Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Γιώργης Παυλόπουλος - Τί εἶναι ποίηση...

Γιώργης Παυλόπουλος - Τί εἶναι ποίηση...

Ὁμιλία τοῦ ποιητῆ Γιώργη Παυλόπουλου στὴν ἐκδήλωση τοῦ περιοδικοῦ «Γράμματα καὶ Τέχνες» ποὺ ἔγινε πρὸς τιμήν του στὸ «Σπίτι τῆς Κύπρου»στὶς 8-12-1997. Ἀναδημοσιεύεται διασκευασμένη σὲ πολυτονικὸ ἀπὸ τὸ τεῦχος 83 τοῦ περιοδικοῦ «Γράμματα και Τέχνες» (Φεβρουάριος - Μάρτιος 1998)









«Ἂν ἕνα πουλὶ μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ κάνει νὰ τραγουδάει, δὲν θὰ τραγούδαγε».


Κυρίες και Κύριοι,
Φίλες και Φίλοι,
Παραλλάζοντας αὐτὴ τὴ σημείωση τοῦ Πὼλ Βαλερύ, ἡ ὁποία παραπέμπει ἀμέσως στὸν Ποιητὴ καὶ στὴν Ποίηση, θὰ λέγαμε: «Ἂν ἕνας ποιητὴς μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί γράφει, γιατί γράφει καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει νὰ γράφει, δὲν θὰ ἔγραφε».
Κι ἐγὼ τώρα δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι Ποίηση καὶ γιατί γράφω ποιήματα. Πολὺ περισσότερο δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ σὲ τί μᾶς βοηθάει ἡ Ποίηση καὶ ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός της.
Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι πῶς ὁ Ποιητὴς ἦταν πάντα ἕνας ἀφοσιωμένος τῆς Ζωῆς. Εἴτε τὸν γεμίζει χαρά, εἴτε τὸν θλίβει ἡ Ζωή, εἴτε τὸν πάει στὸν Οὐρανό, εἴτε τὸν κατεβάζει στὴν Κόλαση, αὐτὸς μένει πάντα ὁ ἀφοσιωμένος της.
Τὴ μυστήρια ἀγάπη του γιὰ τὴ Ζωὴ δὲν ἔχει ἄλλο τρόπο νὰ τὴν ἐκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ὅτι προσπαθεῖ νὰ ἐκφράσει κυρίως αὐτὸ ποὺ κρύβει ἡ ζωή. Ὅπως ὁ ἔρωτας κρύβει αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ἐρωτευμένους.
Ἡ Ποίηση λοιπὸν εἶναι πράξη ἐρωτική; Ἢ μήπως πράξη ἀπόγνωσης; Ἢ μήπως καὶ τὰ δυό; Πράξη ἐρωτικὴ καὶ συνάμα πράξη ἀπόγνωσης.
Γιὰ τὴν ποιητικὴ πράξη ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ καὶ διάφορα. Καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς τεχνῖτες καὶ ἀπὸ τοὺς θεωρητικούς. Πολλὲς φορὲς οἱ Ποιητὲς προσπάθησαν νὰ διατυπώσουν τὸν ἀνύπαρκτο ὁρισμὸ τῆς Ποίησης, σὰν νὰ κοίταζαν σ᾿ ἕναν καθρέφτη ὅπου δὲν ἔβλεπαν τὸ πρόσωπό τους, ἀλλὰ τὸ ἀπόλυτο κενό.

Πρόχειρα σταχυολογήματα

Ἡ ποίηση εἶναι ἡ αἰτία ποὺ φθείρει τὸ κάθε τί ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι στὸ εἶναι.
Πλάτων
Ἡ ποίηση ἕνα πρᾶγμα ἀνάλαφρο, ἱερὸ καὶ φτερωτό.
Πλάτων
«Διὸ εὐφυοῦς ἡ ποιητικὴ ἐστιν ἢ μανικοῦ. Τούτων γὰρ οἱ μὲν εὔπλαστοι οἱ δὲ ἐκστατικοὶ εἰσίν».
(Ἡ τέχνη τῆς ποίησης εἶναι ἔργο τοῦ προικισμένου μᾶλλον παρὰ τοῦ μανικοῦ καλλιτέχνη, γιατί ὁ πρῶτος εἶναι ὁ ἐπιδέξιος μιμητής, ἐνῷ ὁ δεύτερος κατέχεται ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τοῦ λείπει ἡ ψυχικὴ ἠρεμία).
Ἀριστοτέλης
Οἱ ποιητὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔλαβαν μέρος στὴ συγγραφὴ ἑνὸς Μεγάλου Ποιήματος ἀενάως ἐν ἐξελίξει.
Σέλλεϋ
Ὅλη ἡ ποίηση εἶναι ποίηση πειραματική.
Στῆβενς
Ἡ ποίηση εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀνεξήγητου.
Στῆβενς
Ἡ ποίηση εἶναι ἕνας φασιανὸς ποὺ χάνεται στοὺς θάμνους.
Στῆβενς
Ἡ ποίηση ἀρχίζει πάντα, ὅταν κάποιος ποὺ πρόκειται νὰ γίνει ποιητής, διαβάζει ἕνα ποίημα.
Μίλτον
Ἡ ποίησή μας δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση, ὄχι πὼς ἀνακαλύψαμε κάτι καινούργιο, ἀλλὰ πὼς θυμηθήκαμε κάτι ποὺ εἴχαμε ξεχάσει.
Μπράντλεϋ
Ἡ ποίηση ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπίγνωση ἐκ μέρους μας ὄχι τῆς Πτώσης, ἀλλὰ τοῦ ὅτι πέφτουμε.
Μπλούμ
Ἡ ποιότητα ἑνὸς μεγάλου ποιητὴ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα καὶ πουθενὰ ὁρατὴ σὰν μία ξεχωριστὴ συγκίνηση.
Κόλεριτζ ἢ Ντὲ Κουίνσυ
Ἡ ποίηση δὲν εἶναι ἕνα ἐλευθέρωμα τῆς συγκίνησης, ἀλλὰ ἀπόδραση ἀπὸ τὴ συγκίνηση. Δὲν εἶναι ἔκφραση τῆς προσωπικότητας, ἀλλὰ ἀπόδραση ἀπὸ τὴν προσωπικότητα.
Τ. Σ. Ἔλιοτ
Οἱ ἀνώριμοι ποιητὲς μιμοῦνται. Οἱ ὥριμοι ποιητὲς κλέβουν.
Τ. Σ. Ἔλιοτ
«Ὁ ποιητὴς κάνει τὸν ἑαυτό του ὁραματιστὴ μέσα ἀπὸ μία μακριά, ἀπεριόριστη καὶ συστηματικὴ ἀποδιοργάνωση ὅλων τῶν αἰσθήσεων. Ὅλες οἱ μορφὲς ἔρωτα, πόνου, τρέλας. Διερευνᾷ τὸν ἑαυτό του, ἐξαντλεῖ μέσα του ὅλα τὰ δηλητήρια καὶ διατηρεῖ τὴν πεμπτουσία τους. Δοκιμασία ἀκατανόμαστη, ὅπου θὰ χρειαστεῖ τὴ μεγαλύτερη πίστη, τὴν ὑπεράνθρωπη δύναμη, ὅπου θὰ γίνει αὐτὸς μέσα ἀπ᾿ ὅλους, ὁ μέγας σακάτης, ὁ μέγας ἀφορισμένος καὶ ὁ ὑπέρτατος ἐπιστήμων. Γιατί φτάνει τὸ ΑΓΝΩΣΤΟ! Ἔτσι λοιπόν, τί κι ἂν καταστραφεῖ στὴν ἐκστατικὴ πτήση του μέσα ἀπὸ πράγματα πρωτάκουστα, ἀκατανόμαστα;»
Ἀρτοὺρ Ῥεμπώ
Ἡ ποίηση ὑπαγορεύεται ἀπὸ ἕνα δαιμόνιο, ἂν καὶ θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ τὸ χαρακτηρίσει κανεὶς ἀγγελικό.
Σέσλαβ Μίλοζ
Στὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ποίησης ὑπάρχει κάτι τὸ ἀπρεπές: Φανερώνονται πράγματα ποὺ δὲν ξέραμε πὼς τὰ κρύβαμε μέσα μας καὶ τρομάζουμε σὰ νὰ εἶχε ξεπηδήσει μία τίγρης καὶ στεκόταν μπροστά μας στὸ φῶς τινάζοντας τὴν οὐρά της.
Σέσλαβ Μίλοζ
Ἡ ποίηση εἶναι ἔκφραση, ἂν ἕνας στίχος εἶναι ἔκφραση, ἂν καθένα ἀπὸ τὰ μέρη ποὺ ἀπαρτίζουν ἕνα στίχο, κάθε μία λέξη, εἶναι ἐκφραστικὰ μόνα τους.
Κρότσε
Ἡ ποίηση δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴ γράφουν ἀλλὰ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν ἀνάγκη.
Πάμπλο Νερούντα
Ἡ ποίηση εἶναι ἡ πιὸ πυκνὴ μορφὴ προφορικῆς ἔκφρασης.
Ἔζρα Πάουντ
Ἂν κάποιος μάθει καλὰ ἑλληνικά, μπορεῖ νὰ βρεῖ σχεδὸν «ὁλόκληρη τὴν ποίηση» στὸν Ὅμηρο.
Ἔζρα Πάουντ
Ἡ ποίηση δὲν ἔχει καθόλου χρῆμα, ἀλλὰ καὶ τὸ χρῆμα δὲν ἔχει καθόλου ποίηση.
Ρόμπερτς Γκρέιβς
Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ποιητής, γίνε τὸ ποίημα.
Ντέιβιντ Καραντάιν
Ἡ χειρότερη μοῖρα γιὰ ἕναν ποιητὴ εἶναι νὰ τὸν θαυμάζουν χωρὶς νὰ τὸν καταλαβαίνουν.
Ζὰν Κοκτώ
Ἡ ποίηση εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.
Κώστας Καρυωτάκης
Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα.
Γιῶργος Σεφέρης
Εἶναι παράξενο πὼς γράφει κανεὶς ποιήματα.
Γιῶργος Σεφέρης
Ἡ ποίησις εἶναι ἀνάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου.
Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος
Ἀφοῦ δὲν εἶπες τίποτα κύριε ποιητή, γιατί ἐνόχλησες τὶς λέξεις;
Κώστας Μόντης
Ἡ ποίηση δὲν εἶναι ὁ τρόπος νὰ μιλήσουμε, ἀλλὰ ὁ καλύτερος τοῖχος νὰ κρύψουμε τὸ πρόσωπό μας.
Μανόλης Ἀναγνωστάκης
Ἡ ὀμορφιὰ καραδοκεῖ. Ἂν εἴμαστε εὐαίσθητοι, θὰ τὴν αἰσθανθοῦμε μέσα στὴν ποίηση ὅλων τῶν γλωσσῶν.
Μπόρχες
Ὅταν διαβάζουμε ἕνα καλὸ ποίημα, φανταζόμαστε πὼς κι ἐμεῖς θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἔχουμε γράψει, πὼς τὸ ποίημα προϋπῆρχε μέσα μας.
Μπόρχες


Ὁ κατάλογος εἶναι ἀνεξάντλητος ὅπως ἀνεξάντλητες εἶναι οἱ ἄπειρες αἰσθήσεις ποὺ μᾶς ὑποβάλλει ἡ Ποίηση. Θὰ σταματήσω ἐδῶ. Καὶ θὰ τὸν κλείσω μὲ μία φράση τοῦ Πεσόα:

Ὁ ἄνεμος φυσάει
ἔτσι ὅπως τὸν ἄκουσε ὁ Ὅμηρος
ἀκόμα κι ἂν δὲν ὑπῆρξε ποτὲ

Ἀνέφερα τὸν Πεσόα, ἀλλὰ δὲν σᾶς ἀποκάλυψα τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ ἔγραψαν αὐτοὺς τοὺς στοχασμοὺς γιὰ τὴν Ποίηση. Καλύτερα ἔτσι.Ἴσως αὐτὸς ὁ τρόπος μᾶς φέρνει πιὸ κοντά σε Κεῖνον ποὺ ἀποσβύνοντας ὁλοένα τὸ πρόσωπό του μέσα στὸ ἔργο του, γίνεται ὁ ἄλλος, γίνεται οἱ ἄλλοι, γίνεται ὁ Κανένας. Θέλω νὰ πῶ μας φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Ποιητὴ καὶ στὸ Ποίημα.
Καὶ τί εἶναι τελικὰ τὸ Ποίημα; Ἴσως εἶναι τὸ νόμισμα ποὺ σφίγγει στὰ δόντια του ὁ Ποιητὴς γιὰ νὰ μπεῖ στὴ βάρκα τοῦ Θανάτου. Μὲ αὐτὸ θὰ πληρώσει γιὰ τὸ μέγα θαῦμα ποὺ ἀξιώθηκε καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἴδια τη ζωή.
Ἔχω γράψει τοῦτο τὸ χαϊ-κού:

Ὅλοι χωρᾶμε
οἱ ζωντανοὶ κι οἱ νεκροὶ
σ᾿ ἕνα ποίημα

Ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ μνήμη τοῦ κόσμου χωράει μέσα στὴν Ποίηση. Ἢ τουλάχιστον αὐτὴ τὴ μαγικὴ ἐντύπωση μᾶς δίνει ἡ τέχνη τῆς Ποίησης. Πὼς ὅσα ἔχουν χαθεῖ καὶ κεῖνα ποὺ θὰ ἔρθουν καὶ θὰ περάσουν καὶ θὰ χαθοῦν θὰ μείνουν γιὰ πάντα μέσα στὴν Ποίηση. Θὰ μείνουν γιὰ πάντα μέσα στὴν Ποίηση «ὅσα κι ἂν εἶναι λίγα αὐτὰ ποὺ σταματιοῦνται», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Ἀλεξανδρινός.

Μια εικόνα… Χίλιες λέξεις!, το e-book

Μια εικόνα... Χίλιες λέξεις!
Συλλογικό
Εκδόσεις: τοβιβλίο
ISBN: 978-618-81129-8-8

μπορείτε να το διαβάσετε online από εδώ


   Στις αρχές του 2014, ο δικτυακός τόπος τοβιβλίο.net προσκάλεσε όσους επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στη συγγραφή μιας ιστορίας ή ποιήματος εμπνευσμένοι από επιλεγμένες εικόνες. Το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε και η συμμετοχή ήταν πολύ μεγάλη και ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις!

     Οι ιστορίες και τα ποιήματα, γραμμένα με το ξεχωριστό στυλ του καθενός, έχουν συνθέσει ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό παζλ. Ιστορίες ανθρώπινες, σοβαρές αλλά και χιουμοριστικές, μικρές ή μεγάλες, που προβληματίζουν και κάνουν τον αναγνώστη να μπαίνει στη θέση των πρωταγωνιστών, ποιήματα για την καθημερινότητα, για αισθήσεις κι αισθήματα, που αναφέρονται στο σήμερα, το χθες αλλά και το μέλλον, είναι το αποτέλεσμα της δράσης αυτής του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net.

     Μελετώντας τον πεζό αλλά και τον ποιητικό λόγο των συμμετεχόντων, εκείνο που θα διαπιστώσει κανείς είναι το γεγονός πως όλοι μαζί αλλά και ο καθένας ξεχωριστά, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, έχουν καταφέρει να σκιαγραφήσουν την Ελλάδα του χθες αλλά και του σήμερα, τις παραδόσεις, τα πιστεύω αλλά και τις επιθυμίες και τους προβληματισμούς του Έλληνα, χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι αναφορές σε άλλη θεματολογία.

61 συγγραφείς και ποιητές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ιστοτόπου τοβιβλίο.net και μέχρι την 31η Μαΐου του 2014 συγκεντρώθηκαν 100 έργα που αποτέλεσαν και το περιεχόμενο των 428 σελίδων του α΄ τόμου του e-book.

στη δράση συμμετείχαν με διηγήματα και ποιήματα οι:



Οι ιστορίες συνεχίζουν να δημοσιεύονται και μάλιστα υπάρχουν και καινούργιες εικόνες για να πυροδοτήσουν εκ νέου την έμπνευση!


Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Οι "Εμιγκρέδες" του Σλάβομιρ Μρόζεκ από τον Θεατρικό Κύκλο με τους Μανόλη Πουλή & Χάρη Αργυρόπουλο

Οι "Εμιγκρέδες" του Σλάβομιρ Μρόζεκ από τον Θεατρικό Κύκλο
με τους Μανόλη Πουλή & Χάρη Αργυρόπουλο
γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης




   Λατρεύω τις στιγμές που προηγούνται μιας θεατρικής παράστασης. Είναι εκείνη η ιερή στιγμή, όπου ντύνομαι τα "καλά" μου λες και πηγαίνω σε γιορτή, όπου αποφεύγω να φάω και να πιώ το οτιδήποτε για να εξασκήσω σώμα και ψυχή μπροστά στις προκλήσεις του έργου, στις όποιες προκλήσεις και όπου μελετώ ενδελεχώς διάφορα σχόλια, κείμενα και παρατηρήσεις γύρω από το έργο και τον συγγραφέα του. Άσχετα εάν μετά, πολύ συνειδητά, ξεχνάω τι διάβασα - αφήνοντας το υποσυνείδητο να αναλάβει την υπόλοιπη δουλειά.

   Είναι μια παλιά συνήθεια που την ξεκίνησα ύστερα από τις υποδείξεις ενός φίλου μου θεατρολόγου, πριν κάμποσα χρόνια, και που την συνεχίζω πάλι κι ύστερα από καιρό. Αρχικά ξεκίνησε ως ένα πείραμα και για να είμαι ειλικρινής και με μία δόση χλευασμού απέναντι σε αυτό τον μεταφυσικό ιδεαλισμό ή και στον συντηρητισμό αν θέλετε, που εκπέμπει μια τέτοια άποψη και συνέχισε ως μία ανάγκη. Το σκεπτικό πίσω από όλο αυτό είναι πολύ απλό. Να γίνω ένα με τους ηθοποιούς, με το έργο και με το πνεύμα του συγγραφέα. Είναι μια ξεκάθαρη ασκητική πράξη αυτή. Αν δεν την δοκιμάσετε ίσως να μην καταλάβετε καν τι θέλω να πω.

      Ύστερα και με το τέλος του έργου ακολουθεί μια άλλη, διαφορετική και όμως τόσο όμοια με την προηγούμενη διαδικασία. Μια διαδικασία κάθαρσης και περισυλλογής. Ξεκινάει με μία βόλτα στους δρόμους της πόλης, στα ενετικά σοκάκια και στις πλατείες και συνεχίζει κάπου με ένα ποτό ή μάλλον με ένα ζεστό τσάι αφού για λόγους υγείας το ποτό έγινε πια ανάμνηση. Καμιά φορά το ποτό αντικαθίσταται με φαγητό, έτσι για να έρθω στα "ίσια" μου. Αυτά όταν παρακολουθώ ένα θεατρικό έργο μόνος μου, με παρέα ακολουθεί πάντα συζήτηση και για τους ίδιους λόγους, για την κατανόηση του έργου και για την προσωπική και συλλογική επικοινωνία με το πνεύμα του έργου. Ιδιαίτερα όταν είναι χειμώνας και βρέχει αυτή η διαδικασία φτάνει στα υπέρτατα όρια ψυχολογικής ηδονής. Ναι, εντάξει, φαίνεται κάπως αυτό αλλά μην ξεχνάμε ότι το θέατρο έχει ξεχωριστή, μυσταγωγική ιδιοσυγκρασία κι ανάγκες διαφέρουν από των άλλων τεχνών - ίσως μόνο ο χορός μπορέι να συγκριθεί μαζί του, Όταν μάλιστα το έργο που παρακολούθησα δημιουργεί εντυπώσεις, συναισθήματα και ανοίγει θέματα για συζήτηση, τότε... οι καλύτερε ςπροοπτικές ανοίγουν για εμένα και τους συνομιλητές μου.
    Υπάρχουν βέβαια και εκείνα τα θεατρικά έργα που μπορούν με μία λέξη τους, με μία κίνηση, μομφή ή επισήμανση να αναιρέσουν όλη αυτή την διαδικασία. Και θα την αναιρέσουν γιατί ο ίδιο το έργο, ο συγγραφέας του και φυσικά η απόδοσή του στη σκηνή είναι ανώτερες κάθε προσωπικής μυσταγωγίας και διάθεσης. Ένα από αυτά τα έργα είναι οι "Εμιγκρέδες" του Σλάβομιρ Μρόζεκ και συγκεκριμένα η θεατρική τους απόδοση από τον Θεατρικό Κύκλο που παρουσιάστηκαν τις τελευταίες μέρες στα Χανιά και στην Πύλη Σαμπιονάρα, σε σκηνοθεσία του Μανόλη Πουλή, σε μεταφραστική επιμέλεια της Αλεξάνδρας Στέφη και με τους Χάρη Αργυρόπουλο και Μανόλη Πουλή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

     Η υπόθεση είναι του έργου είναι απλή. Δύο μετανάστες βρίσκονται να συγκατοικούν σε ένα υπόγειο. Ο ένας διανοούμενος, πολιτικός εξόριστος. Ο άλλος εργάτης, οικονομικός μετανάστης. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Για τους ντόπιους, μέρα γιορτής. Γι’ αυτούς, απλώς άλλη μια μέρα σε ξένο τόπο. Μόνη διέξοδος τα όνειρα. Όσο αντέξουν κι αυτά. Είναι η ώρα που θα ξεδιπλωθούν οι φόβοι και οι αγωνίες μια τεράστιας και ετερόκλητης ομάδας ανθρώπων που διεκδικούν το μεγάλο όνειρο: να ζήσουν ελεύθεροι. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο καθένας με τις αναμνήσεις του, χωρίς αυταπάτες, ψέματα, πικρία, τρομοκρατία, χωρίς... κι εδώ μπορείτε να συμπληρώσετε ότι θέλετε. Η καθημερινή μας συναναστροφή με τους χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες της διπλανής πόρτας μπορέι να μας διδάξει πολλά και να γιατί αυτό το έργο δεν χρειάζεται καμία μυσταγωγία όπως αυτή που περιέγραψα για να αισθανθεί ο καθένας μας την αλήθεια του, ιδιαίτερα σε μία εποχή καφκική, οργουελική και τόσο μα τόσο αληθινά τρομακτική όπως η δική μας. Μην ξεχνάμε, αυτή την ώρα που εγώ σας γράφω από το ζεστό μου γραφείο, συνάνθρωποι μας δολοφονούνται στην Αμυγδαλέζα και χιλιάδες οικογένειες μεταναστών καθώς και μοναχικών ανθρώπων λιώνουν μέσα σε ανήλιαγα υπόγεια, σε φτωχικές κατοικίες, διεκδικώντας να ζήσουν κι αυτοί σαν άνθρωποι. Όπως ακριβώς κι οι πρωταγωνιστές του έργου που προτείνω σε όλες και όλους σας να το παρακολουθήσετε, όποτε και όταν το επαναφέρει στη θεατρική σκηνή των Χανίων ο Θεατρικός Κύκλος.

    Και θα σταματήσω εδώ. Θα αρκεστώ στο να επαινέσω την ομάδα που έφερε εις πέρας αυτή την εκπληκτική παράσταση, με τα μίνιμαλ στοιχεία, την αισθαντική και εξπρεσιονιστική αξιοποίηση του φωτισμού, με την υπέροχη και κατάλληλα ανά τις περιστάσεις χρήση της μουσική και φυσικά το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Δεν κρύβω ότι σε αρκετές σκηνές του έργου συγκινήθηκα και προβληματίστηκα είναι αυτό που για μένα που κάνει το Θέατρο μία από τις σπουδαιότερες των τεχνών. Η προσπάθεια, μάλιστα, μέσω αυτής της παράστασης να αξιοποιηθεί ο χώρος της Πύλης Σαμπιονάρα ως ένας χώρος για να παρουσιάζονται θεατρικές παραστάσεις είναι αξιέπαινος κι ενισχύσει την διαδικασία μύησης μας στον θεατρικό κόσμο - βέβαια η άσχημη ακουστική του χώρου δεν βοηθάει όσο θα ήθελε κανείς. Δεν παύει όμως να είναι μια πρόταση στην σωστή κατεύθυνση. Οι χώροι πολιτισμού της πόλης μας είναι για τους πολίτες και όχι για τους γάμους των μεγαλόσχημων και η θεατρική παράσταση των "Εμιγκρέδων" του Σλάβομιρ Μρόζεκ ανέδειξε αυτή την αναγκαιότητα.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Ηλίας Πετρόπουλος, Για τα ρεμπέτικα

Ηλίας Πετρόπουλος, Για τα ρεμπέτικα

 

– α – 
Στην πατρίδα μου
χειροκροτούν τον Ποιητή
μόνον όταν αυτοκτονήσει.

Αχ, αυτοί [εμείς] οι μετριοπαθείς επαναστάτες.
Αχ, αυτοί [εμείς] που φοράνε κουστούμι τρουά-πιες.
Αχ, αυτοί [εμείς] που γαμάνε με τα λεφτά τους.

– β -
Λόγος ἐπικήδειος
διὰ τὰ παλαιὰ ἄγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,
ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἐλεγεία
εἰς ἀνάμνησιν τῆς ὀμορφιᾶς μιᾶς γυναίκας
ἐξαιρετικῶς ἀγαπηθείσης.

Καλοῦνται ρεμπέτικα τραγούδια τὰ ἄσματα τῶν πληγωμένων, ἁπλῶν, ἁγνῶν καὶ αἰσθαντικῶν ψυχῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ περιφρονημένη χωρὶς ἀνταπόκριση ἀγάπη καὶ τὸ τρισμέγιστον μαρτύριον τοῦ θαμένου ἑκουσίως ἔρωτος ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἐξόχως ἀνιστορήθησαν. Τὰ ρεμπέτικα ὑπῆρξαν κάποτε ἡ παρηγοριά μας. Ἦταν οἱ λευκοὶ ἀσπασμοὶ τῶν παραγνωρισμένων. Ἀξιώθηκα νὰ κρατήσω στὰ χέρια μου τὸ βουβό, πλέον, μπουζούκι τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δὲν τραγουδοῦσαν οἱ γυναῖκες (αὐτὲς συνήθως ἀργὰ κατανοοῦν τὸ πόσο ἀγαπήθηκαν), οὔτε τὰ τραγουδοῦσαν οἱ σκληρόκαρδοι.

Ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας νοιάζομαι. Μὴ μοῦ στείλεις περιστέρια· μαντεύω τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ ἔρως συμβαίνει σὰν δυστύχημα. Κρατοῦσα, τότε, σὰν βιολὶ τὸ σῶμα σου, μὰ τώρα ποὺ εἴμαστε μακριὰ σ᾿ ἔχω φωτιὰ παντοτινὴ μὲς στὴν καρδιά μου. Θὰ ψάχνεις λυπημένη νὰ μὲ βρεῖς στοὺς ἄδειους δρόμους καὶ θὰ ρωτᾶς παντοῦ γιὰ μένα, καὶ στὴν περιρρέουσα μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν θὰ ἀναζητᾶς ἐπὶ ματαίῳ παρηγοριά. Ἐφέτος ἀνήμερα τὸ Πάσχα ἔβρεχε καὶ ἡ δολιότης πίκραινε τὴν καρδιά μου. Τὸ ξέρω· ἡ θέση μου εἶναι στὸ νεκροταφεῖο. Εἴμασταν ἀκόμη παιδιὰ ὅταν μᾶς μάραναν καὶ ζήσαμε σὰν γέροι. Δὲν εἶμαι δικός μου. Σιωπῶ μὲν, ἀρνοῦμαι δὲ νὰ πεθάνω γιατὶ τὰ δακρυσμένα μάτια σου πάντα μὲ γνέφουν. Θλιβερὰ βλέμματα τέκνα τῆς σιωπῆς μου. Ὁ θάνατος ἀπόψε διώχνει τὸ κάθε τι ἀπ᾿ τὴν ψυχή μου. Χαίρομαι τὴν παραφροσύνη μου τώρα.

Τὸ ἀληθὲς ἀπόβαρον ἑνὸς ἀνθρώπου ἰσοῦται μὲ τὶς ἀγάπες, τὸν οἶκτο καὶ τὴν ἀηδία ποὺ ἔνιωσε στὴ ζωή. Δύο μεγάλες ἀδικίες ἐγνώρισα: τὴν φτώχια καὶ τὴν ἐρωτικὴ καταφρόνια. Τὰ ρεμπέτικα προήχθησαν εἰς μαυσωλεῖον αἰσθημάτων. Τὸ νὰ ὑποφέρεις ἀπ᾿ του κόσμου τὶς πίκρες εἶναι ἀναγκαῖον, καὶ ἴσως νόμιμο. Πάθος ἔδωσα καὶ πάθος δὲν ἔλαβα, κι ὅ,τι ἔπιασα ἔγινε στάχτη. Πολλὰ ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα. Ὁ πατέρας μου μὲ γαλούχησε μὲ τὰ τραγούδια αὐτὰ. Ἔχτισα τὸ παρὸν βιβλίο, σὰ νὰ ἔχτιζα χελιδονοφωλιά, πρὸς χάριν του ἰσοβίου φίλου Τσιτσάνη. Τὴν ἐγκαρτέρηση ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα.
Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (ἄχ, σβήνω) ὅταν ἐσὺ χρησιμοποιεῖς τὰ αἰσθήματά μου σὰν κέρματα. Ἂν πρόκειται κανεὶς νὰ διατηρήσει τὴν εὐαισθησία του ἂς εἶναι ὁ ἡττημένος. Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ὡς ἀναμνήσεις. Ζήσαμε τὶς πιὸ ἐφιαλτικὲς νύχτες τοῦ αἰῶνος. Οἱ ἐνθυμήσεις ἐλλοχεύουν. Ἔνιωσα τὰ πάντα μόνον σὰν πάθη. Ἄφησέ με νἆμαι παράφορος, ἀφοῦ ἡ λογικὴ εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς τρέλας. Ὑπήρξα ἕνας Ἰδανικὸς Φαῦνος. Θὰ σὲ γκρεμίσω μὲ δάκρυα, ζοφερὴ πολυαγαπημένη.

Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι τραγούδια τῆς καρδιᾶς. Καὶ μόνον ὅποιος τὰ πλησιάσει μὲ ἁγνὸ αἴσθημα τὰ νιώθει καὶ τὰ χαίρεται. Γιατὶ, ἡ καρδιὰ μὲ καρδιὰ μετριέται.

Ἔκλεισεν ὁ κύκλος τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθὸν τὰ τραγούδια αὐτὰ. Χοροστατῶ μοιραίως στὸ μνημόσυνό τους ἀφοῦ ὁ *** κυμαίνεται, τὴ νύχτα αὐτή, μεταξύ εὐφημίας καὶ ἐπιβιώσεως.

Αἴφνης σκοτείνιασε ἡ πλάση καὶ ἡ αὐτοκτονία ἀπέβη τὸ ὄνειρο ἑκάστου ἐχέφρονος ἀνθρώπου. Ὁ θεηφόρος ἔρως μόνη πειθὼ τῆς ζωῆς. Φυλακτὰ σὲ σχῆμα καρδίας ἀντίκρυσα στὸ βυζαντινὸ μουσεῖον Ἀθηνῶν. Στὰ λάσια μπράτσα τῶν ρεμπέτηδων συχνὰ βλέπω κεντημένη μιὰ καρδιὰ μὲ φυλλοκάρδια, ὅπου στὴ μέση της ἔχει τὸ ὄνομα τῆς πολυαγαπημένης.

Οἱ νεοελληνικοὶ αἰῶνες ἐγκυμονοῦσαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια. Στὸν ἔρωτα ὁ χρόνος ἐτάχθη ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν. Ἀφότου γεννηθήκαμε ὁ θάνατος ἀναμένει. Ἤπια τὰ χίλια πικρὰ ὄχι, πρὶν καταπιαστῶ μὲ τὰ ρεμπέτικα. Οἱ χαρὲς, ὅπως καὶ οἱ ἡδονές, ὁδηγοῦν στὴν γνήσια θλίψη. Σὰν χειρονομίες σφοδροῦ κοπετοῦ μοιάζουν τὰ φτερουγίσματα αὐτουνῶν ποὺ χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ὁ Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατὶ ἀποκαλεῖ τὸν ζεϊμπέκικο Χορὸ τῶν Χορῶν. Ἴσως, μόνον ἕνας ἐρωτευμένος μπορούσε νὰ συντάξει τὸν ἐπικήδειο τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ φαντάζουν σὰν μαγικὸς λουλουδότοπος μακρινός, ὁριστικὰ χαμένος καὶ ἀπροσπέλαστος. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου (ἰσχυρὸς ὡς ὁ ἔρως, πανίσχυρος ὡς ὁ θάνατος) ἐξακοντίζεται πρὸς τὸ παρελθόν. Ἡ θλίψη ἀποτελεῖ τὴν ἠχὼ τῶν ἐρωτικῶν λαϊκῶν ἀσμάτων. Εἴθε, σύντομα τὰ ἑλληνόπουλα νὰ διδάσκονται στὰ σχολεία τὴν ἀπαράμιλλη μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν.

Θὰ σταδιοδρομήσω τοῦ λοιποῦ ὡς προδότης. Κατάβαθα κι ἐγώ, κατάβαθα κι ἐσύ, πληγώσαμε τὶς καρδιές μας. Ὅλη νύχτα μὲ ξυπνοῦσαν οἱ ἀναστεναγμοί μου. Εἶμαι φίλος τῶν νεκρῶν. Τὸ ἑπόμενο πάθος μὲ σώζει ἀπὸ τὸ προηγούμενο, μὰ κάθε πάθος κατακάθεται στὴν παλίμψηστη ψυχή μου σὰν μαυρίλα, καὶ τότε ἡ αὐτοκτονία ὑποδύεται τὴν λύτρωση. Ἡ ἰδιοφυΐα εἶναι ἡ μόνη ἀποδεκτὴ μορφὴ παραφροσύνης, ὁ δὲ οἶκτος φόρτος ἀλλοτρίων δυστυχιῶν. Οἱ μεγάλοι ἔρωτες, ὅλοι τους, εἶναι σὰν ἐρωτικὸ παράπονο. Ὁ ἔρως στερεῖται νίκης. Ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ ἧττα τοῦ ἀνδρός. Σὰν τὸν Ἀχιλλέα ἤσουνα ὑπερήφανη καὶ σκληρόκαρδη· ὅμως, ὥρα σου καλή, ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, γλυκιά μου ἀγαπημένη.
Καθὼς χαμένο σκυλί, σκυλὶ τοῦ δρόμου, σέρνομαι αὐτὲς τὶς μαῦρες μέρες μὲ ἄδεια καρδιὰ καὶ κάθε δειλινὸ πέφτω, πέφτω, σ᾿ ἕνα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οἱ γυναίκες στεροῦνται φαντασίας καὶ πάθους, ἀλλὰ ἐγὼ ἀγάπησα καὶ ἀγαπήθηκα, κι ἐσένα δείχνω ὅταν ἐρωτηθῶ γιὰ τὸ νόημα τοῦ ἔρωτος. Λιποτάκτης στὴν μυριάνθρωπη ἔρημη Ἀθήνα ποὺ μὲ τρομοκρατεῖ κι ὅλο μὲ ἐξωθεῖ πρὸς τὴν αὐτοκτονία. Ἡ ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀπόδειξη ἀνθρωπιᾶς. Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐχθρὸς μου. Στὴν ἡλικία ὅπου τώρα πιὰ ἔφτασα τὸ νιώθω πεντακάθαρα πὼς εἶμαι ἕνας ἀποτυχημένος. Δὲν θὰ σκεφτόμουνα ποτὲ δίχως τὸ συνοικέσιον τῆς μελαγχολίας. Συχνὰ κλέβω ψυχὲς, μὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι κοντὰ μου, οὔτε σὲ ξένα χέρια. Γέρασα μὲ ἐρωτευμένη καρδιὰ ἐφήβου. Εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ζεῖς μὲ ἀγάπη κι εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ κατέχεις, τόσο πολὺ, τὰ μυστικὰ τῆς ψυχῆς σου. Ἀδυνατῶ νὰ θάψω τὶς ἀναμνήσεις κι αὐτὸ θὰ προσδιορίσει τὸν θάνατό μου. Τὴν κοίτη τοῦ τάφου μου εἶδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θὰ ἄντεχες ἐσὺ μιὰ ζωὴ δίχως ἐλπίδες;

Ἀργεῖς· ἡ ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τὰ βράδια, ὁλομόναχος, κατάμονος, στὸ καμαράκι ποὺ ξέρεις, καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, κι ὅλο σκέφτομαι περὶ τῆς ἀδυσωπήτου φθορᾶς τῶν αἰσθημάτων. Ὁ νοῦς μου ἀρμενίζει πρὸς τὴν ἀπελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλοὺς φίλους γύρω μου κι ἀπὸ τότε ζῶ σὰν πουλὶ τρομαγμένο. Σὲ περιμένω μέρα καὶ νύχτα καὶ κάθε αὐγὴ νὰ ξαναγυρίσεις σὲ καρτερῶ. Μὲ παρασύρει ἡ καρδιά μου (ἐσὺ, γλυκιὰ μου, ἀκόμη τὴν κυβερνᾶς) σὲ ἀναπολήσεις τῆς ἐξαίσιας μορφῆς σου, ποὺ οὔτε μπορῶ οὔτε θέλω νὰ ξεχάσω, καὶ ποὺ ἀφότου ἐχάθη σὲ μαῦρα σκοτάδια μ᾿ ἔριξε. Ἐκείνην ποὺ κάθεται ἀντίκρυ μου τὴν ἔχω μὲς στὰ στήθια μου. Οἱ σκιὲς τῶν δολοφονηθέντων φίλων, καὶ ψὲς τὴ νύχτα, ὅπως κάθε νύχτα, ἦρθαν ἀργοσαλεύοντας στὸν ὕπνο μου, καὶ τάχα ἤσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλὴ, μαραμένη. Εὐλαβούμενος τῆς μνήμης των περιδιαβάζω στὴν Ὁδὸν Ἀναπαύσεως. Ὅταν φεύγει ἡ ἀγαπημένη εἶναι σὰν νἄχει πεθάνει. Στὰ μάτια σου τὰ σημάδια τῆς προδοσίας. Ἡ ὁμορφιὰ μιᾶς γυναίκας εἶναι ἕνα ἔνδυμα εὐχαριστήσεως. Κλεῖσε με στὴν καρδιά σου κι ἂς τὸ ξέρουμε μόνον ἐμεῖς οἱ δυό.

Ἤκμασαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια τὴν ἐποχὴ ποὺ μετρούσαμε τάφους. Ἡ δράση σχεδὸν ἀποβλακώνει τὸν ἄνδρα. Οἱ ἄνδρες τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ἀπεχθάνονται τοὺς μετριοπαθεῖς. Εἶναι σοφὸς ὅποιος ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει, καὶ εἶναι σοφώτατος ὅποιος λυπᾶται. Ὁ ἐρωτευμένος καταντάει μισὸς ἄνθρωπος. Ὁ οἶκτος δέον νὰ θεωρεῖται τῆς ἀγάπης ἡ ἀνάληψις. Ἔρωτα μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς. Πάντα οἱ ἀπογοητευθέντες σώζουν τὴν οἰκουμένη. Μιὰ εἰδικὴ λεβεντιὰ ἀπαιτεῖται γιὰ νἆναι κανεὶς ἀνήθικος. Ἡ λογική μου ἐδρεύει στὴν καρδιά μου. Ὁ ἔρως θρέφει (ἀλίμονο) τοὺς ἰδεώδεις. Τὰ τοῦ παρελθόντος ἀγλαΐζονται. Ὁ κυνισμὸς φαίνεται πὼς εἶναι ὁ θώραξ τῶν εὐαισθήτων, ποὺ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἐνδοσκοπήσεως. Ὁ οἶκτος ἔρχεται μὲ τὰ χρόνια. Ἡ σκέψη εἶναι δυστυχία. Ἐξ οἴκτου ἁμαρτάνω. Τρομάζω ὅταν σκέφτομαι. Ὑπῆρξες τόσον ὡραία ποὺ σὲ σεβόμουνα. Εἶναι ἀντιδραστικὸς κι ὁ ἀρνούμενος νὰ ἀποθάνει. Ἀντιφάσκω, ἄρα ζῶ. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἔκφραση ἀνταποδοτικὴ τῆς κοινωνικῆς ποινῆς τοῦ ψυχικοῦ ἐξοστρακισμοῦ. Ἡ μόνη προσωπικὴ χειρονομία στὴν αὐτοκτονία εἶναι ἡ αὐτόχειρη ἐκτέλεση μιὰς κοινωνικῆς ἀποφάσεως. Στὸν ἔρωτα ἑνὸς ἀνδρός, πιθανώτατα, ἔχει μεγαλύτερη σημασία τὸ ζέον αἴσθημα παρὰ τὸ ὄνομα τῆς ἀγαπημένης. Ἡ κεφαλή μου, τώρα, σὲ προσκέφαλο φέρετρον, κι ὄχι στὰ γόνατά σου, τώρα, ἀναπαύεται. Ἕναν σταυρὸ σοῦ χάραξα στὸ μέτωπο καὶ σὲ σημάδεψα. Μοναξιὰ θωπεία θανάτου.

Τὰ μάτια της προοιώνιζαν τὴν καταδίκη. Τίποτε δὲν μοῦ στοίχισε ὁ χωρισμός· τίποτ᾿ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνθρόνιση τῆς μελαγχολίας. Μᾶλλον δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ἀνιδιοτελῶς ἐρωτευμένες. Ἡ γυνὴ φιλοδοξεῖ νὰ ἀποβεῖ νεκροθάφτης τοῦ ἀγαπημένου της. Θάνατοι καὶ θάνατοι θὰ διαβοῦν μὰ σὺ θὰ βαστᾶς μέσα μου. Ἐσύ, ποὺ ἀπουσιάζεις κι ὡστόσο νιώθω νὰ μὲ κοιτᾶς μὲ χίλια μάτια. Ἐσύ, ποὺ ἤσουνα ἐκείνη μὲ τὰ πικρὰ δάκρυα καὶ τὰ ὁλόγλυκα φιλιά. Ἡ δεινή, ἐσύ, ποὺ μ᾿ ἀνάγκασες ν᾿ ἀγαπήσω τὰ λουλούδια περισσότερο ἀπ᾿ τους ἀνθρώπους. Ἐσύ, ἡ λύκων βρῶσις κι ὁ ἄγγελος τῶν ἐπιγείων λιβαδιῶν.

Ἔπραξαν τὸ πᾶν γιὰ νὰ μαράνουν τὴν ζωντανὴ καρδιὰ τῶν ρεμπέτηδων. Οἱ μεγάλες ψυχὲς ἀντιφάσκουν. Ἰσχυρότερη μνήμη εἶναι ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς. Ὁ λυρισμὸς ἦταν ἡ μόνη ἐπιτρεπτὴ στοὺς ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σὰν δροσερὸ φύλλωμα, τὰ παλαιὰ αἰσθήματα. Γιὰ μιὰν ἀκόμη φορά, στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ, ἀλλάζω ψυχὴ κι ὁ νοῦς μου ἀνθοφορεῖ. Καλβῖνος του ἁγνοῦ ἔρωτος, ἐλπίζω πὼς καὶ ἡ πλέον ἄσπλαχνη ἀγαπημένη δὲν δύναται νὰ σκοτώσει τὴν ποίηση ποὺ κρύβει μέσα του ἕνας σιωπηλὸς ἄνδρας.

Βασικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι λαϊκὰ ἅσματα τῆς ἀγάπης καὶ, εἰδικώτερα, τῆς ἐρωτικῆς ἐγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τὰ μισὰ ρεμπέτικα ἔχουν τὸν ἔρωτα θέμα τους, καὶ τὰ πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ θρηνοῦν τὸν ἐρωτικὸ χωρισμό· τὴν πικρότατη ὀρφάνια. Ὁ ρεμπέτης γνωρίζει ὅτι ὁ ἔρως εἶναι μεταθετὸ αἴσθημα καὶ ὅτι ὁ οἶκτος τῶν ἐπικυριάρχων ἡ ἀγάπη εἶναι. Τόσο ἔδειραν τὰ πάθη τοὺς ἀνθρώπους τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ὥστε ἀπώλεσαν τὸ δικαίωμα νὰ ἐκπροσωποῦν τὸν ἑαυτό τους. Στὰ δημώδη ἅσματα ὁ ἐραστὴς καταπλήσσει μὲ τὴν ἀνδρεία, ἐνῶ ὁ ἐραστὴς τῶν ρεμπέτικων τραγουδιὼν ἐκλιπαρεῖ, καθικετεύει, ἑλκύει διὰ τοῦ οἴκτου. Σὲ λιτανεία μετήλλαξε τὸν πανδαμάτορα ἔρωτα τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, ὅπου οἱ περιπτύξεις εἶναι ψυχικὲς οἱ δὲ μνῆμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ὀρθόδοξος ἐρωτικὸς πρωθιερεὺς ἀντιλαμβάνομαι σαφῶς πὼς ἂν δὲν χτίσεις μιὰ ζωὴ σφαλμάτων καὶ ἁμαρτιῶν δὲν θὰ ἐξαρθεῖς εἰς ὑπήκοον τοῦ θανάτου, πὼς ὁπωσδήποτε καλύτερα εἶναι νὰ σὲ σκοτώσουν παρὰ νὰ αὐτοκτονήσεις ἀφοῦ ἡ ἀνίκητη τρομερὴ πλειοψηφία τῶν μοχθηρῶν οὔτε αἰδημοσύνην οὔτε χλωρὸν φόβον ἔνιωσε ποτέ, καί, πὼς ἡ καρδία οἶκος τῆς ψυχῆς ἐστίν. Ἡ φιληδονία εἶναι ἀληθινὴ ἀρρώστια. Τὸ γυμνὸ κορμί σου (εὐφροσύνη τῆς ὁράσεώς μου) ὁδηγεῖ στὸ φθινόπωρο, στὸ φθινόπωρο. Οὐσιαστικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι ἐρωτικὲς ἐπιστολὲς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύο. Δὲν σὲ ἀναπολῶ παρὰ σὰν μιὰν ὅμορφη κοπέλα (ὦ, μεγαλεῖον τῶν ὑψηλῶν γυναικῶν) νὰ ἔρχεσαι μὲ τὴν ἀγκαλιὰ γεμάτη ἄνθη, καὶ τότε σὲ φιλοῦσα καὶ μὲ ἀντιφιλοῦσες, πίστη μου κι ἐλπίδα μου. Ἀγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως ἄγνωστη ποὺ δὲν ξεχνιέται. Ἑορτὴ τῶν Νεκρῶν ἡ μέρα τοῦ χωρισμοῦ. Εἶπες παντοῦ πὼς μὲ μισεῖς, σὰν ὅμως ξανανταμώσαμε, τὴν ὕστατη φορὰ, ἐδάκρυσες καὶ μὲ τρυφερότητα ἅπλωσες τὸ πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στὸ ἱδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα ἐδῶ κοντὰ φτερουγίζεις — μακριά μου ὅσο ποτὲ. Μὲ θυμᾶσαι ἆραγε ἀκόμη, φευγάτη μου ἀγάπη;
Οἱ ἐρωτευμένοι χρησιμοποιοῦν ὁλόχρυσα λόγια, λόγια ποὺ καῖνε, ἂν καὶ ἡ ἀγάπη νιώθεται καὶ δὲν τὴν ἀποδεικνύουν. Οἱ ἐρωτευμένοι ἐκφράζονται μὲ ὑπερβολὲς γιατὶ διαβιοῦν ἐν ὑπερβολαῖς. Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει βουνὸ τὴν καρδιὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀγαπήσει πολλὲς φορὲς στὴ ζωή του. Ὁ ἔρως εἶναι ἕνας γλυκόπικρος ἐφιάλτης, σάβανο τῶν ζωντανῶν, φονεὺς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπὸς πουλιῶν, ἐλευθερωτής. Τέτοιους ἔρωτες ψάλλουν τ᾿ ἀδέρφια μου, οἱ ἔσχατοι ρεμπέτες.


Ἀθῆναι, Μάϊος 1967.

(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια»)

υ.γ. ασφαλώς παρεξηγημένη προσωπικότητα 
και κακώς μιας ορισμένης ταμπέλας – ιδεολογίας 
καθώς ο ίδιος ποτέ δεν δέχτηκε την διαίρεση 
ατόφιος Έλληνας

πηγή 

 

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Φοβᾶμαι, Μανόλης Ἀναγνωστάκης (1925-2005)




Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου

βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.


Νοέμβρης 1983 / πηγή

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

[ραδιόφωνο] Η ηθοποιός Μέμη Αναστασοπούλου και ο ποιητής Θεοχάρης Παπαδόπουλος στο στούντιο του Vakxikon Radio




Σήμερα, 6-8 το απόγευμα, η ηθοποιός Μέμη Αναστασοπούλου και ο ποιητής Θεοχάρης Παπαδόπουλος είναι καλεσμένοι στο βιτρίνα-στούντιο του Vakxikon Radio, στην εκπομπή Ασκληπιού 17, για να μιλήσουν στους Ν. Πουλάκο και Σ. Προύσαλη για την τέχνη τους ξεχωριστά αλλά και για την καλλιτεχνική ομάδα Ανάδρασις στην οποία συμμετέχουν. Συντονιστείτε! http://www.vakxikon.gr/webradio/v2/radio.php

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

[βιβλίο] Ναζίμ Χικμέτ, Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ.


  
Ναζίμ Χικμέτ, Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ.
Συγγραφέας: Hikmet, Nazim
Μετάφραση: Μάρκαρης, Πέτρος
Εκδόσεις: Θεμέλιο
Σελίδες: 44

5 Οκτώβρη 1945
Ξέρουμε κ’ οι δύο, αγαπημένη,
μας έμαθαν:
να πεινάμε, να κρυώνουμε, 
να πεθαίνουμε στην κούραση  
και να ζούμε μακριά ο ένας απ’ τον άλλο.
Δε μας ανάγκασαν ακόμα να σκοτώσουμε
και δε μας σκότωσαν ακόμα.
Ξέρουμε κ’ οι δυο, αγαπημένη,
μπορούμε να μάθουμε στους άλλους:
να αγωνίζονται για τους ανθρώπους, 
και κάθε μέρα λίγο πιο βαθιά,  
λίγο πιο ωραία
ν’ αγαπάνε...


Ποιήματα που τώρα γράφονται: Με τον τρόπο του Γ.Σ., από το “Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο”, Γιάννης Στίγκας



Με τον τρόπο του Γ.Σ.


Τι ειρωνεία κι αυτή Βλαδίμηρε
Εάν ερχόσουν σήμερα
Μπορεί και να μη σ’ άκουγα
Μένω σε δρόμο πολυσύχναστο
Σειρήνες, κορναρίσματα
Η ακοή μου μπάχαλο
-όχι σου λέω ψέματα –
Είναι που η μοναξιά
με βάζει από μικρό στη διαπασών
γι’ αυτό κι πιο πιστοί μου στίχοι
Το θαύμα είν’ ένα χελιδόνι απόκρημνο
            ή
 ρε Κωνσταντίνα πες μου τελικά
 πώς γίνεται
 να μην είσαι εδώ
 και να’ χει πανσέληνο

(κι άλλα πολλά
πιο μαύρα απ’ τα ανεκπλήρωτα)
μικροφωνίζουν μες τον ύπνο μου
κι υπνοβατώ
με την στυφάδα που’ χουν τα όνειρα
με τις σαχλές πυτζάμες μου
άχου να γκρεμιστώ σωστά
σ’ ένα σωστό ξημέρωμα
μπας και φωνάξω αληθινά κι εγώ
Αγχειβατείν – Pallasck
Τ’ αστροκαμμένο Φάντασμα
που τέλεια μ’ ενσαρκώνει


πηγή αναδημοσίευσης

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Σονέτο 66 του Σαίξπηρ, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα


Σονέτο 66
σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα/Βούλας Δαμιανάκου*




 

M'  όλα αυτά απόκαμα, ζητάω ν' αναπαυτώ στο μνήμα:
να βλέπω, λέω, την αρετή ζητιάνα γεννημένη
το κούφιο Τίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα,
την πίστη την αγνότερη χυδαία απαρνημένη,


 
 
την τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραρριγμένη,
την χάρη την παρθενικήν ωμά ξεπορνεμένη,
την τέλεια Ωραιότητα κακά εξευτελισμένη,
την Αξίαν από ανάπηρην κυβέρνια αχρηστεμένη,




 
την Τέχνη από την κρατική εξουσία γλωσσοδεμένη,
την Γνώση από τη σχολαστική Μωρία περιορισμένη,
την πιο απλήν Αλήθεια ηλίθια παρονομασμένη,
την Καλοσύνη στην κυρα-Κακία υποταγμένη.



*Σονέτο 66 - του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, εκδόσεις Επικαιρότητα

   Σε τούτη την ερωτική ποίηση τόσο ανυμνείται και εξιδανικεύεται ο Έρωτας από την ποιότητα που του δίνει ο ποιητής ανυψώνοντάς τον σε ανώτατη μορφή αγάπης, ολότελα ανιδιοτελή, χωρίς όρους και ανταλλάγματα. Τόσο πανανθρώπινη, θα λέγαμε παγκόσμια, πνευματικότητα παίρνει εδώ, που φαίνεται καθαρή η λατρεία του ωραίου ως υπέρτατης αξίας ζωής.
Σονέτο 97 Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα· πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη, πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα. Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι, μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του, που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει, σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου. Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα· το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα. Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα, κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα. Πηγή: www.lifo.gr

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Η νύχτα που απαγάγαμε τον Ζακ Πρεβέρ, Θωμάς Τσαλαπάτης




Η νύχτα που απαγάγαμε τον Ζακ Πρεβέρ
στο Γιάννη Στίγκα

Ήταν η νύχτα όμορφη και απαλή,
με λίγα σύννεφα και με πολλή βροχή.
Ήταν η νύχτα όμορφη,
με λίγη ησυχία και με πολλή σιωπή.
Ήταν η νύχτα που απαγάγαμε τον Ζακ Πρεβέρ.
Ένα σχέδιο έξυπνο και καλοκουρδισμένο. Επιμονή στην ακρίβεια και ο αιφνιδιασμός εξασφαλισμένος.
Μια εύκολη δουλειά για κάθε αναγνώστη.
Έτσι κι έγινε.
Τον αρπάξαμε στη στροφή του νυχτωμένου δρόμου.
Φιμωμένο τον φορτώσαμε στο πορτμπαγκάζ.
Τον πήγαμε στο παλιό, έρημο ελαιοτριβείο.
Και ύστερα μείναμε μόνοι μας.
—Γιατί με απήγαγες;
—Δεν ξέρω.
(σιωπή)
—Ζακ Πρεβέρ, τι γνώμη έχεις για τις ανθρώπινες σχέσεις;
—Ααα, δύσκολο πράγμα πολύ οι ανθρώπινες σχέσεις…
(ησυχία)
— Ζακ Πρεβέρ, πες μου ένα τραγούδι
—Έχω χρόνια να τραγουδήσω…
(σιωπή)
—Περνάνε οι μέρες, δεν θα ζητήσεις λύτρα;
—Δεν το σκέφτηκα…
(ησυχία)
— Μα πρέπει, να ζητήσεις λύτρα, αλλιώς ποιο το νόημα να μ’ απαγάγεις;
—Από ποιον να ζητήσω λύτρα, είσαι χρόνια τώρα νεκρός…
(σιωπή)
—Από τον εκδότη μου;
—Χμμ
—Από την ιστορία της λογοτεχνίας;
—Χμμ
Ζακ Πρεβερ, έχω γράψει ένα ποίημα. Θες να το δεις;
—Μ’ ακούς;
—Μ’ ακούς;
(Σιωπή)
(ησυχία)
(σιωπή)
Και έτσι καθόμαστε,
αντικριστά σε δυο καρέκλες,
χρόνια τώρα, αμήχανα,
με τον καιρό να στάζει ανάμεσά μας
προσπαθώντας να αποφύγουμε
ο ένας το βλέμμα του άλλου.


Θωμάς Τσαλαπάτης, «Το Ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ», εκδ. Εκάτη, 2011

http://tsalapatis.blogspot.com/

πηγή 

Το Ποίημα της Εβδομάδας: Παραλληλισμοί, Νίκος Καββαδίας (1910-1975)


Παραλληλισμοί - Νίκος Καββαδίας

 

Τρία πράματα στὸν κόσμο αὐτό, πολὺ νὰ μοιάζουν εἶδα.
Τὰ ὁλόλευκα μὰ πένθιμα σχολεῖα τῶν Δυτικῶν,
τῶν φορτηγῶν οἱ βρώμικες σκοτεινιασμένες πλῶρες
καὶ οἱ κατοικίες τῶν κοινῶν, χαμένων γυναικών.

Ἔχουνε μία παράξενη συγγένεια καὶ τὰ τρία
παρ᾿ ὅλη τὴ μεγάλη τους στὸ βάθος διαφορά,
μὰ μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατὶ τοὺς λείπει
ἡ κίνηση, ἡ ἄνεση τοῦ χώρου καὶ ἡ χαρά.


πηγή

 

Προμετωπίδα
Γιάννη Τσαρούχη

 

[βιβλίο] Χάρολντ Πίντερ, Τέφρα και σκιά


Τέφρα και σκιά

9,00€


Συγγραφέας: Pinter, Harold
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 170
ISBN: 960-03-2787-4

Eντούτοις, σε κανένα άλλο έργο του Πίντερ δεν συναντά κανείς τόσο έντονα αυτή τη σύζευξη ανάμεσα στις προσωπικές μνήμες και το συλλογικό ασυνείδητο, τη σύμπλευση των βιωμάτων της παγκόσμιας ιστορίας με τον προσωπικό μικρόκοσμο των χαρακτήρων, όσο στο πρόσφατο έργο του Tέφρα και Σκιά (Ashes to Ashes, 1996). Eνώ από υφολογική άποψη το έργο φαίνεται να αναδύεται μέσα από τον ίδιο νοσταλγικό, ατμοσφαιρικό κόσμο όπως το Tοπίο, η Σιωπή και οι Παλιοί καιροί, στην πραγματικότητα παραπέμπει σε άλλα, πολύ πιο προκλητικά και εφιαλτικά, επικίνδυνα και άρα σιωπηρώς απαγορευμένα τοπία, για τα οποία επιτάσσει στους θεατές όχι μόνο αναγνώριση αλλά και αποδοχή συνενοχής και συνέργειας. Xωρίς να αρνηθεί το γεγονός ότι οι έμμονες εικόνες βίας μέσα στο έργο συνδέονται άμεσα με τη ναζιστική Γερμανία, ο Πίντερ τονίζει ότι το έργο έχει ευρύτερη σχέση με όλα τα πολιτικά εγκλήματα της εποχής μας, που πολλές φορές γίνονται εν ονόματι της δημοκρατίας, μιας λέξης που αρχίζει να βρομάει", και με τη σιωπηρή συναίνεση, την ένοχη απάθεια των ελεύθερων πολιτών αυτών των δημοκρατιών: "Στο Tέφρα και Σκιά δεν αναφέρομαι μόνο στους ναζί: μιλάω για μας και τις αντιλήψεις μας για το παρελθόν και την ιστορία μας, και για το πώς μας επηρεάζουν σήμερα".

Εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση: «Εργατική Βοήθεια και Κοινωνική Αλληλεγγύη»




Εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση:
«Εργατική Βοήθεια και Κοινωνική Αλληλεγγύη»

Όταν τα θραύσματα της ιστορίας
συγκροτούν την συλλογική μας μνήμη

Εισηγήσεις:

Β. Καραμανωλάκης (Ιστορικός)
Κ. Ευθυμίου (Συγγραφέας)
Αυτόνομο Στέκι

Παρασκευή 16 Γενάρη, στις 20.30
στο Αυτόνομο Στέκι Ζ. Πηγής 95-97 & Ισαύρων

Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Ποιητική συλλογή: “Καθαρά σεντόνια”

Ποιητική συλλογή: “Καθαρά σεντόνια”
γράφει ο Κυριάκος Μπάνος



Μελαγχολικός και εσωστρεφής παρουσιάζεται στην πρώτη του ποιητική συλλογή που ήρθε λίγο πριν το τέλος του 2014 με τίτλο “Καθαρά Σεντόνια” ο Σύντροφος Ανδρέας Κολλιαράκης.
Προσπαθώντας να κρατήσει μια πιο λυρική διάθεση, πιο απομακρυσμένη από την στιχουργική του δουλειά, βαθύτερη σε συναίσθημα και πιο περιγραφική, ο Κολλιαράκης πάνω στα καθαρά σεντόνια ξερνάει “θλίψη και οργή”.
 
Κι' όμως μέσα από το “πένθος που δεν έζησε ποτέ”, τους αποτυχημένους έρωτες και την απόρριψη, γεννιέται η Άνοιξη, μέσα από ένα εφηβικό χαμόγελο, απ'το χαμόγελο σε ένα καθρέφτη, ανατέλλει ο ήλιος. Για όλους, για μετανάστες, για αποτυχημένους, για ποιητές. “Εδώ στη γη είναι όλα”, αναφέρει σε ένα στίχο του από την συλλογή που μπορεί κάποιος να την βρει και στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
 
 

Κινηματογράφος: “Χειμερία Νάρκη” του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϋλάν


Η «Χειμερία Νάρκη» του τούρκου σκηνοθέτη Νουρί Μπιλγκέ Τσεϋλάν, που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα καλύτερης ταινίας και το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Fipresci στο 67ο Φεστιβάλ των Καννών πέρσι, είναι και η επίσημη πρόταση της Τουρκίας για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 2015. Στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο, ενώ στις αίθουσες βγαίνει στις 5 Φεβρουαρίου.
O Τσεϋλάν («To Χωριό», «Tα Σύννεφα του Μάη», «Μακριά», «Κλίματα αγάπης», «Οι Τρεις Πίθηκοι», «Κάποτε στην Ανατολία») στην τελευταία του αυτή μπεργκμανικού ύφους ταινία, περιγράφει με κέντρο τον πρωταγωνιστή της, την κατάρρευση εκ των έσω του εύθραυστου οικογενειακού του οικοδομήματος, με φόντο το γενικότερο κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο της σημερινής Τουρκίας. Και μάλιστα της περιφέρειάς της.
 
Παρόλα αυτά δεν υπάρχει λόγος να τρελαίνεστε. Ίσως μόνο για την διάρκειά της που είναι μεγάλη.
 
Γιατί σε απλή γλώσσα, η ταινία είναι ένα αριστούργημα. Ο Τσεϋλάν καταφέρνει μέσα στο πανέμορφο περιβάλλον της χειμωνιάτικης Καππαδοκίας, χωρίς να κρύβει τις ασχήμιες και την φτώχεια, με την βοήθεια και της καταπληκτικής φωτογραφίας της ταινίας, να δημιουργήσει τον καμβά μέσα στο οποίο εξελίσσεται η δράση των προσώπων. Πολιτική ως το κόκκαλο, η ταινία φαινομενικά καταπιάνεται με τον χαρακτήρα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του διανοούμενου πρωταγωνιστή της, της οικογένειάς του και του κοινωνικού του περίγυρου. Από τα 80 εκατ. του πληθυσμού της γειτονικής χώρας και από τα 800 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα της έκτασής της, ο Τσεϋλάν επιλέγει αυτούς, εκεί, για να μιλήσει για θέματα που δεν είναι τελικά καθόλου «εξωτικά», ούτε αφορούν λίγους. Το αντίθετο μάλιστα.
 
Μέσα από την παρακολούθηση της ζωής του πλούσιου συνταξιούχου ηθοποιού Αϊντίν -ιδιοκτήτη πλέον, του boutique ξενοδοχείου «Othello» στην Καππαδοκία- των σχέσεών του με την γυναίκα του Νιχάλ, την χωρισμένη αδελφή του Νετζλά, το προσωπικό του ξενοδοχείου και την οικογένεια του αγοριού από το χωριό που διάγει βίο λιτό μες την καταραμένη φτώχεια της, ξεδιπλώνεται μέσα σε τρεις ώρες μπροστά μας, όλη η «ομορφιά» ενός κόσμου εκσυγχρονιστικά πλασμένου. Δομημένη με μια αλληλουχία θεατρικά σκηνοθετημένων σκηνών, όπου κυριαρχούν οι διάλογοι μεταξύ δύο συνήθως εκ των πρωταγωνιστών, η ταινία εμβαθύνει στους χαρακτήρες, στις μεταξύ τους σχέσεις και εξαρτήσεις, στις παραδοχές τους, στην εικόνα που οι ίδιοι καλλιεργούνε προς τα έξω, σύμφωνη με τις κοινωνικές επιταγές, ή με την εικόνα που οι ίδιοι θέλουν να πλασάρουν στους άλλους για τον εαυτό τους. Εικόνα όμως που για κανέναν δεν μπορεί να είναι διαφορετική -όσο κι αν οι ίδιοι φιλότιμα το επιδιώκουν- από αυτή που ορίζει η ταξική τους θέση. Θέση που υπαγορεύει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές και ενέργειές τους –καθημερινές η μη- αλλά που σε καμία περίπτωση δεν αφαιρεί –αν βέβαια το θελήσουν- το δικαίωμα επαναστατικών επιλογών.
 
Γιατί όπως και να το βαφτίζεις ως διαδικασία, η πραγματικότητα είναι πως μέσα στα φτωχά υπόσκαφα σπίτια της Καππαδοκίας το μάγμα βράζει. Κι ο πιτσιρικάς, που κατανοεί βιωματικά τους ρόλους των μεγάλων στην μικρή κοινωνία του χωριού του στην άκρη της στέπας, πετάει την πέτρα βρίσκοντας στόχο και αποκαλύπτοντας έτσι, πως ο βασιλιάς εν τέλει είναι γυμνός...
 
Πάνος Κατσαχνιάς
 
 

Γιατί να διαβάσουμε: Αντόνιο Γκράμσι



Γιατί να διαβάσουμε: Αντόνιο Γκράμσι
γράφει ο  Νεκτάριος Δαργάκης




Μερικές φορές αυτά που γράφουν ή λένε για σένα οι ταξικοί αντίπαλοί σου, αποδεικνύουν την αξία σου. Στη δίκη του Αντόνιο Γκράμσι ο φασίστας εισαγγελέας ανακοινώνοντας την φυλάκισή του δήλωσε: «πρέπει να εμποδίσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να λειτουργεί για 20 χρόνια». 
Το βιβλίο των Κρις Μπάμπερι και Κρις Χάρμαν για τον Ιταλό επαναστάτη δίνει μια περιεκτική σύνοψη της δράσης του, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για να προσεγγίσει κανείς πρώτη φορά τις ιδέες του.
 
Ο Αντόνιο Γκράμσι γεννήθηκε το 1891 στην Σαρδηνία και σίγουρα επηρεάστηκε βαθιά από την καταγωγή του σε πολλά επίπεδα. Η Ιταλία είχε ενοποιηθεί 30 χρόνια πριν την γέννησή του και ο Νότος της χώρας ήταν ο μεγάλος χαμένος της υπόθεσης καθώς επικρατούσε φτώχεια και αγραμματοσύνη, όπως και απέχθεια για τον πλούσιο Βορρά. 
 
Ο Γκράμσι ήταν τυχερός αφού κέρδισε μια υποτροφία για σπουδές στο Τορίνο. Έφτασε στην πόλη το 1911 κουβαλώντας το μίσος γενικά για τον Βορρά, εκεί όμως έμελλε να αλλάξει γνώμη. Το Τορίνο, μια ταχύτατα τότε εκβιομηχανιζόμενη πόλη, είχε μία από τις πιο μαχητικές εργατικές τάξεις στον κόσμο. Το συγκρότημα εργοστασίων της FIAT δέσποζε και το 20% των 400 χιλιάδων κατοίκων ήταν βιομηχανικοί εργάτες. 
 
Το 1911 και το 1912 οι μεταλλεργάτες του Τορίνο απέργησαν για 75 και 93 μέρες αντίστοιχα και για πρώτη φορά συγκροτήθηκαν οι «εσωτερικές επιτροπές» στα εργοστάσια, για την καλύτερη οργάνωση των εργατών. 
Στην κεντρική πολιτική σκηνή, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) στήριζε τον Τζιοβάνι Τζιολίτι, έναν πολιτικό που ακροβατούσε ανάμεσα σε αντίπαλα συμφέροντα, αλλά είχε κατορθώσει να είναι ο πρωθυπουργός δύο συνασπισμών κομμάτων στις δυο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
 
Όταν όμως ο Τζιολίτι ξεκίνησε πόλεμο για να κάνει αποικία της Ιταλίας τη σημερινή Λιβύη, στο εσωτερικό του κόμματος ξέσπασαν αντιδράσεις. Ο Γκράμσι ένιωθε συμπάθεια για κάθε εξέγερση των αποικιών ενάντια στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και θεωρούσε το «ζήτημα του Νότου» πολύ σημαντικό. Οργανώθηκε στο PSI το 1913.
 
Ήδη, είχαν διαμορφωθεί δύο πτέρυγες. Η μία διακήρυττε το «μάξιμουμ» πρόγραμμα και μιλούσε για την επανάσταση, ενώ η άλλη μιλούσε για το «μίνιμουμ» πρόγραμμα, τις μεταρρυθμίσεις που μπορούσαν να γίνουν άμεσα. Δεν υπήρχε καμιά προσπάθεια να γεφυρωθούν οι μάχες του σήμερα με την στρατηγική της επανάστασης. 
 
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη των πραγμάτων σε όλο τον κόσμο. Για την Ιταλία ήταν μια μεγάλη δοκιμασία. Αρχικά, ήταν ουδέτερη, αλλά στη συνέχεια μπήκε στον πόλεμο με αποτέλεσμα η οργή απέναντι στην άρχουσα τάξη να θυμίζει την Ρωσία. Η Οκτωβριανή Επανάσταση προκάλεσε ντόμινο επαναστάσεων σε πολλές χώρες. Η Ιταλία θα γνώριζε την «κόκκινη διετία» με τις καταλήψεις εργοστασίων, το 1919 και το 1920. 
 
Ο Γκράμσι και η ομάδα του γύρω από το περιοδικό Ordine Nuovo (Νέα Τάξη) έγιναν η ψυχή των εργοστασιακών συμβουλίων που ξεπήδησαν σε κάθε εργοστάσιο. Ο ίδιος γράφει «οι εργάτες αγάπησαν το L’ Ordine Nuovo (αυτό μπορούμε να το δηλώσουμε με εσωτερική ικανοποίηση) και γιατί το αγάπησαν; Γιατί στα άρθρα του ανακάλυπταν ξανά ένα κομμάτι, το καλύτερο, των ίδιων».
 
 
 

Εργοστασιακά συμβούλια

 

 

Το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων δεν κατάφερε να αναπτυχθεί έξω από το Τορίνο, όπως και η ομάδα του Γκράμσι. Αυτό που έλειπε ήταν ένα επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα που θα οδηγούσε την εργατική τάξη προς την επανάσταση. 
 
Η ήττα της «κόκκινης διετίας» έδωσε τη δυνατότητα στους φασίστες του Μουσολίνι να αναπτυχθούν. 
Εν τω μεταξύ, η αριστερή πτέρυγα του PSI έφυγε από το κόμμα για να φτιάξει το Κομμουνιστικό Κόμμα με ηγέτη τον Αμαντέο Μπορντίγκα. Όμως, από την πρώτη στιγμή το κόμμα βρέθηκε απομονωμένο εξαιτίας της σεχταριστικής ηγεσίας του. Υποτίμησε τον κίνδυνο του φασισμού, δεν στήριξε το κίνημα των Arditti del Popolo που επιχείρησαν να σταματήσουν τους φασίστες και το 1922 ο Μουσολίνι πήρε την εξουσία. 
 
Ο Γκράμσι διαφωνούσε με τις επιλογές της ηγεσίας Μπορντίγκα. Δεν έθεσε όμως ανοιχτά την διαφωνία του επιλέγοντας να δουλέψει για την Τρίτη Διεθνή στη Μόσχα ως αντιπρόσωπος του Ιταλικού ΚΚ. 
 
Αργότερα επέστρεψε στην Ιταλία για να κερδίσει το κόμμα μακριά από την σεχταριστική πολιτική. Από το 1924 έως το 1926 καταφέρνει να επανεξοπλίσει το κόμμα ιδεολογικά και να το μετατρέψει σε μια μαζική δύναμη. Το 1926 γράφει τις «Θέσεις της Λυών» για το συνέδριο του κόμματος που έγινε στην πόλη της Γαλλίας εξαιτίας του καθεστώτος Μουσολίνι στην Ιταλία. Είναι το πιο ώριμο κείμενο του Γκράμσι, ένα πραγματικό μανιφέστο για την ανάγκη του επαναστατικού κόμματος (κυκλοφορεί στα ελληνικά η έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου). 
 
Παρόλο που το καθεστώς γνώρισε μια πρόσκαιρη κρίση μετά τη δολοφονία ενός ρεφορμιστή πολιτικού (του Ματεότι), το κίνημα δεν κατάφερε να το ανατρέψει με αποτέλεσμα ο Μουσολίνι να πάρει ανάσα, να ανασυνταχτεί και να επιβάλλει την φασιστική δικτατορία του. 
 
Από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να συλλάβει τον Γκράμσι, να τον φυλακίσει αποκόβοντάς τον από το κόμμα του και την εργατική τάξη με αποτέλεσμα να πεθάνει το 1937 μετά την ολοκληρωτική κατάρρευση της –έτσι κι αλλιώς αδύναμης- υγείας του.
 
Ο Γκράμσι ακόμα και στη φυλακή δεν σταμάτησε να γράφει. Από το 1929 μέχρι το 1935 γράφει τα «Τετράδια της Φυλακής», κείμενα που περνούσαν από λογοκρισία και στα οποία δεν έπρεπε να χρησιμοποιεί μαρξιστικούς όρους. Ταυτόχρονα, δεν είχε στην διάθεση του κανένα από τα κλασσικά κείμενα του Μαρξισμού, αλλά χρειαζόταν να τα ανακαλεί από μνήμης. 
 
Παρόλες τις τεράστιες δυσκολίες, ο Γκράμσι δεν έχασε ποτέ από τα μάτια του τον στρατηγικό στόχο της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από την σοσιαλιστική επανάσταση. Είναι ο επαναστάτης που ασχολήθηκε όσο κανείς άλλος με το ζήτημα πως θα γίνει η επανάσταση στη Δύση πατώντας πάνω στην εμπειρία της νικηφόρας Ρώσικης Επανάστασης. Η τοποθέτησή του για την φύση του κράτους στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύτιμη και η ανάλυση του για την «αντιφατική συνείδηση» που υπάρχει στα μυαλά των εργατών και πως μπορούν να κερδηθούν στις επαναστατικές ιδέες με την παρέμβαση του επαναστατικού κόμματος, είναι μοναδική. 
 
Το δεύτερο κομμάτι του βιβλίου που είναι γραμμένο από τον Κρις Χάρμαν απαντάει σε όλες τις διαστρεβλώσεις που έχουν υποστεί οι ιδέες του Γκράμσι είτε από τον σταλινισμό είτε από τον ευρωκομμουνισμό. Είναι ένα πολύτιμο κείμενο καθώς, χωρίς να ωραιοποιεί τα λάθη του Γκράμσι, αποδεικνύει ότι ποτέ δεν στήριξε ούτε τη σταλινική αντεπανάσταση, ούτε άλλαξε την άποψή του για την ανάγκη της εργατικής επανάστασης.