ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ
Στον Μάνο Τσιλιμίδη
Κατέβασες τον Sirio, μιά ευθεία να σου δώσει
και μιά του Ταύρου ο Aldebaran, που είσαι να σου πει
μα ήταν ορίζοντας θολός, έτοιμος να προδώσει
και λάθεψε την θέση, σου επάνω στο χαρτί.
Μισοσβυσμένος και θαμπός, του εξάντα ο βερνιέρος
ήθελε μάτι αέτινο, καλά να διαβαστεί
μα εσύ διπλά τον έβλεπες, αλκοολικός και γέρος
και μιά βλαστήμια άφησες, χυδαία ν’ ακουστεί.
Και όταν «τοπ» εφώναξες, χρόνο να σου κρατήσει
ο δόκιμος πρωτόμπαρκος, δίστασε πριν να δει
το γέρικο χρονόμετρο, πως είχε σταματήσει
τους δείκτες δεν μουβάριζε, του χρόνου η φυλακή.
Ήταν το στίγμα το στερνό, παιζόταν ένα δράμα
το τελευταίο μάθημα, μιάς άχαρης ζωής
και με την πίκρα έφυγες. Πως ξέχασες το σφάλμα
εκείνης που σε πρόδωσε, επρόκαμες να πεις.
ΤΡΟΠΙΚΟ ΔΑΚΡΥ
Στον Μάνο Ελευθερίου
Η μέρα φεύγει ροδοκίτρινη, κάπου στους Τροπικούς,
μουντό το σούρουπο πατά Καρκίνων παραλλήλους,
η σκέψη κουβεντιάζει με δυο τύπους γελαστούς
σαν απ’ αυτούς που η καρδιά ληξιαρχεί ως φίλους.
Καθώς τους γνέφω να κοιτάξουν προς τη ρότα του νοτιά,
δυο πελεκάνοι, χαμηλά, απά στο κύμα φτερουγίζουν,
και μου θυμίζουν του Αιγαίου τα γλαρόνια τα γοργά,
ποιος τάχα έφτιαξε Θεός τους νόστους που μ’ αγγίζουν;
Και κείνοι που δε γνώρισαν ποτέ κουσούρια ξενιτιάς
και Πηνελόπης υφαντό δεν κράτησε καρτερικά το χρόνο,
δεν ένιωσαν τη φλόγα επάνω τους μιας άσβεστης φωτιάς.
Πονάει ο μέτοικος ξύπνιος και στ’ όνειρο αυτός δακρύζει μόνο.
Η νύχτα έπεσε υγρή στου Κόλπου τους μεσημβρινούς.
Ο Πολικός αχνοφωτά αδύναμος του σύμπαντος μιαν άκρη,
και εγώ αθεράπευτα αφελής σκέπτομαι κάποιους τυχερούς
που δεν εκύλησε καυτό στην παρειά νοσταλγικά ‘να δάκρυ.
έγραψαν για τον Παναγή Αντωνόπουλο
Ο
Παναγής Αντωνόπουλος γεννήθηκε μια καλοκαιριάτικη διδυμική μέρα του
1940. Παιδί φτωχών προσφύγων από τις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας, μα μια
ψυχή ποτισμένη με θάλασσα, ένα πετσί παστωμένο μ’ αλάτι. Τελειώνοντας
το οκτατάξιο, τότε, γυμνάσιο, μπαρκάρει χωρίς καμία καθυστέρηση,
ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα, του παππού, του προπάππου, για να
αναλώσει μια ολόκληρη ζωή πάνω στο πάλκο της λαμαρίνας, έχοντας
συμπρωταγωνιστές θάλασσες, πελάγη, αγέρηδες, άπνοιες, σιδερικά, σχοινιά,
μουράβιες, χρώματα, αστέρια και αστερισμούς, εξάντες, χρονόμετρα,
πυξίδες, χάρτες, στο μεγάλο έργο που ανέβασε· «της ζωής του». Σήμερα
δηλώνει «Ναυτίλος εν απομαχία». [από το εξώφυλλο του βιβλίου «Το μπάρκο»
του ποιητή Παναγή Αντωνόπουλου]. Να επισημάνουμε το εξαιρετικό και
ιδιαίτερα πολύτιμο γλωσσάρι με το οποίο κλείνει το βιβλίο το οποίο
κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις «Κάκτος».
Γιώργος Πρίμπας
~
Ένας
άλλος Οδυσσέας, σαν ένας άλλος Καββαδίας, ένας μεγάλος καπετάνιος όχι
μόνο της θάλασσας αλλά και της ζωής. Ο Παναγής Αντωνόπουλος μεταφέρει
στο «Μπάρκο» τα ταξίδια που έκανε όλα του τα χρόνια στη θάλασσα.
Ιστορίες από λιμάνια άλλα, και από έρωτες μεγάλους – ξεχασμένους.
Ιστορίες που μένουν ανεξίτηλες στην μνήμη του.
Άκρως
ποιητικός. Άλλοτε ρομαντικός και άλλοτε νοσταλγικός. Διαβάζοντας
ποιήματα του Παναγή Αντωνόπουλου, αμέσως σου έρχεται στο μυαλό κάποιο
στιχάκι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ή του Καββαδία.
Μια ποιητική συλλογή ζωής, πνιγμένη στη θάλασσα με εικόνες – λέξεις – ταξίδια που μόνο ο κ. Αντωνόπουλος γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία τους. Ο αναγνώστης το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αφεθεί στα κύματα και να απολαύσει αυτό το υπέροχο ταξίδι στις φουρτούνες και τις λιακάδες της ζωής του.
Σημείωμα (του Τάσου Ρήτου)
πηγές:
1) Ποιείν
2) 24 γράμματα
3) Βακχικόν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου