ΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΩ ΚΟΚΟΒΛΗ
Αλλος δρόμος δεν υπήρχε «ΠΟΛΥΤΥΠΟ», ΣΕΛ. 594
Αλλος δρόμος δεν υπήρχε «ΠΟΛΥΤΥΠΟ», ΣΕΛ. 594
Σαν μυθιστόρημα ...
Οταν οι αναμνήσεις διαπλέκονται με την Ιστορία
και αποτυπώνουν τις διαστάσεις του «χθες» και την αμεσότητα του «τότε»
Μαρτυρία
και βιωματική κατάθεση, ζώσα ιστορία και κατάθεση ψυχής, το βιβλίο του
Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στην
ιστορία της ελληνικής Αριστεράς και μια παρακαταθήκη αγώνων, συνέπειας
και ήθους. Το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία των μακρών αυτοβιογραφικών
απομνημονευμάτων. Πρόκειται καλύτερα για ένα διπλό αυτοβιογραφικό
κείμενο όπου οι συγγραφείς, μαζί αλλά και αυτόνομα, καταθέτουν τις
προσωπικές εμπειρίες τους και καταγράφουν την κοινή διαδρομή σε στιγμές
κρίσιμες και καθοριστικές για τις τύχες των Ελλήνων κομμουνιστών.
Εμπειρίες και διαδρομές όπου η συγκυρία και η απόσταση, η θάλασσα και ο
αποκλεισμός, προσέδωσαν τα χαρακτηριστικά της μοναδικότητας καθώς και
μια ιδιότυπη διάρκεια που αντιπάλεψε με το χρόνο, προσδίδοντας στη
μαρτυρία μυθιστορηματική πλοκή και διάσταση, όπως μυθιστορηματική είναι
και η ζωή τους.
Γράφουν σήμερα για τη ζωή αυτή, μια ζωή ταραγμένη αλλά και ήρεμη, μια ζωή επικίνδυνη αλλά και σταθερή, και παράλληλα προσθέτουν καινούργιες και άγνωστες σελίδες στο έπος της Αριστεράς. Διατρέχοντας τον ιστορικό χρόνο με νηφαλιότητα, αναδεικνύουν με ήπιους τόνους τις δικές τους μοναδικές διαδρομές και αναστοχάζονται για όσα έζησαν, για όσα πέρασαν, για όσα κατάλαβαν, χωρίς πίκρα, με τη βεβαιότητα ότι «άλλος δρόμος δεν υπήρχε».
Λιτότητα και ποιητικότητα
Η αναδρομική εξιστόρηση, από ανθρώπους που έζησαν αυτά που αφηγούνται, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Εμπεριέχει κινδύνους και παγίδες όπως η αποσπασματικότητα και κυρίως οι μεταγενέστερες επεξεργασίες και συνειδητοποιήσεις, που εμπλέκονται στη μαρτυρία αλλοιώνοντας συχνά τις εκτιμήσεις για τα γεγονότα, καθώς ο χρόνος της γραφής διαμεσολαβείται από αυτά που ακολούθησαν, από την ύστερη γνώση. Συχνά το «τότε» χάνεται από ένα μεταγενέστερο και συνολικό «χθες». Κι εξίσου συχνά, το «τώρα» που ορίζεται από το χρόνο της γραφής επικυριαρχεί στο χρόνο της αφήγησης, στο «χθες» και στο «τότε». Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ένας ακόμη κίνδυνος υπήρχε. Καθώς η εξιστόρηση πλέκεται από δύο αφηγητές, το ποιος μιλά, κάθε φορά, δεν είναι μόνο ζήτημα τεχνικής διαχείρισης του λόγου αλλά ισορροπίας του κειμένου και της αφήγησης. Οι συγγραφείς νομίζω ότι δεν έχασαν αυτά τα στοιχήματα. Στην αναδρομική τους εξιστόρηση, τα ομιλώντα υποκείμενα ξετυλίγουν ισόρροπα και αρμονικά το κουβάρι της προσωπικής ζωής μέχρι να φθάσουν στην κοινή πορεία, τονίζουν τα διαφορετικά βιώματα και τις συγκλίνουσες πορείες και συνομιλούν με το δικό τους γνωστό εσωτερικό διάλογο, για τις κοινές στιγμές. Διαβάζοντας το βιβλίο, ακούς και νιώθεις τις φωνές: το λιτό και αυστηρό λόγο του Νίκου, αισθάνεσαι την εκφραστικότητα, την ποιητικότητα της Αργυρώς. Είναι αυτές οι φωνές, με τις ποιότητες και τα χαρίσματα που έχει η κάθε μια, αλλά και με τη συμπληρωματικότητα που τις χαρακτηρίζει, που οργανώνουν με μαεστρία το βιβλίο τους και την αφήγησή τους. Και είναι αυτές οι ίδιες φωνές συντονισμένες στην ίδια κλίμακα και νότα, που γίνονται μια φωνή όταν η γραφή φτάσει στην ακμή της, στις κρίσιμες καμπές, στις στιγμές των μεγάλων αποφάσεων, στην ώρα της τοποθέτησης απέναντι στους άλλους και στους χρόνους του απολογισμού.
Δεν πρόκειται μόνο για χάρισμα αλλά και για εμπειρία και οικείωση προς τη γραφή. Με το ψευδώνυμο Νίκος και Αργυρώ Μαδαρίτη, από τα χρόνια της παρανομίας στην Κρήτη, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις στήλες της Επιθεώρησης Τέχνης, το 1962, με το διήγημά τους «Βάσανα και καημοί». Με το ίδιο ψευδώνυμο και διατηρώντας ως γενικό τίτλο αυτόν του πρώτου διηγήματος, εξέδωσαν στο Βουκουρέστι, το 1966, συλλογή διηγημάτων τους. Μετά τον επαναπατρισμό τους παρέδωσαν τη συλλογή διηγήσεων «Αληθινές ιστορίες. Στα βουνά της Κρήτης και στην Παρανομία» και πιο πρόσφατα τις εμπειρίες και τις σκέψεις τους για τη ζωή στη Σοβιετική Ενωση: «ΕΣΣΔ. Προσδοκίες και πραγματικότητα. Μνήμες που ποτέ δεν σβήνουν». Καταστάλαγμα λοιπόν, και αυτών των αναζητήσεων ως προς τη γραφή και τους μηχανισμούς της, το σημερινό βιβλίο συμπυκνώνει με άλλο ύφος και σε άλλη έκταση στοιχεία και θέματα οικεία, δουλεμένα και προσφιλή.
Οι αναμνήσεις και οι μαρτυρίες διαπλέκονται με την Ιστορία σε μια λεπτή ισορροπία και αποτυπώνουν τις σαφείς διαστάσεις του «χθες» και την αμεσότητα του «τότε». Το «τώρα», με τις διευκρινίσεις και τις επεξεργασίες του, χωρίς ακροβατισμούς, τοποθετείται σ' ένα άλλο επίπεδο, σε μια συχνά παράλληλη ανάγνωση.
Παιδί 2 χρόνων, ο Νίκος, προσφυγόπουλο, έφτασε με την οικογένειά του στην Κρήτη, στο Βαμβακόπουλο και πολιτογραφήθηκε Κρητικός. Ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή τον βρίσκουν νιόφερτο στην Αθήνα, φοιτητή στην Ανωτάτη Εμπορική. Δεν έμελλε, όπως και τόσοι άλλοι, να την τελειώσει ποτέ. Το πτυχίο των Οικονομικών Επιστημών θα το έπαιρνε είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στην Τασκένδη. Στο μεσοδιάστημα, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι μια εικοσιπενταετία και πολύ περισσότερο η συγκεκριμένη, που συντάραξε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον κόσμο, αφιέρωσε κυριολεκτικά την ύπαρξή του -και δεν ήταν ο μόνος- στον πιο αγνό σκοπό. Από το καλοκαίρι του 1941, όταν μ' ένα σαπιοκάικο κατάφερε να ξαναβρεθεί στα Χανιά, υπηρέτησε απλά, όπως μας λέει ο ίδιος, το όραμά του, «που μπορεί να μη βρήκε ώς τώρα δικαίωση», αλλά συνεχίζει να αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για την πορεία της ανθρωπότητας».
Στο μάτι του κυκλώνα
Η περιπέτεια αρχίζει με την ένταξη στο ΚΚΕ στην κατοχή και με το φούντωμα των αντιστασιακών οργανώσεων στο νησί. Η δράση πυκνώνει όσο προχωρεί ο χρόνος, όσο διευρύνονται τα καθήκοντα και οι δεσμεύσεις αλλά και όπως μεγαλώνουν οι προσμονές για την επόμενη μέρα, την απελευθέρωση, που για την Κρήτη καθυστερεί. Γιατί, αν η Ελλάδα ελευθερώθηκε και συνταράσσεται από τα Δεκεμβριανά, οι Γερμανοί δεν θα εγκαταλείψουν τα Χανιά παρά τον Ιούλιο του 1945, για να μεταφερθεί κι εκεί, με τις όποιες ιδιαιτερότητες, το μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας σταδιακά κλιμακούμενο οξύ πολιτικό κλίμα.
Κομματικό στέλεχος του ΚΚΕ και γραμματέας του Εργατικού Κέντρου της πόλης, ο Νίκος συλλαμβάνεται τον Οκτώβριο 1946 και από το 1947 βγαίνει στο βουνό. Εκεί γνωρίζεται με την Αργυρώ, μια ΕΠΟΝίτισσα που η «ένταξη του αδελφού στο ΚΚΕ και της οικογένειας στο ΕΑΜ, την έφερε στο μάτι του κυκλώνα». «Δεν απειλούμουν μόνο απ' τη σύλληψη και την ομηρία σε κάποιο νησί», λέει η Αργυρώ. «Εκείνοι -οι παρακρατικοί ήταν ο νόμος και η εξουσία- όποια κοπέλα ήθελαν ήταν δικιά τους. Αρπαζαν και βίαζαν, όπως βασάνιζαν και δολοφονούσαν χωρίς τιμωρία». Κόρη εύπορης οικογένειας, στο μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν ένας υποχρεωτικός γάμος μ' έναν από τους «παρακρατικούς». Ετσι, το κοριτσόπουλο προτίμησε το βουνό, στα χνάρια και κάτω απ' τον ίσκιο του μεγάλου αδελφού.
Οι βίοι έγιναν παράλληλοι στα Λευκά Ορη στη Δυτική Κρήτη μέσα στην «καταιγίδα», στο μολύβι και στο αίμα του εμφύλιου πόλεμου, σε μάχες άνισες στο οροπέδιο του Ομαλού και στο φαράγγι της Σαμαριάς: η Αργυρώ μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού, ο Νίκος σε θέσεις ευθύνης και στη συνέχεια «δεύτερος» καπετάνιος μετά τη Βαγγελιώ Κλάδου. Τα γεγονότα στην ηπειρωτική Ελλάδα οδήγησαν και την Κρήτη στη σύγκρουση. Μέσα στην ασφυκτική πίεση, χωρίς εφόδια και τροφή, με στηρίγματα τους βοσκούς, που κι αυτοί ξέκοβαν καθημερινά, με καταφύγια τα βράχια, τους γκρεμούς και τις σπηλιές, χωρίς περιθώριο διαφυγής και με μοναδική εναλλακτική λύση την παράδοση, οι μεγάλες απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη ηχούν φυσιολογικές. Εκείνο που εκπλήσσει είναι το πώς ένα τμήμα του επιβίωσε, πώς επιβίωσαν αυτοί οι αντάρτες, ακόμη και μετά την ήττα και την υποχώρηση του κύριου όγκου των δυνάμεων από τη Βόρεια Ελλάδα, και ακόμη περισσότερο πώς συνέχισαν να αγωνίζονται.
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες άρχιζε ένα επόμενο κεφάλαιο ζωής και δράσης: η δωδεκαετής παρανομία, «τότε που φοβόμασταν το φως της ημέρας», όπως λένε. Υπεύθυνοι για την ανασυγκρότηση παράνομων πυρήνων και στη συνέχεια των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στα Χανιά, με τους «χαφιέδες» και τη Χωροφυλακή να καιροφυλαχτούν αναζητώντας τα ίχνη τους, κρύβονται στο Ακρωτήρι, ενώνουν τις ζωές τους, βγάζουν παράνομα έντυπα, καταφεύγουν σε στάβλους και σε θεμέλια οικοδομών και κυκλοφορούν το βράδυ με χίλιους κινδύνους κι άλλες τόσες προφυλάξεις στα Χανιά για τις απαραίτητες κομματικές επαφές.
Η συνέχεια της ιστορίας, η φυγάδευση των «6 κυνηγημένων» Κρητικών το 1962 με καΐκι στην Ιταλία και από εκεί με συνδέσμους στις Ανατολικές Χώρες, η απόφαση εγκατάστασης στην Τασκένδη, είναι γνωστή γιατί, ξεπερνώντας τους ίδιους, πέρασε στη χώρα των θρύλων της Αριστεράς. Υποδειγματικοί αγωνιστές προτίμησαν να βρεθούν στη χώρα όπου πίστεψαν ότι πραγματώνεται το όραμά τους για να διαψευστούν ταχύτατα αλλά και για να γνωρίσουν τη σκληρότητα του κόμματος και τις απογοητεύσεις της διάσπασης.
Καρπός της ιδιαίτερης σχέσης των δύο, το βιβλίο σέβεται τις πραγματικότητες που χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη εποχή, αποδέχεται τους ανθρώπους όπως ήταν και τα πράγματα όπως συνέβησαν. Απόλυτα σαφές ως προς τις απόψεις που κομίζει, δεν καταγγέλλει. Διέπεται από την ανάγκη κατανόησης και την αναζητά, χωρίς να σχετικοποιεί, μέσα σε σχέσεις, από τις πλέον δεδομένες και αναμφισβήτητες στις πιο απόμακρες και αμφισβητήσιμες. Πραγματεύεται πρωτίστως τους διάφορους τύπους σχέσεων στα διαφορετικά τους επίπεδα.
Ιστορία και ταυτόχρονα ανεκτίμητη πηγή για την Ιστορία, το εγχείρημα των Κοκοβλήδων, που διατρέχει 40 χρόνια της σύγχρονης Ιστορίας μας, δεν αποτιμά συνολικά την πορεία της Αριστεράς, δεν εστιάζει στα προβλήματα και στα λάθη της, δεν αποδίδει ευθύνες και δεν αναζητά ενόχους. Ασχολείται με τον άνθρωπο, στις μεγάλες και λιγότερο στις μικρές του στιγμές, με τα συναισθήματα και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Πραγματεύεται τη σχέση με το Κόμμα και το αίσθημα καθήκοντος, με το χρέος και την κομματικότητα. Καθρεφτίζει τη σχέση με τη φύση και με τον τόπο, με την Κρήτη, από τις γαλήνιες στις πιο τραχιές μεταλλάξεις της. Τέλος, αναζητά τη σχέση των ανθρώπων με την ίδια την Ιστορία τους.
Γράφουν σήμερα για τη ζωή αυτή, μια ζωή ταραγμένη αλλά και ήρεμη, μια ζωή επικίνδυνη αλλά και σταθερή, και παράλληλα προσθέτουν καινούργιες και άγνωστες σελίδες στο έπος της Αριστεράς. Διατρέχοντας τον ιστορικό χρόνο με νηφαλιότητα, αναδεικνύουν με ήπιους τόνους τις δικές τους μοναδικές διαδρομές και αναστοχάζονται για όσα έζησαν, για όσα πέρασαν, για όσα κατάλαβαν, χωρίς πίκρα, με τη βεβαιότητα ότι «άλλος δρόμος δεν υπήρχε».
Λιτότητα και ποιητικότητα
Η αναδρομική εξιστόρηση, από ανθρώπους που έζησαν αυτά που αφηγούνται, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Εμπεριέχει κινδύνους και παγίδες όπως η αποσπασματικότητα και κυρίως οι μεταγενέστερες επεξεργασίες και συνειδητοποιήσεις, που εμπλέκονται στη μαρτυρία αλλοιώνοντας συχνά τις εκτιμήσεις για τα γεγονότα, καθώς ο χρόνος της γραφής διαμεσολαβείται από αυτά που ακολούθησαν, από την ύστερη γνώση. Συχνά το «τότε» χάνεται από ένα μεταγενέστερο και συνολικό «χθες». Κι εξίσου συχνά, το «τώρα» που ορίζεται από το χρόνο της γραφής επικυριαρχεί στο χρόνο της αφήγησης, στο «χθες» και στο «τότε». Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ένας ακόμη κίνδυνος υπήρχε. Καθώς η εξιστόρηση πλέκεται από δύο αφηγητές, το ποιος μιλά, κάθε φορά, δεν είναι μόνο ζήτημα τεχνικής διαχείρισης του λόγου αλλά ισορροπίας του κειμένου και της αφήγησης. Οι συγγραφείς νομίζω ότι δεν έχασαν αυτά τα στοιχήματα. Στην αναδρομική τους εξιστόρηση, τα ομιλώντα υποκείμενα ξετυλίγουν ισόρροπα και αρμονικά το κουβάρι της προσωπικής ζωής μέχρι να φθάσουν στην κοινή πορεία, τονίζουν τα διαφορετικά βιώματα και τις συγκλίνουσες πορείες και συνομιλούν με το δικό τους γνωστό εσωτερικό διάλογο, για τις κοινές στιγμές. Διαβάζοντας το βιβλίο, ακούς και νιώθεις τις φωνές: το λιτό και αυστηρό λόγο του Νίκου, αισθάνεσαι την εκφραστικότητα, την ποιητικότητα της Αργυρώς. Είναι αυτές οι φωνές, με τις ποιότητες και τα χαρίσματα που έχει η κάθε μια, αλλά και με τη συμπληρωματικότητα που τις χαρακτηρίζει, που οργανώνουν με μαεστρία το βιβλίο τους και την αφήγησή τους. Και είναι αυτές οι ίδιες φωνές συντονισμένες στην ίδια κλίμακα και νότα, που γίνονται μια φωνή όταν η γραφή φτάσει στην ακμή της, στις κρίσιμες καμπές, στις στιγμές των μεγάλων αποφάσεων, στην ώρα της τοποθέτησης απέναντι στους άλλους και στους χρόνους του απολογισμού.
Δεν πρόκειται μόνο για χάρισμα αλλά και για εμπειρία και οικείωση προς τη γραφή. Με το ψευδώνυμο Νίκος και Αργυρώ Μαδαρίτη, από τα χρόνια της παρανομίας στην Κρήτη, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις στήλες της Επιθεώρησης Τέχνης, το 1962, με το διήγημά τους «Βάσανα και καημοί». Με το ίδιο ψευδώνυμο και διατηρώντας ως γενικό τίτλο αυτόν του πρώτου διηγήματος, εξέδωσαν στο Βουκουρέστι, το 1966, συλλογή διηγημάτων τους. Μετά τον επαναπατρισμό τους παρέδωσαν τη συλλογή διηγήσεων «Αληθινές ιστορίες. Στα βουνά της Κρήτης και στην Παρανομία» και πιο πρόσφατα τις εμπειρίες και τις σκέψεις τους για τη ζωή στη Σοβιετική Ενωση: «ΕΣΣΔ. Προσδοκίες και πραγματικότητα. Μνήμες που ποτέ δεν σβήνουν». Καταστάλαγμα λοιπόν, και αυτών των αναζητήσεων ως προς τη γραφή και τους μηχανισμούς της, το σημερινό βιβλίο συμπυκνώνει με άλλο ύφος και σε άλλη έκταση στοιχεία και θέματα οικεία, δουλεμένα και προσφιλή.
Οι αναμνήσεις και οι μαρτυρίες διαπλέκονται με την Ιστορία σε μια λεπτή ισορροπία και αποτυπώνουν τις σαφείς διαστάσεις του «χθες» και την αμεσότητα του «τότε». Το «τώρα», με τις διευκρινίσεις και τις επεξεργασίες του, χωρίς ακροβατισμούς, τοποθετείται σ' ένα άλλο επίπεδο, σε μια συχνά παράλληλη ανάγνωση.
Παιδί 2 χρόνων, ο Νίκος, προσφυγόπουλο, έφτασε με την οικογένειά του στην Κρήτη, στο Βαμβακόπουλο και πολιτογραφήθηκε Κρητικός. Ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή τον βρίσκουν νιόφερτο στην Αθήνα, φοιτητή στην Ανωτάτη Εμπορική. Δεν έμελλε, όπως και τόσοι άλλοι, να την τελειώσει ποτέ. Το πτυχίο των Οικονομικών Επιστημών θα το έπαιρνε είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στην Τασκένδη. Στο μεσοδιάστημα, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι μια εικοσιπενταετία και πολύ περισσότερο η συγκεκριμένη, που συντάραξε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον κόσμο, αφιέρωσε κυριολεκτικά την ύπαρξή του -και δεν ήταν ο μόνος- στον πιο αγνό σκοπό. Από το καλοκαίρι του 1941, όταν μ' ένα σαπιοκάικο κατάφερε να ξαναβρεθεί στα Χανιά, υπηρέτησε απλά, όπως μας λέει ο ίδιος, το όραμά του, «που μπορεί να μη βρήκε ώς τώρα δικαίωση», αλλά συνεχίζει να αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για την πορεία της ανθρωπότητας».
Στο μάτι του κυκλώνα
Η περιπέτεια αρχίζει με την ένταξη στο ΚΚΕ στην κατοχή και με το φούντωμα των αντιστασιακών οργανώσεων στο νησί. Η δράση πυκνώνει όσο προχωρεί ο χρόνος, όσο διευρύνονται τα καθήκοντα και οι δεσμεύσεις αλλά και όπως μεγαλώνουν οι προσμονές για την επόμενη μέρα, την απελευθέρωση, που για την Κρήτη καθυστερεί. Γιατί, αν η Ελλάδα ελευθερώθηκε και συνταράσσεται από τα Δεκεμβριανά, οι Γερμανοί δεν θα εγκαταλείψουν τα Χανιά παρά τον Ιούλιο του 1945, για να μεταφερθεί κι εκεί, με τις όποιες ιδιαιτερότητες, το μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας σταδιακά κλιμακούμενο οξύ πολιτικό κλίμα.
Κομματικό στέλεχος του ΚΚΕ και γραμματέας του Εργατικού Κέντρου της πόλης, ο Νίκος συλλαμβάνεται τον Οκτώβριο 1946 και από το 1947 βγαίνει στο βουνό. Εκεί γνωρίζεται με την Αργυρώ, μια ΕΠΟΝίτισσα που η «ένταξη του αδελφού στο ΚΚΕ και της οικογένειας στο ΕΑΜ, την έφερε στο μάτι του κυκλώνα». «Δεν απειλούμουν μόνο απ' τη σύλληψη και την ομηρία σε κάποιο νησί», λέει η Αργυρώ. «Εκείνοι -οι παρακρατικοί ήταν ο νόμος και η εξουσία- όποια κοπέλα ήθελαν ήταν δικιά τους. Αρπαζαν και βίαζαν, όπως βασάνιζαν και δολοφονούσαν χωρίς τιμωρία». Κόρη εύπορης οικογένειας, στο μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν ένας υποχρεωτικός γάμος μ' έναν από τους «παρακρατικούς». Ετσι, το κοριτσόπουλο προτίμησε το βουνό, στα χνάρια και κάτω απ' τον ίσκιο του μεγάλου αδελφού.
Οι βίοι έγιναν παράλληλοι στα Λευκά Ορη στη Δυτική Κρήτη μέσα στην «καταιγίδα», στο μολύβι και στο αίμα του εμφύλιου πόλεμου, σε μάχες άνισες στο οροπέδιο του Ομαλού και στο φαράγγι της Σαμαριάς: η Αργυρώ μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού, ο Νίκος σε θέσεις ευθύνης και στη συνέχεια «δεύτερος» καπετάνιος μετά τη Βαγγελιώ Κλάδου. Τα γεγονότα στην ηπειρωτική Ελλάδα οδήγησαν και την Κρήτη στη σύγκρουση. Μέσα στην ασφυκτική πίεση, χωρίς εφόδια και τροφή, με στηρίγματα τους βοσκούς, που κι αυτοί ξέκοβαν καθημερινά, με καταφύγια τα βράχια, τους γκρεμούς και τις σπηλιές, χωρίς περιθώριο διαφυγής και με μοναδική εναλλακτική λύση την παράδοση, οι μεγάλες απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού στην Κρήτη ηχούν φυσιολογικές. Εκείνο που εκπλήσσει είναι το πώς ένα τμήμα του επιβίωσε, πώς επιβίωσαν αυτοί οι αντάρτες, ακόμη και μετά την ήττα και την υποχώρηση του κύριου όγκου των δυνάμεων από τη Βόρεια Ελλάδα, και ακόμη περισσότερο πώς συνέχισαν να αγωνίζονται.
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες άρχιζε ένα επόμενο κεφάλαιο ζωής και δράσης: η δωδεκαετής παρανομία, «τότε που φοβόμασταν το φως της ημέρας», όπως λένε. Υπεύθυνοι για την ανασυγκρότηση παράνομων πυρήνων και στη συνέχεια των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ στα Χανιά, με τους «χαφιέδες» και τη Χωροφυλακή να καιροφυλαχτούν αναζητώντας τα ίχνη τους, κρύβονται στο Ακρωτήρι, ενώνουν τις ζωές τους, βγάζουν παράνομα έντυπα, καταφεύγουν σε στάβλους και σε θεμέλια οικοδομών και κυκλοφορούν το βράδυ με χίλιους κινδύνους κι άλλες τόσες προφυλάξεις στα Χανιά για τις απαραίτητες κομματικές επαφές.
Η συνέχεια της ιστορίας, η φυγάδευση των «6 κυνηγημένων» Κρητικών το 1962 με καΐκι στην Ιταλία και από εκεί με συνδέσμους στις Ανατολικές Χώρες, η απόφαση εγκατάστασης στην Τασκένδη, είναι γνωστή γιατί, ξεπερνώντας τους ίδιους, πέρασε στη χώρα των θρύλων της Αριστεράς. Υποδειγματικοί αγωνιστές προτίμησαν να βρεθούν στη χώρα όπου πίστεψαν ότι πραγματώνεται το όραμά τους για να διαψευστούν ταχύτατα αλλά και για να γνωρίσουν τη σκληρότητα του κόμματος και τις απογοητεύσεις της διάσπασης.
Καρπός της ιδιαίτερης σχέσης των δύο, το βιβλίο σέβεται τις πραγματικότητες που χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη εποχή, αποδέχεται τους ανθρώπους όπως ήταν και τα πράγματα όπως συνέβησαν. Απόλυτα σαφές ως προς τις απόψεις που κομίζει, δεν καταγγέλλει. Διέπεται από την ανάγκη κατανόησης και την αναζητά, χωρίς να σχετικοποιεί, μέσα σε σχέσεις, από τις πλέον δεδομένες και αναμφισβήτητες στις πιο απόμακρες και αμφισβητήσιμες. Πραγματεύεται πρωτίστως τους διάφορους τύπους σχέσεων στα διαφορετικά τους επίπεδα.
Ιστορία και ταυτόχρονα ανεκτίμητη πηγή για την Ιστορία, το εγχείρημα των Κοκοβλήδων, που διατρέχει 40 χρόνια της σύγχρονης Ιστορίας μας, δεν αποτιμά συνολικά την πορεία της Αριστεράς, δεν εστιάζει στα προβλήματα και στα λάθη της, δεν αποδίδει ευθύνες και δεν αναζητά ενόχους. Ασχολείται με τον άνθρωπο, στις μεγάλες και λιγότερο στις μικρές του στιγμές, με τα συναισθήματα και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Πραγματεύεται τη σχέση με το Κόμμα και το αίσθημα καθήκοντος, με το χρέος και την κομματικότητα. Καθρεφτίζει τη σχέση με τη φύση και με τον τόπο, με την Κρήτη, από τις γαλήνιες στις πιο τραχιές μεταλλάξεις της. Τέλος, αναζητά τη σχέση των ανθρώπων με την ίδια την Ιστορία τους.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Ελευθεροτυπία ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/05/2003