του Τάσσου Αλεβίζου
ΞΕΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ
ξέρεις γυναίκα....
δεν είμαι πολύ καλά τελευταία...
ναι, ναι ,ξέρω το τσιγάρο και οι πολλοί καφέδες...
τα παιδιά όμως έχουν ακόμα ανάγκες....
αργήσαμε να παντρευτούμε βλέπεις...
έχουν ακόμα την ανάγκη μας...
και δεύτερη δουλειά δεν μπορώ να κάνω...
ξέρεις γυναίκα...
αν γυρίζαμε ,λέω , αν γυρίζαμε στο χωριό...
λέω αν...
σε εκείνο το σπίτι της γιαγιάς...
στα σύνορα του χωριού...
και μεροδούλι, μεροφάι...
και άστα τα παιδιά εκεί ελεύθερα...
εκεί στην απλή ζωή...
και ας μην γίνουν πετυχημένοι μικροαστοί βρε αδελφέ...
τι λες γυναίκα ;...
γυρίζουμε;
δεν είμαι πολύ καλά τελευταία...
ναι, ναι ,ξέρω το τσιγάρο και οι πολλοί καφέδες...
τα παιδιά όμως έχουν ακόμα ανάγκες....
αργήσαμε να παντρευτούμε βλέπεις...
έχουν ακόμα την ανάγκη μας...
και δεύτερη δουλειά δεν μπορώ να κάνω...
ξέρεις γυναίκα...
αν γυρίζαμε ,λέω , αν γυρίζαμε στο χωριό...
λέω αν...
σε εκείνο το σπίτι της γιαγιάς...
στα σύνορα του χωριού...
και μεροδούλι, μεροφάι...
και άστα τα παιδιά εκεί ελεύθερα...
εκεί στην απλή ζωή...
και ας μην γίνουν πετυχημένοι μικροαστοί βρε αδελφέ...
τι λες γυναίκα ;...
γυρίζουμε;
~
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΓΓΟΝΟΙ
Το καταδέχτηκε ο γέρος και άρρωστος
πατέρας..
Πήρε το σοκάκι, πέρασε την πλατεία του χωριού και έφτασε στην πόρτα του τσιφλικά του χωριού.
Κτύπησε την πόρτα.
Μια παραδουλεύτρα του άνοιξε..
[-θέλω να δω τον αφέντη ], της είπε…
Σε λίγο ο τσιφλικάς εμφανίστηκε μπροστά του.
[-τι με θες;]… τον ρώτησε
[-ένα πράγμα ,άρχοντα μου]…. άρχισε να του λέει… [τα παιδιά μου να μην πεινάν… να έχουν τα απαραίτητα… τα χρειαζούμενα…. ξέρω ότι μια μέρα θα τα κρίνεις… θα τα κρίνεις σκληρά…. όμως θα βρεις την αδυναμία μου καιανημποριά μου μπροστά σου, αν τα κρίνεις μετά από χρόνια και χρόνια πείνας και στέρησης τους… θα βρεις την αδυναμία μου μπροστά σου…]
Ο άρχοντας το σκέφτηκε το ξανά σκέφτηκε και μετά από λίγο του απαντά…
[-ας γίνει το θέλημα σου, Πατέρα]…
Πήρε το σοκάκι, πέρασε την πλατεία του χωριού και έφτασε στην πόρτα του τσιφλικά του χωριού.
Κτύπησε την πόρτα.
Μια παραδουλεύτρα του άνοιξε..
[-θέλω να δω τον αφέντη ], της είπε…
Σε λίγο ο τσιφλικάς εμφανίστηκε μπροστά του.
[-τι με θες;]… τον ρώτησε
[-ένα πράγμα ,άρχοντα μου]…. άρχισε να του λέει… [τα παιδιά μου να μην πεινάν… να έχουν τα απαραίτητα… τα χρειαζούμενα…. ξέρω ότι μια μέρα θα τα κρίνεις… θα τα κρίνεις σκληρά…. όμως θα βρεις την αδυναμία μου καιανημποριά μου μπροστά σου, αν τα κρίνεις μετά από χρόνια και χρόνια πείνας και στέρησης τους… θα βρεις την αδυναμία μου μπροστά σου…]
Ο άρχοντας το σκέφτηκε το ξανά σκέφτηκε και μετά από λίγο του απαντά…
[-ας γίνει το θέλημα σου, Πατέρα]…