Πώς θα έβλεπε ο Ντίκενς τη Βρετανία, ενώ αυτή γιορτάζει την
δισεκατοντηρίδα από τη γέννησή του; Παρόλες τις διαφορές, θα του ήταν
πολύ οικεία η ξεδιάντροπη συσσώρευση πλούτου, οι φτωχοί που παλεύουν να
επιβιώσουν, οι μίζερες παροχές της κοινωνικής πρόνοιας και η αφ’ υψηλού
περιφρονητική στάση των κυβερνώντων.
Στην εποχή του ο Ντίκενς ήταν γνωστός για τον μεταρρυθμιστικό
ζήλο του- ένα από τα μυθιστορήματα του κατηγορήθηκε για «μελαγχολικό
σοσιαλισμό». Δεν είχε καμιά συμπάθεια για την αριστοκρατική κλίκα που
κυριαρχούσε στη Βρετανία. Είχε πίστη, όπως έλεγε, στους κυβερνώμενους
και όχι σε όσους κυβερνούσαν. Απεχθανόταν την κακομεταχείριση των
παιδιών από την κοινωνία και συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο η
εκπαίδευση μετέτρεπε τα νεαρά μυαλά σε μικρά κουτιά γεμάτα σαβούρα.
Αν ήταν κάτι περισσότερο από τον «εύθυμο εφευρέτη του πνεύματος των Χριστουγέννων» που προβάλλουν τα κλισέ, τι είδους ριζοσπάστης ήταν ο Ντίκενς;
Τα χρόνια που διαμόρφωσαν τον Ντίκενς ήταν τα τέλη του 1830 και οι αρχές του 1840- μια ταραχώδης περίοδος καπιταλιστικού μετασχηματισμού των μεγάλων πόλεων, τεράστιας κοινωνικής σύγκρουσης ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και βίαιης ιδεολογικής αναταραχής. Η οικογένεια του ίδιου του Ντίκενς είχε άμεση εμπειρία από αυτή την διαρκή αβεβαιότητα. Μετακόμιζαν συχνά για να ξεφεύγουν από τους πιστωτές τους. Ο πατέρας του Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη και ο ίδιος αποβλήθηκε από το σχολείο για να κάνει χαμαλίδικες δουλειές σε ένα εργοστάσιο βαφής παπουτσιών.
Αυτές ήταν ταπεινωτικές εμπειρίες για τις οποίες ο Ντίκενς απέφευγε να μιλάει. Την ίδια περίοδο είχε ακριβή γνώση, μέσω άμεσης εμπειρίας, για τις άθλιες ζωές των φτωχών. Ο τρόμος που ένιωσε ο Ντίκενς για την φτώχεια στην οποία παραλίγο να πέσει ο ίδιος και η συμπόνια του για τα θύματά της διαμόρφωσαν τον γεμάτο φαντασία άξονα της πλειονότητας των γραπτών του. Αυτές οι εμπειρίες καθόρισαν και τον ριζοσπαστισμό του.
Η κοινωνική εξάρθρωση επίσης άνοιξε -σε αυτόν τον νέο αστικό κόσμο- την πιθανότητα να πας μπροστά στη ζωή χρησιμοποιώντας τα ταλέντα σου. Ο Ντίκενς ήταν τέτοια περίπτωση: ήταν ένα εργοστάσιο λογοτεχνικής παραγωγής που πέτυχε γράφοντας ασταμάτητα μυθιστορήματα, διηγήματα και δημοσιογραφία που ενδιέφεραν ένα νέο κοινό.
Δεν είχε τίποτα παρά περιφρόνηση για το είδος της αριστοκρατικής προκατάληψης που θεωρούσε ότι λόγω της καταγωγής σου, η κοινωνία σου χρωστούσε τα προς το ζην. Υπό αυτή την έννοια, ο Ντίκενς ήταν ένας ανυπόμονος ριζοσπάστης, πρόθυμος να απελευθερώσει την κοινωνία από τον νωθρό παρασιτισμό που στραγγάλιζε την πρωτοβουλία των ανθρώπων.
Την ίδια στιγμή, ήταν βαθιά δύσπιστος απέναντι σε μια άλλη τάση ριζοσπαστισμού που χαρακτήριζε πολλούς που ήθελαν να αλλάξουν την καθεστηκυία τάξη. Αυτός ο ριζοσπαστισμός επικέντρωνε στην πειθάρχηση των φτωχών και των αδύναμων. Η «μεταρρύθμιση» της κακής νομοθεσίας και του πτωχοκομείου, ώστε η «πρόνοια» (όσο υπήρχε) να γίνει όσο πιο δυσάρεστη ήταν δυνατό για τους «τεμπελχανάδες», προκάλεσε την οργή του Ντίκενς – όπως φαίνεται στον Όλιβερ Τουίστ (1839).
Αυτή ήταν η περίοδος που οι ιδέες της «ελεύθερης αγοράς», δίπλα στα συμφέροντα των καπιταλιστών που υπηρετούσαν, έμπαιναν στο προσκήνιο. Η ιδέα ότι αυτοί που ήταν στον πάτο της κοινωνίας έπρεπε να κατηγορούν μόνο τους εαυτούς τους αν πέθαιναν από την πείνα ενοχλούσε τον Ντίκενς τρομερά, αφού υπήρχε αρκετός πλούτος για να καλύψει τις ανάγκες τους.
O Ντίκενς επικαλούνταν την ιδέα ότι αποτελούμε μια κοινή ανθρωπότητα, πέρα από τις κοινωνικές διαιρέσεις. Το έκανε για να αντιπαλέψει αυτό που η πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας δημιουργούσε όλο και πιο γρήγορα: την έλλειψη των κοινών συμφερόντων. Η αναφορά στην «καλή» πτέρυγα της αστικής κοινωνίας ενάντια στην «κακή» της είναι κάτι που βλέπουμε στο Πνεύμα των Χριστουγέννων (1843) και στον τρόπο που ο άκαρδος και τσιγκούνης Σκρουτζ μετατρέπεται σε γενναιόδωρο ευεργέτη των φτωχών. Συναισθηματικό, ναι, αλλά ήταν μια διαμαρτυρία απέναντι στην θεωρία ότι δεν υπήρχε εναλλακτική.
Η ευρύτητα των λογοτεχνικών μορφών τού έδωσε τη δυνατότητα να απλώσει απεριόριστα τον κοινωνικό κόσμο του μυθιστορήματος: οι πλούσιοι και οι ταλαντούχοι έπρεπε να κάνουν χώρο για τους χαρακτήρες από τις κατώτερες τάξεις. Οι πληβειακές φωνές πάλευαν για το δικαίωμα να ακουστούν.
Το «άνοιγμα» της κοινωνίας- όπως αυτό που προκλήθηκε, για παράδειγμα, από το πέρασμα του σιδηρόδρομου από την καρδιά του Λονδίνου, περιγράφεται τόσο αξέχαστα στο Ντόμπι και Υιός (1848) – φέρνει αυτές τις εξοστρακισμένες φωνές δίπλα σε αυτές του κατεστημένου. Έτσι ο αλαζόνας επιχειρηματίας κύριος Ντόμπι είναι αναγκασμένος να ακούει συλλυπητήρια από τον οδηγό του τρένου του οποίου η γυναίκα περιποιόταν τον εκλιπόντα γιο του, κάτι που προσβάλλει την αίσθηση της κοινωνικής ανωτερότητας του επιχειρηματία.
Αυτοί οι πληβειακοί χαρακτήρες συνήθως δεν έχουν ολοκληρωμένη προσωπικότητα ή χαρακτήρα. Οι καταστάσεις τούς έχουν περιορίσει σε φιγούρες με μια χαρακτηριστική και παγιωμένη φράση ή χειρονομία. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο συνεχώς προβάλλουν τους εαυτούς τους με την ιδιωματική χρήση της γλώσσας, τους δίνει ζωή και ενέργεια. Αν τα ανθρώπινα όντα είναι αποδυναμωμένα, η πόλη που τους περιβάλλει μπορεί να φαίνεται ότι έχει ζωή από μόνη της, σαν να κινείται από δυνάμεις που η ανθρωπότητα δεν μπορεί να ελέγξει. Δεν μπορείς να διαβάσεις πολύ Ντίκενς χωρίς να επηρεαστείς από τον τρόπο που τα μυθιστορήματα του αποτυπώνουν, με κωμικό και αλλόκοτο τρόπο, κεντρικές πλευρές της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης.
Ο μεταγενέστερος Ντίκενς είναι λιγότερο πεισμένος ότι το άτομο μπορεί να υπερισχύσει απέναντι σε μια κοινωνία όπου αυξάνονται οι περιορισμοί. Ο τόνος είναι λιγότερο πληθωρικός, η κωμωδία πιο μαύρη. Τα μυθιστορήματα του από το 1850 και το 1860 είναι πιο σφιχτά σε μορφή, λιγότερο επεισοδιακά, σαν αναγνώριση ότι τα συστήματα –νομικά, δικαστικά και οικονομικά- υποχρεώνουν το άτομο και κάθε χειρονομία φιλανθρωπίας σε αναποτελεσματικότητα ή και χειρότερα. Στο Ζοφερο Οίκο (1853) τα άτομα δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη λαβή μιας αγωγής πάνω σε μια κληρονομιά. Στη Μικρή Ντόρριτ (1857) η σωματική, πνευματική και γλωσσική φυλάκιση παγιδεύει ανθρώπους σε ποταπές αντιλήψεις για το τι είναι ευγενικό και κόσμιο. Το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ντίκενς, Ο Κοινός μας Φίλος (1865) δείχνει την κοινωνία σαν ένα σωρό σκόνης, την φιλανθρωπία σαν επιχείρηση και τα ορφανά σε κίνδυνο να καταλήξουν εμπορεύσιμα αγαθά (αρκετά μακριά από τον πρώιμο Ντίκενς).
Ο Ντίκενς δυσκολεύεται όταν, αντί να μιλάει για τους περιθωριοποιημένους, έρχεται αντιμέτωπος με τους ίδιους να μιλάνε για λογαριασμό τους. Η προτροπή για κοινωνική μεταρρύθμιση εκ μέρους των θυμάτων ή η υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους είναι ένα πράγμα, όταν επικεντρώνεται στις ηθικές και πνευματικές αρετές ενός ήρωα που μπορεί να κινείται ανάμεσα στους στερημένους, αλλά δεν αποτελεί έναν από αυτούς. Αρκετά διαφορετικό είναι το ζήτημα όταν τα θύματα αποτελούν τα ίδια ένα ενεργό υποκείμενο και δεν χρειάζονται έναν ήρωα να τους αντιπροσωπεύσει.
Η αδυναμία του Ντίκενς είναι ιδιαίτερα φανερή στην τάση του να παρασύρεται σε συναισθηματισμούς και να εξιδανικεύει τις γυναίκες. Οι γυναίκες περιορίζονται σε τύπους: η μικροπαντρεμένη, η αγιοποιημένη φιγούρα, το αντικείμενο πόθου ή η «έκπτωτη γυναίκα». Λειτουργούν μέσα στο γενικό πλαίσιο της “ιδανικής για το σπίτι” που λαχταρά ο ήρωας- όπως, για παράδειγμα, στον Δαυίδ Κόπερφιλντ (1850) όπου η πρώτη νεαρή σύζυγος του Δαυίδ πεθαίνει βολικά για να αφήσει χώρο στην «τέλεια» νύφη, πράγμα που συμπληρώνει τα προσόντα του ως συγγραφέα.
Σποραδικά, υπάρχουν γυναικείοι χαρακτήρες που υποδεικνύουν ότι ο Ντίκενς είχε κάποια αμυδρή γνώστης της πραγματικής πολυσύνθετης ζωής των γυναικών. Αυτή είναι η περίπτωση στα τελευταία του μυθιστορήματα- ειδικότερα στις Μεγάλες Προσδοκίες (1861), στο οποίο ο Ντίκενς έρχεται πιο κοντά στην αντιμετώπιση του προβληματικού χαρακτήρα του αστού ήρωα. Και οι Μεγάλες Προσδοκίες και ο Δαυίδ Κόπερφιλντ κεντράρουν στο ερώτημα πώς γίνεσαι πραγματικός «τζέντλεμαν» - όχι από τη γέννηση σου, αλλά επειδή θα το πετύχεις.
Στις Μεγάλες Προσδοκίες, αναμφισβήτητα το καλύτερο μυθιστόρημα του Ντίκενς, η ευγένεια προσεγγίζεται πιο κριτικά μέσα από μια εξερεύνηση της ντροπής και τις συνέπειες που υπάρχουν σε ένα άτομο που αρνείται τις καταβολές του.
Είναι ένα μυθιστόρημα χωρίς καμιά εμπιστοσύνη πως οτιδήποτε ανθρώπινο μπορεί να διασωθεί μέσα την αστική κοινωνία, ένα στοιχείο που αξίζει να θυμόμαστε μέσα στους εορτασμούς που θα περιβάλλουν τα 200 χρόνια του.
Αν ήταν κάτι περισσότερο από τον «εύθυμο εφευρέτη του πνεύματος των Χριστουγέννων» που προβάλλουν τα κλισέ, τι είδους ριζοσπάστης ήταν ο Ντίκενς;
Τα χρόνια που διαμόρφωσαν τον Ντίκενς ήταν τα τέλη του 1830 και οι αρχές του 1840- μια ταραχώδης περίοδος καπιταλιστικού μετασχηματισμού των μεγάλων πόλεων, τεράστιας κοινωνικής σύγκρουσης ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις και βίαιης ιδεολογικής αναταραχής. Η οικογένεια του ίδιου του Ντίκενς είχε άμεση εμπειρία από αυτή την διαρκή αβεβαιότητα. Μετακόμιζαν συχνά για να ξεφεύγουν από τους πιστωτές τους. Ο πατέρας του Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη και ο ίδιος αποβλήθηκε από το σχολείο για να κάνει χαμαλίδικες δουλειές σε ένα εργοστάσιο βαφής παπουτσιών.
Αυτές ήταν ταπεινωτικές εμπειρίες για τις οποίες ο Ντίκενς απέφευγε να μιλάει. Την ίδια περίοδο είχε ακριβή γνώση, μέσω άμεσης εμπειρίας, για τις άθλιες ζωές των φτωχών. Ο τρόμος που ένιωσε ο Ντίκενς για την φτώχεια στην οποία παραλίγο να πέσει ο ίδιος και η συμπόνια του για τα θύματά της διαμόρφωσαν τον γεμάτο φαντασία άξονα της πλειονότητας των γραπτών του. Αυτές οι εμπειρίες καθόρισαν και τον ριζοσπαστισμό του.
Η κοινωνική εξάρθρωση επίσης άνοιξε -σε αυτόν τον νέο αστικό κόσμο- την πιθανότητα να πας μπροστά στη ζωή χρησιμοποιώντας τα ταλέντα σου. Ο Ντίκενς ήταν τέτοια περίπτωση: ήταν ένα εργοστάσιο λογοτεχνικής παραγωγής που πέτυχε γράφοντας ασταμάτητα μυθιστορήματα, διηγήματα και δημοσιογραφία που ενδιέφεραν ένα νέο κοινό.
Δεν είχε τίποτα παρά περιφρόνηση για το είδος της αριστοκρατικής προκατάληψης που θεωρούσε ότι λόγω της καταγωγής σου, η κοινωνία σου χρωστούσε τα προς το ζην. Υπό αυτή την έννοια, ο Ντίκενς ήταν ένας ανυπόμονος ριζοσπάστης, πρόθυμος να απελευθερώσει την κοινωνία από τον νωθρό παρασιτισμό που στραγγάλιζε την πρωτοβουλία των ανθρώπων.
Την ίδια στιγμή, ήταν βαθιά δύσπιστος απέναντι σε μια άλλη τάση ριζοσπαστισμού που χαρακτήριζε πολλούς που ήθελαν να αλλάξουν την καθεστηκυία τάξη. Αυτός ο ριζοσπαστισμός επικέντρωνε στην πειθάρχηση των φτωχών και των αδύναμων. Η «μεταρρύθμιση» της κακής νομοθεσίας και του πτωχοκομείου, ώστε η «πρόνοια» (όσο υπήρχε) να γίνει όσο πιο δυσάρεστη ήταν δυνατό για τους «τεμπελχανάδες», προκάλεσε την οργή του Ντίκενς – όπως φαίνεται στον Όλιβερ Τουίστ (1839).
Αυτή ήταν η περίοδος που οι ιδέες της «ελεύθερης αγοράς», δίπλα στα συμφέροντα των καπιταλιστών που υπηρετούσαν, έμπαιναν στο προσκήνιο. Η ιδέα ότι αυτοί που ήταν στον πάτο της κοινωνίας έπρεπε να κατηγορούν μόνο τους εαυτούς τους αν πέθαιναν από την πείνα ενοχλούσε τον Ντίκενς τρομερά, αφού υπήρχε αρκετός πλούτος για να καλύψει τις ανάγκες τους.
O Ντίκενς επικαλούνταν την ιδέα ότι αποτελούμε μια κοινή ανθρωπότητα, πέρα από τις κοινωνικές διαιρέσεις. Το έκανε για να αντιπαλέψει αυτό που η πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας δημιουργούσε όλο και πιο γρήγορα: την έλλειψη των κοινών συμφερόντων. Η αναφορά στην «καλή» πτέρυγα της αστικής κοινωνίας ενάντια στην «κακή» της είναι κάτι που βλέπουμε στο Πνεύμα των Χριστουγέννων (1843) και στον τρόπο που ο άκαρδος και τσιγκούνης Σκρουτζ μετατρέπεται σε γενναιόδωρο ευεργέτη των φτωχών. Συναισθηματικό, ναι, αλλά ήταν μια διαμαρτυρία απέναντι στην θεωρία ότι δεν υπήρχε εναλλακτική.
Φτωχοί
Τα πρώιμα μυθιστορήματα του Ντίκενς είναι ανοιχτά και επεισοδιακά. Η τεχνική του γραψίματος μυθιστορημάτων σε μηνιαία, και μερικές φορές εβδομαδιαία, κομμάτια (μια τεχνική που στην πραγματικότητα επινόησε ο Ντίκενς) σήμανε ότι θα μπορούσε να πλησιάσει ένα νέο ακροατήριο. Του έδωσε την ελευθερία να εισάγει νέους χαρακτήρες και να ανοίξει ζητήματα (την πραγματικότητα γύρω από τη νομοθεσίας για τους φτωχούς ή την σκληρότητα στην εκπαίδευση που μπορεί να ταρακουνούσαν τα αισθήματα και τη συνείδηση στο κοινό του).Η ευρύτητα των λογοτεχνικών μορφών τού έδωσε τη δυνατότητα να απλώσει απεριόριστα τον κοινωνικό κόσμο του μυθιστορήματος: οι πλούσιοι και οι ταλαντούχοι έπρεπε να κάνουν χώρο για τους χαρακτήρες από τις κατώτερες τάξεις. Οι πληβειακές φωνές πάλευαν για το δικαίωμα να ακουστούν.
Το «άνοιγμα» της κοινωνίας- όπως αυτό που προκλήθηκε, για παράδειγμα, από το πέρασμα του σιδηρόδρομου από την καρδιά του Λονδίνου, περιγράφεται τόσο αξέχαστα στο Ντόμπι και Υιός (1848) – φέρνει αυτές τις εξοστρακισμένες φωνές δίπλα σε αυτές του κατεστημένου. Έτσι ο αλαζόνας επιχειρηματίας κύριος Ντόμπι είναι αναγκασμένος να ακούει συλλυπητήρια από τον οδηγό του τρένου του οποίου η γυναίκα περιποιόταν τον εκλιπόντα γιο του, κάτι που προσβάλλει την αίσθηση της κοινωνικής ανωτερότητας του επιχειρηματία.
Αυτοί οι πληβειακοί χαρακτήρες συνήθως δεν έχουν ολοκληρωμένη προσωπικότητα ή χαρακτήρα. Οι καταστάσεις τούς έχουν περιορίσει σε φιγούρες με μια χαρακτηριστική και παγιωμένη φράση ή χειρονομία. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο συνεχώς προβάλλουν τους εαυτούς τους με την ιδιωματική χρήση της γλώσσας, τους δίνει ζωή και ενέργεια. Αν τα ανθρώπινα όντα είναι αποδυναμωμένα, η πόλη που τους περιβάλλει μπορεί να φαίνεται ότι έχει ζωή από μόνη της, σαν να κινείται από δυνάμεις που η ανθρωπότητα δεν μπορεί να ελέγξει. Δεν μπορείς να διαβάσεις πολύ Ντίκενς χωρίς να επηρεαστείς από τον τρόπο που τα μυθιστορήματα του αποτυπώνουν, με κωμικό και αλλόκοτο τρόπο, κεντρικές πλευρές της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης.
Ο μεταγενέστερος Ντίκενς είναι λιγότερο πεισμένος ότι το άτομο μπορεί να υπερισχύσει απέναντι σε μια κοινωνία όπου αυξάνονται οι περιορισμοί. Ο τόνος είναι λιγότερο πληθωρικός, η κωμωδία πιο μαύρη. Τα μυθιστορήματα του από το 1850 και το 1860 είναι πιο σφιχτά σε μορφή, λιγότερο επεισοδιακά, σαν αναγνώριση ότι τα συστήματα –νομικά, δικαστικά και οικονομικά- υποχρεώνουν το άτομο και κάθε χειρονομία φιλανθρωπίας σε αναποτελεσματικότητα ή και χειρότερα. Στο Ζοφερο Οίκο (1853) τα άτομα δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη λαβή μιας αγωγής πάνω σε μια κληρονομιά. Στη Μικρή Ντόρριτ (1857) η σωματική, πνευματική και γλωσσική φυλάκιση παγιδεύει ανθρώπους σε ποταπές αντιλήψεις για το τι είναι ευγενικό και κόσμιο. Το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Ντίκενς, Ο Κοινός μας Φίλος (1865) δείχνει την κοινωνία σαν ένα σωρό σκόνης, την φιλανθρωπία σαν επιχείρηση και τα ορφανά σε κίνδυνο να καταλήξουν εμπορεύσιμα αγαθά (αρκετά μακριά από τον πρώιμο Ντίκενς).
Ο Ντίκενς δυσκολεύεται όταν, αντί να μιλάει για τους περιθωριοποιημένους, έρχεται αντιμέτωπος με τους ίδιους να μιλάνε για λογαριασμό τους. Η προτροπή για κοινωνική μεταρρύθμιση εκ μέρους των θυμάτων ή η υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους είναι ένα πράγμα, όταν επικεντρώνεται στις ηθικές και πνευματικές αρετές ενός ήρωα που μπορεί να κινείται ανάμεσα στους στερημένους, αλλά δεν αποτελεί έναν από αυτούς. Αρκετά διαφορετικό είναι το ζήτημα όταν τα θύματα αποτελούν τα ίδια ένα ενεργό υποκείμενο και δεν χρειάζονται έναν ήρωα να τους αντιπροσωπεύσει.
Συλλογικότητες
Τα πιο αδύναμα μυθιστορήματα του Ντίκενς είναι εκείνα όπου τα θύματα αντιπροσωπεύονται ως συγκρουσιακός ή επαναστατικός όχλος- Μπάρναμπι Ραντζ (1841) και Ιστορία Δύο Πόλεων (1859) ή όταν μπορούν δυνάμει να αποτελέσουν μια συλλογική συνδικαλιστική δύναμη (όπως στο μυθιστόρημα για την «κατάσταση της Αγγλίας» του 1854, Δύσκολα Χρόνια).Η αδυναμία του Ντίκενς είναι ιδιαίτερα φανερή στην τάση του να παρασύρεται σε συναισθηματισμούς και να εξιδανικεύει τις γυναίκες. Οι γυναίκες περιορίζονται σε τύπους: η μικροπαντρεμένη, η αγιοποιημένη φιγούρα, το αντικείμενο πόθου ή η «έκπτωτη γυναίκα». Λειτουργούν μέσα στο γενικό πλαίσιο της “ιδανικής για το σπίτι” που λαχταρά ο ήρωας- όπως, για παράδειγμα, στον Δαυίδ Κόπερφιλντ (1850) όπου η πρώτη νεαρή σύζυγος του Δαυίδ πεθαίνει βολικά για να αφήσει χώρο στην «τέλεια» νύφη, πράγμα που συμπληρώνει τα προσόντα του ως συγγραφέα.
Σποραδικά, υπάρχουν γυναικείοι χαρακτήρες που υποδεικνύουν ότι ο Ντίκενς είχε κάποια αμυδρή γνώστης της πραγματικής πολυσύνθετης ζωής των γυναικών. Αυτή είναι η περίπτωση στα τελευταία του μυθιστορήματα- ειδικότερα στις Μεγάλες Προσδοκίες (1861), στο οποίο ο Ντίκενς έρχεται πιο κοντά στην αντιμετώπιση του προβληματικού χαρακτήρα του αστού ήρωα. Και οι Μεγάλες Προσδοκίες και ο Δαυίδ Κόπερφιλντ κεντράρουν στο ερώτημα πώς γίνεσαι πραγματικός «τζέντλεμαν» - όχι από τη γέννηση σου, αλλά επειδή θα το πετύχεις.
Στις Μεγάλες Προσδοκίες, αναμφισβήτητα το καλύτερο μυθιστόρημα του Ντίκενς, η ευγένεια προσεγγίζεται πιο κριτικά μέσα από μια εξερεύνηση της ντροπής και τις συνέπειες που υπάρχουν σε ένα άτομο που αρνείται τις καταβολές του.
Είναι ένα μυθιστόρημα χωρίς καμιά εμπιστοσύνη πως οτιδήποτε ανθρώπινο μπορεί να διασωθεί μέσα την αστική κοινωνία, ένα στοιχείο που αξίζει να θυμόμαστε μέσα στους εορτασμούς που θα περιβάλλουν τα 200 χρόνια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου