«Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα»
Γνώρισα τον Κολλια Καββαδία την
άνοιξη το ’46. Ερχόταν τότε στη Θεσσαλονίκη κάθε βδομάδα ή κάθε
δεκαπέντε μέρες, δε θυμάμαι καλά. Του είχα στείλει ένα βιβλίο μου.
Ζήτησε να με γνωρίσει. Κανείς δεν καταδεχόταν να γνωρίσει έναν νέο. Ο
Καββαδίας το ’κανε. Κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του
ανθρώπου που δεν έχει καμιά πόζα, καμιά έπαρση για το έργο του. Είχε
καταργηθεί η απόσταση μεταξύ μας. Για την ηλικία αυτή, δεκαπέντε χρόνια
ήταν μεγάλη απόσταση. Ήταν σαν να είμαστε φίλοι. Κι αυτό νομίζω το
διατήρησε σ’ όλα τα χρόνια του, κάνοντας παρέα, τα τελευταία χρόνια της
ζωής του, αρκετά μεγάλος, παρέα με πολύ νέους ανθρώπους. Ήταν ένας
άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, ευπαθής, χαριτωμένος. Σπάνια μιλούσε για
το έργο του, προτιμούσε να σε ρωτάει εσένα τι γράφεις, τι κάνεις.
Προτιμούσε να μιλάει, να διηγείται ανέκδοτα, ιστορίες του, ίσως εκεί με
κάποια υπερβολή, με μια χαριτωμένη υπερβολή. Ένα βράδυ, σε μια παρέα,
τέσσερις πέντε ανθρώποι, αφού ήπιαμε, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, είπαμε
ανέκδοτα, έπιασα εγώ την κιθάρα και είπα: «Τώρα σας έχω μια έκπληξη»
και άρχισα να τραγουδάω στίχους του Καββαδία, σε γνωστά μοτίβα της
εποχής, ιδίως σε ρεμπέτικα. Θυμάμαι, συγκεκριμένα, ότι είχα μεταφέρει
το «έβραζε το κύμα του γαρμπή, είμαστε και οι δυο σκυφτοί στο χάρτη»
στο ρυθμό του «Τι σε μέλλει εσένα κι αν θρηνώ, το κορμί μου εγώ κι αν
το πουλώ». Εγώ το χαιρόμουν αυτό. Κι η παρέα το χάρηκε πολύ. Ο
Καββαδίας μάλλον δυσφόρησε. Το φυσικό του τραύλισμα έγινε περισσότερο.
Σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφραστεί.
- Μήπως ήταν απ’ τη συγκίνηση;
- Όχι, όχι. Ψέλλισε μερικές λέξεις για εγωισμό και, για πρώτη φορά, έκανε υπαινιγμό για την ηλικία μου. Είπε ότι οι νέοι... κατά κάποιο τρόπο, με έψεξε έμμεσα για ασέβεια. Τον είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ αυτό το πράγμα, ώστε όλη η βραδιά, τουλάχιστον για μένα πέρασε άσκημα. Ο ίδιος το ξεπέρασε και έδειξε ότι δεν τον πείραξε πολύ.
- Το κατάλαβε ότι σας είχε πειράξει;
- Είμαι βέβαιος, γιατί την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε, έτσι φυσιολογικά, μισοσοβαρά, μισοαστεία –είχε πάντα ένα πικραμένο ύφος ο Κόλιας: «Δεν θα πούμε κι άλλα τραγούδια σήμερα;». Πολλές φορές, μια ιστορία με ένα βασικό πυρήνα αλήθειας αυτός την έκανε παραμύθι.
- Για παράδειγμα;
Ήταν μυθοπλάστης. Διάφορες ιστορίες του από τη θάλασσα, σχέσεις του με γυναίκες, πιθανόν και διάφορα φανταστικά βίτσια του ακόμα. Ήθελε να τον αγαπάνε. Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ήθελε μια τρυφερότητα.
- Μήπως ήταν απ’ τη συγκίνηση;
- Όχι, όχι. Ψέλλισε μερικές λέξεις για εγωισμό και, για πρώτη φορά, έκανε υπαινιγμό για την ηλικία μου. Είπε ότι οι νέοι... κατά κάποιο τρόπο, με έψεξε έμμεσα για ασέβεια. Τον είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ αυτό το πράγμα, ώστε όλη η βραδιά, τουλάχιστον για μένα πέρασε άσκημα. Ο ίδιος το ξεπέρασε και έδειξε ότι δεν τον πείραξε πολύ.
- Το κατάλαβε ότι σας είχε πειράξει;
- Είμαι βέβαιος, γιατί την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε, έτσι φυσιολογικά, μισοσοβαρά, μισοαστεία –είχε πάντα ένα πικραμένο ύφος ο Κόλιας: «Δεν θα πούμε κι άλλα τραγούδια σήμερα;». Πολλές φορές, μια ιστορία με ένα βασικό πυρήνα αλήθειας αυτός την έκανε παραμύθι.
- Για παράδειγμα;
Ήταν μυθοπλάστης. Διάφορες ιστορίες του από τη θάλασσα, σχέσεις του με γυναίκες, πιθανόν και διάφορα φανταστικά βίτσια του ακόμα. Ήθελε να τον αγαπάνε. Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ήθελε μια τρυφερότητα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε
ραδιοφωνική συνέντευξη μετά τον θάνατο του Καββαδία, στην Αίμυ Κροκίδη.
Από το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα, Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα-θάλασσα-ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 72009 (2004), σ. 116-117.
«Ο φίλος μου ο Μαραμπού»
Με τον Νίκο Καββαδία, «τον
ποιητή της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων», γνωριστήκαμε στην
Αλεξάντρεια το 1947, θα ʼταν άνοιξη. [...] Ήταν τότε ασυρματιστής στο
«Κορινθία», που έκανε τη γραμμή Πειραιά – Αλεξάντρεια – Τζένοβα –
Μασσαλία –Αλεξάντρεια – Πειραιά. Είχε έρθει μ’ ένα γνωστό μου, τον Νίκο
Κεραμόπουλο, χημικό, «γιατί δεν ήξερε το δρόμο», μάλλον για να παίρνει
κουράγιο, γιατί ήταν πραγματικά ντροπαλός. Πριν ακόμα καθίσει άρχισε
ν’ απαγγέλνει:
Κι εγώ θυμάμαι κάποια δειλινά
στης Εθνικής Βιβλιοθήκης τη μεγάλη σάλα
στης Εθνικής Βιβλιοθήκης τη μεγάλη σάλα
Ήταν οι πρώτοι στίχοι από το μοναδικό ποίημα που είχα δημοσιέψει στην Αλεξαντρινή Τέχνη
(Μάιος 1930). Το μυαλό του ήταν γεμάτο από στίχους λησμονημένων ή
αποτυχημένων ποιητών. Μόλις του σύστηνες κάποιον αμέσως απάγγελνε
στίχους του. Ήταν ένας τρόπος να γίνεται πιο γρήγορα η ψυχική επαφή.
Τον είδα να κάνει το ίδιο με τον Γλαύκο Αλιθέρση και τον Νικόλα Φύλλα.
[...] Ο Κόλιας είχε φέρει μαζί του και καμιά δεκαριά αντίτυπα από το
Πούσι, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Μου χάρισε ένα αντίτυπο, τα
υπόλοιπα ανάλαβα να τα πουλήσω. Γίναν ανάρπαστα από τους φίλους της
«Πνευματικής Εστίας».
Εκείνο το πρωί ο Κεραμόπουλος είχε δουλειά. Μου άφησε τον Κόλια κι έφυγε. Σε καμιά ώρα ήρθε το αφεντικό, ο Μικές Χαλκούσης. Ο Κόλιας γνώριζε τον Γιάννη Χαλκούση, της Πόλης, και την κόρη του την Ελένη Χαλκούση, την πρωταγωνίστρια, της είχε μάλιστα αφιερώσει ένα ποίημα στο Πούσι [...]. Πιάσανε την κουβέντα την κουβέντα και τ’ ανέκδοτα, ο Κόλιας έλεγε για τους Χιώτες κι ο Μικές για τους Κεφαλλονίτες. Άντε πια να κάνεις δουλειά, τα δύο τηλέφωνα χαλούν τον κόσμο, και οι πελάτες να περιμένουν στον αντιθάλαμο. Σηκώθηκε ο Μικές να πάρει τον Κόλλια στο γραφείο του. «Εντάξει», τους λέω, «αλλά ο Κόλιας το μεσημέρι θα φάει σπίτι μου, ξηγημένα πράματα». Συμφώνησε ο Κόλιας μόνο μου έβαλε όρο να βρίσκεται στο καράβι του μισή ώρα πριν από το πρώτο σφύριγμα της σειρήνας. Δεν υπήρχε πρόβλημα, είχα αυτοκίνητο. Αργότερα όμως κατάλαβα κι αυτό το πλέγμα του φίλου μου: ζούσε με την αγωνία μήπως και φύγει το καράβι του και μείνει ξέμπαρκος. Έτυχαν στιγμές μεγάλης έξαρσης κι ευτυχίας, που πάντα τις φαρμάκωνε μ’ ένα «Τι ώρα είναι;», κάθε τόσο.
Στο σπίτι, άλλη ανάσταση! Η γυναίκα μου, η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου, ακόμα και ο Αμπντού μας τον έκαναν δικό τους. Από τότε, κάθε φορά που το πλοίο του διανυχτέρευε στην Αλεξάντρεια, ο Κόλιας κοιμόταν σπίτι μας. Είχε το δωμάτιό του. Μόνο άλλοι δυο το μεταχειρίζονταν, αν τύχαινε να βρίσκονται στην Αλεξάντρεια: ο διηγηματογράφος Νίκος Νικολαΐδης κι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος. Ο Αμπντού κάθε τέταρτη βδομάδα του έστρωνε καθαρά σεντόνια, κι όταν χτυπούσε η πόρτα κι ήταν ο Κόλιας φωτιζόταν το μούτρο του και χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές. «Για σετ, ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ!» (Κυρία, ο κύριος του βαποριού). «Τι καλοί άνθρωποι που είναι», μου έλεγε ο Κόλιας κάνοντας ένα μορφασμό, όπως όταν ζαρώνεις τη μύτη σου για να μη δακρύσεις. [...]
Εκείνο το πρωί ο Κεραμόπουλος είχε δουλειά. Μου άφησε τον Κόλια κι έφυγε. Σε καμιά ώρα ήρθε το αφεντικό, ο Μικές Χαλκούσης. Ο Κόλιας γνώριζε τον Γιάννη Χαλκούση, της Πόλης, και την κόρη του την Ελένη Χαλκούση, την πρωταγωνίστρια, της είχε μάλιστα αφιερώσει ένα ποίημα στο Πούσι [...]. Πιάσανε την κουβέντα την κουβέντα και τ’ ανέκδοτα, ο Κόλιας έλεγε για τους Χιώτες κι ο Μικές για τους Κεφαλλονίτες. Άντε πια να κάνεις δουλειά, τα δύο τηλέφωνα χαλούν τον κόσμο, και οι πελάτες να περιμένουν στον αντιθάλαμο. Σηκώθηκε ο Μικές να πάρει τον Κόλλια στο γραφείο του. «Εντάξει», τους λέω, «αλλά ο Κόλιας το μεσημέρι θα φάει σπίτι μου, ξηγημένα πράματα». Συμφώνησε ο Κόλιας μόνο μου έβαλε όρο να βρίσκεται στο καράβι του μισή ώρα πριν από το πρώτο σφύριγμα της σειρήνας. Δεν υπήρχε πρόβλημα, είχα αυτοκίνητο. Αργότερα όμως κατάλαβα κι αυτό το πλέγμα του φίλου μου: ζούσε με την αγωνία μήπως και φύγει το καράβι του και μείνει ξέμπαρκος. Έτυχαν στιγμές μεγάλης έξαρσης κι ευτυχίας, που πάντα τις φαρμάκωνε μ’ ένα «Τι ώρα είναι;», κάθε τόσο.
Στο σπίτι, άλλη ανάσταση! Η γυναίκα μου, η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου, ακόμα και ο Αμπντού μας τον έκαναν δικό τους. Από τότε, κάθε φορά που το πλοίο του διανυχτέρευε στην Αλεξάντρεια, ο Κόλιας κοιμόταν σπίτι μας. Είχε το δωμάτιό του. Μόνο άλλοι δυο το μεταχειρίζονταν, αν τύχαινε να βρίσκονται στην Αλεξάντρεια: ο διηγηματογράφος Νίκος Νικολαΐδης κι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος. Ο Αμπντού κάθε τέταρτη βδομάδα του έστρωνε καθαρά σεντόνια, κι όταν χτυπούσε η πόρτα κι ήταν ο Κόλιας φωτιζόταν το μούτρο του και χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές. «Για σετ, ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ!» (Κυρία, ο κύριος του βαποριού). «Τι καλοί άνθρωποι που είναι», μου έλεγε ο Κόλιας κάνοντας ένα μορφασμό, όπως όταν ζαρώνεις τη μύτη σου για να μη δακρύσεις. [...]
Στρατής Τσίρκας, «Ο φίλος μου ο Μαραμπού», Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία, Πολύπτυχο, Αθήνα 1982, σ. 17-20.
Αποχαιρετιστήριος λόγος
«Αγαπημένε μας σύντροφε ποιητή! Ο χτεσινός άνεμος, έφερε σε μας
τους ναυτεργάτες, το πιο θλιβερό ραπόρτο... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα, οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκουρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν την μπουρού. Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χτες αργά έστειλε το ραπόρτο στ’ αγαπημένα σου μαραμπού, να μη γρυλίζουν πια. «Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε...», μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελά σου φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα... Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ’ όλα τα λιμάνια του κόσμου... Όλα άργησαν για σένα. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι σου το αλαργινό.
Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ʼχουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι, αν βρει τη ρότα του, θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο απ’ τα μάτια μας θαλασσένιο νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…
«Αγαπημένε μας σύντροφε ποιητή! Ο χτεσινός άνεμος, έφερε σε μας
τους ναυτεργάτες, το πιο θλιβερό ραπόρτο... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα, οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκουρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν την μπουρού. Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χτες αργά έστειλε το ραπόρτο στ’ αγαπημένα σου μαραμπού, να μη γρυλίζουν πια. «Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε...», μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ’ αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελά σου φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα... Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ’ όλα τα λιμάνια του κόσμου... Όλα άργησαν για σένα. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι σου το αλαργινό.
Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα ʼχουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά. Αδελφέ μας ποιητή! Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι, αν βρει τη ρότα του, θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο απ’ τα μάτια μας θαλασσένιο νερό. Είναι μαζεμένο απ’ της θάλασσας τον καθάριο βυθό…
Ο επικήδειος του συναδέλφου του ναυτεργάτη Χρήστου Παντελίδη.
Κριτικές (αποσπάσματα)
Μαραμπού
Στη συλλογή αυτή ολοφάνερη είναι η επίδραση του
Ουράνη. Νομίζω όμως πως η συγγένεια είναι πιο πολύ εξωτερική παρά
τίποτα άλλο. Ίσως γι’ αυτό βλάπτει πολύ τον νέο ποιητή. Δεν επηρεάστηκε
τόσο από τον Ουράνη όσο παρασύρθηκε απ’ αυτόν. Παρανόησε την ποίηση
του Ουράνη, κατ’ εξοχήν, όπως λαμπρά την δηλοί και ο τίτλος της συλλογής
του, ποίηση νοσταλγίας. Μα ο Καββαδίας συγγενεύει πολύ περισσότερο με
ποιητή σαν τον Καρυωτάκη ή τον Ανθία της πρώτης, και δυστυχώς καλύτερης
συλλογής του. Ο Ουράνης δεν είναι επαναστατημένος ποιητής, ο Καββαδίας
σαν τον Ριμπώ, που επηρέασε τον Ουράνη, είναι επαναστατημένος. Αν δε
γυρεύει με σφυρίγματα αλήτικα και με σαρκασμό να εκφράσει την αδυναμία
του προσαρμογής στην αστική πραγματικότητα, αν η poésie maudite
(κατάρατος ποίηση) παίρνει σ’ αυτόν μορφή ταξιδιού, δεν αλλάζει αυτό το
ουσιαστικότερο περιεχόμενο της ψυχής του. Ταξιδεύει ο Καββαδίας, όχι
σαν τον Κνουτ Χάμσουν ή τον Κόνραντ, τα ταξίδια του είναι
ανθυγιεινότερα, ταξίδια, που συχνά ματαιούνται, ποίηση των αναχωρήσεων
που πολλές φορές δεν πραγματοποιούνται, ποίηση les trains manqués όπως
λέει κάποιος, ποίηση των mal du départ όπως ονομάζει ένα ποίημά του ο
Καββαδίας.
Μ. Σπιέρος (Ν. Κάλας), «Μαραμπού», Νέοι Πρωτοπόροι, τ. 8-9 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1933), σσ. 279-280.
Πούσι
Ο Νίκος Καββαδίας δεν είναι ο
εγωκεντρικός περιηγητής που αντιπαρατίθεται ατομικά στον κόσμο και τον
ερευνά για να γνωρίσει τον εαυτό του. Ο κόσμος είναι γοητευτικός γιατί
υπάρχουν οι άνθρωποι –η μεγάλη ανθρωπότητα, το εξελιγμένο αυτό κομμάτι
της φύσης που αγωνίζεται ενάντια στη φύση και δημιουργεί τη ζωή και το
πνεύμα. Παλεύει και ματώνει και νοσταλγεί, αλλά δε φεύγει ποτέ από τον
αγώνα, γιατί αυτός είναι πάθος δυνατό σαν τη μοίρα.
Έτσι, μέσα στο Πούσι του Καββαδία, το ανθρώπινο τοπίο είναι στο πρώτο πλάνο και το φυσικό τοπίο στο πλαίσιο. Κι εκεί ακόμα που λείπει ο άνθρωπος, το κύριο βάρος το παίρνουν τα έργα του, τα καράβια κι οι μηχανές, τα παράξενα φανάρια των θαλασσών, τα μυστηριώδη λιμάνια κι ακόμα και τα ζώα, οι παπαγάλοι κι οι πίθηκοι μπαίνουν κι αυτοί στο ανθρώπινο κλίμα κι έρχονται συντροφικά να παρηγορήσουν τον άνθρωπο στη μοναξιά του, όταν κλεισμένος στο κήτος του καραβιού κουμαντάρει τη μηχανή και το κύμα, μικρός Θεός που καταχτά την απόσταση πασαλειμένος ψαρόλαδο και κατράμι. Πόσο το νιώθει κανείς διαβάζοντας την ποίηση του Καββαδία, πως είναι απότολμο πράμα να μιλάς για τον άνθρωπο πριν γνωρίσεις καλά τη γη που τον φτιάνει! Το ταξίδι είναι πάντα η πιο βέβαιη πηγή της σοφίας.
Τη γης αυτή που ʼναι γεμάτη δυστυχία και ομορφιά, ο ποιητής την ανακαλύπτει κάθε στιγμή μέσα από το πούσι του μυστηρίου της και την αγαπά γιατί μπορεί να την υποτάζει. Τα οράματά του είναι γήινα και γι’ αυτό είναι βέβαια και μεγάλα, γιατί η γης είναι το πραγματικότερο ανθρώπινο περιβάλλον κι είναι στα μέτρα του ανθρώπου από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπορεί να κινιέται και να φαντάζεται.
Έτσι, μέσα στο Πούσι του Καββαδία, το ανθρώπινο τοπίο είναι στο πρώτο πλάνο και το φυσικό τοπίο στο πλαίσιο. Κι εκεί ακόμα που λείπει ο άνθρωπος, το κύριο βάρος το παίρνουν τα έργα του, τα καράβια κι οι μηχανές, τα παράξενα φανάρια των θαλασσών, τα μυστηριώδη λιμάνια κι ακόμα και τα ζώα, οι παπαγάλοι κι οι πίθηκοι μπαίνουν κι αυτοί στο ανθρώπινο κλίμα κι έρχονται συντροφικά να παρηγορήσουν τον άνθρωπο στη μοναξιά του, όταν κλεισμένος στο κήτος του καραβιού κουμαντάρει τη μηχανή και το κύμα, μικρός Θεός που καταχτά την απόσταση πασαλειμένος ψαρόλαδο και κατράμι. Πόσο το νιώθει κανείς διαβάζοντας την ποίηση του Καββαδία, πως είναι απότολμο πράμα να μιλάς για τον άνθρωπο πριν γνωρίσεις καλά τη γη που τον φτιάνει! Το ταξίδι είναι πάντα η πιο βέβαιη πηγή της σοφίας.
Τη γης αυτή που ʼναι γεμάτη δυστυχία και ομορφιά, ο ποιητής την ανακαλύπτει κάθε στιγμή μέσα από το πούσι του μυστηρίου της και την αγαπά γιατί μπορεί να την υποτάζει. Τα οράματά του είναι γήινα και γι’ αυτό είναι βέβαια και μεγάλα, γιατί η γης είναι το πραγματικότερο ανθρώπινο περιβάλλον κι είναι στα μέτρα του ανθρώπου από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπορεί να κινιέται και να φαντάζεται.
Ασημάκης Πανσέληνος, Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 61/1946, σ. 61.
Βάρδια
Ουσιαστικά όμως «το θανάσιμο “αμάρτημα” για το
οποίο, μια ολόκληρη ζωή, ο εαυτός του τον κρίνει “ως ένας δικαστής
στυγνός”, μένει πάντα απροσδιόριστο. Κι όταν στη Βάρδια
εμφανίζονται (ή μάλλον επιδεικνύονται) επιτέλους τα αίτια αυτής της
διάχυτης ενοχής, είναι δύσκολο να ληφθούν τοις μετρητοίς. Η αυτοκριτική
που περιέχεται στη Βάρδια μπορεί να ισχύει, αλλά δεν επαρκεί
γιατί δεν φτάνει ώς τις πραγματικές ρίζες της ενοχής, που μένουν πάντα
αθέατες κάτω από τα ανεκδοτολογικά προσχήματα: προδοσία ενός έρωτα,
παραίτηση από ένα ιδανικό, (αυτο)καταστροφή μιας ωραίας και καθαρής
στιγμής από αμέλεια ή αδιαφορία ‒ όλ’ αυτά τα τυπικά μεσοπολεμικά
αμαρτήματα που τόσο αβίαστα και σωρευτικά «ομολογούνται» πάνε ίσως να
καλύψουν κάτι άλλο» [Γ. Λυκιαρδόπουλος].
Στο βιβλίο αυτό «υποδέχεται χαρακτήρες και συμπεριφορές από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές ‒ένα είδος εσωτερικής, θα έλεγε κανείς, διακειμενικότητας‒ και στέλνει σήματα για την προετοιμασία της επόμενης» [Μ. Μικέ].
Γενικά, τα «αυτοβιογραφικά» στοιχεία που σταχυολογούμε, τόσο από τα ποιήματα όσο και από τα πεζά του, δεν είναι απαραίτητο να τα παίρνουμε πάντοτε κατά γράμμα. Οι φίλοι του μαρτυρούν ότι πολλές φορές η αφήγησή του ήταν διανθισμένη με υπερβολές δονκιχωτικού ρυθμού και βίωνε το πρόσωπο του «Μαραμπού» που είχε δημιουργήσει σαν να ήταν ο πραγματικός του εαυτός. Και ασφαλώς ο «Μαραμπού» δεν ταυτίζεται απολύτως με τον Νίκο Καββαδία. Είναι ο Κόλιας συν ένα άθροισμα πολών άλλων υπαρκτών όσο και φιλολογικών θαλασσινών ( : ο Σεβάχ της Χαλιμάς, ο Γιαβάς του Κόντογλου, ο Στράτης του Σεφέρη, ο Ροβέρτος Συρκούφ κ.ά.).
Η επιδίωξη του Καββαδία να αποδείξει ότι ο «Μαραμπού» είναι δημιουργημένος καθ’ ομοίωση του Κόλια, η ταύτιση δηλαδή του ποιητή με το ποίημά του, μέσω της γραφής κορυφώνεται στη Βάρδια, όπου το κεντρικό πρόσωπο είναι επίσης ασυρματιστής και ονομάζεται Νικόλας.
Στο βιβλίο αυτό «υποδέχεται χαρακτήρες και συμπεριφορές από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές ‒ένα είδος εσωτερικής, θα έλεγε κανείς, διακειμενικότητας‒ και στέλνει σήματα για την προετοιμασία της επόμενης» [Μ. Μικέ].
Γενικά, τα «αυτοβιογραφικά» στοιχεία που σταχυολογούμε, τόσο από τα ποιήματα όσο και από τα πεζά του, δεν είναι απαραίτητο να τα παίρνουμε πάντοτε κατά γράμμα. Οι φίλοι του μαρτυρούν ότι πολλές φορές η αφήγησή του ήταν διανθισμένη με υπερβολές δονκιχωτικού ρυθμού και βίωνε το πρόσωπο του «Μαραμπού» που είχε δημιουργήσει σαν να ήταν ο πραγματικός του εαυτός. Και ασφαλώς ο «Μαραμπού» δεν ταυτίζεται απολύτως με τον Νίκο Καββαδία. Είναι ο Κόλιας συν ένα άθροισμα πολών άλλων υπαρκτών όσο και φιλολογικών θαλασσινών ( : ο Σεβάχ της Χαλιμάς, ο Γιαβάς του Κόντογλου, ο Στράτης του Σεφέρη, ο Ροβέρτος Συρκούφ κ.ά.).
Η επιδίωξη του Καββαδία να αποδείξει ότι ο «Μαραμπού» είναι δημιουργημένος καθ’ ομοίωση του Κόλια, η ταύτιση δηλαδή του ποιητή με το ποίημά του, μέσω της γραφής κορυφώνεται στη Βάρδια, όπου το κεντρικό πρόσωπο είναι επίσης ασυρματιστής και ονομάζεται Νικόλας.
Δημήτρης Καλοκύρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου-Εισαγωγή στον Νίκο Καββαδία, Άγρα, Αθήνα 2004, σσ. 53-54.
Τραβέρσο
Στα τελευταία του ποιήματα (Τραβέρσο, 1975)
το θαλασσινό φολκλόρ διατηρείται μόνο στα εξωτερικά και γραφικά του
στοιχεία μεταφερμένο από την αυτοειρωνική αφηγηματικότητα και τον
αυτοαναιρετικό χαρακτήρα του μεσοπολεμικού ψυχισμού (Μαραμπού) σε μια ομιχλώδη περιοχή όπου συγχέεται το νατουραλιστικό και παιγνιώδες με το θρυλικό.
Μες απ’ αυτό τον παραμυθένιο θίασο που σιγοσβήνει μεταξύ θρύλου και ιστορίας (ο Αζτέκος κι ο Μέγας Χαν, ο Μάρκο Πόλο κι οι θαλασσοκόρες του βυθού, «του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι» κι ο Λύχνος του Αλαδίνου) πάει να στερεωθεί ένα σύμβολο: ο «ναύτης» του Καββαδία δεν είναι η προσωποποίηση ενός επαγγέλματος αλλά η ποιητική σύνοψη μιας ανθρώπινης κατάστασης –η «σπουδή θαλάσσης» μετατρέπεται σε μια, μέσω του θρύλου, σπουδή της ιστορίας.
Μες απ’ αυτό τον παραμυθένιο θίασο που σιγοσβήνει μεταξύ θρύλου και ιστορίας (ο Αζτέκος κι ο Μέγας Χαν, ο Μάρκο Πόλο κι οι θαλασσοκόρες του βυθού, «του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι» κι ο Λύχνος του Αλαδίνου) πάει να στερεωθεί ένα σύμβολο: ο «ναύτης» του Καββαδία δεν είναι η προσωποποίηση ενός επαγγέλματος αλλά η ποιητική σύνοψη μιας ανθρώπινης κατάστασης –η «σπουδή θαλάσσης» μετατρέπεται σε μια, μέσω του θρύλου, σπουδή της ιστορίας.
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Νίκος Καββαδίας», Σημειώσεις, τ. 7, σ. 51 (;). Παρατίθεται στο βιβλίο του Τάσου Κόρφη, ό.π., σ. 135.
Συνολικές θεωρήσεις
Τα λίγα μα διαλεχτά ποιήματά του – 36 όλα κι όλα, ή
μάλλον 37, αν προσθέσουμε και το «Ήθελα...», που δεν υπάρχει παρά μόνο
στην Ανθολογία του Αποστολίδη– δεν έχουν ούτε μια λέξη περιττή,
ούτε μια ομοιοκαταληξία τυχαία, ούτε ένα στίχο παραπανίσιο. Καρπός
μεγάλης στιχουργικής ευχέρειας αλλά και επίμονης τεχνικής επεξεργασίας,
τα ποιήματά του είναι ολοκληρωμένα και με μελετημένες λεπτομέρειες.
Όσο κι αν ξαφνιάζουν στην αρχή, γρήγορα συγκινούν και κερδίζουν. Γιατί
στέκουν ανάμεσα στην παράδοση και το μοντέρνο, και η διπλή αυτή
ιδιότητα τα κάνει γοητευτικά.
Και κάτι άλλο ακόμα. Όσο κι αν φαίνεται τολμηρό αυτό που θα πω, η ποίηση του Καββαδία έχει την ίδια ποιότητα και πυκνότητα με την ποίηση του Καβάφη –τουλάχιστον ως προς την τέχνη. Πράγματι, ενώ από τους άλλους μας ποιητές μπορεί κανείς να διαλέξει εύκολα τα δυο τρία καλύτερα ποιήματά τους, από τον Καβάφη και τον Καββαδία δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις –και να σκεφτεί κανείς πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πήραν ποτέ τους κανένα βραβείο! Γι’ αυτό, όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός από τους πολυδιαφημισμένους ποιητές μας κι όταν οι μοντέρνοι μας πάθουν καθίζηση, ο Καββαδίας θα εξακολουθήσει αβίαστα και με το δίκιο του να επιζεί.
Και κάτι άλλο ακόμα. Όσο κι αν φαίνεται τολμηρό αυτό που θα πω, η ποίηση του Καββαδία έχει την ίδια ποιότητα και πυκνότητα με την ποίηση του Καβάφη –τουλάχιστον ως προς την τέχνη. Πράγματι, ενώ από τους άλλους μας ποιητές μπορεί κανείς να διαλέξει εύκολα τα δυο τρία καλύτερα ποιήματά τους, από τον Καβάφη και τον Καββαδία δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις –και να σκεφτεί κανείς πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος πήραν ποτέ τους κανένα βραβείο! Γι’ αυτό, όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός από τους πολυδιαφημισμένους ποιητές μας κι όταν οι μοντέρνοι μας πάθουν καθίζηση, ο Καββαδίας θα εξακολουθήσει αβίαστα και με το δίκιο του να επιζεί.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Νίκος Καββαδίας», Διαγώνιος 1975, σ. 74. Παρατίθεται στο Τάσος Κόρφης, ό.π. σσ. 161-162.
Εκείνο που κατόρθωσε ο Νίκος Καββαδίας και θα μείνει
αιώνια κληρονομιά στα γράμματά μας είναι τούτο. Στην ελληνική δίψα της
θαλασσινής αναζήτησης για την προσέγγιση της ψυχής με την απέραντη
ομορφιά του ανθρώπου και της φύσης, για τη χαρά και τον εξευγενισμό
τους, έδωσε με την ποίησή του ένα νέο ρίγος και μια νέα διάσταση,
ρωμέικη αλλά δίχως στενόκαρδα σύνορα. Γι’ αυτό οι νέοι του τόπου του,
αγόρια και κορίτσια, που επάνω τους ακούμπησε τις ελπίδες του και που,
με τη σειρά τους, αγάπησαν με πάθος το έργο του και τον άνθρωπο του
έργου, θα τον έχουν πάντα μπρος στα μάτια τους όπως τους φάρους που
τραγούδησε.
Στρατής Τσίρκας, Το Βήμα, 12 Φεβρ. 1975.
Επιλογή Βιβλιογραφίας
• Αργυρίου Αλεξ., «Καββαδίας Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1985.
• Βάρναλης Κώστας, «Ο Μαραμπού», Η Πρωία, 10/9/1943, σ. 1.
• Βογασάρης Άγγελος, Νίκος Καββαδίας (Μαραμπού). Ο ποιητής των μακρινών θαλασσινών δρόμων. Σαμουράι, Αθήνα 1979 (νέα έκδοση: Ιωλκός, 2002).
• Γαλανάκη Ρέα, «Προτάσεις για την ανάγνωση του Νίκου Καββαδία», Ο Πολίτης t. 18 (4/1978), σ. 94-99.
• Γιαλουράκης Μανώλης, «Νίκος Καββαδίας. Ένας λυρικός της θάλασσας», Νέα Σκέψη τ. 120/1979, σ. 17-18.
• Δεληγιάννης, Γιώργος, Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία. Κοινά σημεία Καββαδία και γαλλικής ποίησης, Ίδμων, Αθήνα 2002.
• Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία (Αλέξανδρος Αργυρίου, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Ντίνος Χριστιανόπουλος), Επιμέλεια Άντεια Φραντζή, Πολύτυπο, Αθήνα 1982.
• Θρύλος Άλκης, «Κριτική για το Μαραμπού», Σήμερα 6/1933, σ.191.
• Ιωάννου Γιώργος, «Μαδέρια στο πέλαγος», Αντί 142 (4/1/1980), σ. 12-13.
• Καλοκύρης Δημήτρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή στον Νίκο Καββαδία, Άγρα, Αθήνα 2004.
• Καραντώνης Αντρέας, «Νίκος Καββαδίας», Φυσιογνωμίες, τόμ. Β΄, Παπαδήμας, Αθήνα 1977, σ. 333-342.
• Κασόλας Μήτσος. Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα, θάλασσα, ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο, Καστανιώτη, Αθήνα 2004.
• Κασόλας Μήτσος, Νίκος Καββαδίας. Ο δαίμονας χόρευε μέσα του, Καστανιώτη, Αθήνα 2009.
• Κόρδης Γεώργιος Δ., Λένε για μένα οι ναυτικοί... Εικαστική αναφορά στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Αρμός, Αθήνα 2005.
• Κόρφης Τάσος, Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Κέδρος, Αθήνα 1978 (και νέα έκδοση Πρόσπερος, 1991).
• Κούβελα-Τασιάκου Φλέρρυ, «Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής φιλόσοφος. Αφιέρωμα στον μαρκονίστα ποιητή, τον αέναο εραστή της θάλασσας και της γυναίκας, για τα τρία χρόνια από το θάνατό του – Η τελευταία συνέντευξή του», Γυναίκα, τ. 736/11-4-1978, σ. 38-42.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Νίκος Καββαδίας», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς. Ένας οδηγός, Πατάκης, Αθήνα 1995, σ. 101-102.
• Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος, Μύθος και ποιητική του «Ταξιδιού», Έρασμος, Αθήνα 1990.
• Μενδράκος Τάκης, «Νίκος Καββαδίας (Ο Μαραμπού)», Κριτικά Φύλλα, Άνοιξη 1976 (τώρα και στον τόμο Μικρές δοκιμές. Κριτικά σημειώματα και άρθρα, Σοκόλης, Αθήνα 1990, σ. 94-103).
• Μικέ Μαίρη, Η Βάρδια του Νίκου Καββαδία. Εικονο-γραφήσεις και μεταμορφώσεις, Άγρα, Αθήνα 1994.
• Νικορέτζος, Δημήτρης, Νίκος Καββαδίας: Ο τελευταίος αμαρτωλός. Εντός, Αθήνα 2001.
• Ντελόπουλος Κυριάκος, Νίκος Καββαδίας. Βιβλιογραφία 1928-1982. Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1983.
• Πανσέληνος Ασημάκης, «Κριτική για το Πούσι», Ελεύθερα Γράμματα τ. 61/1947, σ. 61.
• Παράσχος Κλέων, «Νίκου Καββαδία: Μαραμπού», Νέα Εστία τ. 160/1933, σ. 899-900.
• Ποταμιάνος Δ. Π., «Κριτική για τη Βάρδια», Διαβάζω 3-4, 10/1976, σ. 100-102.
• Σακκάτος Βαγγέλης, Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας. Ο παράξενος ταξιδευτής και συναρπαστικός αφηγητής, Δρόμων, Αθήνα 2009.
• Saunier Guy (Michel), «Ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό...». Έρευνα στον μυθικό κόσμο του Νίκου Καββαδία, Άγρα, Αθήνα 2004.
• Στεργιόπουλος Κώστας (επιμ.), «Νίκος Καββαδίας», Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα 1980, σ. 514-517.
• Τράπαλης Γιώργος, Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία, Άγρα, Αθήνα 1992.
• Τσίρκας Στρατής, «Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων», Το Βήμα, 12/2/1975, σ. 4.
• Φιλίππου Φίλιππος, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα, Αθήνα 1996.
• Χαλκούση Ελένη, «Ο φίλος, ο στοχαστής, ο ευαίσθητος “Μαραμπού”. Ο ποιητής της θάλασσας και του θανάτου - Η Ελένη Χαλκούση γράφει για το Νίκο Καββαδία», Η Απογευματινή, 15/2/1975.
• Χάρης Πέτρος, Μικρή πινακοθήκη. Σειρά δεύτερη, Κριτικά Φύλλα, Αθήνα 1975, σ. 140.
• Χατζοπούλου-Καραβία Λεία, «Νίκος Καββαδίας, ο Μαραμπού», Τομές, 3/1975, σ. 49.
• Βάρναλης Κώστας, «Ο Μαραμπού», Η Πρωία, 10/9/1943, σ. 1.
• Βογασάρης Άγγελος, Νίκος Καββαδίας (Μαραμπού). Ο ποιητής των μακρινών θαλασσινών δρόμων. Σαμουράι, Αθήνα 1979 (νέα έκδοση: Ιωλκός, 2002).
• Γαλανάκη Ρέα, «Προτάσεις για την ανάγνωση του Νίκου Καββαδία», Ο Πολίτης t. 18 (4/1978), σ. 94-99.
• Γιαλουράκης Μανώλης, «Νίκος Καββαδίας. Ένας λυρικός της θάλασσας», Νέα Σκέψη τ. 120/1979, σ. 17-18.
• Δεληγιάννης, Γιώργος, Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία. Κοινά σημεία Καββαδία και γαλλικής ποίησης, Ίδμων, Αθήνα 2002.
• Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία (Αλέξανδρος Αργυρίου, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Ντίνος Χριστιανόπουλος), Επιμέλεια Άντεια Φραντζή, Πολύτυπο, Αθήνα 1982.
• Θρύλος Άλκης, «Κριτική για το Μαραμπού», Σήμερα 6/1933, σ.191.
• Ιωάννου Γιώργος, «Μαδέρια στο πέλαγος», Αντί 142 (4/1/1980), σ. 12-13.
• Καλοκύρης Δημήτρης, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή στον Νίκο Καββαδία, Άγρα, Αθήνα 2004.
• Καραντώνης Αντρέας, «Νίκος Καββαδίας», Φυσιογνωμίες, τόμ. Β΄, Παπαδήμας, Αθήνα 1977, σ. 333-342.
• Κασόλας Μήτσος. Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα, θάλασσα, ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο, Καστανιώτη, Αθήνα 2004.
• Κασόλας Μήτσος, Νίκος Καββαδίας. Ο δαίμονας χόρευε μέσα του, Καστανιώτη, Αθήνα 2009.
• Κόρδης Γεώργιος Δ., Λένε για μένα οι ναυτικοί... Εικαστική αναφορά στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Αρμός, Αθήνα 2005.
• Κόρφης Τάσος, Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Κέδρος, Αθήνα 1978 (και νέα έκδοση Πρόσπερος, 1991).
• Κούβελα-Τασιάκου Φλέρρυ, «Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής φιλόσοφος. Αφιέρωμα στον μαρκονίστα ποιητή, τον αέναο εραστή της θάλασσας και της γυναίκας, για τα τρία χρόνια από το θάνατό του – Η τελευταία συνέντευξή του», Γυναίκα, τ. 736/11-4-1978, σ. 38-42.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Νίκος Καββαδίας», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς. Ένας οδηγός, Πατάκης, Αθήνα 1995, σ. 101-102.
• Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος, Μύθος και ποιητική του «Ταξιδιού», Έρασμος, Αθήνα 1990.
• Μενδράκος Τάκης, «Νίκος Καββαδίας (Ο Μαραμπού)», Κριτικά Φύλλα, Άνοιξη 1976 (τώρα και στον τόμο Μικρές δοκιμές. Κριτικά σημειώματα και άρθρα, Σοκόλης, Αθήνα 1990, σ. 94-103).
• Μικέ Μαίρη, Η Βάρδια του Νίκου Καββαδία. Εικονο-γραφήσεις και μεταμορφώσεις, Άγρα, Αθήνα 1994.
• Νικορέτζος, Δημήτρης, Νίκος Καββαδίας: Ο τελευταίος αμαρτωλός. Εντός, Αθήνα 2001.
• Ντελόπουλος Κυριάκος, Νίκος Καββαδίας. Βιβλιογραφία 1928-1982. Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1983.
• Πανσέληνος Ασημάκης, «Κριτική για το Πούσι», Ελεύθερα Γράμματα τ. 61/1947, σ. 61.
• Παράσχος Κλέων, «Νίκου Καββαδία: Μαραμπού», Νέα Εστία τ. 160/1933, σ. 899-900.
• Ποταμιάνος Δ. Π., «Κριτική για τη Βάρδια», Διαβάζω 3-4, 10/1976, σ. 100-102.
• Σακκάτος Βαγγέλης, Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας. Ο παράξενος ταξιδευτής και συναρπαστικός αφηγητής, Δρόμων, Αθήνα 2009.
• Saunier Guy (Michel), «Ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό...». Έρευνα στον μυθικό κόσμο του Νίκου Καββαδία, Άγρα, Αθήνα 2004.
• Στεργιόπουλος Κώστας (επιμ.), «Νίκος Καββαδίας», Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα 1980, σ. 514-517.
• Τράπαλης Γιώργος, Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία, Άγρα, Αθήνα 1992.
• Τσίρκας Στρατής, «Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων», Το Βήμα, 12/2/1975, σ. 4.
• Φιλίππου Φίλιππος, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα, Αθήνα 1996.
• Χαλκούση Ελένη, «Ο φίλος, ο στοχαστής, ο ευαίσθητος “Μαραμπού”. Ο ποιητής της θάλασσας και του θανάτου - Η Ελένη Χαλκούση γράφει για το Νίκο Καββαδία», Η Απογευματινή, 15/2/1975.
• Χάρης Πέτρος, Μικρή πινακοθήκη. Σειρά δεύτερη, Κριτικά Φύλλα, Αθήνα 1975, σ. 140.
• Χατζοπούλου-Καραβία Λεία, «Νίκος Καββαδίας, ο Μαραμπού», Τομές, 3/1975, σ. 49.
• Χ[ουρμούζιος] Αιμ[ίλιος], «Κριτική για το Πούσι», Νέα Εστία, τ. 483/1947, σ. 1018.
περισσότερα θα διαβάσετε στο μεγάλο διαδικτυακό αφιέρωμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου για τον Νίκο Καββαδία
πληροφορίες για τα αφιερώματα του ΕΚΕΒΙ θα βρείτε και εδώ
επιλογή αποσπασμάτων Λογοτεχνία και σκέψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου