Η ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μουσολίνι
Το βιβλίο του Τομ Μπίαν είναι πολύτιμο. Διασώζει και διηγείται
μια από τις πολλές ένδοξες αλλά άγνωστες στιγμές της πάλης του εργατικού
κινήματος και της Αριστεράς ενάντια στον φασισμό. Παράλληλα, δίνει
κίνητρα να σκεφτούμε και να συγκρίνουμε με το σήμερα και τα καθήκοντα
της αντιφασιστικής πάλης.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό της ανόδου τόσο του Μουσολίνι όσο και του Χίτλερ στην εξουσία ήταν το πόσο «αποτρέψιμη» ήταν η επικράτηση του φασισμού. Αυτό το σημείο πρέπει να το υπογραμμίζουμε ξανά και ξανά στις σημερινές συζητήσεις για την φασιστική απειλή και την απάντηση που πρέπει να δώσει η Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Η αντίληψη που λέει ότι η κοινωνική-οικονομική κρίση αυτόματα δημιουργεί ένα αντιδραστικό τσουνάμι που σαρώνει τα πάντα, είναι και ανακριβής ιστορικά και ηττοπαθής πολιτικά.
Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας: «Αυτό που συχνά λησμονείται για τη συγκεκριμένη περίοδο - εξαιτίας της νίκης του Μουσολίνι - είναι η αδυναμία και το ευάλωτο του φασισμού τα χρόνια 1920 και 1922. Ακόμα κι αν δεχτούμε την ήττα της εργατικής τάξης στην κόκκινη διετία, υπήρχαν εκατομμύρια μέλη στα συνδικάτα, και στο Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό κόμμα. Η βασική συνομοσπονδία, η CGL, είχε 2.2 εκατομμύρια μέλη το 1920, ενώ η ομοσπονδία USI που επηρεάζονταν από τους αναρχικούς, είχε 500.000».
Οι φασίστες του Μουσολίνι πήραν την εξουσία το 1922 όταν τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς ο βασιλιάς, δηλαδή ο στρατός, διόρισε πρωθυπουργό τον Μουσολίνι (θα χρειαζόταν τέσσερα χρόνια για να εδραιώσουν ολοκληρωτικά την κυριαρχία τους). Αυτά έγιναν σχεδόν έντεκα ολόκληρα χρόνια πριν την άνοδο των ναζί του Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Για χρόνια ο Χίτλερ θεωρούσε τον Μουσολίνι «δάσκαλό» του. Μπορεί ο «μαθητής» να ξεπέρασε, αργότερα, τον «δάσκαλο». Σ’ αυτό το γεγονός βασίστηκε αργότερα ο μύθος ότι ο ιταλικός φασισμός ήταν λίγο πολύ ανώδυνος σε σχέση με τον γερμανικό, περισσότερο κωμωδία παρά τραγωδία. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι ιταλοί φασίστες χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια σε μαζική κλίμακα κατά την εισβολή τους στην Αιθιοπία το 1936, ενάντια στους «απολίτιστους αράπηδες» σπανίως αναφέρεται.
Όμως, πέρα από τις συγκρίσεις σε αγριότητα, οι δυο φασισμοί μοιράζονταν βασικά κοινά χαρακτηριστικά: μαζικά αντεπαναστατικά κινήματα, θανάσιμοι εχθροί κάθε έννοιας δημοκρατίας που το «ιστορικό» έργο τους ήταν η συντριβή της Αριστεράς και των οργανώσεών της σε σημείου που να μην μπορούν να μπολιαστούν με την εργατική τάξη για δεκαετίες.
Ο Τομ Μπίαν μας δίνει σε αδρές γραμμές το ιστορικό της γέννησης του ιταλικού φασισμού στην Ιταλία αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πλαίσιο που εξελίχτηκε η μάχη μαζί του ήταν η αποτυχία της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στη θυελλώδη «κόκκινη διετία» του 1919-1920. Όταν οι καταλήψεις των εργοστασίων σταμάτησαν τον Σεπτέμβρη του 1920 μετά τον συμβιβασμό που επέβαλαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ακολούθησε μια φάση υποχώρησης του κινήματος και απογοήτευσης.
Ο Ενρίκο Μαλατέστα, ο βετεράνος ιταλός αναρχικός είχε προειδοποιήσει προφητικά ότι αν η εργατική τάξη δεν άρπαζε την επαναστατική ευκαιρία: «θα πληρώσουμε με αίμα και δάκρυα τον τρόμο που προκαλέσαμε στην κυρίαρχη τάξη». Όμως, αυτή η αποτυχία δεν σήμαινε αυτόματα ότι η επιτυχία των φασιστών ήταν προδιαγεγραμμένη. Η δράση των Arditi del Popolo (ADP, σε ελεύθερη απόδοση “λαϊκές δυνάμεις κρούσης”) απέδειξε ότι οι φασίστες μπορούν να νικηθούν και μάλιστα στο γήπεδο που παίζουν: στο δρόμο.
Οι ADP συγκροτήθηκαν το καλοκαίρι του 1921 με πρωτοβουλία παλαιών πολεμιστών που ήθελαν να απαντήσουν στη φασιστική απειλή στην πράξη όχι με καταγγελίες στα λόγια. Ήταν μια «ακομμάτιστη» οργάνωση, με την έννοια ότι δεν ήταν ο παραστρατιωτικός κλάδος κάποιου αριστερού κόμματος. Όμως οι αγωνιστές τους, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν υποστηρικτές των κομμάτων της Αριστεράς, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Είχαν ρίζες μέσα στην οργανωμένη εργατική τάξη, σε Εργατικά Κέντρα πολλών πόλεων, στο συνδικάτο των σιδηροδρομικών. Ήταν μια οργάνωση αποφασισμένη να απαντάει και με φυσική βία στους φασίστες, αλλά χωρίς να καταφεύγει στην «ατομική τρομοκρατία» απομονωμένων ομάδων: οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν αποτέλεσμα κινητοποίησης χιλιάδων εργατών.
Τον Νοέμβρη του 1921 για παράδειγμα, οι ADP πρωταγωνίστησαν στις μάχες με τους φασίστες που είχαν συγκεντρωθεί στη Ρώμη για το συνέδριό τους. Ήταν η πρώτη «Πορεία στη Ρώμη» (η δεύτερη, την επόμενη χρονιά παρόλο που ήταν φιάσκο κατέληξε στο διορισμό του Μουσολίνι στη πρωθυπουργία) και ήταν μια ήττα για τους φασίστες. Μια γενική απεργία αγκάλιασε την πόλη και οι εργάτες με τους Αrditi στο κέντρο τους δεν άφησαν τους φασίστες να μπουν στις εργατικές συνοικίες.
«Καθώς το συνέδριο των φασιστών βρισκόταν στο τέλος του, η εργατική τάξη συνειδητοποιούσε ότι υπερασπίστηκε τις γειτονιές της, τα κτίρια και τα τυπογραφεία της. Δεκάδες χιλιάδες φασίστες είχαν έρθει στη Ρώμη, ουσιαστικά με τη συνδρομή της αστυνομίας που τους είχε αφήσει να δρουν ανενόχλητοι, και ακόμα και οι ηγεσίες των συνδικάτων και του Σοσιαλιστικού Κόμματος εκείνες τις κρίσιμες ώρες κράτησαν σιωπή, δεν είπαν και δεν οργάνωσαν τίποτε. Εκτός απ’ την ηρωική στρατιωτική αντίσταση, αυτό που προκάλεσε σύγχυση στους φασίστες και ανησυχία στην κυβέρνηση ήταν η απεργία διαρκείας, που δεν έδειχνε ότι θα λήξει μέχρι να αποχωρήσουν οι φασίστες απ’ την πρωτεύουσα».
Η υπεράσπιση της Σαρτσάνα από τους ADP προκάλεσε μια βαθιά κρίση στο φασιστικό κίνημα και το έφτασε στα πρόθυρα της διάσπασης. Ήταν μια πόλη με έντονες ριζοσπαστικές παραδόσεις που έγινε στόχος μιας από τις «εκστρατείες τιμωρίας» των φασιστικών συμμοριών τον Ιούλη του 1921. Εκεί έγιναν «δεκτές» πάλι από μια γενική απεργία και τους ADP. Όπως διηγήθηκε αργότερα ένας από τους ηγέτες των ΑDP της πόλης:
«ο φασισμός δεν περίμενε ότι θα αντιμετώπιζε ανθρώπους προετοιμασμένους να αμυνθούν... Οι συμμορίες τους ήταν συνηθισμένες να νικούν τον εχθρό που σχεδόν πάντα τρεπόταν σε φυγή ή αντιδρούσε αδύναμα. Δεν ήξεραν, και επομένως ήταν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν κάτι διαφορετικό».
«Το ξημέρωμα, όταν δόθηκε η εντολή να πάρουν τα όπλα και να ξεκινήσει η εξέγερση, οι εργάτες ξεχύθηκαν στους δρόμους - με την ίδια ορμή που ξεσπούν τα νερά ενός ποταμού στις όχθες του. Με φτυάρια, αξίνες, λοστούς και ό,τι εργαλεία έβρισκαν βοηθούσαν τους Arditi del Popolo να ξηλώσουν τις πλάκες από τα πεζοδρόμια και τις ράγες από τις γραμμές του τραμ, να σκάψουν χαντάκια και να υψώσουν οδοφράγματα από καρότσες, πάγκους, κορμούς, σιδερένια δοκάρια και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να μαζέψουν. Αντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, νέοι απ’ όλα τα κόμματα ή ανένταχτοι ήταν όλοι παρόντες, ενωμένοι με μια σιδερένια θέληση - να αντισταθούν και να παλέψουν».
Στην ακμή της δύναμής τους, οι ADP είχαν γύρω στα 40.000 μέλη. Δυστυχώς οι ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς, τόσο του Σοσιαλιστικού Κόμματος όσο και του Κομμουνιστικού Κόμματος, στάθηκαν εχθρικές στο παράδειγμά τους και αρνήθηκαν να γενικεύσουν το κίνημά τους.
Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος έκανε μαθήματα ρεαλισμού στους Αrditi, χρωματισμένα με «μαρξιστική» χροιά. Μετά τη μεγάλη νίκη της Σαρτσάνα, για παράδειγμα, η εφημερίδα Αβάντι, του σοσιαλιστικού κόμματος, υποστήριζε ότι: «Οι παθιασμένοι και συναισθηματικοί ADP προφανώς έχουν αυταπάτες ότι μπορούν να σταματήσουν ένα οπλισμένο κίνημα αντίδρασης, όταν το ίδιο προστατεύεται και υποστηρίζεται από το κράτος». Για αυτή την ηγεσία έμοιαζε πιο «ρεαλιστικό» να υπογράψει τις ίδιες μέρες «σύμφωνο ειρήνης» με τον Μουσολίνι με την αυταπάτη ότι έτσι οι φασίστες θα περιοριστούν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι.
Το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα, μετρούσε λιγότερο από έξι μήνες ζωής, αντιμετώπισε τους Αrditi με ένα καραμπινάτο σεχταρισμό και την φασιστική απειλή ως ακόμα μια μορφή αστικής αντίδρασης (με τη μερική εξαίρεση, στην ηγεσία του, τον Αντόνιο Γκράμσι). Για την πλειοψηφία της ηγεσίας του οι Αrditi έκφραζαν έναν «μικροαστικό ριζοσπαστισμό» οι ηγέτες τους είχαν «αμφιλεγόμενο παρελθόν» και το πολιτικό τους πλαίσιο ήταν «θολό» και «ανεπαρκές». Η συζήτηση που ακολούθησε ανάμεσα στην ηγεσία του κόμματος και την Κομμουνιστική Διεθνή είναι επίσης ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα τμήματα του βιβλίου.
Με μια διαφορετική στάση από την αντικαπιταλιστική αριστερά της εποχής οι Αrditi ίσως να ξεπερνούσαν τους περιορισμούς που συνάντησαν στη δράση τους και η εξέλιξη της μάχης ενάντια στους φασίστες να ήταν πολύ διαφορετική. Όπως και να έχει, το παράδειγμά τους σήμερα είναι πηγή έμπνευσης και διδαγμάτων για την Αριστερά που θέλει να παλέψει νικηφόρα ενάντια στον καπιταλισμό και τον φασισμό.
Το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο στο facebook
Ένα κοινό χαρακτηριστικό της ανόδου τόσο του Μουσολίνι όσο και του Χίτλερ στην εξουσία ήταν το πόσο «αποτρέψιμη» ήταν η επικράτηση του φασισμού. Αυτό το σημείο πρέπει να το υπογραμμίζουμε ξανά και ξανά στις σημερινές συζητήσεις για την φασιστική απειλή και την απάντηση που πρέπει να δώσει η Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Η αντίληψη που λέει ότι η κοινωνική-οικονομική κρίση αυτόματα δημιουργεί ένα αντιδραστικό τσουνάμι που σαρώνει τα πάντα, είναι και ανακριβής ιστορικά και ηττοπαθής πολιτικά.
Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας: «Αυτό που συχνά λησμονείται για τη συγκεκριμένη περίοδο - εξαιτίας της νίκης του Μουσολίνι - είναι η αδυναμία και το ευάλωτο του φασισμού τα χρόνια 1920 και 1922. Ακόμα κι αν δεχτούμε την ήττα της εργατικής τάξης στην κόκκινη διετία, υπήρχαν εκατομμύρια μέλη στα συνδικάτα, και στο Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό κόμμα. Η βασική συνομοσπονδία, η CGL, είχε 2.2 εκατομμύρια μέλη το 1920, ενώ η ομοσπονδία USI που επηρεάζονταν από τους αναρχικούς, είχε 500.000».
Οι φασίστες του Μουσολίνι πήραν την εξουσία το 1922 όταν τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς ο βασιλιάς, δηλαδή ο στρατός, διόρισε πρωθυπουργό τον Μουσολίνι (θα χρειαζόταν τέσσερα χρόνια για να εδραιώσουν ολοκληρωτικά την κυριαρχία τους). Αυτά έγιναν σχεδόν έντεκα ολόκληρα χρόνια πριν την άνοδο των ναζί του Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Για χρόνια ο Χίτλερ θεωρούσε τον Μουσολίνι «δάσκαλό» του. Μπορεί ο «μαθητής» να ξεπέρασε, αργότερα, τον «δάσκαλο». Σ’ αυτό το γεγονός βασίστηκε αργότερα ο μύθος ότι ο ιταλικός φασισμός ήταν λίγο πολύ ανώδυνος σε σχέση με τον γερμανικό, περισσότερο κωμωδία παρά τραγωδία. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι οι ιταλοί φασίστες χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια σε μαζική κλίμακα κατά την εισβολή τους στην Αιθιοπία το 1936, ενάντια στους «απολίτιστους αράπηδες» σπανίως αναφέρεται.
Όμως, πέρα από τις συγκρίσεις σε αγριότητα, οι δυο φασισμοί μοιράζονταν βασικά κοινά χαρακτηριστικά: μαζικά αντεπαναστατικά κινήματα, θανάσιμοι εχθροί κάθε έννοιας δημοκρατίας που το «ιστορικό» έργο τους ήταν η συντριβή της Αριστεράς και των οργανώσεών της σε σημείου που να μην μπορούν να μπολιαστούν με την εργατική τάξη για δεκαετίες.
Ο Τομ Μπίαν μας δίνει σε αδρές γραμμές το ιστορικό της γέννησης του ιταλικού φασισμού στην Ιταλία αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πλαίσιο που εξελίχτηκε η μάχη μαζί του ήταν η αποτυχία της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στη θυελλώδη «κόκκινη διετία» του 1919-1920. Όταν οι καταλήψεις των εργοστασίων σταμάτησαν τον Σεπτέμβρη του 1920 μετά τον συμβιβασμό που επέβαλαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ακολούθησε μια φάση υποχώρησης του κινήματος και απογοήτευσης.
Ο Ενρίκο Μαλατέστα, ο βετεράνος ιταλός αναρχικός είχε προειδοποιήσει προφητικά ότι αν η εργατική τάξη δεν άρπαζε την επαναστατική ευκαιρία: «θα πληρώσουμε με αίμα και δάκρυα τον τρόμο που προκαλέσαμε στην κυρίαρχη τάξη». Όμως, αυτή η αποτυχία δεν σήμαινε αυτόματα ότι η επιτυχία των φασιστών ήταν προδιαγεγραμμένη. Η δράση των Arditi del Popolo (ADP, σε ελεύθερη απόδοση “λαϊκές δυνάμεις κρούσης”) απέδειξε ότι οι φασίστες μπορούν να νικηθούν και μάλιστα στο γήπεδο που παίζουν: στο δρόμο.
Έλξη
Οι Arditi («γενναίοι») ήταν οι επίλεκτες μονάδες του ιταλικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι διαλαλούσε ότι ήταν η συνέχειά τους και όντως ένα τμήμα τους τραβήχτηκε στο φασισμό. Όμως, η έλξη της αριστεράς και του εργατικού κινήματος ήταν επίσης μεγάλη. Αν θέλουμε να κάνουμε μια σύγκριση με την ελληνική ιστορία, έχουμε τις Ενώσεις των Παλαιών Πολεμιστών στη δεκαετία του 1920. Από εκεί στρατολόγησε εθελοντές ο στρατηγός Κονδύλης ο οποίος εμπνεύστηκε τους «Κυνηγούς» του από τους ιταλούς φασίστες. Όμως, χιλιάδες «παλαιοί πολεμιστές» και οι ενώσεις που τους τροφοδότησαν στάθηκαν στο πλευρό του εργατικού κινήματος και είχαν στην ηγεσία τους επαναστάτες όπως τον Παντελή Πουλιόπουλο.Οι ADP συγκροτήθηκαν το καλοκαίρι του 1921 με πρωτοβουλία παλαιών πολεμιστών που ήθελαν να απαντήσουν στη φασιστική απειλή στην πράξη όχι με καταγγελίες στα λόγια. Ήταν μια «ακομμάτιστη» οργάνωση, με την έννοια ότι δεν ήταν ο παραστρατιωτικός κλάδος κάποιου αριστερού κόμματος. Όμως οι αγωνιστές τους, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν υποστηρικτές των κομμάτων της Αριστεράς, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Είχαν ρίζες μέσα στην οργανωμένη εργατική τάξη, σε Εργατικά Κέντρα πολλών πόλεων, στο συνδικάτο των σιδηροδρομικών. Ήταν μια οργάνωση αποφασισμένη να απαντάει και με φυσική βία στους φασίστες, αλλά χωρίς να καταφεύγει στην «ατομική τρομοκρατία» απομονωμένων ομάδων: οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν αποτέλεσμα κινητοποίησης χιλιάδων εργατών.
Τον Νοέμβρη του 1921 για παράδειγμα, οι ADP πρωταγωνίστησαν στις μάχες με τους φασίστες που είχαν συγκεντρωθεί στη Ρώμη για το συνέδριό τους. Ήταν η πρώτη «Πορεία στη Ρώμη» (η δεύτερη, την επόμενη χρονιά παρόλο που ήταν φιάσκο κατέληξε στο διορισμό του Μουσολίνι στη πρωθυπουργία) και ήταν μια ήττα για τους φασίστες. Μια γενική απεργία αγκάλιασε την πόλη και οι εργάτες με τους Αrditi στο κέντρο τους δεν άφησαν τους φασίστες να μπουν στις εργατικές συνοικίες.
«Καθώς το συνέδριο των φασιστών βρισκόταν στο τέλος του, η εργατική τάξη συνειδητοποιούσε ότι υπερασπίστηκε τις γειτονιές της, τα κτίρια και τα τυπογραφεία της. Δεκάδες χιλιάδες φασίστες είχαν έρθει στη Ρώμη, ουσιαστικά με τη συνδρομή της αστυνομίας που τους είχε αφήσει να δρουν ανενόχλητοι, και ακόμα και οι ηγεσίες των συνδικάτων και του Σοσιαλιστικού Κόμματος εκείνες τις κρίσιμες ώρες κράτησαν σιωπή, δεν είπαν και δεν οργάνωσαν τίποτε. Εκτός απ’ την ηρωική στρατιωτική αντίσταση, αυτό που προκάλεσε σύγχυση στους φασίστες και ανησυχία στην κυβέρνηση ήταν η απεργία διαρκείας, που δεν έδειχνε ότι θα λήξει μέχρι να αποχωρήσουν οι φασίστες απ’ την πρωτεύουσα».
Η υπεράσπιση της Σαρτσάνα από τους ADP προκάλεσε μια βαθιά κρίση στο φασιστικό κίνημα και το έφτασε στα πρόθυρα της διάσπασης. Ήταν μια πόλη με έντονες ριζοσπαστικές παραδόσεις που έγινε στόχος μιας από τις «εκστρατείες τιμωρίας» των φασιστικών συμμοριών τον Ιούλη του 1921. Εκεί έγιναν «δεκτές» πάλι από μια γενική απεργία και τους ADP. Όπως διηγήθηκε αργότερα ένας από τους ηγέτες των ΑDP της πόλης:
«ο φασισμός δεν περίμενε ότι θα αντιμετώπιζε ανθρώπους προετοιμασμένους να αμυνθούν... Οι συμμορίες τους ήταν συνηθισμένες να νικούν τον εχθρό που σχεδόν πάντα τρεπόταν σε φυγή ή αντιδρούσε αδύναμα. Δεν ήξεραν, και επομένως ήταν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν κάτι διαφορετικό».
Εξέγερση
Τον Σεπτέμβρη του 1922, ένα μόλις μήνα πριν την άνοδο των φασιστών στην εξουσία, οι ADP ηγήθηκαν της νικηφόρας αντίστασης μιας ολόκληρης πόλης, της Πάρμα, σε μια μεγάλη φασιστική επιδρομή. Το κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο Parma bell’ arma (Πάρμα, όμορφα οπλισμένη!) θα γεμίσει έμπνευση και αυτοπεποίθηση όσους αγωνιστές το διαβάσουν. Η περιγραφή της έναρξης αυτής της αναμέτρησης από έναν από τους πρωταγωνιστές της, αρκεί για να δώσει μια γεύση:«Το ξημέρωμα, όταν δόθηκε η εντολή να πάρουν τα όπλα και να ξεκινήσει η εξέγερση, οι εργάτες ξεχύθηκαν στους δρόμους - με την ίδια ορμή που ξεσπούν τα νερά ενός ποταμού στις όχθες του. Με φτυάρια, αξίνες, λοστούς και ό,τι εργαλεία έβρισκαν βοηθούσαν τους Arditi del Popolo να ξηλώσουν τις πλάκες από τα πεζοδρόμια και τις ράγες από τις γραμμές του τραμ, να σκάψουν χαντάκια και να υψώσουν οδοφράγματα από καρότσες, πάγκους, κορμούς, σιδερένια δοκάρια και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να μαζέψουν. Αντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, νέοι απ’ όλα τα κόμματα ή ανένταχτοι ήταν όλοι παρόντες, ενωμένοι με μια σιδερένια θέληση - να αντισταθούν και να παλέψουν».
Στην ακμή της δύναμής τους, οι ADP είχαν γύρω στα 40.000 μέλη. Δυστυχώς οι ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς, τόσο του Σοσιαλιστικού Κόμματος όσο και του Κομμουνιστικού Κόμματος, στάθηκαν εχθρικές στο παράδειγμά τους και αρνήθηκαν να γενικεύσουν το κίνημά τους.
Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος έκανε μαθήματα ρεαλισμού στους Αrditi, χρωματισμένα με «μαρξιστική» χροιά. Μετά τη μεγάλη νίκη της Σαρτσάνα, για παράδειγμα, η εφημερίδα Αβάντι, του σοσιαλιστικού κόμματος, υποστήριζε ότι: «Οι παθιασμένοι και συναισθηματικοί ADP προφανώς έχουν αυταπάτες ότι μπορούν να σταματήσουν ένα οπλισμένο κίνημα αντίδρασης, όταν το ίδιο προστατεύεται και υποστηρίζεται από το κράτος». Για αυτή την ηγεσία έμοιαζε πιο «ρεαλιστικό» να υπογράψει τις ίδιες μέρες «σύμφωνο ειρήνης» με τον Μουσολίνι με την αυταπάτη ότι έτσι οι φασίστες θα περιοριστούν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι.
Το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα, μετρούσε λιγότερο από έξι μήνες ζωής, αντιμετώπισε τους Αrditi με ένα καραμπινάτο σεχταρισμό και την φασιστική απειλή ως ακόμα μια μορφή αστικής αντίδρασης (με τη μερική εξαίρεση, στην ηγεσία του, τον Αντόνιο Γκράμσι). Για την πλειοψηφία της ηγεσίας του οι Αrditi έκφραζαν έναν «μικροαστικό ριζοσπαστισμό» οι ηγέτες τους είχαν «αμφιλεγόμενο παρελθόν» και το πολιτικό τους πλαίσιο ήταν «θολό» και «ανεπαρκές». Η συζήτηση που ακολούθησε ανάμεσα στην ηγεσία του κόμματος και την Κομμουνιστική Διεθνή είναι επίσης ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα τμήματα του βιβλίου.
Με μια διαφορετική στάση από την αντικαπιταλιστική αριστερά της εποχής οι Αrditi ίσως να ξεπερνούσαν τους περιορισμούς που συνάντησαν στη δράση τους και η εξέλιξη της μάχης ενάντια στους φασίστες να ήταν πολύ διαφορετική. Όπως και να έχει, το παράδειγμά τους σήμερα είναι πηγή έμπνευσης και διδαγμάτων για την Αριστερά που θέλει να παλέψει νικηφόρα ενάντια στον καπιταλισμό και τον φασισμό.
Το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο στο facebook
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4987:i1028&Itemid=62
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου