Μικρές επαρχίες.
Κωμοπόλεις,χωριά,κοινότητες.Άνθρωποι,ζώα,σταροχώρα φα,ποτάμια και λαγκάδια,αγροτικές εργασίες.Μικρές επαρχίες της μετανάστευσης και του πόνου.Η Μανωλάδα της Ηλείας.Ο ένδοξος Όλυμπος,η θάλασσα και δρόμοι χωρίς γυρισμό.Ο Ταύγετος του Βρεττάκου.
Οι πόλεις της επαρχίας.
Ο μικρός και μεγάλος κόσμος τους,σπίτια,μνημεία που θυμίζουν αλλοτινές εποχές.Ανεργία,πείνα,φόβος μπροστά στις κρίσεις.Λιμάνια και Εγνατία οδός,μακρές πορείες με το αυτοκίνητο,ζώη με πάθος και όνειρο.
Θεσσαλονίκη-η νύφη του Θερμαικού,τα Λαδάδικα,το Γεντί Κουλέ και ο Λευκός Πύργος.Η πόλη του Λαμπράκη,του Χριστιανόπουλου και του.... Ψωμιάδη.
Πάτρα-πολύτιμο καρναβάλι,λιμάνι και βιομηχανικά ερείπια,Αφγανοί,Κούρδοι και άλλοι μετανάστες .Διωγμοί μεταναστών.Η πλατεία Αγίου Γεωργίου και ρωμαικά μνημεία.
Χαλκίδα-τα τρελά νερά του Ευρίπου,το φάντασμα του Σκαρίμπα και η ανάγκη για φυγή πέρα από το όνειρο.
Πρέβεζα-εκεί που αυτοκτονούν οι ήρωες.Η πλήξη που σκοτώνει.
Χανιά-κρητικό θάρρος και όπλα.Ο Βενιζέλος και ο Ενετικός φάρος.Ο τόπος που το πείσμα δεν έχει αντίκρισμα.
Και αλλες πόλεις της μικρής επαρχίας.Η Τρίπολη,η Καβάλα,η Καστοριά,η Ρόδος,η Σπάρτη....
Ακολουθεί η Αθήνα.
Ακρόπολη και νέο μουσείο,πόλη της αντιπαροχής και του καυσαέριου.Άνθρωποι και εδώ,άλλοι πόνοι και στίγματα.
Ανύπαρκτη Δημοκρατία.Η υποκρισία των εχόντων,ο Λαναράς και οι αγώνες των εργατών.Κέντρο της χώρας....
Μα πάνω από όλα ο 'Ερωτας.Ο έρωτας για ζωή.Ο έρωτας για σένα.Ο έρωτας για ελευθερία και δημιουργία.Ο έρωτας που όλα τα κανοναρχά και τα προστατεύει.
Αυτός,που χωρίς αυτόν,όλα τα παραπάνω θα ήταν μάταια...
Καληνύχτα.
(το παραπάνω κείμενο δημοσιεύεται εδώ,ελαφρώς αλλαγμένο σε σχέση με την προγενέστερη ανάρτηση του Ιουλίου)
Χανιά,28/12/09
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009
Θάνος Μικρούτσικος, Ν. Καββαδίας - γραμμες των οριζόντων
Θάνος Μικρούτσικος, Ν. Καββαδίας - γραμμες των οριζόντων
«Εφυγε» o Γιάννης Μόραλης Ο ευπατρίδης της ζωγραφικής
Ο μεγαλύτερος ζωγράφος των ημερών μας, ο τελευταίος ευπατρίδης της ελληνικής τέχνης. Ο δάσκαλος, με καταξιωμένους μαθητές, πολλοί από αυτούς επίσης δάσκαλοι. Ο πνευματικός άνθρωπος που μαζί με μερικούς ακόμα συνθέσανε τον πολιτισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Γιάννης Μόραλης, καταχωρισμένος στους κλασικούς Ελληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα, από χθες κατοικεί στο πάνθεον των αθανάτων, μαζί με τους φίλους του Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ελύτη, Γκάτσο, Σεφέρη, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Κουν. Εσβησε πλήρης ημερών, έργου και τιμών, στα 94 του.
Η Ελλάδα, η τέχνη και ο πολιτισμός της φτωχαίνουν πραγματικά από την απώλεια του Γιάννη Μόραλη, του τελευταίου ίσως της παρέας των μεγάλων, που ανανέωσαν την ελληνική τέχνη και σημάδεψαν την πνευματική ζωή του τόπου. Ηταν από εκείνη την πάστα των δημιουργών με πλατιά γνώση και μόρφωση, πάνω στα αρχαία κείμενα, τη φιλολογία, το θέατρο, την ποίηση, την αρχιτεκτονική και την ιστορία, γεγονός που καταδεικνύει την ουμανιστική του αγωγή. Η ζωγραφική του είχε διαρκή διάλογο με άλλες συνιστώσες της τέχνης: θέατρο, ποίηση, μουσική, χορό. Εικονογράφησε ποιητικές συλλογές των Σεφέρη, Ελύτη και άλλων, εκτέλεσε τοιχογραφίες, σχεδίασε κοστούμια και σκηνικά για το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Κουν και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου.Λάτρης του γυναικείου σώματος και της αιώνιας σχέσης άνδρα-γυναίκας, έδωσε έργα ποιητικά, με λυρική αίσθηση, στοχαστική πυκνότητα και ποιότητα. Εργα μνημειακά. Ο άνθρωπος και κυρίως η γυναίκα, αλλά και η εξισωτική σχέση της ζωής, Ερωτας και Θάνατος απλώθηκαν σε όλη την εξέλιξη της τεχνοτροπίας του μέχρι τα «Επιτύμβια» και τα «Επιθαλάμια», έργα - σταθμοί, μέχρι τον απόλυτο αφηρημένο γεωμετρισμό και μέχρι τότε που στο πλαστικό του αλφαβητάρι μένουν ελάχιστες καμπύλες. «Οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο», όπως έγραφε ο Ελύτης, με τις οποίες «επέτυχε να μετατρέψει την ομιλία του σε οπτικό φαινόμενο, κατά τρόπο μοναδικό». Ως δάσκαλος, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, επί 36 χρόνια, από το 1947 έως το 1983, ο Μόραλης ανέδειξε σπουδαίους ζωγράφους. Οταν αποχώρησε, λέγεται πως οι εννιά στους δέκα καθηγητές υπήρξαν μαθητές του. Πάνω απ όλα δίδαξε την ελευθερία της εικαστικής γλώσσας, το ήθος, την πειθαρχία και τη συνέπεια. «Η αυτοπειθαρχία σε απελευθερώνει», έλεγε.
Ευτύχησε να γνωρίσει την καταξίωση και την αναγνώριση, μεγάλες εκθέσεις, εκδόσεις και μελέτες. Ως άνθρωπος ήταν χαμηλών τόνων, φειδωλός στον λόγο ακόμη και για το έργο του. Αγαπούσε τα ανέκδοτα και τις ανεκδοτολογικές διηγήσεις. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το αξίωμα του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Του αρκούσε να είναι δάσκαλος.
Πριν από περίπου έναν μήνα, ο 94χρονος ζωγράφος, σαν να είχε νιώσει το τέλος να ρχεται, είχε παραιτηθεί. Οταν ένιωσε να μειώνονται οι δυνάμεις του ήθελε να μείνει μόνος στο σπίτι του με ελάχιστα συγγενικά του πρόσωπα και υπό την επίβλεψη του γιατρού του, κυρίου Παϊσιου. Μάλιστα, με το γνωστό του χιούμορ, αρνούμενος να παραβρεθεί στα εγκαίνια της έκθεσης που έγινε πρόσφατα προς τιμήν του στην ΑΣΚΤ, είπε: «Γιατί δεν αφήνετε την έκθεση για μετά τον θάνατό μου!». Αφησε την τελευταία του πνοή χθες στις 3 το μεσημέρι. Θα τον αποχαιρετήσουμε σήμερα στις 11.30 το πρωί στο Α Νεκροταφείο. Η νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου. Η επιθυμία του, σύμφωνα με τον αδερφό του Γιώργο Μόραλη, ήταν η κηδεία του να γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο, χωρίς επικήδειους και δημοσιότητα.
Δήμητρα Ρουμπούλα
dirouboula@pegasus.gr
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11380&subid=2&pubid=9032860
(Ξένη δημοσίευση)-ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΥΠΟΥ-ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ-ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΝΙΚΗΤΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ.
ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
Γραφείο Τύπου
Τηλ.: 3722163-3722141 Αθήνα, 21-12-2009
ΣΥΛΛΥΠΗΤΗΡΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΝΙΚΗΤΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΑΛΗ
Ο φτερωτός άγγελος -τυπικό μοτίβο του Γιάννη Μόραλη- "πήρε" τον μεγάλο της ελληνικής ζωγραφικής για πάντα από κοντά μας. Ο Γιάννης Μόραλης υπήρξε ο εικαστικός που "διάβασε" καλύτερα απ' τον καθένα την σύγχρονη Ελλάδα και συνέθεσε την εικόνα του πολιτισμού που θέλουμε να θυμόμαστε με την εικόνα που θέλουμε να έχουμε. Παρηγοριά μας η υστεροφημία του, το εξαιρετικό σε ποσότητα και σπουδαιότητα έργο του, το οποίο και θα μείνει μαζί μας για να δοξάζει τον ίδιο και την Ελλάδα.
http://www.ana.gr/anaweb/user/showprel?service=3&maindoc=8253942
Το τελευταίο αντίο στο ζωγράφο Γιάννη Μόραλη
21 Δεκεμβρίου 2009, 09:22
Τελευταίο αντίο σήμερα για τον Γιάννη Μόραλη, ο οποίος έσβησε σε ηλικία 93 ετών την Κυριακή.
Η κηδεία του σπουδαίου ζωγράφου και δασκάλου θα τελεστεί σε στενό οικογενειακό κύκλο στο Πρώτο Νεκροταφείο.
Ο Γιάννης Μόραλης ήταν ο καλλιτέχνης που σφράγισε με το έργο του την μεταπολεμική τέχνη στην Ελλάδα.
Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών.
Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Zougla.gr
http://www.madata.gr/index.php/epikairotita/social/48475.html
Έφυγε πλήρης ημερών ο Γιάννης Μόραλης
ΑΘΗΝΑ 20/12/2009
Διαφημίσεις Google
Πινακες Ζωγραφικης
Διάσημοι πίνακες γνωστών ζωγράφων.
Δείτε τις συλλογές μας!
www.esk.gr
Πινακες Ζωγραφικης
Διάσημοι πίνακες γνωστών ζωγράφων.
Δείτε τις συλλογές μας!
www.esk.gr
Έγινε δεκτός στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών σε ηλικία μόλις 15 ετών, το 1931, όπου και μαθήτευσε στο πλευρό κορυφαίων ζωγράφων, όπως ο Παρθένης και ο Αργυρός. Το 1937 έφυγε, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, για τη Ρώμη, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του και έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα.
Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Δύο χρόνια αργότερα πρωτοπορεί μαζί με άλλους καλλιτέχνες (ανάμεσά τους ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγινόπουλος και ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας) και στην εικαστική ζωή του τόπου ιδρύοντας την καλλιτεχνική ομάδα ''Αρμός''.
Το 1959 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, ενώ είχε προγηθεί η ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία ως στενός συνεργάτης Καρόλου Κουν στο Θέατρο Τέχνης και αργότερα στο Εθνικό Θέατρο.
Πολυάριθμες και οι βραβεύσεις, που συνοδεύουν το έργο του. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής.
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας.
http://www.nooz.gr/page.ashx?pid=9&aid=1082354&cid=153Zougla.gr
Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009
Νέα από τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ 2009
Νέα από τις Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ | |
ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ 2009 | |
| |
| |
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009
Sherlock Holmes: Ο ντετέκτιβ που δεν εννοούσε να πεθάνει (αναδημοσίευση από το TVXS)
Sherlock Holmes: Ο ντετέκτιβ που δεν εννοούσε να πεθάνει Ψήφοι: 1 - Προβολές: 98 - Σχόλια: 1 - Κατηγορία: Film/Video/Art | |||
|
Ο Sherlock Holmes γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αι. από την πένα του Arthur Conan Doyle. Σύντομα όμως, ο συγγραφέας δεν άντεχε πλέον τη δημοσιότητα που τραβούσε το δημιούργημά του και αποφάσισε να τον σκοτώσει· εις μάτην. Ο διασημότερος ντετέκτιβ όλων των εποχών, Sherlock Holmes, σύντομα επέστρεψε, συνεχίζοντας την επικίνδυνη καριέρα του για σχεδόν τρεις δεκαετίες ακόμα...
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο φτωχός Σκωτσέζος γιατρός Arthur Conan Doyle δημιούργησε με την πένα του ένα ντετέκτιβ προικισμένο με εξαιρετική ευφυΐα, ιδιαίτερη παρατηρητικότητα και επαγωγική σκέψη που κατόρθωνε να λύσει ακόμα και τα πιο πολύπλοκα και σκοτεινά μυστήρια.
Ο λονδρέζος ντετέκτιβ, με την χαρακτηριστική κάπα, το βρετανικό καπελάκι κυνηγιού και την διάσημη πίπα του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1887 στην ιστορία «Σπουδή στο Κόκκινο», όπου γνωρίζεται με τον σύντομα πιστό του βοηθό δρ. Watson· ακολούθησε το «Σημάδι των Τεσσάρων», αλλά ήταν με τη δημοσίευση των σύντομων ιστοριών του ντετέκτιβ στο περιοδικό The Strand, το 1891, που έγινε ευρύτερα γνωστός και ιδιαίτερα δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό της εποχής. Το όνομα του Sherlock Holmes σύντομα έγινε πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο από αυτό του δημιουργού του.
Ο κριτικός Φ. P. Κίρτινγκ υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του Holmes το 1887 σηματοδοτεί την αρχή της αστυνομικής ιστορίας ως είδος. Η υπερβολική δημοσιότητα που έλκει όμως ο ήρωας, κουράζουν τον δημιουργό του, ο οποίος ήδη τον Νοέμβριο του 1891 αναφέρει σε μια επιστολή προς τη μητέρα του: «Σκέφτομαι να σκοτώσω τον Χολμς και να τον ξεφορτωθώ μια και καλή. Με αποσπά από άλλα πράγματα».
Ο συγγραφέας ερεύνησε προσεκτικά τις δυνατότητες και σχεδίασε το θάνατο του πνευματικού του τέκνου, που δημοσιεύτηκε το 1893 πάλι στο περιοδικό The Strand: o Sherlock πέφτει από τον καταρράκτη Reichenbach στην Ελβετία, μαζί με τον αιώνιο εχθρό του, τον σατανικό καθηγητή Moriarty, στην σύντομη ιστορία «To τελικό πρόβλημα». Το κοινό όμως δεν διατίθεται καθόλου να αποδεχθεί αυτή την εξέλιξη και η κατακραυγή αναγκάζει τον A. C. Doyle να επαναφέρει στη ζωή τον ήρωά του με την «Περιπέτεια του Άδειου Σπιτιού» το 1903 για να συνεχίσει την εκπληκτική του πορεία στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Ο Sherlock ζούσε σαν μποέμ στην οδό Baker του Λονδίνου, ενώ ο συμπαθής σύντροφός του στη λύση των μυστηρίων Δρ. Watson ήταν αυτός που κατέγραφε τις περιπέτειές τους και όπως μας πληροφορεί, ο Sherlock ενίοτε, ελλείψει κάποιας ενδιαφέρουσας υπόθεσης, κατέφευγε στη χρήση κοκαΐνης και μορφίνης, αμφότερα νόμιμα ναρκωτικά της εποχής εκείνης. Ο ίδιος συστήνεται στο κοινό ως εξής: «Το όνομά μου είναι Σέρλοκ Χολμς. Δουλειά μου, να γνωρίζω όσα οι άλλοι αγνοούν. Σε κάθε περίπτωση, έμαθα να ζω από την εξυπνάδα μου, αν και συχνά κινδύνεψε η ζωή μου (τρεις φορές από άντρες και μία από γυναίκα)» κι συμπληρώνει: «Εδώ που τα λέμε, η κοινωνία είναι τυχερή που δεν έγινα εγκληματίας. Μιλώ έτσι, γιατί διαθέτω σύνθετο μυαλό, όπως οι περισσότεροι εγκληματίες».
Συνολικά, ο A. C. Doyle έγραψε τέσσερα διηγήματα και 56 σύντομες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο ντετέκτιβ. Το έργο του μεταφράστηκε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, ενώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για άλλους συγγραφείς, λογοτεχνίας και θεάτρου. Δεκάδες είναι και οι τηλεοπτικές και κινηματογραφικές εμφανίσεις του ο ιδιότροπος ήρωας ενώ σήμερα υπάρχουν αρκετά μουσεία αφιερωμένα στον αγαπημένο λογοτεχνικό ήρωα.
Ο Sherlock υπήρξε επίσης ο πρώτος ιδιωτικός ντετέκτιβ που εμφανίστηκε στον κινηματογράφο, αφού η παρθενική αποτύπωσή του σε φιλμ έγινε το 1903 στο «Sherlock Holmes baffled», όταν η έβδομη τέχνη έκανε μόλις τα πρώτα της βήματα. Η εξαφανισμένη πια πρώτη ταινία με τον δαιμόνιο ντετέκτιβ δεν έχει μείνει στην ιστορία ως περιπέτεια αστυνομικού μυστηρίου αλλά ως αφορμή για ένα φωτογραφικό πείραμα, αφού παραγωγός εταιρεία ήταν η American Mutoscope Company του εφευρέτη Thomas Edison.
Η τελευταία σύντομη ιστορία με τον Sherlock Homes δημοσιεύθηκε το 1927, με τίτλο «The Adventure of Shoscombe Old Place» Ο Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ πέθανε στις 7 Ιουλίου 1930, από καρδιακή προσβολή.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο φτωχός Σκωτσέζος γιατρός Arthur Conan Doyle δημιούργησε με την πένα του ένα ντετέκτιβ προικισμένο με εξαιρετική ευφυΐα, ιδιαίτερη παρατηρητικότητα και επαγωγική σκέψη που κατόρθωνε να λύσει ακόμα και τα πιο πολύπλοκα και σκοτεινά μυστήρια.
Ο λονδρέζος ντετέκτιβ, με την χαρακτηριστική κάπα, το βρετανικό καπελάκι κυνηγιού και την διάσημη πίπα του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1887 στην ιστορία «Σπουδή στο Κόκκινο», όπου γνωρίζεται με τον σύντομα πιστό του βοηθό δρ. Watson· ακολούθησε το «Σημάδι των Τεσσάρων», αλλά ήταν με τη δημοσίευση των σύντομων ιστοριών του ντετέκτιβ στο περιοδικό The Strand, το 1891, που έγινε ευρύτερα γνωστός και ιδιαίτερα δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό της εποχής. Το όνομα του Sherlock Holmes σύντομα έγινε πιο γνωστό και αναγνωρίσιμο από αυτό του δημιουργού του.
Ο κριτικός Φ. P. Κίρτινγκ υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του Holmes το 1887 σηματοδοτεί την αρχή της αστυνομικής ιστορίας ως είδος. Η υπερβολική δημοσιότητα που έλκει όμως ο ήρωας, κουράζουν τον δημιουργό του, ο οποίος ήδη τον Νοέμβριο του 1891 αναφέρει σε μια επιστολή προς τη μητέρα του: «Σκέφτομαι να σκοτώσω τον Χολμς και να τον ξεφορτωθώ μια και καλή. Με αποσπά από άλλα πράγματα».
Ο συγγραφέας ερεύνησε προσεκτικά τις δυνατότητες και σχεδίασε το θάνατο του πνευματικού του τέκνου, που δημοσιεύτηκε το 1893 πάλι στο περιοδικό The Strand: o Sherlock πέφτει από τον καταρράκτη Reichenbach στην Ελβετία, μαζί με τον αιώνιο εχθρό του, τον σατανικό καθηγητή Moriarty, στην σύντομη ιστορία «To τελικό πρόβλημα». Το κοινό όμως δεν διατίθεται καθόλου να αποδεχθεί αυτή την εξέλιξη και η κατακραυγή αναγκάζει τον A. C. Doyle να επαναφέρει στη ζωή τον ήρωά του με την «Περιπέτεια του Άδειου Σπιτιού» το 1903 για να συνεχίσει την εκπληκτική του πορεία στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Ο Sherlock ζούσε σαν μποέμ στην οδό Baker του Λονδίνου, ενώ ο συμπαθής σύντροφός του στη λύση των μυστηρίων Δρ. Watson ήταν αυτός που κατέγραφε τις περιπέτειές τους και όπως μας πληροφορεί, ο Sherlock ενίοτε, ελλείψει κάποιας ενδιαφέρουσας υπόθεσης, κατέφευγε στη χρήση κοκαΐνης και μορφίνης, αμφότερα νόμιμα ναρκωτικά της εποχής εκείνης. Ο ίδιος συστήνεται στο κοινό ως εξής: «Το όνομά μου είναι Σέρλοκ Χολμς. Δουλειά μου, να γνωρίζω όσα οι άλλοι αγνοούν. Σε κάθε περίπτωση, έμαθα να ζω από την εξυπνάδα μου, αν και συχνά κινδύνεψε η ζωή μου (τρεις φορές από άντρες και μία από γυναίκα)» κι συμπληρώνει: «Εδώ που τα λέμε, η κοινωνία είναι τυχερή που δεν έγινα εγκληματίας. Μιλώ έτσι, γιατί διαθέτω σύνθετο μυαλό, όπως οι περισσότεροι εγκληματίες».
Συνολικά, ο A. C. Doyle έγραψε τέσσερα διηγήματα και 56 σύντομες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο ντετέκτιβ. Το έργο του μεταφράστηκε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, ενώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για άλλους συγγραφείς, λογοτεχνίας και θεάτρου. Δεκάδες είναι και οι τηλεοπτικές και κινηματογραφικές εμφανίσεις του ο ιδιότροπος ήρωας ενώ σήμερα υπάρχουν αρκετά μουσεία αφιερωμένα στον αγαπημένο λογοτεχνικό ήρωα.
Ο Sherlock υπήρξε επίσης ο πρώτος ιδιωτικός ντετέκτιβ που εμφανίστηκε στον κινηματογράφο, αφού η παρθενική αποτύπωσή του σε φιλμ έγινε το 1903 στο «Sherlock Holmes baffled», όταν η έβδομη τέχνη έκανε μόλις τα πρώτα της βήματα. Η εξαφανισμένη πια πρώτη ταινία με τον δαιμόνιο ντετέκτιβ δεν έχει μείνει στην ιστορία ως περιπέτεια αστυνομικού μυστηρίου αλλά ως αφορμή για ένα φωτογραφικό πείραμα, αφού παραγωγός εταιρεία ήταν η American Mutoscope Company του εφευρέτη Thomas Edison.
Η τελευταία σύντομη ιστορία με τον Sherlock Homes δημοσιεύθηκε το 1927, με τίτλο «The Adventure of Shoscombe Old Place» Ο Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ πέθανε στις 7 Ιουλίου 1930, από καρδιακή προσβολή.
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
25 ΣΟΝΕΤΑ του ΣΑΙΞΠΗΡ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Τίτλος : 25 ΣΟΝΕΤΑ
Συγγραφέας(είς) : ΣΑΙΞΠΗΡ ΟΥΙΛΛΙΑΜ Κατηγορία(ες) : ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
Γλώσσα Πρωτοτύπου : ΑΓΓΛΙΚΑ
Μεταφραστής : ΚΑΨΑΛΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ
Χρονολογία έκδοσης: Ιούλιος 2009
Χρονολογία Α' έκδοσης Άγρας: 1998
Χρονολογία έκδοσης Πρωτοτύπου: 1609
Σχήμα βιβλίου : 210x135 χιλ.
Τύπος βιβλιοδεσίας : ΣΚΛΗΡΗ
Αριθμός σελίδων : 64
ISBN : 978-960-325-273-3
Τιμή : 15 Ευρώ
Αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ
Ιστορία του Γάμου (Η) | ||||||||||||||||||
Από την Υποταγή στην Οικειότητα, ή Πώς η Αγάπη νίκησε το Γάμο | ||||||||||||||||||
Κατηγορία: κοινωνιολογία | ||||||||||||||||||
Συγγραφέας: Coontz Stephanie | ||||||||||||||||||
Μεταφραστής: Λαζαρίδου Σοφία | ||||||||||||||||||
ISBN: 978 960 6840 02 9 | ||||||||||||||||||
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο |
|
ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ-για τις γιορτές και όχι μόνο!
ISBN: 978-960-03-4993-1 Τιμή: 22,00 € |
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου ο Θόδωρος μεγαλώνει στο χωριό του στη Βόρειο Ήπειρο. Την ίδια περίοδο η μικρή Βάσω περνά άγριες μέρες στο σπίτι της κοντά στην Καλαμάτα. Τα δυο παιδιά ζουν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και περνούν διά πυρός και σιδήρου. Έφηβοι πια στη διάρκεια του εμφύλιου σπαραγμού βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Το 1948 συναντιούνται τυχαία στην Αθήνα, όπου ο έρωτας νικά το διχασμό. Με ορμή και πείσμα παλεύουν μαζί και η ζωή χαράζει το κορμί και την ψυχή τους. Η μεγάλη αγάπη αναμετριέται με το κυνηγητό από τους ισχυρούς, με την εφήμερη μικρότητα και τον εγωισμό, με την πείνα και την ανέχεια· όμως σώζεται κάθε φορά από την πίστη που έχει ο ένας στον άλλον και θεριεύει –μέσα από τις στάχτες– με γλέντια, γέλια και τη μεταπολεμική αισιοδοξία για «καλύτερες μέρες». Ωστόσο η Ιστορία, πάντα σκληρή, θα στήσει τους ήρωες του βιβλίου ξανά στον τοίχο με τη δικτατορία του ’67, ώσπου φτάνουν στη χορτασμένη αδιαφορία τού σήμερα, που τους θέλει στη γωνία.
Μια ελεγεία για τους κυνηγημένους, τους χαμένους, τους αφανείς και ευλογημένους, σε μια Ελλάδα όπου όλα έρχονται και παρέρχονται, αφήνοντας πίσω αναπάντητα ερωτήματα: Αρκεί να λες «Και με κλειστά μάτια θα βλέπω» και να προχωράς; Και πού πηγαίνεις; Ανικανοποίητος –άρα ελεύθερος– ή παντοτινά σκλαβωμένος;
ISBN: 978-960-03-5017-3 Τιμή: 12,00 € |
ISBN: 978-960-03-5002-9 Τιμή: 13,00 € |
Οι ιστορίες του βιβλίου, ιστορίες ελαφρών ηθών και ιδεών, μοιάζουν, η καθεμιά λιγότερο ή περισσότερο, ανοιχτά φετιχιστικές. Περιστρέφονται γύρω από το γυναικείο στήθος, γύρω από αυτό το αξεπέραστο σύμβολο ζωής, ευτυχίας, πάθους και έρωτα. Θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει ως ύμνους ή παρωδίες ενός θέματος· μόνο που το πραγματικό θέμα, αισιόδοξο παρ’ όλες τις σκιές του, κρύβεται κάτω από το στήθος, ή και πίσω από αυτό.
ISBN: 978-960-03-4995-5 Τιμή: 17,00 € |
Κινηματογραφικό, γρήγορο, πολύπλευρο, με ανατρεπτικό για τα κλασικά αστυνομικά τέλος, το μυθιστόρημα αυτό εισάγει ένα σύγχρονο ύφος και περιεχόμενο στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία.
ISBN: 978-960-03-4981-8 Τιμή: 32,00 € |
ISBN: 978-960-03-4970-2 Τιμή: 12,00 € |
Τέσσερις ιστορίες συνθέτουν αυτό το βιβλίο του νομπελίστα Ντάριο Φο ο οποίος, ως πεζογράφος, δεν παύει να ερευνά την κρυμμένη αλήθεια πίσω από την επίσημη εκδοχή της κάθε ιστορίας με το χιούμορ, στον καγχασμό και την αμεσότητα που είχε πάντα στο θεατρικό και στον προφορικό του λόγο.
«Αδύνατο για τον αναγνώστη να μη μείνει γοητευμένος: οι σελίδες ρέουν γρήγορες, ελαφρές, συναρπαστικές. Ο Μεγάλος Μπουφόνος ξέρει πώς να παίξει με την ιστορία, το χρονικό, τη φαντασία».
Giuseppina Manin, Corriere della Sera
ISBN: 978-960-03-4966-5 Τιμή: 30,00 € |
Ο Καμύ παρέμεινε ακατάτακτος, μοναχικός, αλληλέγγυος, δεν ήθελε να είναι ούτε θύμα ούτε θύτης. Γι’ αυτόν η οδύνη δεν είχε σύνορα. Σπαραγμένος από τον πόλεμο της Αλγερίας, ο Καμύ βίωσε τις πικρές νίκες και τις γόνιμες ήττες της δικαιοσύνης και της βίας, κι όλες αυτές τις εμπειρίες του τις έβαλε σε ένα έργο που καταλαμβάνει μια σπουδαία θέση στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Γράφοντας αυτή που θεωρείται η καλύτερη βιογραφία του Αλμπέρ Καμύ, ο Ολιβιέ Τοντ καταφέρνει, χωρίς να μεγαλοποιεί ή να απαλείφει τις αρετές ή τα ελαττώματα του ανθρώπου και του συγγραφέα, να συνταιριάξει άψογα τη ζωή, το έργο και τις ηθικές αρχές του δημιουργού του Ξένου και του Επαναστατημένου ανθρώπου.
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009
Το πολυτεχνείο είναι εδώ
Το πολυτεχνείο είναι εδώ
Συγγραφείς: Μαρία Στύλλου, Λέανδρος Μπόλαρης, Πάνος Γκαργκάνας
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Σελίδες: 100
Τιμή: 3 €
Προσθήκη στο καλάθι αγοράς
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου χρόνια πριν, ήταν η αρχή του τέλους της χούντας. Δεν ήταν υπόθεση μιας χούφτας φοιτητών, ήταν ένας μαζικός ξεσηκωμός των εργατών και τη νεολαίας, κομμάτι της παγκόσμιας έκρηξης του '68, ενός κινήματος που έβαζε στην προοπτική του την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλευση, την καταπίεση και τον πόλεμο.
Συγγραφείς: Μαρία Στύλλου, Λέανδρος Μπόλαρης, Πάνος Γκαργκάνας
Εκδόσεις: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Σελίδες: 100
Τιμή: 3 €
Προσθήκη στο καλάθι αγοράς
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου χρόνια πριν, ήταν η αρχή του τέλους της χούντας. Δεν ήταν υπόθεση μιας χούφτας φοιτητών, ήταν ένας μαζικός ξεσηκωμός των εργατών και τη νεολαίας, κομμάτι της παγκόσμιας έκρηξης του '68, ενός κινήματος που έβαζε στην προοπτική του την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλευση, την καταπίεση και τον πόλεμο.
Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ
του Ειρηναίου Μαράκη
23η Αυγούστου '09
Χανιά Κρήτης
Ο καιρός των ανέμων και μία τρομακτική διαπίστωση ότι φτάσαμε στο τέλος του χρόνου.Η φυγή μας ψεύτικη προσδοκία και ο φόβος εμπόδιο στην πορεία μας.
Μόνη λύση,μου λές,η Επανάσταση.
Η επανάσταση που στο τέλος θα μεταλλαχθεί σε μια νέα τυραννία,θα μας κλείσει έξω από τα τείχη της και εμείς θα περιμένουμε όσα μας υποσχέθηκαν...
Αλλά τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο.
23η Αυγούστου '09
Χανιά Κρήτης
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα Β' Οι άνθρωποι και τα έργα Μανώλης Σειραγάκης
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα
Β' Οι άνθρωποι και τα έργα
Μανώλης Σειραγάκης
ΘEATPO / ΣΚΗΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χαρτόδετο
ISBN: 978-960-03-4904-7
σελ. 422
12 Οκτωβρίου 2009
Τιμή: € 35,00
Ο Μεσοπόλεμος αποτέλεσε το κατεξοχήν μεταβατικό στάδιο για τη διαμόρφωση του σύγχρονου προσώπου της νεοελληνικής σκηνής και το θέατρό του ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία μουσικό. Σε μια εποχή όπου η κυκλοφορία καινούργιων τραγουδιών, το λανσάρισμα καινούργιων ειδών ένδυσης, η εκμάθηση των μοντέρνων χορών και η υιοθέτηση τρόπων καλής συμπεριφοράς γίνονταν όλα στον ίδιο χώρο, στη σκηνή της Οπερέττας και της Επιθεώρησης δηλαδή, η μελέτη της ζωής των δύο ειδών αποκτά ενδιαφέρον που δεν είναι πια μόνο θεατρικό αλλά ευρύτερα κοινωνικό.
Η ακμή στην οποία με συνεχείς δοκιμές το θέατρο αυτό κατάφερε να φτάσει την περίοδο 1928-1936 άρχισε να υποχωρεί κάτω από την πίεση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και τον ανταγωνισμό του κινηματογράφου. Ως τότε όμως είχε αφήσει περί τα 1.000 έργα, που αποτέλεσαν μαγιά για τις μετέπειτα επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, και είχε εγκαταστήσει στη σκηνή, πέρα από το θεματικό δίπολο φτώχια – πλούτη που επίσης πέρασε στον κινηματογράφο, ένα πάνθεον κωμικών ηρώων, κραταιών μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Στοv δεύτερο τόμο αυτής της μελέτης εξετάζεται η δράση των επιμέρους θεατρικών ειδικοτήτων (ηθοποιών, συγγραφέων, μουσικών, σκηνογράφων, σκηνοθετών, χορογράφων), ενώ παρέχονται στον αναγνώστη μια σειρά εργαλεία για την καλύτερη χρήση της μελέτης συνολικά: βιβλιογραφία, πίνακες στατιστικών στοιχείων, παραστασιογραφία, αποσπάσματα επιθεωρήσεων, ευρετήρια.
Μανώλης Σειραγάκης
Ο Μανώλης Σειραγάκης είναι ηθοποιός και λέκτωρ Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, όπου σπούδασε Φιλολογία. Στην Αθήνα σπούδασε ηθοποιός, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Έπαιξε στο «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη, στο «Εθνικό Θέατρο», στο ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, στο Θεσσαλικό Θέατρο, πήρε μέρος στη μουσική ομάδα «A piacere» της Μελίνας Παιονίδου και στις «Χοροροές» της Σοφίας Σπυράτου. Επτά φορές συμμετείχε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα για το θέατρο στα περιοδικά Νέα Εστία («Η 4η Αυγούστου και το θέατρο»), Παράβασις («Ο θίασος των Νέων στο Παγκράτι, Παυσίλυπα θεάματα»), Επτά Ημέρες («Το θέατρο στη δεκαετία του 1930»), Ατάκα, Πυξίδα («Το πρώτο μιούζικαλ στην Ελλάδα»), Τζαζ και Jazz («Προϊστορία της Τζαζ στην Ελλάδα»), Δρώμενα («Η ελληνική Οπερέττα»), Αριάδνη («Ο χορός στην Οπερέττα») και στον τόμο Στέφανος - Τιμητική προσφορά στον Βάλτερ Πούχνερ («Σχέση του Θεάτρου Σκιών με τα υπόλοιπα είδη θεάτρου»).
Εκδόσεις Καστανιώτη
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα, 2009
© 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη
Designed by The Zyme
t:P
Εκδόσεις: Ζαλόγγου 11, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530, info@kastaniotis.com
Βιβλιοπωλείο: Σόλωνος 131, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530
Β' Οι άνθρωποι και τα έργα
Μανώλης Σειραγάκης
ΘEATPO / ΣΚΗΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χαρτόδετο
ISBN: 978-960-03-4904-7
σελ. 422
12 Οκτωβρίου 2009
Τιμή: € 35,00
Ο Μεσοπόλεμος αποτέλεσε το κατεξοχήν μεταβατικό στάδιο για τη διαμόρφωση του σύγχρονου προσώπου της νεοελληνικής σκηνής και το θέατρό του ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία μουσικό. Σε μια εποχή όπου η κυκλοφορία καινούργιων τραγουδιών, το λανσάρισμα καινούργιων ειδών ένδυσης, η εκμάθηση των μοντέρνων χορών και η υιοθέτηση τρόπων καλής συμπεριφοράς γίνονταν όλα στον ίδιο χώρο, στη σκηνή της Οπερέττας και της Επιθεώρησης δηλαδή, η μελέτη της ζωής των δύο ειδών αποκτά ενδιαφέρον που δεν είναι πια μόνο θεατρικό αλλά ευρύτερα κοινωνικό.
Η ακμή στην οποία με συνεχείς δοκιμές το θέατρο αυτό κατάφερε να φτάσει την περίοδο 1928-1936 άρχισε να υποχωρεί κάτω από την πίεση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και τον ανταγωνισμό του κινηματογράφου. Ως τότε όμως είχε αφήσει περί τα 1.000 έργα, που αποτέλεσαν μαγιά για τις μετέπειτα επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, και είχε εγκαταστήσει στη σκηνή, πέρα από το θεματικό δίπολο φτώχια – πλούτη που επίσης πέρασε στον κινηματογράφο, ένα πάνθεον κωμικών ηρώων, κραταιών μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Στοv δεύτερο τόμο αυτής της μελέτης εξετάζεται η δράση των επιμέρους θεατρικών ειδικοτήτων (ηθοποιών, συγγραφέων, μουσικών, σκηνογράφων, σκηνοθετών, χορογράφων), ενώ παρέχονται στον αναγνώστη μια σειρά εργαλεία για την καλύτερη χρήση της μελέτης συνολικά: βιβλιογραφία, πίνακες στατιστικών στοιχείων, παραστασιογραφία, αποσπάσματα επιθεωρήσεων, ευρετήρια.
Μανώλης Σειραγάκης
Ο Μανώλης Σειραγάκης είναι ηθοποιός και λέκτωρ Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, όπου σπούδασε Φιλολογία. Στην Αθήνα σπούδασε ηθοποιός, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Έπαιξε στο «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη, στο «Εθνικό Θέατρο», στο ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, στο Θεσσαλικό Θέατρο, πήρε μέρος στη μουσική ομάδα «A piacere» της Μελίνας Παιονίδου και στις «Χοροροές» της Σοφίας Σπυράτου. Επτά φορές συμμετείχε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα για το θέατρο στα περιοδικά Νέα Εστία («Η 4η Αυγούστου και το θέατρο»), Παράβασις («Ο θίασος των Νέων στο Παγκράτι, Παυσίλυπα θεάματα»), Επτά Ημέρες («Το θέατρο στη δεκαετία του 1930»), Ατάκα, Πυξίδα («Το πρώτο μιούζικαλ στην Ελλάδα»), Τζαζ και Jazz («Προϊστορία της Τζαζ στην Ελλάδα»), Δρώμενα («Η ελληνική Οπερέττα»), Αριάδνη («Ο χορός στην Οπερέττα») και στον τόμο Στέφανος - Τιμητική προσφορά στον Βάλτερ Πούχνερ («Σχέση του Θεάτρου Σκιών με τα υπόλοιπα είδη θεάτρου»).
Εκδόσεις Καστανιώτη
Το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Μεσοπολεμική Αθήνα, 2009
© 2008, Εκδόσεις Καστανιώτη
Designed by The Zyme
t:P
Εκδόσεις: Ζαλόγγου 11, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530, info@kastaniotis.com
Βιβλιοπωλείο: Σόλωνος 131, 10678 Αθήνα. Τηλ. 210 3301208 , fax. 210 3822530
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ «Ψυχή βαθιά» του Π. Βούλγαρη
60 χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Τα «Δύο Έθνη» παραμένουν ασυμφιλίωτα...
Φύλλο: 890
Λέανδρος Μπόλαρης
Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση. Η κυκλοφορία της, βγήκε στις αίθουσες στις 22 Οκτώβρη, συμπίπτει ουσιαστικά με την επέτειο των εξήντα χρόνων από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Αλλά κι αυτή η «σύμπτωση» να μην υπήρχε, πάλι η συζήτηση θα ήταν έντονη. Γιατί ο Βούλγαρης δεν διηγείται απλά μια ανθρώπινη ιστορία που διαδραματίζεται μέσα στον εμφύλιο. Κάνει ένα πολιτικό σχόλιο για το ίδιο το γεγονός.
Η πλοκή ξετυλίγεται το 1949, στο Γράμμο, στις τελευταίες φάσεις του εμφυλίου. Η διήγηση προχωρά με βάση την ιστορία του Ανέστη και του Βλάση, δυο αδέλφια, ντόπια τσοπανόπουλα. Ο πρώτος βρίσκεται στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού, υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Τριαντάφυλλου. Ο δεύτερος και μικρότερος, ο Βλάσης, «απέναντι» -κυριολεκτικά, στο συγκρότημα του καπετάν-Ντούλα. Ξεκλέβουν στιγμές για να συναντηθούν σε λημέρια που μόνο αυτοί γνωρίζουν. Ανησυχούν για τη μάνα τους, που είναι κλεισμένη σε στρατόπεδο «ανταρτόπληκτων» -ο κυβερνητικός στρατός είχε εκκενώσει χιλιάδες χωριά για να στερήσει από τους αντάρτες τη βάση τους και τον ανεφοδιασμό τους.
Η ατμόσφαιρα του πολέμου δίνεται με έντονο τρόπο. Δεν είναι μόνο οι σκηνές των μαχών -που σε κάποιες στιγμές κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα: η αντάρτισσα Γιαννούλα να θερίζει με το πολυβόλο για παράδειγμα. Είναι και τα ερειπωμένα, σχεδόν στοιχειωμένα χωριά, οι εφιάλτες το βράδυ, η νοσταλγία -ιδιαίτερα των κυβερνητικών φαντάρων- για το σπίτι τους, να «φύγουμε από αυτά τα κατσάβραχα».
Ανθρώπινη ιστορία, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, για τη φρίκη του πολέμου, και ιδιαίτερα ενός εμφυλίου. Όμως, η πολιτική είναι παρούσα σε όλη τη ταινία -μια πολιτική οπτική για τον εμφύλιο. Από την αρχή της ταινίας, βλέπουμε ένα κατάλογο με τους «έλληνες νεκρούς στους πολέμους»: Βαλκανικοί, Μικρασιατική Εκστρατεία, 1940-41. Ο Εμφύλιος είναι ο πιο πολυαίμακτος. Το συμπέρασμα διατυπώνεται χωρίς λόγια: μια ακόμα «περιπέτεια» -δυστυχία στη μακρά πορεία του «νέου ελληνισμού»...
Η σκηνή όπου ο Θανάσης Βέγγος πάει να πάρει το νεκρό εγγονό του από το κυβερνητικό στρατόπεδο για να τον θάψει στο χωριό του, συνοψίζει την οπτική της ταινίας: «Δεν είναι πόλεμος αυτός που μας βρήκε» λέει στον ταξίαρχο «Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες...». Το μήνυμα επαναλαμβάνεται συχνά: σε μια άλλη σκηνή ο ίδιος ταξίαρχος αφού δηλώνει ότι έχει δυο γιους στη πρώτη γραμμή, λόγω επιστράτευσης, λέει «και ποιος θέλει να είναι δω στα βουνά να πολεμάει Ελληνες...»
Ποιος αλήθεια; Αναρωτιέται κανείς, γιατί έγινε ο εμφύλιος. Λες και ήταν μια θεομηνία που ξερίζωσε ανθρώπους και τους πέταξε τυχαία σε στρατόπεδα ή ίσως η «κατάρα του γένους» που τρώει τις σάρκες του από παλιά... Για να στηρίξει μια τέτοια άποψη, όμως, το σενάριο οδηγείται σε προφανείς ακροβασίες. Η πρώτη σκηνή δείχνει τον Σοφούλη και τον βασιλιά Παύλο να συζητάνε για το αν μπορεί να επέλθει μια ειρηνική επίλυση. Ο βασιλιάς, σχεδόν συντετριμμένος λέει: «Πια αποφασίζουν οι Αμερικανοί». Όμως το 1949, και μάλιστα την εποχή που η «ανταρσία» ψυχορραγούσε, δεν υπήρχε όχι στο Παλάτι, αλλά σε ολόκληρο τον αστικό πολιτικό κόσμο μια φωνή που να μην ζητάει παραδειγματική συντριβή του αντάρτικου και της αριστεράς. Το αιματοβαμμένο καρναβάλι της αντεπανάστασης ήτανε στο φόρτε του...
Στρατηγός
Σε μια άλλη σκηνή, ο Αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλητ πιέζει το Γενικό Επιτελείο να ξεκαθαρίσει μια και καλή τους αντάρτες στο Γράμμο-Βίτσι μέσα σε έξι βδομάδες. «Είστε 140.000» λέει «κι είναι 15.000». Εκεί τους παρουσιάζει τις βόμβες ναπάλμ που κατακαίνε τα πάντα σε απόσταση όταν εκρήγνυνται. Το Επιτελείο, μαζί με τον Αρχιστράτηγο διστάζουν, νιώθουν ενοχές...
Όχι, αυτά τα πράγματα δεν γίνανε. Ο Παπάγος, ο Τσακαλώτος κι οι άλλοι στρατηγοί, δεν είχαν πρόβλημα όχι να κάψουν ζωντανούς τους αντάρτες με τις ναπάλμ αλλά και να αδειάσουν ολόκληρες επαρχίες στέλνοντας τους χωρικούς στα στρατόπεδα, ακόμα και στη Μακρόνησο. Τα έκτακτα στρατοδικεία δεν έστελναν στο απόσπασμα μοναχά αιχμαλωτισμένους αντάρτες -ακόμα και μια προκήρυξη ή ένα κουπόνι οικονομικής ενίσχυσης αρκούσε...
Όχι ότι ο Π. Βούλγαρης υιοθετεί τις αντιδραστικές θεωρίες που είχαν γίνει της μόδας κάποιο διάστημα, απόψεις που έριχναν το φταίξιμο λίγο πολύ στην «κόκκινη τρομοκρατία» της αριστεράς, στην «ολοκληρωτική λογική» της. Κάθε άλλο. Οι πιο συγκλονιστικές, τραγικές και ανθρώπινες στιγμές της ταινίας έχουν «πρωταγωνιστές» αντάρτες και αντάρτισσες. «Συναγωνίστρια, τι ήσουν πριν γίνεις συναγωνίστρια;» ρωτάει ο Βλάσης την Γιαννούλα. «Ράφτρα ήμουν» του απαντάει «και όταν νικήσουμε πάλι ράφτρα θα είμαι». Προς το τέλος, όταν οι αιχμαλωτισμένοι αντάρτες και αντάρτισσες περιμένουν την εκτέλεση, μια νεαρή αντάρτισσα ρωτάει έναν άλλον «Μυτιληνιέ, πες μου πως είναι η θάλασσα, δεν την έχω δει ποτέ...»
Σ΄ αυτό το σημείο, αξίζει να πούμε δυο λόγια παραπάνω. Ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος, συμβουλεύει τον Ανέστη να ορμηνέψει τον Βλάση - που έχει αιχμαλωτισθεί μαζι με άλλους - «πες του να δηλώσει βιαίως στρατολογηθείς» από τους αντάρτες μπροστά στους στρατοδίκες. Τι ήταν ο Βλάσης -και μαζί του χιλιάδες ακόμα «Βλάσηδες»; Τυπικά ναι, ο Δημοκρατικός Στρατός έκανε επιστράτευση. Ηταν απόδειξη της αδυναμίας του να προσελκύσει μαζικό κύμα εθελοντικής κατάταξης, όπως ο ΕΛΑΣ στην κατοχή. Όμως, ο Βλάσης έχει πάει μόνος του να βρει τους αντάρτες και πεθαίνει «αμετανόητος». Η απάντηση είναι, λοιπόν -και «στρατολογηθείς» και «εθελοντής». Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, που είχαν περάσει από τις οργανώσεις της Αντίστασης δέχονταν να «στρατολογηθούν βιαίως» -αυτό σήμαινε τη πίστη τους στο σκοπό των ανταρτών αλλά και τις αμφιβολίες τους, για τη δυνατότητα της νίκης.
Στον κυβερνητικό στρατό, επίσης, πολέμησαν χιλιάδες αριστεροί άνθρωποι. Γιατί οι λιποταξίες προς την πλευρά των ανταρτών ήταν τόσο λίγες; Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα, χρήζουν πολιτικών απαντήσεων -που είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να δοθούν με επικλήσεις στην «εθνική συμφιλίωση».
Ο Π. Βούλγαρης υπαινίσσεται κάποιες απαντήσεις για την ήττα της αριστεράς. Σε μια σκηνή εμφανίζεται ο Ζαχαριάδης (για κάποιο λόγο, ο σκηνοθέτης δεν μας «ενημερώνει» ότι αυτός είναι ο Ζαχαριάδης) να αποχαιρετάει τους διοικητές του. «Πώς να τους πούμε» αναρωτιέται μετά ο υποδιοικητής του Ντούλα «ότι οι σοβιετικοί σύντροφοι δεν θα ΄ρθουν ποτέ;» Ισως, γι΄ αυτό ο σκηνοθέτης να δέχεται τα πυρά του ΚΚΕ που μαζί με τον Στάλιν έχει ξεθάψει και τον Ζαχαριάδη...
Όμως, το μήνυμα της ταινίας παραμένει αυτό της «εθνικής συμφιλίωσης». Ο Π. Βούλγαρης έλεγε σε μια συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 11/10: «Μετά από 60 χρόνια, προσπάθησα να είμαι δίκαιος - κυρίως προς τα νέα παιδιά: τους αντάρτες και τους φαντάρους που πρωταγωνίστησαν σε αυτό τον κυκλώνα του αίματος, ξεκομμένοι πάνω στα βουνά χωρίς να ξέρουν γιατί είναι εκεί». Όλοι ξέρανε «γιατί είναι εκεί» -ίσως το «πως βρέθηκαν εκεί» να είναι ένα πολύ πιο σημαντικό ερώτημα -που έχει βασανίσει τουλάχιστον τις γενιές των ηττημένων...
Το δίκαιο δεν σημαίνει ίσες αποστάσεις. Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν το τίμημα που πλήρωσε το κίνημα της Αντίστασης γιατί η επανάστασή του έμεινε στα μισά του δρόμου. Υπάρχουν ευθύνες γι΄ αυτό: η πολιτική της ηγεσίας του. Όμως, για τον «κυκλώνα του αίματος» οι υπεύθυνοι είναι συγκεκριμένοι. Είναι η κυρίαρχη τάξη, οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι και συνένοχοί της.
Εξήντα χρόνια μετά, τα στρατόπεδα εξακολουθούν να είναι δυο. Και μιας και γίνεται συζήτηση για το «έθνος» μ΄ αφορμή και αυτή την ταινία, καλό είναι να θυμηθούμε τον Λένιν. «Σε κάθε σύγχρονο έθνος υπάρχουν δυο έθνη», έγραφε το 1913. Των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων, αυτών που έχουν συμφέρον να κρατήσουν όρθια την παλιά κοινωνία και αυτών που θέλουν να τη γκρεμίσουν. Αυτό είναι ένα κομμάτι της κληρονομιάς του εμφυλίου.
60 χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Τα «Δύο Έθνη» παραμένουν ασυμφιλίωτα...
Φύλλο: 890
Λέανδρος Μπόλαρης
Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη έχει προκαλέσει μια έντονη συζήτηση. Η κυκλοφορία της, βγήκε στις αίθουσες στις 22 Οκτώβρη, συμπίπτει ουσιαστικά με την επέτειο των εξήντα χρόνων από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Αλλά κι αυτή η «σύμπτωση» να μην υπήρχε, πάλι η συζήτηση θα ήταν έντονη. Γιατί ο Βούλγαρης δεν διηγείται απλά μια ανθρώπινη ιστορία που διαδραματίζεται μέσα στον εμφύλιο. Κάνει ένα πολιτικό σχόλιο για το ίδιο το γεγονός.
Η πλοκή ξετυλίγεται το 1949, στο Γράμμο, στις τελευταίες φάσεις του εμφυλίου. Η διήγηση προχωρά με βάση την ιστορία του Ανέστη και του Βλάση, δυο αδέλφια, ντόπια τσοπανόπουλα. Ο πρώτος βρίσκεται στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού, υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Τριαντάφυλλου. Ο δεύτερος και μικρότερος, ο Βλάσης, «απέναντι» -κυριολεκτικά, στο συγκρότημα του καπετάν-Ντούλα. Ξεκλέβουν στιγμές για να συναντηθούν σε λημέρια που μόνο αυτοί γνωρίζουν. Ανησυχούν για τη μάνα τους, που είναι κλεισμένη σε στρατόπεδο «ανταρτόπληκτων» -ο κυβερνητικός στρατός είχε εκκενώσει χιλιάδες χωριά για να στερήσει από τους αντάρτες τη βάση τους και τον ανεφοδιασμό τους.
Η ατμόσφαιρα του πολέμου δίνεται με έντονο τρόπο. Δεν είναι μόνο οι σκηνές των μαχών -που σε κάποιες στιγμές κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα: η αντάρτισσα Γιαννούλα να θερίζει με το πολυβόλο για παράδειγμα. Είναι και τα ερειπωμένα, σχεδόν στοιχειωμένα χωριά, οι εφιάλτες το βράδυ, η νοσταλγία -ιδιαίτερα των κυβερνητικών φαντάρων- για το σπίτι τους, να «φύγουμε από αυτά τα κατσάβραχα».
Ανθρώπινη ιστορία, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, για τη φρίκη του πολέμου, και ιδιαίτερα ενός εμφυλίου. Όμως, η πολιτική είναι παρούσα σε όλη τη ταινία -μια πολιτική οπτική για τον εμφύλιο. Από την αρχή της ταινίας, βλέπουμε ένα κατάλογο με τους «έλληνες νεκρούς στους πολέμους»: Βαλκανικοί, Μικρασιατική Εκστρατεία, 1940-41. Ο Εμφύλιος είναι ο πιο πολυαίμακτος. Το συμπέρασμα διατυπώνεται χωρίς λόγια: μια ακόμα «περιπέτεια» -δυστυχία στη μακρά πορεία του «νέου ελληνισμού»...
Η σκηνή όπου ο Θανάσης Βέγγος πάει να πάρει το νεκρό εγγονό του από το κυβερνητικό στρατόπεδο για να τον θάψει στο χωριό του, συνοψίζει την οπτική της ταινίας: «Δεν είναι πόλεμος αυτός που μας βρήκε» λέει στον ταξίαρχο «Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες...». Το μήνυμα επαναλαμβάνεται συχνά: σε μια άλλη σκηνή ο ίδιος ταξίαρχος αφού δηλώνει ότι έχει δυο γιους στη πρώτη γραμμή, λόγω επιστράτευσης, λέει «και ποιος θέλει να είναι δω στα βουνά να πολεμάει Ελληνες...»
Ποιος αλήθεια; Αναρωτιέται κανείς, γιατί έγινε ο εμφύλιος. Λες και ήταν μια θεομηνία που ξερίζωσε ανθρώπους και τους πέταξε τυχαία σε στρατόπεδα ή ίσως η «κατάρα του γένους» που τρώει τις σάρκες του από παλιά... Για να στηρίξει μια τέτοια άποψη, όμως, το σενάριο οδηγείται σε προφανείς ακροβασίες. Η πρώτη σκηνή δείχνει τον Σοφούλη και τον βασιλιά Παύλο να συζητάνε για το αν μπορεί να επέλθει μια ειρηνική επίλυση. Ο βασιλιάς, σχεδόν συντετριμμένος λέει: «Πια αποφασίζουν οι Αμερικανοί». Όμως το 1949, και μάλιστα την εποχή που η «ανταρσία» ψυχορραγούσε, δεν υπήρχε όχι στο Παλάτι, αλλά σε ολόκληρο τον αστικό πολιτικό κόσμο μια φωνή που να μην ζητάει παραδειγματική συντριβή του αντάρτικου και της αριστεράς. Το αιματοβαμμένο καρναβάλι της αντεπανάστασης ήτανε στο φόρτε του...
Στρατηγός
Σε μια άλλη σκηνή, ο Αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλητ πιέζει το Γενικό Επιτελείο να ξεκαθαρίσει μια και καλή τους αντάρτες στο Γράμμο-Βίτσι μέσα σε έξι βδομάδες. «Είστε 140.000» λέει «κι είναι 15.000». Εκεί τους παρουσιάζει τις βόμβες ναπάλμ που κατακαίνε τα πάντα σε απόσταση όταν εκρήγνυνται. Το Επιτελείο, μαζί με τον Αρχιστράτηγο διστάζουν, νιώθουν ενοχές...
Όχι, αυτά τα πράγματα δεν γίνανε. Ο Παπάγος, ο Τσακαλώτος κι οι άλλοι στρατηγοί, δεν είχαν πρόβλημα όχι να κάψουν ζωντανούς τους αντάρτες με τις ναπάλμ αλλά και να αδειάσουν ολόκληρες επαρχίες στέλνοντας τους χωρικούς στα στρατόπεδα, ακόμα και στη Μακρόνησο. Τα έκτακτα στρατοδικεία δεν έστελναν στο απόσπασμα μοναχά αιχμαλωτισμένους αντάρτες -ακόμα και μια προκήρυξη ή ένα κουπόνι οικονομικής ενίσχυσης αρκούσε...
Όχι ότι ο Π. Βούλγαρης υιοθετεί τις αντιδραστικές θεωρίες που είχαν γίνει της μόδας κάποιο διάστημα, απόψεις που έριχναν το φταίξιμο λίγο πολύ στην «κόκκινη τρομοκρατία» της αριστεράς, στην «ολοκληρωτική λογική» της. Κάθε άλλο. Οι πιο συγκλονιστικές, τραγικές και ανθρώπινες στιγμές της ταινίας έχουν «πρωταγωνιστές» αντάρτες και αντάρτισσες. «Συναγωνίστρια, τι ήσουν πριν γίνεις συναγωνίστρια;» ρωτάει ο Βλάσης την Γιαννούλα. «Ράφτρα ήμουν» του απαντάει «και όταν νικήσουμε πάλι ράφτρα θα είμαι». Προς το τέλος, όταν οι αιχμαλωτισμένοι αντάρτες και αντάρτισσες περιμένουν την εκτέλεση, μια νεαρή αντάρτισσα ρωτάει έναν άλλον «Μυτιληνιέ, πες μου πως είναι η θάλασσα, δεν την έχω δει ποτέ...»
Σ΄ αυτό το σημείο, αξίζει να πούμε δυο λόγια παραπάνω. Ο ανθυπολοχαγός Τριαντάφυλλος, συμβουλεύει τον Ανέστη να ορμηνέψει τον Βλάση - που έχει αιχμαλωτισθεί μαζι με άλλους - «πες του να δηλώσει βιαίως στρατολογηθείς» από τους αντάρτες μπροστά στους στρατοδίκες. Τι ήταν ο Βλάσης -και μαζί του χιλιάδες ακόμα «Βλάσηδες»; Τυπικά ναι, ο Δημοκρατικός Στρατός έκανε επιστράτευση. Ηταν απόδειξη της αδυναμίας του να προσελκύσει μαζικό κύμα εθελοντικής κατάταξης, όπως ο ΕΛΑΣ στην κατοχή. Όμως, ο Βλάσης έχει πάει μόνος του να βρει τους αντάρτες και πεθαίνει «αμετανόητος». Η απάντηση είναι, λοιπόν -και «στρατολογηθείς» και «εθελοντής». Χιλιάδες νέοι άνθρωποι, που είχαν περάσει από τις οργανώσεις της Αντίστασης δέχονταν να «στρατολογηθούν βιαίως» -αυτό σήμαινε τη πίστη τους στο σκοπό των ανταρτών αλλά και τις αμφιβολίες τους, για τη δυνατότητα της νίκης.
Στον κυβερνητικό στρατό, επίσης, πολέμησαν χιλιάδες αριστεροί άνθρωποι. Γιατί οι λιποταξίες προς την πλευρά των ανταρτών ήταν τόσο λίγες; Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα, χρήζουν πολιτικών απαντήσεων -που είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να δοθούν με επικλήσεις στην «εθνική συμφιλίωση».
Ο Π. Βούλγαρης υπαινίσσεται κάποιες απαντήσεις για την ήττα της αριστεράς. Σε μια σκηνή εμφανίζεται ο Ζαχαριάδης (για κάποιο λόγο, ο σκηνοθέτης δεν μας «ενημερώνει» ότι αυτός είναι ο Ζαχαριάδης) να αποχαιρετάει τους διοικητές του. «Πώς να τους πούμε» αναρωτιέται μετά ο υποδιοικητής του Ντούλα «ότι οι σοβιετικοί σύντροφοι δεν θα ΄ρθουν ποτέ;» Ισως, γι΄ αυτό ο σκηνοθέτης να δέχεται τα πυρά του ΚΚΕ που μαζί με τον Στάλιν έχει ξεθάψει και τον Ζαχαριάδη...
Όμως, το μήνυμα της ταινίας παραμένει αυτό της «εθνικής συμφιλίωσης». Ο Π. Βούλγαρης έλεγε σε μια συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 11/10: «Μετά από 60 χρόνια, προσπάθησα να είμαι δίκαιος - κυρίως προς τα νέα παιδιά: τους αντάρτες και τους φαντάρους που πρωταγωνίστησαν σε αυτό τον κυκλώνα του αίματος, ξεκομμένοι πάνω στα βουνά χωρίς να ξέρουν γιατί είναι εκεί». Όλοι ξέρανε «γιατί είναι εκεί» -ίσως το «πως βρέθηκαν εκεί» να είναι ένα πολύ πιο σημαντικό ερώτημα -που έχει βασανίσει τουλάχιστον τις γενιές των ηττημένων...
Το δίκαιο δεν σημαίνει ίσες αποστάσεις. Ο ελληνικός εμφύλιος ήταν το τίμημα που πλήρωσε το κίνημα της Αντίστασης γιατί η επανάστασή του έμεινε στα μισά του δρόμου. Υπάρχουν ευθύνες γι΄ αυτό: η πολιτική της ηγεσίας του. Όμως, για τον «κυκλώνα του αίματος» οι υπεύθυνοι είναι συγκεκριμένοι. Είναι η κυρίαρχη τάξη, οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι και συνένοχοί της.
Εξήντα χρόνια μετά, τα στρατόπεδα εξακολουθούν να είναι δυο. Και μιας και γίνεται συζήτηση για το «έθνος» μ΄ αφορμή και αυτή την ταινία, καλό είναι να θυμηθούμε τον Λένιν. «Σε κάθε σύγχρονο έθνος υπάρχουν δυο έθνη», έγραφε το 1913. Των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων, αυτών που έχουν συμφέρον να κρατήσουν όρθια την παλιά κοινωνία και αυτών που θέλουν να τη γκρεμίσουν. Αυτό είναι ένα κομμάτι της κληρονομιάς του εμφυλίου.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΟΥ «ΟΧΙ» Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΤΟΥ «ΟΧΙ»
Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Νεκτάριος Δαργάκης
Κάθε χρόνο όταν πλησιάζει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου ανοίγει ξανά η συζήτηση σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πως μπήκε σε αυτόν η Ελλάδα και τι ρόλο έπαιξε το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά. Ακόμα ένα ερώτημα που εμφανίζεται είναι πως ένας ακραιφνής υποστηρικτής της ναζιστικής Γερμανίας δεν συμμάχησε μαζί της, αλλά αποφάσισε να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Για να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να γυρίσουμε στις δύο προηγούμενες δεκαετίες για να δούμε το υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων.
Μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία η ιστορία στην Ελλάδα έχει πολλές απόπειρες, πετυχημένες και μη, για δικτατορίες μέχρι να φτάσουμε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Ο στρατός ήταν βασικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων αφού επενέβαινε όταν κανένα από τα κομμάτια της άρχουσας τάξης δεν μπορούσε να δώσει λύσεις στην κατάσταση.
Ο Μεταξάς, βασιλόφρονας στρατηγός, ήταν κομμάτι αυτού του συστήματος με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Πριν από το 1924 είχε παίξει ρόλο στο στρατόπεδο των «βασιλικών». Γνώριζε τον Κωνσταντίνο από το 1897 και τον στήριξε, από όποια θέση και αν βρέθηκε, απέναντι στον Βενιζέλο και τις συγκρούσεις πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1924 ίδρυσε το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» και συμμετείχε στις εκλογές είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία με τα βασιλικά κόμματα. Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει ποτέ ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά ήταν μέρος του πολιτικού συστήματος. Για παράδειγμα, το 1926 ήταν Υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαϊμη.
Στις εκλογές του Γενάρη 1936 ούτε οι «βενιζελικοί» ούτε οι «βασιλόφρονες» μπόρεσαν να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στις 6 Μάρτη ο Γεώργιος Β΄ διόρισε τον Μεταξά υπουργό Στρατιωτικών. Στις 14 όρκισε την «ακομμάτιστη» κυβέρνηση Δεμερτζή. Ο Μεταξάς πήρε και τη θέση του αντιπροέδρου. Ένα μήνα μετά, ο Δεμερτζής πεθαίνει. Ο βασιλιάς ορίζει τον Μεταξά πρωθυπουργό παρόλο που στις εκλογές πήρε μόλις 3,94% και η Βουλή του δίνει ψήφο εμπιστοσύνης. Τον ψήφισαν και οι «φιλελεύθεροι βενιζελικοί» αφού ήταν προτιμότερος από τη συνεργασία με τους «κομμουνιστάς».
Το 1936 σημαδεύτηκε από την απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάη. Σε λίγες μέρες, η απεργία απλώθηκε και στην υπόλοιπη χώρα. Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη έκανε την επανεμφάνισή της μετά από αρκετά χρόνια οπισθοχώρησης και αυτό έσπειρε τον πανικό στην άρχουσα τάξη. Μπορεί η απεργία να έχασε εξαιτίας των λαθών της ηγεσίας του κινήματος, αλλά χτύπησε το «καμπανάκι» στους από πάνω.
Στις 4 Αυγούστου, ο Μεταξάς με πρόσχημα ένα «κομμουνιστικό πραξικόπημα» που θα γινόταν την επόμενη μέρα λόγω του καλέσματος για γενική απεργία κλείνει τη Βουλή και αναστέλλει όσα άρθρα του Συντάγματος μπορούν να αξιοποιηθούν από το κίνημα(δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ελευθερία Τύπου κ.α.).
Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα δεν είχε κανένα πρόβλημα με την επιλογή του Μεταξά. Άλλωστε, το ίδιο είχε συμβεί σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, το Μουσολίνι ή τον Φράνκο για να ελέγξουν την κατάσταση απέναντι στην αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Χίτλερ
Η δικτατορία του Μεταξά προσπάθησε να κάνει την Ελλάδα μια χώρα που θα μπορούσε να «παζαρεύει» με ποιανού την πλευρά θα πήγαινε στον πόλεμο που φαινόταν να έρχεται. Ο Μεταξάς είχε τις καλύτερες σχέσεις με τη Γερμανία. Είχε τελειώσει την Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου (με βασιλική υποτροφία) και θαύμαζε ιδεολογικά τα «κατορθώματα» του Χίτλερ. Προσπάθησε να αντιγράψει και το καθεστώς του.
Απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα μπήκαν κάτω από τον έλεγχο του κράτους, δημιουργήθηκε η «Εθνική» ΓΣΕΕ και ο Υπουργός Εργασίας διορίστηκε γραμματέας της, χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές εξορίστηκαν και βασανίστηκαν. Ταυτόχρονα, γινόταν προσπάθεια να φτιαχτεί και κοινωνική βάση που θα στήριζε το καθεστώς. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε η δημιουργία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας(ΕΟΝ). Οι νέοι έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο με στολές, να χαιρετούν ναζιστικά, να συμμετέχουν στις παρελάσεις που τότε καθιερώθηκαν. Μετά από λίγο καιρό, η συμμετοχή στην ΕΟΝ έγινε υποχρεωτική.
Η ΕΟΝ και άλλοι παρόμοιοι σχηματισμοί, όπως οι Επιτροπές Εθνικοφρόνων Γονέων, έκαιγαν προοδευτικά ή αριστερά βιβλία και προσπαθούσαν να διαλύσουν κάθε φωνή αντίστασης. Φυσικά, η αστυνομία ολοκλήρωνε αυτό το έργο με βασανιστήρια και έλεγχο σε όποιον δεν συμβάδιζε με τις ιδέες του «εθνικού κράτους».
Ταυτόχρονα, οι σχέσεις με τη Γερμανία απλώθηκαν και στο οικονομικό επίπεδο. Το ελληνικό κράτος πρόσφερε αμέριστη βοήθεια στην γερμανική οικονομική εξόρμηση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, το 40% της παραγωγής καπνών αγοραζόταν από τη Γερμανία, ενώ μπορούσε να εξασφαλίζει και σιδηρομεταλλεύματα για την πολεμική βιομηχανία της.
Αυτή η στενή σχέση με την ναζιστική Γερμανία δεν εμπόδισε την ανάπτυξη των διασυνδέσεων με την Αγγλία που ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι βρετανοί καπιταλιστές είχαν άμεσες σχέσεις με τους Έλληνες εφοπλιστές, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες είχαν συνδεθεί με το αγγλικό, αλλά και το γαλλικό, τραπεζικό κεφάλαιο. Μπορεί, σε πρώτη ανάγνωση, να φαίνεται περίεργη μια τέτοια σχέση, αλλά η Αγγλία δεν είχε κανένα πρόβλημα να συναλλάσσεται με ένα φασιστικό καθεστώς. Άλλωστε, πριν από δύο εβδομάδες αποκαλύφθηκε ότι ο Μουσολίνι ήταν πράκτορας για περίπου ένα χρόνο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙ5) το 1917 με στόχο την παραμονή της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας.
Το 1939 η μεταξική δικτατορία έκανε σημαντικές εμπορικές και πολιτικές συμφωνίες με την Αγγλία, πράγμα που την τοποθέτησε στο στρατόπεδο των μετέπειτα Συμμάχων και την έβγαλε από την στρατηγική ουδετερότητας που ακολουθούσε μέχρι τότε το καθεστώς.
Η άλλη συζήτηση που ανοίγει έχει να κάνει με την φύση του πολέμου. Η πλειοψηφία της αριστεράς αναφέρεται σε αυτόν ως την μάχη των δημοκρατικών δυνάμεων απέναντι στους φασίστες. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πόλεμος δεν διέφερε από τον Πρώτο Παγκόσμιο: ήταν ιμπεριαλιστικός. Έγινε για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και δεν είναι περίεργο ότι και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, όπως η Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο Τρότσκι ήδη από το 1934: «Ένας μοντέρνος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν σηματοδοτεί μια σύγκρουση ανάμεσα στην δημοκρατία και το φασισμό, αλλά τη σύγκρουση σε δυο ιμπεριαλισμούς για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, Επίσης, ένας τέτοιος πόλεμος αναγκαστικά πρέπει να αποκτήσει διεθνή χαρακτήρα και στα δύο στρατόπεδα θα βρούμε φασιστικά(ή μισο-φασιστικά, βοναπαρτιστικά καθεστώτα) καθώς και «δημοκρατικά» κράτη».
Ναζισμος
Όμως, στα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων εξακολουθεί να υπάρχει η ιδέα, όπως και τότε, ότι ήταν ένας αντιφασιστικός πόλεμος για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι η φρίκη του ναζισμού. Οτιδήποτε μπορεί να είναι καλύτερο από τα Άουσβιτς, τα Ες-ες, τις δολοφονίες εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο δεύτερος είναι η συμμετοχή στον πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης για την οποία η πλειοψηφία είχε την εικόνα ότι ήταν μια «διαφορετική κοινωνία» με ό,τι κριτική και αν έκανε κανείς. Άλλωστε, το τίμημα για την ΕΣΣΔ ήταν 20 εκατομμύρια νεκροί από την μάχη κόντρα στους ναζί.
Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Οι δυτικές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις δεν έκαναν οτιδήποτε για να «κόψουν» το δρόμο του φασισμού στην Ισπανία, τη Γαλλία ή την Ελλάδα. Ούτε εμπόδισαν το Χίτλερ να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία το 1938.
Από τη μεριά της η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν έβαζε τα δικά της κρατικοκαπιταλιστικά συμφέροντα πάνω από τις ανάγκες των αντιφασιστικών κινημάτων. Έφτασε στο σημείο να υπογράψει το «Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» με τη Γερμανία τον Σεπτέμβρη του 1939, δημιουργώντας την απόλυτη σύγχυση στα μέλη των Κομμουνιστικών Κομμάτων παγκόσμια .
Το Σύμφωνο επέβαλλε ότι καμιά από τις δύο χώρες δε θα προχωρούσε σε επιθετική κίνηση εναντίον της άλλης. Ένα μυστικό πρωτόκολλο συμπλήρωνε την κύρια συμφωνία. Εκεί, ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του Συμφώνου ήταν η Πολωνία. Στις 9 Σεπτέμβρη, οι Ναζί εισέβαλαν -με την έγκριση των Ρώσων- στη χώρα από δυτικά και λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Σεπτέμβρη, ακολούθησε ο στρατός του Στάλιν από ανατολικά. Μέχρι την 1η του Οκτώβρη, οι δύο στρατοί είχαν μοιράσει μεταξύ τους ολόκληρη την Πολωνία.
Ο πόλεμος ήταν αντιφασιστικός για τους λαούς, όχι για τα καθεστώτα. Το καθεστώς του Μεταξά συμβιβάστηκε με τη φασιστική κατοχή. Οι εργάτες, οι αγρότες, η νεολαία έχτισαν το μαζικό κίνημα της Αντίστασης που έδιωξε τους Ναζί το 1944. ΄Οσο για τους «αντιφασίστες» άγγλους ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες αστούς συνεργάτες τους, φρόντισαν να πνίξουν στο αίμα εκείνο το μεγαλειώδες γνήσιο αντιφασιστικό κίνημα.
Το φασιστικό καθεστώς Μεταξά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Νεκτάριος Δαργάκης
Κάθε χρόνο όταν πλησιάζει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου ανοίγει ξανά η συζήτηση σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πως μπήκε σε αυτόν η Ελλάδα και τι ρόλο έπαιξε το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά. Ακόμα ένα ερώτημα που εμφανίζεται είναι πως ένας ακραιφνής υποστηρικτής της ναζιστικής Γερμανίας δεν συμμάχησε μαζί της, αλλά αποφάσισε να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Για να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα χρειάζεται να γυρίσουμε στις δύο προηγούμενες δεκαετίες για να δούμε το υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων.
Μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία η ιστορία στην Ελλάδα έχει πολλές απόπειρες, πετυχημένες και μη, για δικτατορίες μέχρι να φτάσουμε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Ο στρατός ήταν βασικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων αφού επενέβαινε όταν κανένα από τα κομμάτια της άρχουσας τάξης δεν μπορούσε να δώσει λύσεις στην κατάσταση.
Ο Μεταξάς, βασιλόφρονας στρατηγός, ήταν κομμάτι αυτού του συστήματος με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Πριν από το 1924 είχε παίξει ρόλο στο στρατόπεδο των «βασιλικών». Γνώριζε τον Κωνσταντίνο από το 1897 και τον στήριξε, από όποια θέση και αν βρέθηκε, απέναντι στον Βενιζέλο και τις συγκρούσεις πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1924 ίδρυσε το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» και συμμετείχε στις εκλογές είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία με τα βασιλικά κόμματα. Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει ποτέ ένα μεγάλο ποσοστό, αλλά ήταν μέρος του πολιτικού συστήματος. Για παράδειγμα, το 1926 ήταν Υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαϊμη.
Στις εκλογές του Γενάρη 1936 ούτε οι «βενιζελικοί» ούτε οι «βασιλόφρονες» μπόρεσαν να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στις 6 Μάρτη ο Γεώργιος Β΄ διόρισε τον Μεταξά υπουργό Στρατιωτικών. Στις 14 όρκισε την «ακομμάτιστη» κυβέρνηση Δεμερτζή. Ο Μεταξάς πήρε και τη θέση του αντιπροέδρου. Ένα μήνα μετά, ο Δεμερτζής πεθαίνει. Ο βασιλιάς ορίζει τον Μεταξά πρωθυπουργό παρόλο που στις εκλογές πήρε μόλις 3,94% και η Βουλή του δίνει ψήφο εμπιστοσύνης. Τον ψήφισαν και οι «φιλελεύθεροι βενιζελικοί» αφού ήταν προτιμότερος από τη συνεργασία με τους «κομμουνιστάς».
Το 1936 σημαδεύτηκε από την απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάη. Σε λίγες μέρες, η απεργία απλώθηκε και στην υπόλοιπη χώρα. Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη έκανε την επανεμφάνισή της μετά από αρκετά χρόνια οπισθοχώρησης και αυτό έσπειρε τον πανικό στην άρχουσα τάξη. Μπορεί η απεργία να έχασε εξαιτίας των λαθών της ηγεσίας του κινήματος, αλλά χτύπησε το «καμπανάκι» στους από πάνω.
Στις 4 Αυγούστου, ο Μεταξάς με πρόσχημα ένα «κομμουνιστικό πραξικόπημα» που θα γινόταν την επόμενη μέρα λόγω του καλέσματος για γενική απεργία κλείνει τη Βουλή και αναστέλλει όσα άρθρα του Συντάγματος μπορούν να αξιοποιηθούν από το κίνημα(δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ελευθερία Τύπου κ.α.).
Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα δεν είχε κανένα πρόβλημα με την επιλογή του Μεταξά. Άλλωστε, το ίδιο είχε συμβεί σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες με την κατάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, το Μουσολίνι ή τον Φράνκο για να ελέγξουν την κατάσταση απέναντι στην αριστερά και το εργατικό κίνημα.
Χίτλερ
Η δικτατορία του Μεταξά προσπάθησε να κάνει την Ελλάδα μια χώρα που θα μπορούσε να «παζαρεύει» με ποιανού την πλευρά θα πήγαινε στον πόλεμο που φαινόταν να έρχεται. Ο Μεταξάς είχε τις καλύτερες σχέσεις με τη Γερμανία. Είχε τελειώσει την Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου (με βασιλική υποτροφία) και θαύμαζε ιδεολογικά τα «κατορθώματα» του Χίτλερ. Προσπάθησε να αντιγράψει και το καθεστώς του.
Απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα μπήκαν κάτω από τον έλεγχο του κράτους, δημιουργήθηκε η «Εθνική» ΓΣΕΕ και ο Υπουργός Εργασίας διορίστηκε γραμματέας της, χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές εξορίστηκαν και βασανίστηκαν. Ταυτόχρονα, γινόταν προσπάθεια να φτιαχτεί και κοινωνική βάση που θα στήριζε το καθεστώς. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε η δημιουργία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας(ΕΟΝ). Οι νέοι έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο με στολές, να χαιρετούν ναζιστικά, να συμμετέχουν στις παρελάσεις που τότε καθιερώθηκαν. Μετά από λίγο καιρό, η συμμετοχή στην ΕΟΝ έγινε υποχρεωτική.
Η ΕΟΝ και άλλοι παρόμοιοι σχηματισμοί, όπως οι Επιτροπές Εθνικοφρόνων Γονέων, έκαιγαν προοδευτικά ή αριστερά βιβλία και προσπαθούσαν να διαλύσουν κάθε φωνή αντίστασης. Φυσικά, η αστυνομία ολοκλήρωνε αυτό το έργο με βασανιστήρια και έλεγχο σε όποιον δεν συμβάδιζε με τις ιδέες του «εθνικού κράτους».
Ταυτόχρονα, οι σχέσεις με τη Γερμανία απλώθηκαν και στο οικονομικό επίπεδο. Το ελληνικό κράτος πρόσφερε αμέριστη βοήθεια στην γερμανική οικονομική εξόρμηση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, το 40% της παραγωγής καπνών αγοραζόταν από τη Γερμανία, ενώ μπορούσε να εξασφαλίζει και σιδηρομεταλλεύματα για την πολεμική βιομηχανία της.
Αυτή η στενή σχέση με την ναζιστική Γερμανία δεν εμπόδισε την ανάπτυξη των διασυνδέσεων με την Αγγλία που ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι βρετανοί καπιταλιστές είχαν άμεσες σχέσεις με τους Έλληνες εφοπλιστές, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες είχαν συνδεθεί με το αγγλικό, αλλά και το γαλλικό, τραπεζικό κεφάλαιο. Μπορεί, σε πρώτη ανάγνωση, να φαίνεται περίεργη μια τέτοια σχέση, αλλά η Αγγλία δεν είχε κανένα πρόβλημα να συναλλάσσεται με ένα φασιστικό καθεστώς. Άλλωστε, πριν από δύο εβδομάδες αποκαλύφθηκε ότι ο Μουσολίνι ήταν πράκτορας για περίπου ένα χρόνο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (ΜΙ5) το 1917 με στόχο την παραμονή της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας.
Το 1939 η μεταξική δικτατορία έκανε σημαντικές εμπορικές και πολιτικές συμφωνίες με την Αγγλία, πράγμα που την τοποθέτησε στο στρατόπεδο των μετέπειτα Συμμάχων και την έβγαλε από την στρατηγική ουδετερότητας που ακολουθούσε μέχρι τότε το καθεστώς.
Η άλλη συζήτηση που ανοίγει έχει να κάνει με την φύση του πολέμου. Η πλειοψηφία της αριστεράς αναφέρεται σε αυτόν ως την μάχη των δημοκρατικών δυνάμεων απέναντι στους φασίστες. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο πόλεμος δεν διέφερε από τον Πρώτο Παγκόσμιο: ήταν ιμπεριαλιστικός. Έγινε για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και δεν είναι περίεργο ότι και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν χώρες με δικτατορικά καθεστώτα, όπως η Ελλάδα.
Είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο Τρότσκι ήδη από το 1934: «Ένας μοντέρνος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν σηματοδοτεί μια σύγκρουση ανάμεσα στην δημοκρατία και το φασισμό, αλλά τη σύγκρουση σε δυο ιμπεριαλισμούς για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, Επίσης, ένας τέτοιος πόλεμος αναγκαστικά πρέπει να αποκτήσει διεθνή χαρακτήρα και στα δύο στρατόπεδα θα βρούμε φασιστικά(ή μισο-φασιστικά, βοναπαρτιστικά καθεστώτα) καθώς και «δημοκρατικά» κράτη».
Ναζισμος
Όμως, στα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων εξακολουθεί να υπάρχει η ιδέα, όπως και τότε, ότι ήταν ένας αντιφασιστικός πόλεμος για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι η φρίκη του ναζισμού. Οτιδήποτε μπορεί να είναι καλύτερο από τα Άουσβιτς, τα Ες-ες, τις δολοφονίες εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο δεύτερος είναι η συμμετοχή στον πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης για την οποία η πλειοψηφία είχε την εικόνα ότι ήταν μια «διαφορετική κοινωνία» με ό,τι κριτική και αν έκανε κανείς. Άλλωστε, το τίμημα για την ΕΣΣΔ ήταν 20 εκατομμύρια νεκροί από την μάχη κόντρα στους ναζί.
Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Οι δυτικές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις δεν έκαναν οτιδήποτε για να «κόψουν» το δρόμο του φασισμού στην Ισπανία, τη Γαλλία ή την Ελλάδα. Ούτε εμπόδισαν το Χίτλερ να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία το 1938.
Από τη μεριά της η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν έβαζε τα δικά της κρατικοκαπιταλιστικά συμφέροντα πάνω από τις ανάγκες των αντιφασιστικών κινημάτων. Έφτασε στο σημείο να υπογράψει το «Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ» με τη Γερμανία τον Σεπτέμβρη του 1939, δημιουργώντας την απόλυτη σύγχυση στα μέλη των Κομμουνιστικών Κομμάτων παγκόσμια .
Το Σύμφωνο επέβαλλε ότι καμιά από τις δύο χώρες δε θα προχωρούσε σε επιθετική κίνηση εναντίον της άλλης. Ένα μυστικό πρωτόκολλο συμπλήρωνε την κύρια συμφωνία. Εκεί, ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του Συμφώνου ήταν η Πολωνία. Στις 9 Σεπτέμβρη, οι Ναζί εισέβαλαν -με την έγκριση των Ρώσων- στη χώρα από δυτικά και λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Σεπτέμβρη, ακολούθησε ο στρατός του Στάλιν από ανατολικά. Μέχρι την 1η του Οκτώβρη, οι δύο στρατοί είχαν μοιράσει μεταξύ τους ολόκληρη την Πολωνία.
Ο πόλεμος ήταν αντιφασιστικός για τους λαούς, όχι για τα καθεστώτα. Το καθεστώς του Μεταξά συμβιβάστηκε με τη φασιστική κατοχή. Οι εργάτες, οι αγρότες, η νεολαία έχτισαν το μαζικό κίνημα της Αντίστασης που έδιωξε τους Ναζί το 1944. ΄Οσο για τους «αντιφασίστες» άγγλους ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες αστούς συνεργάτες τους, φρόντισαν να πνίξουν στο αίμα εκείνο το μεγαλειώδες γνήσιο αντιφασιστικό κίνημα.
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009
Οι Πόλεμοι της Μνήμης: ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην Δημόσια Ιστορία
Οι Πόλεμοι της Μνήμης: ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος στην Δημόσια Ιστορία
Χάγκεν Φλάισερ
Πριν την όποια αναφορά στο βιβλίο, αξίζει πρώτα απ΄ όλα να αναφερθεί η συμβολή του συγγραφέα του στο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, καθώς ο Φλάισερ με το δίτομο του «Στέμμα και Σβάστικα» ανέδειξε την πραγματικότητα του ελληνικού δωσιλογισμού της Κατοχής χωρίς «ναι μεν αλλά..». Η ελληνική κυρίαρχη μετεμφυλιοπολεμική αφήγηση είχε καταφέρει να συγκαλύψει την ιστορική αλήθεια της συνεργασίας σημαντικών κομματιών του αστικού πολιτικού κόσμου με τους Ναζί.
Στο βιβλίο «Οι Πόλεμοι της Μνήμης», ο Φλάισερ καταπιάνεται με το ζήτημα της δημόσιας ιστορίας του Β ΄Παγκοσμίου Πολέμου, τον τρόπο δηλαδή που οι λαοί, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται την ιστορία τους γύρω από την αφήγηση του «σημαντικότερου γεγονότος του 20ου αιώνα» όπως το χαρακτηρίζει. Η σχέση δηλαδή του παρόντος με το παρελθόν και το πώς συγκροτείται η κάθε συλλογική μνήμη.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις προσλήψεις και χρήσεις της ιστορίας από τα κράτη, ώστε αυτή να συμμορφώνεται με τους καθιερωμένους μύθους για τη στάση των λαών κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το πέρας του πολέμου.
Μία διαγραμμένη ιστορική μνήμη είναι η συνεργασία κομματιών του πληθυσμού αλλά και των ελίτ των κατεχόμενων χωρών της Ευρώπης όπως το καθεστώς του Βισύ στην Γαλλία τα χρόνια μετά την κατάληψη της. Σε όλες τις περιπτώσεις λιγότερο ή περισσότερο οι Ναζί δεν ήταν μόνοι τους στην άσκηση της κατοχικής τους εξουσίας, έχοντας την αγαστή πολλές φορές ακόμη και αυθόρμητη συνεργασία «γηγενών». Βασικό τους κίνητρο ήταν η εκκαθάριση εσωτερικών εχθρών (συνήθως κομμουνιστών ή Εβραίων). Βέβαια, τα κίνητρα της συνεργασίας με τους ναζί, δεν ήταν μόνο ιδεολογικά: άρχουσες τάξεις ή τμήματά τους, ιδιαίτερα στην αρχή του πολέμου φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν μια θέση στην «Νέα Ευρώπη» των ναζί. Όμως, ο Φλάισερ δεν υπεισέρχεται σε αυτή τη συζήτηση.
Σχεδόν όλες οι ιστορικές αφηγήσεις στις χώρες αυτές τείνουν να αποκρύπτουν την συμπαράταξη αυτή, με τον προφανή φόβο του να μην κλονίσουν την πάγια αντίληψη περί «Αντίστασης όλου του έθνους» που θα επέφερε πλήγμα στην διαμόρφωση των μεταπολεμικών εθνικών-και όχι μόνο- ταυτοτήτων.
Κρίσιμη είναι επίσης η αναφορά του στην Γερμανία και τον τρόπο που αντιμετωπίζει το παρελθόν του ναζισμού. Στη Γερμανία έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια μία αντίληψη της χώρας ως θύμα του πολέμου με συνήθη αναφορά στους βομβαρδισμούς και την καταστροφή γερμανικών πόλεων από τα συμμαχικά στρατεύματα προς το τέλος του πολέμου, που άφησαν πίσω τους εκατόμβες νεκρών. Συγχρόνως τα μέσα επικεντρώνονται στις μαζικές εκτοπίσεις Γερμανών από τις ανατολικές χώρες μετά το πέρας του πολέμου, που τείνει ουσιαστικά, τιθέμενη εκτός ιστορικού πλαισίου, να δώσει συγχωροχάρτι στο ναζισμό και τα εγκλήματά του με έμμεσο τρόπο.
Από την άλλη αποκαλύπτεται μέσα από νέες ιστορικές εκθέσεις το μέγεθος της συμμετοχής της Βέρμαχτ στα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν. Σπάει δηλαδή ένας χρόνιος μύθος της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, για το ότι τα εγκλήματα έγιναν μόνο από «το Χίτλερ και την κλίκα του».. Στη καλλιέργεια αυτού του μύθου συνέβαλε κι η μεταπολεμική ουσιαστική αφομοίωση πολλών ναζί αξιωματούχων στον νέο τότε κρατικό μηχανισμό της Δυτικής Γερμανίας (όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας).
Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του πολέμου, η Σοβιετική Ρωσία διαχειριζόμενη μέχρι σήμερα με ένα σταθερό τρόπο το παρελθόν της καταφέρνει να διατηρεί την εξιδανικευμένη εκδοχή του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου» και της αποφασιστικής της συμβολής στην «νίκη κατά του φασισμού».Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο το ότι η σημερινή «δημοκρατική» Ρωσία συντηρεί την σοβιετική καθεστωτική αντίληψη για τον «ένδοξο αγώνα των ρώσων πατριωτών»,το Στάλινγκραντ, κάνοντας επιλεκτική χρήση των συμφερόντων γεγονότων της ιστορίας της στη προσπάθεια δημιουργίας του νέου «ρώσικου πατριωτισμού».
Στην τελευταία ιστορική αφήγηση μένουν προφανώς, απ΄ έξω βέβαια τα ιστορικά γεγονότα που κανείς δε θέλει να διηγείται: H σφαγή χιλιάδων Πολωνών στρατιωτών στο Κατύν, το μοίρασμα της Πολωνίας με τους Ναζί το 1939, η κατάληψη των βαλτικών χωρών, αποφάσεις του Στάλιν που ακόμα διαμορφώνουν και καθορίζουν τον τρόπο που θυμούνται οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τον πόλεμο.
Τα νέα καθεστώτα αυτών των χωρών φτάνουν στο σημείο να ταυτίσουν την ναζιστική κατοχή με την κομμουνιστική περίοδο διακυβέρνησης, καταλήγοντας κάποιες φορές μετά τον Ψυχρό πόλεμο να αποκαταστούν συνεργάτες των Ες Ες κηρύσσοντας παράλληλα παράνομη την χρήση σοβιετικών συμβόλων.
Αυτή η αντίληψη έρχεται να συνδεθεί με τις αντιλήψεις των συγχρόνων αναθεωρητών ιστορικών (όπως των Γάλλων συγγραφέων της «Μαύρης Βίβλου του κομμουνισμού») που ουσιαστικά συσχετίζοντας ναζισμό και «κομμουνισμό» τα ταυτίζουν σαν φριχτούς και βίαιους ολοκληρωτισμούς. Αυτή η αντίληψη αφαιρεί από την οπτική τους το ανέφικτο της ταύτισης ενός καθεστώτος συστηματικής γενοκτονίας όπως ο ναζισμός, με κάθε πτυχή του κομμουνισμού είτε θετική (αντάρτικα κινήματα ενάντια στο φασισμό) είτε των κρατικών καπιταλισμών της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι αντίστοιχοι «αναθεωρητές» ιστορικοί στην Ελλάδα έχουν ήδη επιδοθεί στην εξέταση του πόσους σκότωσαν οι Ελασίτες, σε σχέση ακόμα και με τους Ναζί. H «νέα» ελληνική ιστοριογραφία έχει βαλθεί να αποκαταστήσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Τα παρουσιάζει σαν θύματα της κόκκινης τρομοκρατίας του ΕΑΜ και κάποιοι μάλιστα μιλάνε για την αναγκαιότητά τους στην κατοχική διατήρηση του κράτους και συνέχιση της ύπαρξης του προπολεμικού κράτους.
Ο Φλάισερ παίρνει σαφή θέση απέναντι στο ζήτημα του αρνητισμού της ιστορίας, της αυθαιρεσίας δηλαδή κάποιων ψευτοιστορικών όπως ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ, που αρνούνται την αντικειμενική ιστορική ύπαρξη του εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Αυτό που προσπαθούν ουσιαστικά είναι να φέρουν στα μέτρα των ιδεολογημάτων τους(συνήθως απροκάλυπτα φιλοφασιστικά) την ίδια την ιστορική πραγματικότητα.
Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας «τα άνθη του κακού με καρπούς που απειλούν να δηλητηριάσουν κυρίως την νεολαία, δεν πρέπει να τεθούν υπό την προστασία των «οικολόγων», ως τάχα απειλούμενο είδος»,συμφωνώντας με την ποινική δίωξη των αρνητών, με πρόσφατο παράδειγμα τη δίκη του Πλεύρη .Παρόλα αυτά ο ιστορικός δεν επιχειρεί να εισάγει το ζήτημα του ζήτημα του σιωνισμού, όσον αφορά το αν υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και του ιστορικού γεγονότος του Ολοκαυτώματος.
Το βιβλίο εν τέλει μας σπρώχνει στο να ερευνήσουμε την ιστορική αλήθεια πέρα από τις καθημερινές μυθοποιημένες προσλήψεις που τις περισσότερες φορές, διαμορφώνουν την εθνική και κοινωνική συνοχή ενός κράτους. Επιπλέον να αναδείξουμε τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα ξεπερνώντας παγιωμένους και εύκολα πλασμένους εθνικούς ή παραταξιακούς μύθους. Ειδικά στην Ελλάδα που πλέον η Αριστερά θα κληθεί να συγκρουστεί με τα επιχειρήματα των μεταμοντέρνων του αναθεωρητισμού, των αρνητών αλλά ακόμα και με τον σταλινική ιστορική αφήγηση που διατηρείται στο εσωτερικό της.
Στρατής Κωνσταντάρας
Χάγκεν Φλάισερ
Πριν την όποια αναφορά στο βιβλίο, αξίζει πρώτα απ΄ όλα να αναφερθεί η συμβολή του συγγραφέα του στο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, καθώς ο Φλάισερ με το δίτομο του «Στέμμα και Σβάστικα» ανέδειξε την πραγματικότητα του ελληνικού δωσιλογισμού της Κατοχής χωρίς «ναι μεν αλλά..». Η ελληνική κυρίαρχη μετεμφυλιοπολεμική αφήγηση είχε καταφέρει να συγκαλύψει την ιστορική αλήθεια της συνεργασίας σημαντικών κομματιών του αστικού πολιτικού κόσμου με τους Ναζί.
Στο βιβλίο «Οι Πόλεμοι της Μνήμης», ο Φλάισερ καταπιάνεται με το ζήτημα της δημόσιας ιστορίας του Β ΄Παγκοσμίου Πολέμου, τον τρόπο δηλαδή που οι λαοί, οι διάφορες κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται την ιστορία τους γύρω από την αφήγηση του «σημαντικότερου γεγονότος του 20ου αιώνα» όπως το χαρακτηρίζει. Η σχέση δηλαδή του παρόντος με το παρελθόν και το πώς συγκροτείται η κάθε συλλογική μνήμη.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στις προσλήψεις και χρήσεις της ιστορίας από τα κράτη, ώστε αυτή να συμμορφώνεται με τους καθιερωμένους μύθους για τη στάση των λαών κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το πέρας του πολέμου.
Μία διαγραμμένη ιστορική μνήμη είναι η συνεργασία κομματιών του πληθυσμού αλλά και των ελίτ των κατεχόμενων χωρών της Ευρώπης όπως το καθεστώς του Βισύ στην Γαλλία τα χρόνια μετά την κατάληψη της. Σε όλες τις περιπτώσεις λιγότερο ή περισσότερο οι Ναζί δεν ήταν μόνοι τους στην άσκηση της κατοχικής τους εξουσίας, έχοντας την αγαστή πολλές φορές ακόμη και αυθόρμητη συνεργασία «γηγενών». Βασικό τους κίνητρο ήταν η εκκαθάριση εσωτερικών εχθρών (συνήθως κομμουνιστών ή Εβραίων). Βέβαια, τα κίνητρα της συνεργασίας με τους ναζί, δεν ήταν μόνο ιδεολογικά: άρχουσες τάξεις ή τμήματά τους, ιδιαίτερα στην αρχή του πολέμου φιλοδοξούσαν να αποκτήσουν μια θέση στην «Νέα Ευρώπη» των ναζί. Όμως, ο Φλάισερ δεν υπεισέρχεται σε αυτή τη συζήτηση.
Σχεδόν όλες οι ιστορικές αφηγήσεις στις χώρες αυτές τείνουν να αποκρύπτουν την συμπαράταξη αυτή, με τον προφανή φόβο του να μην κλονίσουν την πάγια αντίληψη περί «Αντίστασης όλου του έθνους» που θα επέφερε πλήγμα στην διαμόρφωση των μεταπολεμικών εθνικών-και όχι μόνο- ταυτοτήτων.
Κρίσιμη είναι επίσης η αναφορά του στην Γερμανία και τον τρόπο που αντιμετωπίζει το παρελθόν του ναζισμού. Στη Γερμανία έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια μία αντίληψη της χώρας ως θύμα του πολέμου με συνήθη αναφορά στους βομβαρδισμούς και την καταστροφή γερμανικών πόλεων από τα συμμαχικά στρατεύματα προς το τέλος του πολέμου, που άφησαν πίσω τους εκατόμβες νεκρών. Συγχρόνως τα μέσα επικεντρώνονται στις μαζικές εκτοπίσεις Γερμανών από τις ανατολικές χώρες μετά το πέρας του πολέμου, που τείνει ουσιαστικά, τιθέμενη εκτός ιστορικού πλαισίου, να δώσει συγχωροχάρτι στο ναζισμό και τα εγκλήματά του με έμμεσο τρόπο.
Από την άλλη αποκαλύπτεται μέσα από νέες ιστορικές εκθέσεις το μέγεθος της συμμετοχής της Βέρμαχτ στα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν. Σπάει δηλαδή ένας χρόνιος μύθος της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, για το ότι τα εγκλήματα έγιναν μόνο από «το Χίτλερ και την κλίκα του».. Στη καλλιέργεια αυτού του μύθου συνέβαλε κι η μεταπολεμική ουσιαστική αφομοίωση πολλών ναζί αξιωματούχων στον νέο τότε κρατικό μηχανισμό της Δυτικής Γερμανίας (όπως άλλωστε συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας).
Ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του πολέμου, η Σοβιετική Ρωσία διαχειριζόμενη μέχρι σήμερα με ένα σταθερό τρόπο το παρελθόν της καταφέρνει να διατηρεί την εξιδανικευμένη εκδοχή του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου» και της αποφασιστικής της συμβολής στην «νίκη κατά του φασισμού».Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο το ότι η σημερινή «δημοκρατική» Ρωσία συντηρεί την σοβιετική καθεστωτική αντίληψη για τον «ένδοξο αγώνα των ρώσων πατριωτών»,το Στάλινγκραντ, κάνοντας επιλεκτική χρήση των συμφερόντων γεγονότων της ιστορίας της στη προσπάθεια δημιουργίας του νέου «ρώσικου πατριωτισμού».
Στην τελευταία ιστορική αφήγηση μένουν προφανώς, απ΄ έξω βέβαια τα ιστορικά γεγονότα που κανείς δε θέλει να διηγείται: H σφαγή χιλιάδων Πολωνών στρατιωτών στο Κατύν, το μοίρασμα της Πολωνίας με τους Ναζί το 1939, η κατάληψη των βαλτικών χωρών, αποφάσεις του Στάλιν που ακόμα διαμορφώνουν και καθορίζουν τον τρόπο που θυμούνται οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τον πόλεμο.
Τα νέα καθεστώτα αυτών των χωρών φτάνουν στο σημείο να ταυτίσουν την ναζιστική κατοχή με την κομμουνιστική περίοδο διακυβέρνησης, καταλήγοντας κάποιες φορές μετά τον Ψυχρό πόλεμο να αποκαταστούν συνεργάτες των Ες Ες κηρύσσοντας παράλληλα παράνομη την χρήση σοβιετικών συμβόλων.
Αυτή η αντίληψη έρχεται να συνδεθεί με τις αντιλήψεις των συγχρόνων αναθεωρητών ιστορικών (όπως των Γάλλων συγγραφέων της «Μαύρης Βίβλου του κομμουνισμού») που ουσιαστικά συσχετίζοντας ναζισμό και «κομμουνισμό» τα ταυτίζουν σαν φριχτούς και βίαιους ολοκληρωτισμούς. Αυτή η αντίληψη αφαιρεί από την οπτική τους το ανέφικτο της ταύτισης ενός καθεστώτος συστηματικής γενοκτονίας όπως ο ναζισμός, με κάθε πτυχή του κομμουνισμού είτε θετική (αντάρτικα κινήματα ενάντια στο φασισμό) είτε των κρατικών καπιταλισμών της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι αντίστοιχοι «αναθεωρητές» ιστορικοί στην Ελλάδα έχουν ήδη επιδοθεί στην εξέταση του πόσους σκότωσαν οι Ελασίτες, σε σχέση ακόμα και με τους Ναζί. H «νέα» ελληνική ιστοριογραφία έχει βαλθεί να αποκαταστήσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Τα παρουσιάζει σαν θύματα της κόκκινης τρομοκρατίας του ΕΑΜ και κάποιοι μάλιστα μιλάνε για την αναγκαιότητά τους στην κατοχική διατήρηση του κράτους και συνέχιση της ύπαρξης του προπολεμικού κράτους.
Ο Φλάισερ παίρνει σαφή θέση απέναντι στο ζήτημα του αρνητισμού της ιστορίας, της αυθαιρεσίας δηλαδή κάποιων ψευτοιστορικών όπως ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ, που αρνούνται την αντικειμενική ιστορική ύπαρξη του εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Αυτό που προσπαθούν ουσιαστικά είναι να φέρουν στα μέτρα των ιδεολογημάτων τους(συνήθως απροκάλυπτα φιλοφασιστικά) την ίδια την ιστορική πραγματικότητα.
Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας «τα άνθη του κακού με καρπούς που απειλούν να δηλητηριάσουν κυρίως την νεολαία, δεν πρέπει να τεθούν υπό την προστασία των «οικολόγων», ως τάχα απειλούμενο είδος»,συμφωνώντας με την ποινική δίωξη των αρνητών, με πρόσφατο παράδειγμα τη δίκη του Πλεύρη .Παρόλα αυτά ο ιστορικός δεν επιχειρεί να εισάγει το ζήτημα του ζήτημα του σιωνισμού, όσον αφορά το αν υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και του ιστορικού γεγονότος του Ολοκαυτώματος.
Το βιβλίο εν τέλει μας σπρώχνει στο να ερευνήσουμε την ιστορική αλήθεια πέρα από τις καθημερινές μυθοποιημένες προσλήψεις που τις περισσότερες φορές, διαμορφώνουν την εθνική και κοινωνική συνοχή ενός κράτους. Επιπλέον να αναδείξουμε τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα ξεπερνώντας παγιωμένους και εύκολα πλασμένους εθνικούς ή παραταξιακούς μύθους. Ειδικά στην Ελλάδα που πλέον η Αριστερά θα κληθεί να συγκρουστεί με τα επιχειρήματα των μεταμοντέρνων του αναθεωρητισμού, των αρνητών αλλά ακόμα και με τον σταλινική ιστορική αφήγηση που διατηρείται στο εσωτερικό της.
Στρατής Κωνσταντάρας
Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου
Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου
Λυμπεράτος, Μιχάλης Π.
Η περίοδος 1944-1946 προδιέγραψε τις εξελίξεις προς την εμφύλια σύγκρουση, αν και το ΚΚΕ, με το τέλος των Δεκεμβριανών, έχοντας επιλύσει το πρόβλημα της ηγεμονίας μιας συμβιβαστικής στρατηγικής στο εσωτερικό του, απολάκτιζε τους αρνητές της (Βελουχιώτης) και διατύπωνε ένα μετριοπαθές πολιτικό προγράμματα που συνδυάστηκε με πολιτικές συμμαχιών με το Κέντρο. Ωστόσο, η αδυναμία του αστικού κόσμου να περιστείλει την πλειοψηφική κοινωνική απήχηση του ΕΑΜ με πολιτικά μέσα και η άτυπη δημιουργία ενός κράτους "έκτακτης ανάγκης" δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της αναπόδραστης ρήξης.
Το βιβλίο αυτό με τη συνδρομή πρωτογενούς υλικού, υπερβαίνοντας σχηματοποιήσεις του τύπου "επανάσταση-αντεπανάσταση", θεωρίες "εξάρτησης", βουλησιαρχικές προσεγγίσεις (η ανεπάρκεια των ηγεσιών) και τον εμπειρισμό των απομονωμένων γεγονότων, προσπαθεί να αναδείξει συνθετικά τις διαδικασίες, κοινωνικές και πολιτικές, που οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο. Αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η επιδίωξη της μεταπολεμικής αστικής τάξης να εξασφαλίσει κρατική ανοχή και να καρπωθεί διεθνείς ενισχύσεις καθόρισε και την αδυναμία του αστικού πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Παρακολουθεί τη διάψευση της απόπειρας της Αριστεράς να αντιπαρέλθει την πολιτική της περιθωριοποίησης μέσω των εκλογών, ευελπιστώντας ότι με την αποχή και τη συνεπαγόμενη ακύρωσή τους θα εξασφάλιζε σε νέες εκλογές δικαιότερους όρους πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Λυμπεράτος, Μιχάλης Π.
Η περίοδος 1944-1946 προδιέγραψε τις εξελίξεις προς την εμφύλια σύγκρουση, αν και το ΚΚΕ, με το τέλος των Δεκεμβριανών, έχοντας επιλύσει το πρόβλημα της ηγεμονίας μιας συμβιβαστικής στρατηγικής στο εσωτερικό του, απολάκτιζε τους αρνητές της (Βελουχιώτης) και διατύπωνε ένα μετριοπαθές πολιτικό προγράμματα που συνδυάστηκε με πολιτικές συμμαχιών με το Κέντρο. Ωστόσο, η αδυναμία του αστικού κόσμου να περιστείλει την πλειοψηφική κοινωνική απήχηση του ΕΑΜ με πολιτικά μέσα και η άτυπη δημιουργία ενός κράτους "έκτακτης ανάγκης" δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της αναπόδραστης ρήξης.
Το βιβλίο αυτό με τη συνδρομή πρωτογενούς υλικού, υπερβαίνοντας σχηματοποιήσεις του τύπου "επανάσταση-αντεπανάσταση", θεωρίες "εξάρτησης", βουλησιαρχικές προσεγγίσεις (η ανεπάρκεια των ηγεσιών) και τον εμπειρισμό των απομονωμένων γεγονότων, προσπαθεί να αναδείξει συνθετικά τις διαδικασίες, κοινωνικές και πολιτικές, που οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο. Αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η επιδίωξη της μεταπολεμικής αστικής τάξης να εξασφαλίσει κρατική ανοχή και να καρπωθεί διεθνείς ενισχύσεις καθόρισε και την αδυναμία του αστικού πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Παρακολουθεί τη διάψευση της απόπειρας της Αριστεράς να αντιπαρέλθει την πολιτική της περιθωριοποίησης μέσω των εκλογών, ευελπιστώντας ότι με την αποχή και τη συνεπαγόμενη ακύρωσή τους θα εξασφάλιζε σε νέες εκλογές δικαιότερους όρους πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι: Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού
Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι: Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού
Σπύρος Μαρκέτος
Ο πρώτος τόμος του βιβλίου του Σπύρου Μαρκέτου «Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», κυκλοφορεί σε μια περίοδο που οι φασίστες, είτε με τη μορφή των γραβατωμένων, «καθώς πρέπει» πολιτικών, είτε με τη μορφή των τραμπούκικων συμμοριών, σηκώνουν ξανά κεφάλι και στην Ελλάδα όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Αποτελεί σημαντικό βοήθημα για όποιον θέλει να εμβαθύνει πάνω στο ζήτημα του φασισμού προκειμένου να τον αντιμετωπίσει.
Μέσα από την ιστορική αφήγηση, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το διαρκές και σχεδόν ασταμάτητο φλερτ της ελληνικής άρχουσας τάξης και της «καλής κοινωνίας» της εποχής της δεκαετίας του ΄20, με τις ιδέες και τις πρακτικές του φασισμού. Είναι η περίοδος που καθορίζεται από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τις συνέπειές της, τις ατελείωτες θυσίες και την απίστευτη καταστροφή που σήμανε για τον ελληνικό λαό. Μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης, που θα ακολουθήσουν την ήττα, πολλοί Έλληνες πολιτικοί, βιομήχανοι, στρατιωτικοί, εκδότες, όχι μόνο εκφράζουν ανοιχτά το θαυμασμό τους για το φασιστικό καθεστώς του Μουσσολίνι στην Ιταλία, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν και το ελληνικό αντίστοιχό του. Οι φασίστες φαντάζουν ακόμη ως μια αήττητη δύναμη, που συντρίβει την αριστερά και τα συνδικάτα, εξασφαλίζοντας πολιτική και κοινωνική σταθερότητα για την ιταλική άρχουσα τάξη, κάτι που απελπισμένα ζητούσαν οι αστοί και στην Ελλάδα.
Όμως ο ελληνικός φασισμός δεν αποτέλεσε απλά ένα φαινόμενο που κάποιοι αντιδραστικοί θέλησαν να εισάγουν. Είχε δικές του ρίζες απλωμένες μέσα στη ντόπια άρχουσα τάξη και γι΄ αυτό αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο. Ο Σ. Μαρκέτος μας εξηγεί το ρόλο διανοούμενων όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίωνας Δραγούμης που με το ρατσιστικό, φιλοπόλεμο και εθνικιστικό κήρυγμά τους άνοιξαν το δρόμο για τις φασιστικές «ιδέες», ήδη από την πρώτη και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αργότερα, πολύ πιο ανοιχτά, εκδότες όπως ο Γεώργιος Βλάχος της έγκριτης και σήμερα «Καθημερινής» και ο Καμπάνης της «Πρωτεύουσας», επίσημου οργάνου του πρωθυπουργού Γούναρη, καθώς και άλλες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας της εποχής, καλούσαν για δημιουργία φασιστικών ομάδων και κόμματος. Οι ιδέες αυτές έβρισκαν γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν στην κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής εκείνης, στις ιμπεριαλιστικές και αλυτρωτικές ιδέες που έντυσαν την πολεμική προσπάθεια της δεκαετίας 1912 - 1922.
Όμως η δύναμη των φασιστών δεν ήταν οι ιδέες τους αλλά η δυνατότητα τους να οργανώνουν την οργή των μικροαστικών μαζών σε ένα αντιδραστικό κίνημα, που χρησιμοποιούσε ως μοναδικό όπλο του την ωμή βία κυρίως εναντίον του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. «Δεν χρειάζεται πρόγραμμα σωτηρίας η Ιταλία, χρειάζεται άντρες και αποφασιστικότητα!», δήλωνε το 1922 ο Μουσσολίνι. Έτσι και η ελληνική άκρα δεξιά κινήθηκε για τη δημιουργία παρακρατικών ομάδων αντίστοιχων των ιταλικών προτού μάλιστα αυτές εμφανιστούν στην Ιταλία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο μετέπειτα δικτάτορας Μεταξάς ήδη από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού δημιουργούν τους «Επίστρατους» που, μαζί με τους «Πολιτικούς Συλλόγους» του ΄20 - ΄22, αποτέλεσαν τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας οργανωμένων φασιστικών συμμοριών.
Σύμφωνα με το Σπ. Μαρκέτο, το καθεστώς Γούναρη το ΄20 - ΄22 βρίσκεται στο «μεταίχμιο του φασισμού». Η στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία και η επακόλουθη κατάρρευση της κυβέρνησης, το εμποδίζουν να μετεξελιχθεί σε ένα ολοκληρωμένο φασιστικό καθεστώς παρόμοιο με το ιταλικό και στερούν από τον ελληνικό φασισμό τη δυνατότητά του να επικρατήσει το 1922. Από την άλλη όμως η ελληνική άρχουσα τάξη είναι πολύ πιο αδύναμη από την ιταλική. Η ήττα στα μέτωπα της οικονομίας και του πολέμου καθώς και τα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η δεκάχρονη πολεμική προσπάθεια έχουν δημιουργήσει βαθιές διασπάσεις στο εσωτερικό της, που την εμποδίζουν να συνταχθεί ενωμένη πίσω από τις φασιστικές ομάδες. Ο Διχασμός, αποτελεί, κατά το συγγραφέα, μια από τις κύριες αδυναμίες του ελληνικού φασισμού εκείνης της περιόδου που τον εμποδίζει να μαζικοποιηθεί και να επιβληθεί.
Ο συγγραφέας συγκρούεται με την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε αληθινός φασισμός στο μεσοπόλεμο. Στα χρόνια μετά το ΄22 μετά την πτώση των βασιλικών, φασισμός υπήρξε, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύτηκε αυτός με ένα μαζικό φασιστικό κίνημα. Πολιτικοί και στρατηγοί, και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι τους από τη λεγόμενη «δημοκρατική» παράταξη, όπως ο Πλαστήρας, αναζητούν τον Έλληνα Μουσσολίνι. ʼλλοι, όπως ο Κονδύλης, φιλοδοξούν να παίξουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο χρησιμοποιώντας υπουργικές θέσεις, για να οργανώσουν φασιστικές ομάδες κρούσης και κάποιοι άλλοι, όπως ο Πάγκαλος και ο βιομήχανος Χατζηκυριάκος, οργανώνουν πραξικοπήματα. Ο Μαρκέτος θεωρεί πως ο φασισμός μπορεί να υπάρξει και χωρίς ένα μαζικό κίνημα. Προκειμένου να στηρίξει αυτή την άποψη φέρνει τα παραδείγματα χωρών όπως η Ουγγαρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο και η Νορβηγία που η επικράτηση φασιστικών και ακροδεξιών κομμάτων δεν συνδυάστηκε με ένα πληβειακό κίνημα.
Το βιβλίο όμως πάσχει από μια σοβαρή, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία, στην προσπάθεια να ερμηνευθεί η αποτυχία μαζικοποίησης και επικράτησης του φασισμού στα χρόνια μετά το ΄22. Εντοπίζει ως βασικό παράγοντα σ΄ αυτή την εξέλιξη, την κάλυψη από τους βενιζελογενείς συντηρητικούς πολιτικούς, του «πολιτικού χώρου» που υπόσχονταν ότι θα καλύψουν οι φασίστες. Ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση από τους ίδιους του κρατικού μηχανισμού, για την καταστολή του νεαρού εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με τη λειτουργία φιλελεύθερων θεσμών, τράβηξε το έδαφος κάτω από τα πόδια των φασιστών. Το ότι το κράτος έπαιξε αυτό το ρόλο ισχύει, όμως αυτό, δεν εμπόδισε τους φασίστες. Αντίθετα όταν αργότερα η κυβέρνηση Βενιζέλου έχασε τη μάχη της οικονομίας, με την κρίση του ΄29, ο δρόμος για αυτούς, άνοιξε ακόμη πιο φαρδύς, όπως διαπιστώνει άλλωστε και ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου του.
Το βιβλίο εξετάζει την εξέλιξη των γεγονότων, μόνο με βάση το τι συνέβαινε στους κόλπους της κυρίαρχης τάξης, υποτιμώντας το ρόλο της αριστεράς, ως πραγματικού εμποδίου στην ανάπτυξη του φασισμού. Ο φασισμός μπορεί να χρησιμοποιείται από τους αστούς, επηρεάζει όμως και τη συνείδηση των μαζών. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ένα αντιδραστικό κίνημα χρειάζεται τη συναίνεση ή έστω την παθητική αποδοχή τους. Το τι συμβαίνει στα μυαλά του κόσμου δεν καθορίζεται μόνο από τη θέληση και τις συνομωσίες των αστών, αλλά και από τις δικές του εμπειρίες και τους δικούς του αγώνες. Η εκλογική δύναμη της αριστεράς τη συγκεκριμένη περίοδο μπορεί να ήταν μικρή, όμως παρά τα σφάλματά της, η δυνατότητά της να οργανώνει και να καθορίζει την αντίσταση του κόσμου, και ως εκ τούτου να επηρεάζει τις ιδέες του, ήταν πολύ μεγαλύτερη, πράγμα που δεν επέτρεψε σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να στραφούν προς τους φασίστες. Η παρατήρηση του Δ. Λιβιεράτου ότι ποτέ στο μεσοπόλεμο οι αγρότες δεν ήρθαν σε σύγκρουση με τους εργάτες, είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το προς τα πού κινήθηκαν οι αντιλήψεις των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα. Κινήματα όπως αυτό των Παλαιών Πολεμιστών αλλά και οι σκληροί και ηρωικοί εργατικοί αγώνες της εποχής διαμόρφωσαν αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς ο ρόλος τους αγνοείται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν η δύναμη και όχι η αδυναμία της αριστεράς που εμπόδισε την ανάπτυξη των φασιστών.
Παρά τις όποιες παρατηρήσεις το βιβλίο και οι απόψεις του Μαρκέτου αξίζει να μελετηθούν. Περιμένουμε την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων του συγγραφέα με την κυκλοφορία του δεύτερου τόμου.
Σπύρος Μαρκέτος
Ο πρώτος τόμος του βιβλίου του Σπύρου Μαρκέτου «Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού», κυκλοφορεί σε μια περίοδο που οι φασίστες, είτε με τη μορφή των γραβατωμένων, «καθώς πρέπει» πολιτικών, είτε με τη μορφή των τραμπούκικων συμμοριών, σηκώνουν ξανά κεφάλι και στην Ελλάδα όπως και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης. Αποτελεί σημαντικό βοήθημα για όποιον θέλει να εμβαθύνει πάνω στο ζήτημα του φασισμού προκειμένου να τον αντιμετωπίσει.
Μέσα από την ιστορική αφήγηση, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το διαρκές και σχεδόν ασταμάτητο φλερτ της ελληνικής άρχουσας τάξης και της «καλής κοινωνίας» της εποχής της δεκαετίας του ΄20, με τις ιδέες και τις πρακτικές του φασισμού. Είναι η περίοδος που καθορίζεται από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τις συνέπειές της, τις ατελείωτες θυσίες και την απίστευτη καταστροφή που σήμανε για τον ελληνικό λαό. Μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης, που θα ακολουθήσουν την ήττα, πολλοί Έλληνες πολιτικοί, βιομήχανοι, στρατιωτικοί, εκδότες, όχι μόνο εκφράζουν ανοιχτά το θαυμασμό τους για το φασιστικό καθεστώς του Μουσσολίνι στην Ιταλία, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν και το ελληνικό αντίστοιχό του. Οι φασίστες φαντάζουν ακόμη ως μια αήττητη δύναμη, που συντρίβει την αριστερά και τα συνδικάτα, εξασφαλίζοντας πολιτική και κοινωνική σταθερότητα για την ιταλική άρχουσα τάξη, κάτι που απελπισμένα ζητούσαν οι αστοί και στην Ελλάδα.
Όμως ο ελληνικός φασισμός δεν αποτέλεσε απλά ένα φαινόμενο που κάποιοι αντιδραστικοί θέλησαν να εισάγουν. Είχε δικές του ρίζες απλωμένες μέσα στη ντόπια άρχουσα τάξη και γι΄ αυτό αποτέλεσε πραγματικό κίνδυνο. Ο Σ. Μαρκέτος μας εξηγεί το ρόλο διανοούμενων όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίωνας Δραγούμης που με το ρατσιστικό, φιλοπόλεμο και εθνικιστικό κήρυγμά τους άνοιξαν το δρόμο για τις φασιστικές «ιδέες», ήδη από την πρώτη και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Αργότερα, πολύ πιο ανοιχτά, εκδότες όπως ο Γεώργιος Βλάχος της έγκριτης και σήμερα «Καθημερινής» και ο Καμπάνης της «Πρωτεύουσας», επίσημου οργάνου του πρωθυπουργού Γούναρη, καθώς και άλλες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας της εποχής, καλούσαν για δημιουργία φασιστικών ομάδων και κόμματος. Οι ιδέες αυτές έβρισκαν γόνιμο έδαφος για να ριζώσουν στην κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής εκείνης, στις ιμπεριαλιστικές και αλυτρωτικές ιδέες που έντυσαν την πολεμική προσπάθεια της δεκαετίας 1912 - 1922.
Όμως η δύναμη των φασιστών δεν ήταν οι ιδέες τους αλλά η δυνατότητα τους να οργανώνουν την οργή των μικροαστικών μαζών σε ένα αντιδραστικό κίνημα, που χρησιμοποιούσε ως μοναδικό όπλο του την ωμή βία κυρίως εναντίον του εργατικού κινήματος και της αριστεράς. «Δεν χρειάζεται πρόγραμμα σωτηρίας η Ιταλία, χρειάζεται άντρες και αποφασιστικότητα!», δήλωνε το 1922 ο Μουσσολίνι. Έτσι και η ελληνική άκρα δεξιά κινήθηκε για τη δημιουργία παρακρατικών ομάδων αντίστοιχων των ιταλικών προτού μάλιστα αυτές εμφανιστούν στην Ιταλία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο μετέπειτα δικτάτορας Μεταξάς ήδη από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού δημιουργούν τους «Επίστρατους» που, μαζί με τους «Πολιτικούς Συλλόγους» του ΄20 - ΄22, αποτέλεσαν τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας οργανωμένων φασιστικών συμμοριών.
Σύμφωνα με το Σπ. Μαρκέτο, το καθεστώς Γούναρη το ΄20 - ΄22 βρίσκεται στο «μεταίχμιο του φασισμού». Η στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία και η επακόλουθη κατάρρευση της κυβέρνησης, το εμποδίζουν να μετεξελιχθεί σε ένα ολοκληρωμένο φασιστικό καθεστώς παρόμοιο με το ιταλικό και στερούν από τον ελληνικό φασισμό τη δυνατότητά του να επικρατήσει το 1922. Από την άλλη όμως η ελληνική άρχουσα τάξη είναι πολύ πιο αδύναμη από την ιταλική. Η ήττα στα μέτωπα της οικονομίας και του πολέμου καθώς και τα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει η δεκάχρονη πολεμική προσπάθεια έχουν δημιουργήσει βαθιές διασπάσεις στο εσωτερικό της, που την εμποδίζουν να συνταχθεί ενωμένη πίσω από τις φασιστικές ομάδες. Ο Διχασμός, αποτελεί, κατά το συγγραφέα, μια από τις κύριες αδυναμίες του ελληνικού φασισμού εκείνης της περιόδου που τον εμποδίζει να μαζικοποιηθεί και να επιβληθεί.
Ο συγγραφέας συγκρούεται με την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε αληθινός φασισμός στο μεσοπόλεμο. Στα χρόνια μετά το ΄22 μετά την πτώση των βασιλικών, φασισμός υπήρξε, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύτηκε αυτός με ένα μαζικό φασιστικό κίνημα. Πολιτικοί και στρατηγοί, και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι τους από τη λεγόμενη «δημοκρατική» παράταξη, όπως ο Πλαστήρας, αναζητούν τον Έλληνα Μουσσολίνι. ʼλλοι, όπως ο Κονδύλης, φιλοδοξούν να παίξουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο χρησιμοποιώντας υπουργικές θέσεις, για να οργανώσουν φασιστικές ομάδες κρούσης και κάποιοι άλλοι, όπως ο Πάγκαλος και ο βιομήχανος Χατζηκυριάκος, οργανώνουν πραξικοπήματα. Ο Μαρκέτος θεωρεί πως ο φασισμός μπορεί να υπάρξει και χωρίς ένα μαζικό κίνημα. Προκειμένου να στηρίξει αυτή την άποψη φέρνει τα παραδείγματα χωρών όπως η Ουγγαρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο και η Νορβηγία που η επικράτηση φασιστικών και ακροδεξιών κομμάτων δεν συνδυάστηκε με ένα πληβειακό κίνημα.
Το βιβλίο όμως πάσχει από μια σοβαρή, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία, στην προσπάθεια να ερμηνευθεί η αποτυχία μαζικοποίησης και επικράτησης του φασισμού στα χρόνια μετά το ΄22. Εντοπίζει ως βασικό παράγοντα σ΄ αυτή την εξέλιξη, την κάλυψη από τους βενιζελογενείς συντηρητικούς πολιτικούς, του «πολιτικού χώρου» που υπόσχονταν ότι θα καλύψουν οι φασίστες. Ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση από τους ίδιους του κρατικού μηχανισμού, για την καταστολή του νεαρού εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με τη λειτουργία φιλελεύθερων θεσμών, τράβηξε το έδαφος κάτω από τα πόδια των φασιστών. Το ότι το κράτος έπαιξε αυτό το ρόλο ισχύει, όμως αυτό, δεν εμπόδισε τους φασίστες. Αντίθετα όταν αργότερα η κυβέρνηση Βενιζέλου έχασε τη μάχη της οικονομίας, με την κρίση του ΄29, ο δρόμος για αυτούς, άνοιξε ακόμη πιο φαρδύς, όπως διαπιστώνει άλλωστε και ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου του.
Το βιβλίο εξετάζει την εξέλιξη των γεγονότων, μόνο με βάση το τι συνέβαινε στους κόλπους της κυρίαρχης τάξης, υποτιμώντας το ρόλο της αριστεράς, ως πραγματικού εμποδίου στην ανάπτυξη του φασισμού. Ο φασισμός μπορεί να χρησιμοποιείται από τους αστούς, επηρεάζει όμως και τη συνείδηση των μαζών. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ένα αντιδραστικό κίνημα χρειάζεται τη συναίνεση ή έστω την παθητική αποδοχή τους. Το τι συμβαίνει στα μυαλά του κόσμου δεν καθορίζεται μόνο από τη θέληση και τις συνομωσίες των αστών, αλλά και από τις δικές του εμπειρίες και τους δικούς του αγώνες. Η εκλογική δύναμη της αριστεράς τη συγκεκριμένη περίοδο μπορεί να ήταν μικρή, όμως παρά τα σφάλματά της, η δυνατότητά της να οργανώνει και να καθορίζει την αντίσταση του κόσμου, και ως εκ τούτου να επηρεάζει τις ιδέες του, ήταν πολύ μεγαλύτερη, πράγμα που δεν επέτρεψε σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να στραφούν προς τους φασίστες. Η παρατήρηση του Δ. Λιβιεράτου ότι ποτέ στο μεσοπόλεμο οι αγρότες δεν ήρθαν σε σύγκρουση με τους εργάτες, είναι σημαντική για να κατανοήσουμε το προς τα πού κινήθηκαν οι αντιλήψεις των μικροαστικών στρωμάτων στην Ελλάδα. Κινήματα όπως αυτό των Παλαιών Πολεμιστών αλλά και οι σκληροί και ηρωικοί εργατικοί αγώνες της εποχής διαμόρφωσαν αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς ο ρόλος τους αγνοείται στο συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν η δύναμη και όχι η αδυναμία της αριστεράς που εμπόδισε την ανάπτυξη των φασιστών.
Παρά τις όποιες παρατηρήσεις το βιβλίο και οι απόψεις του Μαρκέτου αξίζει να μελετηθούν. Περιμένουμε την ολοκλήρωση των επιχειρημάτων του συγγραφέα με την κυκλοφορία του δεύτερου τόμου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)