Το πρώτο από τα κείμενα του μικρού αυτού βιβλίου γράφτηκε τον Μάιο του 2012,
την επαύριο της πρώτης εκλογικής επιτυχίας της Χρυσής Αυγής. Το δεύτερο
σχετίζεται με τη βίαιη δημόσια εμφάνισή της, προς υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, με
αφορμή τη θεατρική παράσταση του
"Corpus
Christi" στην Αθήνα. Η οπτική του κειμένου αυτού, που έχει ως θέμα του
τη βλασφημία, ορίζει την οπτική και την κεντρική ιδέα και των άλλων τεσσάρων
κειμένων που ακολουθούν.
Στα έξι αυτά
κείμενα ο συγγραφέας πρόσθεσε δύο παλαιότερα για τον Ορθόδοξο αντισημιτισμό και
φονταμενταλισμό, γιατί έκρινε και πολύ σωστά κατά τη γνώμη μας, ότι το
πνευματικό κλίμα που περιγράφουν φωτίζει τους λόγους οι οποίοι εμποδίζουν την
Ορθόδοξη Εκκλησία να αποδοκιμάσει δίχως περιφράσεις τη Χρυσή Αυγή.
Παρατηρεί μάλιστα ότι
«Ως ένα μεγάλο βαθμό η Ελλαδική Εκκλησία
δομήθηκε πάνω σ' έναν κομμουνιστοφαγικό λόγο, εναγκαλιζόμενη με την εθνικόφρονα
δράση. Μετά το 1974, η Εκκλησία ήταν ο μόνος θεσμός που δεν πέρασε σε βάθος η
αποχουντοποίηση. Όταν στήθηκε το αυταρχικό κράτος των ξερονησιών και των
εκτελέσεων, η Εκκλησία δεν είχε την τόλμη να πει, εγώ αυτά δεν τα εγκρίνω.
Εκείνοι που μπορούν να απονομιμοποιήσουν τη Χ.Α. ιδεολογικά και ηθικά, είναι οι
άνθρωποι και οι θεσμοί του συντηρητικού κόσμου».
Στα άρθρα Ακραίος αντισημιτισμός, άκρα σιωπή και Νέα αναθέματα,
παλαιά ερωτήματα παρουσιάζει με διεξοδικό και άκρως ικανοποιητικό τρόπο τη
δράση υπέρ της Χρυσής Αυγής μητροπολιτών όπως του Πειραιώς, Σεραφείμ που έχει
πρωταγωνιστήσει σε αντιισλαμικά, αντισημιτικά και σεξιστικά παραληρήματα ενώ
έχει φροντίσει να "νομιμοποιήσει" με κάθε τρόπο τους νεοναζί
δολοφόνους. Αλλά ο συγγραφέας δεν τρέφει αυταπάτες ότι η Εκκλησία ως
επίσημος φορέας θα καταδικάσει εύκολα τη Χρυσή Αυγή. Αντίθετα, όπως σημειώνει
«Αν από τον αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους
δεν περιμένω τίποτε, εξακολουθώ να περιμένω μια αντίδραση εκ μέρους κάποιων
ιερέων για τις μισαλλόδοξες, φανατικές και βαθιά αντιχριστιανικές δηλώσεις του
Σεραφείμ (και άλλων τινών). Περιμπένω μια κάποια συλλογική αντίδραση, εκ μέρους
λίγων έστω ιερέων, απέναντι σε έναν εκκλησιαστικό λόγο που τους εκθέτει ενώπιον
Θεού και ανθρώπων. Την περιμένω χρόνια, μα δεν την έχω δει ποτέ. Η σιωπή δεν
είναι πάντοτε αρετή, τις περισσότερες φορές είναι δειλία. Γιατί να ακούγεται
συλλογικά μόνο η φωνή των φονταμενταλιστών ιερέων; Ως πότε θα τους αφήνουν όλο
τον χώρο»;
Επίσης, για τον συγγραφέα η νομιμοποίηση ως
ισότιμων ομιλητών φαιδρών αλλά ακραίων ιδεολογικά και πολιτικά συνομιλητών όπως
του Καρατζαφέρη - μην ξεχνάμε ότι το 2012 είχαμε ακόμα τη συγκυβέρνηση του
τεχνοκράτη Παπαδήμου με τους φασίστες του ΛΑΟΣ - αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα.
Και φυσικά, είναι μια παρατήρηση που δεν χάνει την επικαιρότητα της όσον αφορά
και τη στάση μας απέναντι στη Χρυσή Αυγή σήμερα, όπου ακόμα και η Πρόεδρος της Βουλής,
Ζωή Κωνσταντοπούλου, παρέκαμψε εισαγγελείς και δικαστές, αντιμετωπίζοντας τους νεοναζί
βουλευτές ως ισότιμους, δίνοντας τους το δικαίωμα να παρουσιάζονται σαν δημοκρατικό
και αντιμνημονιακό κόμμα στη Βουλή.
Όπως
ισχυρίζεται ο συγγραφέας
"Νομιμοποιώντας τον όμως ως ισότιμο συνομιλητή
και εταίρο στη συγκυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, νομιμοποιήσαμε τις ιδέες του και
βλέπουμε σήμερα, αφενός, τη ανάπτυξη αυτού του ακροδεξιού τόξου που ανέφερα
παραπάνω αλλά και τη διάχυση, αφετέρου, των ακροδεξιών ιδεών και σε κόμματα που
βρίσκονται αριστερά του ακροδεξιού τόξου. Ανάλογα ισχύουν και για τον Ορθόδοξο φονταμενταλισμό.
Είναι επικίνδυνος, ακόμη και όταν οι εκφραστές του είναι γελοία πρόσωπα."
Αλλά το βιβλίο και οι εκτιμήσεις του συγγραφέα έχουν και αρκετές σοβαρές αδυναμίες
που σε ένα βαθμό υποσκάπτουν τις θετικές παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του
αλλά και που οδηγούν μέσα από ένα μάλλον αδιόρατο τρόπο στην επιβεβαίωση
διαφόρων συντηρητικών απόψεων.
Πρώτα απ' όλα δεν ζητάει την πολιτική ευθύνη
για τη αξιοποίηση ως νόμιμων συνομιλητών του Ελληνικού Κράτους της Χρυσής
Αυγής. αποφεύγοντας να θίξει τα κακώς κείμενα και χωρίς να εξηγεί τον ρόλο των
κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου (της περιόδου τουλάχιστον που γράφτηκε το
βιβλίο) στην καλλιέργεια της ρατσιστικής ρητορικής και της φασιστικής βίας.
Καταλήγοντας έτσι να ζητά την ύπαρξη ενός μεγάλου δημοκρατικού τόξου για την
αντιμετώπιση του προβλήματος με τη Χρυσή Αυγή. μαζί δηλαδή και με τα κόμματα
και τις πολιτικές που την έφεραν στην επιφάνεια. Καλλιεργώντας έτσι μια σειρά από
σοβαρές αντιφάσεις. Από τη μια αρνείται
την θεωρία των δύο άκρων και από την άλλη εκθέτει τις απόψεις του με βάση αυτή
τη συλλογιστική.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«ότι η θεωρία των δύο άκρων, όπως διατυπώνεται
σήμερα στην Ελλάδα, ταυτίζοντας τη ναζιστική βία με βίαιες συμπεριφορές ομάδων
της Αριστεράς, είναι εκατό τοις εκατό λάθος: ενισχύει και νομιμοποιεί τη Χρυσή
Αυγή και τη ναζιστική βία. Ωστόσο, εκτιμώ ότι η άρνηση της θεωρίας των δύο
άκρων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει αναδρομικά, όπως κάνουν πολλοί σοβαροί
επιστήμονες και φίλοι, σε μια άρνηση των κοινών χαρακτηριστικών σταλινισμού και
φασισμού, ιστορικά. Η θεωρία της Χάννα Άρεντ για τον ολοκληρωτισμό, την οποία
εγώ προσωπικά δέχομαι, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τον χαρακτήρα
αυτών των καθεστώτων, με όλες τις ιστορικές διαφορές τους. Άλλωστε, όταν στεγάζεις
κάποια φαινόμενα κάτω από μια γενική έννοια, δεν σημαίνει και ότι τα ταυτίζεις
— και στο εσωτερικό του φασιστικού φαινομένου, ο ιταλικός φασισμός και ο
γερμανικός ναζισμός διαφέρουν πάρα πολύ. Τέλος, το γεγονός ότι είμαστε κατά της
θεωρίας των δύο άκρων, επειδή είναι επικίνδυνη πολιτικά, επειδή ενισχύει τον
ναζισμό και τη Χρυσή Αυγή σήμερα, δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι πρέπει να κάνουμε
υποχωρήσεις στο ζήτημα της νομιμότητας, των κανόνων της δημοκρατίας, του
δικαίου. Πρέπει να είμαστε σταθερά εναντίον των ενεργειών που παραβιάζουν το
δίκαιο, και όταν προέρχονται από την πλευρά της Αριστεράς ή των κινημάτων. Και,
ταυτόχρονα, δεν μπορούμε βέβαια, σε καμιά περίπτωση, να λέμε ότι «τα δύο άκρα
ταυτίζονται». Γιατί αυτό ανοίγει τον δρόμο στον ναζισμό, στη Χρυσή Αυγή».
Αυτά ως μία μικρή παρουσίαση του βιβλίου. Σήμερα, και σε σχέση με το
2012, τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο όσον αφορά τη δράση της Χρυσής
Αυγής αλλά και όσο αφορά τον τρόπο που την αντιμετωπίζει ο κόσμος της εργατιάς
και το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα. Ο ίδιος ο κόσμος – που εναντίον
του στρέφεται η δράση της νεοναζιστικής συμμορίας – δίνει τις μάχες, τόσο
δικαστικά, όσο και αυτό είναι το βασικότερο μέσα στην κοινωνία, αναγνωρίζοντας
ότι υπάρχει διαπλοκή μιας εγκληματικής οργάνωσης με ένα πολιτικό κόμμα, που
στηρίζει και στηρίζεται αντίστοιχα από την ελληνική αστική τάξη και τους πολιτικούς
εκπροσώπους της για να καταστείλουν την μαζική, απεργιακή και κινηματική δράση
του λαού. Τα βιβλία κι οι μελέτες που
έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία χρόνια μπορούν να βοηθήσουν όσους γίνεται
περισσότερο για να ξεκαθαρίσουν σε αυτό το ζήτημα. Η δολοφονία του εργάτη και
ράπερ Παύλου Φύσσα ξεσήκωσε τον λαό που αυτός οδήγησε στη φυλακή τους νεοναζί.
Αλλά εάν οι ναζί βρίσκονται σε οργανωτική διάλυση και πολιτική απορρύθμιση αυτό
δεν σημαίνει ότι δεν είναι επικίνδυνοι. Γι’ αυτό χρειάζεται να
επαγρυπνούμε. Είναι αρκετοί αυτοί που χρειάζονται τη Χρυσή Αυγή, από το
επίσημος κράτος, το επιχειρηματικό κεφάλαιο μέχρι την Εκκλησία.
Ο συγγραφέας από την δική του οπτική γωνία σχολιάζει
ότι «Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης
και τον κοινωνικό πόνο της ανεργίας, πολλοί είναι εκείνοι που υποτιμούν σήμερα
τον κίνδυνο της Χρυσής Αυγής. Κάνουν λάθος. Όταν η νεοναζιστική μπόρα περάσει,
ας μη θεωρήσουν πάντως ότι είχαν δίκιο που δεν ανησυχούσαν. Η μπόρα τούτη θα
περάσει, επειδή ορισμένοι άλλοι, μέσα στην ίδια αυτή δίνη, δεν την υποτίμησαν
μα την αντιπάλεψαν».
Αυτό
μπορεί να είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση για τα καθήκοντα μας και για το τσάκισμα
του ναζισμού σήμερα.