Τhe Greek language
Nikiforos Vrettakos Τhe Greek language
(translated by Marjorie Chambers)
When Ι sometime leave this light
Ι shall meander upwards like a
murmuring stream.
And if by chance somewhere among
the azure corridors
Ι meet with angels, Ι shall speak
to them in Greek, since
they do not know languages. They
speak among themselves with music.
|
Ὁ ἀγρὸς τῶν λέξεων
Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.
Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.
Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».
|
Τhe field of words
Nikiforos Vrettakos Τhe field of words
(translated by Marjorie Chambers)
Like the bee round a wild
flower, so am Ι. Ι prowl
continuously around the word.
Ι thank the long lines
of ancestors who moulded the voice.
Cutting it into links, they made
meanings. Like smelters they
forged it into gold and it became
Homer, Aeschylus, the Gospels
and other jewels.
With the thread
of words, this gold
from gold, which comes from the depths
of my heart, Ι am linked, Ι take part in
the world.
Consider:
Ι said and wrote, «Ι love».
|
Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση
Κύριε
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
|
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα
της...
Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.
Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ᾿ οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.
|
Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ
Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μία φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
|
Εἰρήνη εἶναι ὅταν...
Εἰρήνη, λοιπόν,
εἶναι ὅ,τι συνέλαβα μὲς ἀπ᾿ τὴν ἔκφραση
καὶ μὲς ἀπ᾿ τὴν κίνηση τῆς ζωῆς. Καὶ Εἰρήνη
εἶναι κάτι βαθύτερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε
ὅταν δὲν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Εἰρήνη εἶναι ὅταν τ᾿ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ
γίνεται ἔξω στὸ σύμπαν ἥλιος. Κι ὁ ἥλιος
ψυχὴ μὲς στὸν ἄνθρωπο.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι
μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου