Η Μαύρη Αφροδίτη, κατά κόσμον Σάαρτγιε Μπάρτμαν, γεννήθηκε γύρω στο 1789, σωτήριο πρώτο έτος της Μεγάλης Γαλλικής επανάστασης. Στη ζωή της όμως δεν γνώρισε την ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη ούτε τον διαφωτισμό της αστικής επανάστασης, αλλά την πιο σκοτεινή και βάρβαρη πλευρά του δυτικού πολιτισμού. Η ταινία «Μαύρη Αφροδίτη» που προβάλλεται από την περασμένη βδομάδα αφηγείται τη συγκλονιστική της ιστορία και μας αφήνει να βγάλουμε μερικά πικρά αλλά χρήσιμα συμπεράσματα.
γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου
Η Σάαρτγιε καταγόταν από τη Νότιο Αφρική και ήταν μέλος των Κόικοϊ, μιας φυλής κτηνοτρόφων, τους οποίους οι Ολλανδοί άποικοι βάφτισαν περιφρονητικά Οτεντότ (από την ολλανδική λέξη τραυλός). Η πρόωρη και δυσανάλογη ανάπτυξη και οι ογκώδεις γλουτοί (στεατοπυγία) ήταν ένα φυσικό χαρακτηριστικό, ιδίως των γυναικών της φυλής. Θεωρούνταν μάλιστα σημάδι ομορφιάς. Με το πέρασμα του χρόνου το χαρακτηριστικό αυτό εξαφανίστηκε.
Όταν ο λευκός αφέντης της Μπάρτμαν, Πιέτερ Σεζάρ, ανακαλύπτει τα «φυσικά της προσόντα», τη στεατοπυγία και μακρονυμφία (μεγάλα γεννητικά όργανα) σκέφτεται ότι μπορεί να κάνει μια περιουσία από αυτήν. Την πείθει να τον ακολουθήσει στο Λονδίνο, για να γίνει αρτίστα και να βγάλει λεφτά. Στην πραγματικότητα την περιφέρει σε λονδρέζικα πανηγύρια και στα χαμαιτυπεία του Πικαντίλι, όπου εμφανίζεται σαν εξωτικό θηρίο μέσα σε κλουβί να μουγκρίζει και να τρώει από το χέρι του «θηριοδαμαστή» της, ενώ εκείνος προτρέπει το κοινό να την αγγίζει στους γλουτούς ώστε να βεβαιωθεί πως είναι αληθινοί. Είναι μια εξευτελιστική διαδικασία που την οδηγεί στην κατάθλιψη και το αλκοόλ, όμως δε μπορεί να ξεφύγει . Όταν η Αφρικανική Ένωση μηνύει τον Σεζάρ για δουλεμπόριο, η Σάαρτγιε καταθέτει στο δικαστήριο ότι πρόκειται για «θέαμα» στο οποίο συμμετέχει με τη θέλησή της. Το 1811 η Σάαρτγιε βαπτίζεται Χριστιανή στη μητρόπολη του Μάντσεστερ και ως Σάρα μετακομίζει με τα αφεντικά της στο Παρίσι, όπου την περιμένει ένας νέος Γολγοθάς: Ερωτικές συγκεντρώσεις σε σαλόνια της αριστοκρατίας, όπου το αχόρταγο για ζωντανό πορνό αριστοκρατικό κοινό ερεθίζεται χουφτώνοντας το σώμα της ενώ εκείνη υπομένει με τα μάτια κλειστά.
Καθώς η φήμη της Σάαρτγιε εξαπλώνεται στο «ανεκτικό» μετεπαναστατικό Παρίσι, η Βασιλική Ιατρική Ακαδημία του Παρισιού με επικεφαλής τον διάσημο ανατόμο Ζορζ Κουβιέ θα πληρώσει αδρά για να εξετάσει από κοντά το αξιοπερίεργο αυτό ον. Μεζούρες και χάρακες επιστρατεύονται για να μετρήσουν το κρανίο, το στήθος, τις θηλές και να τεκμηριώσουν την αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία για την κατωτερότητα της μαύρης φυλής. Η Σάαρτγιε όμως θα αρνηθεί να αποκαλύψει το αιδείο της στους επίμονους επιστήμονες. Σύντομα θα καταλήξει στο πορνείο, όπου θα πεθάνει το 1815 από πνευμονία και αφροδίσια νοσήματα. Η εκμετάλλευση όμως συνεχίζεται και μετά θάνατον, καθώς το νεκρό της σώμα πωλείται στην Ακαδημία όπου, αφού πρώτα αποτέλεσε τη βάση για ένα γύψινο ομοίωμα, ακρωτηριάστηκε.
Το 1817, ο Κιβιέ παρουσιάζει στην Ακαδημία το εκμαγείο της Σάαρτγιε για να ανακοινώσει σ' ένα πλήθος συναδέλφων που τον χειροκροτούν, ότι τα σπάνια χαρακτηριστικά της αποδεικνύουν πως η γυναίκα της φυλής Οτεντότ είναι πιο κοντά στους ουρακοτάγκους παρά σε ανθρώπους άλλων φυλών! Η Μπάρτμαν παρείχε στους επιστήμονες «τον χαμένο κρίκο στην αλυσίδα της ανθρώπινης ύπαρξης», αναδεικνύοντας, όπως υποστήριζαν τότε, «το καθοριστικό σκαλοπάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου», θεωρίες που αναβίωσαν αργότερα σαν ιδεολογικό εφόδιο κατά την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη.
Διάφορα εκμαγεία της Σάαρτγιε, ο σκελετός της και βάζα που περιείχαν το μυαλό και το αιδοίο της, παρουσιάζονταν σε κοινή θέα στο Μουσείο του Ανθρώπου (!) στο Παρίσι μέχρι το 1976. Μόλις το 2002, μετα από αίτημα ετών της κυβέρνησης Μαντέλα, το λείψανό της επιστράφηκε και θάφτηκε στη Ν. Αφρική.
Η ταινία αφηγείται με αργό, λιτό και στενάχωρο τρόπο την ιστορία της Σάαρτγιε, βασισμένη στα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία. Χωρίς μανιφέστα και διακηρύξεις αποτελεί το πιο βαθύ σχόλιο για τις ρίζες του σύγχρονου ρατσισμού και όχι μόνο. Σκαλίζει κι άλλα «δύσκολα» θέματα, όπως η πορνογραφία, η σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, η σεξουαλική εκμετάλλευση, για να κατεδαφίσει τελικά την υποτιθέμενη ανωτερότητα του Δυτικού πολιτισμού με φόντο μια πρώιμη κοινωνία του θεάματος.
Ο Γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης Αμπνελατίφ Κεσίς, που πριν 2 χρόνια μας έδωσε το εξαιρετικό «Κους κους με φρέσκο ψάρι», κατόρθωσε να ζωντανέψει την τραγικότητα της Σάαρτγιε, δείχνοντας όχι ένα άβουλο πλάσμα, αλλά μια γυναίκα με ικανότητες στη μουσική και το χορό που έζησε και πέθανε σαν καρικατούρα, σαν το freak show που οι άλλοι ήθελαν να δουν, σε μια κοινωνία που λειτουργεί με αυτό ακριβώς τον τρόπο: Διασπά, χειραγωγεί, εκμεταλλέυεται τους «κατώτερους» και ταυτόχρονα αναπαράγει την πιο χυδαία ιδεολογία για να επιβεβαιώσει ότι είναι άξιοι της θλιβερής τους μοίρας . Έτσι η Σάαρτγιε (πολύ καλή η ερασιτέχνης Γιαχίμα Τορες από την Κούβα), που ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε, κερδίζει τον σεβασμό για λογαριασμό των φτωχών και καταπιεσμένων όλου του κόσμου.
πηγή
Εργατική Αλληλεγγύη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου