Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Διήγημα: Οι λαμαρίνες, του Ιωάννη Στεφανουδάκη



ΟΙ ΛΑΜΑΡΙΝΕΣ

Οι γειτόνισσες μια μαζευόταν στο ένα σπίτι ,μια στο άλλο..
Όλες μαζί για τα τσουρέκια , τις κουλούρες, τα καλλιτσούνια η τα κουλουράκια της μίας…
Όλες μαζί για τα τσουρέκια, τα κουλούρες, τα καλλιτσούνια η τα κουλουράκια της άλλης..
Για κάποιες που έμεναν μόνες, υπήρχε άλλη διαδικασία..
Έφερναν τα υλικά τους, λίγο αλεύρι, μερικά αυγά ,μια συσκευασία ζάχαρης, λίγη μυζήθρα η λίγο σπανάκι, για να πάρουν μετά τα δικά τους «πασχαλινά» ,αυτά τα λίγα, γιατί μόνες έμεναν , από τα κουλουράκια, τις κουλούρες, τα τσουρέκια και τα καλλιτσούνια της γειτόνισσας που από βραδύς την βοήθησαν στις ετοιμασίες…
Έτσι που να κάνουν όλοι Πάσχα… Ανάσταση… οι φτωχοί και οι πλούσιοι της γειτονιάς, οι οικογένειες… οι μόνοι…
Και από την Μεγάλη Δευτέρα, άρχιζαν οι ετοιμασίες… τα μπακαλικάκια της γειτονιάς να κάνουν τις προμήθειες τους… να έχουν επάρκεια στο αλεύρι, τη ζάχαρη, το λάδι, τα αυγά , τη μυζήθρα, το γάλα , τα χόρτα και φυσικά το σπανάκι..
Οι νοικοκυρές έβγαζαν από την ντουλάπα την μηχανή για τα κουλουράκια , την καθάριζαν , την λάδωναν για τα κουλουράκια της Λαμπρής… Έκαναν τις προμήθειες τους για τα απαραίτητα υλικά και φρόντιζαν να έχουν σε κατάλληλο μέρος, ψηλά από για τα παιδιά, το ξύλο με το οποίο θα άνοιγαν το φύλλο για τα καλλιτσούνια η τις πίτες της Λαμπρής..
Στη γειτονιά, σε εκείνη την φτωχογειτονιά , όλα άλλαζαν την Μεγαλοβδόμαδα… ένας άλλος ρυθμός… και ήταν και οι ετοιμασίες… αυτές οι ετοιμασίες που όλα τα άλλαζαν..
Και το πρόγραμμα ήταν κάπως έτσι..
Πρώτα έφτιαχναν τα κουλουράκια, έπειτα τις κουλούρες και τα τσουρέκια και στο τέλος τα καλλιτσούνια.. η διαδικασία να αρχίζει Μεγάλη Τέταρτη το απόγευμα, πριν το Ευχέλαιο που όλοι πήγαιναν και να τελειώνει λίγες ώρες πριν κτυπήσουν οι καμπάνες για την Ανάσταση το Μεγάλο Σάββατο..
Ήταν ένας άλλος ρυθμός… μια άλλη εποχή… σε σπίτια χέρσα φτωχικά και χωματένιους δρόμους και σε ένα διάχυτο πένθος αλλά και προσμονής… όλοι αδέλφια... όλοι μια οικογένεια..
Πάντα σε χειμερινή ώρα ,πάντα σε ένα χειμώνα που ακόμα υπήρχε… με βροχή συχνά…. με κρύο… λες και πάντα το Πάσχα έπεφτε στην αρχή στην είσοδο της Άνοιξης..
Και οι δύο φούρνοι της γειτονιάς να δουλεύουν πυρετωδώς με αποκορύφωμα την Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο που όλοι βοηθούσαν να τα βγάλουν οι φουρνάρηδες πέρα…
Εμείς παιδιά τότε να χαιρόμαστε τις διακοπές του Πάσχα… όλη την μέρα… μα όλη στο Πάρκο στους χωματόδρομους.. και με το νύκτωνε να πηγαίνουμε στις λειτουργίες πάντα με την Σύναψη στα χέρια… όλα μαζί σε μια γωνιά της εκκλησίας…
Και η βοήθεια μας στις ετοιμασίες , ποια ήταν;
Μα φυσικά οι λαμαρίνες… να είμαστε στο δρόμο και να μας φωνάζουν οι μανάδες μας… 
«-Πηγαίνετε καλέ, να φέρετε λαμαρίνες από το φούρνο….. γιατί σε λίγο τα κουλουράκια είναι έτοιμα… και να κοιτάξετε να είναι καθαρές…. μην τυχόν και θέλουν καθάρισμα…»..
Και εμείς να πηγαίνουμε στο φούρνο… και ουρά ο κόσμος… να περιμένει να πάρει λαμαρίνα… και να μπαίνουμε στη ουρά …για ώρα… και όταν βρισκόταν κάποια λαμαρίνα διαθέσιμη και μας την έδινε ο φούρναρης, αφού πάντα προηγουμένως το σημείωνε στο τεφτέρι του, να του λέμε…. «μα πιο καθαρή δεν υπάρχει;» για να παίρνουμε την γνωστή απάντηση… «δεν παρακαλάτε που βρήκατε έστω αυτή ….την καθαρίζετε σπίτι..»…. και πηγαίναμε σπίτι… και ξύναμε την επιφάνεια της με ένα μαχαίρι συνήθως για να φύγουν τα υπολείμματα από το προηγούντο ψήσιμο την πλέναμε και την δίναμε στις μανάδες μας για αλείψουν την επιφάνεια της με λάδι και να τοποθετήσουν τα κουλουράκια , τα τσουρέκια η τα καλλιτσούνια…
Μετά από κάμποση ώρα…. «παιδιά ελάτε να πάτε την λαμαρίνα στο φούρνο… έτοιμη είναι»… και σταματάγαμε το παιγνίδι στο χωματόδρομο για να πάμε την λαμαρίνα στο φούρνο… την πρώτη.. την δεύτερη , την τρίτη λαμαρίνα… και εκεί ουρά ο κόσμος… με λαμαρίνες…. και να μπλέκεται η ουρά με αυτούς που έπαιρναν τις λαμαρίνες με τα ψημένα… και να γίνεται ένας πανζουρλισμός… όλη η γειτονιά… και όταν φτάναμε στο πάγκο του φούρναρη ,για να αφήσουμε την λαμαρίνα αυτός μας έδινε χαρτάκια από εφημερίδες για να γράψουμε το όνομα μας να το βάλουμε στη λαμαρίνα να μην την μπερδέψουμε αργότερα με τις άλλες λαμαρίνες… με τα «πασχαλινά» των γειτόνων… 
για να φύγουμε αμέσως μετά… και πάλι στο χωματόδρομο.. στο πάρκο… στο παιγνίδι…
Για να ακούσουμε σε λίγη ώρα…. «παιδιά, πηγαίνετε στο φούρνο…. να φέρετε την λαμαρίνα…. μια ώρα πέρασε… να πάρτε και εφημερίδες να την πιάσετε… γιατί θα καίει»
Και να πάλι στο φούρνο… να ψάχνουμε σε μια στοίβα από καυτές η ζεστές απλώς λαμαρίνες την δική μας… αν βγήκε από το φούρνο… την πρώτη ..την δεύτερη η τρίτη λαμαρίνα της ημέρας… και να ακούμε το παραγιό του φούρναρη…. «σιγά καλέ, πως τις πιάνεις έτσι; κάηκες ε;… μα δεν προσέχεις.. τη βρήκες; …πιάστην καλά… και να την γυρίσεις αμέσως πίσω… βλέπεις τι γίνεται…»
Δυο – δυο τα παιδιά ,εμείς δηλαδή, να βαστάμε την λαμαρίνα , να την πηγαίνουμε σπίτι , να περιμένουμε να την αδειάσουν να την καθαρίσουν για να μας την δώσουν οι μανάδες μας, να την γυρίσουμε πίσω στο φούρνο… και πάντα να προσέχουμε όταν την γυρίζαμε να το πούμε στο φούρναρη να μας ξεχρεώσει, να μην μας την ζητά αργότερα, όταν μετά το Πάσχα πάντα έβλεπε να του λείπουν κάποιες …
Κάποιες φορές, ειδικά αργά το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όταν θα παίρναμε την λαμαρίνα , την πρώτη, τη δεύτερη, τη τρίτη με τα καλλιτσούνια, κρατάγαμε κάτι μεγάλες πλαστικές η εμαγιέ λεκάνες και βάζαμε τα καλλιτσούνια από τη λαμαρίνα στις λεκάνες και την λαμαρίνα δεν την πηγαίναμε καθόλου σπίτι…. γλυτώναμε έτσι ένα δρόμο… κρατούσαμε μαζί μας και κάτι μικρές σπάτουλες για να ξεκολλάμε τα ζεστά καλλιτσούνια από την λαμαρίνα…
Τα κουλουράκια, τα τσουρέκια, τις κουλούρες και τα καλλιτσούνια…. τα είχαμε πάντα σε λεκάνες…. συνήθως εμαγιέ…. και τα τρώγαμε για καιρό μετά από το Πάσχα…. συνήθως το πρωί με το γάλα η οι μεγαλύτεροι με το καφέ…
Και ποια λεκάνη εμαγιέ , αγαπούσα και θυμάμαι πιο πολύ ; 
… μα αυτή με τα καλλιτσούνια…. τα καλλιτσούνια της Λαμπρής…. παρακαλούσα να μην τελειώσει…. να κρατήσει όσο περισσότερο γίνεται…. γιατί τέτοια καλλιτσούνια μόνα τη Λαμπρή φτιάχναμε…. πότε άλλη εποχή… ποτέ άλλη εορτή… «αυτά τα καλλιτσούνια, είναι μόνο για τη Λαμπρή»… αυτή η πάγια απάντηση των μανάδων μας στις παρακλήσεις μας , να ψήσουν και σε άλλη στιγμή αυτά τα καλλιτσούνια… αυτά που τόσο μα τόσο, σε όλους μας άρεσαν..
Τα καλλιτσούνια της Λαμπρής…. φυλαγμένα σε λεκάνες εμαγιέ …για να μην χαλάσουν, έβαζαν οι μανάδες μας ανάμεσα τους φύλλα λεμονιάς…. για να μην χαλάσουν μα και για να πάρουν μια όμορφη μυρωδιά.. 
Εμαγιέ λεκάνες συνήθως φυλαγμένες στη κορυφή της ξύλινης ντουλάπας… για να μην τα φτάνουμε… για να μας τα δίνει αυτή…. σιγά – σιγά… 
Με φύλλα λεμονιάς μέσα…
Φύλλα λεμονιάς…
Φύλλα λεμονιάς για να θυμάσαι… 
να πονάς…

Ιωάννης Στεφανουδάκης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου