4 + 1 ποιήματα του Μιλτιάδη Μαλακάση *
|
Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869 - 1943): Ποιητής και πεζογράφος |
Μεσολόγγι
Ἐσένα θύμησή μου, ἐσέν᾿ ἄνθος θανάτου,
Ἀθανασίας ρόδο, ἐσὲ κρατῶ,
Μοσκοβολιὰ καὶ χάϊδεμα τοῦ ἀναβλεμμάτου
Κι ἀγκάθι αἱματοστάλαχτο φριχτό.
Ὅταν, ὦ παιδικὴ καρδιά! Ἡ ἁρμύρα
Τῆς λιμνοθάλασσας ἀνήλεη, λατρευτή,
Μὲ χρώματα σὲ μέθαε καὶ μὲ μύρα,
Τότε γιατί νὰ μὴν πεθάνεις; Ὢ γιατί;
Στὶς ροδοδάφνες, μέσ᾿ στὴν αἴγλη τοῦ εἰκοσιένα,
Ἐσὺ λουλούδι ὑστερογέννητον, ὢ πῶς
Πέφτουν τὰ φύλλα σου ἕνα-ἕνα σκεβρωμένα,
Καὶ μέσ᾿ στὰ βάλτα ὁ σκορπισμένος σου καρπός;
Σὲ τόσες μέσα ἀνατολές, δύσες, σκοτάδια,
Μέσα σε τόσες μουσικές, ποίησες, ᾠδές,
Νερῶν καὶ δένδρων τὰ βουητά, σείσματα, χάδια,
Χαμένος ψίθυρος τῆς λύρας μου οἱ χορδές…
Ὦ Μεσολόγγι, ἱερὲ βωμέ, αἱματοβαμμένε,
μεγάλου βάρδου ἡ δόξα καὶ ἡ θανή,
τοῦ Χρήστου τοῦ Καψάλη ἐσύ, πυρσὲ ἀνάμενε,
καὶ τῆς ἐξόδου ἡ νύχτα, ὦ οὐρανοί!
Τώρα, κι ἂν μοῦ ξεδένετε φρένα καὶ γλῶσσα,
Θ᾿ ἀγροικηθεῖ τῆς ταπεινότης μου ὁ ψαλμός,
Μέσα στοὺς ὕμνους καὶ στὰ τρόπαια τὰ τόσα,
Ποῦ σου ἔχει στήσει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ θαυμασμός;….
(Ἐφημ. «Καθημερινή», 25 Ἀπριλίου 1937) |
Στὸν σάτυρο μιᾶς
παλιᾶς βρύσης
ἀφιερωμένο τοῦ φίλου μου Β. Λιανίτη
Φαῦνοι καὶ Σιληνοὶ Θεοὶ στὸ βάθρο ἑνὸς Σατύρου
καὶ τὸ νερὸ ποὺ ἀκίνητό τους καθρεφτίζει,
ὅραμα πράο καὶ θλιβερὸν ὅλα τριγύρου,
ὅλα τῆς μούχλας τ᾿ ἄρωμα τ᾿ ἀρωματίζει...
Ὦ Θεὲ τοῦ πόθου, ἡ δόξα σου αἰώνια νἆναι!
Ἔτσι νὰ μένεις τραγικὸς πιὸ κι ἀπὸ μόνος
χωρὶς λαλήματα τερπνὰ πουλιῶν ποὺ πᾶνε,
χωρὶς ἕνας ἀπάνω σου πράσινος κλῶνος...
Ρόδα καὶ φύλλα στὴν κορφὴ τὴν ἱερή σου,
ἀπ᾿ τὴ λειχήνα κι ἀπ᾿ τὰ μούσκλια φαγωμένα,
κι ἡ νύφη Ἀμαδρυάδα σου, ἔγνοια πικρή σου,
τόσο ποτὲ ὅσο σήμερα μακριὰ ἀπὸ σένα.
Ἀνήλεη πνέει ἡ πνοὴ στὰ μυροβόλα,
κι ἁγιάγερτη ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ὅσων κλαῖμε,
μὰ πάνω ἀπ᾿ τὰ παράπονα, τὰ δάκρυα ὅλα,
τὰ ποὺ ποτὲ δὲ θ᾿ ἀνεβοῦν, τὰ ποὺ δὲ λέμε.
Αἷμα χυμένο τῶν ἀνθὼν κι αἷμα χυμένο
ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τόσων πουλιῶν, τόσων θανάτων...
Κι ἐγὼ στὸ στοιχειωμένονε κύκλο νὰ μένω
τοῦ Σάτυρου, τῶν Χιμαιρῶν καὶ τῶν Τεράτων!
Τὸ σονέτο τοῦ μεσονυχτίου
Ὅλα σβησμένα γύρω μου, στὴ πάχνη ὅλα κρυμμένα,
χαμένα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς κ᾿ ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι κάτου,
μὲ τὸ βαρὺν ἀέρα τους μὲ πνίξαν ξάφνου ἐμένα
θαμπώνοντάς μου τὴ στεγνὴ ρονιὰ τοῦ ἀναβλεμμάτου.
Μὰ δάκρυο δὲν ἐστάλαξε μηδ᾿ ἔλαμψε κανένα
στὸ ξαναμμένο γλέφαρο, στητὸ στὸ λάγκεμά του,
καὶ τὰ δικά μου ἀγρίκησα βαθιά μου καὶ τὰ ξένα,
καρδιόχτυπα ἀνατάραχτα σὲ μία σιωπὴ θανάτου.
Κι εἶπα τὸ χαῖρε δύο φορὲς καὶ μὲς στὸ χάος ὁ ἦχος
ἐχάθη, ὡς ἀντιβόησε ὁ βυθὸς τοῦ κάτω κόσμου,
μήνυμα πὼς σφραγίστηκε παντοτινὰ ὁ χαμός μου.
Καὶ μένει ἐπίσημος στυγνὸς ὁ ἀριστοκράτης στίχος
ἀξήγητος Συβιλλικὸς ν᾿ ἀνησυχεῖ μονάχα
τὰ πνέματα ποὺ ἀνώφελα παλεύουν νυχτομάχα.
Μπάϋρον
Στοὺς τοίχους ἅρματα ἀσημιὰ καὶ φλωροκαπνισμένα,
τακίμια ἀπὰ στὰ χαμηλὰ διβάνια τὰ νταμάδα,
τὰ φυσεκλίκια ἀραδιαστὰ τὰ χαϊμαλιὰ ἕνα-ἕνα
κι ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῆς λίμνης φῶς ἡ ἀχνάδα.
Μὲς ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, τὸ σελωτὸ σπαθάτο
τῆς Ἀραπιᾶς μὲ τὰ κροσσάτα φάλαρα, φρουμάζει
καὶ μπρὸς στὸ μόντζο τὸ σκοπὸ ποὺ τὰ νερὰ ἀπὸ κάτω,
μονόξυλο μὲ τὸ μακρὺ σταλίκι γλεῖ κι ἀράζει.
Σουλιῶτες Φράγκοι, ἀδάμαστοι Μεσολογγῖτες γόνα
τὸ γόνα, χάμου κάθουνται, νὰ τιναχθοῦν καὶ πάλι,
σὰ θὰ προβάλει ἰσόθεος ὁ ἀσύγκριτος κορῶνα
φορώντας τὸν ἥλιο γύρο στὸ ἀγγελικὸ κεφάλι.
Ὅμως καὶ τὸ ψαρόπουλο στὸ νιοβαμένο πριάρι,
ποὺ τὸ σαλεύει μία ριπὴ τοῦ κόρφου ἀριὰ χυμένη,
χαρούμενο ποὺ κι ὁ γιαλὸς ἀρχίναε νὰ φρεσκάρει,
στρώνει στὴν πρύμη τὸ χαλίκι ὀρθὸ τὸν περιμένει.
Μὰ Κεῖνος πρὶ νὰ δώσ᾿ ἡ αὐγὴ μὲ τὸ φτερὸ κοντήλι,
σὰν ἀπὸ χάδι ἢ κρούσιμο στὸν ὕπνο μηνυμένος
ριμάρει ἀκόμα τὸν καϋμὸ τοῦ ὑστερνοῦ τοῦ Ἀπρίλη,
δοξάζοντας πάλε καὶ σέ, κατατρεγμένο Γένος.
Κι ἐγὼ ποὺ τότε σὲ δασὰ προγόνου στήθια μέσα,
ξέχωρου ἐκεῖ στοὺς διαλεχτοὺς ἔσφυζα στάλα αἱμάτου,
καὶ σὰν ἰδέα κυμάτιζα μὲς στὴν πλατιά του ἀνέσα,
καὶ στὴν ἀητένια του γοργὴ σπίθιζα ἀναβλεψιά του.
Ποιὸς ξέρει! σὲ ποιὸ στρόφιλο νὰ πόντισα ἄξαφνα, ὄντας
ἄνοιξε ἡ θύρα κι ἔτριξαν βαριάτα σκαλοπάτια
κι ἐστάθη τοὺς ἀρματωλοὺς μπροστὰ χαμογελώντας
καὶ τὸν παπποῦ μου ἐκοίταξε καλὰ-καλὰ στὰ μάτια...
Ἆσμα ᾀσμάτων
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά.
Ἔχω τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι,
Τώρα ποὺ δὲ σὲ νανουρίζουν τὰ πουλιά.
Ἡ νύχτα, ἰδές, γυρνᾷ μαυροντυμένη,
Ὅλα σιωπηλὰ κοιμοῦνται γύρω,
Ἔλα, ἀκριβή μου, ὀνειροπλανεμένη,
Νὰ μὲ μεθύσεις μὲ τ᾿ ἀπόκρυφό σου μύρο.
Ἔλα τραγούδι νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι·
Ἔλα καὶ γεῖρε τὸ τετράξανθο κεφάλι
Μὲς στὴ λαχταρισμένη μου ἀγκαλιά·
Τώρα ποὺ δὲ λαλοῦνε τὰ πουλιά,
Ἔλα τραγούδια νὰ σοῦ πῶ καὶ πάλι.
Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943) - Βιογραφικὰ στοιχεῖα
κείμενο: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ-ΤΣΕΚΟΣ
Εἰσαγωγικὸ Σημείωμα
Ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης, ποιητὴς ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους τοῦ νεοελληνικοῦ λυρισμοῦ,
γεννήθηκε στὸ Μεσολόγγι. Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια ἀγωνιστῶν τοῦ Εἰκοσιένα μὲ πολὺ
πλοῦτο καὶ ἄνεση, ποὺ τοῦ ἐξασφάλισε μία ζωὴ ἀφιερωμένη στὴν τέχνη καὶ τὴ μάθηση
κι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ βιοποριστικὲς ἔγνοιες.
Τελειώνοντας τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του στὸ Μεσολόγγι ᾖρθε τὸ 1888 στὴν Ἀθήνα
καὶ γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή, τὴν ὁποία ὅμως δὲν τελείωσε ποτέ, καθὼς ἦταν ἀφοσιωμένος
στὴν ποίηση ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια. Τὸ 1897 γνωρίστηκε μὲ τὸν ἑλληνογάλλο ποιητὴ
Ζὰν Μωρεάς, ποὺ εἶχε ἔρθει τότε στὴν Ἀθήνα, κι ἡ γνωριμία αὐτὴ στάθηκε ἀποφασιστικὴ
γιὰ τὴν ποίησή του καὶ τὴ μετέπειτα πορεία του. Ὁ Μωρεὰς ποὺ συγκινήθηκε ἀπὸ τὸ
ταλέντο τοῦ νεαροῦ ποιητῆ μετάφρασε δυὸ ποιήματά του καὶ τὰ δημοσίευσε στὴ Γαλλία.
Ἀργότερα ἔμελλε καὶ νὰ συγγενέψει μαζί του, ὅταν τὸ 1908 παντρεύτηκε τὴν κόρη
τοῦ γνωστοῦ πολιτικοῦ καὶ πρωθυπουργοῦ Ἐπαμεινώνδα Δεληγιώργη, πρώτη ἐξαδέλφη τοῦ
Μωρεάς. Ἀπ᾿ τὸ 1909 ὡς τὸ 1915 ἐγκαταστάθηκε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὸ Παρίσι καὶ
ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ Μόναχο κι ἀλλοῦ. Στὸ μεταξὺ εἶχε ἀναπτύξει στὴν
Ἑλλάδα μία πνευματικὴ δραστηριότητα. Εἶχε ἱδρύσει μαζὶ μὲ τὸν Κ. Χατζόπουλο καὶ
τὸν Λάμπρο Πορφύρα τὴν ἐταιρία «Ἐθνικὴ Γλῶσσα» (1904) ποὺ ἔκανε συστηματικοὺς ἀγῶνες
γιὰ τὴν προβολὴ καὶ τὴν καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς, κι εἶχε δημοσιεύσει ἀρκετὰ ποιήματά
του στὸν Νουμᾶ, τὸ περιοδικὸ τῶν δημοτικιστῶν. Τὸ 1917 διορίστηκε κοσμήτορας (στὴ
συνέχεια ἔγινε καὶ διευθυντής) στὴ βιβλιοθήκη τῆς Βουλῆς.
Ὁ Μαλακάσης γνώρισε ἀπὸ νωρὶς τὴ γενικὴ ἀναγνώριση, καὶ τὸ 1924 τιμήθηκε μὲ τὸ
Ἐθνικὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων. Στὴ λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε ἀπ᾿ τὸ περιοδικὸ Ἑβδομὰς
τὸ 1885, μὲ τὰ ἀρχικὰ Μ.Μ. Συστηματικότερα ὅμως ἄρχισε νὰ δημοσιεύει ποιήματα, πεζὰ
καὶ ἄρθρα στὴν Ἑστία καὶ σ᾿ ἄλλα περιοδικὰ κι ἐφημερίδες ἀπὸ τὸ 1892 καὶ ὕστερα.
Ὁ Μαλακάσης εἶναι ἐλευθερωμένος ἀπὸ σχολὲς καὶ τεχνοτροπίες, ἂν καὶ εἶναι βέβαια
φανερὴ στὸ ἔργο του ἢ ἐπίδραση τοῦ Jean Moreas. Βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ποίησής
του, ποὺ τὴ διαποτίζει μία ἀπαισιόδοξη διάθεση, εἶναι ἡ στιχουργικὴ ἐπιδεξιότητα
καὶ ἡ μουσικὴ αἴσθηση. Πιὸ ρωμαλέα γίνεται ἡ ποίησή του, ὅταν ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι.
Στὰ ποιήματα αὐτὰ κυριαρχεῖ ἡ νοσταλγία καὶ τὸ ὅραμα ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔχει χαθεῖ.
Γι᾿ αὐτὸ ἂν καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ παρουσιάζονται, ὅπως ὁ Τάκης Πλούμας καὶ
ὁ Μπαταριᾶς, εἶναι μορφὲς ἀτομικές, ἐντούτοις ξεχωρίζουν κι ἐκφράζουν τὸ ἦθος καὶ
τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κατὰ τὴν πρώτη περίοδο μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ
1821. Ὁ ἀφηγηματικὸς τόνος, ποὺ κυριαρχεῖ στὰ ποιήματα αὐτά, θυμίζει τὸ δημοτικὸ
τραγούδι. Κι ὅπως ἔχει γραφτεῖ, ὁ ποιητὴς εἶχε τὴν τόλμη νὰ βάλει στὴν ποίησή του
πράγματα καὶ ἀνθρώπους μὲ τὰ ὀνόματά τους, ποὺ ἦταν ἀντιποιητικά, ἀλλὰ ἐναρμονίστηκαν
μέσα στὸν ἐπικὸ καὶ ἀφηγηματικὸ τόνο τοῦ κάθε ποιήματος.
Ὁρισμένοι μελετητὲς ἐπέκριναν τὸν Μαλακάση ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν
«τραγουδιστής», ὁ στίχος του κυλᾷ αὐθόρμητος, χωρὶς προβληματισμούς, χωρὶς νὰ ἀποζητᾷ
ἕνα βάθος λυρικό. Ὁ ποιητὴς ἐκφράζει προσωπικὰ συναισθήματα ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ
δεινὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Ἑλλάδας.
Τὸ ἔργο του: Ὅσο ζοῦσε, τύπωσε τὰ ποιητικὰ βιβλία: Συντρίμματα (1898,
μὲ χρονολογία 1899. Β´ ἔκδ. 1924, συμπληρωμένη μὲ μία σειρὰ ἀπὸ μεσολογγίτικα ποιήματα),
Ὧρες (1903), Ἡ Κυρὰ τοῦ Πύργου (1904, Ἔμμετρο παραμυθόδραμα, δημοσιευμένο
ἀρχικὰ στὰ Παναθήναια, τόμος Ζ´, καὶ κατόπιν χωριστά), Πεπρωμένα (1909. Β´
ἔκδ. 1925, μαζὶ μὲ τὴν Κυρὰ τοῦ Πύργου), Ἀσφόδελοι (1918), Μπαταριᾶς ‘
Τάκης Πλούμας ‘ Μπάϋρον (Πλακέτα, 1920), Ἀντίφωνα (1931), Ἐρωτικό
(1939). Μετέφρασε ἐπίσης τὶς Στροφὲς τοῦ Jean Moreas (1920). Μετὰ τὸ θάνατό
του κυκλοφόρησαν Τὰ Μεσολογγίτικα (1946), μὲ ὅλα τὰ δημοσιευμένα στὶς προηγούμενες
συλλογὲς μεσολογγίτικα ποιήματά του. Τὸ 1964 ὁ Γ. Βαλέτας συγκέντρωσε σὲ δυὸ τόμους
τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του, μὲ τίτλο Μαλακάσης: Ἅπαντα.
* περισσότερα στοιχεία, κριτικές, σχετική βιβλιογραφία και φυσικά, ποιήματα του Μιλτιάδη Μαλακάση θα βρείτε εδώ |
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου