Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Αφιέρωμα: Μαρία Πολυδούρη (1902 - 1930)




Αφιέρωμα στην Μαρία Πολυδούρη 

Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα.

Βιογραφικό σημείωμα 
Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.
Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920 χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της.
Το 1921 μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922, όταν η Πολυδούρη ήταν 20 χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), και είχε ήδη κατακτήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων του. 
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.
Στη διάρκεια του 1924 μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του 1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
Το καλοκαίρι του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.
Η ποίηση της Πολυδούρη 
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του '20, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Καρυωτάκη και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν κάποιες φορές τις τεχνικές αδυναμίες και της στιχουργικές ευκολίες της ποίησής της. Η Μαρία Πολυδούρη άφησε και δύο πεζά έργα: Το «Ημερολόγιο» της και μια ατιτλοφόρητη νουβέλα, με την οποία ανελέητα σαρκάζει το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.
Τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αστάρτη», σε επιμέλεια Τάκη Μενδράκου. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έγραψε μία μυθιστορηματική βιογραφία της Μαρίας Πολυδούρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Βρέχει Φως». Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει έλληνες συνθέτες «κλασικοί», «έντεχνοι» και «ροκ». Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μενέλαο Παλλάντιο, Κωστή Κριτσωτάκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Σπανό, Νότη Μαυρουδή, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Μιχάλη Κουμπιό, Στέλιο Μποτωνάκη και το συγκρότημα «Πληνθέτες».
Η Λίλη Ζωγράφου για την ποιήτρια 
«Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ’ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει», γράφει για αυτήν η Λιλή Ζωγράφου.
Και ίσως αυτά τα λόγια της Ζωγράφου να συνοψίζουν καλύτερα από κάθε τι άλλο που έχει ειπωθεί ή γραφτεί για αυτήν, τον πυρήνα του χαρακτήρα και της προσωπικότητα της, που δεν είναι άλλος από την έννοια της ελευθερίας.



Ποιήματα (επιλογή) 
ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ 
«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.
Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.
Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούργιας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.
[ΑΝΑΜΕΣΑ Σ' ΟΛΑΝΘΙΣΤΕΣ ΒΑΤΙΕΣ...]
Ἀνάμεσα σ᾿ ὁλάνθιστες βατιὲς
χαρούμενα πουλάκια ποὺ πηδοῦν
ἀθόρυβα-τῆς εὐτυχίας ματιές-
τ᾿ ἀσημωτὰ νερὰ λαμποκοποῦν
τοῦ ποταμοῦ- χαρὰ τῆς λαγκαδιᾶς
καὶ βιαστικὰ πηγαίνουν καὶ περνοῦν
στὴν ἄβυσσο νὰ πέσουνε μὲ μιᾶς,
νὰ πέσουν νὰ χαθοῦν!
[ΤΟ ΔΑΣΟΣ...]
Τὸ Δάσος, κοίτα, ἀπόγυρε
στῆς Νύχτας τὴν ἀγκάλη.
Μύρο ἀποπνέει μεθυστικό,
στενάζει μὲ τὸ ἀηδόνι.
Τὸ φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ ρυακιοῦ
τὰ μάγια του ξαπλώνει.
ΟΝΕΙΡΟ 
Ἄνθη μάζευα γιὰ σένα
στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα.
Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα
κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα.
Νὰ περάσης καρτεροῦσα
στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο
καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα
μὲ λαχτάρα φυλαγμένο
στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου.
Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη.
Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου
καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι.
Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα
μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη
κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα
ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.
ΛΗΣΜΟΝΙΑ 
Μ᾿ ἐρωτευμένη τὴν καρδιὰ σὲ γνώρισα ἄγριο Δάσο.
Ἔπινα στὸ ἀεροφίλημα τὴ μυστικὴ εὐωδιά σου.
Πρόσμενα μὲ τὸ ξάστερο σκοτάδι νὰ περάσω,
ὅταν τ᾿ ἀερινὸ στοιχιὸ περνοῦσε στὰ κλαδιά σου.
Σὲ γνώρισα σ᾿ ἐρωτικὲς νύχτες ρυτιδωμένη
θάλασσα σὰν τὸ μέτωπο τῆς συλλογῆς, περνοῦσε
πάνω σου χάδι ἡ σκέψη μου καὶ πάντα ἡ ἀνθισμένη
ἄκρη σου μὲ τὰ εὐωδιαστὰ φύκια μὲ προσκαλοῦσε.
Σᾶς γνώρισαν οἱ ἐρωτικὲς νύχτες μου ὡραῖα λουλούδια,
διάφανα, ἀχνά, πολύχρωμα, σὰ φωτεινὰ σημάδια.
Βαριὰ ἡ δροσιὰ σὰ φίλημα καὶ ξεχυνόνταν χνούδια
χρυσὰ ᾿πό τὰ σμιγμένα σας βλέφαρα στὰ σκοτάδια.
Τώρα στὸ φῶς τῆς ἀρνησιᾶς δομένα, ἔτσι ἀλλαγμένα
μοῦ δείχνεσθε, στὴ συλλογὴ τὸ νοῦ μου πάω νὰ χάσω.
Τάχα εἶστε σεῖς ποὺ γνώρισα; Σεῖς εἶστε ἀγαπημένα
λουλούδια, θάλασσα ἀργυρή, πυκνὸ τῶν πεύκων Δάσο;
...
...
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.
Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.

Πηγές
1) https://www.sansimera.gr/biographies/245


Επιμέλεια - επιλογή ποιημάτων: Ειρηναίος Μαράκης 

Ποίημα: Κ.Π.Καβάφης, Οι Ταραντινοί διασκεδάζουν



Κ.Π. Καβάφης, Οι Ταραντινοί διασκεδάζουν

Θέατρα πλήρη, πανταχόθεν μουσική
εδώ κραιπάλη και ασέλγεια, κ' εκεί
αθλητικοί αγώνες και σοφιστικοί.
Του Διονύσου τ' άγαλμα κοσμεί αμάραντος
στέφανος. Μια κώχη γης δεν μένει άρραντος
σπονδών. Διασκεδάζουν οι αστοί του Τάραντος.

Αλλ' απ' αυτά απέρχοντ' οι Συγκλητικοί
καί σκυθρωποί πολλά οργίλα ομιλούν.
Κ' εκάστη τόγα φεύγουσα βαρβαρική
φαίνεται νέφος καταιγίδα απειλούν.

1898

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Πως να διαβάσουμε τον Αντόνιο Γκράμσι, του Θανάση Καμπαγιάννη



Πώς να διαβάσουμε τον Αντόνιο Γκράμσι 

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος Νοέμβρη - Δεκέμβρη 2010, Νο 83.

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης δίνει με το άρθρο αυτό έναν οδηγό για τα κείμενα του Γκράμσι με τρόπο που διατηρεί το επαναστατικό νήμα τους. 

Το έργο και η σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι κάνουν ξανά την εμφάνισή τους. Οι συνθήκες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία με την εφαρμογή του Μνημονίου ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ ξαναφέρνουν στο προσκήνιο τα μεγάλα ερωτήματα: πώς είναι εφικτός ο ριζικός μετασχηματισμός μίας κοινωνίας σε κρίση, πώς μπορεί η εργατική τάξη να οικοδομήσει την δική της εναλλακτική λύση ως ηγέτιδα τάξη του αντικαπιταλιστικού μετώπου, ποιός ο ρόλος της Αριστεράς. Η επανέκδοση του συνόλου σχεδόν του γκραμσιανού έργου που ήταν διαθέσιμο στα ελληνικά από το 2005 και μετά δείχνει πως υπάρχει πλέον τόσο το ενδιαφέρον όσο και η δυνατότητα για ένα νέο κύμα ανάγνωσης και εξοικείωσης με τη σκέψη του σημαντικού αυτού επαναστάτη μαρξιστή.
Όμως, τα προβλήματα ενός τέτοιου μαζικού διαβήματος προκύπτουν από την πρώτη κιόλας στιγμή. Ενώ η προσέγγιση του Λένιν συνεπάγεται την ανάγνωση έργων τόσο κλασικών και αυτονόητων όσο το Κράτος και Επανάσταση και ο Ιμπεριαλισμός, ενώ η γνωριμία με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ξεκινά με το Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση και του Τρότσκι με την Προδομένη ή τη Διαρκή, τα πράγματα δεν είναι το ίδιο αυτονόητα στην περίπτωση του Γκράμσι. Τι έχουμε να προτείνουμε στους νέους αγωνιστές του αντικαπιταλιστικού κινήματος ή σε παλιότερους που δεν εντρύφησαν ποτέ στο Γκράμσι ως αφετηρία μελέτης και γνωριμίας του; Αυτό το άρθρο θα επιχειρήσει να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα αυτό, αφού πρώτα εξηγήσει τις αιτίες των δυσκολιών που εμπεριέχει η περίπτωση Γκράμσι.


Λάθος ερώτημα;



Η συνηθέστερη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αυτή που δόθηκε στον προηγούμενο γύρο ανάγνωσης και γνωριμίας με τη σκέψη του Γκράμσι: το ίδιο το ερώτημα είναι, κατά την άποψη αυτή, λανθασμένο γιατί θέτει τον Γκράμσι σε μια συνάφεια στην οποία ποτέ δεν ανήκε. Ο Γκράμσι δεν ανήκει στον κύκλο των επαναστατών μαρξιστών που προαναφέρθηκαν, γι’ αυτό και δεν μπορεί να προσεγγιστεί με τον ίδιο τρόπο. Σε αντίθεση με τον Λένιν και τον Τρότσκι, ο Γκράμσι ανοίγει, υποτίθεται, έναν καινούργιο κύκλο μαρξιστών που υπερβαίνει τα πολιτικά και στρατηγικά όρια της Τρίτης Διεθνούς (είτε της λενινιστικής είτε της σταλινικής). Έτσι, ο Γκράμσι χρησιμοποιήθηκε και προβλήθηκε τις δεκαετίες του 1970 και 1980 ως ο θεωρητικός της ευρωκομμουνιστικής στρατηγικής, μιας στρατηγικής που απορρίπτει την κατά Λένιν «συντριβή του κρατικού μηχανισμού» και προκρίνει μια στρατηγική ηγεμονίας που περνάει μέσα από την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας στα πλαίσια του καπιταλισμού, ως σταθμού στη διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Σε ένα από τα πιο σημαντικά και με επιρροή έργα για τη θεωρία του Γκράμσι για το κράτος, η Κριστίν-Μπυσί Γκλυκσμάν, μέλος του Γαλλικού ΚΚ, αποδίδει στον Γκράμσι το ερώτημα: «πώς μπορούμε, όταν διαθέτουμε ένα μέρος της εξουσίας (την κυβέρνηση), να κατακτήσουμε όλη την εξουσία, το κράτος στην ολότητά του;».1 Το γεγονός ότι το ερώτημα αυτό δεν τίθεται ποτέ στο έργο του Γκράμσι, αλλά μάλλον απαντάει στα στρατηγικά διλήμματα του κυβερνητισμού του Γαλλικού ΚΚ στη συγκυρία της δεκαετίας του ’70 δεν σήμαινε και πολλά: η προηγούμενη ανάγνωση του Γκράμσι σημαδεύτηκε από τον ευρωκομμουνισμό, σε σημείο που ακόμα και αυτή η επαναστατική Αριστερά τον θεώρησε (ρητά ή υπόρρητα) ένα χαράκωμα κατειλημμένο από τις δυνάμεις του αντιπάλου. Κι όμως το ξεδίπλωμα της ευρωκομμουνιστικής στρατηγικής σήμανε την εγκατάλειψη της σκέψης του Γκράμσι που σωστά θεωρήθηκε ότι την αντιβαίνει.
Έτσι, λέει ο Νίκος Πουλαντζάς το 1977: «Στο βάθος πιστεύω ότι σήμερα δεν μπορούμε να επαναλάβουμε την επανάσταση του Οκτώβρη με οποιαδήποτε μορφή. Το υπόβαθρο της επανάστασης του Οκτώβρη δεν είναι μόνο η αντίθεση που εντόπισε ο Γκράμσι ανάμεσα στον πόλεμο κινήσεων και τον πόλεμο θέσεων. Πιστεύω ότι και ο ίδιος ο Γκράμσι παραμένει στο βάθος μέσα στο πλαίσιο και το πρότυπο της επανάστασης του Οκτώβρη... Τι σημαίνει για τον Γκράμσι πόλεμος θέσεων: Ο πόλεμος θέσεων είναι η περικύκλωση του οχυρού Κράτος από το εξωτερικό του, από τις δομές της λαϊκής εξουσίας. Αλλά στο βάθος είναι η ίδια πάντα ιστορία, πρόκειται για το οχυρό, κατάλαβες; Ή θα επιτεθούμε μονομιάς – πόλεμος κινήσεων – ή θα το πολιορκήσουμε – πόλεμος θέσεων. Αλλά επιτέλους, δεν υπάρχει στον Γκράμσι η αντίληψη ότι μια πραγματική επαναστατική ρήξη μπορεί, σε συνδυασμό με μια εσωτερική πάλη, να τοποθετείται σ' αυτό ή το άλλο σημείο του ίδιου του κρατικού μηχανισμού».2 Η παραδοχή αυτή, ωστόσο, όσο εντυπωσιακή και αν είναι, δεν αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο γενικότερα προσλήφθηκε τη δεκαετία του ’70 και του ’80 το γκραμσιανό έργο.


Μια διαδρομή μετ’ εμποδίων



Στην πραγματικότητα, για να φτάσει στον δέκτη του, το έργο του Γκράμσι έχει να ξεπεράσει ένα διάδρομο πολλαπλών εμποδίων που μπορούμε να τα κωδικοποιήσουμε σε τρία σημεία: στο πώς γράφτηκε, στο πώς διαβάστηκε και στο πώς εκδόθηκε. Λίγα πράγματα για το καθένα.
Πώς γράφτηκε: τα γραπτά του Γκράμσι χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Α) Σε αυτά που γράφτηκαν πριν τη φυλάκισή του το 1926, κατά κύριο λόγο στις εφημερίδες και τα περιοδικά του Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος, και αποτελούν ένα ογκώδες σώμα (κατ’ εκτίμηση του ίδιου θα μπορούσαν να πιάνουν 15 ή 20 τόμους από 400 σελίδες ο καθένας!).
Β) Σε αυτά που γράφτηκαν μετά τη φυλάκισή του (γνωστά και ως Τετράδια της Φυλακής, 29 τον αριθμό) από το 1929 (όταν του δόθηκε η δυνατότητα να γράφει) μέχρι το 1936. Από αυτή την άποψη, ο Γκράμσι αποτελεί μια εξαίρεση στους κόλπους των επαναστατών μαρξιστών του Μεσοπολέμου, γιατί κανείς άλλος δεν γνώρισε μια τόσο μακροχρόνια αποκοπή από την ενεργό δράση στο επαναστατικό κίνημα. Έχει γραφτεί επανειλημμένα ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Γκράμσι είναι «κωδική», μιας και τα κείμενα και η αλληλογραφία του τελούν υπό τη διαρκή επιτήρηση των φασιστών δεσμοφυλάκων του. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται, πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον Γκράμσι.
Ωστόσο, το βασικό εμπόδιο που βίωνε ο φυλακισμένος Γκράμσι ήταν άλλο. Το συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε, για παράδειγμα, από την απόδοση του μαρξισμού με τον όρο «φιλοσοφία της πράξης» στα Τετράδια της Φυλακής δεν είναι τόσο αυτό της λογοκρισίας, όσο μιας συγκλονιστικής, βιωματικής αντίφασης: ο μαρξιστής Γκράμσι θεωρούσε μέτρο του μαρξισμού την πράξη, από την οποία όμως ήταν ολοκληρωτικά αποκομμένος. Και ως πράξη δεν εννοούσε βέβαια την θεωρητική ανάπτυξη του μαρξισμού, όσο και αν αυτός ήταν ο τρόπος του να συνδέεται με το επαναστατικό κίνημα στις δεδομένες συνθήκες, αλλά την πρακτική υλοποίησή του, που για αυτόν δεν σήμαινε τίποτε άλλο από την οικοδόμηση του κομμουνιστικού κόμματος. Το γεγονός αυτό έχει βαθιές επιπτώσεις στα κείμενα των Τετραδίων της Φυλακής: στη θεματολογία τους, στον εσωτερικό τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένα, στη σύνδεση τους με τη ζωντανή πραγματικότητα. Ο Γκράμσι είχε βαθιά συναίσθηση αυτών των δυσκολιών τις οποίες ποτέ δεν απέκρυψε.
Πώς διαβάστηκε: το έργο του Γκράμσι διαβάστηκε υπό το πρίσμα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και των στρατηγικών του επιλογών. Το Ιταλικό ΚΚ κατέλαβε σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική σκηνή μετά την εμπειρία της Αντίστασης στο φασισμό τη δεκαετία του ’40. Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας μετά το τέλος του Πολέμου σήμανε και μια αντίστοιχη ιδεολογική προσπάθεια ένταξής του στην «εθνική ζωή».3 Κομμάτι αυτής της προσπάθειας ήταν και η προβολή του Γκράμσι ως ενός εθνικού διανοουμένου από τη σκοπιά της Αριστεράς. Πάνω σε αυτή την προβολή, και με δεδομένη την αλλαγή που συνέβη στους κόλπους του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος το 1956 με την αποκαθήλωση του Στάλιν από τον Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, άρχισε να οικοδομείται ο «ιταλικός δρόμος για τον σοσιαλισμό» και να θεμελιώνεται ο ευρωκομμουνισμός. Το έργο του Γκράμσι αξιοποιήθηκε από την ηγεσία του ΙΚΚ (με πρώτο τον Τολιάτι) για την ευόδωση αυτής της στρατηγικής τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Πώς εκδόθηκε: ως συνέπεια των παραπάνω η έκδοση του έργου του Γκράμσι φέρει τα ίχνη αυτής της στρατηγικής. Καταρχάς στην Ιταλία, η έκδοση επιλεγμένων αποσπασμάτων των Τετραδίων της Φυλακής (υπό την επίβλεψη του Τολιάτι) γίνεται την τριετία 1948-1951. Τις εκδόσεις αυτές (από τον οίκο Einaudi) ακολουθούν στη συνέχεια και οι μεταφραστικές απόπειρες σε άλλες χώρες. Παντού, η έκδοση των Τετραδίων προηγείται της έκδοσης των πολιτικών κειμένων του Γκράμσι πριν την φυλάκισή του. Η αγγλόφωνη έκδοση των Τετραδίων της Φυλακής (που είναι σημαντική για την διεθνή εξάπλωση της σκέψης του Γκράμσι), με επιμέλεια του Κουίντιν Χόαρ, γίνεται το 1971, ενώ η έκδοση τμήματος των πολιτικών του κειμένων πριν την φυλακή γίνεται το 1977 και 1978.


Ο Γκράμσι στην Ελλάδα



Ανάλογη είναι η πορεία της έκδοσης του Γκράμσι στην Ελλάδα. Οι μεταφράσεις έγιναν απευθείας από τα ιταλικά (ακολουθώντας έτσι και τον ιταλικό μπούσουλα, σε τίτλους, σειρά, κοκ), μάλιστα – ειρωνία της ιστορίας – από συντρόφους εξόριστους ή κλεισμένους στις φυλακές της Χούντας. Το μεγαλύτερο βάρος της εκδοτικής παραγωγής το έφερε ο Στοχαστής, καθώς και οι εκδόσεις Οδυσσέας και Ηριδανός.4 Όπως και αλλού, εκδόθηκαν πρώτα (1972-1974) τα διαθέσιμα Τετράδια της Φυλακής (Οι διανοούμενοι, Ιστορικός υλισμός, Η οργάνωση της κουλτούρας, Παρελθόν και Παρόν, Για το Μακιαβέλι) και στη συνέχεια (1975-1976) εκδόθηκαν κείμενα του Γκράμσι από την ενεργό δράση (Εργοστασιακά Συμβούλια, Πολιτικά Κείμενα). Η έκδοση Γκράμσι συνεχίστηκε τη δεκαετία του ’80 πάλι με κείμενα των Τετραδίων της Φυλακής (Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, Risorgimento). Εξαίρεση αποτέλεσε μια συλλογή πολιτικών του κειμένων απο το 1914 ως το 1920 με τον τίτλο Σοσιαλισμός και Κουλτούρα.
Ένα γενικότερο σχόλιο που μπορεί να γίνει εδώ για την ελληνική εκδοτική παραγωγή του Γκράμσι είναι ότι ενώ η γνωριμία με τα – διαθέσιμα έστω – Τετράδια της Φυλακής έγινε σχετικά νωρίς και εκτενώς, τα Πολιτικά Κείμενα του Γκράμσι σχεδόν αποσιωπήθηκαν. Αν εξαιρέσει κανείς τα κείμενα του 1919-1920 (που περιλαμβάνονται επαρκώς στον τόμο των Εργοστασιακών Συμβουλίων), τα υπόλοιπα έμειναν άγνωστα: αφενός τα κείμενα του 1920-1926 που αποτελούν τη συγκροτημένη προσπάθεια του Γκράμσι να μεταλαμπαδεύσει την εμπειρία της Κόκκινης Διετίας στο νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα είναι στην πλειοψηφία τους αμετάφραστα. Η συλλογή Πολιτικά Κείμενα των εκδόσεων Οδυσσέας (1976) περιέχει μικρό μόνο κομμάτι από τα γραπτά του Γκράμσι, εξαντλήθηκε δε σχετικά νωρίς μέσα στην πλημμυρίδα της Μεταπολίτευσης. Από τη συλλογή αυτή λείπουν όλα τα κείμενα των ετών 1920-1924, αλλά και κείμενα-ορόσημα όπως οι Θέσεις της Λυών του 1926. Αφετέρου, τα κείμενα του 1914-1920 που είναι διαθέσιμα στα ελληνικά (λόγω και της επιλογής τίτλου – Σοσιαλισμός και Κουλτούρα) σπάνια γίνεται κατανοητό ότι ανήκουν σε αυτή την περίοδο. Η αγγλική έκδοση που περιέχει τα αντίστοιχα άρθρα είναι πολύ πιο ρητή: έχει τίτλο Selections from Political Writings 1910-1920.
Αλλά και πέρα από αυτό, πρέπει να έχουμε συναίσθηση πόσο μικρό είναι το κομμάτι των γραπτών του Γκράμσι εκείνης της περιόδου που μας είναι διαθέσιμο: τα χρόνια 1980-1984 οι εκδόσεις Einaudi με επιμέλεια του Sergio Caprioglio εξέδωσαν τρεις τόμους κειμένων των ετών 1910-1919 που αθροιστικά ξεπερνάνε τις 2.500 σελίδες. Η ανάγνωσή τους έχει πλέον καταστήσει καθαρό ότι η θεματολογία και το περιεχόμενο των Τετραδίων της Φυλακής αποτελεί συνέχεια επεξεργασιών που ο Γκράμσι είχε ξεκινήσει στη διάρκεια της πολιτικής του δράσης και πρέπει να αναγνωστούν μέσα από αυτό το πρίσμα.


Ένα αναγνωστικό πλάνο



Με δεδομένες τις εκδοτικές διαθεσιμότητες, η πρόταση ανάγνωσης του έργου του Γκράμσι που κάνουμε έχει το ακόλουθο σχήμα:
1. Η προσέγγιση του έργου του Γκράμσι καλό είναι να ξεκινάει με κάποια βιβλία που το θέτουν στο ιστορικό του πλαίσιο, παρέχοντας κάποιες πρώτες, αναγκαίες πληροφορίες. Τα δύο βιβλία που μπορούν να παίξουν αυτό το ρόλο σήμερα είναι η έκδοση των Chris Bambery και Chris Harman με τίτλο Αντόνιο Γκράμσι: η ζωή και οι ιδέες ενός επαναστάτη από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο και το βιβλίο των Χόαρ και Σμιθ με τίτλο Για το Γκράμσι από τον Στοχαστή. Παρόμοιο ρόλο παλιότερα είχαν παίξει η βιογραφία του Γκράμσι από τον Φιόρι και η μελέτη του Τρικούκη, αλλά και τα δύο αυτά βιβλία έχουν εξαντληθεί από καιρό.
2. Όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό, η πρόταση αυτού του άρθρου είναι η ανάγνωση των πολιτικών κειμένων του Γκράμσι πριν την ανάγνωση των Τετραδίων, ως αφετηρία για την προσέγγιση του έργου του. Έτσι, δύο έργα του πρέπει να διαβαστούν πρώτα και μαζί: τα Εργοστασιακά Συμβούλια, που είναι τα κείμενά του στις εφημερίδες Avanti και Ordine Nuovo, την περίοδο του μεγάλου κύματος εργατικών καταλήψεων τα χρόνια 1919-1920. Και η συλλογή Πολιτικά Κείμενα, που παρόλες τις ελλείψεις της είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στα Εργοστασιακά Συμβούλια, γιατί – πέρα από το Σοβιέτ και το Συνδικάτο – βάζει την παράμετρο του Κόμματος που γίνεται μετέπειτα κομβική στη σκέψη και τη δράση του Γκράμσι. Για μια ολοκληρωμένη εικόνα, προτείνεται περαιτέρω το διάβασμα του τόμου Σοσιαλισμός και Κουλτούρα (κείμενα 1914-1920).
3. Τα Τετράδια της Φυλακής είναι ένας τεράστιος πλούτος όχι μόνο για το γκραμσιανό έργο, αλλά και για τον ίδιο τον μαρξισμό. Διακρίνονται ωστόσο από έλλειψη συστηματικότητας, λόγω των συνθηκών κάτω από τις οποίες γράφτηκαν.
Η πρότασή μας είναι ο αναγνώστης να ξεκινήσει από τα πιο πολιτικά τους κομμάτια. Είναι αυτά στα οποία ο Γκράμσι ορίζει το Κόμμα ως τον Σύγχρονο Ηγεμόνα, επεκτείνει τις επεξεργασίες του Λένιν για την πολιτική ως ειδικό πεδίο της ταξικής πάλης, διατυπώνει τη θεωρία του για το κράτος και την κοινωνία των πολιτών, καθώς και τις συνέπειές που αυτή έχει στην επαναστατική δράση στις χώρες της Δύσης. Τα κείμενα αυτά βρίσκονται κατά βάση στο βιβλίο Για το Μακιαβέλι από τις εκδόσεις Ηριδανός (πρόκειται για τα κείμενα που είναι γνωστά ως ο Σύγχρονος Ηγεμόνας). Μια αντιπαραβολή με την αγγλική έκδοση (Selection from the Prison Notebooks), δείχνει ότι στο υποκεφάλαιο Notes on Politics περιέχονται κείμενα που δεν υπάρχουν στο Για το Μακιαβέλι, κάποια από αυτά σημαντικά όπως τα αποσπάσματα για τον πόλεμο κινήσεων και τον πόλεμο θέσεων, για το αυθόρμητο και τη συνειδητή ηγεσία, για τη ζύμωση και την προπαγάνδα και ούτω καθεξής. Τα αποσπάσματα αυτά υπάρχουν στα ελληνικά στη συλλογή Παρελθόν και Παρόν. Η ανάγνωση αυτών των δύο βιβλίων δίνει μια πρώτη, βασική εικόνα των θεωρητικοποιήσεων του Γκράμσι.
4. Κεντρικές έννοιες στο έργο του Γκράμσι είναι οι διανοούμενοι και η κουλτούρα. Και οι δύο έχουν πολιτική αφετηρία: αφενός την ανάδειξη από πλευράς της εργατικής τάξης οργανικών διανοουμένων που να ενισχύουν την ηγεμονική της στρατηγική στο δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας, αφετέρου την οργάνωση και τη διάχυση μιας νέας συστηματικής κουλτούρας στις υποτελείς τάξεις (η οργάνωση μιας κομματικής σχολής ανάδειξης στελεχών ήταν μόνιμα στα ενδιαφέροντα του Γκράμσι πριν φυλακιστεί, μονάχα που στα Τετράδια οι αναφορές γενικεύονται προς την κατεύθυνση του εκπαιδευτικού συστήματος και του Τύπου). Οι σκέψεις αυτές περιέχονται στα βιβλία Οι διανοούμενοι (πιο συστηματικά στις σελίδες 53-77) και Η οργάνωση της κουλτούρας (ιδιαίτερα στις σελίδες 9-36).
5. Η σημαντικότερη φιλοσοφική παρέμβαση του Γκράμσι βρίσκεται συγκεντρωμένη στα κείμενά του για τον ιστορικό υλισμό. Ο τίτλος της ιταλικής έκδοσης είναι Ο ιστορικός υλισμός και η φιλοσοφία του Μπενεντέτο Κρότσε και περιέχει εκτός των άλλων και μια αντίκρουση του Μπουχάριν που είναι κατά τον Γκράμσι εκφραστής ενός μηχανιστικού υλισμού. Στα ελληνικά η έκδοση έχει τίτλο Ιστορικός υλισμός και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδυσσέας.
6. Ολοκληρώνοντας τον κύκλο των Τετραδίων, μπορεί όποιος το επιθυμεί να προχωρήσει στα κείμενα του Γκράμσι για την ιταλική ιστορία και τη λογοτεχνία (Risorgimento και Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή). Επίσης, κυκλοφορεί τμήμα της αλληλογραφίας του Γκράμσι με τα συγγενικά του πρόσωπα (Γράμματα από τη Φυλακή), που θυμίζει τις σκληρές συνθήκες απομόνωσης που βίωνε ο φυλακισμένος επαναστάτης και κάτω από τις οποίες έγραφε τα Τετράδια της Φυλακής.
Ακόμα και αν δεν ολοκληρώσει κανείς το διάβασμα του συνόλου του διαθέσιμου έργου του Γκράμσι, η προσέγγισή του με αυτό δικαιώνει την εκτίμηση ότι τα έργα που συνέγραψαν οι επαναστάτες μαρξιστές του Μεσοπολέμου εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να αποτελούν την υψηλότερη κορυφή των στρατηγικών συζητήσεων για την υπέρβαση του καπιταλισμού. Η επιστροφή στο έργο τους και η αξιοποίηση της πείρας που αυτό προσφέρει στο επαναστατικό κίνημα παίρνουν έτσι έναν χαρακτηρα όχι νοσταλγίας, αλλά μιας επείγουσας αναγκαιότητας για να ανταποκριθούμε με επιτυχία στα πιεστικά ζητήματα που μας θέτει η σημερινή, βαθιά καπιταλιστική κρίση.


Παραπομπές

  1. Κριστίν Μπυσί-Γκλυκσμάν, Ο Γκράμσι και το Κράτος, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σελ. 346.
  2. Νίκος Πουλαντζάς (συνέντευξη στον Henri Weber), «Το κράτος και η μετάβαση στον σοσιαλισμό», Θέσεις, τεύχος 27, Απρίλιος-Ιούνιος 1989.
  3. Για μια ανάλυση της στρατηγικής του ΙΚΚ, βλέπε το όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου: Λέανδρος Μπόλαρης, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα – Ο εμφύλιος πόλεμος 1946-1949, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2010.
  4. Ο Λουκάς Αξελός του Στοχαστή σήκωσε αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο βάρος της έκδοσης του Γκράμσι στην Ελλάδα. Δική του είναι και η καλύτερη επισκόπηση της εκδοτικής αυτής περιπέτειας, μαζί με μια αναλυτική βιβλιογραφία, στο: Λουκάς Αξελός, «Οι εκδόσεις του Γκράμσι στα Ελληνικά», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής, τεύχος 17-18 (1987), σελ. 107-116.

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Διήγημα: Οι λαμαρίνες, του Ιωάννη Στεφανουδάκη



ΟΙ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ

Οι γειτόνισσες μια μαζευόταν στο ένα σπίτι ,μια στο άλλο..
Όλες μαζί για τα τσουρέκια , τις κουλούρες, τα καλλιτσούνια η τα κουλουράκια της μίας…
Όλες μαζί για τα τσουρέκια, τα κουλούρες, τα καλλιτσούνια η τα κουλουράκια της άλλης..
Για κάποιες που έμεναν μόνες, υπήρχε άλλη διαδικασία..
Έφερναν τα υλικά τους, λίγο αλεύρι, μερικά αυγά ,μια συσκευασία ζάχαρης, λίγη μυζήθρα η λίγο σπανάκι, για να πάρουν μετά τα δικά τους «πασχαλινά» ,αυτά τα λίγα, γιατί μόνες έμεναν , από τα κουλουράκια, τις κουλούρες, τα τσουρέκια και τα καλλιτσούνια της γειτόνισσας που από βραδύς την βοήθησαν στις ετοιμασίες…
Έτσι που να κάνουν όλοι Πάσχα… Ανάσταση… οι φτωχοί και οι πλούσιοι της γειτονιάς, οι οικογένειες… οι μόνοι…
Και από την Μεγάλη Δευτέρα, άρχιζαν οι ετοιμασίες… τα μπακαλικάκια της γειτονιάς να κάνουν τις προμήθειες τους… να έχουν επάρκεια στο αλεύρι, τη ζάχαρη, το λάδι, τα αυγά , τη μυζήθρα, το γάλα , τα χόρτα και φυσικά το σπανάκι..
Οι νοικοκυρές έβγαζαν από την ντουλάπα την μηχανή για τα κουλουράκια , την καθάριζαν , την λάδωναν για τα κουλουράκια της Λαμπρής… Έκαναν τις προμήθειες τους για τα απαραίτητα υλικά και φρόντιζαν να έχουν σε κατάλληλο μέρος, ψηλά από για τα παιδιά, το ξύλο με το οποίο θα άνοιγαν το φύλλο για τα καλλιτσούνια η τις πίτες της Λαμπρής..
Στη γειτονιά, σε εκείνη την φτωχογειτονιά , όλα άλλαζαν την Μεγαλοβδόμαδα… ένας άλλος ρυθμός… και ήταν και οι ετοιμασίες… αυτές οι ετοιμασίες που όλα τα άλλαζαν..
Και το πρόγραμμα ήταν κάπως έτσι..
Πρώτα έφτιαχναν τα κουλουράκια, έπειτα τις κουλούρες και τα τσουρέκια και στο τέλος τα καλλιτσούνια.. η διαδικασία να αρχίζει Μεγάλη Τέταρτη το απόγευμα, πριν το Ευχέλαιο που όλοι πήγαιναν και να τελειώνει λίγες ώρες πριν κτυπήσουν οι καμπάνες για την Ανάσταση το Μεγάλο Σάββατο..
Ήταν ένας άλλος ρυθμός… μια άλλη εποχή… σε σπίτια χέρσα φτωχικά και χωματένιους δρόμους και σε ένα διάχυτο πένθος αλλά και προσμονής… όλοι αδέλφια... όλοι μια οικογένεια..
Πάντα σε χειμερινή ώρα ,πάντα σε ένα χειμώνα που ακόμα υπήρχε… με βροχή συχνά…. με κρύο… λες και πάντα το Πάσχα έπεφτε στην αρχή στην είσοδο της Άνοιξης..
Και οι δύο φούρνοι της γειτονιάς να δουλεύουν πυρετωδώς με αποκορύφωμα την Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο που όλοι βοηθούσαν να τα βγάλουν οι φουρνάρηδες πέρα…
Εμείς παιδιά τότε να χαιρόμαστε τις διακοπές του Πάσχα… όλη την μέρα… μα όλη στο Πάρκο στους χωματόδρομους.. και με το νύκτωνε να πηγαίνουμε στις λειτουργίες πάντα με την Σύναψη στα χέρια… όλα μαζί σε μια γωνιά της εκκλησίας…
Και η βοήθεια μας στις ετοιμασίες , ποια ήταν;
Μα φυσικά οι λαμαρίνες… να είμαστε στο δρόμο και να μας φωνάζουν οι μανάδες μας… 
«-Πηγαίνετε καλέ, να φέρετε λαμαρίνες από το φούρνο….. γιατί σε λίγο τα κουλουράκια είναι έτοιμα… και να κοιτάξετε να είναι καθαρές…. μην τυχόν και θέλουν καθάρισμα…»..
Και εμείς να πηγαίνουμε στο φούρνο… και ουρά ο κόσμος… να περιμένει να πάρει λαμαρίνα… και να μπαίνουμε στη ουρά …για ώρα… και όταν βρισκόταν κάποια λαμαρίνα διαθέσιμη και μας την έδινε ο φούρναρης, αφού πάντα προηγουμένως το σημείωνε στο τεφτέρι του, να του λέμε…. «μα πιο καθαρή δεν υπάρχει;» για να παίρνουμε την γνωστή απάντηση… «δεν παρακαλάτε που βρήκατε έστω αυτή ….την καθαρίζετε σπίτι..»…. και πηγαίναμε σπίτι… και ξύναμε την επιφάνεια της με ένα μαχαίρι συνήθως για να φύγουν τα υπολείμματα από το προηγούντο ψήσιμο την πλέναμε και την δίναμε στις μανάδες μας για αλείψουν την επιφάνεια της με λάδι και να τοποθετήσουν τα κουλουράκια , τα τσουρέκια η τα καλλιτσούνια…
Μετά από κάμποση ώρα…. «παιδιά ελάτε να πάτε την λαμαρίνα στο φούρνο… έτοιμη είναι»… και σταματάγαμε το παιγνίδι στο χωματόδρομο για να πάμε την λαμαρίνα στο φούρνο… την πρώτη.. την δεύτερη , την τρίτη λαμαρίνα… και εκεί ουρά ο κόσμος… με λαμαρίνες…. και να μπλέκεται η ουρά με αυτούς που έπαιρναν τις λαμαρίνες με τα ψημένα… και να γίνεται ένας πανζουρλισμός… όλη η γειτονιά… και όταν φτάναμε στο πάγκο του φούρναρη ,για να αφήσουμε την λαμαρίνα αυτός μας έδινε χαρτάκια από εφημερίδες για να γράψουμε το όνομα μας να το βάλουμε στη λαμαρίνα να μην την μπερδέψουμε αργότερα με τις άλλες λαμαρίνες… με τα «πασχαλινά» των γειτόνων… 
για να φύγουμε αμέσως μετά… και πάλι στο χωματόδρομο.. στο πάρκο… στο παιγνίδι…
Για να ακούσουμε σε λίγη ώρα…. «παιδιά, πηγαίνετε στο φούρνο…. να φέρετε την λαμαρίνα…. μια ώρα πέρασε… να πάρτε και εφημερίδες να την πιάσετε… γιατί θα καίει»
Και να πάλι στο φούρνο… να ψάχνουμε σε μια στοίβα από καυτές η ζεστές απλώς λαμαρίνες την δική μας… αν βγήκε από το φούρνο… την πρώτη ..την δεύτερη η τρίτη λαμαρίνα της ημέρας… και να ακούμε το παραγιό του φούρναρη…. «σιγά καλέ, πως τις πιάνεις έτσι; κάηκες ε;… μα δεν προσέχεις.. τη βρήκες; …πιάστην καλά… και να την γυρίσεις αμέσως πίσω… βλέπεις τι γίνεται…»
Δυο – δυο τα παιδιά ,εμείς δηλαδή, να βαστάμε την λαμαρίνα , να την πηγαίνουμε σπίτι , να περιμένουμε να την αδειάσουν να την καθαρίσουν για να μας την δώσουν οι μανάδες μας, να την γυρίσουμε πίσω στο φούρνο… και πάντα να προσέχουμε όταν την γυρίζαμε να το πούμε στο φούρναρη να μας ξεχρεώσει, να μην μας την ζητά αργότερα, όταν μετά το Πάσχα πάντα έβλεπε να του λείπουν κάποιες …
Κάποιες φορές, ειδικά αργά το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όταν θα παίρναμε την λαμαρίνα , την πρώτη, τη δεύτερη, τη τρίτη με τα καλλιτσούνια, κρατάγαμε κάτι μεγάλες πλαστικές η εμαγιέ λεκάνες και βάζαμε τα καλλιτσούνια από τη λαμαρίνα στις λεκάνες και την λαμαρίνα δεν την πηγαίναμε καθόλου σπίτι…. γλυτώναμε έτσι ένα δρόμο… κρατούσαμε μαζί μας και κάτι μικρές σπάτουλες για να ξεκολλάμε τα ζεστά καλλιτσούνια από την λαμαρίνα…
Τα κουλουράκια, τα τσουρέκια, τις κουλούρες και τα καλλιτσούνια…. τα είχαμε πάντα σε λεκάνες…. συνήθως εμαγιέ…. και τα τρώγαμε για καιρό μετά από το Πάσχα…. συνήθως το πρωί με το γάλα η οι μεγαλύτεροι με το καφέ…
Και ποια λεκάνη εμαγιέ , αγαπούσα και θυμάμαι πιο πολύ ; 
… μα αυτή με τα καλλιτσούνια…. τα καλλιτσούνια της Λαμπρής…. παρακαλούσα να μην τελειώσει…. να κρατήσει όσο περισσότερο γίνεται…. γιατί τέτοια καλλιτσούνια μόνα τη Λαμπρή φτιάχναμε…. πότε άλλη εποχή… ποτέ άλλη εορτή… «αυτά τα καλλιτσούνια, είναι μόνο για τη Λαμπρή»… αυτή η πάγια απάντηση των μανάδων μας στις παρακλήσεις μας , να ψήσουν και σε άλλη στιγμή αυτά τα καλλιτσούνια… αυτά που τόσο μα τόσο, σε όλους μας άρεσαν..
Τα καλλιτσούνια της Λαμπρής…. φυλαγμένα σε λεκάνες εμαγιέ …για να μην χαλάσουν, έβαζαν οι μανάδες μας ανάμεσα τους φύλλα λεμονιάς…. για να μην χαλάσουν μα και για να πάρουν μια όμορφη μυρωδιά.. 
Εμαγιέ λεκάνες συνήθως φυλαγμένες στη κορυφή της ξύλινης ντουλάπας… για να μην τα φτάνουμε… για να μας τα δίνει αυτή…. σιγά – σιγά… 
Με φύλλα λεμονιάς μέσα…
Φύλλα λεμονιάς…
Φύλλα λεμονιάς για να θυμάσαι… 
να πονάς…

Ιωάννης Στεφανουδάκης 

Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Frank Zappa: Nice, Nice, Very Nice (Όμορφα, Όμορφα, Πολύ Όμορφα / ποίημα)




Nice, Nice, Very Nice.

Oh a sleeping drunkard
Up in Central Park,
And a lion hunter
In the jungle dark
And a Chinese dentist
and a British queen-
All fit together
In the same machine
Nice, nice, very nice
Nice, nice, very nice
so many different people
In the same device

Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα

Ω ένας κοιμισμένος μεθύστακας
πάνω στο κεντρικό πάρκο
κι ένας κυνηγός λιονταριών
στα βάθη της ζούγκλας
Κι ένας Κινέζος οδοντογιατρός
και μια Αγγλίδα βασίλισσα
όλοι μαζί ταιριάζουνε
στην ίδια μηχανή.
Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα
Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα
Όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα
τόσοι πολλοί άνθρωποι
στην ίδια μηχανή.

~

από το βιβλίο "Ποίηση Frank Zappa"
μετάφραση: Μάρκος Ρήγος
Οργανισμός Βιβλίου Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη




Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι, Συνομιλία με τον σύντροφο Λένιν



Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασε η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν –
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Το στόμα ανοιγμένο
στου λόγου το ξάναμμα
αναστραμμένο
του μουστακιού
το βουρτσάκι
μια σκέψη σφιγμένη
μες στις πτυχές της
πέρα πέρα
στο πελώριο μέτωπο.
Σαν
από κάτω
χιλιάδες να διαβαίνουν...
σημαίες, δάση...
τα χέρια σπαθόχορτα...
Σηκώνομαι,
χαρούμενη μου ήρθε μια σκέψη
να πάω
να τον χαιρετήσω
και να του πω:
«Σύντροφε Λένιν, σας αναφέρω
όχι ιεραρχίες και τέτοια –
της ψυχής πράγματα.
Σύντροφε Λένιν,
μια κόλαση η δουλειά μας
θα γίνει όμως –
γίνεται πες.
Κάνουμε διαφώτιση
ντένουμε τη φτώχεια και τη γύμνια
άνοδο σημειώνει η παραγωγή
σε κάρβουνο και μετάλλευμα.
Κοντά σε τούτα
πλήθος
βέβαια
μέγα πλήθος
από λογής
σκουπιδοτενεκέδες.
Σου βγαίνει η ψυχή
να τους κάνεις πέρα και να ρεύεσαι.
Πολλοί στην απουσία σας
σταυρώσανε τα χέρια.
Πληθαίνουν και πληθαίνουν
τζερεμέδες διάφοροι
βρίθουν εδώ στη γη μας
κι ολόγυρά της.
Αδύνατο
να τους μετρήσεις
και να τους ξεχωρίσεις με ονόματα.
Τύποι
ταινία ολόκληρη από δαύτους
ξεδιπλώνεται
γραφειοκράτες

κουλάκοι
κόλακες
αιρετικοί
μεθύστακες –
περνάνε και περνάνε
καμαρωτά
φουσκώνοντας τα στήθη
διάστικτα από κοντυλοφόρους
και των επαίνων τα διάσημα.
Εμείς
ασφαλώς
όλους θα τους μπαγλαρώσουμε
μα και πάλι
όλους να τους δέσεις
διαβολικά ‘ναι δύσκολο.
Σύντροφε Λένιν
στις καπνισμένες φάμπρικες
στη γη
από τα χιόνια σκεπασμένη
κι απ’ των σπαρτών τις καλαμιές
με τη δική σου,
σύντροφε,
καρδιά
και τ’ όνομά σου
σκεφτόμαστε
ανασαίνουμε
παλεύουμε και ζούμε!...»
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασ’ η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν –
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.

Για τη απόδοση της μορφή του Λένιν στην τέχνη ο Μαγιακόφσκι θα συγκρουστεί  συχνά με πολλούς. Γράφει ο ίδιος:

 Όταν διάβασα στον Βορόνσκι το ποίημα μου για τον Λένιν, υπογράμμισε ότι είναι λίγα τα σημεία όπου διαφαίνεται το «προσωπικό μου»στοιχείο.

«Λίγο βάλατε» είπε, «από τον εαυτό σας, δεν μας δώσατε έναν καινούργιο Λένιν».

Του απάντησα ότι για μας και ο παλιός ο Λένιν έχει αρκετή αξία ώστε να μην καταφεύγουμε σε υπερβολές, να μην πλάθουμε με την φαντασία μας κάποια καινούργια πράγματα πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Αναδημοσίευση από σχετικό αφιέρωμα στον Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι της σελίδας Kordatos.gr.,