|
Η εξέγερση των Γερμανών ναυτών στο Κίελο το 1918 |
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας σεισμός που άλλαξε την όψη
του κόσμου. Στη δεκαπενταετία που προηγήθηκε από το ξέσπασμά του,
προσεισμικές δονήσεις προανήγγελλαν τον μεγάλο σεισμό. Ο καπιταλισμός
παγκόσμια έμπαινε σε μια νέα φάση από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο
ανταγωνισμός της «ελεύθερης αγοράς» έδινε τη θέση του στον ανταγωνισμό
των κανονιών και των θωρηκτών. Κάθε άρχουσα τάξη που φιλοδοξούσε να
κάνει μπίζνες σε διεθνές επίπεδο χρειαζόταν την οικονομική και
στρατιωτική ισχύ του κράτους της για να βάλει στην άκρη τους
ανταγωνιστές της.
Η πρώτη σύγκρουση που κέρδισε τα φώτα της παγκόσμιας δημοσιότητας
ήταν ο Ρωσο-Ιαπωνικός Πόλεμος από τον Φλεβάρη του 1904 μέχρι τον
Σεπτέμβρη του 1905. Οι μάχες και οι ναυμαχίες του πολέμου εκτυλίχτηκαν
στην Κίνα (Μαντσουρία) και στην Κορέα –κανείς δεν ρώτησε ούτε τους
Κινέζους ούτε τους Κορεάτες.
Η Ρωσία και η Ιαπωνία ανταγωνίζονταν ποια από τις δυο θα εντάξει την
Κορέα στην «σφαίρα επιρροής» της. Κατ’ επέκταση, η σύγκρουση αφορούσε
την Κίνα. Ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος, μια πανάρχαια Αυτοκρατορία, αλλά
βρισκόταν σε τέτοια παρακμή ώστε όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις άρπαζαν με τη
μια δικαιολογία ή την άλλη ένα κομμάτι της ή αποσπούσαν «προνομιακή»
μεταχείριση για τις εταιρείες και τα προϊόντα τους. Την αρχή την είχε
κάνει η Βρετανία.
Όμως, από τα τέλη του 19ου η Ιαπωνία μετατρεπόταν σε μια υπολογίσιμη
βιομηχανική και στρατιωτική δύναμη. Το 1894-95 είχε ταπεινώσει την Κίνα
σε ένα σύντομο πόλεμο. Κατόπιν ήρθε η σειρά της Ρωσίας. Ήταν η πρώτη
φορά που μια ασιατική χώρα είχε νικήσει μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη.
«Πρόβα τζενεράλε»
Η ήττα στον πόλεμο έφερε την επανάσταση του 1905 στην Ρωσία, την
«πρόβα τζενεράλε» της επανάστασης του 1917. Είχε κι άλλες συνέπειες. Ο
πόλεμος τέλειωσε με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ. Ο αμερικάνικος καπιταλισμός
γινόταν παγκόσμια δύναμη πλέον. Η Ρώσικη Αυτοκρατορία αδυνάτισε τρομερά.
Μετά την ήττα της επανάστασης άρχισε να επανεξοπλίζεται, αλλά ο δρόμος
προς την ανατολή ήταν κλειστός. Η τσαρική διπλωματία τα βρήκε με την
Βρετανία για τις σφαίρες επιρροής τους στην Περσία (το σημερινό Ιράν)
και έστρεψε την προσοχή της στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Ενώ ο πόλεμος στην Ασία έμπαινε στις τελικές φάσεις του, μια
διπλωματική κρίση έφερε την Γαλλία και την Γερμανία στα πρόθυρα του
πολέμου. Ήταν η Πρώτη Μαροκινή Κρίση ή «Κρίση της Ταγγέρης», πόλης του
Μαρόκο. Ξεκίνησε με την επίσκεψη του Κάιζερ (αυτοκράτορα) της Γερμανίας
στη Ταγγέρη όπου έβγαλε πύρινους λόγους υπέρ της Μαροκινής ανεξαρτησίας.
Οι κόντρες ανάμεσα σε γαλλικές και γερμανικές εταιρείες για την
εκμετάλλευση των κοιτασμάτων σιδήρου της χώρας ήταν ένας λόγος της
κρίσης. Αλλά δεν περιορίζονταν σε αυτό. Οι κινήσεις της Γερμανίας ήταν
μια υπολογισμένη πρόκληση στην Γαλλία που είχε θέσει το Μαρόκο υπό την
«προστασία» της. Η Γερμανία διεκδικούσε τη «δική της θέση στον ήλιο»
στην Αφρική –δηλαδή στο μοίρασμά της σε αποικίες.
Σφήνα
Επίσης, η γερμανική κυβέρνηση ήθελε να βάλει μια σφήνα ανάμεσα στη
γαλλική και τη βρετανική: το 1898 οι δυο χώρες παραλίγο να συγκρουστούν
για τον έλεγχο της Ανατολικής Αφρικής, στο «Επεισόδιο της Φασόντα» (μια
μικρή σουδανική πόλη). Όμως, από το 1904 είχαν ξεκινήσει την προσέγγισή
τους, με την υπογραφή της Entente Cordiale (Εγκάρδια Συνεννόηση).
Τελικά, με τις Συμφωνίες της Αλτζεσίρας, η Γαλλία κράτησε τον έλεγχο
του Μαρόκο. Όμως, αυτό ήταν μόνο ο πρώτος γύρος. Την άνοιξη του 1911
ξέσπασε η Δεύτερη Μαροκινή Κρίση. Η Γαλλία έστειλε στρατό στο Μαρόκο κι η
Γερμανία απάντησε στέλνοντας ένα πολεμικό πλοίο, την κανονιοφόρο
Πάνθηρ, στο λιμάνι του Αγαδίρ. Οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις υποστήριξαν την
Γαλλία που τελικά επικράτησε.
Όμως, για την ιταλική άρχουσα τάξη η επικράτηση της Γαλλίας στην
βόρειο Αφρική χτύπησε καμπανάκι. Τον Σεπτέμβρη επιτέθηκε στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία και κατέλαβε τη σημερινή Λιβύη. Ο πόλεμος ήταν άγριος, με
μαζικές σφαγές «ιθαγενών». Συνεχίστηκε και το 1912 και τέλειωσε με την
ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με την σειρά του αυτός ο πόλεμος ήταν το σήμα ότι ο «Μεγάλος Ασθενής»
ήταν στα τελευταία του κι είχε έρθει η ώρα να μοιραστεί η κληρονομιά
του. Η Βουλγαρία και η Σερβία υπέγραψαν μια μυστική συμφωνία το 1911 με
τις ευλογίες της Ρωσίας για πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το
1912 σε αυτή την συμμαχία μπήκε κι η Ελλάδα, είχε να προσφέρει τον
στόλο της στην κοινή προσπάθεια. Έτσι άνοιξε η αυλαία για τους
Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.
Όλοι οι ανταγωνισμοί, τα παζάρια και οι ρευστές συμμαχίες των Μεγάλων
Δυνάμεων επικεντρώθηκαν στα Βαλκάνια. Στις 28 Ιούνη του 1914 μια ομάδα
νεαρών Σέρβων εθνικιστών δολοφόνησαν τον Αρχιδούκα Φερδινάνδο, διάδοχο
του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, και τη σύζυγό του στο Σεράγεβο της
Βοσνίας.
Ήταν μια ακόμα διεθνής κρίση σαν κι αυτές που είχαν φτάσει στο παρά
πέντε του πολέμου τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, κάθε τέτοιος «ειρηνικός
διακανονισμός» γινόταν ο πρόλογος της επόμενης αναμέτρησης.
Και αυτή τη φορά, ο πόλεμος ήρθε. Η Αυστροουγγαρία θα έχανε κάθε
επιρροή αν δεν κήρυττε τον πόλεμο στην Σερβία. Η Ρωσία δεν μπορούσε να
αφήσει τον ανταγωνιστή της να κυριαρχήσει. Η Γερμανία δεν μπορούσε να
μείνει αμέτοχη: ο χρόνος δούλευε εις βάρος της, η Ρωσία θα την
ξεπερνούσε στην κούρσα των εξοπλισμών στα επόμενα δυο χρόνια. Η Γαλλία
στήριζε με δάνεια, επενδύσεις και όπλα την Ρωσία σαν αντίβαρο στην
Γερμανία. Είχαν υπογράψει στρατιωτικές συνθήκες. Και η Βρετανία δεν
μπορούσε να αφήσει την Γερμανία να κυριαρχήσει στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Τον Απρίλη του 1917 ένας βουλευτής της αντιπολίτευσης έθετε το
ρητορικό ερώτημα, στο γερμανικό κοινοβούλιο: «Μήπως ο κύριος Καγκελάριος
επιθυμεί ο γερμανικός λαός να καταλήξει να μιλάει ρωσικά;». Προφανώς ο
κύριος Καγκελάριος (πρωθυπουργός) δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Όμως, δεν
ήθελε και δεν μπορούσε να σταματήσει τον πόλεμο.
Η «ρώσικη απειλή» ήταν το κύριο επιχείρημα της γερμανικής κυβέρνησης
το 1914. Η ηγεσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έλεγε τα ίδια με τη
δική της γλώσσα: αν δεν στηρίξουμε την πατρίδα την ώρα του κινδύνου, θα
νικήσει η Ρωσία του Τσάρου και αυτό θα σημάνει καταστροφή όλων των
οργανώσεων και κατακτήσεων της εργατικής τάξης.
Η επανάσταση στην Ρωσία που ανέτρεψε τον Τσάρο τον Φλεβάρη του 1917
(Μάρτη, με το νέο ημερολόγιο) έδωσε ένα τρομερό πλήγμα σε όλα αυτά τα
επιχειρήματα. Τον Τσάρο δεν τον ανέτρεψαν οι γερμανικές ξιφολόγχες, αλλά
οι εργάτες της «Αγίας» Πετρούπολης. Μήπως πρέπει «να το κάνουμε όπως οι
Ρώσοι;» -αυτό ήταν ερώτημα που άρχισε να ακούγεται από τα χαρακώματα
μέχρι τα εργοστάσια σε όλη την Ευρώπη.
Τον Απρίλη του 1917 περίπου τριακόσιες χιλιάδες εργάτες κατέβηκαν σε
απεργία στο Βερολίνο, ενάντια στις ελλείψεις τροφίμων και ενάντια στον
πόλεμο. Το καλοκαίρι ένα κύμα ανταρσιών σάρωσε τον γαλλικό στρατό. Στο
Τορίνο της Ιταλίας γενική απεργία και συγκρούσεις με τον στρατό –πάλι
για ψωμί και ενάντια στον πόλεμο. Η Ευρώπη έπαιρνε φωτιά.
Η επανάσταση στην Ρωσία ξεκίνησε από τις εργάτριες της Πετρούπολης
που κατέβηκαν σε διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο και στις ελλείψεις
τροφίμων, με αφορμή τη Διεθνή Μέρα της Γυναίκας. Οι εργάτριες
«παρέσυραν» τους εργάτες σε μια γενική απεργία και όλοι μαζί κέρδισαν
τους φαντάρους της φρουράς στο πλευρό τους. Οι φαντάροι σιχαίνονταν τον
πόλεμο.
Η ανατροπή του Τσάρου ήταν το πρώτο βήμα. Η Ρωσία έγινε το πιο
ελεύθερο κράτος του κόσμου, με την πιο αριστερή κυβέρνηση του κόσμου.
Όμως, ο πόλεμος συνεχιζόταν, στο όνομα της «δημοκρατίας» αυτή τη φορά.
Οι καπιταλιστές κέρδιζαν και οι εργάτες υπέφεραν. Οι αγρότες έβλεπαν
τους γιους τους να πεθαίνουν στα μέτωπα, αλλά εξακολουθούσαν να μην
έχουν γη.
Η επανάσταση συνεχιζόταν: στα εργοστάσια με τις εργατικές επιτροπές
και τα συνδικάτα να επιβάλλουν το δικό τους έλεγχο. Στην ύπαιθρο με τους
αγρότες να καίνε τα αρχοντικά των ευγενών και να μοιράζουν τη γη. Στα
μέτωπα, με τους φαντάρους να αρνούνται να εκτελέσουν τις διαταγές των
αξιωματικών.
Η λέξη σοβιέτ (συμβούλια) άρχισε να μεταφράζεται από τα ρώσικα σε
όλες τις γλώσσες της Ευρώπης. Αυτή η μορφή οργάνωσης, με αιρετούς και
ανακλητούς αντιπροσώπους είχε πρωτογεννηθεί στην επανάσταση του 1905.
Ξεκίνησε σαν απεργιακή επιτροπή και έγινε η πολιτική έκφραση της
εξουσίας των εργατών. Το 1917 το ίδιο έγινε σε πελώρια κλίμακα.
Πλειοψηφία
Ο Λένιν κι οι μπολσεβίκοι επέμεναν ότι ο πόλεμος δεν άλλαξε χαρακτήρα
επειδή άλλαξε η κυβέρνηση. Μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση, «η μετατροπή
του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο» όπως έλεγαν οι «σεκταριστικές»
διατυπώσεις το 1914-15, μπορούσε να δικαιώσει τους εργάτες και τους
φαντάρους. Ήταν μια μειοψηφία όταν ξεκινούσε η επανάσταση. Έγιναν
πλειοψηφία στα σοβιέτ το φθινόπωρο του 1917. Τον Οκτώβρη οι μπολσεβίκοι
απέδειξαν ότι δεν είναι μόνο λόγια και υποσχέσεις. Οδήγησαν τα σοβιέτ
στην κατάληψη της εξουσίας. Και το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να
βγάλουν διάταγμα για την ειρήνη και την απόσυρση της Ρωσίας από τον
πόλεμο.
Ένα χρόνο μετά η επανάσταση έφτασε στην Γερμανία. Τον Νοέμβρη του
1918 η ανταρσία των ναυτών του στόλου στη περιοχή του Κίελου λειτούργησε
σαν ο σπινθήρας που τίναξε στον αέρα την πολεμική προσπάθεια της
γερμανικής κυβέρνησης. Οι Γερμανοί στρατηγοί φιλοδοξούσαν να κρατήσουν
τον πόλεμο για μερικούς μήνες ακόμα –και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες
νεκρούς περισσότερους. Οι Γάλλοι, οι Βρετανοί και Αμερικάνοι συνάδελφοί
τους είχαν κάθε πρόθεση να τους ικανοποιήσουν.
Οι εργάτες κι οι φαντάροι στην Γερμανία ακολούθησαν το παράδειγμα της
Ρωσίας. Έφτιαξαν τα δικά τους συμβούλια, που ήταν «νόμος» σε ολόκληρες
περιοχές. Ο πόλεμος είχε γεννήσει την επανάσταση, κι η επανάσταση είχε
σταματήσει τον πόλεμο.
Ο Λένιν στο Τσίμερβαλντ
Το 1916 ήταν η κρίσιμη χρονιά του πολέμου. Το σφαγείο στα χαρακώματα
έφτασε σε πρωτοφανέρωτη αγριότητα. Η Μάχη του Βερντέν στη
βορειοανατολική Γαλλία κράτησε σχεδόν όλο το χρόνο. Όταν «τέλειωσε»,
τριακόσιες χιλιάδες νεκροί και ένα εκατομμύριο βαριά τραυματίες από τις
δυο πλευρές δεν είχαν αρκέσει για να δώσουν μια ξεκάθαρη νίκη.
Στα «μετόπισθεν», οι στερήσεις και η καταπίεση έπαιρναν νέες
διαστάσεις. Ιδιαίτερα στην Γερμανία που ο πληθυσμός της πλήρωνε το
κόστος του εμπάργκο από τις δυνάμεις της Αντάντ. Χαμηλά μεροκάματα,
δελτίο στα τρόφιμα, καταπιεστικοί νόμοι που μετέτρεπαν τους εργάτες σε
στρατιώτες χωρίς στολή στα εργοστάσια, μαύρη αγορά. Αυτή ήταν η εικόνα
σε όλη την Ευρώπη.
Όμως ήταν και η χρονιά των πρώτων μεγάλων απεργιών και αντιπολεμικών
ξεσπασμάτων. Στην Ρωσία, την Γερμανία αλλά και στην Βρετανία και την
Γαλλία, το αντιπολεμικό κίνημα παίρνει τα πάνω του, μέσα από την
ριζοσπαστικοποίηση πλατιών τμημάτων της εργατικής τάξης.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, οι ηγεσίες των
συνδικάτων σε όλες τις εμπόλεμες χώρες (εκτός από την Ρωσία που ήταν
παράνομα) υπέγραψαν συμφωνίες κοινωνικής ειρήνης με τις κυβερνήσεις και
τους εργοδότες. Τα σοσιαλιστικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς στήριξαν
τον πόλεμο για την «πατρίδα και την εθνική άμυνα». Οι αντιπολεμικές
φωνές πνίγηκαν σε μια θύελλα εθνικιστικής προπαγάνδας και διώξεων.
Η Πρωτομαγιά του 1916 ήταν διαφορετική όμως. Στο Βερολίνο, η «Ομάδα
Διεθνής» κυκλοφόρησε μια προκήρυξη που καλούσε σε αντιπολεμικό,
διεθνιστικό γιορτασμό της Πρωτομαγιάς. Στην συγκέντρωση που έγινε στο
κέντρο του Βερολίνου, ο Καρλ Λήμπκνεχτ μίλησε σε δέκα χιλιάδες
διαδηλωτές.
Ο Λήμπκνεχτ είχε τεράστιο κύρος, πολύ πέρα από τα όρια της επιρροής
της Ομάδας Διεθνής, που αργότερα έγινε γνωστή ως Ένωση Σπάρτακος. Ήταν ο
μόνος σοσιαλδημοκράτης βουλευτής που είχε καταψηφίσει τον Δεκέμβρη του
1914 τις πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο και γι’ αυτό είχε διαγραφεί
από την ηγεσία του κόμματος. Το 1915 είχε κυκλοφορήσει μια αντιπολεμική
προκήρυξη με το σύνθημα «Ο κύριος εχθρός είναι στην ίδια μας τη χώρα». Η
κυβέρνηση του στέρησε τη βουλευτική ασυλία και τον έστειλε στο στρατό.
Μετά την πρωτομαγιάτικη ομιλία του, τον έστειλε φυλακή.
Η καταδίκη του πυροδότησε μια μεγάλη απεργία στα εργοστάσια
πυρομαχικών του Βερολίνου. Σχεδόν εξήντα χιλιάδες εργάτες και εργάτριες
συμμετείχαν. Η απεργία δεν ήταν «αυθόρμητη». Την οργάνωσε ένα δίκτυο
συνδικαλιστών της βάσης που αργότερα, θα γίνονταν γνωστοί ως
«επαναστάτες αντιπρόσωποι της βάσης».
Βήμα μπροστά
Λίγους μήνες πριν, τον Σεπτέμβρη του 1915 στο Τσίμερβαλντ, ένα μικρό
χωριό της Ελβετίας, είχε πραγματοποιηθεί η πρώτη συνδιάσκεψη
αντιπολεμικών σοσιαλιστών από την Ευρώπη. Ήταν ένα μεγάλο βήμα μπροστά
για το κίνημα. Στις συζητήσεις που έγιναν εκεί, άνοιξαν όλα τα κρίσιμα
ζητήματα. Με ποια στρατηγική και ποια συνθήματα έπρεπε να κινηθούν οι
σοσιαλιστές που ήταν αντίθετοι στον πόλεμο; Τι έπρεπε να κάνουν απέναντι
στα παλιά κόμματα και τη Διεθνή;
Το «σκάνδαλο» της Συνδιάσκεψης ήταν ο Λένιν κι η ομάδα γύρω από
αυτόν, η «Αριστερά του Τσίμερβαλντ». Οι θέσεις τους θεωρήθηκαν
«εξτρεμιστικές» και «σεχταριστικές».
Η απάντηση στον πόλεμο δεν μπορεί να είναι οι εκκλήσεις για «δίκαιη
ειρήνη» και «αφοπλισμό». Η απάντηση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι η
προλεταριακή επανάσταση, και αυτό σημαίνει μετατροπή του ιμπεριαλιστικού
πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο.
Κι ο Λένιν δεν μασούσε τα λόγια του. Όποιος έπαιρνε στα σοβαρά το
σύνθημα της επαναστατικής ανατροπής της «δικιάς του» άρχουσας τάξης,
πρέπει να είναι έτοιμος να καλωσορίσει την ήττα της «δικιάς του»
κυβέρνησης στον πόλεμο. Αυτή η στάση, που ονομάστηκε «επαναστατικός
ντεφετισμός» θα διαπερνούσε όλες τις πολεμικές του Λένιν στη διάρκεια
του πολέμου.
Για τον Λένιν αυτή η πολιτική γραμμή κατέληγε και σε συγκεκριμένα
συμπεράσματα σχετικά με τη Δεύτερη Διεθνή και τα κόμματά της. Η
χρεοκοπία τους ήταν οριστική. Οι επαναστάτες διεθνιστές έπρεπε να έρθουν
σε οργανωτική ρήξη με αυτά τα κόμματα, να οικοδομήσουν τα δικά τους και
μια «νέα, μαρξιστική Διεθνή», χωρίς να φοβηθούν να δουλέψουν στην
παρανομία.
Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του πολέμου ο Λένιν έγραφε ότι οι
σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες: «κηρύσσουν τον αστικό σοβινισμό με τον
μανδύα του πατριωτισμού και της υπεράσπισης της πατρίδας, αγνοώντας ή
απορρίπτοντας τη θεμελιώδη αλήθεια του σοσιαλισμού, που από καιρό έχει
διακηρύξει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι οι εργάτες δεν έχουνε
πατρίδα». Όταν έγραφε αυτές τις γραμμές βρισκόταν στην Βέρνη της
Ελβετίας, προς το παρόν πλήρως αποκομμένος από την Ρωσία. Όμως, χιλιάδες
εργάτες είχαν μπολιαστεί με τις επαναστατικές ιδέες, με το πνεύμα του
ασυμβίβαστου διεθνισμού.
Στην Ρωσία δηλαδή, υπήρχε ένα κόμμα που μπορούσε να κάνει τα βήματα
που θα οδηγούσαν από την εξέγερση ενάντια στον πόλεμο στη νικηφόρα
εργατική επανάσταση.