ἀπὸ τὴ συλλογή
ΕΚΤΟΤΕ (1996)
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
μνήμη Ἄρη Κωνσταντινίδη
Βάδιζα κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆςμιὰ βαριὰ συννεφιὰ σκέπαζε τὸν οὐρανὸ
τὰ κύματα γκρίζα κι ἀνατριχιαστικὰ
κύματα γκρίζα σκάζαν στὴν παραλία
μιὰ δύναμη μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ κάνω στροφὴ
ν᾿ ἀρχίσω νὰ περπατάω πάνω στὰ κύματα
μαῦρες γάτες περπατοῦσαν πάνω στὰ γκρίζα
κύματα
καὶ ἡ ψυχή μου ἦταν νεκρή.
Ὅμως ξαφνικὰ ἕνας ἥλιος ἔσκισε τὰ
σύννεφα.
ἡ θάλασσα ἔγινε πάλι γαλάζια
ζωντάνεψε πάλι ἡ ψυχή μου
κι ἐξακολούθησα τὸν περίπατό μου.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1999
– Ἔ, Μάρκο Πόλομοῦ φώναξε τότε «ὁ Χριστός»
ἄδεια ἡ Φωκίωνος Νέγρη
μονάχα ἐμεῖς οἱ δυὸ
εἴχαμε μείνει
καὶ τὰ σκυλιά.
Η ΜΗΤΕΡΑ
Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦτανγεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ
πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν.
Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα.
Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη,
μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα
συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας.
Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά...
Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
Καημένε Νίκοτί ζωὴ ἦταν κι αὐτὴ
κατατρεγμένος ἀπὸ τοὺς Κατσιμπαλῆδες
οἱ πλούσιοι φτύναν πάνω στὴ φτώχεια σου
ὅμως ἐσὺ καλὰ ἔκανες
ἔπινες τὰ οὐζάκια σου
κι ὅλους αὐτοὺς τοὺς μούντζωνες
καὶ πρὶν νὰ φύγεις
πρόφτασες κι ἁρπάχτηκες
ἀπὸ ἕνα κάτασπρο σύννεφο
ἀπὸ ψηλὰ τώρα ἀπὸ τὸ σύννεφο αὐτὸ
κοιτάζεις
τὴν ἀθανασία σου.
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ
Στὸ καφενεῖοἔρχεται ὁ χοντρὸς νονός μου
μὲ τὶς λίρες
Οὔτε μία δὲν εἶναι γιὰ σένα, λέει
γιατὶ δὲν ἔγινες ὁ βαφτιστικός μου
ποὺ περίμενα.
Τότε λέω κι ἐγὼ στὸ γκαρσόνι, πλάι μου
- Φέρε μου ἕνα φλιτζάνι μὲ μελάνι.
πηγή αναδημοσίευσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου