Η τριλογία της ΜασσαλίαςΤο μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας. Το τσούρμο. Soléa Ζαν - Κλωντ Ιζζό μετάφραση: Ριχάρδος Σωμερίτης, Αλέξης Εμμανουήλ Πόλις, 2011 797 σελ. ISBN 978-960-435-321-7, [Κυκλοφορεί] Τιμή |
Η Μασσαλία, με το λιμάνι και τους ανθρώπους της, τους δρόμους και τα κορίτσια της, εκεί όπου διασταυρώνονται Γάλλοι ρατσιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φανατικοί ισλαμιστές, ενώ η σκιά της Μαφίας απλώνεται παντού, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για νουάρ ιστορίες.
Και ο ήρωας, γεμάτος αμφιβολίες για τον εαυτό του, πάντα αποφασισμένος να φτάσει ώς το τέλος, συνεχίζει την περιπλάνηση του στους δρόμους της χαμένης αθωότητας. Παλεύοντας μεταξύ νοσταλγίας και ανταρσίας, δρα για χάρη της συντροφικότητας και της φιλίας με την ίδια πάντοτε ανθρωπιά.
Ο Ιζζό, τέκνο της "λαθρομετανάστευσης" κι αυτός, όπως και ο Ζιντάν, χάρισε στην πόλη του κάτι που η πόλη του τού ανταποδίδει τώρα με αγάπη και ευγνωμοσύνη: μια νέα εικόνα, μια νέα ζωή. Ένα μύθο. "Ζηλεύω τη Μασσαλία. Πολύ θα το 'θελα να βρω μια μέρα το μπαρ του Φονφόν -καλή του ώρα- και να του φωνάξω: "Patron, un pastis!". Στη μνήμη του Ιζζό.
(από το επίμετρο του Ριχάρδου Σωμερίτη)
Ζητήματα
τιμής
Τα μυθιστορήματα του Ζαν - Κλωντ Ιζζό διαδραματίζονται
στη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Γαλλίας, τη Μασσαλία, και πρωταγωνιστής τους
είναι ένας αστυνομικός, ο Φαμπιό Μοντάλ. O Ιζζό ονόμασε τον ήρωά του Μοντάλ
αποτίοντας έτσι φόρο τιμής στο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, αλλά και στον ιταλό
ποιητή Eugenio Montale.[ii] Ο Φαμπιό Μοντάλ, του
οποίου οι γονείς ήταν ιταλοί μετανάστες, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μεταπολεμική
Μασσαλία, στην εργατική και πολυεθνική συνοικία του Πανιέ. Σε νεαρή ηλικία, μαζί
με τους φίλους του, τον Manu, γιo μεταναστών από τη Βαρκελώνη,
και τον Ουγκό, γιo μεταναστών από τη Νάπολη, άρχισε να επιδίδεται σε
μικροεγκληματικές δραστηριότητες. Σοκαρισμένος μετά από ένα βίαιο επεισόδιο,
κατετάγη στον αποικιακό στρατό στο Τζιμπουτί και στη συνέχεια στο αστυνομικό
σώμα. Δεν έγινε ποτέ όμως ένας τυπικός αστυνομικός. Όπως σχολιάζει ο Hewitt, “παρά την ταπεινή του
καταγωγή, ο Μοντάλ έχει συσσωρεύσει ένα ασυνήθιστα πλούσιο φορτίο πολιτιστικών
γνώσεων”.[iii]
Όπως ο Σάλβο Μονταλμπάνο, ο σικελός πρωταγωνιστής των αστυνομικών μυθιστορημάτων
του Αντρέα Καμιλλέρι, απολαμβάνει το διάβασμα, ο Μοντάλ είναι ειδικός στη
μουσική.[iv]
Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, ο πρωταγωνιστής περιγράφει
τον εαυτό του:
«Μ’
άρεσε το ψάρεμα και η σιγή. Να περπατάω στους γύρω λόφους. Να πίνω δροσερό
Κασίς. Και αργά τη νύχτα, Lagavulin ή Oban. Μιλούσα λίγο. Είχα
όμως άποψη για όλα. Για τη ζωή, για το θάνατο. Για το Καλό, το Κακό. Ο κινηματογράφος
ήταν το πάθος μου. Όσο και η μουσική.»[v]
Όταν
μπήκε στην αστυνομία, ο Φαμπιό Μοντάλ είχε συνειδητά αποφασίσει να αφήσει πίσω του
τη ζωή του εγκληματία. Παρόλ’ αυτά, η στάση του απέναντι στους θεσμούς, την
αστυνομία, το κράτος και το δικαστικό σύστημα είναι προβληματική. Το κίνητρό του
για να εμπλακεί σε μια έρευνα έχει πάντα καθαρά προσωπικό χαρακτήρα. Στην Τριλογία της Μασσαλίας, τα θύματα είναι φίλοι,
συγγενείς, ερωτικοί σύντροφοι ή νεαρές μετανάστριες που ο πρωταγωνιστής νιώθει
ιδιαίτερα κοντά τους όντας και ο ίδιος μετανάστης δεύτερης γενιάς. Ο Μοντάλ ερευνά επειδή θέλει να καταλάβει. Επιπλέον,
επιζητά την εκδίκηση για χάρη της αγάπης και της τιμής, «την τιμή της νιότης
μας, της αμοιβαίας φιλίας μας. Και των αναμνήσεων».[vi] Στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, λόγου χάριν,
ερευνά τη βίαιη δολοφονία ενός από τους παιδικούς του φίλους, του Ουγκό, αλλά και
το βιασμό και το θάνατο της Λεϊλά, μιας νεαρής
γυναίκας αραβικής καταγωγής με την οποία είχε δημιουργήσει μια ιδιαίτερη τρυφερή
σχέση. Στο Τσούρμο, ο Μοντάλ, που έχει πλέον εγκαταλείψει την αστυνομία,
αναγκάζεται να ξαναμπεί σε δράση όταν ο γιος της αγαπημένης του ξαδέρφης, ο
έφηβος Γκουιτού, εξαφανίζεται. Όσο για το
Soléa, η Μπαμπέτ, πρώην ερωμένη και νυν καλή φίλη του Μοντάλ,
βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο, όταν μπαίνει στο στόχο της ιταλικής Μαφίας
εξαιτίας των δημοσιογραφικών της ερευνών. Και στα τρία μυθιστορήματα, καμία
έρευνα δεν ανατίθεται επίσημα στο Φαμπιό Μοντάλ. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν
κάνει τίποτα διαφορετικό από το να προστατεύει τα αγαπημένα του πρόσωπα ή να
παίρνει εκδίκηση στο όνομά τους.
Καθώς αγωνίζεται να καταλάβει, απελπίζεται.
Είναι ένας άντρας μόνος που παλεύει να «ασκήσει ακόμα και ελάχιστο έλεγχο στο
χάος της σύγχρονης ύπαρξης»,[vii] με άλλα λόγια, ένας
αρχετυπικός νουάρ ήρωας. Στο Μαύρο Τραγούδι
της Μασσαλίας, ο Μοντάλ συνειδητοποιεί την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται:
«Είχα μείνει μόνος και θα έκανα βουτιά στα σκατά».[viii] Η απογοήτευση του
Μοντάλ δεν έχει να κάνει μόνο με την προσωπική του εμπλοκή σε βίαιες υποθέσεις αλλά
και με τη σκοτεινή πραγματικότητα που τον περιτριγυρίζει. Με τα δικά του λόγια:
«Τίποτα
δεν καταλάβαινα πια. Ήμουν νοκ-άουτ. Το μίσος και η βία. Οι κακοποιοί, οι
μπάτσοι, οι πολιτικάντηδες. Με λίπασμα την μιζέρια, την ανεργία, το ρατσισμό.
Με ζωύφια πιασμένα σε ιστό αράχνης μοιάζαμε όλοι μας. Παλεύαμε να ξεφύγουμε,
ήταν σίγουρο όμως ότι θα μας έτρωγε τελικά η αράχνη.»[ix]
Στην πράξη, αυτές ακριβώς είναι οι θεματικές που απασχολούν τον Ιζζό στην Τριλογία του: το οργανωμένο έγκλημα, η πολιτική διαφθορά, η φτώχεια, ο ρατσισμός. Η αστυνομία και το δικαστικό σύστημα φαίνονται να είναι θεσμοί διεφθαρμένοι και αναξιόπιστοι. Ο Μοντάλ δεν εγκρίνει τις μεθόδους της αστυνομίας, ειδικά όταν πρόκειται για την εγκληματικότητα των νεαρών μεταναστών των βορείων προαστίων της πόλης. Όσο για την άποψή του για τη δικαιοσύνη, έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε αυτή. Όπως ισχυρίζεται η Claire Gorrara, στην Τριλογία της Μασσαλίας, ο Ιζζό εκθέτει έντεχνα μια «καλοδουλεμένη κριτική της καπιταλιστικής κουλτούρας της εποχής του»[x]. Για τον Edmund J.Smith, από την άλλη, η Τριλογία μπορεί να διαβαστεί ως ένα κείμενο έντονα πολιτικό, λόγω της συνειδητής άμεσης και έμμεσης κριτικής της σύγχρονης Γαλλίας που ασκείται μέσα από τα μυθιστορήματα.[xi] Η κριτική αυτή φανερώνει επιπλέον την επιρροή του néo-polar κινήματος στα μυθιστορήματα της Τριλογίας. Η παρουσίαση του κράτους ως ενός διεφθαρμένου συστήματος σε συνεργασία με το οργανωμένο έγκλημα, η κατασκευή του κεντρικού χαρακτήρα ως αποδιοπομπαίου τράγου και η απαισιοδοξία που διέπει συνολικά την Τριλογία είναι επιπλέον στοιχεία που αποδεικνύουν την néo-polar επιρροή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έχουμε να κάνουμε με néo-polar μυθιστορήματα. Η έμφαση στην προσωπική κρίση του Μοντάλ και στις υπαρξιακές του περιπέτειες δεν μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε τον Ζαν - Κλωντ Ιζζό παρά μόνο ως έναν ‘’απόγονο’’ του néo-polar.
(η
ΣΗΜΕΙΟ αναφοράς για τους λάτρεις των νουάρ, η «Τριλογία της Μασσαλίας» του Ζαν-Κλοντ Ιζό βρίσκει ξανά μια θέση στις προθήκες, επιτρέποντας σε μια νέα γενιά αναγνωστών ν' ανακαλύψει, συγκεντρωμένα σ' έναν τόμο, τα τρία κορυφαία μυθιστορήματα του γάλλου συγγραφέα που μας σύστησαν οι εκδόσεις «Πόλις» λίγο πριν από το θάνατό του, το 2000, από καρκίνο, σε ηλικία μόλις 55 ετών: «Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», «Το τσούρμο» και «Solea» (μετ. Ρ. Σωμερίτης, Α. Εμμανουήλ). Και στα τρία πρωταγωνιστεί ο ευαίσθητος επιθεωρητής Φαμπιό Μοντάλ, βέρος Μαρσεγέζος όπως κι ο πνευματικός του πατέρας, διαποτισμένος από τις μυρωδιές της μούχλας και της αλμύρας που αναδίδει το μεγάλο μεσογειακό λιμάνι, επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης στα πλημμυρισμένα από μετανάστες προάστιά του, και αρκούντως υποψιασμένος για τις αμαρτίες όλων των φυλών που συνυπάρχουν σ' αυτό το σταυροδρόμι πολιτισμών, το αποκαλούμενο -αλίμονο- και «γαλλικό Σικάγο» λόγω της μακράς του παράδοσης στο οργανωμένο έγκλημα.
Γιος ενός ιταλού μπάρμαν και μιας ισπανίδας μοδίστρας, ο Ζαν-Κλοντ Ιζό αποφοίτησε από τεχνική σχολή μεταλλουργών, έκανε το στρατιωτικό του στο Τζιμπουτί, προσχώρησε στο γαλλικό Κ.Κ., εργάστηκε ως αρχισυντάκτης και αρθρογράφος της αριστερής «Λα Μαρσεγέζ» και έπειτα από είκοσι χρόνια αφοσίωσης στον κομμουνισμό και τη δημοσιογραφία, έπιασε να ταξιδεύει και να γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ωσπου, το 1995, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός εκδοτικού φαινομένου, καθώς, από τα δεκάδες νουάρ που κυκλοφορούσαν από τον «Γκαλιμάρ» εκείνη τη χρονιά, μόνο το δικό του, το «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» έγινε μπεστ-σέλερ, και μάλιστα εν μέσω άφθονων εγκωμίων από τους λογοτεχνικούς κριτικούς.
Κρίση, ανεργία, ανασφάλεια, ναρκωτικά, μαφιόζικες πρακτικές με ευρωπαϊκές διασυνδέσεις, τεράστια πολεοδομικά συγκροτήματα βυθισμένα στη μιζέρια, άραβες και μαύροι μετανάστες που παρά τη γαλλική τους υπηκοότητα νιώθουν εσαεί καταδικασμένοι στο κοινωνικό περιθώριο, διαπλεκόμενοι πολιτικοί, ακροδεξιά μορφώματα, φανατικοί ισλαμιστές, ρατσιστικές επιθέσεις, ξενοφοβικές προκαταλήψεις... Γι' αυτά μιλάει ο Ιζό, δανείζοντας τη φωνή και τα προσωπικά του διλήμματα στον μοναχικό επιθεωρητή Μοντάλ.
Ο τελευταίος έχει δει τους παιδικούς φίλους να πληρώνουν με τη ζωή τους τα πάρε δώσε τους με τον υπόκοσμο, έχει δει κάμποσες παλιές του αγάπες να τον εγκαταλείπουν, ενώ κι η καριέρα του στο αστυνομικό σώμα ήταν σαν μια σκάλα που την κατέβαινε ανάποδα, εξαιτίας της ανιδιοτέλειας και του ρομαντισμού του. Εραστής της τζαζ, της ποίησης, του ψαρέματος, των λιτών γεύσεων, του παστίς και του καπνού, αξιολάτρευτος μέσα στη μελαγχολία, τις αμφιβολίες και τη νοσταλγική διάθεσή του, το alter ego του Ιζό δεν σταματάει με τον τρόπο του ν' αναρωτιέται: Πώς μπορούμε να οργανωθούμε, ηθικά και πρακτικά, για να παραμείνουμε άνθρωποι μπροστά στο μίσος και τη βία; Πώς μένει κανείς πιστός σε αξίες όπως η φιλία, η συντροφικότητα, η εντιμότητα μέσα σ' έναν κόσμο άδικο, άγριο και διεφθαρμένο;
Ολοκληρώνοντας τη μαρσεγέζικη τριλογία του, ανάμεσα σ' εκείνους που οδηγούσε στον θάνατο ο Ιζό ήταν κι ο Μοντάλ ο ίδιος. «Υποψιάζομαι», γράφει ο Ρ. Σωμερίτης στο επίμετρο της έκδοσης, «πως ο συγγραφέας δεν είχε τόσο την πρόθεση να σεβαστεί τα πρότυπα του ρομάν νουάρ, όσο να μας στείλει ένα ακόμα, προσωπικό όμως πλέον, έμμεσο και διακριτικό μήνυμα: χάνομαι!... Αυτό το μήνυμα συνοδεύει, και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, το άλλο, το γενικό, το άμεσο, που τόσο έντονα μας μεταδίδει το «Solea»: Χανόμαστε. Το διεθνές πια και οργανωμένο έγκλημα σε μια ήδη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία έχει εισβάλει στις δημοκρατίες μας, έχει κυριεύσει τις οικονομίες μας, έχει προωθήσει τη γενίκευση της διαφθοράς παντού, σε όλα τα επίπεδα. Σε πλήρη συνεργία, ακούσια και κυρίως εκούσια, με την πολιτική και οικονομική "νομιμότητα"...»
Κοινωνική τοιχογραφία όπου η μαυρίλα εναλλάσσεται με την τρυφερότητα και τα πιο ποταπά εγκλήματα με τα υψηλότερα ιδανικά, η «Τριλογία της Μασσαλίας» δεν εξασφαλίζει απλώς μερικές ώρες ευχάριστης ανάγνωσης. Μας ωθεί να προβληματιστούμε και για όσα συμβαίνουν γύρω μας, με οδηγό έναν αλησμόνητο ήρωα, που, είτε γυρεύει εκδίκηση είτε απόδοση δικαιοσύνης, κουβαλά μέσα του έναν όλο και πιο δυσεύρετο ουμανισμό.