Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ' όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πένα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα. Συμφωνώ απολύτως με τη διαδικασία που διαλέξατε, γιατί έτσι θα μπορέσω να καταγράψω τα γεγονότα με την ησυχία μου, χωρίς να φοβάμαι πως θα με διακόψετε, πως θα μου υποβάλετε ερωτήσεις, χωρίς δηλαδή να έχω την αίσθηση ότι τελώ υπό κράτησιν και δίνω λόγο των πράξεων μου. Διότι είναι βέβαια ολοφάνερο ότι πρόκειται για παρεξήγηση.
Απ’ τη στιγμή που με προφυλακίσατε τόσο αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα, επιτρέψτε μου να πω, όταν είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι θα έπαιρνα το τρίτο μου παράσημο, απ' τη στιγμή που βρέθηκα σε τούτο το κελί, η μόνη μου ελπίδα ήταν πως θα μου δοθεί η ευκαιρία να εξηγηθώ, ή έστω να απολογηθώ, αν φυσικά βρισκότανε κανείς να μου απαγγείλει μια συγκεκριμένη κατηγορία.
Κάθε φορά που με πιάνανε (και θα ξέρετε βέβαια ότι έχω συλληφθεί δυο φορές, μια στην Κατοχή, οπότε και δραπέτευσα, και μια το ‘47, οπότε πήγα εξορία στην Ικαριά) το πρώτο πράμα πού σκεφτόμουνα, ήταν, τι θα απαντήσω στους χαφιέδες και προσπαθούσα να φανταστώ όλες τις τυχόν ερωτήσεις τους και είχα έτοιμες τις απαντήσεις, πριν φτάσουμε στο Τμήμα ή στην Ασφάλεια. Τώρα όμως, το πρόβλημα μου δεν είναι τι θα απαντήσω στις τυχόν ερωτήσεις (γιατί έχω καθαρή τη συνείδηση μου και καμιά ανάκριση δε με φοβίζει, με την έννοια ότι μπορώ να απαντάω χωρίς να κρύβω τίποτα) το πρόβλημα μου είναι, ή μάλλον ήταν ως τα σήμερα, όσο δεν είχα ακόμα τη γραφική μου όλη – ήταν λοιπόν, πώς θα μπορέσω να μιλήσω, ν’ ακουστώ, να εισακουστώ.
Έτσι, όταν είδα σήμερα το χαρτί, το μελάνι και την πένα, αφημένα όλα αυτά δίπλα στη βούτα, ένιωσα ένα βάρος να πέφτει από πάνω μου, παρ’ όλο που έχω να αντιμετωπίσω τώρα ένα άλλο, αρκετά δύσκολο, αν και καθαρώς τεχνικής φύσεως πρόβλημα. Εξηγούμαι: Σκέφτηκα αν έπρεπε, να συνεχίσω, από κει που σταματήσαμε, κατά τη σύντομη προανάκριση, αν έπρεπε δηλαδή να αρχίσω κατά κάποιο τρόπο απ' το τέλος, ή να αρχίσω, μια και καλή, απ’ την αρχή, ν’ αρχίσω θέλω να πω να διηγιέμαι τα γεγονότα όπως τα ξέρω και τα θυμάμαι (γιατί όταν με ρωτήσατε, «Πώς» και «Πότε» και «Ποιος» στην προανάκριση, εγώ απάντησα «Δεν ξέρω» και σεις μου είπατε, «Δεν ξέρεις, ή δεν θυμάσαι;»). Συνεπώς, αυτό που κυρίως σας ενδιαφέρει, θυμηθώ, και λοιπόν, όταν είδα το χαρτί (έστω και με κάποια οδυνηρή για μένα καθυστέρηση μιας ολόκληρης βδομάδας) χάρηκα που αποφασίσατε επιτέλους να μου ζητήσετε μια γραπτή κατάθεση.
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 9-10
[…]
Όταν έμεινα ολομόναχος μέσα εκεί και τα μάτια μου συνήθισαν στο μισοσκόταδο, κοίταξα προσεχτικότερα γύρω μου. Το τραπέζι ήταν στενόμακρο και τα κεριά δεν τα ‘χανε στεριώσει σε σεμντάνια, όπως μου φάνηκε στην αρχή, μα σε μπεκ γκαζιού – άρα το τραπέζι θα το είχαν κουβαλήσει απ' την αίθουσα της χημείας.
Εξακολουθούσα να στέκω σε στάση προσοχής και να κοιτάζω γύρω μου, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι, ώσπου ξεθαρρεύτηκα, στάθηκα ανάπαυση, με βάραινε κι ο γυλιός στην πλάτη και το τουφέκι που είχα κρεμασμένο στον ώμο κι ύστερα έσκυψα μπροστά να δω καλύτερα την πόρτα στον χοντρό τοίχο, γιατί μου πέρασε η σκέψη πως ο αντισυνταγματάρχης περιορίστηκε να την ανοιγοκλείσει για να νομίσω πως με άφησε μόνο, ενώ στην πραγματικότητα είχε κρυφτεί στο σκοτάδι της κόχης και με παρακολουθούσε.
Θα μπορούσα βέβαια να ισχυριστώ πως όλες αυτές οι σκέψεις ήταν αποτέλεσμα της κούρασης, της νύστας και του εκνευρισμού μου και θα γινόμουν πιστευτός μια κι ερχόμουνα από πορεία. Και ήταν φυσικό να εκνευριστώ γιατί δεν κοίταξα το ρολόι μου, είχα όμως την εντύπωση πως ο διοικητεύων αργεί πολύ. Αργεί υπερβολικά.
Μα εγώ σας υποσχέθηκα να πω όλη την αλήθεια και λοιπόν το ομολογώ πως δεν ήταν μόνο η κούραση κι ο εκνευρισμός, συνέβαινε και κάτι άλλο πολύ σημαντικότερο. Ακόμα κι αν μου έλεγε ο διοικητεύων να καθίσω (υπήρχε μία καρέκλα μπροστά στο τραπέζι του χημείου) ακόμα κι αν μπορούσα να καπνίσω, πάλι θα με απασχολούσε ή μάλλον θα με βασάνιζε ένα ζήτημα σοβαρότατο, ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου ίσως — όχι της δικής μου ζωής φυσικά κι ούτε του δικού μου θανάτου, μα της ζωής του Κόμματος. Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχή σας επ' αυτού του σημείου και σας παρακαλώ να εξακριβώσετε την αλήθεια των λεγομένων μου (γιατί ευτυχώς, τα όσα θα αναφέρω μπορούν να εξακριβωθούν, ζει ακόμα ο ταξίαρχος Οδυσσέας κι επικαλούμαι τη μαρτυρία του) για να πειστείτε δηλαδή ότι μου έδωσε πράγματι τον μικρό, σφραγισμένο φάκελο.
Τότε που ο ταξίαρχος Οδυσσέας μού έδωσε το «επισκεπτήριο» μου, σκέφτηκα πως πρόκειται για μυστική διαταγή, που έπρεπε να φτάσει στα χέρια κάποιου, κατάλληλα ειδοποιημένου. Φυσικά, δεν απέκλεισα την περίπτωση να μου ζητήσουν το «επισκεπτήριο» και πριν φτάσω στην πόλη Ν, το λογικότερο όμως ήταν να υποθέσω ότι η διαταγή απευθύνεται στον διοικητή της Ν συνταγματάρχη Νικόδημο, στον οποίον και έπρεπε να παρουσιαστώ. Τώρα που έλειπε ο διοικητής, έπρεπε βέβαια να μου το ζητήσει ο διοικητεύων. Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι ο διοικητής θα έφευγε, χωρίς να αφήσει σχετική διαταγή στον διοικητευοντα. Κι όμως, ο αντισυνταγματάρχης Βελισάριος όχι μόνο δεν μου ζήτησε το «επισκεπτήριο», αλλά πήρε και το φύλλο πορείας μου και εξαφανίστηκε – μπήκε σε κάποια πλαϊνή αποθήκη, ή με παραμονεύει από τη σκοτεινή κόχη. Δε μου αρέσει να κάνω τον έξυπνο, αλλά νομίζω ότι δεν χρειαζότανε μεγάλη νοημοσύνη για να υποπτευτεί κανείς πως ο μικρός εκείνος φάκελος δεν περιείχε στρατιωτικές διαταγές, αλλά ένα μήνυμα κομματικό, ή μάλλον, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, αντιφραξιονιστικό. Εν πάση περιπτώσει, μια και κανείς δε μου είχε ζητήσει το «επισκεπτήριο» πριν φτάσω στην πόλη Ν (παρ’ όλο που δε λείψανε οι ευκαιρίες, γιατί πέρασα από φυλάκια και κατά τόπους φρουραρχεία) ήμουν απολύτως σίγουρος πως θα μου το ζητάγανε στην έδρα της Στρατιωτικής Διοίκησης της Ν και το αποτέλεσμα ήταν ότι τώρα (τότε θέλω να πω που στεκόμουνα σε στάση ημιαναπαύσεως μπροστά στα δυο κεριά) ένιωθα σαν να 'χα κάνει άδικα όλον εκείνον τον δρόμο, ή πως δεν έφτασα ακόμα στο τέρμα, σαν να μην έφτασα ακόμα στην πόλη Ν, παρ’ όλο που βρισκόμουνα κιόλας στο γραφείο του στρατιωτικού διοικητή της ή, για την ακρίβεια, του αντικαταστάτη του. Εξ ου και ο εκνευρισμός μου και η καχυποψία μου.
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 14-16
Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, θεωρώ περιττό να σας κουράσω με τεχνικές λεπτομέρειες, δε χρειάζεται άλλωστε να σας περιγράψω τη ζημιά που έπαθε το ρολόι, μια και το είχα πάρει απόφαση να μην το διορθώσω. Σημασία έχει ότι ανέβηκα στο καμπαναριό απ' τη στριφογυριστή σκάλα, εξέτασα τον μηχανισμό και διεπίστωσα πως η βλάβη ήταν ασήμαντη. Με το σφυρί που είχα πάρει μαζί μου, χάλασα το ρολόι για καλά. Ήταν αδύνατο πια να διορθωθεί, έτσι που να δουλεύει μόνο τον. Ήταν όμως δυνατόν να μετακινεί κανείς τους δείχτες από μέσα. Τους μετακίνησα λοιπόν και από τις έντεκα παρά είκοσι που ήτανε σταματημένο, το 'βαλα να δείχνει τη σωστή ώρα (σύμφωνα με το ρολόι του χεριού μου), δηλαδή εννέα παρά δέκα. Παρακολουθώντας το ρολόι μου, συνέχισα να μετακινώ τον λεπτοδείχτη, έτσι που το ρολόι της εκκλησιάς έδειχνε συνεχώς τη σωστή ώρα, μέχρι που έφτασα στις εννέα ακριβώς. Τότε ο μηχανισμός λειτούργησε κανονικά και το ρολόι χτύπησε εννέα φορές. Συνέχισα την μετακίνηση γι’ άλλα δεκαεννέα λεπτά και επέστρεφα στο πρώην Γυμνάσιο.
Όταν παρουσιάστηκα στον διοικητεύοντα, με συνεχάρη χαρούμενος – προφανώς τον είχαν πληροφορήσει πως το ρολόι δουλεύει, μπορεί μάλιστα να άκουσε και ο ίδιος τους
χτύπους. Του εξήγησα τι είχε συμβεί. Του τόνισα ότι η βλάβη ήταν ανεπανόρθωτη και ο μόνος τρόπος να εφαρμοστεί η απόφαση του ακτίφ, ήταν να γυρίζουμε τους δείχτες από μέσα. Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω πως οι εύκολες, οι πρόχειρες λύσεις, δεν είναι λύσεις. Σκέφτηκα λοιπόν να παρασύρω τον διοικητεύοντα σε μια πρόχειρη λύση.
– Μια και δούλεψε το ρολόι, δεν πρέπει να σταματήσει, είπε ο διοικητεύων σαν να μονολογούσε.
Με διέταξε να τρέξω και να κινήσω τους δείχτες. Υπάκουσα. Σε μισή ώρα, μου έστειλε τέσσερις φαντάρους να τους εκπαιδεύσω στην μετακίνηση του λεπτοδείχτη. Τους είχε εφοδιάσει με ένα χρονόμετρο, επιταγμένο απ' τον πρώην .Αθλητικό Σύλλογο της πόλεως Ν. Τους υπέδειξα να μετακινούν τον λεπτοδείχτη κάθε τριάντα δευτερόλεπτα. Οι τέσσερις φαντάροι κάνανε έξι ώρες βάρδια ο καθένας τους και το σύστημα λειτούργησε ικανοποιητικά δυο μέρες περίπου, ύστερα όμως βαρέθηκαν να μετακινούν τον λεπτοδείχτη τόσο συχνά κι έτσι τον έβλεπες να πηδάει ξαφνικά απ' τις εννιάμισι στις δέκα παρά είκοσι έξι, λόγου χάρη, και ο διοικητεύων τιμώρησε αυστηρά τον φαντάρο που εξετέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντα του. Για περισσότερη σιγουριά, τοποθέτησε τέσσερις ελεγκτές, που παρακολουθούσαν τη μετακίνηση του λεπτοδείχτη, καθισμένοι στο παράθυρο του Δημαρχείου, στην απέναντι μεριά της πλατείας. Έτσι, το ρολόι «λειτούργησε» κανονικά, μέχρι την ημέρα που ο Νικόλαος Εσκιτζόπουλος – αλλά ας μην προτρέχω. Το παν είναι να αφηγηθώ τα γεγονότα με την σειρά τους.
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 32-33