Στέφαν Τσβάιχ
Ηρωας του Τσβάιχ στη νουβέλα, η οποία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1929, είναι ο παλαιοβιβλιοπώλης Γιάκομπ Μέντελ, εβραίος από τη Γαλικία που είχε διασχίσει παράνομα τα σύνορα, κάπου μέσα στη δεκαετία του 1880, και είχε εγκατασταθεί στην αυτοκρατορική Βιέννη για να μην υπηρετήσει στον ρωσικό στρατό. Ο Μέντελ είχε ως έδρα του ένα τραπέζι στο καφενείο «Γκλουκ» και από ΄κεί έκανε όλες τις συναλλαγές του, αγοράζοντας και πουλώντας παλαιά βιβλία. Μονομανής, εμμονικός και μοναδικός, ήξερε τα πάντα για τίτλους, εκδότες, τυπογραφικά στοιχεία κ.λπ., αλλά τίποτε για το περιεχόμενο των βιβλίων που εμπορευόταν, όπως και τίποτε για τον κόσμο που εκινείτο γύρω του. Ηταν ένα στοιχείο και ταυτόχρονα στοιχειό του καφενείου, ανήκε στο αποθεματικό κεφάλαιο του μαγαζιού, όπως γράφει ο Τσβάιχ. Το «Γκλουκ» ήταν ο κόσμος του και ο ίδιος ήταν το κλέος και η δόξα του καφενείου. Και ύστερα ήλθε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Μέντελ εξακολουθούσε με την ίδια εμμονή τη δουλειά του, στέλνοντας γράμματα σε προμηθευτές στην Αγγλία και στη Γαλλία, χώρες που πλέον ήταν εχθρικές για την Αυστρία. Ο λογοκριτής είδε τις επιστολές, θεώρησε τον Μέντελ περίπου κατάσκοπο και τον έστειλε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Οταν επέστρεψε, όλα είχαν αλλάξει. Πριν απ΄ όλα ο ίδιος. Δεν «ήταν πια το μαγικό μητρώο των βιβλίων», γράφει ο Τσβάιχ, θίγοντας μ΄ αυτή τη συγκλονιστική φράση ένα από τα μεγαλύτερα θέματα του πολιτισμού μας που είναι το «αρχείο». Σε λίγο άλλαξε και το καφενείο. Πέρασε σε άλλον ιδιοκτήτη, έναν μαυραγορίτη που είχε πλουτίσει στην εποχή της πείνας, κερδοσκοπώντας με το αλεύρι και το βούτυρο. Για αυτόν τον άξεστο, ο κόσμος των βιβλίων του Μέντελ δεν έλεγε τίποτε. Ο Μέντελ πέθανε και ο αφηγητής, δηλαδή ο Τσβάιχ, ανασυστήνει την ιστορία του με τη βοήθεια της καθαρίστριας του «Γκλουκ», της μόνης που είχε απομείνει από το παλιό προσωπικό το καφενείου. Ηταν και η μόνη κληρονόμος του Μέντελ, αυτή στην οποία είχε περιέλθει το τελευταίο βιβλίο του παλαιοβιβλιοπώλη: μια γερμανική ανθολογία ερωτογραφημάτων. Τραγική ειρωνεία για μια γυναίκα που στα γεμάτα σκασίματα χέρια της από τη δουλειά δεν είχε κρατήσει τίποτε άλλο από το προσευχητάρι.
Ο Τσβάιχ αναστοχάζεται τη ζωή αυτού του ανθρώπου, μοναδικού γι΄ αυτό και πολύτιμου σ΄ έναν κόσμο που βαδίζει προς την ομοιομορφία, «χωρίς σωτηρία» προσθέτει ο συγγραφέας. Και μας θυμίζει ότι τα βιβλία τα δημιουργούμε για να συνδεθούμε με κάποιους ανθρώπους ξεπερνώντας τα όρια του βίου μας και για να αμυνθούμε απέναντι στους αδυσώπητους αντιπάλους της ζωής, που δεν είναι άλλοι από το εφήμερο και τη λήθη.
nbak@dolnet.gr
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=346436&dt=01/08/2010#ixzz0vfNS40y8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου