Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Η πολιτική δολοφονία του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι



Η πολιτική δολοφονία του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι
γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης






Ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε. Δεν δολοφονήθηκε, θα σχολιάσει ο καλοπροαίρετος αναγνώστης. Και ασφαλώς έτσι έγινε. Ήταν εκείνο το τραγικό απόγευμα της 14ης Απριλίου 1930 όταν ο Μαγιακόφσκι αυτοπυροβολήθηκε, πηγαίνοντας να βρει τους αδικοχαμένους υμνωδούς της ανθρώπινης μοίρας και του κοινωνικού κατατρεγμού, όπως τον Βαν Γκογκ και τον Κώστα Καρυωτάκη. Ήταν 37 χρονών. Στο ημιτελές σημείωμα της αυτοκτονίας του σημείωνε: 


«Σε όλους.

Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λίλυα αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λίλυα Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ’ ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.
Όπως λένε “Το επεισόδιο έληξε”.
Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών;
Να ‘στε ευτυχισμένοι».


Αλλά γιατί αυτοκτόνησε; Τι είναι αυτό που οδήγησε στο να αφαιρέσει τη ζωή του, αυτός ο ενθερμότερος υπερασπιστής της Επανάστασης; Μέχρι σήμερα οι επικρατούσες ερμηνείες προσπαθούν να μας παρουσιάσουν μια ψυχολογική και λιγάκι ρομαντική εξήγηση γύρω από τα αίτια της αυτοκτονίας του ποιητή. Αυτή η προσπάθεια ξεκίνησε από την επόμενη μέρα της αυτοκτονίας του ποιητή. Συγκεκριμένα, η Πράβδα δημοσίευσε σχετική νεκρολογία του Ντεμιάν Μπιέντνι (σελίδα 5) και δίπλα, σε ειδικό πλαίσιο, σημείωμα της σύνταξης που ανέφερε ότι η αυτοκτονία του ποιητή δεν είχε καμιά σχέση με κοινωνικά ή καλλιτεχνικά ζητήματα, άλλα ήταν απόρροια προσωπικών προβλημάτων του ποιητή. Κι όμως το ίδιο το γράμμα του ποιητή φανερώνει την πραγματική αιτία της αυτοκτονίας του αλλά και γιατί δεν έκθεσε με λεπτομέρειες τις δυνάμεις που τον οδηγησαν σε αυτή την τραγική πράξη, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα να ανθίσουν οπι διάφορες θεωρείες.

Η ουσία όλων κρύβεται στις τελευταίες φράσεις της επιστολής, «Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών; Να ‘στε ευτυχισμένοι».  Όλα τα άλλα είναι περιττά, νομίζω.


 
Αυτός ο στείρος διαχωρισμός, ότι τα προσωπικά προβλήματα του ποιητή είναι αξεχώριστα και διαφορετικά από ότι συνέβαινε σε πολιτικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο, είναι η πρώτη επίσημη εμφάνιση της άποψης ή μάλλον της έντεχνης προώθησης της άποψης, ότι ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε για λόγους ψυχολογικούς. Ακόμα και σήμερα σε ανάλογες ή παρόμοιες περιπτώσεις πάντα η εξήγηση που παρουσιάζεται είναι ψυχολογική και όχι κοινωνική. Είναι όμως διαφορετικό να δίνεται αυτή η εξήγηση σήμερα, από τα καπιταλιστικά Μέσα Ενημέρωσης για να παραπλανήσουν τη συνείδηση των εργαζομένων και άλλο να δίνεται αυτή η ερμηνεία από τα επίσημα δημοσιογραφικά όργανα της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι σε ένα ποιητή που πάλεψε όσο λίγοι για την απελευθέρωση του προλεταριάτου. Τολμώ να πω, πως αυτή η απόψη δεν ήταν απλά ιδεαλιστική αλλά ότι συνιστούσε και μια σοβαρή, αστική παρέκκλιση για εκείνη την εποχή.

Όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Όπως παραθέτει κι ο αείμνηστος Παναγιώτης Βήχος σε σχετικό αφιέρωμα, μέσα σε δέκα ώρες οι υπηρεσίες και οι φορείς του σοβιετικού κράτους είχαν βρει και ερμηνεύσει την πραγματικότητα πίσω από τον θάνατο του ποιητή. 

Σε κοινή έκδοση της Κομσομόλσκαγια Πράβντα (όργανο της κομμουνιστικής νεολαίας) και της Λιτερατούρναγια Γκαζέττα στις 17 Απρίλη 1930, ο Μαγιακόφσκι χαρακτηρίζεται σαν «ο μεγαλύτερος ποιητής του καιρού μας» (σύνταξη), «ο μεγαλύτερος επαναστάτης ποιητής μιας μεγάλης εποχής» (Γεωργιανοί συγγραφείς), «ο μεγαλύτερος ποιητής της επανάστασης» (προεδρείο της Κομμουνιστικής Ακαδημίας), «κήρυκας της επανάστασης» (Πανσοβιετική  εταιρία  αγροτών συγγραφέων), κλπ. Ο Μπέλα Κούν, σε σύντομο σημείωμα του, κατακρίνει τον Μαγιακόφσκι για την «κουτή και δειλή» πράξη της αυτοκτονίας, άλλα και αυτός τον ανακηρύσσει σαν τον «μεγαλύτερο επαναστάτη ποιητή όχι μόνο της Σοβιετικής Ένωσης, άλλα σε διεθνή κλίμακα».

Αλλά από την Κυβέρνηση καθώς και από την Ρωσική Ένωση Προλεταριακών Συγγραφέων (ΡΑΠΠ) ούτε ένα συλληπητήριο τηλεγράφημα ή μήνυμα δεν στάλθηκε, ούτε καμία αντιπροσωπεία παραβρέθηκε στην κηδεία του. Αυτή η ηχηρή απουσία τόσων σημαντικών φορέων δεν μπορεί να εξηγηθεί κάτω από το πρίσμα της ψυχολογικής ερμηνείας της αυτοκτονίας του ποιητή! Σε αυτό το σημείο συνηγορεί και ότι στα επόμενα πέντε χρόνια, δεν τυπώθηκε ούτε ένα βιβλίο του Μαγιακόφσκι, δεν έγινε καμιά έκθεση γι’ αυτόν και δεν ανεβάστηκε κανένα έργο του. 

Η πιο καθαρή υποστήριξη ότι για λόγους ψυχολογικούς και όχι πολιτικούς αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι δόθηκε από τον Λουνατσάρσκι, τον τέως κομισάριο Παιδείας και Τεχνών.  Ένα χρόνο μετά, στην επέτειο της αυτοκτονίας, δημοσιεύει το μοναδικό άρθρο για τον ποιητή που εμφανίζεται στα χρόνια 1930-35. Το άρθρο που τιτλοφορείται,  «Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι» - νεωτεριστής», είχε δυο σκοπούς. Να «εξηγήσει» ή να «ερνημεύσει», αν θέλετε, την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι αλλά και να επιτεθεί στο άρθρο του Λέοντα Τρότσκι (δημοσιευμένο το Μάη του 1930, εμπεριέχεται στην ελληνική έκδοση του Λογοτεχνία και Επανάσταση) όπου αναφέρονται οι αντιφατικότητες της ζωής μετά την Επανάσταση και το σταλινικό εκφυλισμό της σαν τις αιτίες της αυτοκτονίας του ποιητή.
Ο Λουνατσάρσκι περιορίστηκε στο να παρουσιάσει μια πιο φανταστική, μεταφυσική και μυστικιστική ερμηνεία για την αυτοκτονία του ποιητή. Τον ποιητή τον σκότωσε, έγραψε, «ο δίδυμος του» ένας «άλλος» Μαγιακόφσκι, μικροαστός, το αντίθετο του μεγάλου επαναστάτη ποιητή...

Η βλάσφημη και απεγνωσμένη αυτή ερμηνεία, αντί να καλυτερέψει, χειροτέρεψε τα πράγματα, για την σταλινική γραφειοκρατία και κανένας δεν ξανααναφέρθηκε  σ’ αυτή. Οι τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις που βρήκαν μια τόσο απροκάλυπτη έκφραση στο έργο και τη ζωή του Μαγιακόφσκι και που βρίσκονταν σε μεγάλη όξυνση το 1931, αποκάλυπταν σε όλους τα αιτία της αυτοκτονίας του. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν επιθυμούσε να λάβει έκταση η εξουσία που είχε υποκαταστήσει  την εργατική εξουσία και δημοκρατία.

Βέβαια, σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο καλοπροαίρετος και ενημερωμένος αναγνώστης θα σχολιάσει ότι ο Μαγιακόφσκι στο τέλος, αναγνωρίστηκε ως ο «Ποιητή της Επανάστασης» που ήταν. Δεν θα διαφωνήσω σε αυτό. Όμως ήταν μια αναγνώριση κάθε άλλο από παρά θεμιτή. Ας μην ξεχνάμε το σχετικό σχόλιο του στενού του φίλου, Μπόρις Πάστερνακ, που δήλωσε ότι ο Στάλιν επέβαλλε με τη βία τον Μαγιακόφσκι


«όπως η πατάτα από την “Μεγάλη Αικατερίνη”. Αυτός ήταν ο δεύτερος θάνατος του. Γι’ αυτόν ο ποιητής δεν έφταιγε».


Τι να ήταν όμως αυτό που οδήγησε τον Στάλιν το 1934 να αναγνωρίσει τον Μαγιακόφσκι ως τον «Ποιητή της Επανάστασης» ενώ τα προηγούμενα χρόνια τον είχε εξεφανίσει, αν όχι το πολιτικό συμφέρον αλλά και η ανάγκη να υπάρξουν δημοφιλείς και αναγνωρισμένοι καλλιτέχνες για να είχαν τον πολύ σημαντικό ρόλο τον Προδρόμων του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού; Κι όμως, μόλις τον προηγούμενο χρόνο, στο συνέδριο σοβιετικών συγγραφέων που είχε ως στόχο του να επισημοποιήσει το δόγμα του «Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού», με εισηγητή τον Νικολάι Μπουχάριν, (διευθυντή τη Πραβδα στη δεκαετία του ’20 και οπαδό της Προλεταριακής Τέχνης), ο οποίος ανάφερε τους Μπιέντνι και Μαγιακόφσκι σαν ποιητές με «μεγάλη επιρροή στην ποίηση της χώρας μας», πλέκοντας το εγκώμιο του Μαγιακόφσκι χαρακτηριζοντάς τον ως τον  «τρομερό, καταπληκτικό ποιητή, τυμπανιστή της προλεταριακής επανάστασης», ο Στάλιν είχε εκφράσει την αντίθεση του.

Σχολιάζει σχετικά ο Παναγιώτης Βήχος: «Ο Στάλιν όμως δεν έχει πει ακόμα τίποτα για τον Μαγιακόφσκι. Έτσι δυο μέρες μετά από την εισήγηση του Μπουχάριν ένα από τα  τσιράκια του «μεγαλοφυή αρχηγού και δάσκαλου», ονόματι Α.Ι. Στέτσκι (διευθυντής του τμήματος πολιτισμού και Λενινιστικής προπαγάνδας της Κεντρικής Επιτροπής), αντικρούει τον Μπουχάριν και ανακοινώνει ότι καμιά απόφαση δεν έχει παρθεί για την αποδοχή του Μαγιακόφσκι σαν μοντέλου της σοβιετικής ποίησης. Δεν έχουμε κανένα μοντέλο, είπε ο Στέτσκι, παρά την καθοδηγητική γραμμή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Άλλα η «χειροτόνηση» του Μαγιακόφσκι γίνεται τον επόμενο χρόνο. Η Λίλι Μπρίκ, με την οποία ο ποιητής είχε μακρόχρονο δεσμό, γράφει το 1935 στον Στάλιν γράμμα – διαμαρτυρία για την εγκατάλειψη του Μαγιακόφσκι από το κράτος. Ο Στάλιν απαντά και χαρακτηρίζει τον Μαγιακόφσκι σαν «τον πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής εποχής». Αμέσως άρχισε η εκστρατεία «αγιοποίησης» του ποιητή. Άρθρα, βιβλία, περιοδικά, εμφανίζονται με σκοπό να επιβάλουν τον Μαγιακόφσκι σαν τον «ποιητή της επανάστασης», διαστρεβλώνοντας το έργο του και ιδιαίτερα την πάλη του, μέσω των ποιημάτων και θεατρικών του έργων, ενάντια στην γραφειοκρατία.»

Όλα αυτά που λες, καλά και άγια είναι, θα συνεχίσει ο καλοπροαίρετος, διαβασμένος και ελεύθερα σκεπτόμενος αναγνώστης, αλλά πολύ φοβάμαι ότι αναπαράγεις ένα συνομωτικό κλίμα τόσο γύρω από την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι, όσο και για τη νεαρή σοβιετική δημοκρατία. Σε αυτό το σημείο, δεν έχω παρά να απαντήσω, ότι δεν είναι δυνατό να περιορίζουμε την αυτοκτονία του ποιητή μόνο σε σχέση με τις ερμηνείες που έχουν δοθεί και όχι σε συνάρτηση με το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής. Αναφέρω σε προηγούμενες σειρές ότι η επιοστολή του Μαγιακόφσκι αρκεί για να εξηγήσει τις αιτίες της αυτοκτονίας του ποιητή και ιδιαίτερα οι τελευταίες γραμμές της. Αλήθεια, είναι. Γιατί τι άλλο να σημαίνει «Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα», από τη σύγκρουση με το ανερχόμενο λογοτεχνικό κατεστημένο στην Σοβιετική Ένωση, με τους απολογητές του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού και φυσικά, με την επίσημη πολιτική που ασκούσε η ηγεσία της χώρας; Και για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, η μάχη που έδωσε ο Μαγιακόφσκι δεν ήταν απλά ενάντια στην γραφειοκρατία αλλά ενάντια σε αυτή την πολιτική που άφηνε πίσω της τις κατακτήσεις του Οκτώβρη για χάρη του συμφέροντος της νέας ανερχόμενης τάξης που οικοδομούσε όχι μια σοσιαλιστική κοινωνία αλλά ένα καθεστώς κρατικού καπιταλισμού. Στα ποιήματα του είναι κάτι παραπάνω από φανερό αυτό. Δεν επικεντρώνεται μόνο στους εξωτερικούς τύπους της κοινωνικής διάβρωσης, στα καθοίκια, στους κόλακες ή στους γλείφτες, γράφοντας σατιρικούς στίχους και οδηγίες αξιοποίησης εκείνων των συνθηκών για να γίνει κάποιος αρεστός στον διευθυντή του αλλά αναδεικνύει και το συνολικό πρόβλημα. Τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (1929) και Το μπάνιο (1930) αποτελούν τα καλύτερα και αρτιότερα δείγματα αυτής της πρακτικής.

Και ποιά ήταν αυτή η πολιτική που πολέμησε ο Μαγιακόφσκι;


Γράφει χαρακτηριστικά ο Λέον Τρότσκι – και θα κλείσω με τα δικά του λόγια αυτή την παρέμβαση –  τόσο για την αυτοκτονία, δίνοντας μας παράλληλα και το κλίμα της εποχής, επιβεβαιώνοντας και τον τολμηρό τίτλο αυτού του άρθρου περί πολιτικής δολοφονίας του Μαγιακόφσκι κι όχι μιας απλής ψυχολογικής κατάρρευσης με αποτέλεσμα τον θάνατο. 


Γιατί ο Μαγιακόφσκι δολοφονήθηκε πολλές φορές έκτοτε, μέχρι και σήμερα τον δολοφονούν – ηθελημένα ή όχι, δεν έχει σημασία. Ναι, η αυτοκτονία του ήταν μια πολιτική δολοφονία και τόσο η αποσιώπηση των πραγματικών αιτιών αυτής της πράξης – χρόνια μετά που δεν υπάρχουν εκείνα τα πολιτικά συμφέροντα, όσο και η εξαφάνιση εκείνων των φωνών που διατύπωσαν μια άλλη αλήθεια αποτελεί ένα έγκλημα διαρκείας που κάποτε θα πρέπει να διερευνηθεί διεξοδικά. Αυτή η παρέμβαση δεν θέλησε, ούτε μπόρεσε να διελευκάνει το έγκλημα, ήταν πέρα και από τις δυνάμεις της, αλλά προσπάθησε τουλάχιστον να φωτίσει κάποιες στιγμές – βασισμένη σε μελέτες άλλων και σε όσα αντιλήφθηκα τα τελευταία χρόνια μέσα από τα προσωπικά μου διαβάσματα. Φυσικά, κάθε κριτική είναι καλοδεχούμενη.

«Η τωρινή επίσημη ιδεολογία στο θέμα της «προλεταριακής λογοτεχνίας» — ξαναβρίσκουμε στο λογοτεχνικό τομέα κείνο που βλέπουμε στον οικονομικό τομέα — είναι βασισμένη πάνω σε μιαν ολοκληρωτική έλλειψη κατανόησης των ρυθμών και των προθεσμιών της πολιτιστικής ωρίμανσης. Η πάλη για την «προλεταριακή κουλτούρα» — κάτι σαν την «ολοκληρωτική κολλεχτιβοποίηση» όλων των κατακτήσεων της ανθρωπότητας στα πλαίσια του πεντάχρονου πλάνου — είχε στις απαρχές της Οκτωβριανής Επανάστασης χαρακτήρα ουτοπικού ιδεαλισμού, και γι’ αυτό ίσα-ίσα συνάντησε την αντίσταση του Λένιν και του συντάκτη αυτών των γραμμών. Αυτά τα τελευταία χρόνια αυτή κατάντησε απλούστατα σύστημα γραφειοκρατικής διοίκησης — και καταστροφής — της τέχνης. Αποτυχημένοι της αστικής λογοτεχνίας στο είδος του Σεραφίμοβιτς, του Γκλάντκοβ και Σία, ανακηρύχτηκαν κλασικοί της ψευτοπρολεταριακής λογοτεχνίας. Μια ευλύγιστη μηδαμινότητα όπως ο ’βερμπαχ βαφτίστηκε Μπιελίνσκι της …«προλεταριακής»(!) λογοτεχνίας! Η υψηλή διεύθυνση των καλών γραμμάτων βρίσκεται στα χέρια του Μόλοτοβ, ζωντανής άρνησης κάθε δημιουργικού πνεύματος μέσα στην ανθρώπινη φύση. Και το χειρότερο είναι ότι βοηθός του Μόλοτοβ είναι ο Γκούσεβ, καλλιτέχνης σε πολλούς και διάφορους τομείς εκτός από την τέχνη. Η εκλογή είναι ολότελα κατ’ εικόνα του γραφειοκρατικού εκφυλισμού στις επίσημες σφαίρες της επανάστασης. Ο Μόλοτοβ και ο Γκούσεβ απλώσανε πάνω στα καλά γράμματα μια λογοτεχνία παραμορφωμένη, πορνογραφική, «επαναστατών» αυλοκολάκων, έργο ενός περιληπτικού ανώνυμου. Οι καλύτεροι εκπρόσωποι της προλεταριακής νεολαίας, που ο προορισμός τους είναι να προετοιμάσουνε τις βάσεις μιας καινούργιας λογοτεχνίας και μιας καινούργιας κουλτούρας παραδόθηκαν στις διαταγές ανθρώπων που μετατρέψανε σε κριτήριο της πραγματικότητας την ίδια τους την έλλειψη κουλτούρας.

Ναι, ο Μαγιακόβσκι είναι ο πιο αρρενωπός και πιο θαρραλέος απ’ όλους εκείνους που, ανήκοντας στην τελευταία γενιά της παλιάς ρωσικής λογοτεχνίας και μη έχοντας ακόμα αναγνωριστεί απ’ αυτήν, ζήτησαν να δημιουργήσουν δεσμούς με την Επανάσταση. Ναι, ύφανε δεσμούς άπειρα πιο πολύπλοκους απ’ όλους τους άλλους συγγραφείς. Ένας βαθύς σπαραγμός παράμενε μέσα του. Στις αντιφάσεις που περικλείει η Επανάσταση, ολοένα και πιο οδυνηρές για την τέχνη που αναζητάει βελτιωμένες μορφές, ήρθε να προστεθεί τα τελευταία τούτα χρόνια το αίσθημα της παρακμής όπου την κατάντησαν οι επίγονοι. Πρόθυμος να υπηρετήσει την «εποχή» του με τα πιο ταπεινά καθημερινά έργα, ο Μαγιακόβσκι δε μπορούσε να αποστραφεί την ψευτο-επαναστατική ρουτίνα. Ήταν ανίκανος να ‘χει πλήρη συνείδηση γι’ αυτό στο θεωρητικό πεδίο και, κατά συνέπεια, να βρει το δρόμο για να την υπερνικήσει. Λέει σωστά για τον εαυτό του πως «δεν είναι για παίνεμα». Για καιρό και ρωμαλέα αρνήθηκε να μπει στο διοικητικό κολχόζ της υποτιθέμενης «προλεταριακής» λογοτεχνίας του ’βερμπαχ. Επιχείρησε να ιδρύσει, κάτω από τη σημαία του Λέφ, το τάγμα των φλογερών σταυροφόρων της προλεταριακής επανάστασης: να την υπηρετήσει με πλήρη συνείδηση και όχι κάτω από την απειλή. Το Λέφ δεν είχε φυσικά τη δύναμη να επιβάλει το ρυθμό του στα Εκατοπενήντα Εκατομμύρια: η δυναμική των πλημμυρίδων και αμπώτιδων της επανάστασης ήτανε παρά πολύ βαριά, παρά πολύ βαθιά. Το Γενάρη αυτού του χρόνου, ο Μαγιακόβσκι, νικημένος από τη λογική της κατάστασης, έκανε μια μεγάλη προσπάθεια πάνω στον εαυτό του για να προσχωρήσει τελικά στη Σοβιετική ένωση των προλεταριακών ποιητών (VAPP), δυο – τρεις μήνες προτού σκοτωθεί. Αυτή η προσχώρηση δεν του πρόσφερε τίποτα, του πήρε αντίθετα κάτι. Σαν καθάρισε τους λογαριασμούς του τόσο στο προσωπικό πεδίο όσο και στο δημόσιο και βούλιαξε τη «βάρκα» του, οι εκπρόσωποι της γραφειοκρατικής λογοτεχνίας, «κείνοι που είναι για παίνεμα», ξεφώνισαν: «ασύλληπτο, ακατανόητο», δείχνοντας μ’ αυτό πως δεν είχαν περισσότερο καταλάβει το μεγάλο ποιητή Μαγιακόβσκι απ’ ότι τις αντιφάσεις της εποχής.»



πηγές:

α)  Ο Λ. Τρότσκι για την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι, Mauroflight
β)   Για το Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι, Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Τρότσκι-Γκράμσι κ.α (άρθρα & βιβλία)
γ)   Σαν σήμερα το 193 ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε, σαν σήμερα
δ) Βικιπαιδεία
ε) Γιώργος Κεντρωτής, Φυσώντας των σπονδύλων μου το φλάουτο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου