Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Αρώματα και αμανέδες

«Περίπατος» στη Θεσσαλονίκη ένα χειμωνιάτικο πρωινό 1937 με τις άμαξες - «λιμουζίνες», τα παντοπωλεία με τις «εξαίσιες μυρωδιές» και τις μελωδίες από τα γραμμόφωνα.

Ενας κοσμοπολίτης Σεφαραδίτης Εβραίος της Θεσσαλονίκης, ο Ανδρέας Σεφιχά (1929-2007), μας μεταφέρει με το βιβλίο του «Αναμνήσεις μιας ζωής και ενός κόσμου» (εκδόσεις «Ιανός») στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, τότε που η πόλη ήταν το κέντρο της ομορφιάς και της γοητείας.


Ο κοσμoπολίτης Ανδρέας Σεφιχά
Ο κοσμoπολίτης Ανδρέας Σεφιχά
Απόσπασμα
Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του Δεκέμβρη του 1937, η γιαγιά Ρικέττα με πήρε από το χέρι για να πάμε από το σπίτι μας στην οδό Μητροπόλεως, στο ύψος της οδού Παύλου Μελά, μέχρι την αγορά Μοδιάνο, να διαλέξουμε ψάρια για το μεσημεριανό μας γεύμα.
Αν και η γιαγιά είχε στο σπίτι αρκετά άτομα προσωπικό για να τη βοηθούν στις δουλειές, δεν επέτρεπε σε κανέναν να της κάνει τα ψώνια, και ειδικότερα, να διαλέξει ψάρια. Η διαδρομή μού ήταν οικεία, παρόλο που ήμουν μόλις οκτώ χρόνων, καθώς την κάναμε μαζί αρκετές φορές την εβδομάδα. Το δρομολόγιο γνωστό. Ανεβαίναμε στην οδό Τσιμισκή και τη διασχίζαμε μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους για να κατευθυνθούμε από τη Βασιλέως Ηρακλείου στη Μοδιάνο. Παράπλευρα της οδού Τσιμισκή υπήρχαν εμπορικά καταστήματα. Μαγαζιά που πουλούσαν υφάσματα, από ακριβά κασμίρια και φίνους ταφτάδες και βελούδα...
Καφενεία και ζαχαροπλαστεία με λαχταριστά γλυκά, που λάτρευα να χαζεύω στις βιτρίνες, και παντοπωλεία με εξαίσιες μυρωδιές εδωδίμων και αποικιακών προϊόντων...
Η Θεσσαλονίκη ανέκαθεν είχε μεγάλη αγορά, καθώς ήταν εμπορικό κέντρο των Βαλκανίων. Μπορούσες να βρεις οτιδήποτε, γιατί είχε μεγάλη ενδοχώρα και, επομένως, εξασφαλισμένη πελατεία από την επαρχία και τα Βαλκάνια.
Στους δρόμους κυκλοφορούσαν άμαξες με άλογα. Αλλες απλές και άλλες στολισμένες, με ό,τι μπιχλιμπίδι μπορούσες να φανταστείς. Εκαναν θόρυβο οι ξύλινες ρόδες τους, έκαναν και τα μπιχλιμπίδια. Υπήρχαν και άλλες άμαξες, οι οποίες είχαν μία «φινέτσα», με καθίσματα από καλό βελούδο, που εμείς τις αποκαλούσαμε «λιμουζίνες». Βέβαια, την προτίμηση των Θεσσαλονικέων είχε κατακτήσει το τραμ, που ήταν γρήγορο και έδινε τη δυνατότητα συναναστροφής με τους άλλους επιβάτες.
Αν και είχε κρύο εκείνη τη μέρα, δε μ’ ένοιαζε καθόλου. Μου άρεσε ο θόρυβος της Θεσσαλονίκης. Είχε μια βουή κοσμική και απόκοσμη μαζί. Κοσμική γιατί άκουγες να μιλούν στο δρόμο διάφορες γλώσσες, ελληνικά, εβραϊκά, γαλλικά και τουρκικά...
Ηταν και οι ήχοι. Αμανέδες, ζουρνάδες, σμυρνέικοι και ευρωπαϊκοί ήχοι ανακατεύονταν περίεργα όταν έφταναν στ’ αυτιά μου από γραμμόφωνα και ραδιόφωνα που έπαιζαν στη διαπασών ή από τις ανοιχτές πόρτες μαγειρείων ή ευρωπαϊκού στιλ καφενείων.
Και παντού μυρωδιές να ζαλίζουν τις αισθήσεις σου. Αρώματα που φορούσαν οι γυναίκες, μυρωδιές από φρεσκοκομμένο καφέ που σέρβιραν στα καφενεία, από κανέλα, δυόσμο και άλλα μπαχαρικά που πουλούσαν σε υπαίθριους πάγκους, από φρέσκο βούτυρο, τη βάση δηλαδή των περίφημων γλυκών της Θεσσαλονίκης και το «άρωμα», την αύρα που έφερνε ο Θερμαϊκός στην πόλη.

Επιμέλεια: Σοφία Ταράντου

«Έφυγε» εν σιωπή o Θανάσης Τζούλης Ο ποιητής του αθάνατου έργου «Και γάμον Έβρου του ποταμού»


09-03-2010

«Έφυγε» εν σιωπή για τη Θράκη και τους Θρακιώτες ο ποιητής Θανάσης Τζούλης, που αφιέρωσε δεκαεπτά από τα γόνιμα χρόνια της ζωής του, από το 1980 και έως το 1997 στη Θράκη, τα γράμματα της και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο.


Δεν είναι τυχαίο που επί ημερών του στο Παιδαγωγικό Τμήμα της Αλεξανδρούπολης έγινε επίτιμος διδάκτορας ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ένας από τους μεγαλύτερους, παγκοσμίου κύρους νεότερους φιλοσόφους, αποδίδοντας πραγματική πνευματική πρωτοπορία στο πανεπιστήμιό μας.



Αλλά ο ηπειρώτης Θανάσης Τζούλης δεν έμεινε μόνον εκεί. Υπήρξε ο δάσκαλος που κατέστησε τη Θράκη - και το πανεπιστήμιό της – ορμητήριο αλλά και γόνιμη κοιτίδα υποδοχής και εμπέδωσης των ψυχαναλυτικών αναγνώσεων στη λογοτεχνία, όντας ο ίδιος άξιος καθοδηγητής, συνομιλητής αλλά και ένθερμος υποστηρικτής της συγκεκριμένης μεθόδου ανάλυσης και προσέγγισης των λογοτεχνικών κειμένων, για την οποία τότε η εδραία αθηναϊκή επιστημονική κοινότητα ελάχιστα είχε να πει.

Ο Θανάσης Τζούλης, ακούραστος εργάτης των γραμμάτων, δεν έμεινε όμως εκεί. Υπήρξε και η αφορμή για μια μοναδική αναγεννητική περίοδο των τοπικών γραμμάτων. Ένα είδος φλόγας καντηλιού που άναψε χιλιάδες πυρσούς και φώτισε την υπνώττουσα πνευματικά ατμόσφαιρα της Θράκης. Υπήρξε, όσο κι αν φαντάζει ανεπίκαιρος ή υπερβολικός ο χαρακτηρισμός, δάσκαλος της κοινωνίας. Στον Θανάση Τζούλη οφείλουν την ύπαρξή τους μια σειρά νέων λογοτεχνών και καλλιτεχνών, εκ των οποίων αρκετοί σήμερα είναι καθιερωμένοι και βραβευμένοι. Ο Θανάσης Τζούλης είχε το κουράγιο, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του περιοδικού «Εξώπολις» και με αφετηρία την έκδοσή του, να συγκεράσει έναν κύκλο σημαντικών εκπροσώπων της γραφής και της επιστήμης από όλη την Ελλάδα με μια ευρεία ομάδα Θρακών συνεργατών, καθιστώντας το περιοδικό μοναδικά πολύτροπο αλλά και πολύτιμο. Ο ίδιος πιστεύοντας ότι η ιστορία στον χρόνο επαναλαμβάνεται, με αφετηρία τον Δημόκριτο και τα γραπτά του για την μεμψιμοιρία που υπέδειξαν στην υποδοχή του οι φιλοσόφοι των Αθηνών, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι τα επαρχιακά πολισμάτια – εξ ου και ο τίτλος του περιοδικού έξω +πόλις – διαθέτουν σημαντικό πολιτισμικό υπόβαθρο και πρωτοποριακούς πυρήνες δημιουργίας, όταν δεν τους λείπει η αυτοπεποίθηση να διεκδικήσουν την ταυτότητά τους αλλά και να αποδείξουν ότι ανυπόστατο και φαύλο είναι το επιχείρημα ότι ο πολιτισμός εκπορεύεται νομοτελειακά (αλλά και κανοναρχείται) από ένα και μοναδικό κέντρο.

Ο Θανάσης Τζούλης, αγιάτρευτα ηπειρώτης και εξ αυτού και αγιάτρευτα ελεύθερος, πίστευε βαθειά, έχοντας μαθητεύσει σε κάθε πέτρα, σε κάθε φυτό, σε κάθε πουρνάρι και σε κάθε δέντρο του τόπου του και γνωρίζοντας επιπλέον να διαβάζει εν-τελώς το πεντάγραμμο των ήχων του νερού του Αχέροντα και του Καλαμά, ήξερε μέχρι μυελού των οστών ότι κάθε τόπος έχει τις φωνές και τους θησαυρούς του ως προσάναμμα στη γέννηση του πολιτισμού του παρόντος, γι’ αυτό και η παρουσία του σημάδεψε τη Θράκη. Ήταν ο δάσκαλος που πίστευε βαθειά στο τώρα του παρελθόντος που έβλεπε στο αύριο, και ωθούσε να υπάρξει, να ζυμωθεί, να γεννηθεί εν τέλει το καινούριο και το πρωτοποριακό, το αγέννητο. Όσα ζήσαμε με τον Θανάση Τζούλη στο τιμόνι της «Εξωπόλεως» και όσα εκόμιζε στα ελληνικά γράμματα η «Εξώπολις», υπό την «μπαγκέτα» του Θανάση Τζούλη, δεν υπάρχει περίπτωση να ξανασυμβούν. Ο Θανάσης Τζούλης επώαζε και στήριζε το εμβρυακά νέο που αγωνιούσε να μορφοποιηθεί, εμπιστευόταν κι άκουγε, δημιουργούσε το παρόν του μέλλοντος. Αν μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κάτι ανάλογο στα ελληνικά γράμματα, το έξω - πόλεως αναγεννητικής πνοής κλίμα, κατά την άποψή μας, και σύμφωνα με όσα παραδίδονται, θα μπορούσε να συστοιχισθεί με εκείνο των συναντήσεων σουρεαλιστών και ψυχαναλυτών συγγραφέων με αφετηρία τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που επέτρεψε την άνθιση μιας σειράς μεγάλων σουρεαλιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων ο Nίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος, η Μάτση Χατζηλαζάρου, ο Νάνος Βαλαωρίτης.

Ο Θανάσης Τζούλης υπήρξε δάσκαλος της κοινωνίας, γεννήτωρ μιας σειράς εντοπίων λογοτεχνών, καλλιτεχνών και επιστημόνων. Στον Θανάση Τζούλη οφείλεται το ξεκίνημα της αποδοχής της «δύσκολης» αλλά εμπεριέχουσας ζωγραφικής της ταλαντούχου Σύνης Αναστασιάδη, η περιπέτεια με την ποίηση του νεαρού τότε, και βραβευμένου σήμερα με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» για το μυθιστόρημά του «Ερώτων και αοράτων», Γιώργου Παναγιωτίδη, τα εξαιρετικά κριτικά κείμενα του φιλολόγου Θανάση Κούγκουλου, η έκδοση αλλά και η θερμή υποδοχή των διηγημάτων και της νουβέλας με τίτλο «Εκείνη η πόλη» της Ελένης Σκάβδη, την οποία ο ίδιος και προλόγισε, για να αναφερθούμε σε ελάχιστους μόνον εξ αυτών.
Ο Θανάσης Τζούλης, ο ποιητής του Εβρου ποταμού στον οποίο με την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Και γάμον Έβρου του ποταμού» χάρισε ένα μνημειώδες αποτύπωμα στο σώμα της κλασικής λογοτεχνίας, έχει πάρει τον δρόμο για την Αχερουσία... Μόνος και πλούσιος, εκρηξιγενής και συμπαντικός, καμωμένος από αρχέγονη ύλη, αθάνατη...

Ποιητή μας, Θανάση Τζούλη, η Θράκη στη μνήμη σου υποκλίνεται.
Με ευγνωμοσύνη.
Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη

Υ.Γ.: Στους οικείους του, τη σύζυγό του Μαρία και το γιο του Χάρη, τα θερμά μας συλλυπητήρια.


Στον Θανάση Τζούλη…

«…Και χύνονταν το φύλο του, Σα μεσημέρι αγριοσυκιάς, Κι έκλυτη γύρη…»
Θ. Τζούλης, Άκτιστη εγκυμοσύνη το λευκό

Τόσο απλά και τόσο «σύγχρονα»… Ο Θανάσης Τζούλης έφυγε στις 23 Φεβρουαρίου… Το έμαθα από την Τζένη, εκείνη από τη Χρύσα και από τις σελίδες της ΑΥΓΗΣ και το σημείωμα του Κ. Κρεμμύδα στις 5 του Μάρτη…
Η καταιγιστικά γρήγορη εποχή μας, «βιάζεται» και τρέχει μονάχα για τα «δικά» της νέα και τις πληροφορίες. Το να πεθαίνει ο μέγιστος ποιητής, και δικός μας Θανάσης, δεν αφορά την πόλη, τον κυβερνοχώρο, την χώρα, τον πλανήτη…
Κι έτσι ο θάνατος πέρασε κρυφά, το μακρινό του ταξίδι έγινε με σιωπή, η αποδημία του δεν αφέθηκε να τη χαϊδέψουν εκείνοι που όφειλαν, να γονατίσουν να γονατίσουμε τρυφερά μπροστά του…
Ταξίδεψε για την Ήπειρο ο δάσκαλος… Εκεί προς τον Αχέροντα, μόνος…
Ψιθυρίζοντας ίσως, έτσι: «Πάντα νυχτώνει ανάμεσα Φιλιάτες και Παραμυθιά…και στη μέση ο Αχέροντας με το πένθος του μισοτιμής»

Πρώτη συνάντηση το 1982 στην Αλεξανδρούπολη. Τυχαία, σχεδόν, με την ευκαιρία ανησυχιών και εγρηγόρσεων περί την γραφή, που όλοι είχαμε τότε. Συνάντηση κοντά στην τότε Ακαδημία, καμάρι της Αλεξανδρούπολης από την εποχή του Κάστανου και του Παπανούτσου, δασκάλων που είχαν περάσει από εκεί και είχαν αφήσει το ίχνος τους στην Ζαρίφειο Παιδαγωγική μας …

Του χρωστώ την αυτοπεποίθησή μου για τη γραφή… Την «Πόλη» μου, του χρωστάω, που έκανε τα πρώτα βήματά της στο αναγνωστικό κοινό βασταζόμενη με ασφάλεια από το επίγραμμά του:… «Και χύνονταν το φύλλο του, σαν μεσημέρι αγριοσυκιάς κι έκλυτη γύρη…». Την «Πόλη» γένους θηλυκού, την κοινή μας οίκηση, που ανακάλυπτα να τον τιθασεύει με σαγήνη και στους δικούς του φθόγγους.
Του παρέδωσα εκεί γύρω στο 90 μικρά δοκίμια. Παραλαμβάνοντας «Τα κόκκινα Παπούτσια», μου εκμυστηρεύτηκε λίγο καιρό μετά, ότι έκανε κι εκείνος το μικρό δρομολόγιο της ηρωίδας, που ξεκινούσε από την Παπαφλέσσα για να φτάσει στις γραμμές του τρένου και επέστρεφε από τη μεριά της οδού Φυλής, το άλλο μέρος του κύκλου της μικρής της επικρατείας. Γιατί οι συμπτώσεις που με συνέδεσαν με τον Τζούλη ήταν εξαιρετικές. Μια από τις πιο σημαντικές το ότι μέναμε «γειτονιά» στην Πόλη. Εγώ φευγάτη από νωρίς για το Νότο κι εκείνος από τη Δύση προς την Ανατολή χάρη του ρόλου του στην Ανώτατη εκπαίδευση.

Η αποδημία του μεγίστη απώλεια για όλους εμάς… Χωρίς τον Τζούλη το εγχείρημα της ΕΞΩΠΟΛΕΩΣ δεν θα είχε κατορθωθεί, αλλά και η ουσία που νοηματοδοτούσε…. Θυμάμαι το πρώτο αφιέρωμα στην Λογοτεχνία της Μειονότητας όπου δόθηκε «μάχη» για να περάσει, δικαιώνοντας την επιλογή και το ένστικτό του. Τη βαθιά του πεποίθηση ότι οι …λέξεις δεν αποτελούν «κινδύνους», αλλά προκλήσεις, δεν υπονομεύουν αλλά ευεργετούν τον καιρό, με τις μικρές καταιγιστικές ανατροπές, τις συναρπαστικές υπερβάσεις, τις σωτήριες, συλλαβιστές και ψιθυριστές αντηχήσεις τους, τη γητευτική λαγνεία και την υπερβατική μανία τους!!!
Τον αποχαιρετώ με οδύνη… Μένουμε μόνοι πια χωρίς δασκάλους σαν τον Θανάση Τζούλη, με τα βιβλία του αγκαλιά, περιμένοντας… να ξανασυναντηθούμε…

Ελένη Σκάβδη



Το ρεπορτάζ της «αποχώρησης»

Πέθανε ο ποιητής Θανάσης Τζούλης

Χρόνια ταλαιπωρούνταν με την υγεία του ο Θανάσης Τζούλης. Την Τρίτη 23 Φεβρουαρίου άφησε την τελευταία του πνοή, στα 78 του χρόνια, και κηδεύτηκε δύο ημέρες μετά στη γενέτειρά του, το Μαυρονόρος Ιωαννίνων. Κατά τραγικό τρόπο ο θάνατός του έγινε γνωστός μόλις χθες, όταν ο ποιητής Κώστας Κρεμμύδας επιχείρησε να επικοινωνήσει μαζί του για την αφιερωματική εκδήλωση στο έργο του που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 14 Μαρτίου (11 π.μ.) στην Παλαιά Βουλή, με ομιλητές τους Μ.Γ. Μερακλή, Σάββα Μιχαήλ, Τάσο Πορφύρη και Κώστα Κρεμμύδα. Η ασθένειά του τον κρατούσε σχεδόν απομονωμένο από την πνευματική κοινότητα.

Ποιητής και ψυχολόγος ήταν βαθιά καλλιεργημένος και ευρείων οριζόντων πανεπιστημιακός δάσκαλος, επιστήμονας κοινωνικά ευαίσθητος. Με συνέπεια υπηρέτησε τον υπερρεαλισμό και η ποίησή του περιστράφηκε γύρω από τα μοτίβα του τόπου, της οικογένειας, του σπιτιού, του θανάτου. Υπήρξε από τους λίγους πανεπιστημιακούς που με τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο της Αλεξανδρούπολης εγκαταστάθηκε στην πόλη μέχρι τη συνταξιοδότησή του προσφέροντας μάλιστα δωρεάν τις επιστημονικές του γνώσεις με συνεδρίες στηρικτικής ψυχαναλυτικής και οικογενειακής συμβουλετικής σε μουσουλμάνες της Θράκης.

Ο Θανάσης X. Τζούλης γεννήθηκε το 1932 στο Μαυρονόρος Ηπείρου. Σπούδασε παιδαγωγικά στα Γιάννενα και στην Αθήνα. Ανήκε στην εκδοτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού των Ιωαννίνων «Ενδοχώρα» μαζί με τους Γιάννη Δάλλα, Φρίξο Tζιόβα, Χριστόφορο Mηλιώνη, Τάκη Kαρβέλλη, Γιώργο Aράγη, Ανδρέα Λεοντάρη, Kίμωνα και Λευτέρη Tζάλλα κ.ά. Συνέχισε τις σπουδές του στην ψυχολογία, την ψυχανάλυση της τέχνης και τη σύγχρονη λογοτεχνία στη Γαλλία κι έγινε διδάκτωρ ψυχολογίας με την εργασία του πάνω στην ανάγνωση του έργου του Κάφκα. Εργάστηκε ως διευθυντής στη Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης, ως επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας, αναπληρωτής καθηγητής και αργότερα ως καθηγητής πρώτης βαθμίδας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Στην Αλεξανδρούπολη εξέδωσε το 1997 και διηύθυνε το περιοδικό λόγου και τέχνης «Εξώπολις”. Στα βιβλία του συγκαταλέγονται οι ποιητικές συλλογές: «Σπόνδυλοι” (Δίφρος, 1961), «Ισθμός» (Κέδρος 1975), «Ρινόκεροι” (Κέδρος 1975), «Απόγευμα των μύρων» (Εγνατία 1977), «Αμφίβια» (Εγνατία 1980), «Η γλώσσα του Αδάμ» (Εγνατία, 1982), «Όταν ο Θεός εις το σώμα έλθει πολύς» (Καστανιώτης 1990), «Και γάμον Έβρου του ποταμού» (1996) που ήταν και η τελευταία του, από τον Μανδραγόρα, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης. Δοκίμια: “Approche psychopathologique de Kafka”, Aix-en-Provence, 1976, «L’ ecriture de Kafka et la demande interdite”, Aix-en-Provence, 1979, «Το ασυνείδητο και η συμβολική τάξη: από τον Freud στον Lacan», Αθήνα, 1985, «Η συναισθηματική μεταβίβαση στην ψυχαναλυτική θεραπεία και μια αναφορά στον Κώο γιατρό Απολλωνίδη», Κομοτηνή, 1985, “Μελετήματα για την ψυχανάλυση», Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη, 1992, «Ψυχανάλυση και λογοτεχνία», Οδυσσέας, Αθήνα, 1993 (β’ έκδοση: 1996). Το έργο του «Ισθμός» μεταφράστηκε και εκδόθηκε στη Γαλλία (“Isthme”, 1988). Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Εφημερίδα «Αυγή», 5/3/2010



Μικρό Ανθολόγιο έργων του Θανάση Τζούλη

Σαμοθράκη

Του Νάνου Βαλαωρίτη


ΣΑΟΣ και TΕΓΓΑΡΙ με δύο λέξεις
που είναι αδύνατο να βρεις τη ρίζα τους
στην κορυφή της Σαμοθράκης
γίνεται ένα ποίημα από μόνο του

είναι δουλειά της φύσης το πώς
όπως απογειώνονται δυο παμπάλαια έλατα
από το γκρεμό
να σώσουν χαμένο στρατιώτη
που τη μονάδα του την πήρε ο βυθός
κι αυτός έχει την ηχώ της
στο νυχτερινό προσκλητήριο
και δίνει λόγο
γιατί αργεί η γλώσσα όπου η φύση
είναι κατακόρυφη
κι ακολουδεί το συνονόματο Φεγγάρι
σε ώρα που ανοίγει ο αέρας φουρτούνες
και φαίνονται στο βυθό
τα κόκαλα του Αλκιβιάδη
κι ούτε που παίρνει ο στρατιώτης
τα μάτια από μέσα τους
και ψάχνει νυχτόημερα το χόρτο
για τη φιδοπληγή του Φιλοκτήτη
ή του δεκανέα από την Κοζάνη
(ήμουν στην Αλεξανδρούπολη
όταν τον πέρασανμε λίγο χόρτο
στο στόμα που ψιλόβρεχε
και θάρρεψε όπως τα σαλιγκάρια
πιο μέσα ήταν το κουκούτσι του απείραχτο για το χρώμα)
Ύστερα ο στρατιώτης βγάζει τα κόκαλά του ένα ένα
τα καθαρίζει στο γράσο και στο απόγευμα
Και τα κρύβει στο γυλεό του να μην τα βρουν
που κολυμπά ανάμεσα ΄Ιμβρο και Τένεδο
για την ψυχή του...

Θανάσης Τζούλης,  «Και γάμον ΈΒρου του ποταμού», Μανδραγόρας, Αθήνα 1996, σ. 72


Θανάσης Τζούλης, Η ζωγραφική της Σύνης Αναστασιάδη από τα «Ερυθρόμορφα» στα «Ερωτικά»

Η πρώτη ζωγραφιά εγκαινιάζει έναν κόσμο,
η πρώτη κουβέντα ανοίγει ένα σύμπαν.
Τέλος, η γλώσσα λέει και οι φωνές της ζωγραφικής είναι
οι «φωνές της σιωπής».

Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, Η πρόζα του κόσμου


Η ζωγραφική της Σύνης Αναστασιάδη έρχεται από πολύ μακριά και από κοντά μαζί, ανιόντες της είναι οι παλαιοί Βυζαντινοί μαϊστορες, οι οποίοι απέστεργαν την ύλη του σώματος και ιστορούσαν μορφές λιπόσαρκες και νήστεις, άφηναν καθ’ οδόν μέρος από το φορτίο του σώματος, για να προσδώσουν περίοπτη θέση στην ψυχή. Ίσως αυτή η ασκητεία του σώματος είναι μία από τις αιτίες απόσβεσης του προσώπου στις μορφές που ιστορεί η ζωγράφος, που είχα την τύχη να την γνωρίσω πριν από δέκα πέντε και περισσότερα χρόνια σε ένα πόλισμα του Έβρου, στη γραφική Παλαγία (χωριό που έστησαν οι Πόντιοι από το ‘22 και μετά).


Αυτή η ένδεια της σάρκας (η απόσυρσή της υπέρ της ψυχής) αποδίδεται με μια θαυμαστή λιτότητα χρωμάτων, λες και πηγάζουν από τα ίδια τα σώματα, πρόκειται για το γαιώδες χρώμα που ανέρχεται, υψούται και έλκεται από τον ουρανό.
Αλλ’ ιδού η έκπληξη, την αυστηρότητα της λιτής χρωματουργίας αντικόβει, όχι για να την αναιρέσει αλλά να την συμπληρώσει, η θαυματουργία του κόκκινου, που κυριαρχεί στη δουλειά της τα πέντε τελευταία χρόνια.

Εδώ νομίζω πως βρίσκεται ένα από τα σημαίνοντα μιας άλλης έκφρασης της ζωγράφου, η οποία συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μια ακόμα διέξοδο στο πολυδρόμιο της δουλειάς της.Η χρωματική αυτή νεοτροπία έχει δώσει ήδη τα πρώτα εύγλωττα δείγματα της νέας γραφής της, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΗ. Το κόκκινο, που κουβαλούμε στη γνώση και τη μνήμη μας από την αγγειοπλαστική της αρχαιότητας, από τις Βυζαντινές και υστεροβυζαντινές τοιχογραφίες αλλά και από νωπογραφίες που έφερε η σκαπάνη στο φως από την ζωγραφική των Αιγυπτίων, δεν καταλύει τη συνέχεια της δουλειάς της αλλά την ολοκληρώνει (το μέλαν και το ερυθρό ξέρουμε όλοι πόσο αρμονικά ενυφαίνονται). Άλλωστε η κατ’ επίφασιν αντίθεση είναι η κύρια συνιστώσα της πληρότητας καθώς και της αφανούς αρμονίας, που είναι πιο καλή από την φανερή (Αρμονίη αφανής φανερής κρέσσων), κατά τα λεγόμενα του τόσο κοντινού αλλά και μακρινού μαζί Εφέσιου Φιλοσόφου,του Ηράκλειτου.
[...]

Αλλά και οι εγχώριοι συμβολισμοί παίζουν βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της χρωματουργίας της. Η ζωγράφος ενηλικιώθηκε σε οικογένεια ποντιακής καταγωγής με έντονες μνήμες από κλέη βυζαντινά. Τα ερυθρά πέδιλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, η πορφυρή χλαμύδα, ο απόηχος της κόκκινης μηλιάς και οι διάφοροι θρύλοι γύρω από πορφυρογέννητους αυτοκράτορες, σίγουρα πρέπει να έπαιξαν ρόλο στην ασυνείδητη ροπή της προς τις ερυθρόμορφες φόρμες. Ιδιαίτερα, τα ακούσματα της νηπιοπαιδικής ηλικίας έχουν ενσταλάξει και έχουν εισχωρήσει θυλάκους που είναι χρυσοφόροι, γιατί από αυτά τα ύφαλα βιωματικά στρώματα απορρέει το καλλιτεχνικό μόρφωμα, που δεν μπορεί να το εξιχνιάσει ούτε και η ψυχανάλυση, η οποία εξ ορισμού ως επιστήμη του ασυνείδητου αναμοχλεύει και αναλύει τα συμβολικά του παράγωγα.

Θεωρώ απαραίτητη τη σύντομη αυτή αναφορά στις ανάβρες της παιδικής ηλικίας της ζωγράφου, γιατί, όπως ξέρουμε από το Freud, η καλλιτεχνική δημιουργία επεκτείνει τις ρίζες της σε περιοχές της παιδικής ηλικίας: «ένα αξιοσημείωτο σύγχρονο γεγονός αφυπνίζει στον ποιητή» (και τη λέξη εδώ πρέπει να τη δούμε ως περιληπτική, που περιέχει κάθε καλλιτέχνη, όπως συμβαίνει στη γλώσσα του Πλάτωνα) «την ανάμνηση ενός συμβάντος του παρελθόντος, που ανήκει, ως επί το πλείστον, στην παιδική ηλικία από όπου προέρχεται η παρούσα επιθυμία που βρίσκει την εκπλήρωσή της στην ποίηση. Η ίδια η ποίηση (το συγκεκριμένο δηλαδή καλλιτεχνικό έργο) επιτρέπει να αναγνωρίσουμε μέσα της στοιχεία σύγχρονα όσο και στοιχεία της παλαιότερης ανάμνησης».

Τέλος, το βαθύ κόκκινο, που μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί ένα είδος χρωματικού ιδιωματισμού στη δουλειά της ζωγράφου, έρχεται εμμεσοποιημένο και μετουσιωμένο από αθέατα στρώματα ερωτισμού, από οιδιπόδειες ταραχές και από ασίγαστες ώσεις της ερωτικής επιθυμίας, που προόρισται να μείνει άκαρπη, εξαιτίας της «λογοκρισίας» που ασκείται στο απωθημένο ενορμητικό υλικό. Αυτή η μετ’ εμποδίων έξοδος του ερωτικού μάγματος μέσα από τη μετουσίωση, είναι, κατά τη γνώμη μου, μία ακόμη από τις ερμηνευτικές ατραπούς, με τις οποίες μπορεί να προσεγγίσει κανείς την αποσπασματικότητα καθώς και την υπονόμευση της μορφής στις γυναικείες φιγούρες της ζωγράφου
[...]

Θέλω, τελειώνοντας να τονίσω τη στίλβη φωτός, που είναι από τα ιδιάζουσα χαρακτηριστικά της ζωγράφου, δεν πρόκειται για επίσκεψη φωτός αλλά για μια φωταύγεια εγγενή που προέρχεται από τον πυρήνα του έργου όπως το χρώμα από το εσωτερικό του καρπού. Η φωτόρροια αυτή δεν έχει να κάνει, κατά την γνώμη μου, με ευρήματα και άλλα τεχνάσματα-η ζωγράφος αποφεύγει τα εφέ. Βέβαια η ίδια, μιλάει για τεχνικές, για επίστρωση χρυσού, αυτό, όμως, δεν είναι εύκολο να εξηγήσει την έλλαμψη και τη φωτοσυρμή που μοιάζει κάποτε σαν να είναι το πορφυρό άνθος και το στάχυ του πίνακα. Η γνώμη μου, λοιπόν, είναι πως η φωτολαμπή που, όπως είπα, είναι ενδογενής, ανήκει στο χαρακτήρα της εικαστικής δουλειάς της, (όπως ξέρουμε από τον Παλαμά, έχουν και τα καλλιτεχνικά μορφώματα τον χαρακτήρα τους). Ξέρω ότι η ζωγράφος έχει μια θαυμαστική στάση απέναντι στους μεγάλους Φλαμανδούς ζωγράφους, τον Renzand και τον Roubens που είχαν την εύνοια του φωτός στη δουλειά τους κι η μαθητεία κοντά τους περιποιεί τιμή στον καθένα όπως περιποιεί ξεχωριστή τιμή η άσκηση της ζωγραφικής τέχνης κατά το υπόδειγμα των ταπεινών και ανώνυμων ζωγράφων, της υστεροβυζαντινής περιόδου.

Ίσως, όμως, ο ενδιάθετος φωτισμός, που οπωσδήποτε αποτελεί στοιχείο του ύφους της, έχει να κάνει και με τη συμπεριφορά της ζωγράφου κατά την τελετουργία του έργου της, όπως και άλλοτε έγραψα, με το φως της νύχτας (με το φως των κεριών). Άλλωστε είναι νυκτόβια στην δουλειά της. Παρ’ όλη όμως τη νυχτοφιλία της η δουλειά της ανοίγει παράθυρα προς το ύπαιθρο της ψυχής και του κόσμου.
Αλεξανδρούπολη, Οκτώβριος – Νοέμβριος 1998


Κείμενα- Επιμέλεια: Τζένη Κατσαρή - Βαφειάδη

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΖΗΤΗΜΑ

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ «ΔΙΕΘΝΗ ΜΕΡΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ»
Η πάλη των γυναικών είναι στην πρώτη γραμμή
Φύλλο: 906,εφημερίδα Εργατική Αλληλεγγύη

http://www.sek-ist.gr/EA/home.php?article_ID=3521
Λένα Βερδέ


εικόνα

Η 8 Μάρτη, η επέτειος της Διεθνούς Ημέρας Γυναικών, ακολουθεί φέτος την μεγάλη Πανεργατική έκρηξη της 24 Φλεβάρη. Με τις γυναίκες εργαζόμενες να είναι στο επίκεντρο των επιθέσεων του Προγράμματος Σταθερότητας -κύρια στα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση- ο εορτασμός της έχει διπλή σημασία.

Αναδεικνύει ότι η καταπίεση των γυναικών είναι κομμάτι της προσπάθειας των αφεντικών να φορτώσουν την κρίση και την αποτυχία του συστήματός τους στις πλάτες των εργαζόμενων, με τις γυναίκες να είναι πρώτες στον κατάλογό τους. Και ότι η αντίσταση στο χτύπημα των κατακτήσεων των γυναικών δεν αφορά μόνο τις ίδιες αλλά την εργατική τάξη συνολικά. Ο εορτασμός της 8 Μάρτη μπορεί να αποκτήσει το πραγματικό της περιεχόμενο, αυτό για το οποίο καθιερώθηκε ένα αιώνα πριν. Σαν ημέρα αγώνα, δράσης και απεργίας ενάντια στη γυναικεία καταπίεση, σαν ημέρα αφιερωμένη σε όλες τις γυναίκες εργάτριες που έκαναν την πάλη για την απελευθέρωσή τους υπόθεση όλου του εργατικού κινήματος, δεμένη άρρηκτα με την πάλη για μια κοινωνία χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση.



Η αυγή του 20ου αιώνα σήμανε και την αυγή του γυναικείου κινήματος σε όλες τις χώρες του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. Τον τόνο έδινε το γυναικείο προλεταριάτο της Αμερικής με τις μεγάλες απεργίες που διεκδικούσαν ανθρώπινα ωράρια και μισθούς. Η 8 Μάρτη 1908 ήταν η ημερομηνία που 20 χιλιάδες εργάτριες από τις κλωστοϋφαντουργίες της Νέας Υόρκης κατέβηκαν σε μαζική απεργία και ανάγκασαν τους εργοδότες να δεχτούν το συνδικαλισμό. Ηταν από τις πρώτες απεργίες γυναικών που έγιναν παγκόσμια γνωστές και έγινε σύμβολο της πάλης για ισότητα στην εργασία και στα δικαιώματα. Με αφορμή αυτή την απεργία καθιερώθηκε δύο χρόνια αργότερα η 8 Μάρτη σαν η Διεθνής Ημέρα Γυναικών.

Παρότι η πιο γνωστή, δεν ήταν η μόνη απεργία γυναικών. Διεθνώς οι γυναίκες έκαναν εκείνα τα χρόνια τα πρώτα βήματα οργάνωσης. Στην Ελλάδα το ίδιο. Η Ίρις Καλκάνη στο βιβλίο της με τίτλο «Εκείνο το πρωί» περιγράφει την απεργία των εργατριών στην Κλωστοϋφαντουργία του Ρετσίνα στον Πειραιά το 1892: «Οι υφάντριες αμύνθηκαν αυθόρμητα και ανοργάνωτα στην προσπάθεια του εργοδότη τους να τους μειώσει κατά 20% περίπου το ποσό της μικρής τους αμοιβής που ακόμα και ολόκληρη δεν επαρκούσε για την συντήρησή τους. Αποτελεί όμως η απεργία τους ορόσημο στην ιστορία του εργατικού κινήματος της χώρας, όχι μόνο γιατί είναι η πρώτη μαζική κινητοποίηση εργατριών, αλλά και γιατί η τόλμη και ο δυναμισμός των υφαντριών που απεργήσανε έδωσε νέα ώθηση στους αγώνες της εργατικής τάξης του τέλους του περασμένου (19ου) αιώνα».

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1871, οι γυναίκες του Παρισιού είχαν πρωταγωνιστήσει στην πρώτη εργατική επανάσταση που κατάφερε να νικήσει και να εγκαθιδρύσει την πρώτη εργατική κυβέρνηση της ιστορίας, την Παρισινή Κομμούνα. Για μόλις 70 ημέρες μπόρεσε η Κομμούνα να κρατήσει την εξουσία πριν η άρχουσα τάξη την πνίξει στο αίμα, όμως οι χιλιάδες γυναίκες του Παρισιού που έδωσαν τη ζωή τους μαζί με τους άντρες εργάτες για τη νίκη της επανάστασης είχαν ανοίξει το δρόμο για τα κινήματα που θα ακολουθούσαν.

Οδοφράγματα

Η Λουίζ Μισέλ, σύμβολο εκείνης της πρώτης μεγάλης μάχης για την απελευθέρωση των γυναικών και όλης της κοινωνίας έγραφε τότε, «Εμείς οι γυναίκες του Παρισιού, θα δείξουμε στην Γαλλία και στον υπόλοιπο κόσμο, ότι αυτή την στιγμή του υψίστου κινδύνου, την ώρα που η αντίδραση παραβιάζει τις πύλες, καταλαβαίνουνε πως τα αδέλφια μας δίνουν το αίμα και τη ζωή τους στα οδοφράγματα και τα τείχη του Παρισιού, για την υπεράσπιση της Kομμούνας, για την υπεράσπιση του λαού δηλαδή...»

Η δικαίωση αυτών των γραμμών ήρθε πιο κοντά με τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917. Η πάλη για τη γυναικεία απελευθέρωση έφτασε τότε στο ανώτερό της σημείο συνδέοντας την πορεία της με την ανατροπή του καπιταλισμού. Οι εργάτριες της Ρωσίας διαδηλώνοντας μαζικά το Φλεβάρη του 1917 ενάντια στον πόλεμο, την πείνα και τη φτώχεια έγιναν ο πυροδότης της μεγαλύτερης επανάστασης στην ιστορία της ανθρωπότητας, της επανάστασης που έφτασε στη νίκη τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου.

Μέσα σε έξι βδομάδες από τον Οκτώβρη, το νέο εργατικό κράτος πήρε μέτρα για τις γυναίκες που δεν υπήρχαν πουθενά αλλού στον κόσμο. Κάθε έγκυος γυναίκα δικαιούνταν άδειες μητρότητας και θηλασμού δύο μήνες πριν και δύο μήνες μετά τη γέννα, με πλήρεις αποδοχές. Απαγορεύτηκε η νυχτερινή εργασία των γυναικών και η απασχόλησή τους σε βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Ο πολιτικός γάμος αντικατάστησε τον θρησκευτικό. Καταργήθηκε η διάκριση ανάμεσα σε «εξώγαμα» και «νόμιμα» τέκνα. Το διαζύγιο έβγαινε κοινή συναινέσει και με γρήγορες διαδικασίες. Η αντισύλληψη ήταν δωρεάν, η έκτρωση ελεύθερη με το σχετικό διάταγμα να αναφέρει ότι «...τέτοιες επεμβάσεις θα γίνονται ελεύθερα και χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση στα σοβιετικά νοσοκομεία, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια και οι συνθήκες μειώνουν τον κίνδυνο των επιπλοκών από μία τέτοια επέμβαση». Η μοιχεία, η ομοφυλοφιλία και η σεξουαλική σχέση ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα έπαψαν να θεωρούνται ποινικά αδικήματα.

Επιπλέον, το κράτος ανέλαβε τα καθημερινά καθήκοντα της γυναίκας που μέχρι πριν καλύπτονταν με την απλήρωτη εργασία της μέσα στο σπίτι. Φτιάχτηκαν κοινοτικά πλυντήρια, κοινοτικά εστιατόρια, 24ωροι παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί, νηπιαγωγεία και σχολεία, κέντρα άμεσης βοήθειας σε κάθε γειτονιά. Ανάμεσα το 1919 και στο 1920 το 90% του πληθυσμού της Πετρούπολης έτρωγε σε κοινοτικά εστιατόρια και το 40% ζούσε σε κοινοτικά σπίτια.

Σεξισμός

Αυτή η αλλαγή είχε τεράστια επίδραση ακόμα και στις σχέσεις των δύο φύλων, που ξέφυγαν από τα όρια της οικονομικής εξάρτησης και μπήκαν οι βάσεις για να διαμορφωθούν στη βάση της συντροφικότητας και της αμοιβαίας έλξης. Από το 1917 ως το 1920, μέσα στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, οι γυναίκες απόκτησαν όλα τα κοινωνικά, νομικά, πολιτικά δικαιώματα που είχαν στερηθεί μέχρι τότε.

Τίποτα από αυτά δεν έγινε τυχαία. Ολα τα προηγούμενα χρόνια, οι Μπολσεβίκοι, το κόμμα του Λένιν και του Τρότσκι, έδιναν τη μάχη και της οργάνωσης των γυναικών στα συνδικάτα και της ιδεολογικής κόντρας με τις ιδέες του σεξισμού. Και όχι μόνο. Εδιναν τη μάχη να οργανώσουν τις εργάτριες κόντρα στις αστές φεμινίστριες που υποστήριζαν ότι οι γυναίκες χρειάζεται να παλέψουν για προσωπική απελευθέρωση κόντρα στους άνδρες, εξηγώντας ότι οι γυναίκες σαν οργανικό κομμάτι της εργατικής τάξης χρειάζεται να παλέψουν μαζί με την υπόλοιπη εργατική τάξη για τη νίκη της εργατικής επανάστασης και το χτίσιμο της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Ο Τρότσκι στο βιβλίο του «Γυναίκες και Οικογένεια», περιγράφει τον Οκτώβρη σαν «την επανάσταση που έκανε μια ηρωική προσπάθεια να διαλύσει την λεγόμενη οικογενειακή εστία - αυτόν τον απαρχαιωμένο, σκουριασμένο και αποστεωμένο θεσμό, στον οποίο η γυναίκα της εργατικής τάξης κάνει την πιο μονότονη εργασία από τα νιάτα της μέχρι τον θάνατο της. Το πέρασμα όλων των λειτουργιών που γίνονται μέσα στην οικογένεια, σε θεσμούς που δημιουργούνται από την σοσιαλιστική κοινωνία, που μπορούν να ενώσουν όλες τις γενιές με βάση την αλληλεγγύη και την αμοιβαία βοήθεια, έχει σαν αποτέλεσμα να εξασφαλίσει στην γυναίκα και στο ίδιο το ζευγάρι μια πραγματική απελευθέρωση απο τα δεσμά πολλών χιλιετηρίδων».

Τις ίδιες μάχες, την ίδια περίοδο, έδινε το γυναικείο κίνημα στη Γερμανία. Η Κλάρα Τσέτκιν ήταν το πρόσωπο που είχε ταυτίσει το όνομά της με την ταυτόχρονη πάλη ενάντια στην κυρίαρχη τάξη και τις ιδέες της αλλά και ενάντια στο ρεύμα των αστών φεμινιστριών που έβλεπαν σαν εχθρούς τους άντρες. «Η πάλη για την απελευθέρωση των εργαζόμενων γυναικών δεν μπορεί να είναι -όπως είναι για τις γυναίκες της αστικής τάξης -μία πάλη ενάντια στους άντρες εργαζόμενους», έλεγε η Τσέτκιν. «Ο τελικός στόχος της πάλης της δεν είναι να ανταγωνιστεί τους άντρες αλλά να αναδείξει τον πολιτικό ρόλο της εργατικής τάξης. Χέρι χέρι με τους άντρες της τάξης της, η γυναίκα της εργατικής τάξης παλεύει ενάντια στην καπιταλιστική κοινωνία».

Το 1907 η Τσέτκιν πήρε την πρωτοβουλία να συγκαλέσει το πρώτο διεθνές συνέδριο σοσιαλιστριών στην Στουτγκάρδη, όπου συμμετείχαν 59 γυναίκες από 15 χώρες. Αποφασίστηκε να ιδρυθεί μία διεθνής οργάνωση σοσιαλιστριών. Το 1910 έγινε το δεύτερο διεθνές συνέδριο στην Κοπεγχάγη. Εκεί η Τσέτκιν πρότεινε την υιοθέτηση της 8ης Μάρτη ως Διεθνούς Ημέρας της Γυναίκας.

Η ήττα της Γερμανικής Επανάστασης και η επικράτηση του σταλινισμού στη Ρωσία σήμανε οπισθοχώρηση και στις κατακτήσεις των γυναικών. Στη Γερμανία η κυρίαρχη τάξη εξαπέλυσε σκληρή επίθεση στις γυναίκες μέσω των απολύσεων, στρώνοντας έτσι το δρόμο για την άνοδο του ναζισμού και την επιστροφή της γυναίκας στα τρία «Κ», σύμφωνα με τη γερμανική γλώσσα, «παιδιά, κουζίνα, εκκλησία». Στη Ρωσία, όλα τα μέτρα υπέρ των γυναικών σταδιακά καταργήθηκαν. Αυτές οι αρνητικές εξελίξεις καθόρισαν το γυναικείο κίνημα για πολλά χρόνια μετά. Χρειάστηκε να έρθει ο Μάης του ΄68 και η άνοδος των κινημάτων τη δεκαετία του ΄70 για να ζωντανέψει ξανά η πάλη για την απελευθέρωση και να μπουν στην ημερήσια διάταξη τα αιτήματα των γυναικών.


Διεθνής ημέρα για τα δικαιώματα της γυναίκας

 πρόεδρος Ε.Γ.Ε. Αμαλία Μπασιά 
  γενική γραμματέας Αθανασία Ζώτου
εφημερίδα Χανιώτικα Νέα
http://www.haniotika-nea.gr/index.php?artid=43537 

 
06.03.2010
Τον Δεκέμβρη του 1977, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε ψήφισμα για την καθιέρωση της ημέρας των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Γυναικών και τη Διεθνή Ειρήνη.
Ετσι κάθε χρόνο τιμούμε την 8η Μάρτη, ως ημέρα μνήμης των αγώνων του Γυναικείου Κινήματος, ως ημέρα αποτίμησης των κατακτήσεων των γυναικών και ως αφετηρία νέων στόχων σε πολιτικό, κοινωνικό και ατομικό επίπεδο, για την ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων σε όλες τις εκφράσεις της ζωής, ως ημέρα μνήμης για να μην ξεχνάμε ότι:
8η Μάρτη 1858 οι γυναίκες αγωνίζονται ενάντια στη φτώχεια:
Δικαίωμα στην εργασία με ανθρώπινες συνθήκες, κατώτατα όρια αμοιβών και ίση αμοιβή με τους άνδρες, 8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και μόρφωση, 8 ώρες ύπνου.
Στις 8 Μαρτίου 1897 οι εργαζόμενες γυναίκες στην κλωστοϋφαντουργία, κατέβηκαν στους δρόμους σε απεργία, διαμαρτυρόμενες για τους χαμηλούς μισθούς και για απάνθρωπες συνθήκες εργασίας.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1909, εορτάστηκε στις ΗΠΑ η πρώτη Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.
Το 1910 διοργανώθηκε από όλες τις οργανώσεις της Σοσιαλιστικής Διεθνούς η Πρώτη Διεθνής Διάσκεψη των γυναικών στην Κοπεγχάγη.
Στη διάσκεψη αυτή η Γερμανίδα Clara Zetkin πρότεινε την καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, ως υπενθύμιση της απεργίας των Γυναικών της Νέας Υόρκης.
8 Μάρτη 2010
100 χρόνια προσφοράς και αγώνων
Η διεθνοποίηση της οικονομίας, η επικράτηση της ελεύθερης αγοράς, καθώς και η αχαλίνωτη ανάπτυξη του ανταγωνισμού, υπονόμευσαν τις κοινωνικές κατακτήσεις του παρελθόντος.
Τεράστια τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού βιώνουν τη φτώχεια εξαιτίας της απόλυτης ελευθερίας του εμπορίου, ενώ παράλληλα υπάρχει απίθανη συσσώρευση πλούτου, από την οποία οι φτωχές χώρες όχι μόνον δεν ωφελήθηκαν, αλλά έχασαν και τμήμα από τον δικό τους πλούτο.
Οι γυναίκες που αποτελούν το μισό του πληθυσμού του πλανήτη μας, αντιμετωπίζουν προβλήματα που τους υπονομεύουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Οι αριθμοί είναι συνταρακτικοί:
• Από τα 750 εκατομμύρια αναλφάβητους, παγκοσμίως τα 2/3 είναι γυναίκες.
• Από το 1.300.000.000 που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, τα 900.000.000 δηλαδή 3 στους 4 είναι γυναίκες
• Αποτελούν το 50% των μεταναστών.
• Το 80% των προσφύγων.
• 4 εκατομμύρια γυναίκες πουλιούνται και αγοράζονται κάθε χρόνο.
• Η παράνομη είσοδος γυναικών και παιδιών καταναγκαστικής εργασίας και σωματεμπορίας στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 350 - 500 άτομα την ημέρα.
Η δουλεία, με διαφορετικά ονόματα, έχει γίνει εργαλείο πλουτισμού . Στις εξαθλιωμένες μάζες των οικονομικών και πολιτικών προσφύγων, αντί τροφής, στέγης και εργασίας, προσφέρονται εκμετάλλευση, βία, κοινωνική περιθωριοποίηση, ψευδεπίγραφες ανθρωπιστικές επεμβάσεις.
Από έρευνα του ΕΚΚΕ οι πιο ευάλωτες κατηγορίες που πλήττει ιδιαίτερα η φτώχεια είναι οι άνεργες, οι μετανάστριες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με αρχηγό γυναίκα, τα πολύτεκνα νοικοκυριά, οι ηλικιωμένοι, τα ΑΜΕΑ, οι νέες γυναίκες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Ρομπόλη, εκτιμάται ότι, η πορεία αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και των δικαιωμάτων της εργασίας στα κράτη - μέλη της Ε.Ε.
Η γνωστή αλληλεγγύη των γενεών, που υποκαθιστούν οικονομικά και προσωπική παρουσία, τα κενά έλλειψης κοινωνικής πολιτικής, ανήκει στο παρελθόν, καθώς όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι περνούν το κατώφλι της φτώχειας και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αναζητούν κάποια συμπληρωματική έμμισθη απασχόληση.
Ο 20ός αιώνας κατοχύρωσε την οικονομική ισότητα και μας έδωσε τις ίσες ευκαιρίες.
Ο 21ος αιώνας πρέπει να είναι συνεχής αγώνας για τη διασφάλιση των κεκτημένων δικαιωμάτων, την επαναφορά όσων ήδη χάθηκαν τα τελευταία χρόνια και παράλληλα ένας αγώνας για ίσες δυνατότητες. Κι αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν επαναλειτουργήσει το κοινωνικό κράτος. Ένα κοινωνικό κράτος που το κόστος του δεν αποτελεί πολυτέλεια.
Είναι απόλυτα ανταποδοτικό απέναντι στις πανανθρώπινες αξίες. Όπως είναι η οικογένεια, η μόρφωση, η ασφάλεια, η υγεία, το δικαίωμα στην εργασία, ο σεβασμός στην τρίτη ηλικία, στην ιδιαιτερότητα του άλλου.
Η αποσύνθεση των κοινωνιών μπορεί να καταπολεμηθεί μόνον μέσα από μια παγκόσμια δημοκρατική διακυβέρνηση, που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, που καταπολεμά τη φτώχεια, που δίνει ίση αξία σε κάθε άνθρωπο.
Η συμμετοχή του τεράστιου γυναικείου δυναμικού αποτελεί προϋπόθεση για μια τέτοια δημοκρατία. Γιατί, σε μια τέτοια κοινωνία, ο γυναικείος πληθυσμός που αποτελεί την πλειοψηφία του πρέπει να είναι στο επίκεντρο των εξελίξεων.
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού για το 2010 περιλαμβάνει 4 κεντρικές πολιτικές δραστηριότητες.
• Ενίσχυση της απασχόλησης και της ελκυστικότητας της εργασίας, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, τους νέους, τους μακροχρόνια ανέργους και άλλες ομάδες σε δυσμενή θέση της αγοράς εργασίας.
• Αντιμετώπιση της μειονεκτικής θέσης προσώπων και ομάδων όσον αφορά στην εκπαίδευση και την κατάρτιση.
• Ενίσχυση της οικογένειας, με έμφαση στη φτώχεια των παιδιών και στήριξη των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας.
• Κοινωνική ένταξη των ΑμεΑ, των μεταναστών και ατόμων - ομάδων κοινωνικά ευάλωτων λόγω πολιτισμικών χαρακτηριστικών.
Οι ανωτέρω προτεραιότητες οι οποίες αποτελούν στόχους και αξίες της ΕΓΕ μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνες. Ελπίζουμε η οικονομική συγκυρία να μη σταθεί για άλλη μια φορά εμπόδιο στην πραγματοποίησή τους. Η Ευρώπη οφείλει να εξακολουθήσει να πρωταγωνιστεί για την επικράτηση της ειρήνης, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης για όλους τους ανθρώπους, για όλους τους λαούς, γιατί το αντίθετο, θα ήταν μια αναίρεση της ιστορίας.
Για να ζήσουν οι νεώτερες γενιές σε έναν καλύτερο κόσμο.

 πρόεδρος Ε.Γ.Ε.
Αμαλία Μπασιά Η γενική γραμματέας
Αθανασία Ζώτου







 

Πρόσκληση: Παρουσίαση του βιβλίου ‘ΙΟΚΑΣΤΗ’

Πρόσκληση




Ο συγγραφέας Γιάννος Λαμπής σας προσκαλεί  στη παρουσίαση του
βιβλίου  ‘ΙΟΚΑΣΤΗ’
που κυκλοφορεί από τις βιβλιοεκδόσεις Αναζητήσεις.
Το έργο θα προλογίσει η διευθύντρια των Αναζητήσεων κυρία Μαρία Στυλιανού και ανάλυση θα κάνει ο συγγραφέας  Γιάννης Μελέσιος.
Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2010 και ώρα 7.00 μ.μ στην αίθουσα ‘ΗΛΕΚΤΡΟΝ’ στο ισόγειο του κτηρίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, στη Λευκωσία. 
Τηλ. 25561963, 99692639

Με την ευγενή στήριξη της   


buzz it!

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ αναφορά στην Γυναίκα,από την σελίδα του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ


Τη χαρακτήρισαν "τελευταία ελληνίδα θεά" και "γυναίκα - φλόγα". Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα. Υπήρξε πολύμορφη προσωπικότητα. Κορυφαία αγωνίστρια της Δημοκρατίας στον αγώνα κατά της χούντας (1967-1974). Σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα και με ερμηνείες που έχουν καταγραφεί στις σελίδες της Έβδομης Τέχνης. Πολιτικός που σημάδεψε με την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας, τον έφερε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας. Ότι είναι ένα σοβαρό εξαγώγιμο προϊόν και ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία η ανάδειξή του.

Τη βάφτισαν Αμαλία - Μαρία, δεν τη φώναξαν όμως έτσι ποτέ. Το όνομα που θα χρησιμοποιούσαν σε όλη της τη ζωή, και με το οποίο έγινε πασίγνωστη, ήταν το "Μελίνα". Πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν το επίθετο "Μερκούρη" για να συστηθεί. Ήταν η Μελίνα όλων των Ελλήνων, αλλά και η Μελίνα των ξένων.

Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Καταγόταν από οικογένεια πολιτικών και ήταν η αγαπημένη εγγονή του Σπύρου Μερκούρη, ενός από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς Δημάρχους της Αθήνας για περισσότερα από 20 χρόνια. Στο σπίτι του μεγάλωσε, δίπλα του έκανε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της σε νηπιακή ηλικία. Συναρπαζόταν από τότε από τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου, έστω και αν απευθύνονταν στον "Μεγάλο Σπύρο" όπως όλοι φώναζαν τον παππού της. Δίπλα του έμαθε τους κανόνες της δημοκρατικότητας αλλά και την τέχνη του να συνομιλείς ισότιμα με όλους.

Πατέρας της ήταν ο Σταμάτης Μερκούρης, βουλευτής για περισσότερα από 30 χρόνια, που είχε χρηματίσει και υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων. Μητέρα της, η Ειρήνη Λάππα, που ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες. Το ζευγάρι απέκτησε και έναν γιο, μικρότερο από την Μελίνα, τον Σπύρο. Αργότερα χώρισαν, δημιούργησαν νέες οικογένειες, και η Μελίνα έζησε στο σπίτι του παππού της.

Την πρώτη θεατρική της πρόβα η Μελίνα Μερκούρη την έκανε μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να καταφέρει να κυλήσουν κάποια δάκρυα σε κατάλληλη στιγμή, προκειμένου να πειστούν οι δικοί της να της αγοράσουν κάτι που επιθυμούσε. Ήταν μόλις πέντε ετών. Σε ηλικία δέκα ετών, "ντεμπουτάρισε" στις Σπέτσες, στο τραπέζι ενός καφενείου, όπου τη χειροκρότησαν θερμά. Η μητέρα της όμως, που φτάνει τρέχοντας μόλις πληροφορείται ότι η κόρη της δίνει αυτοσχέδια παράσταση, τη "φιλοδωρεί" με ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι.

Παιδί ανήσυχο, και με το μυαλό προσηλωμένο σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τα μαθήματα, ήταν από τις χειρότερες μαθήτριες. Όταν ο παππούς Σπύρος πεθαίνει, η μικρή Μελίνα αισθάνεται για πρώτη φορά στη ζωή της προδομένη. Την είχε κάνει να πιστέψει πως ήταν αθάνατος…

Είναι ακόμη έφηβη, όταν ερωτεύεται τον Πάνο Χαροκόπο, που της υπόσχεται (και τηρεί την υπόσχεσή του) ότι θα της παράσχει πλήρη ελευθερία να ασχοληθεί με το πάθος της, το θέατρο. Παντρεύονται κρυφά και στέλνουν στις οικογένειές τους τηλεγράφημα : "Γάμος ετελέσθη". Μετά από χρόνια θα χωρίσουν.

Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. "Δεν πέρασα" σκέφτηκε. Έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Διέγνωσε μέσα της την τραγωδό και την έβαλε να δουλεύει σκληρά. Αποφοιτά το 1944.

Εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, όπου ερμηνεύει μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στη σκηνή του Πειραιά. Το 1945 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο' Νηλ "Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα" (θίασος Κατερίνας, θέατρο "Κεντρικόν"). Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το "Λεωφορείον ο πόθος" του Τενεσί Ουίλιαμς, παράσταση του "θεάτρου τέχνης", όπου ερμηνεύει το ρόλο της Μπλάνς Ντυμπουά. Συνεχίζει τη συνεργασία της με τον Κάρολο Κουν και το "Θέατρο Τέχνης" και εμφανίζεται σε έργα των Άλντους Χάξλεϊ, Άρθουρ Μίλλερ, Φίλιπ Τζόρνταν και Αντρέ Ρουσέν.

Ακολουθεί μια περίοδος που ζει στο Παρίσι, όπου γνωρίζει τον Μαρσέλ Ασάρ. Η Μελίνα εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή της Πόλης του Φωτός σε μπουλβάρ των Ζακ Ντεβάλ και Μαρσέλ Ασάρ. Παίζει στο "Le Moulin de la Galette", στο "Les Compagnons de la Marjolaine", στο "Il etait une gare". Εκεί θα γνωρίσει τον Ζαν Κοκτώ, τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, την Κολέτ, τη Φρανσουάζ Σαγκάν. Εκεί ανοίγουν οι ορίζοντές της.

Το 1953 παίρνει το έπαθλο "Μαρίκα Κοτοπούλη". Δύο χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στο θέατρο Κοτοπούλη - Ρεξ σε έργα από όλο το φάσμα του δραματολογίου, όπως ο "Μάκβεθ" του Σαίξπηρ και ο "Κορυδαλλός" του Ανούιγ. Σε αυτή τη δεκαετία ανακαλύπτει το κοινωνικό πρόσωπο που κρύβει μέσα της και αναμιγνύεται με τον θεατρικό συνδικαλισμό.

Με την επιστροφή της στην πατρίδα, της γίνεται η πρώτη πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική ταινία. Πρόκειται για τη "Στέλλα" του Μιχάλη Κακογιάννη από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια". Η ταινία επαινέθηκε ιδιαίτερα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών το 1956. Παρότι το αξίζει, δεν θα πάρει το βραβείο του Φεστιβάλ των Κανών το 1956. Η εμφάνισή της σ'αυτό, όμως, θα είναι μοιραία, αφού εκεί θα γνωρίσει τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου.

Η Μελίνα θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" την ίδια χρονιά και από τότε θα παίξει σε πολλές ακόμα ταινίες του, όπως στο "Ποτέ την Κυριακή", στη "Φαίδρα", στο "Τοπκαπί" κ.α. Για την ερμηνεία της στην ταινία "Ποτέ την Κυριακή" θα πάρει στις Κάνες το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (εξ' ίσου με την Ζαν Μορό για το Moderato Cantabile) (1960). Η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου - Ζύλ Ντασσέν, πρώτου γυναικείου ρόλου - Μελίνα Μερκούρη, κοστουμιών για ασπρόμαυρη ταινία - Ντένη Βαχλιώτη, τραγουδιού - Μάνος Χατζιδάκις, που παίρνει το βραβείο).

Η Μελίνα πρωταγωνιστεί σε ταινίες διακεκριμένων δημιουργών όπως ο Βιτόριο Ντε Σίκα (Η Δευτέρα παρουσία), ο Νόρμαν Τζούισον (Σικάγο-Σικάγο), ο Καρλ Φόρμαν (Οι Νικητές) κ.α. Συνολικά, έχει πρωταγωνιστήσει σε 19 ταινίες.

Το 1960, είναι η χρονιά της. Τότε σημειώνεται και η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της περιόδου στο θέατρο, όπου συνεχίζει αδιάλειπτα την πορεία της έως το 1967. Είναι το "γλυκό πουλί της νιότης" σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και παραγωγή του "θεάτρου τέχνης" με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη.

Η διεθνής αναγνώριση είναι πλέον γεγονός. Η Μελίνα θα ανοίξει τα φτερά της το 1967 για το Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης, για να παίξει στο "Ίλια Ντάρλινγκ" με τον Ζυλ Ντασσέν, σύζυγό της από την προηγούμενη χρονιά, στο πλευρό της. Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις τηλεφωνεί σε κείνη και στον Ζυλ για να τους πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Μελίνα κάνει δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης. "Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου" λέει κλαίγοντας. Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα της αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου. Εκείνη θα απαντήσει με το ιστορικό πλέον : "Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας". Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού. Υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της.

Το σύνθημα για την αντιδικτατορική δράση έχει δοθεί. Με τον Ζυλ Ντασσέν, με τον Μίκη Θεοδωράκη, με άλλους φίλους, η Μελίνα θα γίνει ο εφιάλτης της χούντας. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κάνει πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία). Οργανωτής, ο Σπύρος Μερκούρης. Θα συμμετάσχει σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Δημιουργούνται πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτροπές, επιτροπές Ελλήνων που στηρίζουν όλα τα προγράμματα. Η Μελίνα δίνει συνεντεύξεις, κάνει ομιλίες, τραγουδά ενάντια στους συνταγματάρχες. Η χούντα αντιδρά, απαγορεύει στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύει την περιουσία της. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας γίνεται βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών η οποία και εκρήγνυται, χωρίς ευτυχώς θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, γίνεται επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο.

Ο θάνατος του πατέρα της (7 Ιουλίου 1968) τη βρίσκει στην ξενιτιά. Δεν έχει ιθαγένεια, ούτε διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της (Ιούλιος 1972) της επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες.

Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, θα κατέβει από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χαθεί στις αγκαλιές των αγαπημένων της.

Με την επιστροφή και την οριστική εγκατάστασή της στην Ελλάδα, συνεχίζει την πολιτική της δράση μέσα από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, του οποίου είναι από τα ιδρυτικά μέλη. Το 1974 είναι υποψήφια του κόμματος στη Β΄περιφέρεια Πειραιά. Συγκεντρώνει 7.500 σταυρούς, αλλά χάνει την έδρα για 33 ψήφους. Στο ΠΑΣΟΚ θα διατελέσει μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου, αλλά και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα Ελέγχου Πολιτισμού.

Παράλληλα με την πολιτική της παρουσία αρχίζει το γύρισμα μιας σειράς τηλεοπτικών εκπομπών με τον τίτλο "Διάλογοι" που περιλαμβάνουν κοινωνικά θέματα. Από τα 14 επεισόδια μεταδίδονται μόνο δύο για την Κύπρο και η εκπομπή απαγορεύεται από την ΕΡΤ. Το θέμα συζητείται στη Βουλή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Γυρίζονται άλλες δύο ταινίες οι "Επαρχίες της Αθήνας" και "Νόελ Μπαίκερ-Το κτήμα του Αχμέτ-Αγά".

Συνεχίζει επίσης τη δουλειά της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, με εξέχουσες ερμηνείες στην "΄Όπερα της πεντάρας" του Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (1975) και στη "Μήδεια" του Ευριπίδη από το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1976). Η παράσταση παίζεται σε όλη τη Μακεδονία και στο Λυκαβηττό, αρνούνται όμως την παρουσίασή της στο επίσημο φεστιβάλ αρχαίου δράματος, στην Επίδαυρο. Η απαγόρευση της χαρίζει τον τίτλο της "Εξόριστης Μήδειας". Με την πρώτη της εμφάνιση ως τραγωδού, επιβάλλεται, η ανταπόκριση του κοινού είναι πολύ μεγάλη. Το 1978 γυρίζει μια ταινία βασισμένη στη "Μήδεια", την "Κραυγή γυναικών" σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν.

Η εκλογή της, τον Νοέμβριο του 1977, ως βουλευτή (με μεγάλη πλειοψηφία σταυρών προτίμησης - αποτέλεσμα της αφοσίωσης που είχε δείξει στην Β΄Πειραιά) της στερεί την ενασχόλησή της με το θέατρο. Εκλέγεται στη Β΄Περιφέρεια Πειραιά, με τους συνδυασμούς του ΠΑΣΟΚ, και δίνει όλη της την ενέργεια στην πολιτική, πάντοτε στον τομέα του πολιτισμού. Για ένα μικρό διάστημα, πρωταγωνιστεί σε μια παράσταση με κείμενα του Μπρεχτ, που σκηνοθετεί ο Ζυλ Ντασσέν ("Συντροφιά με τον Μπρέχτ", 1978 στο Μπρόντγουεϊ).

Το 1980 πρωταγωνιστεί στο "Γλυκό πουλί της νιότης" του Τένεσι Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (και στο καινούργιο αυτό ανέβασμα, που έχει και πάλι μεγάλη επιτυχία, συμπρωταγωνιστής της είναι ο Γιάννης Φέρτης), και το καλοκαίρι ερμηνεύει την Κλυταιμνήστρα στην "Ορέστεια" που παρουσιάζει ο Κάρολος Κουν με το "Θέατρο Τέχνης" στην Επίδαυρο. Το κοίλο του αρχαίου θεάτρου γεμίζει ασφυκτικά.

Εκλέγεται και πάλι βουλευτής το 1981. Στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν (1985, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990 και 1993) είναι στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών επικρατείας σε εκλόγιμη θέση. Η διεθνής ακτινοβολία της, της επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με κορυφαίους ευρωπαίους ηγέτες (ανάμεσα στους οποίους και ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν) και να προβάλει τα εθνικά μας θέματα. Επιθυμία της, να επιβάλλει την Ελλάδα και να την κάνει σεβαστή παντού.

Όταν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές τον Οκτώβριο του 1981, η Μελίνα Μερκούρη ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη θέση αυτή και τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα.

Κατά τη διάρκεια της θητείας της θα φέρει, με τις πολιτικές της πρωτοβουλίες και τα πολιτικά της οράματα, τον πολιτισμό στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Θα εντυπωσιάσει με τη δημοκρατική διακυβέρνηση του υπουργείου της και με τον αέρα αλλαγής που θα πνεύσει στις σχέσεις της πολιτικής ηγεσίας με τους υπαλλήλους αλλά και στις σχέσεις των υπηρεσιών με τον πολίτη.

Ως Υπουργός εφάρμοσε μια έντονη εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Οργάνωσε πολλές και σημαντικές εκθέσεις σε μουσεία του εξωτερικού, καθώς και εκδηλώσεις ουσίας. Συναντήθηκε με σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Λάνγκ, ο Αντρεότι, ο Γκένσερ, ο Πάλμε, ο Γκονζάλεθ, ο Πάπας, η Γκάντι, ο Μιτεράν κ.α. και διεκδίκησε μια εξέχουσα θέση για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Το Υπουργείο Πολιτισμού λειτούργησε επί των ημερών της όσο ποτέ άλλοτε. Έκανε διάλογο με τους υπαλλήλους της και τις διευθύνσεις, θεωρώντας ότι αποδοτικός υπάλληλος είναι ο ευχαριστημένος υπάλληλος. Οι ξένες εφημερίδες παρακολουθούσαν την πορεία της ανελλιπώς.

Η Μελίνα Μερκούρη είχε χαράξει την πολιτική της στο υπουργείο εξαρχής και την ακολούθησε απαρέγκλιτα, φροντίζοντας για την σταδιακή υλοποίηση των πολλών και μεγάλων οραμάτων της.

Ένα από τα σημαντικότερα, υπήρξε η επιστροφή στην Ελλάδα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που σύλησε και απέσπασε τον προηγούμενο αιώνα ο λόρδος Έλγιν και που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων της γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν, στα γυρίσματα της ταινίας "Φαίδρα", οι Βρετανοί ζήτησαν πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα γλυπτά. ΄Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι' αυτό μέχρι το θάνατό της. "Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας", έλεγε. "Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας". Και " Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λεω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ".

Δεν έπαυσε να επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα ζητούσε μόνο την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα και όχι και των άλλων αριστουργημάτων που βρίσκονται σε ξένα μουσεία. Κι αυτό επειδή τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούν μέρος ενός μοναδικού μνημείου.

Για να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή του, το 1989. Αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον αρχαίο θεσμό των χορηγών, προκειμένου να δημιουργηθεί σύντομα το μουσείο αυτό και διοργάνωσε διάφορες εκδηλώσεις όπως οι συναυλίες των Μ. Ροστροπόβιτς, Β. Παπαθανασίου κ.α. Η δημιουργία του μουσείου θα προσέφερε τον κατάλληλο χώρο που χρειάζονται τα αριστουργηματικά γλυπτά για να εκτεθούν και θα αφαιρούσε κάθε επιχείρημα από εκείνους που αντιτίθενται στην επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Παράλληλα, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. "Τα μνημεία" σημείωνε, "ως παράγοντες ακτινοβολίας του πολιτισμού μας, είναι πηγή κύρους για τη χώρα μας και βασικό έρεισμα για τον χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων". Στον τομέα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθιέρωσε τη δωρεάν είσοδο των Ελλήνων πολιτών στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την ευρύτερη παιδεία του λαού και ειδικά των νέων (προσπάθεια που σταμάτησε όμως αναγκαστικά λόγω σχετικών οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Η Μελίνα Μερκούρη συνέλαβε την ιδέα και ανέθεσε τη μελέτη ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, την ενοποίηση δηλαδή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας στον άξονα Ιερά Οδός - Πλάκα - Στύλοι Ολυμπίου Διός, για τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου. "Είναι επιτακτική ανάγκη, έλεγε, είναι χρέος της Ελλάδας να διασώσει την καρδιά της ιστορίας της, την καρδιά της Αθήνας, το ιστορικό της κέντρο, μ' ένα έργο που θα αλλάξει παντελώς την εικόνα και τη ζωή στο κέντρο της πόλης".

Στις 28 Νοεμβρίου του 1983 κάλεσε τους Υπουργούς Πολιτισμού της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τους έθεσε το ερώτημα : "Πως είναι δυνατόν μια κοινότητα που στερείται την πολιτιστική της διάσταση να μπορεί να αναπτυχθεί". Σημείωσε ακόμη πως ο πολιτισμός "είναι η ψυχή της κοινωνίας" και πως ο καθορισμός της ευρωπαϊκής ταυτότητας "βρίσκεται ακριβώς στο σεβασμό της ιδιαιτερότητας και στο να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα ζωντανό μέσα από ένα διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης. Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία".

Έτσι ξεκίνησε ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. Ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών είναι σήμερα ο πιο σοβαρός και μεγάλος επίσημος πολιτιστικός θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σήμερα, κάθε πολιτιστική πρωτεύουσα έχει ως βασική αρχή ότι ο θεσμός δεν είναι φεστιβάλ, αλλά τόπος για προβληματισμό, για ανταλλαγή ιδεών, για επικοινωνία πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών, επιστημόνων, που με τα έργα τους προωθούν την ευρωπαϊκή σκέψη.

Η Μελίνα συνέβαλε ιδιαίτερα στο να γίνει η Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, μια πόλη που, όπως έλεγε, "έχει το χάρισμα, να πάρει και το χρίσμα". Συνέβαλε επίσης να παρουσιασθεί η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο και να γιορταστεί στην Κύπρο ο μήνας ευρωπαϊκού πολιτισμού το 1994.

Ως Υπουργός Πολιτισμού θέλησε να διαφυλάξει και να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους. Αυτής της μικρής θάλασσας με τον κολοσσιαίο πολιτισμό, που η δυναμική της οδήγησε στο θαύμα της κλασσικής Ελλάδας. Στόχος της ήταν να γίνουν θεματοφύλακες αυτής της ιδέας συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, πολιτικοί από όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα "Αιγαίο Αρχιπέλαγος" οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, του υπουργείου Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του υπουργείου Αιγαίου. Σκοπός, να προβληθεί η συνέχεια του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού για να επανορθωθεί μέσω της ακτινοβολίας του η περιβαλλοντολογική φθορά και για να γίνει το Αιγαίο σημείο αναφοράς και σύμβολο του πολιτισμού.

Η Μελίνα πίστευε στην πολιτιστική αποκέντρωση και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που τόνισε τον Οκτώβριο του 1981, κατά την ανάληψη των καθηκόντων της στο Υπουργείο Πολιτισμού. Έτσι, δημιούργησε σε διάφορες πόλεις τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Ο θεσμός, που ιδρύθηκε από την ίδια το 1983, είχε σαν σκοπό την πραγματοποίηση ενός ευρύτατου θεατρικού πολυκεντρισμού με κέντρα τις πόλεις της χώρας και φορείς τους δήμους ή τις ενώσεις των δήμων και των κοινοτήτων, για την ανάπτυξη και διάδοση του θεάτρου στην περιφέρεια. Προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή των τοπικών πολιτιστικών φορέων και υπήρξε ένα πολιτικό όραμα, που πάντρευε την ευαισθησία της Μελίνας για την τέχνη, με έννοιες πολιτικές. Τα ίδια τα θέατρα έγιναν ένα κέντρο επικοινωνίας και εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τους πολίτες μέσα στην πόλη.

Ελάχιστες μόνο μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Μελίνα δηλώνει ότι ο πολιτισμός και το σχολείο πρέπει να συνδεθούν άρρηκτα. Όχι μόνο με τη διδασκαλία των καλών τεχνών, αλλά με τρόπους διείσδυσης του πολιτισμού στο σύνολο της σχολικής εμπειρίας, για να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τον πολιτισμό από πολύ νεαρή ηλικία. Το πρόγραμμα Μελίνα - Εκπαίδευση και Πολιτισμός είναι μια πειραματική προσπάθεια που αναφέρεται σταδιακά σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Στόχος της Μελίνας, ήταν το πρόγραμμα αυτό να πάρει ευρωπαϊκή διάσταση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται ήδη στη διαδικασία παρουσίασης ενός προγράμματος που θα φέρει το όνομα της Μελίνας Μερκούρη, για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα δίνει έμφαση στα πολιτιστικά θέματα και θα έχει βαθιά επίδραση στην κοινωνία.

Το 1990 ήταν υποψήφια στις Δημοτικές εκλογές για το Δήμο Αθηναίων. Έχασε στις εκλογές από τον Αντώνη Τρίτση και της στοίχισε. Το 1992 εμφανίστηκε στην Όπερα "Πυλάδης" των Κουρουπού - Χειμωνά, σε σκηνοθεσία Δ. Φωτόπουλου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ερμήνευσε το ρόλο της Κλυταιμνήστρας.

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, η Μελίνα Μερκούρη επανήλθε στο υπουργείο Πολιτισμού. Στη διάρκεια της σύντομης δεύτερης θητείας της ονειρεύτηκε και προσπάθησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα "Αιγαίο - Αρχιπέλαγος", καθώς και το πρόγραμμα "Εκπαίδευση και Πολιτισμός".

Έφυγε στις 6 Μαρτίου 1994, στο νοσοκομείο "Μεμόριαλ" της Νέας Υόρκης και κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές Πρωθυπουργού. Η κηδεία της ήταν πάνδημη.

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η πλέον διάσημη και προβεβλημένη προσωπικότητα της Ελλάδας. Πορτραίτα της γυρίστηκαν από τηλεοπτικούς σταθμούς σε ολόκληρο τον κόσμο και περιελάμβαναν, συνεντεύξεις της για τον πολιτισμό, για εθνικά θέματα και κυρίως για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Τιμήθηκε με μετάλλια και διακρίσεις από πολλούς αρχηγούς κρατών, πανεπιστήμια (Βοστόνη, Οξφόρδη κ.α) διεθνείς οργανισμούς (Unesco κ.α) οργανώσεις, αλλά και από δήμους ολόκληρης της χώρας για την κοινά παραδεκτή προσφορά της στην τέχνη, στον πολιτισμό, στο κοινωνικό σύνολο. Γιατί η Μελίνα Μερκούρη ήταν η αγαπημένη του ελληνικού λαού. Και σήμερα, δεν είναι μια ανάμνηση, είναι καθημερινά μαζί μας.