Ένα Σιμενόν πρόσωπο
Ηταν γόνος μικροαστικής οικογένειας
ο Ζορζ Σιμενόν. Η ζωή δεν του χαρίστηκε, εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο,
εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε συντηρητική εφημερίδα, ώσπου να γίνει ο
διάσημος συγγραφέας, αυτός με τα σπίτια σε δύο ηπείρους, με το υγρό
στοιχείο να τον κατατρύχει (ποταμόπλοια στη Γαλλία, γιοτ στη Βόρεια
θάλασσα), με τους νόμιμους γάμους, τα πολλά παιδιά και με τις χίλιες
ερωμένες. Ο Σιμενόν, που έγινε μύθος πολύ πριν αποδημήσει το 1989...
Αλήθεια, ποιος άλλος στον εικοστό αιώνα ευτύχησε να δει τα
απομνημονεύματά του να εκδίδονται σε 72 τόμους πριν καν ολοκληρώσει τη
συγγραφική του καριέρα (πλήθος βιβλίων ακολούθησαν) και ποιος είδε να
γεννιούνται ταινίες επί ταινιών χάρη σ' αυτά;
Ο επιθεωρητής Μεγκρέ; Δεν ήταν παρά μια λεπτομέρεια στο σύνολο
του έργου του! Πριν τον αποκαλύψει στο κοινό, είχε γράψει περί τα 200
μυθιστορήματα, πολλά με ψευδώνυμο και ήταν ήδη πάμπλουτος αλλά και
αμφιλεγόμενος. Μπορεί στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να κράτησε, αν μη τι
άλλο, ουδέτερη στάση, όμως κατηγορήθηκε πως οι ταινίες του Μεγκρέ, που
γυρίστηκαν κατά το 1941-1944, έγιναν με τη συμμετοχή γερμανών παραγωγών,
ενώ τα βιβλία του έφεραν τη σφραγίδα της Γερμανικής Επιτροπής
Λογοκρισίας.
Το 1942 ήταν που γυρίστηκε επίσης το «Οι άγνωστοι μέσα στο
σπίτι», και να πάλι το οξύμωρο: υπάρχουν άραγε άλλα βιβλία στη
βραχύχρονη (σχετικά) έβδομη τέχνη που γέννησαν τα σενάρια για τρεις
διαφορετικές ταινίες; Οντως οι «Αγνωστοι» το 1942 παίχτηκαν με
πρωταγωνιστή τον Raimu, το 1967 ως αμερικάνικη παραγωγή με τον Τζέιμς
Μέισον (και την Τζέραλντιν Τσάπλιν) και το 1992 (δεύτερη γαλλική
παραγωγή) με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό.
Αν διερωτάστε τι τράβηξε τρεις διάσημους ηθοποιούς να
πρωταγωνιστήσουν σε ώριμη ηλικία στο ίδιο έργο, η απάντηση είναι απλή: ο
ρόλος του Εκτόρ Λουρσά ντε Σεν Μαρκ. Εν ολίγοις το να ερμηνεύουν
τουλάχιστον στη μισή διάρκεια της ταινίας έναν μεσήλικα ευγενικής
καταγωγής που παραπαίει ελαφρά μεθυσμένος, έναν αδιάφορο για τη ζωή που
όμως αίφνης βρίσκει ξανά το κέφι του γι' αυτήν.
Τώρα που το βιβλίο κυκλοφορεί από την «Αγρα» (σε μετάφραση
Αργυρώς Μακάρωφ), ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει πίσω σ'
έναν βροχερό χρόνο και τόπο, στη Μουλέν, έναν Οκτώβρη όπου η παγωνιά δεν
αστειεύεται.
Ο Λουρσά είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της επαρχίας.
Μπορεί να ήρθε η Δημοκρατία, αλλά τα τζάκια έχουν πάντα πέραση, ο
παππούς του ήταν σχεδόν ισόβιος δήμαρχος (διαθέτει και άγαλμα), ενώ οι
συγγενείς του λύνουν και δένουν κρατώντας όλα τα νευραλγικά πόστα στην
πόλη. Ομως ο Λουρσά έχει ένα πρόβλημα: από τότε που τον άφησε η γυναίκα
του, 18 χρόνια πριν (με μία κόρη δύο χρονών), εγκατέλειψε τη δικηγορία,
κλείστηκε στο μέγαρό του, ειδικότερα στο γραφείο του, από το οποίο
βγαίνει μόνο για να πάει μέχρι την τραπεζαρία.
Κάθε πρωί κατεβαίνει στο κελάρι, παίρνει τρία μπουκάλια κόκκινο
κρασί που καταναλώνει στη διάρκεια της ημέρας, καπνίζοντας αδιάκοπα και
διαβάζοντας σκόρπιες σελίδες από τους χιλιάδες τόμους που στοιβάζονται
στη βιβλιοθήκη του. Ωσπου ένα βράδυ ακούγεται ένας πυροβολισμός, και,
ενώ ο ήρωάς μας δεν σκοτίζεται ιδιαίτερα, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία,
βγαίνει σε διαδρόμους του σπιτιού, από τους οποίους είχε χρόνια να
περάσει για ν' ανακαλύψει αρχικά και στη διάρκεια των επόμενων
εικοσιτετραώρων: το πτώμα ενός αγύρτη (μέσα στο σπίτι), ότι η κόρη του
Νικόλ έχει εραστή, ότι κάθε βράδυ στο δωμάτιο της γίνονταν πάρτι και ότι
συμμετείχε σ' ένα είδος συμμορίας που το γλένταγε κλέβοντας.
Ο Σιμενόν πετυχαίνει μ' ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Γελοιοποιεί
κατ' αρχήν την άρχουσα τάξη με τις πόζες, την υποκρισία, τα κλειστά της
κλαμπ, τις φανταστικές αρρώστιες των κυριών- απάντηση στα στολισμένα με
κέρατα κεφάλια τους, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως πως δεν ασχολείται και
με τα κόμπλεξ του φτωχού λαού απέναντί της. Στο τέλος τέλος όλοι θέλουν
να είναι ή να γίνουν κάποιοι, από μικροαστοί ή έμποροι να μπουν σ' ένα
σαλόνι.
Ο Σιμενόν εναποθέτει την ελπίδα του στη νεολαία, στην κόρη του
Λουρσά και στον εραστή της, ένα είδος «παιδιού του λαού», έναν
Ξανθόπουλο, που παρασύρεται αλλά που στο τέλος βρίσκει τον ίσιο δρόμο
και παίρνει το κορίτσι.
Από την τοιχογραφία δεν λείπουν τα πρόσωπα που τυλίγουν το
αριστοκρατικό της κέντρο. Οι πόρνες, οι ιδιοκτήτες μπαρ, οι ταξιτζήδες, ο
βιβλιοπώλης, οι ανώνυμοι τέλος πάντων, που για μια στιγμή φωτίζονται
προσθέτοντας στην αληθοφάνεια. Και βέβαια παντού η πόλη, σκοτεινή μες τη
βροχή ή το χιονόνερο, υπογραμμίζει την κατάσταση, δημιουργώντας την
απαραίτητη στο νουάρ ατμόσφαιρα.
Εκείνος όμως που στοιχειώνει τον αναγνώστη, είτε με το πρόσωπο
του Raimu, είτε με του Μέισον, είτε με το πιο οικείο του γερασμένου
Μπελμποντό, είναι ο Λουρσά. Αδιάφορος, πότης, μονομανής και στερημένος
από τη θέρμη του θήλεος, ανακαλύπτει τη ζωή ξανά, της βγάζει ξαφνικά τη
γλώσσα, συμμαχεί μαζί της για να παρασυρθεί εντέλει ξαναζώντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου