Για το βιβλίο του Πιέτρο Ινγκράο «Η Αγανάκτηση δεν αρκεί» (εκδόσεις
Εύμαρος, μετάφραση Τόνια Τσίτσοβιτς, πρόλογος Μιχάλης Ψημίτης, 2011)
Μια από τις ωραιότερες συλλογές του Τάσου Λειβαδίτη είναι το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα. Παραφράζοντας τον τίτλο, θα ισχυριστώ ότι οι σκέψεις του Ινγκράο που έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε σήμερα φτιάχνουν ένα μικρό βιβλίο για μεγάλα πράγματα, ένα ολιγοσέλιδο κείμενο που ανοίγει, ωστόσο, πολλά και κυρίως σημαντικά ερωτήματα.
Βρισκόμαστε μπροστά στον στοχασμό ενός σχεδόν αιωνόβιου που έχει ωστόσο
το χάρισμα να εκφέρει ή να υπαινίσσεται αλήθειες εξαιρετικά σύγχρονες
με την ουσιαστική κριτική σημασία της λέξης όχι με την έννοια μιας
σκέψης αγχωμένης μην απομείνει πίσω από τις εξελίξεις.
Και
για να προχωρήσω ένα βήμα δεν πρόκειται απλώς για απάντηση στη
μπροσούρα του Στεφάν Εσέλ «Αγανακτήστε». Oι αναφορές στο πολυσυζητημένο
κείμενο του παλιού Γάλλου αντιστασιακού είναι ένα από τα πολλά σημεία
στα οποία απαντά ο Ινγκράο. Μπορεί όμως μην είναι και το σημαντικότερο.
Διαλέγω μια από τις φράσεις που πιστεύω ότι μας εισάγει καλύτερα στο
στίγμα της κατάθεσης του Ιταλού διανοούμενου και πολιτικού
Στην
πραγματικότητα – λέει- εντάχτηκα ολόκληρος μέσα στην πολιτική. Όμως δεν
υπήρξα ποτέ μόνο αυτό. Άρα είμαι διχασμένος ανάμεσα στο να είμαι μέσα
στην πολιτική, από κάθε άποψη, και στη συνειδητή άρνηση της αποδοχής του
μέτρου της, της λογικής της; Πιθανόν.
Ας
ξανασκεφτούμε ποιος μιλάει εδώ. Μιλάει λοιπόν ένας άνθρωπος που το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έδρασε και λειτούργησε μέσα στους θεσμούς
ενός κινήματος αλλά και ενός πολιτικού συστήματος (βουλευτής, πρόεδρος
κοινοβουλευτικής ομάδας, αλλά και πρόεδρος της Ιταλικής Βουλής). Μιλάει
ένας άνθρωπος που υπήρξε κατεξοχήν οργανωμένος και δεν είχε, τυπικά
τουλάχιστον, καμιά σχέση με εμπειρίες αιρετικής περιθωριακότητας όπως
αυτές εκφράστηκαν στον εικοστό αιώνα από τη μια ή άλλη αποκλίνουσα
αισθητική θέση. Ο Iνγκράο ποτέ δεν υπήρξε Παζολίνι, με την έννοια ότι
ποτέ δεν δημιούργησε «σκάνδαλο» στον χώρο του ή έξω από αυτόν, στην
ευρύτερη ιταλική πολιτική και πνευματική ζωή. Ο Ινγκράο λοιπόν ο
κομματικός, το παλιό στέλεχος του ιταλικού κομμουνισμού αφήνει να
καταλάβουμε ότι υπήρξε και συνεχίζει να είναι κάτι άλλο από μια πολιτική
προσωπικότητα. Ρίχνει στο τραπέζι κάποιες αναπάντεχες σημασίες και ένα
είδος αυτοβιογραφικού σχολίου που φωτίζει διαφορετικά το πολιτικό
οδοιπορικό ενός κομμουνιστή. Μιλάει για την πρακτική της αμφιβολίας, για
τη σημασία της ατομικότητας, για τις δύσκολες και περίπλοκες σχέσεις
ανάμεσα στον προσωπικό κόσμο και στη συλλογική πολιτική δράση.
Και
όλα αυτά έχουν τη σημασία τους. Όχι όμως τόσο ως θραύσματα μιας
ατομικής βιογραφίας αλλά ως μελήματα κάθε αριστερής σκέψης, ως ερωτήματα
που, όπως και αν το δούμε, παραμένουν αναπάντητα μέσα στην περιπετειώδη
ιστορία των αριστερών εγχειρημάτων και των ανατρεπτικών στρατεύσεων.
Παρένθεση.
Δεν πρόκειται καθόλου όπως διάβασα πρόσφατα στον επικριτικό σχολιασμό
για το βιβλίο, για «ελιτίστικες φιλοσοφίες» και ποιητικές
«αοριστολογίες» που δεν έχουν καμιά χρησιμότητα για το κίνημα και τον
αναστοχασμό του. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, μπορεί να συναντά κανείς
τέτοιου είδους χρησιμοθηρικές και στεγνές αποφάνσεις που αναπαράγουν τις
χειρότερες πλευρές της Αριστεράς. Εννοώ μια εργαλειακή αντίληψη για τη
σκέψη, μια νοοτροπία που αναζητεί στη σκέψη του ενός ή άλλου μόνο
ηθικοπλαστικές απαντήσεις και όχι ερωτήματα, μόνο συνταγές έτοιμης
δράσης και όχι ανοίγματα στην πολυπλοκότητα της ζωής και της
δραστηριότητας των υποκειμένων.
Θα
μπορούσε, φυσικά, να διαβάσει τις σκέψεις αυτές σαν μια παραλλαγή σε
ένα γνωστό θέμα. Το θέμα είναι η ένταση η οποία εμφανίζεται μεταξύ του
ορθολογικού πολιτικού όντος και της ποιητικής ευαισθησίας και ευρύτερα η
σύγκρουση μεταξύ της λογικής του πολιτικού αγώνα ή της κοινωνικής
στράτευσης και της ατομικότητας, των προσωπικών ευαισθησιών. Κατ’ αυτό
τον τρόπο η στροφή του γηραιού Ινκράο προς τον λόγο της ποίησης θα
μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί και ως αναμέτρηση με την πολιτική ήττα.
Γιατί όχι και ως μια στρατηγική μετριασμού του μεγάλου ηθικού κόστους
αυτής της ήττας που υπήρξε και προσωπική.
Υπάρχουν
σημεία στις απαντήσεις του που ευνοούν τη συσχέτιση μεταξύ της
εμπειρίας της πολιτικής ήττας και της προσφυγής στον ποιητικό λόγο. Σε
αυτή την περίπτωση, η έμφαση που βλέπουμε να αποδίνει στην εσωτερικότητα
ή στην σιωπή (στη σιωπή ως μια άλλη μορφή δράσης ) θα ήταν απλώς
επιβεβαίωση ενός χάσματος. Αυτού που χωρίζει την επικράτεια των χαμηλών
τόνων [ την ποίηση] και τον χώρο της διαπάλης με σκοπό τη νίκη [ η
πολιτική].
Αλλά ο Ινγκράο
υπενθυμίζει διαρκώς στους συνομιλητές του την πρακτική της αμφιβολίας.
Σα να λέει: μη βιάζεστε να φτάσετε σε ένα οριστικό συμπέρασμα, σε μια
ασφαλή εξήγηση της σχέσης ανάμεσα στους κυματισμούς του προσωπικού
βιώματος και στο πεδίο μιας μακρόχρονης πολιτικής δέσμευσης. Δίνει
δηλαδή κάποια κλειδιά για να αισθανθούμε ότι αυτή η σχέση ήταν ανέκαθεν
πολύ πιο αινιγματική από όσο θα ήθελε ο αριστερός κοινωνιοκεντρισμός και
ο φιλελεύθερος ιδεαλιστικός ατομικισμός. Και τα κλειδιά αυτά είναι
ελεγειακά και χαμηλών τόνων, δεν έχουν δηλαδή το στιλ που θα άρεσε σε
εκείνον που ταυτίζει την αριστερή πνευματικότητα με μια κάπως
χαζοχαρούμενη και δίχως αίσθηση του τραγικού ορμητικότητα.
Παρά
λοιπόν τον πειρασμό της εύκολης ερμηνείας, λίγο ψυχολογικής ή λίγο
πολιτικής, νομίζω ότι η πρακτική της αμφιβολίας, έτσι όπως την
αντιμετωπίζει ο Ινγκράο, δεν είναι ο γνωστός σκεπτικισμός απέναντι σε
μια πολιτική ταυτότητα η οποία κρίνεται, εκ των υστέρων, «προβληματική».
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η ανακάλυψη, από την πλευρά του, της
ελευθερίας που προσφέρει η άσκηση της ποίησης δεν έρχεται να
αντιπαρατεθεί στις συγκρουσιακές ποιότητες της αγωνιστικής πολιτικής.
Αντίθετα η αισθητική και πνευματική καλλιέργεια φαίνεται να διαθέτουν
μια δική τους αυτόνομη αντήχηση, μια δική τους ηθική νομιμότητα πέρα από
τη διάσταση της σύγκρουσης και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Απαντούν
δηλαδή σε εκείνες τις διαστάσεις της ύπαρξης οι οποίες είναι αδύνατο να
στεγαστούν στους θεσμούς και στις πρακτικές της πολιτικής.
Η
ανακάλυψη του ποιητικού, δηλαδή μιας γλώσσας που μπορεί να πει αυτά που
καμια άλλη γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει, προσφέρεται εντέλει ως ένα
παράδοξο συμπλήρωμα του μακρόχρονου πολιτικού πάθους. Αυτή η άλλη σοφία,
η οποία εκφράζεται με τη γλώσσα της ποίησης, δεν συνιστά μεταστροφή σε
σχέση με αυτό το πολιτικό πάθος το οποίο έχει ως αφετηρία την εξέγερση
του υποκειμένου, ήδη από την νεότητά του, για τις ανισότητες και την
κοινωνική βία του κόσμου που το περιστοιχίζει. Πίσω από την ανατίμηση
της ποίησης (η οποία όπως ομολογεί τον ενδιέφερε ήδη στην νεότητά του) ο
Ινγκράο θέτει τα πιο δύσκολα ερωτήματα, τα οποία δεν αφορούν μόνο την
ποίηση αλλά την ίδια τη δράση: μπορεί για παράδειγμα να υπάρξει
συλλογικός πολιτικός ορίζοντας αγώνα που να αναγνωρίζει, δίχως
τσιγκουνιές και καχυποψίες, την πολυμέρεια των ατομικών υποκειμένων, που
να κατανοεί το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα είναι πολλαπλότητες παθών
και ενδιαφερόντων; Μπορεί να υπάρξει πολιτικό υποκείμενο ικανό να
αναγνωρίζει ότι τα άτομα δεν είναι απλώς φορείς καθηκόντων και
λειτουργικών ρόλων σε ένα σχέδιο αλλά σύνθετες, αντιφατικές και
«ασυνεπείς» μοναδικότητες; Μπορεί να υπάρξει πέρα από μια πολιτική της
κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης και μια αριστερή κουλτούρα της
ατομικής ελευθερίας, της ποιοτικής ατομικής αυτονομίας;
Μήπως
άραγε και η ηγεμονική επικράτηση του φιλελευθερισμού και των διαφόρων
μορφών καταναλωτικού ατομικισμού στον ύστερο εικοστό αιώνα έχει να κάνει
και με το γεγονός ότι τα ριζοσπαστικά εγχειρήματα έδειξαν δυσκαμψία στο
να καταξιώσουν τη σημασία της ελευθερίας σε όλα τα επίπεδα, και ως προς
τη σχέση των ατόμων με τους θεσμούς και τα μοντέλα της αριστερής
πολιτικής δράσης; Μήπως η γνωστή σαθρή «ατομικιστική ιδεολογία» με την
οποία συνδέθηκε η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση εδώ και δεκαετίες
αξιοποίησε τα κενά ή τις απίστευτες στρεβλώσεις στη σχέση της Αριστεράς
με την ελευθερία, με την ελευθερία ως τολμηρή άσκηση της αμφιβολίας;
Αρκεί να διαβάσει κανείς την ανακοίνωση του ΚΚΕ για τον θάνατο του Κιμ
Γιονγκ Ιλ και τη Βόρειο Κορέα για να μελαγχολήσει και να θυμώσει.
Προφανώς
δεν υπάρχει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Και ούτε ο Ινγκράο δίνει
απαντήσεις, πράγμα ασφαλώς εκνευριστικό για κείνους που ζητούν από κάθε
αποτύπωμα σκέψης να τους λύσει όλα τα θεωρητικά, για να μην πω όλα τα
κοσμοθεωρητικά τους, προβλήματα.
Και
για να έλθω στο θέμα της αγανάκτησης. Το γεγονός είναι ότι οι νέες
μορφές κοινωνικού αγώνα, ο γαλαξίας των νέων μορφών δημοκρατικής
κινητοποίησης, σχετίζεται και με αυτό το ερώτημα για τα όρια της ολικής
δέσμευσης σε ένα πολιτικό πάθος όπως αυτό που χαρακτήρισε τη γενιά του
Ινγκράο. Από πολλές απόψεις μοιάζει αδύνατο ένα συλλογικό πολιτικό
εγχείρημα που θα αγνοεί την εξατομίκευση των ανθρώπων, τη σημασία που
έχει η πλουραλιστική προσωπική ταυτότητα των συγχρόνων ως διασταυρώσεων
ετερογενών ηθικών και πολιτιστικών οριζόντων.
Αριστερός,
λέει ουσιαστικά ο Ινκράο, είναι αυτός o οποίος επιδιώκει τη συνάντηση
των ηθικών συναισθημάτων ( όπως είναι η αγανάκτηση και ο θυμός με τις
σκανδαλώδεις αδικίες) με μια πολιτική ορθολογικότητα, με μια προοπτική
μετασχηματισμού του πάνω και του κάτω, των θεσμών και των ηθών, του
κράτους και των κοινωνικών πρακτικών. Όχι μέσα από την υποταγή της
πολιτικής στα ηθικά πάθη, ούτε, όμως, και με αυτονόμηση της
πολιτικής-εκλογικής μηχανής από αυτούς που καλείται να αντιπροσωπεύσει.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα είδος αποσπασματικού συναισθηματικού
κινήματος το οποίο, όσο πολύτιμη και αν είναι η συμβολή του στην
αναζωογόνηση των κοινωνικών αγώνων, δεν μπορεί να γεννήσει, από μόνο
του, ένα πολιτικό σχέδιο. Στην δεύτερη περίπτωση, η πολιτική λειτουργεί
ως αποξενωτική ανάθεση, ως αποτυχημένη ή κακή εκπροσώπηση η οποία
διαιωνίζει τη διαίρεση ανάμεσα σε μια διαλυμένη κοινωνία και στις
κυβερνώσες ελίτ. Η ακραία εκδοχή αυτής της αποξενωτικής ανάθεσης – η
οποία καταργεί την ίδια τη σχέση εκπροσώπησης διαστρέφοντας ακόμα και τη
φιλελεύθερη λογική- είναι η ανάδυση του τεχνοκράτη, η διακυβέρνηση των
ειδικών. Είναι δηλαδή αυτό που προτείνεται από σήμερα από διάφορες
πλευρές για τη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης.
Η
κατεύθυνση προς την οποία κινείται η σκέψη του Ινκγράο δεν είναι η
παραδοσιακή αλλεργία της «ορθολογικής Aριστεράς» προς όλες τις
ευαισθησίες που δεν ελέγχει ή δεν κατανοεί, προς καθετί που δεν παίζει
στο δικό της πεδίο και με τους δικούς της όρους. Εκτιμά συγχρόνως ότι
ακόμα και αν αλλάζουν όλα, οι γλώσσες της στράτευσης, η σχέση μεταξύ των
ατόμων και των θεσμών, τα πολιτιστικά και κοινωνικά πρότυπα, υπάρχει
κάτι θεμελιώδες το οποίο παραμένει ως ανάγκη: η αγανάκτηση (και η
σύγκρουση με όλα όσα συνιστούν την αιτία της αγανάκτησης) μπορεί να
είναι μόνο η μία όψη μιας
αγωνιστικής διαδικασίας, της αριστερής διαμόρφωσης συνείδησης. Τα ηθικά
συναισθήματα και η σύγκρουση δεν μπορούν να είναι το κέντρο μιας στάσης
αλλά ένα στοιχείο, σημαντικό φυσικά, μιας συνολικότερης στάσης της
οποίας το νόημα πρέπει να αναδημιουργήσουμε, ο καθένας με τα υλικά που
έχει, με τις ανάγκες, τις περιστάσεις και τους ιδιαίτερους όρους που του
έτυχαν.
Όταν το νόημα,
είτε αφορά την πολιτική είτε αφορά την προσωπική μας ταυτότητα, δεν
είναι δοσμένο, δεν είναι αδιαμφισβήτητο και εξασφαλισμένο, αισθανόμαστε
δυσφορία. Αισθανόμαστε ακόμα ότι αυτός που μας το λέει αυτό, δεν
ικανοποιεί την ανάγκη μας για περισσότερη βεβαιότητα, για εξιχνίαση των
όσων, μυστήριων και ακατανόητων, συμβαίνουν στον κόσμο και μας
επηρεάζουν.
Αλλά από μια
άλλη άποψη αυτός που μας απευθύνεται σε μια κάπως παράξενη γλώσσα και
όχι με τον συνηθισμένο προτρεπτικό τόνο της υψηλότονης διακήρυξης,
μπορεί να είναι περισσότερο έντιμος με τη συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε
σήμερα στην εποχή της κρίσης και της βίας της. Σε αυτή τη συνθήκη, η
μια πλευρά είναι η εκ νέου επινόηση της σύγκρουσης η οποία τρέφεται από
τον κοινωνικό θυμό, το αίσθημα της αδικίας. Η άλλη πλευρά ή μια άλλη
ζωτική ανάγκη αφορά τη δυνατότητά της κατάφασης, την αναζήτηση τρόπων
ώστε η κρίση να μην μας κάνει πιο ρηχούς και στεγνούς, να μην μας
μετατρέψει σε μίζερες, πνευματικά και αισθητικά, μηχανές.
Ένα
ποίημα του Ρίτσου υπαινίσσεται αυτή τη σχέση μεταξύ της κατάφασης που
συνδέει την ατομικότητα με τον κοινό κόσμο, το δικό μου με το εμείς, με
έναν τρόπο που θα άρεσε στον Ινγκράο.
Ανάμεσα σε τόσες αρνήσειςΒρήκε μια λέξη καταφατικήδική του –αυτήν που ανήκεισε όλους μαςΠηγή:
Εποχή & REDNotebook