Τα «χιόνια του Κιλιμάντζαρο» είναι μια ταινία που αρχίζει με την
απόλυση 20 εργατών σε ναυπηγείο της Μασσαλίας και τελειώνει με μια νότα
ελπίδας αλλά και με πάρα πολλά κρατούμενα για την εργατική τάξη και την
αριστερά σήμερα.
Ο Μισέλ, ο κεντρικός ήρωας βρίσκεται λίγα χρόνια πριν τη
σύνταξη, οξυγονοκολλητής σε ναυπηγείο και συνδικαλιστής της CGT
(συνδικάτο που πρόσκειται στο ΚΚ Γαλλίας). Το ίνδαλμά του είναι ο
σοσιαλιστής ηγέτης Ζορές. Ζει απλά, αλλά χωρίς στερήσεις, είναι πολύ
αγαπημένοι με τη γυναίκα του τη Μαρικλέρ, που δουλεύει ιδιωτική νοσοκόμα
σε σπίτια. Τα παιδιά του έχουν τις δικές τους οικογένειες.
Οι θεατές δεν γνωρίζουν με ποιό τρόπο το συνδικάτο έχει φτάσει στην αποδοχή των απολύσεων, παρακολουθούμε όμως καθώς πέφτουν οι τίτλοι, μια κάλπη από την οποία κληρώνονται οι 20 που θα φύγουν. Ανάμεσά τους κι ο Μισέλ. Ο κουνιάδος του, Ραούλ, τον μέμφεται που συμπεριέλαβε και το δικό του όνομα στην κάλπη, σαν συνδικαλιστής μπορούσε να το έχει αποφύγει. Όμως ο Μισέλ θεωρεί ότι έπραξε σωστά και με αυτό το τρόπο έχει τη συνείδησή του ήσυχη. Θα προσαρμοστεί στη νέα του ζωή με τη βοήθεια της Μαρικλέρ και των φίλων του, στηρίζοντας τα παιδιά και τα εγγόνια του και διανέμοντας διαφημιστικά φυλλάδια.
Λίγο μετά, σε πάρτυ που διοργανώνουν οι παλιοί του συνάδελφοι και τα παιδιά του, κάνουν δώρο στο ζευγάρι ένα ταξιδι - σαφάρι στο Κιλιμάντζαρο. Δεν θα το πραγματοποιήσουν όμως, γιατί την παραμονή της αναχώρησης θα δεχτούν ένοπλη επίθεση στο σπίτι από δυο διαρρήκτες που τους αποσπούν χρήματα, εισητήρια και πιστωτικές κάρτες. Το μεγάλο σοκ για τον Μισέλ έρχεται όταν τυχαία ανακαλύπτει ότι δράστης είναι ο Κριστόφ, ένας νεαρός συνάδελφός του που απολύθηκε την ίδια μέρα με αυτόν.
Ο Μισέλ θα καταδώσει τον Κριστόφ στην αστυνομία, για να διαπιστώσει σύντομα ότι έκανε τη ληστεία από πραγματική ανάγκη και απόγνωση, καθώς έχει να φροντίσει δυό μικρά αδέλφια χωρίς κανένα άλλο στήριγμα. Η συνάντησή τους στο αστυνομικό τμήμα είναι αποκαλυπτική. Ο Μισέλ επιδίδεται σε ηθικοπολιτικό κήρυγμα ενώ ο Κριστόφ πολύ απλά τον κατηγορεί για συμβιβασμό και ξεπούλημα των εργατών, τον θεωρεί έναν βολεμένο εργατοπατέρα με προνόμια, μικροαστική σιγουριά και συνήθειες, σε αντίθεση με τον ίδιο που είναι απόλυτα εξαθλιωμένος.
Αν ο Μισέλ προσάπτει στον Κριστόφ προδοσία του συναδέλφου του με την πράξη του, ο Κριστόφ του ανταποδίδει σοβαρότερες κατηγορίες για προδοσία όλης της εργατικής τάξης, επειδή σαν συνδικάτο ούτε εμπόδισε τις απολύσεις, ούτε προστάτεψε τα πιο φτωχά του μέλη που δεν πρόλαβαν τις κοινωνικές κατακτήσεις των παλιότερων.
Έτσι οι ασκοί του Αιόλου ανοίγουν στο μυαλό του Μισέλ και της Μαρικλέρ που βάζουν ερωτηματικό στη σιγουριά και την αυτοπεπίθηση των πολιτικών απόψεων και πρακτικών τους. Διερωτώνται πώς θα έκριναν τους εαυτούς τους οι ίδιοι σε νεαρή ηλικία, αν γνώριζαν την κατάληξή τους με «προνόμια» όπως σπίτι, αμάξι, παδιά, εγγόνια, κυριακάτικη εκδρομή στην παραλία. Ως τότε την απάντηση την είχαν: Τα κέρδισαν όλα αυτά μέσα από τη συλλογική πάλη των συνδικάτων, αυτήν που τσαλαπατάνε τσογλάνια σαν τον Κριστόφ.
Οι συμβιβασμοί που έκαναν άξιζαν άραγε τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν- όπως φαίνεται προσωρινά;
Το ζευγάρι δεν βρίσκει απάντηση στα ερωτήματα που θέτει, θα δώσει πάντως τη δική του διέξοδο στο πρόβλημα παίρνοντας υπό την προστασία του τα δυο μικρά αδέλφια του Κριστόφ. Μια ηθική στάση αλληλεγγύης που πηγάζει από την ποιότητα του χαρακτήρα τους αλλά και την αριστερή ιδεολογία τους. Η έμπνευση προέρχεται από το ποίημα του Β. Ουγκώ «Καλοί που είν’οι φτωχοί».
Ο σκηνοθέτης Ρομπέρ Γκεντιγκιάν έχει διακριθεί για τη ρεαλιστική μεταφορά καθημερινών ιστοριών των απλών ανθρώπων, των εργατών, των μεταναστών, των περιθωριοποιημένων. Είναι σταθερά στην αριστερά (σήμερα υποστηρίζει το κόμμα «La Gauche» του Ζ. Λ. Μελανσόν).
Αγαπημένος του χώρος η γενέτειρά του Μασσαλία και κυρίως η λαϊκή συνοικία Λ’ Εστάκ. Υιοθετεί ένα προσωπικό στυλ χαμηλών τόνων, χωρίς τεχνικές κορυφώσεις, καταφέρνει όμως να βγάλει στην επιφάνεια την ποιότητα και τις αντιφάσεις των ηρώων του. Έτσι και στην ταινία, το λιμάνι και οι γερανοί της Μασσαλίας είναι μόνιμο φόντο-σήμα κατατεθέν της ιστορικής πόλης του γαλλικού εργατικού κινήματος που χτυπιέται από την ανεργία.
Ο Γκεντιγκιάν δεν είναι Κεν Λόουτς, υπηρετεί όμως με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα τις αρχές του, από αυτή τη σκοπιά αξίζει να δείτε τα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο».
Δήμητρα Κυρίλλου
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4159:i1011&Itemid=62
Οι θεατές δεν γνωρίζουν με ποιό τρόπο το συνδικάτο έχει φτάσει στην αποδοχή των απολύσεων, παρακολουθούμε όμως καθώς πέφτουν οι τίτλοι, μια κάλπη από την οποία κληρώνονται οι 20 που θα φύγουν. Ανάμεσά τους κι ο Μισέλ. Ο κουνιάδος του, Ραούλ, τον μέμφεται που συμπεριέλαβε και το δικό του όνομα στην κάλπη, σαν συνδικαλιστής μπορούσε να το έχει αποφύγει. Όμως ο Μισέλ θεωρεί ότι έπραξε σωστά και με αυτό το τρόπο έχει τη συνείδησή του ήσυχη. Θα προσαρμοστεί στη νέα του ζωή με τη βοήθεια της Μαρικλέρ και των φίλων του, στηρίζοντας τα παιδιά και τα εγγόνια του και διανέμοντας διαφημιστικά φυλλάδια.
Λίγο μετά, σε πάρτυ που διοργανώνουν οι παλιοί του συνάδελφοι και τα παιδιά του, κάνουν δώρο στο ζευγάρι ένα ταξιδι - σαφάρι στο Κιλιμάντζαρο. Δεν θα το πραγματοποιήσουν όμως, γιατί την παραμονή της αναχώρησης θα δεχτούν ένοπλη επίθεση στο σπίτι από δυο διαρρήκτες που τους αποσπούν χρήματα, εισητήρια και πιστωτικές κάρτες. Το μεγάλο σοκ για τον Μισέλ έρχεται όταν τυχαία ανακαλύπτει ότι δράστης είναι ο Κριστόφ, ένας νεαρός συνάδελφός του που απολύθηκε την ίδια μέρα με αυτόν.
Ο Μισέλ θα καταδώσει τον Κριστόφ στην αστυνομία, για να διαπιστώσει σύντομα ότι έκανε τη ληστεία από πραγματική ανάγκη και απόγνωση, καθώς έχει να φροντίσει δυό μικρά αδέλφια χωρίς κανένα άλλο στήριγμα. Η συνάντησή τους στο αστυνομικό τμήμα είναι αποκαλυπτική. Ο Μισέλ επιδίδεται σε ηθικοπολιτικό κήρυγμα ενώ ο Κριστόφ πολύ απλά τον κατηγορεί για συμβιβασμό και ξεπούλημα των εργατών, τον θεωρεί έναν βολεμένο εργατοπατέρα με προνόμια, μικροαστική σιγουριά και συνήθειες, σε αντίθεση με τον ίδιο που είναι απόλυτα εξαθλιωμένος.
Αν ο Μισέλ προσάπτει στον Κριστόφ προδοσία του συναδέλφου του με την πράξη του, ο Κριστόφ του ανταποδίδει σοβαρότερες κατηγορίες για προδοσία όλης της εργατικής τάξης, επειδή σαν συνδικάτο ούτε εμπόδισε τις απολύσεις, ούτε προστάτεψε τα πιο φτωχά του μέλη που δεν πρόλαβαν τις κοινωνικές κατακτήσεις των παλιότερων.
Έτσι οι ασκοί του Αιόλου ανοίγουν στο μυαλό του Μισέλ και της Μαρικλέρ που βάζουν ερωτηματικό στη σιγουριά και την αυτοπεπίθηση των πολιτικών απόψεων και πρακτικών τους. Διερωτώνται πώς θα έκριναν τους εαυτούς τους οι ίδιοι σε νεαρή ηλικία, αν γνώριζαν την κατάληξή τους με «προνόμια» όπως σπίτι, αμάξι, παδιά, εγγόνια, κυριακάτικη εκδρομή στην παραλία. Ως τότε την απάντηση την είχαν: Τα κέρδισαν όλα αυτά μέσα από τη συλλογική πάλη των συνδικάτων, αυτήν που τσαλαπατάνε τσογλάνια σαν τον Κριστόφ.
Οι συμβιβασμοί που έκαναν άξιζαν άραγε τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν- όπως φαίνεται προσωρινά;
Συνδικάτα
Εμείς θα προσθέταμε ότι όταν τα συνδικάτα σήμερα δε μπορούν να υπερασπιστούν τη νεολαία απέναντι στην ανεργία, αυτή θα τους γυρίσει την πλάτη, ακόμη χειρότερα είναι ευάλωττη σε κάθε είδους ατομικές ή καταστροφικές λύσεις. Το πρόβλημα λοιπόν δεν βρίσκεται στο σπίτι και το αυτοκίνητο του Μισέλ και της Μαρικλέρ, -σιγά τα προνόμια, αλλά στην πλήρη αδυναμία αυτού του συνδικαλισμού να κερδίσει τα πιο ευάλωττα κομμάτια, που τα αφήνει έκθετα στη διάλυση του κοινωνικού κράτους.Το ζευγάρι δεν βρίσκει απάντηση στα ερωτήματα που θέτει, θα δώσει πάντως τη δική του διέξοδο στο πρόβλημα παίρνοντας υπό την προστασία του τα δυο μικρά αδέλφια του Κριστόφ. Μια ηθική στάση αλληλεγγύης που πηγάζει από την ποιότητα του χαρακτήρα τους αλλά και την αριστερή ιδεολογία τους. Η έμπνευση προέρχεται από το ποίημα του Β. Ουγκώ «Καλοί που είν’οι φτωχοί».
Ο σκηνοθέτης Ρομπέρ Γκεντιγκιάν έχει διακριθεί για τη ρεαλιστική μεταφορά καθημερινών ιστοριών των απλών ανθρώπων, των εργατών, των μεταναστών, των περιθωριοποιημένων. Είναι σταθερά στην αριστερά (σήμερα υποστηρίζει το κόμμα «La Gauche» του Ζ. Λ. Μελανσόν).
Αγαπημένος του χώρος η γενέτειρά του Μασσαλία και κυρίως η λαϊκή συνοικία Λ’ Εστάκ. Υιοθετεί ένα προσωπικό στυλ χαμηλών τόνων, χωρίς τεχνικές κορυφώσεις, καταφέρνει όμως να βγάλει στην επιφάνεια την ποιότητα και τις αντιφάσεις των ηρώων του. Έτσι και στην ταινία, το λιμάνι και οι γερανοί της Μασσαλίας είναι μόνιμο φόντο-σήμα κατατεθέν της ιστορικής πόλης του γαλλικού εργατικού κινήματος που χτυπιέται από την ανεργία.
Ο Γκεντιγκιάν δεν είναι Κεν Λόουτς, υπηρετεί όμως με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα τις αρχές του, από αυτή τη σκοπιά αξίζει να δείτε τα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο».
Δήμητρα Κυρίλλου
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=4159:i1011&Itemid=62
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου