Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

 

 

  «Πῶς δύναται τὶς νὰ γίνει ἀνὴρ χωρὶς ν᾿ ἀγαπήσῃ δεκάκις τουλάχιστον, καὶ δεκάκις ν᾿ ἀπατηθῇ; ...»
Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ὁλόγυρα στὴ λίμνη” 

 

 

 Η  μεγίστη ἐπιθυμία τοῦ γήρατος εἶναι τὸ νὰ δύναταί τις νὰ δώσῃ εἰς ἄλλους τὴν εὐτυχίαν, χωρὶς νὰ τὴν ἔχει αὐτός. Τί λέγω; Τοῦτο καθ᾿ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν μεγίστην εὐτυχίαν. Μὴ φθόνει, ὦ θνητέ. Τοῦτο εἶναι θεῖον, διότι οἱ θεοὶ μόνοι δύνανται νὰ καθιστῶσιν εὐτυχεῖς. Καὶ ὁ Πλάτων ὁρίζει οὕτω τὸ θεῖον, παρέχων αὐτῷ γνωρίσματα τοιαῦτα: ῾ἀγαθός, φθόνου ἐκτὸς ὧν᾿. Ὅταν δύναταί τις νὰ εἶναι ἐκτὸς φθόνου, τότε ἀληθῶς εἶναι ὑπεράνθρωπος, τότε ἐξαίρεται, τότε θεοῦται...» 


Ἀλ. Παπαδιαμάντη “Ἡ γυφτοπούλα”

 

Η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη

του Στέλιου Παπαθανασίου*



[..] Η πραγματογνωσία του Παπαδιαμάντη, ασυνήθιστης πληρότητας και ποιότητας, είναι αποτέλεσμα πρωτίστως εμπειρικής σχέσης και αντικειμενικής σπουδής. Οταν όμως ο Γέροντας της Σκιάθου αναπαύεται, «πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος» («Η Πεποικιλμένη») και «με την φαντασίαν του γρηγορούσαν» («Θέρος-έρος»), τότε στην αντικειμενική σπουδή του προστίθενται οι ιδιότητες της συμπαθούσης διαισθήσεως και της ευφάνταστης αντιλήψεως. Τότε «το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας» («Στην Αγι-Αναστασά»), οπότε ο απαράμιλλος διαχρονικός γλωσσικός οπλισμός του Παπαδιαμάντη και η αδιαμφισβήτητη σφραγίδα της δωρεάς φροντίζουν για τα υπόλοιπα αδιακρίτως και ακατακρίτως: «Ομματα έλαμπαν, παρειαί ανθούσαν, χαμόγελα ανέτελλαν, άσματα εν ψιθυρισμώ, και αισθήματα εν εμβρύω, και βαθείαι πνοαί και ελαφροί στεναγμοί, και αύραι της νεότητος ερρίπιζον, αέριζον, εδρόσιζον τα σώματα και τας καρδίας» («Ωχ! Βασανάκια» - Καμιά σχέση με παιδοφιλίες και τέτοια).

Το πρόβλημα με τον σκιαθίτη συγγραφέα είναι να αντιληφθούμε πως η μισή λογοτεχνία του γράφεται «επί πτίλων αύρας νυκτερινής» («Ο ξεπεσμένος δερβίσης») και σε ήχο πλάγιο του δευτέρου, που σώζει χαρακτήρα ηδονικό και ικετευτικό, ενώ η άλλη μισή ακροβατεί στην επικράτεια του τραγικού. Μόνο που στη μικρά πολίχνη της Σκιάθου (και στην ενδοχώρα, βεβαίως) δεν υπάρχουν μεγέθη βασιλικών οίκων αλλά μικροάγιοι του ανθρώπινου πόνου: υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι.

Εν κατακλείδι: «Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος» (τίτλος ποιήματος του Νίκου Καρούζου - και τιμής) είναι ο απόλυτος εκφραστής του χαροποιού πένθους, που χαρακτηρίζει τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων. Ο σκιαθίτης Γέροντας, αρκετές δεκαετίες πριν ιστορήσουν ποιητικά ο Ελύτης την «Τρελή ροδιά» της υπαρξιακής ευδαιμονίας και ο Σαχτούρης τον «Τρελό λαγό» της καλπάζουσας δυστυχίας, είχε προχωρήσει στον δικό του λογοτεχνικό συμψηφισμό, «ποιήσας τα αμφότερα έν» (Εφ. 2, 14).

Κατάφερε να διαλύσει ποικιλοτρόπως «το μεσότοιχον του φραγμού» και, μακριά από εκκωφαντικούς θορύβους, υπενθύμισε στο «γνησιώτερον μέρος του απλού λαού» («Νεκρός ταξιδιώτης») ότι το θαύμα είναι εδώ, «κτήμα ες αεί των επιγιγνομένων», υπό μορφήν περίλαμπρης «ποιητικής πεζογραφίας» και περίτεχνων ποιητικών μεταφρασμάτων, διά των οποίων «ρήγνυται ο Ιορδάνης»΄ τουτέστιν, η ιστορία τέμνεται χωρίς, παραδόξως, να διαιρείται...

* διδάκτωρ Φιλολογίας και Θεολογίας






Ένας μποέμ κοσμοκαλόγερος 

του Γιάννη Ν. Μπασκόζου


Η διαμάχη για το έργο του
 

[..] Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας. 



 Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Οι παπαδιαμαντικές σπουδές σήμερα


[..] Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ, τὴν ἀναγκαστικὰ συνοπτικὴ καὶ ἐλλιπὴ, ἐπισκόπηση θὰ ἐπισημάνω μερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωρῶ ὡς σημαντικὰ ζητούμενα τῶν παπαδιαμαντικῶν σπουδῶν.

Τὸ πρῶτο ζητούμενο εἶναι μιὰ κριτικὴ ἔκδοση πλήρως ἀναθεωρημένη. Ἡ ἀναθεώρηση προϋποθέτει ἐξυπαρχῆς ἀντιβολὴ τοῦ κειμένου τῆς ἔκδοσης «Δόμου» μὲ τὸ κείμενο τῶν πρώτων δημοσιεύσεων –καὶ τῶν αὐτογράφων, ἀσφαλῶς, ὅταν σώζονται–, καὶ συχνὴ προσφυγή, κυρίως γιὰ τὸν καταρτισμὸ τοῦ κριτικοῦ ὑπομνήματος, σὲ ἄλλες ἐκδόσεις Ἁπάντων. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς φροντίδες γιὰ τὸ νέο κείμενο, πρέπει νὰ ἐκσυγχρονιστεῖ τὸ κριτικὸ ὑπόμνημα, νὰ συμπληρωθεῖ τὸ ὑπόμνημα πηγῶν, νὰ ἀνασυνταχθοῦν ριζικὰ τὰ βιβλιογραφικὰ ὑπομνήματα, νὰ ἀνανεωθεῖ ἡ γενικὴ βιβλιογραφία, νὰ διορθωθεῖ καὶ νὰ ἐμπλουτισθεῖ τὸ γλωσσάριο καὶ νὰ συνταχθοῦν προσεκτικότερα οἱ πίνακες κυρίων ὀνομάτων καὶ τοπωνυμιῶν. Ἕνα παράδειγμα : στὰ βιβλιογραφικὰ ὑπομνήματα τῆς «Γλυκοφιλούσης» καὶ τοῦ Βαρδιάνου στὰ σπόρκα πρέπει νὰ παρατεθοῦν ἀντιστοίχως δύο ἀρθρίδια ἀπὸ τὴ στήλη «Νέα καὶ περίεργα» τῆς Ἀκροπόλεως, μεταφρασμένα καὶ διασκευασμένα ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη. Τὰ ἀρθρίδια ἔχουν δημοσιευτεῖ πολὺ νωρίτερα ἀπὸ τὰ δύο διηγήματα· καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀφορᾶ τὸν Βαρδιάνο δείχνει ἀπὸ τί λογῆς ἀφορμὲς γεννιέται ἡ παπαδιαμαντικὴ διηγηματογραφία, ἐνῶ τὸ σχετικὸ μὲ τὴ «Γλυκοφιλοῦσα» ἀναιρεῖ μιὰ φαντασιώδη ἑρμηνεία οὐσιώδους μέρους τοῦ διηγήματος.

Ἀπὸ τὸν φιλόλογο ποὺ θὰ ἐπωμιστεῖ τὴν ἐπίμοχθη ἀναθεωρημένη ἔκδοση προαπαιτοῦνται, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς : νὰ μελετήσει ἐπισταμένως τὸ μεταφραστικὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, νὰ διεξέλθει προσεκτικὰ τὰ αὐτόγραφά του, νὰ καταφάγει τὸν Σκιάθου λαϊκὸ πολιτισμὸ τοῦ Ρήγα καὶ τὴν «Παπαδιαμαντικὴ σκιαθίτικη προσωπογραφία», τουλάχιστον, τοῦ Φραγκούλα, νὰ γνωρίζει τί ἔχει γραφτεῖ μετὰ τὸ 1988 σχετικὰ μὲ τὰ προβλήματα παράδοσης, κριτικῆς καὶ ἑρμηνείας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ κειμένου καὶ νὰ διαθέτει ἐπαρκὴ γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Τὰ προαπαιτούμενα ἴσως φαίνονται ὑπερβολικά. Δὲν εἶναι καὶ θὰ τὸ πιστοποιήσουν μερικὰ παραδείγματα. Ἔτσι, στὸ χωρίο «καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην ἁβροτέρας, τερπνοτέρας, ἀφοσιοτέρας ἀναγνώσεως» τοῦ διηγήματος «Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο» ἡ λέξη ἀφοσιοτέρας ἔχει τεθεῖ μεταξὺ σταυρῶν στὴν κριτικὴ ἔκδοση ὡς locus desperatus. Ὡστόσο ἀργότερα ἡ δυσίατη γραφὴ θεραπεύτηκε χάρη στὸ κείμενο «Ὁποῖον τὸ Σικάγον» τοῦ Ἀλεξάνδρου Κρέϊβ, δημοσιευμένο στὸ Νέον Πνεῦμα καὶ μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη. Ἐκεῖ διαβάζουμε : «καὶ τὰ παιδία εὑρίσκουσι τὴν κατ’ οἶκον μελέτην ἀκοπωτέραν, εὐκολωτέραν καὶ τερπνοτέραν». Ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ἀκοπωτέραν καὶ αὐτὴ ὑπάρχει στὸ Ἀπάνθισμα καὶ τὴν χρηστικὴ ἔκδοση τοῦ Βήματος.

Ἀπὸ τὶς μεταφράσεις θὰ διδαχθεῖ ἐπίσης ὁ μελλοντικὸς ἐκδότης ὅτι ἡ γραφὴ ἀτέραμνος (ὁ οὐρανὸς) στὸ παπαδιαμαντικὸ ποίημα «Ἐράνισμα ψαλμῶν» πρέπει νὰ μὴν μετακινηθεῖ, ἔστω καὶ ἂν τὰ ἑλληνικὰ λεξικὰ δὲν παρέχουν τὴ σημασία ποὺ προσδίδει στὴ λέξη ὁ Παπαδιαμάντης. Ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ τὸν μεταφραστὴ Παπαδιαμάντη, πάντοτε μὲ τὴ σημασία «ἀπέραντος».





Πηγή: Ἐφημ. Τὰ Νέα, 31 Μαρτίου 2001


Θὰ νιώσουμε τὸν «πολιτικὸ» Παπαδιαμάντη ζητώντας δικές του ἀπαντήσεις σὲ δικές μας πολιτικὲς ἀπορίες. Ἕνα παράδειγμα εἶναι τὸ ἀξιακὸ τρίπτυχο «Πατρὶς - Θρησκεία - Οἰκογένεια» τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ ἰδεολογήματος, ποὺ προωθήθηκε ἀπὸ τὸν νεοελληνικὸ εὐσεβισμὸ τῶν θρησκευτικῶν σωματείων («Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Χριστοῦ») στὴν ἐμφυλιοπολεμικὴ περίοδο καὶ πραγματώθηκε ἀπὸ τὴν ἑπταετὴ δικτατορία («Ἑλλὰς Ἑλλήνων Χριστιανῶν»).

Ὁ Παπαδιαμάντης καταγγέλλει τὸν ἐθνικισμό, τὴν πατριδοκαπηλία καὶ τὴν ἐθνικοφροσύνη: «Μεταξὺ ὅλων των ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνᾶ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ».

Περισσότερη εἰρωνεία δὲν χρειάζεται ἀπὸ ἕναν δεξιοτέχνη τῆς γραφίδας... Ὅσον ἀφορᾶ τὴ θρησκεία πάλι δὲν διστάζει νὰ ἀσκήσει κριτικὴ στὴν Ἱεραρχία, ὅταν «συγκαλύπτῃ πᾶσαν σχεδὸν ἐγκληματικὴν πράξιν τῶν κληρικῶν καταγγελλομένην, σκανδαλίζουσα οὕτω τὴν κοινὴν συνείδησιν καὶ συντελοῦσα εἰς ἀπονέκρωσιν τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος ὑπὲρ πάσας τὰς ἀθέους καὶ ὑλιστικὰς θεωρίας». Ἐπιμένει στὴ μόρφωση τοῦ κλήρου, ὑποστηρίζει τὴν οἰκονομικὴ αὐτοτέλεια τῆς Ἐκκλησίας, καταπολεμᾶ τὸν «δεσποτισμό», δηλαδὴ τὴν ἀπολυταρχία τῶν ἱεραρχῶν, στηλιτεύει τὴ χειροτονία ἀγραμμάτων κληρικῶν καὶ τὴν ἐγκαταβίωση ἀγάμων ἱερωμένων στὶς πόλεις.

Ταυτόχρονα ἐπιτίθεται στὶς θρησκευτικὲς ὀργανώσεις τῆς ἐποχῆς του μὲ τὸν Ἀπόστολο Μακράκη (1831-1905) ποὺ ἐνέπνευσε ὅλες τὶς μεταγενέστερες εὐσεβιστικὲς κινήσεις (ἱεραποστολικὲς «Ἀδελφότητες Θεολόγων») τοῦ τόπου μας, τὰ «νεοπλάσματα τῶν ποικιλωνύμων συλλόγων, κοντὰ εἰς τὰς διαφόρους Ἀναστάσεις, Ἀναμορφώσεις, Ἀναγεννήσεις, Ἀναζυμώσεις καὶ Ἀναπλάσεις, τὰς ἐπαγγελλομένας τὴν διόρθωσιν», μὲ σατιρικὸ ὕφος: «Διατί δὲν γίνεσθε παπᾶδες, ἐπὶ τέλους, ἂν εἶσθε ἄξιοι; Ὄχι νὰ κάμετε πορισμὸν τὴν εὐσέβειαν, ἄνθρωποι λαϊκοί, κοσμικοί, μὲ στριμμένους μύστακας, μὲ ὀρθὰ κολλάρα».

Δηλώνει τὴ θέση του: «Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων της. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία νὰ κρίνῃ εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει νὰ ἐπικαλώμεθα». Ἀκούγεται ἐπίκαιρη ἡ ἐπισήμανσή του: «Τὸ βῆμα τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὅπως τὸ βῆμα τὸ δικανικόν, τὸ βῆμα τὸ πολιτικόν, ὅπου ὑπάρχουν ρήτορες καὶ ἀντιρρήτορες... Δὲν ἐπιτρέπονται ἐκεῖ αἱ αὐτοσχέδιοι ἀνοησίαι»!

Ὁ Παπαδιαμάντης καταγγέλλει τὴν βαυαροκρατία («ὅπως ἱεροσύλως ἡ βαυαρικὴ ἀντιβασιλεία ἔπραξεν») γιὰ τὴν πολιτειοκρατία, δηλαδὴ τὴν ἀνάμειξη τοῦ Κράτους στὴν Ἐκκλησία («ἡ μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πράγματα») καὶ τὴν αὐτοκεφαλία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ἀντιτίθεται ρητά. Συνιστᾶ τὴν κατάργηση τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ὑπαγωγή της στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο: «Καὶ δὲν εἶναι καιρὸς ἄρα νὰ σκεφθῇ ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἂν δὲν συμφέρῃ ν᾿ ἀποσύρῃ ἀπὸ τῆς ἐν Ἑλλάδι ἀνηλίκου ἀδελφῆς της τὸ αὐτοκέφαλον, τὸ ὁποῖον κατὰ συγκατάβασιν μόνο καὶ ὑπὸ ὅρους παρεχώρησεν αὕτη;».

Ὁ «κοσμοκαλόγερος ἅγιος» τῆς λογοτεχνίας μας ἀναφέρεται στὸν πολιτικὸ γάμο: «Ἐλλείψει, ὅμως, ἄλλης προνοίας, χριστιανικῆς καὶ ἠθικῆς, διὰ νὰ εἶναι τουλάχιστον συνεπεῖς πρὸς ἑαυτοὺς καὶ λογικοί, ὀφείλουσι νὰ ψηφίσωσι τὸν πολιτικὸν γάμον».

Μὲ κριτήριο ὅτι «αἱ νεώτεραι ὅμως κοινωνίαι, αἱ χριστιανικαί, πρώτην βάσιν ἔχουσι τὸ ἀδέσμευτον τῆς θελήσεως, τὴν ἀπόλυτον ἐλευθερίαν τοῦ ἀτόμου» συνιστᾶ νὰ «μὴν εἴμεθα βάρβαροι, μὴ θέλωμεν νὰ ἐπιβάλωμεν βίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Τάχα ἀπαντᾶτε σήμερον πολλοὺς ἐγγάμους νὰ εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν τύχην των, ἢ βλέπετε νὰ εἶναι εὔκολος ὁ γάμος, ὡς ἔπρεπε νὰ εἶναι, ὡς ἐπιούσιος κοινωνικὸς ἄρτος, ὡς θεμελιώδης θεσμός;».


    
Ελισάβετ Κοτζιά - Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η κριτική


[..] Εἶναι γνωστό, διαπιστώνει ἡ μελετήτρια, ὅτι ὅσο ζοῦσε ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶδε βιβλίο του τυπωμένο. Τὸ κοινὸ ἑπομένως τὸν γνώρισε μέσα ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά. Ὁ Ξενόπουλος ἄλλωστε ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ παπαδιαμαντικὰ ἔργα ἱκανοποιοῦσαν τὶς προσδοκίες τῶν ἀναγνωστῶν. Μὲ τὶς παρενθέσεις ὅμως καὶ τὶς ὑποσημειώσεις του, ὁ Παπαδιαμάντης ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ ἀνατρέψει τὸν διαμορφωμένο ἀναγνωστικὸ ὁρίζοντα, γεγονὸς ποὺ τὸν ἔκανε, ἐκτὸς ἀπὸ συγγραφέα τῶν πολλῶν, καὶ συγγραφέα τῶν ὀλίγων. Δὲν ἐδιάβαζαν συνεπῶς ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες, καταλήγει ἡ Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, τὸν ἴδιο Παπαδιαμάντη.

Κανεὶς ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐπώνυμους κριτικοὺς - ὁ Παλαμᾶς, ὁ Νιρβάνας ἢ ὁ Ξενόπουλος - δὲν ἀντιλήφθηκε τὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο ὡς ἔργο ἠθογραφικὸ καὶ μόνον, τὸ ὁποῖο ἀπεικονίζει φωτογραφικὰ τὴν ἀγροτικὴ κοινότητα, ἀλλὰ ὅλοι τους στάθηκαν στὸν ποιητικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος ἀπέδωσε τὴν πραγματικότητα. Δυὸ ὑπῆρξαν ἐξάλλου τὰ καίρια προβλήματα ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν κριτική, ἡ παπαδιαμαντικὴ γλώσσα καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὸ ἔργο ἀποτύπωσε τὴν ἐθνικὴ-λαϊκὴ ψυχή. Ἡ γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη δίχασε τὴν κριτική: Ὁ K. Χατζόπουλος χαρακτήρισε τὴν καθαρεύουσά του σχολαστική, ὁ Ἄ. Τερζάκης προβληματική, ὁ Μ. Μ. Παπαϊωάννου ἀδρανῆ ἐπιβίωση τοῦ παρελθόντος καὶ ὁ Π. Μουλλᾶς ἀνυπόταχτη ντυμένη τὸ καθαρευουσιάνικο φόρεμά της. Ὁ Τ. Ἄγρας τὴ θεώρησε ἀντιθέτως γλῶσσα μὲ ἱστορία αἰώνων, ὁ Ὁ. Ἐλύτης θησαυρισμένη ἀπὸ ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας καὶ οἱ Ζ. Λορεντζᾶτος καὶ Ν. Β. Τωμαδάκης γλώσσα ποὺ ἀρνεῖται νὰ ὑποκύψει στὴ μονοχρωμία τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης ἐκφορᾶς.

Ὁ Παπαδιαμάντης θεωρήθηκε ἀκόμα ἐκφραστὴς τῆς ἐθνικῆς - λαϊκῆς νεοελληνικῆς ψυχῆς. Ὁ Γρ. Ξενόπουλος τὸν χαρακτήρισε φορέα τῆς ρωμέικης λαϊκῆς ψυχῆς, ὁ Παλαμᾶς ἐκφραστῆ τῆς νέας ἑλληνικῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς ὑπερβατικῆς σύνθεσης τῶν ἀντιθέσεων καὶ ὁ T. Ἄγρας ἐκφραστὴ τῆς μυστικῆς, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἡρωική, νεοελληνικὴ ψυχή. H ἀπουσία αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ἀντιστασιακοῦ ἤθους εἴτε ταυτίστηκε θετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὀρθόδοξης Χριστιανοσύνης (Ζ. Λορεντζᾶτος, Κ. Μπαστιᾶς, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χρ. Γιανναρᾶς) εἴτε ταυτίστηκε ἀρνητικὰ μὲ τὴ μοιρολατρικὴ πίστη καὶ τὸν ῥαγιαδισμό. H ἀπουσία ἡρωικοῦ ἀντιστασιακοῦ στοιχείου χαρακτηρίστηκε ἔτσι ἀπὸ τοὺς ἀριστεροὺς Ν. Ζαχαριάδη καὶ Μ. Μ. Παπαϊωάννου ὡς στοιχεῖο καλλιτεχνικῆς ἀνεπάρκειας, ἐνῶ υἱοθετώντας πνεῦμα συμβιβαστικὸ ὁ Γ. Βαλέτας θεώρησε ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τὸ ποίμνιο ἑνὸς Χριστοῦ ποὺ μεταφέρει τὴ λαϊκή του ἐπαγγελία στὴν ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα. Τμῆμα τῆς γενιᾶς τοῦ ῾30 υἱοθέτησε τέλος τὴ ῥομαντικὴ ἄποψη ὅτι ἡ παπαδιαμαντικὴ κοινότητα ἐκφράζει τὸν πρωτογονικὸ λαὸ ποὺ ὄχι μόνον ἀποτελεῖ μέρος τῆς φύσης, ἀλλὰ παίζει σὲ μικρογραφία τὰ παντοτινὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. [...]


Παύλος Νιρβάνας - Το ήθος του Παπαδιαμάντη

Στὸ παρακάτω περιστατικὸ ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Παῦλος Νιρβάνας ὅταν τράβηξε τὴν γνωστὴ φωτογραφία στὸν κὺρ Ἀλέξανδρο, μποροῦμε νὰ διαγνώσουμε τὴν σεμνότητα τοῦ μεγάλου λογοτέχνη. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου πλῆθος ἀσήμαντων «καλλιτεχνῶν» καὶ διανοουμένων περιφέρονται ἀπὸ κανάλι σὲ κανάλι καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ μία φωτογράφηση καὶ μία συνεντευξούλα σὲ κάποιο περιοδικό, τὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη μοιάζει ἐξωπραγματικό.

Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».

Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.

Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πῶς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:

- Nous excitons la curiosité du public.

Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, - Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του. [...]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου