Πλούσια μελέτη
Η μελέτη του Μ. Λυμπεράτου ασχολείται με τη συγκρότηση της αριστεράς
κατά την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο, από το 1949 ως το 1952. Στην αρχή,
περιγράφονται οι προσπάθειες ανασύνταξης της αριστεράς, τόσο οι
επιτυχημένες (ΕΔΑ), όσο και οι αποτυχημένες (κυρίως του χώρου της
σοσιαλδημοκρατίας). Η πρώτη απόπειρα συγκρότησης της αριστεράς έγινε με
την ίδρυση της «Δημοκρατικής Παράταξης», που πήρε 9,70% στις εκλογές του
1950, στις οποίες στηρίχθηκε κριτικά και από το παράνομο ΚΚΕ. Διαλύθηκε
όμως πολύ σύντομα, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής ασυμφωνίας και της
δυσπιστίας ανάμεσα στις δυνάμεις που τη συγκροτούσαν, η οποία με τη
σειρά της πήγαζε από την ελλιπή γείωσή της στις μάζες, αφού αυτές
εξακολουθούσαν να έχουν ως σημείο αναφοράς το ΚΚΕ. Έτσι, τον Ιούλιο του
1951, μετά από έντονες παρασκηνιακές διεργασίες που περιγράφονται
αναλυτικά στο βιβλίο, ιδρύθηκε η ΕΔΑ. Το πρόγραμμά της βασίστηκε στην
πολιτική μετριοπάθεια. Επίσης, ο Λυμπεράτος επισημαίνει χαρακτηριστικά
ότι «όπως και το πολιτικό πρόγραμμα του ΕΑΜ, το πρόγραμμα της ΕΔΑ έκανε
σαφή διαφοροποίηση μεταξύ τμημάτων της άρχουσας τάξης της χώρας, σε ένα
τμήμα κερδοσκόπων, αλλά και σε ένα άλλο, στο οποίο απέδιδε αναπτυξιακούς
προσανατολισμούς, σε σχέση, μάλιστα, με το οποίο θα μπορούσε να
διατυπώσει εποικοδομητικές προτάσεις και να συνεργαστεί» (σελ. 165). Το
πιο ζωντανό και μαχητικό κομμάτι της ΕΔΑ στην αρχή ήταν η νεολαία της, η
ΕΔΝΕ, που ανέπτυξε σημαντική δράση ιδιαίτερα στον τομέα των
δημοκρατικών δικαιωμάτων. Τα μέλη της κατάφεραν να συλλέξουν 15.000
υπογραφές στη Διακήρυξη της Στοκχόλμης για την ειρήνη σε συνθήκες
αστυνομικών διωγμών, που έφτασαν στο σημείο το 1951 να εκτελεστεί ο Ν.
Νικηφορίδης επειδή μάζευε υπογραφές σ’ αυτό το κείμενο, ώσπου το
Σεπτέμβριο του 1952 η ΕΔΝΕ διαλύθηκε με απόφαση της Επιτροπής Ασφαλείας
Αττικής.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου πραγματεύεται το ρόλο του ΚΚΕ στην ανασυγκρότηση της αριστεράς. Ο Λυμπεράτος υπογραμμίζει ότι ήδη πριν την ίδρυση της ΕΔΑ, το ΚΚΕ είχε υιοθετήσει τη γραμμή της συνεργασίας με τις δυνάμεις του Κέντρου. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «όπως ακριβώς προσφέρθηκε ακόμα και εκλογική συνεργασία στον Θ. Σοφούλη με γενναίες παραχωρήσεις, λίγο πριν τις εκλογές του 1946, η ίδια συνεργασία προσφέρθηκε και στο Ν. Πλαστήρα στα 1950 και μάλιστα με πρωτοκαθεδρία του ίδιου και του κόμματός του σε έναν μελλοντικό συνασπισμό» (σελ. 274). Επίσης, εντοπίζει την αντιφατικότητα της στρατηγικής του Ζαχαριάδη, ο οποίος ενώ διακήρυσσε από τη μία πλευρά τη «συνεργασία των δημοκρατικών δυνάμεων χωρίς εξαιρέσεις», την ίδια στιγμή επέμενε στη διατήρηση (ανύπαρκτων) ανταρτοομάδων. Ο συγγραφέας παρατηρεί εύστοχα ότι «επρόκειτο για μια ανακύκλωση της ιστορίας, επαναφέροντας τα πράγματα στην πολιτική λογική του 1946-7, πριν επεκτείνει τις ενέργειές του ο ΔΣΕ και γενικευτεί ο εμφύλιος, όταν λειτουργούσε με βάση τους σχεδιασμούς του ΚΚΕ ως δύναμη πίεσης για να επιβάλει την επάνοδο της Αριστεράς στην πολιτική ζωή της χώρας» (σελ. 320). Ταυτόχρονα επισημαίνει και τη σημασία που είχε το γεγονός ότι στην Ελλάδα λειτουργούσαν τρία παράνομα κέντρα του ΚΚΕ με διαφορετικές και αντιφατικές σχέσεις με την ηγεσία του, που είχε καταφύγει στο ανατολικό μπλοκ.
Το τρίτο μέρος είναι αφιερωμένο στη στρατηγική πολιτικών συμμαχιών της ΕΔΑ. Τόσο η ΕΔΑ, όσο και το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή προσανατολίστηκαν προς τις δυνάμεις του Κέντρου, ιδιαίτερα μάλιστα προς την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, που είχε επιρροή στις ΕΑΜογενείς μάζες. Ωστόσο, η κυβέρνηση Πλαστήρα όχι μόνο δεν υλοποίησε τις επαγγελίες της για αμνηστία και ειρήνευση, αλλά επί των ημερών της έκλεισε η «Δημοκρατική», εφημερίδα της ΕΔΑ και εκτελέστηκαν ο Μπελογιάννης και άλλα στελέχη του ΚΚΕ. Μάλιστα, παρά την επί δεκαετίες φιλολογία για το περίφημο «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», επτά μόλις μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη η ΕΔΑ πρότεινε επίσημα εκλογική συνεργασία στην ΕΠΕΚ «χωρίς κριτική στα πεπραγμένα της κυβέρνησης που θα προκαλούσε αδικαιολόγητες τριβές» (σελ. 514). Μόνο όταν εισέπραξε για άλλη μια φορά την κατηγορηματική άρνηση και τις απειλές ότι θα τεθεί εκτός νόμου η ΕΔΑ προσανατολίστηκε στην αυτόνομη κάθοδό της στις εκλογές μετά τις οποίες συνέχισε τα ανοίγματα προς το Κέντρο.
Ωστόσο, η αξιολόγηση της πολιτικής σχέσης συνέχειας ανάμεσα στο ΕΑΜ και την ΕΔΑ από τον Λυμπεράτο είναι μάλλον προβληματική. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η μόνη δυνατότητα ανασύνταξης των αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα του 1950 ήταν η «δημιουργία ενός μετώπου υπό τη μορφή που έλαβε το ΕΑΜ στην Κατοχή … ενός ευρέος πολιτικού μετώπου των λαϊκών τάξεων, μιας πλατιάς διαταξικής συμμαχίας των κυριαρχούμενων στρωμάτων» (σελ. 40). Ωστόσο, μια τέτοια ανάλυση, που εντοπίζει ως βασική αρετή του ΕΑΜ την πλατύτητά του, κινδυνεύει να υποτιμήσει την αντικαπιταλιστική δυναμική που είχε το κίνημα της Αντίστασης και σπαταλήθηκε από την ηγεσία του, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο προηγούμενο βιβλίο του Λυμπεράτου «Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου». Αντίστοιχα, αν η πολιτική των ανοιγμάτων προς το Κέντρο φαίνεται λογική σε μια περίοδο κατά την οποία κινδύνευε η ύπαρξη της ΕΔΑ, δεν είναι δυνατό να παραβλέπει κανείς ότι λίγα χρόνια αργότερα, η ίδια τακτική οδήγησε την ΕΔΑ στην ουρά της Ένωσης Κέντρου.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μ. Λυμπεράτος, χωρίς βέβαια να διστάζει να τοποθετηθεί για τα ζητήματα που θίγει, επικεντρώνει την προσοχή του στην ανάδειξη της πολιτικής της αριστεράς με βάση το πλούσιο αρχειακό υλικό στο οποίο παραπέμπει. Έτσι, προσφέρει ένα πολύ χρήσιμο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς στηρίζεται σε πλούσια βιβλιογραφία και παραθέτει πλήθος πηγών, στην ανάγνωσή του οποίου συμβάλλει ιδιαίτερα ο πρόλογος του Προκόπη Παπαστράτη.
Τιμή 31,95€, 652 σελίδες, Εκδόσεις Στοχαστής
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=328:i90&Itemid=1
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου πραγματεύεται το ρόλο του ΚΚΕ στην ανασυγκρότηση της αριστεράς. Ο Λυμπεράτος υπογραμμίζει ότι ήδη πριν την ίδρυση της ΕΔΑ, το ΚΚΕ είχε υιοθετήσει τη γραμμή της συνεργασίας με τις δυνάμεις του Κέντρου. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «όπως ακριβώς προσφέρθηκε ακόμα και εκλογική συνεργασία στον Θ. Σοφούλη με γενναίες παραχωρήσεις, λίγο πριν τις εκλογές του 1946, η ίδια συνεργασία προσφέρθηκε και στο Ν. Πλαστήρα στα 1950 και μάλιστα με πρωτοκαθεδρία του ίδιου και του κόμματός του σε έναν μελλοντικό συνασπισμό» (σελ. 274). Επίσης, εντοπίζει την αντιφατικότητα της στρατηγικής του Ζαχαριάδη, ο οποίος ενώ διακήρυσσε από τη μία πλευρά τη «συνεργασία των δημοκρατικών δυνάμεων χωρίς εξαιρέσεις», την ίδια στιγμή επέμενε στη διατήρηση (ανύπαρκτων) ανταρτοομάδων. Ο συγγραφέας παρατηρεί εύστοχα ότι «επρόκειτο για μια ανακύκλωση της ιστορίας, επαναφέροντας τα πράγματα στην πολιτική λογική του 1946-7, πριν επεκτείνει τις ενέργειές του ο ΔΣΕ και γενικευτεί ο εμφύλιος, όταν λειτουργούσε με βάση τους σχεδιασμούς του ΚΚΕ ως δύναμη πίεσης για να επιβάλει την επάνοδο της Αριστεράς στην πολιτική ζωή της χώρας» (σελ. 320). Ταυτόχρονα επισημαίνει και τη σημασία που είχε το γεγονός ότι στην Ελλάδα λειτουργούσαν τρία παράνομα κέντρα του ΚΚΕ με διαφορετικές και αντιφατικές σχέσεις με την ηγεσία του, που είχε καταφύγει στο ανατολικό μπλοκ.
Το τρίτο μέρος είναι αφιερωμένο στη στρατηγική πολιτικών συμμαχιών της ΕΔΑ. Τόσο η ΕΔΑ, όσο και το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή προσανατολίστηκαν προς τις δυνάμεις του Κέντρου, ιδιαίτερα μάλιστα προς την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, που είχε επιρροή στις ΕΑΜογενείς μάζες. Ωστόσο, η κυβέρνηση Πλαστήρα όχι μόνο δεν υλοποίησε τις επαγγελίες της για αμνηστία και ειρήνευση, αλλά επί των ημερών της έκλεισε η «Δημοκρατική», εφημερίδα της ΕΔΑ και εκτελέστηκαν ο Μπελογιάννης και άλλα στελέχη του ΚΚΕ. Μάλιστα, παρά την επί δεκαετίες φιλολογία για το περίφημο «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», επτά μόλις μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη η ΕΔΑ πρότεινε επίσημα εκλογική συνεργασία στην ΕΠΕΚ «χωρίς κριτική στα πεπραγμένα της κυβέρνησης που θα προκαλούσε αδικαιολόγητες τριβές» (σελ. 514). Μόνο όταν εισέπραξε για άλλη μια φορά την κατηγορηματική άρνηση και τις απειλές ότι θα τεθεί εκτός νόμου η ΕΔΑ προσανατολίστηκε στην αυτόνομη κάθοδό της στις εκλογές μετά τις οποίες συνέχισε τα ανοίγματα προς το Κέντρο.
Ωστόσο, η αξιολόγηση της πολιτικής σχέσης συνέχειας ανάμεσα στο ΕΑΜ και την ΕΔΑ από τον Λυμπεράτο είναι μάλλον προβληματική. Ο συγγραφέας τονίζει ότι η μόνη δυνατότητα ανασύνταξης των αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα του 1950 ήταν η «δημιουργία ενός μετώπου υπό τη μορφή που έλαβε το ΕΑΜ στην Κατοχή … ενός ευρέος πολιτικού μετώπου των λαϊκών τάξεων, μιας πλατιάς διαταξικής συμμαχίας των κυριαρχούμενων στρωμάτων» (σελ. 40). Ωστόσο, μια τέτοια ανάλυση, που εντοπίζει ως βασική αρετή του ΕΑΜ την πλατύτητά του, κινδυνεύει να υποτιμήσει την αντικαπιταλιστική δυναμική που είχε το κίνημα της Αντίστασης και σπαταλήθηκε από την ηγεσία του, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο προηγούμενο βιβλίο του Λυμπεράτου «Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου». Αντίστοιχα, αν η πολιτική των ανοιγμάτων προς το Κέντρο φαίνεται λογική σε μια περίοδο κατά την οποία κινδύνευε η ύπαρξη της ΕΔΑ, δεν είναι δυνατό να παραβλέπει κανείς ότι λίγα χρόνια αργότερα, η ίδια τακτική οδήγησε την ΕΔΑ στην ουρά της Ένωσης Κέντρου.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μ. Λυμπεράτος, χωρίς βέβαια να διστάζει να τοποθετηθεί για τα ζητήματα που θίγει, επικεντρώνει την προσοχή του στην ανάδειξη της πολιτικής της αριστεράς με βάση το πλούσιο αρχειακό υλικό στο οποίο παραπέμπει. Έτσι, προσφέρει ένα πολύ χρήσιμο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς στηρίζεται σε πλούσια βιβλιογραφία και παραθέτει πλήθος πηγών, στην ανάγνωσή του οποίου συμβάλλει ιδιαίτερα ο πρόλογος του Προκόπη Παπαστράτη.
Τιμή 31,95€, 652 σελίδες, Εκδόσεις Στοχαστής
http://socialismfrombelow.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=328:i90&Itemid=1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου