Ιερώνυμος Μπος, «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» (λεπτομέρεια), 1480 - 1490, Μουσείο Πράδο, Μαδρίτη
|
Η «λογοτεχνία του φανταστικού» είναι ένα φιλολογικό είδος που, αν και έχει δώσει αριστουργήματα, εξακολουθεί να θεωρείται από ορισμένους μελετητές ως «παραλογοτεχνία». Πρόκειται για μία ευρεία κατηγορία, που χωρίζεται σε επί μέρους είδη (το «γοτθικό μυθιστόρημα» του 19ου αιώνα, τη λογοτεχνία τρόμου και το πιο σύγχρονο είδος «fantazy») και χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία εξω-αισθητών, εξω-λογικών, εξω-πραγματικών, σε τελευταία ανάλυση, στοιχείων.
Tα εξω-αισθητά και εξω-λογικά αυτά στοιχεία (φαντάσματα, μαγεία, φανταστικά όντα) δεν καθιστούν το είδος εξ ορισμού υποστηρικτικό μιας μεταφυσικής θεώρησης της πραγματικότητας. Η φαντασία και ο τρόμος αποτυπώνουν τους προσωπικούς φόβους του συγγραφέα απέναντι σε έναν εχθρικό κόσμο. Μία αναφορά στην ιστορική πορεία και στους κυριότερους εκπροσώπους του, μέχρι τις μέρες μας, βοηθά να κατανοηθεί καλύτερα αυτή η πλευρά.
Το «γοτθικό» μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, στο οποίο κυριαρχεί το φανταστικό και ο εξω-φυσικός τρόμος, κατάγεται από το κίνημα του ρομαντισμού, στο μεταίχμιο από τη συντηρητική του φάση, την απολογητική της φεουδαρχίας, προς την προοδευτική, κατά την οποία περιβάλλεται ιδεολογικά τον αγώνα των λαών για την εθνική τους χειραφέτηση. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, υιοθετεί το σώμα των μύθων, των θρύλων και των παραδόσεων που κληροδοτήθηκαν από το μεσαίωνα στα έθνη και που συγκροτούν ένα σημαντικό μέρος της ιδιοσυστασίας τους. Το 1816, τρία μέλη της «καλής» βρετανικής κοινωνίας με ριζοσπαστική πολιτική παράδοση (ο λόρδος Μπάιρον, η Μέρι Σέλεϊ, σύζυγος του ποιητή Πέρσι Σέλεϊ, και ο γιατρός Τζον Πολιντόρι) κλείνονται σε μία έπαυλη κοντά στη λίμνη της Γενεύης για να περάσουν το καλοκαίρι και διαγωνίζονται στη συγγραφή του καλύτερου έργου τρόμου. Νικήτρια αναδεικνύεται η Μέρι, με ένα έργο - σταθμό στην ιστορία της λογοτεχνίας: το «Φρανκενστάιν». Ο ομώνυμος ήρωας, επιστήμονας, οπαδός του ορθολογισμού, επιχειρεί, από νεκρά μέλη, να πλάσει από την αρχή έναν άνθρωπο, τον οποίο θα ονομάσει «Αδάμ». Το τέρας που δημιουργείται είναι ένα πλάσμα με τρυφερή καρδιά, αποδιωγμένο λόγω της αποτρόπαιης εμφάνισής του από την κοινωνία, που προσπαθεί πάντα να κάνει το καλό και πάντα «καταφέρνει» το αντίθετο, μέχρι την τελική συνάντηση με το δημιουργό του και τον κοινό τους θάνατο. Το βιβλίο αποτελεί μία πρώιμη κριτική στην αστική λογική, στην αυταρέσκεια και τη σιγουριά της, φέρνοντας αντιμέτωπη την πρωτογενή ανθρώπινη καλοσύνη με τις επιταγές του πολιτισμού: η διασταύρωση των δύο αυτών καταστάσεων, γεννά τέρατα, θα ισχυριστεί η Μέρι Σέλεϊ, απηχώντας τις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις του Ζαν Ζακ Ρουσό.
Το «γοτθικό» μυθιστόρημα διατρέχει ολόκληρο το 19ο αιώνα, ως συγγενικό ρεύμα του ρομαντισμού, ακολουθώντας τις ιδεολογικές του μεταλλαγές, από τη συντήρηση στην επαναστατικότητα και, τέλος, στη νοσηρότητα και την παρακμή. Ο κυριότερος εκπρόσωπος του είδους είναι ο μεγάλος Αμερικανός λογοτέχνης Εντγκαρ Αλαν Πόε (1809 - 1849): έχοντας ζήσει ο ίδιος μια μαρτυρική ζωή (φτώχεια, αλκοολισμός, ερωτική δυστυχία) αποτυπώνει στο λογοτεχνικό του έργο το ζόφο αυτής της ζωής, καθορισμένης από τις πολύ σκληρές συνθήκες της οικοδόμησης του καπιταλισμού στη χώρα του.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, κυκλοφορεί άλλο ένα μυθιστόρημα - σταθμός: ο «Δράκουλας», του Ιρλανδού συγγραφέα Μπραμ Στόουκερ. Σε αντίθεση με τη μάλλον ριζοσπαστική παράδοση που έχει διαμορφώσει μέχρι τότε το είδος ο, πολύ καλογραμμένος ωστόσο, «Δράκουλας» είναι ένα έργο βαθιά αντιδραστικό, απολογητικό της βρετανικής αποικιοκρατίας και του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ο εθνικός ήρωας της μεσαιωνικής ιστορίας της Ρουμανίας, Βλαντ Τσέπες, πολέμαρχος εναντίον των Οθωμανών, εμφανίζεται ως απέθαντο τέρας που τρέφεται από το αίμα των ζωντανών και που καταπλέει στην Αγγλία, για να ανανεωθεί με το αίμα του πολυάριθμου πληθυσμού της! Μια παρέα ευγενών και γενναίων Αγγλοσαξόνων, που περνούν τον καιρό τους αλληλοθαυμαζόμενοι, θα φτάσουν μέχρι τα τρομακτικά Βαλκάνια και θα εξοντώσουν το τέρας στη φωλιά του...
Στην ίδια βαθιά συντηρητική κατεύθυνση, κινείται και ο Αμερικανός Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (1890 - 1937). Απόγονος αριστοκρατικής οικογένειας της Νέας Αγγλίας, ένθερμος οπαδός του αγγλοσαξονικού πνεύματος και της αγγλοσαξονικής ιδιοσυγκρασίας, περιφρονεί βαθιά ό,τι σχετίζεται με άλλους λαούς και έθνη, αλλά και με τη μισθωτή εργασία - στην οποία ωστόσο τον οδήγησε ο οικονομικός ξεπεσμός της οικογένειάς του. Απεχθάνεται επίσης βαθιά την ιστορία: επινοεί μία δική του μυθολογία (στην αρτιότητα εξ άλλου του επινοημένου κόσμου του βασίζεται και η αδιαμφισβήτητη συγγραφική του δεινότητα), ένα σύμπαν τεράτων που προηγήθηκαν του ανθρώπου (ενός ανθρώπου με τα χαρακτηριστικά WASP) και που ο βασικός τους στόχος είναι να ξανακατακτήσουν τη γη. Το παρελθόν και η συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας απαξιώνονται και εμφανίζεται μια λογοτεχνική αποτύπωση της φοβίας των Αμερικανών για οτιδήποτε έρχεται «απ' έξω» ή είναι «κατώτερο».
Διαφοροποιημένη περίπτωση είναι το είδος «fantazy», με κυριότερο εκπρόσωπο τον Τζον Ρ. Τόλκιν (1892 - 1973), συγγραφέα του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» και ...εφευρέτη ενός άλλου φανταστικού κόσμου, της «Μέσης Γης». Οι κόσμοι που επινοούν οι συγγραφείς του είδους παραπέμπουν στη Μεσαιωνική Ευρώπη, συγκροτούνται όμως από διαφορετικά κράτη και λαούς, ακόμα και από διαφορετικά, εξωανθρώπινα όντα (χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο λαός των μικρόσωμων «Χόμπιτ» του Τόλκιν). Ειδικά στο έργο του Τόλκιν - γεννημένου και μεγαλωμένου στην αποικιακή Νότια Αφρική - δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη συγκαταβατική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει ο συγγραφέας τις «κατώτερες» φυλές, τους φυσικούς υπηρέτες των ανθρώπων, με τα αγγλοσαξονικά πάντα χαρακτηριστικά.
Ο σύγχρονος «μάστορας» του είδους είναι ο Αμερικανός Στίβεν Κινγκ. Φιλόλογος, με κλασική παιδεία και γνώση της παγκόσμιας λογοτεχνίας (στο έργο του «Σάλεμς Λοτ», κάθε κεφάλαιο ξεκινά με στίχους του Σεφέρη) είναι ένας σημαντικότατος ανατόμος της αμερικανικής κοινωνίας, από προοδευτική σκοπιά. Στο έργο του, το Κακό, που εκδηλώνεται με μεταφυσικό τρόπο, έχει τις ρίζες του στον «αμερικανικό τρόπο ζωής», στον καπιταλισμό και στις αξίες και τις συμπεριφορές που αυτός διαμορφώνει. Στο «Σάλεμς Λοτ», οι κάτοικοι μιας ευημερούσας κοινότητας μετατρέπονται προοδευτικά σε βρικόλακες: ο βαμπιρισμός εξαπλώνεται στη βάση της συμβατικότητας στην καθημερινή ζωή, της δίψας για το κέρδος, της αποξένωσης. Στα «Χρήσιμα Αντικείμενα», ένας ξένος που λέγεται «Θεός», (Godd) ανοίγει ένα μαγαζί, μετατρέπει τις πιο μύχιες επιθυμίες των κατοίκων μιας μικρής πόλης σε καταναλωτική μανία και, τελικά, τους οδηγεί στην αγορά όπλων, στον άγριο μεταξύ τους πόλεμο και το θάνατο. Στην «Ντολόρες Κλέμπορν» και στη «Ρόουζ Μάντερ», η κριτική στο σύστημα γίνεται μέσα από την κατάδειξη της απαξίωσης της γυναίκας και της εναντίον της βίας. Σε άλλα του έργα, καταγράφει τα ριάλιτι παιχνίδια ως αλληγορία του καπιταλισμού. Η λύση των δραμάτων του έρχεται μέσα από τους αθώους: τους φτωχούς, τους μαύρους, τα παιδιά...
Γενικά πάντως, ο τρόμος και η φαντασία μιλούν αγγλικά. Παρά την καταγωγή του είδους από το ρομαντισμό, που αναπτύχθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, η λογοτεχνία του φανταστικού άνθισε και ανθίζει κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες, που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, δηλαδή στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Μια πρώτη ερμηνεία του φαινομένου είναι ότι οι κλιματολογικές συνθήκες, ειδικά της πρώτης, διαμόρφωσαν μια ατμόσφαιρα ζόφου που μεταφέρθηκε σε ολόκληρη σχεδόν την αγγλόφωνη κουλτούρα. Χωρίς να παραγνωρίζουμε αυτή την πλευρά, θεωρούμε ότι η ορθότερη ερμηνεία βρίσκεται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού, ιδιαίτερα αναπτυγμένου στις χώρες αυτές. Οι συντηρητικοί ιδεολογικά συγγραφείς που υπηρέτησαν το είδος, αποτυπώνουν τη βαθιά περιφρόνηση του ώριμου καπιταλισμού απέναντι σε οτιδήποτε λαϊκό ή μη αγγλοσαξονικό και το αποκρυσταλλώνουν στη μορφή του απόλυτου, του μεταφυσικού κακού. Αντίθετα, οι προοδευτικοί μεταφέρουν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι συγκεκριμένες κοινωνικές δομές στο έργο τους, για να πλάσουν έναν εξω-κοσμικό χώρο φρίκης και να καταγγείλουν μέσα από αυτό το φανταστικό σχήμα, την επίγεια βαρβαρότητα.
Η λογοτεχνία του φανταστικού δεν είναι «παραλογοτεχνία». Είναι ένα ιδιαίτερο, «νόμιμο» φιλολογικό είδος που έχει δώσει αριστουργήματα και που βοηθά τον υποψιασμένο αναγνώστη να διαβάσει την πραγματικότητα με έναν άλλο τρόπο, διαθλασμένο, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, καθόλου παραμορφωτικό.
Δώρα Μόσχου