ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η πόλη της ζωής και του θανάτου
Νίκος Λούντος
Η κινέζικη ταινία «Η Πόλη της ζωής και του θανάτου» είναι ένα από τα φετινά αριστουργήματα. Θέμα της είναι η εισβολή του γιαπωνέζικου στρατού το 1937 στην τότε πρωτεύουσα της Κίνας, Νανκίνγκ. Χρειάζεται να είναι κανείς οπλισμένος με πολλές αντοχές για να μπει στην αίθουσα, γνωρίζοντας πως στην οθόνη αποτυπώνεται μία από τις μεγαλύτερες σφαγές του 20ου αιώνα. Οι κινέζικες πηγές κάνουν λόγο για δολοφονία 300 χιλιάδων αμάχων και για βιασμό 80 χιλιάδων γυναικών, ανάμεσά τους βρέφη. Η ταινία, χωρίς να κάνει «μάθημα», μετατρέπεται αντικειμενικά σε αντιπολεμικό μανιφέστο. Ο πόλεμος είναι πολύ πιο ωμός, βρόμικος από όσο παρουσιάζεται στα βιβλία της ιστορίας που εξιστορούν μάχες, νικητές, ηττημένους και καταμετρούν θύματα.
Ο σκηνοθέτης, Τσουάν Λου, δεν εστιάζει υπερβολικά σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Προσπαθεί να υπενθυμίζει συνεχώς την κλίμακα αυτής της σφαγής. Η κάμερα κάνει πανοραμικά περάσματα πάνω στους νεκρούς Κινέζους που οι σοροί τους μοιάζουν να σχηματίζουν σάρκινα τοπία. Κάθε βιασμός είναι ένα ξεχωριστό και μεγάλο έγκλημα, αλλά η διαδικασία εφόδου στα σπίτια από όπου αρπάχτηκαν για να βιαστούν όλες οι νεαρές γυναίκες ξεπερνάει σε φρίκη το άθροισμα των ξεχωριστών βιασμών. Ο φακός είναι πολλές φορές φλου, αυξάνοντας την αίσθηση ότι το μέγεθος του εγκλήματος δεν χωράει στα μάτια σου. Δεν μπορείς να εστιάσεις σε ξεχωριστά πρόσωπα.
Ομως, το σοκ δεν προέρχεται κυρίως από την όψη των θυμάτων. Οι δολοφονημένοι άμαχοι και οι βιασμένες γυναίκες διατηρούν την αξιοπρέπειά τους ως το τέλος. Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τους θύτες. Ο σκηνοθέτης για να αντιμετωπίσει αυτό το ερώτημα χρησιμοποιεί ως κεντρικό ήρωα έναν Ιάπωνα λοχία, τον Καντοκάβα. Μοιάζει με άνθρωπος ανάμεσα σε χιλιάδες ζώα, φαίνεται να καταλαβαίνει τι συμβαίνει, τα μάτια του δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από τη βαρβαρότητα γύρω του. Εσωτερικά ταλαιπωρείται, όμως η συμπεριφορά του δεν είναι διαφορετική από τους υπόλοπους. Ο σκηνοθέτης κατηγορήθηκε ότι εστιάζοντας στον Καντοκάβα δίνει συγχωροχάρτι στους Ιάπωνες στρατιώτες. Δεν είναι αλήθεια. Ο Καντοκάβα προσφέρει μια ελπίδα ότι ανάμεσα στον αυτοκρατορικό στρατό της Ιαπωνίας υπήρχαν και άλλοι σαν αυτόν που τουλάχιστον καταλάβαιναν. Ομως η στάση του επιβεβαιώνει ότι ο πόλεμος δεν είναι ζήτημα ατομικής επιλογής.
Φυσικά, η ταινία δεν έχει στόχο να απαντήσει στα ιστορικά ερωτήματα. Γιατί η Ιαπωνία, μια χώρα που ως τα μέσα του 19ου αιώνα βρισκόταν σε βαθύ φεουδαρχικό μεσαίωνα, εξαπέλυσε μια τέτοια ιμπεριαλιστική επιδρομή κατά της Κίνας; Γιατί η Κίνα βρέθηκε τόσο αδύναμη να αντιδράσει;
Οι απαντήσεις αυτές πάνε πολύ πιο πίσω από το 1937. Η Κίνα είχε κοπεί σε κομματάκια από τις Δυτικές δυνάμεις από πολύ νωρίς και οι ευρωπαϊκοί στρατοί ήταν αυτοί που την είχαν μετατρέψει σε μισο-αποικία. Η συνθήκη των Βερσαλιών στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου παρέδωσε ό,τι είχε αρπάξει η Γερμανία από την Κίνα στα χέρια της ανερχόμενης Ιαπωνίας. Και ο Στάλιν είχε καθοδηγήσει, στα τέλη της δεκαετίας του ΄20, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας να συμμαχήσει και να δώσει το πάνω χέρι στο εθνικιστικό Κόμμα Κουομιντάνγκ. Υποτίθεται το Κουομιντάνγκ θα παρείχε ασφάλεια απέναντι στις ξένες εισβολές. Ομως, οι εθνικιστές εγκατέλειψαν την Νανκίνγκ προτού καν πατήσουν το πόδι τους οι Γιαπωνέζοι. Τους ένοιαζε περισσότερο να καταστείλουν τον «εσωτερικό εχθρό». Οι Κινέζοι αντιστασιακοί και κομμουνιστές έμειναν να υπερασπίσουν μόνοι τους τις περιοχές τους.
Οσο κι αν συγκλονίζει η κινηματογραφική εικόνα, ας μην ξεχάσει κανείς παρακολουθώντας την ταινία, ότι αυτό που βλέπει δεν είναι απλώς μυθοπλασία, αλλά ένα μικρό μόνο μέρος από ένα μαζικό έγκλημα που συνέβη πραγματικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου