αυτοί οι "διανοούμενοι", σχεδόν στο σύνολό τους
άνθρωποι των γραμμάτων, θεωρήθηκαν από τον λόρδο snow ως φυσικοί απόγονοι των
λουδίτων.
Εκτός ίσως από τον Ξεφτέρη το στρουμφ, είναι δύσκολο να φανταστούμε, στο χώρο των
γραμμάτων, κάποιον που να θέλει να ονομάζεται διανοούμενος παρ' όλο που αν το
ερμηνεύσουμε ως "άνθρωποι που διαβάζουν και σκέφτονται" δεν
ηχεί τόσο άσχημα. Το να σε αποκαλούν όμως λουδίτη, είναι ένα άλλο θέμα. Θέτει
κάποια ερωτήματα όπως, μπορεί το διάβασμα και η σκέψη να προκαλέσει ή να προδιαθέσει
κάποιον να γίνει λουδίτης; Τι σημαίνει να είσαι λουδίτης; Σκεφτείτε το λίγο,
τελικά, τι εστί λουδίτης;
Ιστορικά, οι λουδίτες άνθησαν στη Βρετανία από το 1811 ως το 1816. Ήταν ανώνυμοι, μασκοφόροι
που δρούσαν σε οργανωμένες ομάδες με σκοπό την καταστροφή των μηχανών κυρίως
στη βιομηχανία της υφαντουργίας. Είχαν δώσει όρκο υπακοής, όχι στον βασιλιά
της Βρετανίας, μα στον δικό τους βασιλιά Λουδ. Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτοαποκαλούνταν
λουδίτες καθώς τον όρο χρησιμοποιούσαν τόσο εχθροί όσο και φίλοι. Η χρήση της
λέξης από τον Σνόου ήταν καθαρά πολεμική, επιθυμώντας να δηλώσει τον παράλογο
φόβο και το μίσος για την επιστήμη και την τεχνολογία. Με το σκεπτικό αυτό οι
λουδίτες θεωρήθηκαν ως οι αντεπαναστάτες της βιομηχανικής επανάστασης της οποίας
τα μοντέρνα οράματα "ουδέποτε επιχείρησαν ή επιθύμησαν ή ήταν ικανοί
να κατανοήσουν".
Όμως η βιομηχανική επανάσταση, σε αντίθεση με την αμερικανική και τη γαλλική της
ίδιας σχεδόν περιόδου, δεν είχε αυτό το βίαιο χαρακτήρα με αρχή, μέση και τέλος.
Ήταν πιο ήπια, λιγότερο αποτελεσματική και περισσότερο έμοιαζε με μια ταχεία
φάση στην αδιάκοπη πορεία της εξέλιξης. Ο συγκεκριμένος όρος πρωτοεμφανίστηκε
κάπου εκατό χρόνια νωρίτερα από τον ιστορικό Άρνολντ Τόινμπη (Arnold Toynbee)
και πρόσφατα επανήλθε αναθεωρημένος στο Scientific American το 1984. Ο Τέρυ
Ρέινολντς (Terry S. Reynolds) στο έργο του οι μεσαιωνικές ρίζες της βιομηχανικής
επανάστασης προτείνει πως ο αρχικός ρόλος της ατμομηχανής (1765) ήταν υπέρ
του δέοντος δραματοποιημένος. Απέχοντας πολύ από το να θεωρηθούν επαναστατικές,
πολλές μηχανές που λειτουργούσαν με ατμό, είχαν αντικαταστήσει από το Μεσαίωνα
κάποιες άλλες που λειτουργούσαν με τη δύναμη του νερού. Παρ' όλ' αυτά η ιδέα
μιας τεχνολογικο-κοινωνικής επανάστασης στην οποία πάντα οι ίδιοι θα βγαίνουν
από πάνω, όπως σε Αμερική και Γαλλία, με το πέρασμα του χρόνου αποδείχτηκε ιδιαίτερα
χρήσιμη σε πολλούς, όπως και σε κάποιους σαν τον snow, που σκέφτηκαν πως με
τους λουδίτες ανακάλυψαν τον τρόπο να αποκαλούν όλους εκείνους με τους οποίους
διαφωνούσαν πολιτικά, αντιδραστικούς και αντι-καπιταλιστές συγχρόνως.
Όμως το oxford english dictionary έχει μια εξ' ίσου ενδιαφέρουσα ιστορία να πει.
Στα 1779 σε ένα χωριό κάπου στο Leichestershire, κάποιος Νεντ Λουντ (Ned Ludd)
εισέβαλε σε ένα σπίτι και "σε μια κρίση αλλοφροσύνης" κατέστρεψε
δύο μηχανές πλεξίματος. Τα νέα διαδόθηκαν. Στο εξής, όποτε έβρισκαν ένα σπασμένο
εργαλείο - σύμφωνα με την encyclopedia Britannica αυτό συνέβαινε από το 1710
- ο κόσμος απαντούσε με την ατάκα "ο λουδ πέρασε από δω". Με τον καιρό
το όνομά του υιοθετήθηκε από τους βάνδαλους του 1812 και ο Νεντ Λουντ απέκτησε
το λίγο πολύ σαρκαστικό παρατσούκλι "βασιλιάς (ή καπετάν) λουδ", γεμάτο
μυστήριο, απήχηση και σκωπτικό αστεϊσμό* μια υπερανθρώπινη παρουσία, μέσα στη
νύχτα, να περιδιαβαίνει τις περιοχές των πλεκτηρίων της Αγγλίας κι όποτε εντόπιζε
έναν αργαλειό ορμούσε και τον έσπαζε.
Όμως πρέπει να έχουμε κατά νου πως ο στόχος της αρχικής επίθεσης του 1779 δεν ήταν
μόνο ένα νέο κομμάτι της τεχνολογίας όπως οι μηχανές της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Ο αργαλειός είχε πρωτοεμφανιστεί το 1589 και σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση τον
είχε εφεύρει, από καθαρή απόγνωση, ο αιδ. Γουίλιαμ Λη (William Lee). Φαίνεται
πως ο Λη ήταν ερωτευμένος με μια νεαρή κοπέλα η οποία έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον
στα πλεχτά της από ότι στον ίδιο. Κι όποτε εμφανιζόταν στο σπίτι της "Συγγνώμη
αιδεσιμότατε, αλλά έχω πλέξιμο", "Τι, πάλι πλέξιμο!" Ελάτε, ας
σκεφτούμε λίγο ψύχραιμα και λογικά, ανίκανος να αντιμετωπίσει αυτού του είδους
την απόρριψη, ο Λη, σε πλήρη αντίθεση με τον Νεντ Λουντ, σε οποιαδήποτε κρίση
αλλοφροσύνης, ορκίστηκε να ανακαλύψει μια μηχανή που θα έκανε το πλέξιμο στο
χέρι να μοιάζει ξεπερασμένο. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια, ο αργαλειός του
αποδιωγμένου κληρικού ήταν τόσο τέλειος στην κατασκευή του που για εκατοντάδες
χρόνια εξακολουθούσε να είναι το μόνο μηχανικό μέσο πλέξης.
Αν εξετάσουμε τα πράγματα λίγο χρονολογικά, δεν είναι τόσο απλό να χαρακτηρίσουμε
τον Νεντ Λουντ ως τεχνοφοβικά παλαβό. Χωρίς αμφιβολία, αυτό που ο κόσμος θαύμαζε
και μυθοποίησε ήταν το σθένος και η μανία των επιθέσεών του. Όμως οι λέξεις
"κρίση αλλοφροσύνης" έχουν περάσει από τρίτο χέρι και σε ένα
διάστημα τουλάχιστον 68 ετών μετά το γεγονός. Και ο θυμός του Νεντ Λουντ δεν
κατευθυνόταν αποκλειστικά στις μηχανές. Τον θεωρώ περισσότερο σαν τον ελεγχόμενο
τύπο θυμού των πολεμικών τεχνών κάποιου αφοσιωμένου Badass.
Υπάρχει και η σχετική λαϊκή παράδοση για τη φιγούρα του Badass. Είναι συνήθως ο άντρας
ο οποίος κερδίζει περιστασιακά την αινιγματική ανοχή των γυναικών ενώ κλέβει
καθολικά τον θαυμασμό των αντρών για δυο βασικές αρετές: είναι Κακός και Μεγάλος.
Όχι απαραίτητα ηθικά κακός, περισσότερο ικανός για πρόκληση ζημιών σε μεγάλη
κλίμακα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η ενίσχυση της κλίμακας και ο πολλαπλασιασμός
του αποτελέσματος.
Οι πλεκτικές μηχανές οι οποίες προκάλεσαν τις πρώτες Λουδικές αντιδράσεις, είχαν
οδηγήσει στην ανεργία πολλούς ανθρώπους για πάνω από δυο αιώνες. Αυτό το είδανε
όλοι - είχε γίνει τμήμα της καθημερινής ζωής. Είδαν επίσης τις μηχανές να επεκτείνονται,
να αποτελούν την περιουσία των ατόμων που δεν δουλεύουν παρά μόνο τις ενοικίαζαν.
Και δεν χρειάστηκε κανένας Γερμανός φιλόσοφος να υποδείξει ποιος θα ήταν ο αντίκτυπος
στους μισθούς και στην εργασία. ΤΟ δημόσιο αίσθημα, όσον αφορά τις μηχανές,
δεν θα μπορούσε να είναι ένας απλός αδικαιολόγητος τρόμος, αλλά κάτι πολύ πιο
περίπλοκο - η αγάπη / μίσος που αναπτύσσεται μεταξύ ανθρώπου και μηχανής - ειδικά
όταν η επαφή τους διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα - για να μην αναφέρουμε τη
δυσφορία λόγω δύο τουλάχιστον αποτελεσμάτων που φάνταζαν άδικα και απειλητικά.
Το ένα ήταν η συγκέντρωση του κεφαλαίου που αντιπροσώπευε η κάθε μηχανή και
το άλλο η ικανότητα της κάθε μηχανής να αντικαθιστά ένα σημαντικό αριθμό ατόμων
- να "αξίζει" τόσες ανθρώπινες ψυχές. Το ξεχωριστό Κακό χάρισμα που
σήμανε την προαγωγή του Βασιλιά Λουδ από τοπικό ήρωα σε εθνικό δημόσιο κίνδυνο,
ήταν το γεγονός ότι ύψωσε το ανάστημά του ενάντια στον ενισχυμένο, πολλαπλό
και υπεράνθρωπο αντίπαλό του και υπερίσχυσε. Σε κάθε δύσκολη στιγμή, όταν βρισκόμαστε
στο έλεος δυνάμεων πολύ πιο ισχυρών και αναζητάμε κάτι που θα αντισταθμίσει
την κατάσταση, στρεφόμαστε, έστω μόνο φαντασιακά, στην ευχή για τον Badass -
το τζίνι, το γκόλεμ, τον χουλκ, τον υπερήρωα - ο οποίος θα προβάλει αντίσταση
σε ό,τι απειλεί να μας εξοντώσει. Φυσικά οι πραγματικές ή λαϊκές δολιοφθορές
προκαλούνταν από καθημερινούς ανθρώπους ή ομάδες που προηγούνταν της εποχής
τους, δρούσαν τη νύχτα, στηριζόμενοι στην πειθαρχία και την αλληλεγγύη τους
προ κειμένου να επιφέρουν τα δικά τους πολλαπλά αποτελέσματα.
Ήταν ένας ανοιχτός ταξικός πόλεμος. Το κίνημα είχε και βουλευτικούς υποστηρικτές,
μεταξύ άλλων και ο Λόρδος Βύρων ο οποίος στον παρθενικό του λόγο στην Βουλή
των Λόρδων εξέφρασε αντιρρήσεις σχετικά με ένα νομοσχέδιο που πρότεινε διάφορα
καταπιεστικά μέτρα όπως τη θανατική καταδίκη στους καταστροφείς των μηχανών.
"Δεν είστε στο πλευρό των Λουδίτων" έγραφε σε επιστολή του από την
Βενετία προς τον Thomas Moore. "Για το θεό! Εάν υπάρξει διαμάχη θα είμαι
με το μέρος σας. Πώς θα συνεχίσουν οι υφαντουργοί - οι καταστροφείς των μηχανών
- οι Λουθηρανοί της Πολιτικής - οι μεταρρυθμιστές!" Περιείχε επίσης μια
"αξιαγάπητη καντσονέτα" η οποία αποδείχτηκε ο εμπρηστικός ύμνος των
Λουδίτων και εκδόθηκε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή. Η επιστολή είχε ημερομηνία
Δεκέμβριος 1816, ο Βύρων είχε περάσει το προηγούμενο καλοκαίρι στην Ελβετία
απομονωμένος στην Βίλα Diodati μαζί με τους Σέλλεϋ (Shelleys), είτε παρακολουθώντας
τη βροχή είτε διηγούμενοι μεταξύ τους ιστορίες τρόμου. Μέχρι εκείνο το Δεκέμβρη
η Μαίρη Σέλεϋ (Mary Shelley) δούλευε το Τέταρτο Κεφάλαιο της νουβέλας της Φρανκενστάιν
ή ο Σύγχρονος Προμηθέας.
Εάν υπήρξε ποτέ μια Λουδική λογοτεχνική γενιά που θα προειδοποιούσε για τους κινδύνους
όταν η τεχνολογία ή αυτοί που την εξασκούν γίνονται ανεξέλεγκτοι τότε η νουβέλα
της Σέλεϋ θα ήταν η πρώτη και σίγουρα μέσα στις καλύτερες. Το πλάσμα του Βίκτωρα
Φράνκενσταϊν πάντως πλήρη όλες τις προϋποθέσεις για τον ισχυρότερο λογοτεχνικό
Badass. Σχετικά με το μέγεθος, ο ίδιος ο Βίκτωρα εξηγεί "αποφάσισα να δώσω
στο πλάσμα γιγαντιαίες διαστάσεις, δηλαδή τρία μέτρα ύψος και τις αρμόζουσες
αναλογίες". Η αναφορά στο πόσο Κακός ήταν, αποτελεί τα ενδόμυχα της νουβέλας
καθώς το πλάσμα εξομολογείται, σε πρώτο πρόσωπο στον Βίκτωρα, κατόπιν ενσωματώνεται
στη διήγηση του Φρανκενστάιν και τέλος μνημονεύεται στα γραπτά του αρκτικού
εξερευνητή Ρόμπερτ Γουόλτον (Robert Walton). Αν και αναμφισβήτητα, η διαχρονικότητα
του Φρανκενστάιν οφείλεται στον δαιμόνιο Τζέιμς Γουέηλ (James Whale)
ο οποίος έκανε τη μεταφορά του έργου σε ταινία, παρ' όλ' αυτά αποτελεί πάντα
ένα πολύ καλό ανάγνωσμα για κάθε λόγο για τον οποίο διαβάζουμε μια νουβέλα κι
επιπλέον για την περιορισμένη Λουδική της αξία, για την απόπειρα με λογοτεχνικά
μέσα, νυκτερινά και μεταμφιεσμένα, να αρνηθεί τις μηχανές.
Κοιτάξτε, για παράδειγμα, στα λεγόμενα του Βίκτωρα πώς συναρμολογεί και πώς
εμψυχώνει το δημιούργημά του. Υπάρχει βέβαια μια ασάφεια στις λεπτομέρειες,
αυτό που βγαίνει όμως είναι μια διαδικασία που φαίνεται να περιλαμβάνει χειρουργική,
ηλεκτρισμό (χωρίς να παραλείψουμε τις αξεπέραστες γαλβανικές φαντασμαγορίες
του Γουέηλ), χημεία, ακόμα και κάποιες σκοτεινές αναφορές στον Παράκελσο και
τον Albertus Magnus και τη μέχρι πρόσφατα αμφισβητούμενη μορφή μαγείας γνωστή
ως αλχημεία. Αυτό που είναι ξεκάθαρο όμως, αν εξαιρέσουμε τη Βίδα στο Λαιμό,
είναι πως ούτε η μέθοδος ούτε το δημιούργημά της λειτουργούν μηχανικά.
Αυτό αποτελεί μια από τις αρκετές και ενδιαφέρουσες ομοιότητες ανάμεσα στον Φρανκενστάιν
και σε μια πιο πρώιμη ιστορία για τον Μεγάλο και τον Κακό. Τo Castle of Otranto
του Χόρας Γουάλπολ (Horace Walpole) που θεωρείται ως η πρώτη γοτθική νουβέλα.
Και κάτι ακόμα, και οι δυο συγγραφείς όταν παρουσίαζαν τα βιβλία τους στο κοινό
χρησιμοποίησαν ξένες από τις δικές τους φωνές. Ο πρόλογος της Μαίρη Σέλλεϋ ήταν
γραμμένος από τον άντρα της, τον Πέρσι (Percy), ο οποίος είχε υπογράψει με το
όνομά της. Και μόνο 15 χρόνια αργότερα έγραψε η ίδια μια δική της εισαγωγή του
Φρανκενστάιν. Ο Γουάλπολ απ' την άλλη, είχε διαδώσει μια νέα εκδοτική
ιστορία, ισχυριζόμενος πως το βιβλίο αποτελεί μετάφραση ενός μεσαιωνικού Ιταλικού
κειμένου. Μέχρι την δεύτερη έκδοση όπου στην εισαγωγή παραδέχεται τη συγγραφική
πατρότητα.
Επίσης οι δυο νουβέλες έχουν εντυπωσιακά παρόμοια νυκτερινή προέλευση, καθώς προήλθαν
από επεισόδια έντονων ονείρων. Η Μαίρη Σέλλεϋ, εκείνο το καλοκαίρι με τις ιστορίες
φαντασμάτων στη Γενεύη, προσπαθώντας ένα βράδυ να κοιμηθεί, "είδε"
ξαφνικά το πλάσμα να ενσαρκώνεται μπροστά της, τα οράματα ξυπνούσαν στο μυαλό
της "με μια ζωντάνια πολύ διαφορετική από τη συνηθισμένη ονειροπόληση".
Ο Γουάλπολ είχε ξυπνήσει από ένα όνειρο "από το οποίο, το μόνο που θυμόμουν
ήταν πως βρισκόμουν σε ένα αρχαίο κάστρο
και πως στο ψηλότερο σημείο της κουπαστής
μιας σκάλας είδα ένα γιγάντιο χέρι σε μια πανοπλία".
Στη νουβέλα του Γουάλπολ το χέρι αυτό εμφανίζεται ως το χέρι του Αλφόνσο του
Καλού, πρώην Πρίγκιπα του Οτράντο και παρ' όλο το επίθετό του ήταν ο Badass
ένοικος του κάστρου. Όπως το πλάσμα του Φρανκενστάιν, έτσι και ο Αλφόνσο είναι
κατασκευασμένος από κομμάτια - μαύρη πλουμιστή περικεφαλαία, πόδια, μηροί, ξίφος,
χέρια, όλα αρκετά υπερμεγέθη - και πέφτει σαν τη φροϋδική αργή επαναφορά των
καταπιεσμένων (slow return of the repressed). Η διαδικασία ενεργοποίησης, όπως
στον Φρανκενστάιν, δεν είναι μηχανική. Η τελική προσαρμογή "με τη μορφή
του Αλφόνσο να διαστέλλεται εντυπωσιακά" επιτυγχάνεται με υπερφυσικά μέσα
- με μια οικογενειακή κατάρα και με τη μεσολάβηση του πολιούχου αγίου του Οτράντο.
Μετά το Castle of Otranto η τρέλα για τη Γοτθική λογοτεχνία περιορίστηκε, υποθέτω,
σε ευσεβείς και θρησκευτικούς πόθους για την προγενέστερη μυθική εποχή που έμεινε
γνωστή ως η Εποχή των Θαυμάτων. Λίγο έως πολύ κυριολεκτικά, οι άνθρωποι του
18ου αιώνα πίστευαν πως μια φορά κι έναν καιρό όλα τα πράγματα ήταν δυνατά.
Γίγαντες, δράκοι, ξόρκια. Τότε οι νόμοι της φύσης δεν ήταν τόσο αυστηροί. Η
τέλεση της μαγείας που κάποτε ήταν πραγματικότητα, στην Εποχή της Λογικής είχε
εκφυλιστεί από τη μηχανοποίηση. Οι Σατανικοί μύλοι του Μπλέηκ (Blake) αντιπροσώπευαν
μια μαγεία που όπως ο Σατανάς, είχε πλέον εκπέσει. Καθώς η θρησκεία αποκτούσε
ένα πιο εγκόσμιο χαρακτήρα με το Μονοθεϊσμό και τον Αθεϊσμό, η ανθρώπινη πείνα
για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, για τη μεταθανάτια ζωή και τη σωτηρία
- και την ανάσταση αν είναι δυνατή - παρέμεινε ακόρεστη. Το κίνημα των Μεθοδιστών
και η Μεγάλη Αφύπνιση της Αμερικής δεν ήταν παρά δυο μόνο τμήματα στο ευρύ μέτωπο
της αντίστασης στην Εποχή της Λογικής, ένα μέτωπο που περιλάμβανε τον Ριζοσπαστισμό
και την Ελεύθερη Μασονία αλλά και το Λουδισμό και τη Γοτθική λογοτεχνία. Το
καθένα με τον τρόπο του εξέφραζε μια εμβριθή απροθυμία να παραδώσει τα στοιχεία
της πίστης, οπωσδήποτε παράλογης, στη νεοεμφανιζόμενη τεχνοπολιτική τάξη που
γνώριζε ή ενδεχομένως ότι το τι ακριβώς έπραττε. Το Γοτθικό έγινε ένας κωδικός
για το Μεσαίωνα, ο οποίος έχει παραμείνει ένας κωδικός για το "θαυμαστό",
είτε μέσω των προ-Ραφαηλίτων, είτε με τις τράπουλες Ταρώ στην αλλαγή του αιώνα,
τη διαστημική όπερα και τα περιοδικά κόμιξ ακόμα και με τον Πόλεμο των Άστρων
και τις σύγχρονες ιστορίες του ξίφους και της μαγείας.
Το να επιμείνουμε στο "θαυμαστό" σημαίνει ότι αρνούμαστε κάποια από
τα δικαιώματα της μηχανής επάνω μας, ότι εκφράζουμε την ευχή όλα τα όντα, γήινα
και λοιπά, να μπορούν ανά περίσταση να γίνουν αρκετά Μεγάλα και Κακά ώστε να
συμμετέχουν σε υπερβατικά σχήματα. Για παράδειγμα, ο Κινγκ Κονγκ (? - 1933),
με βάση αυτή τη θεωρία, παίρνει τη μορφή κλασικού Αγίου των Λουδιτών. Αν θυμάστε,
ο τελευταίος διάλογος της ταινίας έχει - "Λοιπόν, τα αεροπλάνα τον έριξαν"
- "Όχι
ήταν η Ωραία που σκότωσε το Τέρας". Και βέβαια συναντάμε ξανά
αυτή τη διάζευξη του Σνόου κάπως διαφορετική, ανάμεσα στον άνθρωπο και την τεχνολογία.
Όμως αν πράγματι επιμείνουμε στη φανταστική παραβίαση των νόμων της φύσης -
του χώρου, του χρόνου, της θερμοδυναμικής και το σπουδαιότερο, της ίδιας της
θνητότητας - τότε κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε από το λογοτεχνικό ρεύμα για
Ανεπάρκεια Σοβαρότητας. Γιατί η Σοβαρότητα πάνω σε τέτοια θέματα είναι ο τρόπος
με τον οποίο καθορίζονται παραδοσιακά οι ενήλικοι κόντρα στην αδιαφιλονίκητη
αθανασία των παιδιών που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Επιστρέφοντας ξανά στον Φρανκενστάιν
που το έγραψε όταν ήταν 19 ετών, η Μαίρη Σέλλεϋ λέει "το βλέπω στοργικά
γιατί ήταν ο καρπός ευτυχισμένων ημερών, όταν η θλίψη και ο θάνατος δεν ήταν
παρά λέξεις που δεν είχαν αληθινή απήχηση στην καρδιά μου". Εν γένει, η
Γοτθική στάση χρησιμοποιώντας εικόνες θανάτου και αναβίωσης φαντασμάτων με την
ανευθυνότητα των φτηνών θρύλων και των σπέσιαλ εφέ, κατηγορήθηκε ως ανεπαρκώς
σοβαρή και περιορισμένη σε ένα μικρό κομμάτι της Πόλης. Επειδή όμως η τεράστια
Πόλη της Λογοτεχνίας έχει πάμπολλες συνοικίες ας τη χαρακτηρίσουμε απλά, αυστηρά
καθορισμένη. Στα γουέστερν (western) οι καλοί πάντα κερδίζουν. Στα ρομαντικά
μυθιστορήματα η αγάπη νικάει πάντα. Στα αστυνομικά, ο φόνος είναι το πρόσχημα
για ένα γρίφο λογικής και δεν θεωρείται παράλογη πράξη. Στην επιστημονική φαντασία
όπου έχουμε αναπαραγωγή ολόκληρων κόσμων από απλά αξιώματα, η υπέρβαση των ορίων
του καθημερινού μας κόσμου αποτελεί μια στερεότυπη ρουτίνα. Σε κάθε περίπτωση
εμείς γνωρίζουμε καλύτερα. Και λέμε: "Δεν είναι έτσι ο κόσμος". Οι
γενιές αυτές, με την επιμονή τους σε ότι αντιτίθεται στην πραγματικότητα, υποβαθμίζονται
με την ετικέτα "μέσο απόδρασης".
Αυτό είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο στην περίπτωση της επιστημονικής φαντασίας η
οποία τη δεκαετία μετά τη Χιροσίμα γνώρισε μεγάλη άνθηση και ανάδειξε ιδιοφυΐες
στο χώρο της λογοτεχνίας. Ήταν παραπλήσια σημαντική με το κίνημα των Μπητ (Beat),
της ίδιας περίπου εποχής και σημαντικότερη από την φανταστική λογοτεχνία που
με ελάχιστες εξαιρέσεις είχε σχεδόν παραλύσει από τις πολιτικές συνθήκες του
ψυχρού πολέμου και της εποχής του Μακάρθυ (McCarthy). Πέρα από το γεγονός ότι
αποτελούσε μια ιδεώδη σύνθεση των Δύο Πολιτισμών, ήταν συγχρόνως και ένα από
τα κύρια καταφύγια των υπέρμαχων του Λουδισμού.
Εν έτη 1945, το εργοστασιακό σύστημα - που περισσότερο από κάθε άλλο τομέα γνώρισε
την μεγαλύτερη ανάπτυξη κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση - περιελάμβανε μεταξύ
άλλων το Σχέδιο Μανχάταν, τα γερμανικά πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς
και τα στρατόπεδα του θανάτου όπως το Άουσβιτς. Δεν χρειαζόταν να είσαι προφήτης
για να δεις πως αυτές οι τρεις καμπύλες ανάπτυξης θα μπορούσαν εύλογα να συγκλίνουν
και σχετικά σύντομα μάλιστα. Μετά τη Χιροσίμα παρακολουθήσαμε τις πυρηνικές
κεφαλές να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, τα συστήματα τηλεκατεύθυνσης να αποκτούν
απεριόριστη εμβέλεια και απόλυτη ακρίβεια σε παγκόσμια κλίμακα. Ειδικά μετά
το 1980, το ενδεχόμενο ενός ολοκαυτώματος με οκταψήφιο αριθμό θυμάτων οδήγησε
τις στρατιωτικές υπερδυνάμεις σε μια συνετή, συμβατική σοφία.
Βέβαια όλα αυτά δεν προκάλεσαν την έκπληξη των ατόμων που έγραφαν επιστημονική
φαντασία στην δεκαετία του '50, ωστόσο οι σύγχρονες Λουδικές συνειδήσεις, ακόμα
και μέσω της πιο ανεύθυνης φανταστικής ιστορίας, πρέπει να επινοήσουν ένα αντίθετο
πόλο αρκετά Κακό και Μεγάλο για να ισοσταθμίσουν αυτό που θα συνέβαινε με ένα
πυρηνικό πόλεμο. Έτσι, στην επιστημονική φαντασία της Ατομικής Εποχής και του
ψυχρού πολέμου βλέπουμε τη Λουδική παρόρμηση να αρνείται στη μηχανή μια νέα
διαφορετική τροχιά. Η βαριά βιομηχανία εξομαλύνθηκε για χάρη πιο ανθρωπιστικών
μελημάτων - εξωτικά πολιτισμικά γεγονότα και κοινωνικά σενάρια, παράδοξα και
παιχνίδια με το χωροχρόνο, άγρια φιλοσοφικά ερωτήματα - τα περισσότερα από τα
οποία, όπως έχει εκτεταμένα συζητήσει η κριτική λογοτεχνία, μοιράζονται ένα
ορισμό του "ανθρώπου" ριζικά διαφοροποιημένου από τη "μηχανή".
Έτσι, οι Λουδίτες του 20ου αιώνα σε πλήρη αντιστοιχία με τους προγόνους τους
κοιτάζουν τώρα με πόθο μια άλλη εποχή - κατά παράδοξο τρόπο την ίδια Εποχή της
Λογικής που είχε ωθήσει τους πρώτους Λουδίτες να νοσταλγούν την Εποχή των Θαυμάτων.
Σήμερα όμως, όπως εικάζεται, ζούμε στην Εποχή των Υπολογιστών. Ποιες είναι οι
προοπτικές της Λουδικής αντίληψης; Θα αντιμετωπίσουν άραγε οι οθόνες των υπολογιστών
την ίδια εχθρότητα όπως οι αργαλειοί κάποτε; Πολύ αμφιβάλλω. Οι κάθε λογής συγγραφείς
σπεύδουν άτακτα να αγοράσουν επεξεργαστές κειμένων. Οι μηχανές έχουν γίνει πλέον
τόσο φιλικές προς τον χρήστη που και ο πιο ανένδοτος των Λουδιτών υποχωρεί στον
πειρασμό να παρατήσει το σφυρί και να χτυπήσει μερικά πλήκτρα. Πέρα από αυτά,
φαίνεται να αναπτύσσεται η συναίνεση ότι η γνώση πραγματικά αποτελεί τη δύναμη
και ότι υπάρχει μια ευθέως ανάλογη σχέση μεταξύ του χρήματος και της πληροφορίας
και πως κατά κάποιο τρόπο, αν τα λογιστικά το επιτρέπουν μπορούν ακόμα να γίνουν
και θαύματα. Αν είναι όντως έτσι, τελικά οι Λουδίτες κατάφεραν να συμβαδίσουν
με τους αντιπάλους τους, τις πρόσχαρες ορδές των τεχνοκρατών που υποτίθεται
πως έχουν το μέλλον στο "τσεπάκι". Ίσως να πρόκειται για μια νέα μορφή
της αέναης Λουδικής συνύπαρξης με τη μηχανή ή ίσως η Λουδική επιθυμία για το
θαύμα να εκπληρώθηκε επί τέλους με την ικανότητα του υπολογιστή να μεταδώσει
τα σωστά δεδομένα σε αυτούς που τα δεδομένα θα ωφελήσουν περισσότερο. Με την
κατάλληλη διαχείριση του προϋπολογισμού και του λογισμικού, μπορούμε να θεραπεύσουμε
τον καρκίνο, να σωθούμε από τον πυρηνικό όλεθρο, να παράγουμε τροφή για όλους,
να εξυγιάνουμε την ξέφρενη βιομηχανική απληστία - να πραγματοποιήσουμε όλα τα
ανεκπλήρωτα οράματα των ημερών μας.
Η λέξη Λουδίτης εξακολουθεί να δηλώνει την περιφρόνηση για οποιονδήποτε βλέπει
με μισό μάτι την τεχνολογία, και ειδικά την πυρηνική. Σήμερα οι Λουδίτες δεν
έρχονται αντιμέτωποι με τους εργοστασιάρχες ή τις ευάλωτες μηχανές. Όπως ο γνωστός
Πρόεδρος και εκ παραδρομής Λουδίτης Άιζενχάουερ (D.D. Eisenhower) προέβλεψε
την ώρα που έφευγε από το γραφείο του, υπάρχει μια μόνιμη εγκάθετη εξουσία από
στρατηγούς και ναυάρχους και επιτροπές, που κυριολεκτικά θα υποσκελίσουν όλους
εμάς τους μέσους φτωχούς μπάσταρδους, αν και ο Άικ δεν το έθεσε ακριβώς έτσι.
Υποτίθεται πως πρέπει να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να το επιτρέψουμε,
όμως, λόγω της επανάστασης των δεδομένων, γίνεται καθημερινά όλο και πιο απίθανο
να εξαπατήσουμε τον οποιονδήποτε άνθρωπο, οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Εάν ο κόσμος μας επιβιώσει, η επόμενη μεγάλη δοκιμασία που μας περιμένει - και
να θυμάστε ότι το διαβάσατε εδώ πρώτα - θα έλθει όταν θα συγκλίνουν οι καμπύλες
της έρευνας και της εξέλιξης στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της μοριακής
βιολογίας και της ρομποτικής. Θεούλη μου. Θα είναι εκπληκτικό και απερίγραπτο
και ας ελπίσουμε ότι ακόμα και οι τολμηρότεροι θα πιαστούν απροετοίμαστοι. Στα
σίγουρα κάτι που όλοι οι καλοί Λουδίτες πρέπει να αναμένουμε, αν μας αξιώσει
βέβαια ο Θεός και ζήσουμε μέχρι τότε. Εν τω μεταξύ, οι Αμερικάνοι ας παρηγορηθούν,
όσο ψυχρό και μινιμαλιστικό αν ακούγεται, από το αυτοσχέδιο, σκωπτικό τραγούδι
του Λόρδου Μπάιρον με το οποίο ο ίδιος όπως και άλλοι παρατηρητές της Εποχής
είδε καθαρά την ταύτιση των πρώτων Λουδιτών με τις ατομικές, επαναστατικές μας
καταβολές.
Πηγή: New York Timew Book Review (28.10.84)
Lord Byron, Song of the Luddites
(1816)
As
the Liberty lads over the sea
Brought their freedom, and cheaply with blood,
So we, boys, we
Will die fighting, or live free,
And down with all kings by Kind Ludd!
When the web that we weave is complete,
And the shuttle exchanged for the sword,
We will fling the winding sheet
Over the despot at our feet,
And dye it deep in the gore he has poured.
Though black as his heart its hue,
Since his veins are corrupted to mud,
Yet this is the dew
Which the tree shall renew
Of Liberty, planted by Ludd.