“Πριν ακόμη οι Δίδυμοι Πύργοι του Μανχάταν γίνουν παγκόσμια
σύμβολα, ένα άλλο κτίριο, μια άλλη 11η Σεπτεμβρίου, γινόταν το σύμβολο
μιας
μαύρης ιστορικής περιόδου. Το πραξικόπημα του Πινοσέτ έθαψε τη
Χιλιανή
δημοκρατία για 17 ολόκληρα χρόνια.
Η Μονέδα, το προεδρικό μέγαρο στο Σαντιάγο της Χιλής, κάτω από τα πυρά των αεροπλάνων και των αρμάτων μάχης του στρατηγού Πινοσέτ, ενσάρκωσε το ναυάγιο των ελπίδων της Αριστεράς – και όχι μόνο στην Λατινική Αμερική. Η αυτοκτονία του Αλιέντε μέσε σε εκείνο το μέγαρο σημάδεψε τη διάλυση του ονείρου πως μια σοσιαλιστική επανάσταση ήταν εφικτή μέσα από τον «ειρηνικό» δρόμο της αστικής νομιμότητας.
Πικρός καρπός της αποτυχίας της κυβέρνησης της Λαϊκής
Ενότητας να εξουδετερώσει την εχθρότητα των καπιταλιστών, το πραξικόπημα
ήταν
επίσης το αποτέλεσμα μιας τεράστιας επιχείρησης αποσταθεροποίησης,
οργανωμένης
από τις ΗΠΑ, που ήταν αποφασισμένες να επιβάλουν μια «αλλαγή
καθεστώτος». Η 11η
Σεπτεμβρίου 1973 άνοιξε το δρόμο σε είκοσι χρόνια δικτατοριών, «βρόμικων
πολέμων», σφαγών, βασανιστηρίων, εξορίας και κυνηγητού χιλιάδων
προοδευτικών
ανθρώπων σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική με την υποστήριξη της
Ουάσινγκτον.
Τριάντα χρόνια ύστερα από εκείνη την 11η Σεπτεμβρίου στη Χιλή, όπως και
στις
περισσότερες άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, έχει αποκατασταθεί η
δημοκρατία. Όμως, η Χιλιανή δημοκρατία παραμένει υπό στρατιωτική
επιτήρηση. Οι
Αμερικάνοί προστάτες του Πινοσέτ (μεταξύ των οποίων και ο διαβόητος
Κίσινγκερ)
παραμένουν ατιμώρητοι. Η τύχη των εξαφανισθέντων παραμένει ακόμα
αδιευκρίνιστη.
Το τραύμα είναι ανοιχτό.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ «ΧΙΛΙΑΝΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ»
Το 1969 δημιουργείται στη Χιλή η Λαϊκή Ενότητα. Το πρόγραμμά
της υπογράφτηκε στις 17 Δεκέμβρη από τα παρακάτω κόμματα: Σοσιαλιστικό
Κόμμα
(ΣΚ), Κομμουνιστικό Κόμμα, Ριζοσπαστικό Κόμμα, Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής
Δράσης,
Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
Το ΣΚ ήταν το ισχυρότερο κόμμα του συνασπισμού. Ιδρύθηκε το
1933 μετά την πτώση της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» του Γκρόβε. Ο
Αλιέντε ήταν
από τα ιδρυτικά μέλη. Το κόμμα διαφοροποιόταν από την, όπως ισχυριζόταν,
«αυστηρή ιδεολογία» του ΚΚ (δηλαδή το μαρξισμό-λενινισμό) και αγωνιζόταν
για
μια «αντιιμπεριαλιστική οικονομία» σε όλη τη Λατινική Αμερική ενώ
δεχόταν το
μαρξισμό μόνο «σαν μέθοδο ερμηνείας της πραγματικότητας». Επρόκειτο
δηλαδή για
ένα σοσιαλρεφορμιστικό κόμμα αντιιμπεριαλιστικής ωστόσο κατεύθυνσης,
ίσως και
εξαιτίας της ριζοσπαστικοποίησης των λαών ιδιαίτερα μετά την κουβανέζικη
επανάσταση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε μια μακρόχρονη συνεργασία με το
ΚΚ
Χιλής, λιγότερο ή περισσότερο στενή, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας
του 1950
και μετά. Δεν είχε σχέσεις με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Το Ριζοσπαστικό Κόμμα υπήρχε από το 1858. Ήταν ο κορμός του
Λαϊκού Μετώπου των ετών 1938-1941. Έκφραζε τα μεσαία στρώματα. Το 1969 η
αριστερή πτέρυγα πήρε την ηγεσία του κόμματος και το οδήγησε στη Λαϊκή
Ενότητα.
Η Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης προέκυψε από αριστερή
διάσπαση της Χριστιανοδημοκρατίας το 1969 και στελεχώθηκε κυρίως από την
οργάνωση της νεολαίας της τελευταίας.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε το 1966 και, παρά το
όνομά του, είχε ταχθεί αλληλέγγυο με την κουβανέζικη επανάσταση. Το 1972
συγχωνεύθηκε με το Ριζοσπαστικό Κόμμα.
Η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση ήταν το μικρότερο από τα κόμματα
που συμμετείχαν στη συμμαχία. Eνα χρόνο μετά την εκλογή του Αλιέντε, το
1971,
στη Λαϊκή Ενότητα εντάχθηκε ακόμη η Χριστιανική Αριστερά που προήλθε από
διάσπαση των Χριστιανοδημοκρατών.
Οι σχέσεις των κομμάτων της Λαϊκής Ενότητας βασίζονταν στην
ισοτιμία. Για τη λήψη των αποφάσεων χρειαζόταν ομοφωνία. Στο διάστημα
που
μεσολάβησε από τη δημιουργία της Λαϊκής Ενότητας μέχρι τις προεδρικές
εκλογές
δημιουργήθηκαν 14.800 επιτροπές βάσης που συσπείρωναν όχι μόνο τα μέλη
των
κομμάτων αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές που βρίσκονταν εκτός
κομμάτων.
Ο
Αλιέντε
Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε ήταν το πρόσωπο στο οποίο συμφώνησαν οι
δυνάμεις της Λαϊκής Ενότητας για να τον ανακηρύξουν υποψήφιο πρόεδρο της
συμμαχίας. Ο Αλιέντε ήταν ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος
και είχε
εκλεγεί επανειλημμένα βουλευτής και γερουσιαστής, ήταν υποψήφιος
πρόεδρος του
ΣΚ σε προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Είχε διατελέσει υπουργός Υγείας
το 1939
επί κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου.
Ο Αλιέντε ήταν σταθερά εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας του
ΣΚ με αντιιμπεριαλιστικές θέσεις και υπέρμαχος της συνεργασίας
σοσιαλιστών και
κομμουνιστών. Κρατούσε κάποια απόσταση από τις σοσιαλιστικές χώρες, δε
δίσταζε
όμως να εξαίρει τις επιτυχίες τους, να υποστηρίζει τη φιλειρηνική
πολιτική
τους. Ο ίδιος δήλωνε θαυμαστής και υποστηρικτής της κουβανέζικης
επανάστασης παρά
τις διαφορετικές εκτιμήσεις που είχε με τους ηγέτες της σε κάποια
ζητήματα.
Εμπνεόταν επίσης από το πρόγραμμα των δέκα σημείων του Εθνικού
Απελευθερωτικού
Μετώπου του Βιετνάμ το οποίο μαχόταν εκείνη την περίοδο ενάντια στην
ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση.
Ο Αλιέντε ως πρόεδρος είχε σαν άμεσους στενούς συνεργάτες
πάντοτε έναν εκπρόσωπο των σοσιαλιστών και έναν των κομμουνιστών. Η
τριάδα αυτή
εξέταζε τα θεμελιώδη ζητήματα. Ωστόσο, η τριάδα αυτή δε συζητούσε ποτέ,
με
απαίτηση του Αλιέντε, θέματα που σύμφωνα με το Σύνταγμα θεωρούνταν
δικαιοδοσία
της διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων. Το σημείο αυτό είναι μια από τις
εκφράσεις
των πολιτικών αδυναμιών του. Οι αδυναμίες αυτές είχαν την αιτία τους
ακριβώς
στην ιδεολογική και πολιτική φυσιογνωμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος το
οποίο,
αν και κατά την ιστορική αυτή συγκυρία λάμβανε θέσεις
αντιιμπεριαλιστικές, δεν
ήταν επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, δε βασιζόταν στη
μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία. Το κόμμα αυτό δεν είχε σαν στόχο του
το
σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό αλλά -σύμφωνα με τη διατύπωση του
προγράμματός
του- μια «αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης μικτή οικονομία».
Στις 4 Σεπτέμβρη του 1970, ο Αλιέντε παίρνει την πλειοψηφία
στις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση. Η κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει
ένα
πρόγραμμα εθνικοποιήσεων των μεγάλων βιομηχανιών.
Εθνικοποίησε καταρχήν τον χαλκό, το σημαντικότερο προϊόν της
χώρας που το εκμεταλλεύονταν ως τότε οι αμερικάνικες πολυεθνικές. Μέσα
στα
πρώτα δύο χρόνια διακυβέρνησης οι εθνικοποιήσεις περιέλαβαν και πολλούς
άλλους
καίριους κλάδους της οικονομίας όπως τα μεταλλουργεία, τα ορυχεία
σιδηρομεταλλεύματος και νίτρου, τα εργοστάσια τσιμέντου, την
κλωστοϋφαντουργία,
την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και τις τράπεζες. Οι
εργάτες
συμμετείχαν ενεργά στη διοίκηση των εργοστασίων, κυρίως των
εθνικοποιημένων.
Προχώρησε επίσης στην αγροτική μεταρρύθμιση με την
απαλλοτρίωση εκτάσεων γης χωρίς αποζημίωση και πήρε μια σειρά μέτρα
υποστήριξης
των εργατών και των φτωχών μαζών όπως η αύξηση των μισθών κατά 50%, η
δωρεάν
ιατρική περίθαλψη και η επιβολή αυστηρού ελέγχου των τιμών στα βασικά
καταναλωτικά είδη.
Αυτή η πολιτική τόνωσε το ηθικό της εργατικής τάξης και
ταυτόχρονα ανησύχησε την ντόπια αστική τάξη και τους Aμερικάνους
ιμπεριαλιστές,
που φοβούμενοι την προοπτική απώλειας του ελέγχου στη χώρα πέρασαν στην
αντεπίθεση, οργανώνοντας ένα εκτεταμένο οικονομικό σαμποτάζ για την
αποσταθεροποίηση της οικονομίας και την πτώση της κυβέρνησης.
Οι αντεπαναστατικές προκλήσεις κορυφώθηκαν με την
υποκινούμενη και χρηματοδοτούμενη από τη CIA απεργία των ιδιοκτητών
φορτηγών
που παρέλυσε τη χώρα, ενώ οι βιομήχανοι κήρυσσαν «λοκ - άουτ» και οι
έμποροι
έκλειναν τα μαγαζιά τους. Την ίδια στιγμή οι φασιστικές παρακρατικές
συμμορίες της διαβόητης οργάνωσης «Πατρίδα και ελευθερία» τρομοκρατούσαν
υποστηριχτές της «Λαϊκής Ενότητας», ενώ η CIA ενέτεινε στα παρασκήνια
τις
προετοιμασίες για ένα πραξικόπημα.
Οι εργάτες συναισθανόμενοι τον κίνδυνο αντέδρασαν άμεσα.
Προχώρησαν σε καταλήψεις σε πολλά εργοστάσια, έφτιαξαν εργοστασιακές
επιτροπές
και οργάνωσαν δίκτυα άμεσης διανομής των προϊόντων για να αντιμετωπίσουν
το
σαμποτάζ. Η κυβέρνηση όμως, πιστή στις ρεφορμιστικές της αυταπάτες, αντί
να
στηριχθεί στους εργάτες και στα κατώτερα στρώματα του στρατού, στα τέλη
του
1972 δέχεται στους κόλπους της τρεις ανώτατους στρατιωτικούς,
προσπαθώντας με
αυτό τον τρόπο να καθησυχάσει την αντίδραση και να αποφύγει το
πραξικόπημα….
Στις εκλογές του Μαρτίου του 1973 η «Λαϊκή Ενότητα» αυξάνει
τα ποσοστά της, κάτι που αντανακλούσε την αυξανόμενη διάθεση της
εργατικής
τάξης και των φτωχών αγροτών για συντριβή του καπιταλισμού και των
προκλήσεων
της αντίδρασης.
Στις 29 Ιούνη είχαμε την πρόβα ενός πραξικοπήματος. Έξι τανκ
επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο και στο Υπουργείο Άμυνας. Το πραξικόπημα
αυτό
απέτυχε μετά από την άμεση και δυναμική επέμβαση των εργατών, που
σχημάτισαν
πολιτοφυλακές και σε διάστημα λίγων ωρών κατέλαβαν 350 εργοστάσια και
εκατοντάδες
αγροκτήματα. Όμως μετά την ήττα του πραξικοπήματος η κυβέρνηση αρνούμενη
να
διδαχθεί από την κορύφωση των προκλήσεων της αντίδρασης και την
επαναστατική
διάθεση των εργατών, επιστρέφει τα εργοστάσια στους ιδιοκτήτες τους και
απαγορεύει κάθε δυνατότητα για συνδικαλισμό μέσα στο στρατό.
Στις 4 Σεπτέμβρη, μια βδομάδα πριν το πραξικόπημα, 800.000
οπαδοί της Λαϊκής Ενότητας συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν την τρίτη
επέτειο
από την εκλογή του Αλιέντε.
Tο
Πραξικόπημα
Στις 11 Σεπτέμβρη 1973 εκδηλώθηκε το πραξικόπημα του Πινοσέτ
με την άμεση καθοδήγηση της CIA. Καταλήφθηκε
το βασικό λιμάνι της χώρας, βομβαρδίστηκαν ραδιοφωνικοί σταθμοί.
Διεξήχθηκαν
μάχες ενάντια σε λίγους οπλισμένους εργάτες της Λαϊκής Ενότητας στο
προεδρικό
μέγαρο, σε εργοστάσια, στο πανεπιστήμιο, σε γραφεία εφημερίδων. Γύρω
στις δύο
το μεσημέρι ο Αλιέντε ήταν νεκρός.
Αρχισαν μαζικές συλλήψεις στελεχών και μελών της Λαϊκής
Ενότητας, εκτελέσεις επί τόπου άοπλων αγωνιστών, άγριοι ξυλοδαρμοί.
Στρατόπεδα
συγκέντρωσης, κολαστήρια βασανιστηρίων και εκτελέσεων δημιουργήθηκαν απ'
άκρη
σε άκρη σε όλη τη χώρα. Οι φρικαλεότητες της πρώτης κιόλας ημέρας του
πραξικοπήματος καταγράφτηκαν χαρακτηριστικά στην ανταπόκριση των δύο
Γερμανών
πολιτών που ήταν ανταποκριτές της γερμανικής ραδιοφωνίας: «Μπροστά μας
εκτέλεσαν 400 με 500. Ηταν η μεγαλύτερη ομάδα που εκτελέστηκε μέσα στο
γήπεδο.
Το άλλο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ακούσαμε και είδαμε να σκοτώνουν
τους
ανθρώπους με το ξύλο. Δεν τους βασάνιζαν, τους χτυπούσαν μέχρι να
πεθάνουν».
Πολλοί παρομοίασαν τότε, και όχι μόνο αριστερές πολιτικές
δυνάμεις, τις μεθόδους του καθεστώτος Πινοσέτ με εκείνες του ναζισμού:
πνιγμοί
κρατουμένων που τους είχαν δέσει τα χέρια στο νερό, ξερίζωμα των μελών
με
τανάλιες, επί τόπου τουφεκισμοί εργατών προς παραδειγματισμό όταν σε
κάποιο
ορυχείο κατέβηκαν σε απεργία λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα. Η
εγκύκλιος Νο
34/1973 της στρατιωτικής λογοκρισίας υπογράμμιζε ότι η λέξη εργάτης
πρέπει να
αντικατασταθεί σε όλες τις εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης από τις
λέξεις
«χειρώναξ υπάλληλος», ενώ η λέξη σύντροφος πρέπει να διαγραφεί από το
λεξιλόγιο.
Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
Το βασικό λάθος της πλειοψηφίας των δυνάμεων της Λαϊκής
Ενότητας, ήταν ότι πίστευαν πως το αστικό κράτος θα μπορούσε να κρατήσει
μια αμερόληπτη στάση στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Αυτό
αντανακλάστηκε σε
μια υπερεκτίμηση της «δημοκρατικότητας» της δεμένης με χίλια νήματα με
την
ντόπια ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό κάστας των υψηλόβαθμων
στρατιωτικών. Οι ηγέτες της «Λαϊκής Ενότητας» υποστήριζαν ότι τάχα «η
Χιλή ήταν ιδιαίτερη περίπτωση γιατί σε αυτή τη χώρα ο στρατός είχε
δημοκρατικές
παραδόσεις»... Πόσο ειρωνικά ακούγονται όλα αυτά σήμερα όταν οι μνήμες
από τα
εγκλήματα της αστυνομικού - στρατιωτικού καθεστώτος του Πινοσέτ είναι
ακόμα
βαθιά χαραγμένες στην Χιλιανή εργατική τάξη.
Η περίοδος Αλιέντε είναι βαθιά διδακτική για το σήμερα και
το αύριο. Όσο και αν οι διαφόρων αποχρώσεων σοσιαλδημοκράτες επιχείρησαν
να
παραπλανήσουν το λαϊκό κίνημα, το αιματηρό πραξικόπημα του Πινοσέτ
επιμένει να
μας θυμίζει τους βασικούς νόμους κίνησης της ιστορίας που αποκάλυψαν οι
κλασικοί του μαρξισμού. Oι όποιες ιδιομορφίες που προκύπτουν από την
ιστορική
παράδοση, το διεθνή και εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων ή από άλλους
δευτερεύοντες παράγοντες, δεν μπορούν ποτέ να αναιρούν τις γενικές
νομοτέλειες
που διέπουν κάθε επαναστατική διαδικασία.
πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου