Έντυπη Έκδοση
Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009
Ο ποιητής που χρωμάτισε την Πρέβεζα
από τον Γιάννη Κοντό
Ο πυροβολισμός του μάς κυνηγά ακόμη. Η αλήθεια είναι ότι εμείς (τότε) σκοτώσαμε τον ποιητή με τη στάση μας και την αντιπνευματικότητά μας.
Ολοι τότε ήταν ένοχοι. Γιατί δεν κατάλαβαν τον ποιητή, γιατί τον πίεσαν, γιατί του σκίσανε το μεταξένιο μειδίαμα. Τι προφητικός που ήταν ο Καρυωτάκης για την Αμερική, τα αδιέξοδα των σχέσεων, τη βιομηχανική κοινωνία, τα μεγάλα λόγια που θα μας λέγανε! Κι εκείνα τα αιώνια ποιήματα για την Πρέβεζα και τις γυναίκες. Το τελευταίο του σημείωμα πρέπει να διαβάζεται στα σχολεία, για να μαθαίνουν οι μαθητές πώς συνθλίβεται μια ευαίσθητη καρδιά και φτάνει στο απροχώρητο. Ποτέ δεν τον εγκατέλειψε το χιούμορ, πολλές φορές ανάμεικτο με κλάμα. Ο έρωτάς του με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, άλλο ορόσημο. Αρκεί να διαβάσει κανείς την αλληλογραφία τους, για να καταλάβει τι σημαίνει έρωτας, Μεσοπόλεμος και Ελλάδα τού τότε. Ο παρών τόμος που κρατάμε στα χέρια μας επιγράφεται «πεζά και μεταφράσεις» Κ. Γ. Καρυωτάκης. Προς το τέλος του σύντομου βίου του ο ποιητής έγραψε πεζά - ποιήματα, κείμενα με μεγάλες προεκτάσεις. Σ' έναν κόσμο αφιλόξενο, δύσθυμο και ξένο κυρίως από τη συμπεριφορά των άλλων (ποτέ να μην ξεχνάμε τους στίχους του «όταν ακούς άνθρωπο να πέφτεις πρηνηδόν»), αυτά τα πεζά κείμενα είναι μικρά αριστουργήματα. Σκοτεινά μαζί και φωτεινά, με εικόνες πολλές φορές σκληρές, έχουν τις ρίζες τους στην ποίηση. Κείμενα ευρηματικά, κείμενα που πέφτουν από το σύμπαν σαν μετεωρίτες στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αναφέρει ειδικά: «Ο κήπος της αχαριστίας», «Καλός υπάλληλος», «Ενας πρακτικός θάνατος», «Κάθαρσις», «Η ζωή του» κ.ά. Οπως αναφέρει ο ποιητής Κ. Π. Παπαγεωργίου, στην ενδελεχή εισαγωγή του, τα επτά από τα εννέα πεζά γράφτηκαν τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του. Αυτό σημαίνει πολλά. Στην εισαγωγή αναφέρει αναλυτικά φάσεις και αιτίες του έργου τού Καρυωτάκη. Γιατί προετοίμαζαν τα πεζά. Από την υπέροχη αυτή εισαγωγή, αναλύεται το φαινόμενο Καρυωτάκης. Συμπληρώνω κι εγώ: Γιατί αγαπήσαμε, γιατί ζήσαμε τόσο αυτόν τον ποιητή. Οσο για τις μεταφράσεις, όπως γράφει η κριτικός Τιτίκα Δημητρούλια στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή της, με φιλολογική ενάργεια αλλά και με αγάπη (Μα γίνεται να μην αγαπάς τον Καρυωτάκη;): «Οι μεταφράσεις του είναι αριστοτεχνικές, όχι μόνο γιατί είναι πιστές, αλλά γιατί εκπληρώνουν τους στόχους του ποιητή και της εποχής του». Οπως και να έχει, ο Καρυωτάκης μετέφρασε αυτά μόνο γιατί του ταίριαζαν και τον εξέφραζαν. Ηταν σαν δικά του ποιήματα σε ξένη γλώσσα (κυρίως γαλλικά). Σύμφωνα με το αποτέλεσμα, αυτές τις μεταφράσεις τις έζησε, τις περπάτησε, του έδωσαν και τους έδωσε πνοή. Αυτό το βιβλίο έρχεται να προστεθεί και να δυναμώσει στο φως τις πληγές, τα όνειρα και τις επιδιώξεις αυτού του ποιητή.
Κάντε παρέα με τον Καρυωτάκη, ιδίως τα βράδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου