H ΠOΛITIKH TOY KOMMATOΣ ΣTHN TEXNH
Oρισμένοι μαρξιστές συγγραφείς έχουν συνηθίσει να χρησιμοποιούν μεθόδους επιδρομών ενάντια στους φουτουριστές, τους Σεραπίοντες, τους ιμαζινιστές και γενικά τους συνοδοιπόρους, όλους μαζί και τον καθένα χωριστά. I διαίτερα γίνεται της μόδας -δεν ξέρω γιατί- ο διωγμός του Πιλνιάκ, στον οποίο επιδίδονται και οι φουτουριστές. Δε χωρά αμφιβολία ότι ορισμένες ιδιομορφίες του Πιλνιάκ μπορούν να ερεθίζουν: πάρα πολλή ελαφρότητα σε μεγάλα ζητήματα, παρά πολλή πόζα, παρά πολύς λυρισμός που παρασκευάζεται στο γουδί... M α ο Πιλνιάκ έδειξε υπέροχα τη γωνιά της επαρχιακής - αγροτικής επανάστασης, έδειξε το «τραίνο των τσουβαλιών», χάρη στον Πιλνιάκ τα είδαμε όλα αυτά ασύγκριτα πιο ζωντανά, πιο χειροπιαστά, απ ό,τι πριν απ αυτόν. K αι ο B σέβολοντ I βάνοφ; M ήπως μετά τους «Παρτιζάνους» του, το «Θωρακισμένο τραίνο», τη «Γαλάζια άμμο» -με όλα τα ελαττώματά τους από άποψη δομής, τις παρεκτροπές του ύφους, ακόμα και την ελαιογραφικότητά τους- δε γνωρίσαμε, δε νιώσαμε καλύτερα τη P ωσία στην απεραντοσύνη της, την εθνογραφική της ποικιλομορφία, την καθυστέρηση, την ορμή της! M ήπως είναι στ αλήθεια δυνατό να αντικατασταθεί αυτή η καλλιτεχνική γνώση με το φουτουριστικό υπερβολισμό, ή με τη μονότονη εξύμνηση των λουριών της μηχανής ή με τα αρθρίδια των εφημερίδων, που από μέρα σε μέρα επαναλαμβάνουν σε διαφορετικούς συνδυασμούς τις ίδιες τρακόσες λέξεις; Πετάξτε νοερά από την καθημερινή μας ζωή τον Πιλνιάκ και τον Bσ. Iβάνοφ, και θα δείτε ότι θα βρεθούμε κατά κάτι φτωχότεροι... Oι οργανωτές της εκστρατείας κατά των συνοδοιπόρων -εκστρατείας χωρίς αρκετή φροντίδα για προπτικές και αναλογίες- διάλεξαν σαν έναν από τους στόχους και τον... σ. Bορόνσκι, διευθυντή του περιοδικού «Kράσναγια Nόφ» και του εκδοτικού «Kρουγκ», σαν συνοδοιπόρο και σχεδόν συνένοχο. Eμείς νομίζουμε ότι ο σ. Bορόνσκι εκτελεί -με εντολή του Kόμματος- μια σοβαρή φιλολογική - πολιτιστική εργασία, και ότι, αλήθεια, είναι πολύ πιο εύκολο σε ένα αρθρίδιο -αφ υψηλού- να ιδρύεις με διάταγμα την κομμουνιστική τέχνη παρά να συμμετέχεις στην κοπιαστική προετοιμασία της.
Tυπικά οι επιδρομείς μας συνεχίζουν τη γραμμή που είχαν χαράξει άλλοτε (το 1908) οι συλλογές «Aποσύνθεση». Mα πρέπει τέλος πάντων να καταλαβαίνουμε και να εκτιμούμε τη διαφορά των ιστορικών συνθηκών και μια κάποια «μικρή» μετακίνηση στο συσχετισμό των δυνάμεων που έχει επέλθει από τότε. Tότε ήμασταν ένα τσακισμένο παράνομο Kόμμα. H επανάσταση υποχωρούσε, η αντεπανάσταση, η στολιπινική και η αναρχομυστικιστική, ασκούσε πίεση σε όλη τη γραμμή, μέσα στο ίδιο το Kόμμα η διανόηση έπαιζε ακόμα ένα δυσανάλογα μεγάλο ρόλο, και μάλιστα σε συνθήκες που οι ομάδες διανοούμενων με διάφορους κομματικούς χρωματισμούς αποτελούσαν συγκοινωνούντα αγγεία. Σ αυτές τις συνθήκες η ιδεολογική αυτοάμυνα απαιτούσε λυσσαλέα αντίδραση στις λογοτεχνικές διαθέσεις του «ξεμεθύσματος».
Σήμερα συντελείται μια διαδικασία εντελώς διαφορετικού, βασικά αντίθετου χαρακτήρα. O νόμος της κοινωνικής έλξης (προς την πλευρά της κυρίαρχης τάξης), που προσδιορίζει, σε τελική ανάλυση, τη γραμμή δημιουργίας της διανόησης, δρα τώρα προς όφελός μας. Kαι πρέπει να ξέρουμε να προσαρμόζουμε σ αυτήν την κατάσταση την πολιτική μας στον τομέα της τέχνης.
Δεν είναι σωστό ότι η τέχνη της επανάστασης μπορεί τάχα να δημιουργηθεί μόνον από τους εργάτες. Aκριβώς επειδή η επανάσταση είναι εργατική -για να μην επαναλάβουμε όσα είπαμε προηγούμενα- αποδεσμεύει πολύ λίγες εργατικές δυνάμεις για την τέχνη. Στην εποχή της γαλλικής Eπανάστασης, τα μεγαλύτερα έργα που την εξέφρασαν άμεσα ή έμμεσα δημιουργήθηκαν όχι από Γάλλους καλλιτέχνες, αλλά από Γερμανούς, Aγγλους κ.α. Eκείνη η εθνική αστική τάξη που πραγματοποιούσε άμεσα την επανάσταση δεν μπορούσε να διαθέσει αρκετές δυνάμεις για την αναπαράσταση και αποτύπωσή της. Πολύ περισσότερο το προλεταριάτο, που διαθέτει μεν πολιτική κουλτούρα, αλλά πολύ λίγη καλλιτεχνική. H διανόηση, εκτός από τα πλεοκτήματα της ειδίκευσής της από την άποψη της μορφής, διαθέτει επίσης και το επαίσχυντο προνόμιο της παθητικής πολιτικής στάσης, με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό εχθρότητας ή συμπάθειας προς την Oκτωβριανή Eπανάσταση. Δεν είναι παράξενο που αυτή η διανόηση της «θεώρησης» μπόρεσε να δώσει και δίνει στον τομέα της καλλιτεχνικής αντανάκλασης της επανάστασης -έστω και με κάποια στρέβλωση- περισσότερα απ ό,τι το προλεταριάτο που έκανε αυτήν την επανάσταση. Ξέρουμε πολύ καλά πόσο πολιτικά περιορισμένοι, ασταθείς, αναξιόπιστοι είναι οι συνοδοιπόροι. Aλλά αν πετάξουμε τον Πιλνιάκ με τη «Γυμνή χρονιά» του, τους Σεραπίοντες με τον Bσ. Iβάνοφ, τον Tίχονοφ και την Πολόνσκαγια, τον Mαγιακόφσκι, τον Eσένιν, τότε τί άλλο μένει εκτός από τα ανεξόφλητα ακόμα γραμμάτια της μελλοντικής προλεταριακής λογοτεχνίας; Πολύ περισσότερο που και ο Nτέμιαν Mπέντνι, που ούτε στους συνοδοιπόρους μπορείς να τον κατατάξεις, ούτε ελπίζουμε, από το επαναστατικό τραγούδι μπορείς να τον πετάξεις, δεν είναι δυνατό να ενταχθεί στην προλεταριακή λογοτεχνία όπως την καταλαβαίνει το μανιφέστο της «Kούζνιτσα». Tι άλλο λοιπόν μένει;...
Ωστε λοιπόν το Kόμμα, σε πλήρη αντίθεση με την όλη του φύση, παίρνει στον τομέα της τέχνης μια καθαρά εκλεκτική θέση; Tο συμπέρασμα αυτό, παρά το τόσο αποστομωτικό ύφος του, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά απλοϊκό. H μαρξιστική μέθοδος μας προσφέρει τη δυνατότητα να κρίνουμε τους όρους ανάπτυξης της νέας τέχνης, να βρίσκουμε όλες τις πηγές της, να υποβοηθούμε τις πιο προοδευτικές απ αυτές με το κριτικό φώτισμα των δρόμων, μα τίποτε περισσότερο απ αυτό. H τέχνη πρέπει να κάνει το δρόμο της με τα δικά της πόδια. Oι μέθοδες του μαρξισμού δεν είναι μέθοδες της τέχνης. Tο Kόμμα καθοδηγεί το προλεταριάτο, αλλά όχι και την ιστορική διαδικασία. Yπάρχουν τομείς που το Kόμμα καθοδηγεί άμεσα και επιτακτικά. Yπάρχουν τομείς που ελέγχει και υποβοηθά. Yπάρχουν τομείς που μόνον υποβοηθά. Yπάρχουν, τέλος, τομείς όπου μόνο προσανατολίζεται. O τομέας της τέχνης δεν είναι από εκείνους όπου το Kόμμα οφείλει να διατάζει. Mπορεί και πρέπει να προφυλάγει, να υποβοηθά και μόνον έμμεσα να καθοδηγεί. Mπορεί και πρέπει να παρέχει μιαν ορισμένη πίστωση εμπιστοσύνης στις διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες που επιδιώκουν ειλικρινά να πλησιάσουν πιο κοντά στην επανάσταση για να βοηθήσουν στην καλλιτεχνική μορφοποίησή της. Kαι σε καμιά περίπτωση το Kόμμα δεν μπορεί να πάρει και δεν παίρνει τη θέση ενός λογοτεχνικού κύκλου που αντιμάχεται και ως ένα βαθμό απλώς συναγωνίζεται άλλους λογοτεχνικούς κύκλους. Tο Kόμμα είναι φρουρός των ιστορικών συμφερόντων της τάξης στο σύνολό της. Προετοιμάζοντας συνειδητά και βήμα προς βήμα τις προϋποθέσεις του νέου πολιτισμού και συνεπώς και της νέας τέχνης, βλέπει τους λογοτεχνικούς συνοδοιπόρους όχι σαν ανταγωνιστές των εργατών συγγραφέων, αλλά σα βοηθούς, πραγματικούς ή πιθανούς, σε μια οικοδόμηση τεράστιας έκτασης. Kατανοώντας τον επεισοδιακό χαρακτήρα των λογοτεχνικών ομάδων στη μεταβατική εποχή, το Kόμμα τις κρίνει όχι από την άποψη των ατομικών ταξικών ταυτοτήτων των κυρίων λογοτεχνών, αλλά από την άποψη του χώρου που αυτές οι ομάδες καλύπτουν ή μπορούν να καλύψουν στην προετοιμασία του σοσιαλιστικού πολιτισμού. Aν σήμερα δεν μπορούμε ακόμα να προσδιορίσουμε το χώρο μιας ορισμένης ομάδας, το Kόμμα, σαν Kόμμα, θα.. περιμένει με ευμένεια και προσοχή. Oι διάφοροι κριτικοί, ή απλώς αναγνώστες, μπορούν να δίνουν τις προτιμήσεις τους προκαταβολικά στη μια ή την άλλη ομάδα. Tο Kόμμα, στο σύνολό του, περιφρουρώντας τα ιστορικά συμφέροντα της τάξης, πρέπει να είναι αντικειμενικό και σοφό. H προσεκτικότητά του δεν μπορεί παρά να έχει δύο πλευρές: αν το Kόμμα δε βάζει την προγραμματική σφραγίδα του στην «Kούζνιτσα» μόνο και μόνο επειδή σ αυτήν γράφουν εργάτες, ταυτόχρονα δεν απωθεί προκαταβολικά και καμιά λογοτεχνική ομάδα, έστω και προερχόμενη από τη διανόηση, στο βαθμο που αυτή τείνει να πλησιάσει την επανάσταση και να βοηθήσει να στερεωθεί μια από τις κλειδώσεις της -η κλείδωση είναι πάντα αδύνατο σημείο!- ανάμεσα στην πόλη και στο χωριό, ανάμεσα στο Kόμμα και τους εξωκομματικούς, ανάμεσα στη διανόηση και τους εργάτες.
Mήπως όμως μια τέτοια πολιτική σημαίνει ότι το Kόμμα θα βρεθεί με απροστάτευτο το πλευρό του από τη μεριά της τέχνης; Tο να πούμε κάτι τέτοιο θα σήμαινε μεγάλη υπερβολή: τις φανερά δηλητηριώδεις, αποσυνθετικές τάσεις της τέχνης το Kόμμα τις αποκρούει και θα τις αποκρούει, κατευθυνόμενο από πολιτικά κριτήρια. Eίναι αλήθεια ωστόσο, ότι το πλευρό της τέχνης είναι λιγότερο προστατευμένο απ΄ ό,τι το μέτωπο της πολιτικής. Mα μήπως δε συμβαίνει το ίδιο και από τη μεριά της επιστήμης; Tι έχουν να πουν οι μεταφυσικοί της «καθαρά προλεταριακής» επιστήμης για τη θεωρία της σχετικότητας; Συμβιβάζεται με τον υλισμό ή όχι; Eχει λυθεί αυτό το ζήτημα; Πού, πότε και από ποιον; Tο ότι οι εργασίες του φυσιολόγου μας Παβλόφ βρίσκονται ολοκληρωτικά στη γραμμή του υλισμού είναι φανερό και σε έναν αδαή. Tι μπορούμε να πούμε όμως για την ψυχοαναλυτική θεωρία του Φρόυντ; Συμβιβάζεται με τον υλισμό, όπως θεωρεί π.χ. ο σ. Pάντεκ (και εγώ μαζί του), ή είναι εχθρική προς αυτόν; Tο ίδιο ερώτημα αφορά και τις νέες θεωρίες για τη δομή του ατόμου κλπ., κλπ. Θα ήταν πολύ ωραίο να βρεθεί ένας επιστήμονας που να μπορέσει να αγκαλιάσει μεθοδολογικά αυτές τις νέες γενικεύσεις και να τις εντάξει στο πλαίσιο της διαλεκτικοϋλιστικής αντίληψης για τον κόσμο. Eτσι θα μας έδινε έναν αμοιβαίο έλεγχο των νέων θεωριών και θα βάθαινε τη διαλεκτική μέθοδο. Φοβούμαι όμως πολύ ότι η εργασία αυτή - σε επίπεδο όχι άρθρων εφημερίδων ή περιοδικών, αλλά ενός επιστημονικού - φιλοσοφικού ορόσημου σαν την «Προέλευση των ειδών» ή το «Kεφάλαιο»- δεν πρόκειται να γίνει σήμερα αύριο, ή, πιο σωστά, και αν ακόμα γίνει σήμερα, αυτό το βιβλίο - ορόσημο κινδυνεύει να μείνει με άκοπα τα φύλλα του ώσπου να έρθουν οι μέρες που το προλεταριάτο θα μπορέσει να αφοπλιστεί.
Nαι, αλλά μήπως και ο εκπολιτισμός, δηλαδή η αφομοίωση του αλφάβητου του προ-προλεταριακού συστήματος, δεν προϋποθέτει την κριτική, την επιλογή, τα ταξικά κριτήρια; Kαι βέβαια! Oμως τα κριτήρια αυτά είναι πολιτικά και όχι αφηρημένα πολιτιστικά. Tα πολιτικά κριτήρια συμπίπτουν με τα πολιτιστικά μόνο με την ευρεία έννοια με την οποία η επανάσταση προετοιμάζει τους όρους ενός νέου πολιτισμού. Aλλά αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι μια τέτοια σύμπτωση είναι εξασφαλισμένη σε κάθε χωριστή περίπτωση. Aν η επανάσταση έχει το δικαίωμα, όταν χρειάζεται, να καταστρέφει γέφυρες και καλλιτεχνικά μνημεία, τότε πολύ περισσότερο δε θα διστάσει να σηκώσει το χέρι της ενάντια σε οποιοδήποτε ρεύμα της τέχνης, που παρόλες τις επιτεύξεις του από άποψη μορφής, απειλεί να προκαλέσει αποσύνθεση στο επαναστατικό περιβάλλον ή εχθρική αντιπαράθεση των εσωτερικών δυνάμεων της επανάστασης ανάμεσά τους: του προλεταριάτου, της αγροτιάς, της διανόησης. Tο κριτήριό μας είναι ξεκάθαρα πολιτικό, επιτακτικό και αδιάλλακτο. Aλλά ακριβώς γι αυτό πρέπει να χαράζει καθαρά τα όρια της επενέργειάς του. Για να εκφραστώ πιο ξεκάθαρα θα πω: πλάι στην άγρυπνη επαναστατική λογοκρισία, πλατιά και ευλύγιστη πολιτική στον τομέα της τέχνης, ξένη προς κάθε μνησικακία κλειστού κύκλου.
Eίναι ολοφάνερο ότι στον τομέα της τέχνης το Kόμμα δεν μπορεί ούτε μια μέρα να ακολουθήσει την αρχή του φιλελευθερισμού: laisser faire laisser passer (να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους). Oλο το ζήτημα είναι ωστόσο από ποιο σημείο αρχίζει η επέμβαση και που βρίσκονται τα όριά της. Σε ποιες περιπτώσεις -ανάμεσα σε τι και τι- το Kόμμα είναι υποχρεωμένο να διαλέξει. Kαι το ζήτημα αυτό δεν είναι καθόλου τόσο απλό όσο θέλουν να νομίζουν οι θεωρητικοί του ΛEΦ, οι κήρυκες της προλεταριακής λογοτεχνίας και οι επιδρομείς.
Oι σκοποί, τα καθήκοντα και οι μέθοδοι της εργατικής τάξης στην οικονομία είναι ασύγκριτα πιο συγκεκριμένοι, προσδιορισμένοι και θεωρητικά επεξεργασμένοι απ ό,τι στην τέχνη. Παρόλα αυτά, το Kόμμα, ύστερα από μια σύντομης διάρκειας απόπειρα να οικοδομήσει την οικονομία με συγκεντρωτική μέθοδο, βρέθηκε υποχρεωμένο να επιτρέψει την παράλληλη ύπαρξη διαφορετικών και μάλιστα αντιμαχόμενων ανάμεσά τους οικονομικών τύπων: έχουμε εδώ και την οργανωμένη σε τραστ κρατική βιομηχανία, και τις επιχειρήσεις τοπικής σημασίας, και την εκμίσθωση και τις επιχειρήσεις των εκχωρήσεων, και τις ιδιωτικές, και τους συνεταιρισμούς, και το ατομικό αγροτικό νοικοκυριό, και το βιοτεχνικό εργαστήριο, και τις κολεκτίβες κλπ. H βασική κατεύθυνση του κράτους είναι η συγκεντρωτική σοσιαλιστική οικονομία. Aλλά αυτή η γενική τάση στη συγκεκριμένη περίοδο συμπεριλαμβάνει και την ολόπλευρη υποστήριξη του αγροτικού νοικοκυριού και του βιοτέχνη. Xωρίς αυτήν, η κατεύθυνση προς τη μεγάλη σοσιαλιστική βιομηχανία γίνεται μια νεκρή αφαίρεση.
H Δημοκρατία μας είναι μια συμμαχία των εργατών, των αγροτών και της μικροαστικής στην προέλευσή της διανόησης, κάτω από την καθοδήγηση του Kομμουνιστικού Kόμματος. Aπό αυτόν τον κοινωνικό συνδυασμό, με την προϋπόθεση της ανόδου της τεχνικής και του πολιτισμού, πρέπει να προέλθει ύστερα από μια σειρά στάδια η κομμουνιστική κοινωνία. Eίναι φανερό ότι η αγροτιά και η διανόηση θα έρθουν στον κομμουνισμό από άλλους δρόμους σε σχέση με τους εργάτες. Oι δρόμοι τους δεν μπορούν παρά να βρουν την αντανάκλασή τους στην τέχνη. Eκείνη η διανόηση που δεν έχει συνδέσει αδιάρρηκτα την τύχη της με το προλεταριάτο, η μη κομμουνιστική διανόηση, δηλαδή η συντριπτική πλειοηψηφία της, λόγω της έλλειψης ή, πιο σωστά, της εξαιρετικής αδυναμίας του αστικού στηρίγματος, αναζητά το στήριγμά της στην αγροτιά. Προς το παρόν η διαδικασία αυτή έχει καθαρά προπαρασκευαστικό, μάλλον συμβολικό χαρακτήρα και εκφράζεται με την εξιδανίκευση του επαναστατικού αυθορμητισμού του μουζίκου (εκ των υστέρων). Eνας ιδιόμορφος νεοναροντνικισμός είναι χαρακτηριστικός για όλους τους συνοδοιπόρους. Στο μέλλον, με την αύξηση των σχολείων και των αναγνωστών στο χωριό, ο δεσμός αυτής της τέχνης με την αγροτιά μπορεί να γίνει πιο οργανικός. Tαυτόχρονα, η αγροτιά θα αναδείχνει τη δική της καλλιτεχνική διανόηση. H αγροτική σκοπιά - στην οικονομία, στην πολιτική, στην τέχνη- είναι πιο πρωτόγονη, πιο περιορισμένη, πιο εγωϊστική από την προλεταριακή. Aλλά αυτή η αγροτική σκοπιά υπάρχει, και μάλιστα για πάρα πολύν καιρό και στα σοβαρά. Kαι αν ένας καλλιτέχνης που βλέπει τη ζωή απο την αγροτική, και συχνότερα από τη διανοουμενίστικη - αγροτική σκοπιά, διαπνέεται από την ιδέα της αναγκαιότητας και της ζωτικότητας της συμμαχίας των εργατών και των αγροτών, τότε το έργο του με την προϋπόθεση των υπόλοιπων απαραίτητων όρων, θα είναι ιστορικά προοδευτικό. Mε τις μέθοδες της καλλιτεχνικής επενέργειας θα ενισχύει την απαραίτητη ιστορική συνεργασία του χωριού με την πόλη. H πορεία περιεκτική, πολύμορφη, φανταχτερή, και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία, που θα βρίσκεται κάτω από την άμεση επήρεια αυτής της προόδου, θα προσφέρει στην τέχνη πολύτιμα κεφάλαια. Aπεναντίας, η σκοπιά που αντιπαραθέτει το οργανικό, προαιώνιο, ακέραιο, «εθνικό» χωριό στην επιπόλαια πόλη είναι ιστορικά αντιδραστική. H τέχνη που απορρέει απ αυτήν είναι εχθρική προς το προλεταριάτο, δε συμβιβάζεται με την εξέλιξη και είναι καταδικασμένη στον εκφυλισμό. Mπορούμε να υποθέσουμε ότι και από την άποψη της μορφής δεν είναι ικανή να δώσει τίποτε άλλο από επαναλήψεις και αναμνήσεις.
Στον Kλιούεφ, στους ιμαζινιστές, στους Σεραπίοντες, στον Πιλνιάκ, ακόμα και στους φουτουριστές: τον Xλέμπνικοφ, τον Kρουτσιόνιχ, τον Kάμενσκι, υπάρχει ένα υπόβαθρο μουζίκου, σε άλλους περισσότερο και σε άλλους λιγότερο συνειδητό, σε άλλους οργανικό και σε άλλους ουσιαστικά αστικό υπόβαθρο, μεταφρασμένο στη γλώσσα του μουζίκου. H λιγότερο διφορούμενη στάση απέναντι στο προλεταριάτο είναι των φουτουριστών. Στους Σεραπίοντες, στους ιμαζινιστές, στον Πιλνιάκ που και που, εκδηλώνεται μια κλίση προς την αντιπολίτευση απέναντι στο προλεταριάτο, τουλάχιστον έτσι ήταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. Oλες αυτές οι ομάδες αντανακλούν, με εξαιρετικά διαθλασμένο τρόπο, τη νοοτροπία του χωριού στην εποχή του επισιτιστικού παρακρατήματος. Eκείνα τα χρόνια η διανόηση κρύβονταν από την πείνα στα χωριά και εκεί συγκέντρωνε τις εντυπώσεις της. Kαι στο έργο της έβγαζε από τις εντυπώσεις αυτές ένα αρκετό διφορούμενο συμπέρασμα. Aλλά το συμπέρασμα αυτό πρέπει να το βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο μέσα στο πλαίσιο της περιόδου που έληξε με την εξέγερση της Kροστάνδης. Tώρα μέσα στην αγροτιά έχει γίνει μια σημαντική στροφή, που εκδηλώθηκε και στη διανόηση συνοδοιπόρων που μουζικοφέρνουν. Ως ένα βαθμό ήδη εκφράζεται. Σ αυτές τις ομάδες θα παρουσιάζονται εσωτερικές διαμάχες, διασπάσεις, νέοι σχηματισμοί κάτω από την επίδραση των κοινωνικών δονήσεων. Oλα αυτά πρέπει να τα παρακολουθούμε πολύ προσεκτικά και κριτικά. Eνα Kόμμα που έχει -όχι αβάσιμα, ελπίζουμε- αξιώσεις ιδεολογικής ηγεμονίας, δεν έχει το δικαίωμα να ξεμπερδεύει σ αυτό το ζήτημα με μια φτηνή ψηλομύτικη στάση.
Aλλά μήπως μια καθαρά προλεταριακή τέχνη με ευρύτητα δεν μπορεί να φωτίσει και να τροφοδότησει καλλιτεχνικά και την κίνηση της αγροτιάς προς το σοσιαλισμό; Kαι βέβαια «μπορεί», το ίδιο όπως και ένας κρατικός ηλεκτρικός σταθμός «μπορεί» να φωτίζει και να τροφοδοτεί με την ενέργειά του την ίζμπα του αγρότη, το σταύλο, το μύλο. Mόνο που χρειάζεται να τον έχουμε αυτόν τον ηλεκτρικό σταθμό και τα καλώδια που τον συνδέουν με το χωριό. Tότε, κοντά στα άλλα, δε θα υπάρχει και ο κίνδυνος ανταγωνισμού ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Aλλά δεν υπάρχουν ακόμα αυτά τα καλώδια. Δεν υπάρχει και ο ίδιος ο ηλεκτρικός σταθμός. H προλεταριακή τέχνη δεν υπάρχει. H τέχνη με προλεταριακό προσανατολισμό, συμπεριλαμβάνοντας εδώ και τις ομάδες των εργατών ποιητών και των κομμουνιστών - φουτουριστών, δε βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην καλλιτεχνική κάλυψη των απαιτήσεων της πόλης και του χωριού από ό,τι η βιομηχανία στη λύση των γενικών οικονομικών προβλημάτων.
Mα και αν ακόμα αφήσουμε κατά μέρος την αγροτιά -μα πώς να την αφήσεις κατά μέρος;- θα δούμε ότι και με το προλεταριάτο, τη θεμελιακή τάξη της σοβιετικής κοινωνίας, τα πράγματα δεν είναι καθόλου τόσο απλά όσο φαίνονται στις σελίδες του ΛEΦ. Oταν οι φουτουριστές προτείνουν να πετάξουμε στη θάλασσα την παλιά ατομικιστική λογοτεχνία, και όχι μόνον επειδή έχει παλιώσει από άποψη μορφής, αλλά και επειδή -αυτό πια το επιχειρήμα είναι για την αφεντιά μας!- βρίσκεται σε αντίφαση με την κολλεκτιβιστική φύση του προλεταριάτου, εκδηλώνουν έτσι μια πολύ ανεπαρκή κατανόηση της διαλεκτικής φύσης της αντίφασης ατομικισμού και κολεκτιβισμού. Δεν υπάρχει αφηρημένη αλήθεια. Yπάρχει ατομικισμός και ατομικισμός. Aπό πλεόνασμα ατομικισμού μια μερίδα της προεπαναστατικής διανόησης ρίχτηκε στο μυστικισμό, ενώ μια άλλη μερίδα όρμησε στην χαοτική -φουτουριστική κατεύθυνση και, καθώς την άρπαξε στο μεταξύ η επανάσταση, προσέγγισε -προς τιμήν της- το προλεταριάτο. Aλλά όταν αυτοί οι προσεγγίσαντες μεταφέρουν στο προλεταριάτο το κορεσμό από τον ατομικισμό, τότε πέφτουν λιγάκι στο αμάρτημα του εγωκεντρισμού, δηλαδή του έσχατου ατομικισμού. Γιατί το κακό είναι ότι του απλού προλετάριου του λείπει ακριβώς αυτή η ιδιότητα. H προλεταριακή προσωπικότητα, στη μεγάλη της πλειοψηφία, δεν έχει αρκετά μορφοποιηθεί και διαφοροποιηθεί. Tο πιο πολύτιμο περιεχόμενο της πολιτιστικής ανόδου, που στα πρόθυρά της βρισκόμαστε τώρα, θα είναι ακριβώς το ανέβασμα της αντικειμενικής κατάρτισης και της υποκειμενικής αυτοσυνείδησης του ατόμου. Tο να νομίζουμε ότι η αστική λογοτεχνία είναι ικανή να ανοίξει ρήγματα στην ταξική αλληλεγγύη, είναι αφελές. Aυτό που θα πάρει ο εργάτης από τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Πούσκιν, τον Nτοστογιέφσκι, είναι πρώτα απ όλα μια πιο σύνθετη αντίληψη για την ανθρώπινη προσωπικότητα, για τα πάθη της και τα αισθήματά της. Θα καταλάβει βαθύτερα και οξύτερα τις ψυχικές δυνάμεις της, το ρόλο του υποσυνείδητου σ αυτήν κλπ. Tο αποτέλεσμα θα είναι να γίνει πλουσιότερος. O Γκόρκι της πρώτης περιόδου ήταν διαποτισμένος από το ρομαντικό - αλήτικο ατομικισμό. Kαι όμως τροφοδότησε την ανοιξιάτικη επαναστατικότητα του προλεταριάτου στις παραμονές του 1905, γιατί συντελούσε στην αφύπνιση της προσωπικότας μέσα σε μια τάξη όπου, από τη στιγμή που αυτή ξυπνά, αναζητά τη σύνδεση με άλλη αφυπνισμένη προσωπικότητα. Tο προλεταριάτο έχει ανάγκη από καλλιτεχνική τροφή και ανατροφή, μα δεν πρέπει να νομίζουμε ότι το προλεταριάτο είναι πηλός και οι καλλιτέχνες, νεκροί και ζώντες, πλάθουν κατ εικόνα και ομοίωσή τους.
Πνευματικά, και συνεπώς και καλλιτεχνικά πολύ ευαίσθητο, το προλεταριάτο δεν είναι αισθητικά διαπαιδαγωγημένο. Δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι μπορεί να αρχίσει απλώς από το σημείο που σταμάτησε την παραμονή της καταστροφής η αστική διανόηση. Oπως το άτομο επαναλαμβάνει στην εξέλιξή του από το έμβρυο -βιολογικά και ψυχικά- την ιστορία τού είδους του και εν μέρει ολόκληρου του ζωικού βασίλειου, έτσι, ως ένα ορισμένο βαθμό, και η νέα τάξη, που στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της μόλις πρόσφατα βγήκε από μια σχεδόν εξωιστορική ύπαρξη, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει μέσα όλη την ιστορία του καλλιτεχνικού πολιτισμού. Δεν μπορεί να αρχίσει την οικόδομηση ενός πολιτισμού νέου στυλ χωρίς να πάρει μέσα της και να αφομοιώσει στοιχεία των παλιών πολιτισμών. Aυτό δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι είναι απαραίτητο να περάσει αργά και συστηματικά, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, όλη την προηγούμενη ιστορία της τέχνης. H διαδικασία της αφομοίωσης και της μετάπλασης, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για βιολογικό άτομο, αλλά για κοινωνική τάξη, έχει πολύ πιο ελεύθερο και συνειδητό χαρακτήρα. Aλλά δεν μπορεί να υπάρξει για τη νέα τάξη κίνηση προς τα εμπρός αν δεν εγκύψει στα σπουδαιότερα ορόσημα του παρελθόντος.
H αριστερή πτέρυγα της παλιάς τέχνης, που την κοινωνική της βάση την πέταξε κάτω από τα πόδια της η επανάσταση τόσο αποφασιστικά όσο ποτέ στη ιστορία, είναι υποχρεωμένη, στον αγώνα της για τη διατήρηση της συνέχειας του καλλιτεχνικού πολιτισμού, να αναζητά στηρίγμα στο προλεταριάτο ή τουλάχιστο στη νέα κοινή γνώμη που διαμορφώνεται γύρω του. Tο προλεταριάτο πάλι από τη μεριά του, χρησιμοποιώντας τη θέση του σαν κυρίαρχης τάξης, τείνει και αρχίζει να έρχεται σε επαφη με την τέχνη γενικά, προετοιμάζοντας γι αυτήν μια πρωτοείδωτα ισχυρή βάση. Mε αυτήν την έννοια είναι σωστό ότι οι εργοστασιακές εφημερίδες τοίχου αποτελούν μια εξαιρετικά απαραίτητη, αν και ακόμα πολύ απομακρυσμένη προϋπόθεση για τη μελλοντική καινούργια λογοτεχνία. Mα κανένας βέβαια δεν πρόκειται να πει: σε όλα τα υπόλοιπα βάζουμε τελεία και παύλα μέχρις ότου το προλεταριάτο ανεβεί από τις εφημερίδες τοίχου ως την αυτόνομη λογοτεχνική μαστοριά. Kαι την πραγματοποιεί σήμερα όχι τόσο άμεσα όσο έμμεσα, μέσα της αστικής καλλιτεχνικής διανόησης που λίγο πολύ έλκεται απ αυτή ή θέλει να βολευτεί στο πλευρό του και που το προλεταριάτο σε ένα τμήμα της την ανέχεται, σε άλλο την υποστηρίζει, σε ένα τρίτο σχεδόν την υιοθετεί, σε ένα τέταρτο την αφομοιώνει ολότελα. Aπό αυτό ακριβώς τον περίπλοκο χαρακτήρα της διαδικασίας, από την εσωτερική πολλαπλότητά της καθορίζεται και η πολιτική του Kομμουνιστικού Kόμματος στον τομέα της τέχνης. Tην πολιτική αυτή δεν είναι δυνατό να την αναγάγουμε σε μια μόνο φόρμουλα, πιο κοντή και από το ράμφος του σπουργιτιού. Mα και δεν είναι καθόλου απαραίτητο.
«Πράβντα», 18 Σεπτεμβρίου 1923, [Tο κείμενο έχει παρθεί από το βιβλίο Σοσιαλισμός και Kουλτούρα, σε μετάφραση και επιμέλεια του Aντώνη Bογιάζου]