Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Τζακ Λόντον - αφιέρωμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Ο Τζακ Λόντον το 1900
Ο Τζακ Λόντον (Jack London) (12 Ιανουαρίου 1876 - 22 Νοεμβρίου 1916) ήταν Αμερικανός συγγραφέας που έγραψε πάνω από 50 βιβλία, όπως «Το κάλεσμα της άγριας φύσης», «Μάρτιν Ήντεν», «Ο θαλασσόλυκος», «Οι άνθρωποι της αβύσσου» κ.α. Πρωτοπόρος στην αγορά της εμπορικής μυθιστοριογραφίας σε λαϊκά περιοδικά, υπήρξε από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που έκανε τεράστια οικονομική περιουσία μόνο από την συγγραφή βιβλίων [1]. Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1876 στο Σαν Φρανσίσκο και πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916.[2][3][4]

Πίνακας περιεχομένων

[Απόκρυψη]

Τα νεότερα χρόνια

Ο Τζακ Λόντον πιθανότατα να είχε στην αρχή της ζωής του το επώνυμο Chaney, επειδή ως βιολογικός πατέρας του φέρεται ο αστρολόγος Γουίλιαμ Τσάνεϋ. Εντούτοις τα μητρώα του Σαν Φρανσίσκο και το σπίτι των γονιών του καταστράφηκαν σε σεισμό και δεν υπάρχουν πιστοποιητικά γάμου των γονέων του αλλά ούτε και πιστοποιητικό γέννησης του ίδιου. Μητέρα του ήταν πάντως η μουσικός και πνευματίστρια Φλώρα Γουέλμαν, μια ατίθαση και προοδευτική προσωπικότητα, με πολλές ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Η Γουέλμαν έμεινε έγκυος και σύμφωνα με την ίδια, ο Τσάνεϋ της ζήτησε να προχωρήσει σε άμβλωση επειδή δεν ήθελε παιδιά. Εκείνη αρνήθηκε, και όταν ο Τσάνεϋ αποποιήθηκε οποιασδήποτε ευθύνης για το παιδί, η Γουέλμαν πάνω στην απελπισία της αυτοπυροβολήθηκε. Εντούτοις ούτε η απόπειρα αυτοκτονίας έφερε αποτέλεσμα και ο Τσάνεϋ την εγκατέλειψε. Τον Ιανουάριου του 1876 η Γουέλμαν γέννησε ένα γιο και την ίδια χρονιά παντρεύτηκε το χήρο Τζον Λόντον, βετεράνο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και μερικώς ανάπηρο, μεγαλώνοντας πλέον μαζί το νεογέννητο αγόρι της. Αυτός είχε δύο μικρές κόρες και αρκετά οικονομικά προβλήματα. Εντούτοις, αναγνώρισε το γιο της Γουέλμαν και τον κατέγραψαν στα μητρώα ως Τζόνι Λόντον (ο ίδιος άλλαξε το Τζόνι σε Τζακ όταν ενηλικιώθηκε).
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Τζακ Λόντον ήταν φορτωμένος με ευθύνες και έπρεπε να αγωνιστεί σκληρά για το ψωμί του, αφού η μητέρα του και ο Τζον Λόντον ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν στον ανήσυχο γιο τους μια καλή εκπαίδευση, για την οποία τόσο λαχταρούσε. Ο Τζακ Λόντον τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, όπου είχε μετακομίσει εν τω μεταξύ η οικογένεια.
Στις "Πρώτες Αναμνήσεις" του ο Λόντον γράφει:
Δεν θυμάμαι πότε έμαθα να γράφω ή να διαβάζω. Θαρρώ πως ήξερα και τα δύο πριν κλείσω τα πέντε. Πάντως θυμάμαι πως πρώτη φορά πήγα σχολείο στην Αλαμέντα, πριν εγκατασταθώ σε ένα αγρόκτημα με τους γονείς μου. Εκεί στο αγρόκτημα δούλεψα σκληρά, από 8 χρονών. Στα 15 ήμουν σωστός άνδρας και αν μου βρίσκονταν κανένα ψιλό, αγόραζα μπίρα και όχι γλυκά. Τώρα που έχω τα διπλάσια χρόνια, κυνηγάω την παιδική ηλικία που δεν είχα, και γι' αυτό μ' αρέσουν οι περιπέτειες.
Ο Λόντον είχε ζωηρή φαντασία και μια μεγάλη αγάπη στις περιπέτειες. Στα 15 χρόνια του έφυγε από το σπίτι του. Υπογραμμίζει πως δεν "το 'σκασε", αλλά πως "έφυγε". Πήγε στο Σαν Φρανσίσκο και εκεί μπλέχτηκε με κάποιους "πειρατές στρειδιών". Είχε πολλές περιπέτειες με την αστυνομία, ώσπου βρέθηκε στο στρατόπεδο του Νόμου εναντίον των "πειρατών". Αργότερα μπάρκαρε σε ένα πλοίο που έφευγε να κυνηγήσει φώκιες, κι όταν ξαναγύρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξε πολλά επαγγέλματα: ανθρακωρύχος, ακτοφύλακας, δημοσιογράφος κ.λπ. Αλήτευε στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγε φυλακή επί αλητεία και τέλος γύρισε στο Όκλαντ.
Στα 19 μπήκε στο Γυμνάσιο, στην τελευταία τάξη. Δούλευε και σπούδαζε. Τον χρόνο που σπούδαζε έγραφε στο περιοδικό του σχολείου κι έτσι περνούσε τις μέρες του με μελέτη, δουλειά και γράψιμο. Η πρώτη ιστορία που δημοσίευσε είχε τίτλο Τυφώνας στις ακτές της Ιαπωνίας. Σε αυτήν περιέγραφε τις εμπειρίες του ως ναυτικός. Μελέτησε ακόμη 3 μήνες και έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ (Καλιφόρνια). Έτσι, το καλοκαίρι του 1896, έπειτα από εξοντωτικό διάβασμα τα κατάφερε. Ύστερα από τους πρώτους 6 μήνες του πρώτου του πανεπιστημιακού έτους, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο Τζακ Λόντον δούλευε την ημέρα σε ένα πλυντήριο, τη νύχτα έγραφε και έτσι σπανίως έβρισκε καιρό να παρακολουθεί μαθήματα. Το 1897 αναγκάστηκε να αφήσει το Πανεπιστήμιο χωρίς να κατορθώσει ποτέ να αποφοιτήσει. Ο Κίνγκμαν έγραψε: «δεν υπάρχουν αναφορές ότι ο Λόντον είχε δραστηριοποιηθεί συγγραφικά σε κάποιο φοιτητικό περιοδικό».[5]
Σε ηλικία περίπου 20 χρόνων πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ο Λόντον δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας και απευθύνθηκε στον Τσάνεϋ. Αυτός υποστήριξε ότι δεν είχε παντρευτεί τη Γουέλμαν (παρ' ότι παντρεύτηκε πάνω από 4 φορές στη ζωή του) και ότι την εποχή που συζούσαν ήταν στείρος και δεν μπορούσε κατά συνέπεια να είναι ο πατέρας του. Υπαινίχθηκε επίσης ότι η Φλώρα Γουέλμαν στο ίδιο διάστημα διατηρούσε παράλληλες ερωτικές σχέσεις. Εντούτοις μία βιογράφος του Τζακ Λόντον, η Clarice Stasz σημειώνει ότι στα απομνημονεύματά του, ο Τσάνεϋ αναφέρεται στη Γουελμαν "ως σύζυγό του". Επίσης, ότι σε ένα δημοσίευμα της εποχής η μητέρα του συγγραφέα αποκαλείται "Φλώρα Γουέλμαν Τσάνεϋ". Ο Τσάνεϋ σύμφωνα με την Stasz, ήταν μια πολυδιάστατη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που ασχολήθηκε κυρίως με την αστρολογία, αλλά και τη συγγραφή, τη δημιοσογραφία και πολλά άλλα επαγγέλματα.
Νομίζοντας πως είχε αποτύχει σε όλα, ο Τζακ Λόντον στις 25 Ιουλίου του 1897 έφυγε για το Κλοντάικ μαζί με τον κουνιάδο του, Τζέιμς Σέπαρντ, για να ψάξουν για χρυσό. Εκεί, στο μακρινό Βορρά, ο Λόντον είχε όλο τον καιρό να σκεφτεί. Στο Κλοντάικ μάζεψε υλικό για πολλά βιβλία του, μεταξύ των οποίων και το περίφημο Το Κάλεσμα της Άγριας Φύσης. Όμως η περίοδος αυτή αποδείχθηκε επιβλαβής για την υγεία του Τζακ Λόντον. Όπως και τόσοι άλλοι που έζησαν την περίοδο αυτή του «πυρετού του χρυσού» σε συνθήκες υποσιτισμού, ο Λόντον προσβλήθηκε από σκορβούτο. Τα ούλα του άρχισαν να πρήζονται με αποτέλεσμα τελικά να χάσει τέσσερα από τα μπροστινά του δόντια. Ταυτόχρονα είχε επίμονο πόνο στην κοιλιά και στους μυς των ποδιών και το πρόσωπό του είχε γεμίσει με πληγές και έλκη. Ευτυχώς για κείνον, αλλά και για άλλους που είχαν προσβληθεί από διάφορες ασθένειες, ο ιερωμένος Ουΐλιαμ Τζατζ, «Ο άγιος του Ντόσον» όπως τον αποκαλούσαν, παρείχε καταφύγιο, τροφή και κάθε δυνατή ιατρική φροντίδα. Έτσι, ο Λόντον μπόρεσε να αναρρώσει και μπορεί να πει κανείς ότι η ζωή του σώθηκε χάρη στον Ιησουίτη ιερέα. Ο Τζακ Λόντον όπως είχε έλθει αιφνιδιαστικά στο Κλοντάικ έτσι και έφυγε. Ο δρόμος ήταν ανοικτός μπροστά του. Ήξερε πως έπρεπε να γράψει ό,τι είχε σκεφτεί, ό,τι αισθάνθηκε, ό,τι είχε κάνει και ό,τι είχε δει. Μέχρι τότε είχε στρέψει τη φλογερή του ενεργητικότητα στη δράση. Τώρα θα την έστρεφε στο γράψιμο.
Επιστρέφοντας στο Όκλαντ το 1898 ο Λόντον ενέτεινε τις προσπάθειές του για να μπει δυναμικά στο χώρο των εκδόσεων, κάτι που περιέγραψε αργότερα στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Μάρτιν Ήντεν». Ο Τζακ Λόντον υπήρξε στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος, κυρίως διαβάζοντας βιβλία στην δημόσια βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο. Το 1885 διάβασε το μυθιστόρημα Signa της Ουίντα, που περιέγραφε τις περιπέτειες ενός ατίθασου αγροτόπαιδου, που κατόρθωσε να γίνει φημισμένος καλλιτέχνης της Όπερας. Η επιτυχία αυτού του αγοριού τού ενέπνευσε τη λαχτάρα να πετύχει κι ο ίδιος στη λογοτεχνία.[6]
Ένα ακόμη σημαντικό γεγονός υπήρξε η επαφή του με τη βιβλιοθήκη του Όκλαντ και με την επιμελήτρια της βιβλιοθήκης, Ίνα Κούλμπριθ, η οποία αργότερα έγινε ένα από τα πλέον σημαντικά πρόσωπα στο λογοτεχνικό κύκλο του Σαν Φρανσίσκο. Επιπλέον, την περίοδο που ο Λόντον ζούσε στο Όκλαντ, συνάντησε τον ποιητή Τζωρτζ Στέρλινγκ και από εκείνη τη στιγμή οι δυο τους έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
Το πρώτο αφήγημα του Τζακ Λόντον που δημοσιεύθηκε ήταν το «Πάνω στα ίχνη του ανθρώπου». Το περιοδικό Overland Monthly του πρόσφερε 5$ και ο Λόντον άρχισε να σκέφτεται σοβαρά τη συγγραφική του καριέρα, βιοποριστικά πλέον. Όταν οι εκδόσεις The Black Cat δέχονται το αφήγημά του «Χίλιοι θάνατοι» πληρώνοντας 40$, λέει κυριολεκτικά και λογοτεχνικά ήταν σωτηρία για μένα εκείνα τα πρώτα χρήματα που κέρδισα.
Ο Λόντον ευτυχώς βρισκόταν στην καταλληλότερη εποχή για τη συγγραφική του καριέρα. Ξεκίνησε τη στιγμή που έκανε την εμφάνιση της μία νέα τυπογραφική τεχνολογία που μείωνε το κόστος στην έκδοση των περιοδικών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εκρηκτική ανάπτυξη στις πωλήσεις των περιοδικών ευρείας κυκλοφορίας ενώ έκανε περιζήτητα τα αφηγήματα. Το 1900 ο Τζακ Λόντον κέρδισε 2.500$ από την πώληση των αφηγημάτων του. Η καριέρα του βρισκόταν πλέον σε πολύ καλό δρόμο.
Μεταξύ των αφηγημάτων που πώλησε σε περιοδικά, ήταν και τα «Batard» ή «Diable», δύο διαφορετικές εκδόσεις της ίδιας ιστορίας. Ένας σκληρός Γαλλοκαναδός φέρεται βάναυσα στο σκύλο του, ο οποίος αντεπιτίθεται και τον σκοτώνει. Ο Λόντον έλεγε άλλωστε ότι οι ενέργειες του ανθρώπου είναι η κύρια αιτία των αντιδράσεων των ζώων κι αυτό θα το αναδείκνυε και μέσα από τα έργα του.
Το 1902 ο Στέρλινγκ βοήθησε τον Λόντον να βρει σπίτι κοντά στο Piedmont. Στην αλληλογραφία που διατηρούσαν οι Λόντον και Στέρλινγκ, ο Λόντον τον προσφωνούσε «Έλληνα» εξ αιτίας της γαμψής μύτης του και του κλασικού του προφίλ, υπογράφοντας ως «Λύκος». Ο Λόντον αργότερα περιέγραψε τον φίλο του ως "Russ Brissenden" στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Μάρτιν Ήντεν» (1909) και ως "Mark Hall" στην «Κοιλάδα του Φεγγαριού» (1913).
Προς το τέλος της ζωής του ο Λόντον ήταν πλέον κάτοχος μιας μεγάλης βιβλιοθήκης αποτελούμενης από 15.000 τίτλους. Κάνοντας λόγο για αυτήν ανέφερε ότι «ήταν το μέσον της επιτυχίας» του."[7]
Ο Λόντον είχε μεγάλη αυτοπειθαρχία παρά την αλήτικη ζωή του, τη φαινομενική της αταξία και την αγάπη του για την ελευθερία. Είχε ένα αυστηρό πρόγραμμα εργασίας, που το τηρούσε και εργαζόταν διαρκώς. Δεν εξαρτούσε την εργασία του από την έμπνευση. Είχε ένα καταπληκτικό ταλέντο στη ζωντανή περιγραφή. Στα διηγήματά του, μπορεί κανείς πραγματικά να ακούσει τον αναστεναγμό του ανέμου και το γαύγισμα του αγριόσκυλου στην ερημιά του χιονισμένου δάσους. Οι ιστορίες του είναι γεμάτες από τη μαγεία της πρωτόγονης φύσης. Και πολλά από τα επεισόδια που αναφέρει είναι αληθινά και τα μάζεψε στη γεμάτη περιπέτειες ζωή του.
Τα ενδιαφέροντα, όμως, του Τζακ Λόντον ήταν πολλά και δεν εξαντλούνταν στη δουλειά που είχε διαλέξει. Του άρεσε ο αθλητισμός και λάτρευε την πυγμαχία, τη ξιφασκία, την κολύμβηση, την ιππασία και τη ναυσιπλοΐα.

Ο πρώτος του γάμος (1900-1904)

Ο Τζακ Λόντον παντρεύτηκε την Μπες Μάντερν στις 7 Απριλίου 1900 την ίδια μέρα που δημοσιευόταν το αφήγημά του «Ο γιος του λύκου». Την Μπες την ήξερε πολλά χρόνια καθώς ήταν στο φιλικό του περιβάλλον. Η Stasz γράφει: «και οι δύο ήξεραν ότι δεν παντρεύονταν από αγάπη, αλλά από φιλία και από την πίστη ότι θα έκαναν υγιή παιδιά.»[8] Ο Κίνγκμαν έλεγε: «ένοιωθαν άνετα όταν βρίσκονταν μαζί. Ο Τζακ το είχε ξεκαθαρίσει στην Μπες ότι δεν την αγαπούσε αλλά την συμπαθούσε τόσο ώστε του ήταν αρκετό για να την παντρευτεί»[9]
Κατά τη διάρκεια του γάμου του, ο Τζακ Λόντον συνέχισε τη φιλία του με την συγγραφέα Άννα Στράνσκι, τη συνδημιουργό του «Οι επιστολές των Κέμπτον-Γουέις», μιας νουβέλας που είχε ως θέμα την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ δύο γυναικών, που συζητούν φιλοσοφικά για την αγάπη. Η Άννα έγραφε σαν «Ντέιν Κέμπτον» που υποστήριζε τη ρομαντική πλευρά του γάμου και ο Τζακ σαν «Χέρμπερτ Γουέις», όπου υπερασπιζόταν την επιστημονική άποψη, επηρεασμένος από τον Δαρβινισμό και την Ευγονική. Στο μυθιστόρημα αυτό οι φανταστικοί αυτοί αντίθετοι χαρακτήρες των δυο γυναικών, περιγράφονται σαν:
[Η πρώτη γυναίκα είναι] τρελή, ακόλαστη, θαυμάσια, ανήθικη και γεμάτη ζωή. Το αίμα μου σφυροκοπά καυτό ακόμα τώρα που δημιουργώ το χαρακτήρα αυτής της γυναίκας [η δεύτερη είναι] η περήφανη γυναίκα, η τέλεια μητέρα, το ζεστό αγκάλιασμα για ένα παιδί. Ξέρετε τον χαρακτήρα των γυναικών που όλοι τις ξέρουμε κι εγώ τις αποκαλώ σαν «μητέρες των ανθρώπων». Και όσο υπάρχουν στη γη τέτοιες γυναίκες θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στους ανθρώπους. Η μία είναι η ερωτική γυναίκα, αλλά η άλλη είναι η γυναίκα μητέρα, το υψηλότερο και το ιερότερο στην ιεραρχία της ζωής.[10]
Η Γουέϊς δηλώνει:
«Σκοπεύω να εξετάσω την υπόθεσή μου με λογική … για ποιο λόγο παντρεύομαι τον Χέστερ Στέμπινς. Δεν με ωθεί μια αρχέγονη κτηνώδης σεξουαλική παρόρμηση, ούτε κάποια παρωχημένη ρομαντική τρέλα. Ο λόγος αυτής της σχέσης είναι βασισμένος στη λογική, στην υγεία και τη συμβατότητα. Ο νους μου θα απολαύσει αυτή τη σχέση»[11]
Ο Λόντον εξηγώντας γιατί οδηγήθηκε σε ένα γυναικείο χαρακτήρα που σκοπεύει να παντρευτεί, εξηγεί μέσω της Γουέις:
«ήταν η φύση της Μητέρας που φωνάζει μέσα μας, στον κάθε άντρα και στην κάθε γυναίκα, ακατάπαυτα και αιώνια: «ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ»[12]
Στη συζυγική τους ζωή, ο Τζακ, αποκαλούσε την Μπες χαϊδευτικά σαν «μητέρα-κορίτσι» κι εκείνη τον φώναζε «μπαμπά-αγόρι».
Το πρώτο τους παιδί, η Τζόαν, γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1901 και το δεύτερο η Μπέσυ (αργότερα την φώναζαν Μπέκυ) στις 20 Οκτωβρίου 1902.[13] Their first child, Joan, was born on January 15th, 1901, and their second, Bessie (later called Becky), on October 20, 1902.
Σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα, του οποίου η Τζόαν Λόντον δημοσίευσε κάποια τμήματα στα απομνημονεύματά της, «Ο Τζακ Λόντον και οι κόρες του», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, είναι εμφανής η ευτυχία που ένοιωθε ο Λόντον μαζί με τα παιδιά του. Ο γάμος του ήταν κάτω από συνεχές άγχος. Ο Κίνγκμαν (1979) λέει ότι από το 1903 «Η αποσύνθεση (…) φαινόταν αναπόφευκτη (…). Η Μπέσυ εξαιρετική γυναίκα αλλά οι δυο τους ήταν εξαιρετικά αταίριαστοι. Δεν υπήρχε αγάπη. Ακόμα και η συντροφικότητα και ο σεβασμός είχαν φύγει μετά το γάμο». Παρόλ' αυτά, «Ο Τζακ εξακολουθούσε να είναι τόσο καλός και ευγενικός με τη Μπέσυ, ώστε ο Τζον Κλούντσλεϊ, που ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι τους το Φεβρουάριο του 1903, δεν υποψιάστηκε τη διάλυση του γάμου τους.» [14]
Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Νόελ (1940) «Η Μπέσυ ήταν η αιώνια μητέρα. Στην αρχή είχε αφοσιωθεί στον Τζακ, διορθώνοντας τα χειρόγραφά του και τις αδυναμίες του στη χρήση της γραμματικής, αλλά όταν ήρθαν τα παιδιά δόθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτά. Αυτά ήταν η πρώτη της επιλογή και αυτό ήταν το πρώτο της σφάλμα. Ο Τζακ παραπονέθηκε στον Νόελ και στον Τζωρτζ Στέρλινγκ ότι «εκείνη είχε αφιερωθεί στην αγνότητα. Όταν της λέω ότι η ηθική της είναι η μόνη απόδειξη της χαμηλής της πίεσης, εκείνη με μισεί. Για χάρη της καταραμένης της αγνότητας, είναι ικανή να πουλήσει εμένα και τα παιδιά. Είναι φοβερό. Κάθε φορά που επιστρέφω σπίτι έπειτα από ξενύχτι, δεν με αφήνει να είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί της.»[15] Η Σταζ πίστευε αυτός ήταν ένας τρόπος της Μπέσυ να δείξει ότι φοβόταν μήπως ο Τζακ της μετέδιδε κάποια αφροδίσια αρρώστια από τις πόρνες με τις οποίες εκείνος κοιμόταν.[16]
Στις 24 Ιουλίου 1903, ο Τζακ είπε στην Μπέσυ ότι θα έφευγε και έφυγε. Σε όλη τη διάρκεια του 1904 ο Τζακ και η Μπέσυ διαπραγματεύονταν τους όρους του διαζυγίου και στις 11 Νοεμβρίου 1904 υπέγραψαν το διαζύγιο.[17]

Ο δεύτερος γάμος

Μετά από το διαζύγιο με τη Μπέσυ, ο Τζακ παντρεύτηκε το 1905 την Τσάρμιαν Κίτρετζ. Ο βιογράφος Ρας Κίνγκμαν έγραψε ότι η Τσάρμιαν ήταν «η αδελφή ψυχή του Τζακ, το ιδανικό ταίριασμα».
Ο Τζακ σύγκρινε τη «γυναίκα μητέρα» και τη «γυναίκα σύντροφο» στο βιβλίο του «Οι επιστολές των Κέμπτον-Γουέις». Αποκαλούσε χαϊδευτικά την Μπέσυ «μητέρα-κορίτσι» και την Τσάρμιαν «γυναίκα-σύντροφο»[18] Η θεία και θετή μητέρα της Τσάρμιαν, Βικτώρια Γούντχολ, την είχε αναθρέψει χωρίς σεμνοτυφία.[19] Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι υπαινίσσονται την ασυγκράτητη σεξουαλικότητα της Τσάρμιαν. Ο Νόελ γράφει πονηρά "a young woman named Charmian Kittredge began running out to Piedmont with foils, still masks, padded breast plates, and short tailored skirts that fitted tightly over as nice a pair of hips as one might find anywhere". Η Stasz λέει ξεκάθαρα «η διαπίστωση ότι η κομψή και ευπρεπής κυρία ήταν, στις ιδιωτικές τους στιγμές, γεμάτη πάθος και σεξουαλικότητα ήταν σαν την ανακάλυψη ενός μυστικού θησαυρού.»[20] και ο Κέρσοου με χυδαίο τρόπο "At last, here was a woman who adored fornication, expected Jack to make her climax, and to do so frequently, and who didn't burst into tears when the sadist in him punched her in the mouth."[21]
Ο Νόελ (Noel) (1940) αποκαλεί τα γεγονότα από το 1903 ως το 1905 «ένα οικογενειακό δράμα που θα συγκινούσε την πένα του Ίψεν»[22]. "Σε γενικές γραμμές ο Τζακ δεν υπήρξε πιστός στους γάμους του και συχνά επιζητούσε τις εξωγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις. Στην Τσάρμιαν βρήκε όχι μόνο μια τολμηρή, δραστήρια και σεξουαλική σύντροφο, αλλά και σύντροφο της ζωής του μέχρι τον θάνατό του."
Προσπάθησαν να κάνουν παιδιά. Παρ΄όλα αυτά, ένα παιδί πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού και μία άλλη εγκυμοσύνη διακόπηκε με αποβολή.

 Το Ιδανικό Ράντσο (1910-1916)

Το 1910 ο Τζακ Λόντον αγόρασε ένα αγρόκτημα 1.000 στρεμάτων (4 χλμ²) στο Γκλεν Έλεν της Καλιφόρνια για 26.000$. Ο ίδιος έλεγε γι’ αυτό, ότι «μετά τη σύζυγό μου, το αγρόκτημα είναι για μένα το πιο αγαπημένο πράγμα στον κόσμο».
Πάσχισε πολύ για να καταστήσει το αγρόκτημα μια πετυχημένη οικονομικά επιχείρηση. Η συγγραφή ήταν πάντοτε επικερδής για το Λόντον, αλλά τώρα πλέον έγινε ο μοναδικός του σκοπός: «Δεν γράφω για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να προσθέσω περισσότερη ομορφιά σ' αυτό. Τώρα πια γράφω ένα βιβλίο με μοναδικό σκοπό να προσθέσω τρία ή τετρακόσια στρέμματα στο θαυμάσιο κτήμα μου.»
Μετά το 1910 τα λογοτεχνικά έργα του Λόντον ήταν συνήθως έργα εμπορικά, που γράφτηκαν από την ανάγκη του να εξασφαλίσει τα κατάλληλα έσοδα για την συντήρηση του αγροκτήματος. Η Τζόαν Λόντον έγραψε ότι μετά το 1910 «λίγοι κριτικοί ασχολήθηκαν για να ασκήσουν κριτική πάνω στο έργο του Λόντον, γιατί πλέον ήταν ολοφάνερο ότι ο Τζακ δεν προσπαθούσε πια να γράψει καλά.»
Η Stasz έχει γράψει ότι ο Λόντον «είχε βαθειά μέσα του το αγροτικό όραμα το οποίο εξέφρασε στα λεγόμενα «αγροτικά» μυθιστορήματά του, και σε νεότερη έκδοση του «Μάρτιν Ήντεν». Αυτοδίδακτος στους τρόπους καλλιέργειας της γης, μελετώντας τα διάφορα επιστημονικά εγχειρίδια και γεωργικά βιβλία, συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός συστήματος για την αγροτική εξέλιξη τέτοιο, ώστε σήμερα θα επιδοκιμάζονταν για την οικολογική του θεώρηση».
Ένοιωθε περήφανος για την δημιουργία του πρώτου σιλό (αποθήκη σιτηρών) στην Καλιφόρνια, το οποίο σχεδίασε μόνος του, μετατρέποντάς το σε αποθήκη, από ένα πρώην κυκλικό χοιροστάσιο. Ήλπιζε να κατορθώσει και να προσαρμόσει τη με φρόνηση καλλιέργεια ασιατικής γης, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το αγρόκτημα ήταν, από κάθε πλευρά μια κολοσσιαία αποτυχία. Αναλυτές που είδαν με συμπάθεια την προσπάθειά του αναφέρουν σαν αιτίες της αποτυχίας την κακή τύχη και τα ξεπερασμένα μέσα που χρησιμοποιούσε. Όσοι ήταν επικριτικοί μαζί του, όπως ο Κέβιν Σταρ, πιστεύουν ότι ο Λόντον υπήρξε απλά ένα κακός διαχειριστής της επιχείρησης, γεγονός που γινόταν περισσότερο έντονο εξαιτίας του αλκοολισμού του. Μεταξύ του 1910 και 1916, έλειπε από το αγρόκτημα 6 μήνες τον χρόνο εξαιτίας διαφόρων δραστηριοτήτων. Ήθελε να δείχνει μεγάλος και δυνατός διευθυντής, αλλά ήταν ανεπαρκής στις λεπτομέρειες. Όσοι δούλευαν για τον Λόντον, οι εργάτες του, γελούσαν με τις προσπάθειές του να δείξει ότι ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας ενώ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το χόμπι ενός πλούσιου ανθρώπου.
Ο Τζακ Λόντον έζησε ολοκληρωτικά τη ζωή του και ήταν πάντα πρόθυμος να προσφέρει τον εαυτό του και την περιουσία του σ' εκείνους που συμπαθούσε. Πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916, σε ηλικία 40 ετών. Το ιδανικό αγρόκτημα του Τζακ Λόντον είναι τώρα το National Historic Landmark.

Κατηγορίες για λογοκλοπή

Ο Τζακ Λόντον κατηγορήθηκε πολλές φορές για λογοκλοπή κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Γινόταν στόχος για τέτοιες κατηγορίες όχι μόνο επειδή ήταν επιτυχημένος συγγραφέας αλλά και λόγο του τρόπου με τον οποίο εργαζόταν.
Σε μια επιστολή που έγραψε στον Έλβιν Χόφμαν, του έλεγε «expression, you see—with me—is far easier than invention.» Αγόραζε την πλοκή για τις ιστορίες του από το νεαρό Σίνκλαιρ Λιούις και χρησιμοποιούσε στοιχεία που συνέλλεγε από εφημερίδες και περιοδικά για να βασίσει τις ιστορίες.
Ο Γιανγκ Έγκερτον υποστήριξε ότι η ιστορία του Λόντον «Το κάλεσμα της άγριας φύσης» ήταν αντιγραφή από το βιβλίο του ίδιου με τίτλο «My Dogs in the Northland». Ο Λόντον απάντησε ότι είχε πράγματι χρησιμοποιήσει το βιβλίο του Έγκερτον σαν πηγή άντλησης στοιχείων και του έγραψε μια επιστολή ευχαριστώντας τον.
Τον Ιούλιο του 1902 δημοσιεύτηκαν τον ίδιο μήνα δυο μυθιστορήματα. Το «Moon-Face» του Τζακ Λόντον στο περιοδικό San Francisco Argonaut και το «The Passing of Cock-eye Blacklock» του Φρανκ Νόρις στο περιοδικό Century. Οι εφημερίδες σύγκριναν τις δύο ιστορίες τις οποίες ο Λόντον χαρακτήριζε σαν «αρκετά διαφορετικές στον τρόπο που είχαν δουλευτεί, αλλά προφανώς ίδιες στην κεντρική ιδέα». Ο Τζακ Λόντον διευκρίνισε ότι και οι δυο συγγραφείς είχαν βασίσει την ιστορία τους στις ίδιες περιγραφές των εφημερίδων. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκε ότι ακόμη ένας συγγραφέας, ο Τσαρλς Φόρεστ Μακλάρεν, είχε δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στο ίδιο γεγονός.

Οι πολιτικές ιδέες

Ο Τζακ Λόντον έγινε σοσιαλιστής σε ηλικία 20 ετών. Πριν απ' αυτό, ήταν γεμάτος αισιοδοξία που προερχόταν από τη δύναμη και την υγεία που τον κατέκλυζε. Ήταν ένας τραχύς ατομιστής, που αγωνίστηκε σκληρά για να τα καταφέρει σε κάθε βήμα της ζωής του. Αλλά, όπως περιγράφει στο δοκίμιό του «Πώς έγινα Σοσιαλιστής», τα μάτια του άνοιξαν καθώς ανακατεύτηκε και συναναστράφηκε με τον κόσμο, τους φτωχούς και τους άπορους. Η αισιοδοξία που ένοιωθε εξανεμίστηκε και ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναδούλευε πιο σκληρά απ' όσο έπρεπε. Γράφει ότι σταμάτησε να είναι ατομιστής και αναγεννήθηκε σε σοσιαλιστή προσχωρώντας αρχικά στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1896. Το 1901 άφησε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό κόμμα της Αμερικής.
Το 1896, στα «Χρονικά του Σαν Φρανσίσκο», εξιστορεί ότι όταν ήταν 20 ετών έδινε ομιλίες μπροστά σε κόσμο για τον Σοσιαλισμό, τις νύχτες στο πάρκο του Όκλαντ και ότι συνελήφθη γι' αυτές τις δραστηριότητες το 1897.
Έθεσε, ανεπιτυχώς, υποψηφιότητα ως Σοσιαλιστής υποψήφιος δήμαρχος στις εκλογές του 1901 στο Όκλαντ, λαμβάνοντας μόνο 245 ψήφους, και το 1905, σε επόμενη υποψηφιότητα, έλαβε 981 ψήφους. Έκανε περιοδείες σε ολόκληρη την χώρα μιλώντας για τον σοσιαλισμό και δημοσίευσε αυτές τις ομιλίες σε μια συλλογή δοκιμίων (Ο Πόλεμος των Τάξεων το 1905 και Επανάσταση και άλλα δοκίμια το 1910).
Συχνά υπέγραφε τις επιστολές του με το «Ημέτερος για την Επανάσταση».[23]

Το έργο του

Cover of Turtles of Tasman by Jack London

] Μυθιστορήματα

  • Η κόρη του χιονιού (1902)
  • Το κάλεσμα της άγριας φύσης (1903)
  • Ο θαλασσόλυκος (1904)
  • Το παιχνίδι (1905)
  • Ο Ασπροδόντης (1906)
  • Η σιδερένια φτέρνα (1908)
  • Μάρτιν Ήντεν (1909)
  • Το φλογερό φως της ημέρας (1910)
  • Ο γιος του Ήλιου (1912)
  • Η κοιλάδα του φεγγαριού (1913)
  • Η μικρή κυρία του μεγάλου σπιτιού (1916)
  • Τζέρι (1917)
  • Μάικελ, το σκυλί του τσίρκου (1917)
  • Γραφείο δολοφονιών Ε.Π.Ε. (1963)

Συλλογές Διηγημάτων

  • Ο γιος του λύκου (1900)
  • Τα παιδιά του δάσους (1902)
  • Ιστορίες της Ιχθυοπεριπόλου (1906)
  • Θαλασσινές Ιστορίες (1911)
  • Ιστορίες της Νότιας Θάλασσας (1911)

] Διηγήματα

  • Μια οδύσσεια στο Βορρά (1900)
  • Ο Θεός των πατέρων του (1901)
  • Οι ευνοούμενοι του Μίδα (1901)
  • Η αγάπη της ζωής (1905)
  • Ολόχρυσο φαράγγι (1905)
  • Πριν από τον Αδάμ (1907)
  • Ο φεγγαροπρόσωπος (1907)
  • Ένα κομμάτι κρέας (1909)
  • Όταν ο κόσμος ήταν νέος (1910)
  • Ο Μεξικάνος (1911)
  • Η δύναμη του δυνατού (1912)

Αυτοβιογραφικά

  • Ο Δρόμος (1907)
  • Τζον Μπάρλεϋκορν (1913)

Δοκίμια και άλλα

  • Οι άνθρωποι της αβύσσου (1903)
  • Επανάσταση και άλλα δοκίμια (1910)
  • Οι περιπέτειες του ιστιοφόρου Σναρκ (1911)

Θεατρικά έργα


Αναφορές και άλλες πηγές

Πηγές

Hamilton, David (1986). The Tools of My Trade: Annotated Books in Jack London's Library. University of Washington. ISBN 0-295-96157-0.  Stasz[1] describes this as "Comments on 400 books in London's personal library, and their relationship to particular writings. An exceptional guide to London's intellectual influences."
Herron, Don (2004). The Barbaric Triumph: A Critical Anthology on the Writings of Robert E. Howard. Wildside Press. ISBN 0-8095-1566-0. 
Howard, Robert E. (1989). Robert E. Howard Selected Letters 1923-1930. West Warwick, RI: Necronomicon Press. ISBN 0-940884-26-7. 
Labor, Earle (ed.) (1994). The Portable Jack London. Viking Penguin. ISBN 0-14-017969-0. 
London, Jack; Anna Strunsky (2000) [1903]. The Kempton-Wace Letters. Czech Republic: Triality. ISBN 80-901876-8-4.  (Reprint; originally published anonymously by the Macmillan Company, 1903). Complete original edition also available as page images at Google Books[2].
London, Joan (1939). Jack London and His Times. Doubleday, Doran. Library of Congress 39-33408. 
Lord, Glenn (1976). The Last Celt: A Bio-Bibliography of Robert E. Howard. West Kingston, RI: Donald Grant. 
Kingman, Russ (1979). A Pictorial Life of Jack London. Crown Publishers, Inc. (original); also "Published for Jack London Research Center by David Rejl, California" (same ISBN). ISBN 0-517-54093-2. 
Noel, Joseph (1940). Footloose in Arcadia: A Personal Record of Jack London, George Sterling, Ambrose Bierce. New York: Carrick and Evans. 
Pizer, Donald (ed.) (1982). Jack London : Novels and Stories. Library of America. ISBN 0-940450-05-4.  Includes  : The Call of the Wild, White Fang, The Sea-Wolf, eleven "Selected Klondike Short Stories," thirteen other "Selected Short Stories"
Pizer, Donald (ed.) (1982). Jack London: Novels and Social Writing. Library of America. ISBN 0-940450-06-2.  Includes The People of the Abyss, The Road, The Iron Heel, Martin Eden, John Barleycorn, and his essays How I Became a Socialist, The Scab, The Jungle, and Revolution.
Stone, Irving (1938) Sailor on Horseback''. Dale L. Walker notes[3]: "Sailor on Horseback was a massively flawed book …. The author depended too much on London's fiction … to recreate the author's life …. Stone the novelist could not escape novelizing Sailor on Horseback (later editions were more factually subtitled A Biographical Novel)."
Starr, Kevin (1973) Americans and the California Dream 1850-1915. Oxford University Press. 1986 reprint: ISBN 0-19-504233-6
Stasz, Clarice (1999) [1988]. American Dreamers: Charmian and Jack London. toExcel (iUniverse, Lincoln, Nebraska). ISBN 0-595-00002-9. 
Stasz, Clarice (2001). Jack London's Women. Amherst, MA: University of Massachusetts Press. ISBN 1-55859-301-8. 

Παραπομπές

  1. (1910) "Rewards of Short-Story Writing," The Writer, XXII, January-December 1910, p. 9: "There are eight American writers who can get $1000 for a short story—Robert W. Chambers, Richard Harding Davis, Jack London, O. Henry, Booth Tarkington, John Fox, Jr., Owen Wister, and Mrs. Burnett." $1,000 in 1910 dollars is roughtly equivalent to $20,000 in 2005.
  2. Birth and death dates as given in Dictionary of American Biography Base Set. American Council of Learned Societies, 1928-1936. Reproduced in Biography Resource Center. Farmington Hills, Mich.: Thomson Gale. 2006. http://galenet.galegroup.com/servlet/BioRC
  3. Joan London (1939) p. 12, birth date
  4. "JACK LONDON DIES SUDDENLY ON RANCH; Novelist is Found Unconscious from Uremia, and Expires after Eleven Hours. WROTE HIS LIFE OF TOIL His Experience as Sailor Reflected In His Fiction—Call of the Wild Gave Him His Fame." The New York Times, story datelined Santa Rosa, Cal., Nov. 22; appeared November 23, 1916, p. 13. States he died "at 7:45 o'clock tonight," and says he was "born in San Francisco on January 12, 1876."
  5. Kingman (1979) p. 67.
  6. London, Jack (1917) "Eight Factors of Literary Success," in Labor (1994), p. 512. "In answer to your question as to the greatest factors of my literary success, I will state that I consider them to be: Vast good luck. Good health; good brain; good mental and muscular correlation. Poverty. Reading Ouida's Signa at eight years of age. The influence of Herbert Spencer's Philosophy of Style. Because I got started twenty years before the fellows who are trying to start today."
  7. Hamilton (1986) ό.π.
  8. Stasz (2001) p. 61, «Και οι δύο τους παραδέχονταν… ότι δεν παντρεύονταν από αγάπη"
  9. Kingman (1979), σ. 98
  10. The Kempton-Wace Letters (2000 reprint), p. 149 ("a mad, wanton creature....")
  11. The Kempton-Wace Letters (2000 reprint), p. 126 ("I purpose to order my affairs in a rational manner....")
  12. The Kempton-Wace Letters (2000 reprint), p. 147 ("Progeny! progeny! progeny!")
  13. Stasz (2001) p. 66: "Mommy Girl and Daddy Boy"
  14. Kingman (1979) p. 121
  15. Noel (1940) p. 150, "She's devoted to purity..."
  16. Stasz (2001) p. 80 ("devoted to purity... code words...")
  17. Kingman (1979) p. 139
  18. London, Charmian (2003) [1921]. The Book of Jack London, Volume II. Kessinger. ISBN 0-7661-6188-9.  p. 59: copy of "John Barleycorn" inscribed "Dear Mate-Woman: You know. You have helped me bury the Long Sickness and the White Logic." Numerous other examples in same source.
  19. Kingman (1979) p. 124
  20. Stasz 1988 p. 112
  21. Kershaw, Alex (1999). Jack London: A Life. St. Martin's Press. ISBN 0-312-19904-X.  p. 133
  22. Noel (1940) p. 146
  23. See Labor (1994) p. 546 for one example, a letter from London to William E. Walling dated Nov. 30, 1909.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Wikisource logo
Στη Βικιθήκη υπάρχει υλικό που έχει σχέση με το θέμα:
Έργα (διαθέσιμα online)
Sites about Jack London
Miscellaneous

Φτωχότερα τα ελληνικά γράμματα - έφυγε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης





Πιο φτωχά είναι από την περασμένη Τετάρτη τα ελληνικά γράμματα. Ένας από τους πιο σημαντικούς και βραβευμένους ποιητές και κριτικούς θεάτρου της χώρας μας, ο Γιάννης Βαρβέρης, έφυγε από κοντά μας το βράδυ της Τετάρτης, από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 56 ετών. Η κηδεία του θα γίνει τη Δευτέρα στις 12:00 το από τον ιερό ναό του Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτη, ενώ η ταφή θα πραγματοποιηθεί στο Β' Νεκροταφείο Αθηνών.






Από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του '70, γεννήθηκε το 1955 στην Αθήνα και σπούδασε νομικά.
Ο Γιάννης Βαρβέρης εξέδωσε επτά ποιητικές συλλογές, μετάφρασε σειρά σημαντικών κλασσικών κειμένων του Μαριβώ, του Αριστοφάνη, του Μολιέρου και πολλών ακόμα, ενώ τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Από το 1976 έγραφε την κριτική θεάτρου για εφημερίδες και περιοδικά, ενώ είχε αποσπάσει σειρά σημαντικών διακρίσεων. Το 1996 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Κριτικής Δοκιμίου για το βιβλίο του "Κρίση του θεάτρου Γ΄(1976-1984)".
Το 2001 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη, το 2002 το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού "Διαβάζω" για το βιβλίο του "Στα ξένα" και το βραβείο ποίησης του Ιδρύματος "Πέτρου Χάρη", από την Ακαδημία Αθηνών το 2010, για το σύνολο του ποιητικού έργου.
Μεταφράσεις του, αττικής και νέας κωμωδίας, έχουν παρουσιαστεί στην Επίδαυρο και σε άλλα θέατρα.
Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων.
Τη βαθιά τους θλίψη για το θάνατο του Γιάννη Βαρβέρη εξέφρασαν άνθρωποι των γραμμάτων κι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου.

Εργογραφία

Ποίηση

Έν φαντασία και λόγω, Αθήνα, Κούρος, 1975, Αθήνα, Ύψιλον, 1984
Το ράμφος, Τραμ, 1978, Αθήνα, Ύψιλον, 1984, σελ. 60
Αναπήρων Πολέμου, Αθήνα, Ύψιλον, 1982, σελ. 71
Ο θάνατος το στρώνει, Αθήνα, Ύψιλον, 1986, Πιάνο βυθού, Αθήνα, Ύψιλον 1991, σελ. 64
Ο κύριος Φογκ, Αθήνα, Ύψιλον, 1993, σελ. 46
Άκυρο θαύμα, Αθήνα, Ύψιλον, 1996, σελ. 50
Ποιήματα 1975-1996, (συγκεντρωτική έκδοση), Αθήνα, Κέδρος, 2000, σελ. 411,

Κριτική Θεάτρου

Κρίση του θεάτρου (1976-1984), Αθήνα, Καστανιώτης, 1985
Κρίση του θεάτρου Β΄(1976-1984), Αθήνα, Εστία, 1991
Πλατεία θεάτρου, δοκίμια, Σοκόλης, 1994
Κρίση του θεάτρου Γ΄(1976-1984), Σόκολης, 1995
Κρίση του θεάτρου Δ' - κείμενα θεατρικής κριτικής 1994-2003, Αλεξάνδρεια, 2004

Δοκίμια

Σωσίβια λέμβος, λογοτεχνικά δοκίμια, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999

Ανθολογία

Ελληνική Ποιητική Ανθολογία Θανάτου του εικοστού αιώνα (με τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου), Αθήνα, Καστανιώτης, 1996.

Μελέτη

Κρίτων Αθανασούλης: μια παρουσίαση, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2001.

Μεταφράσεις

Λ. Φερρέ: Μια πρώτη παρουσίαση, Αθήνα, Κούρος, 1976
Ζ. Πρεβέρ: Θέαμα και ιστορίες, ποιήματα, Αθήνα, Νεφέλη, 1982
Λ. Κάριγκτον, Η αρχάρια και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Ύψιλον 1982
Ζ. Μπρασένς, Ο γορίλας και άλλα ποιήματα, Αθήνα, Ύψιλον, 1983
Σλ. Μρόζεκ, Δεύτερη υπηρεσία, θέατρο, Αθήνα, Δωδώνη, 1985
Μ. Σαντράρ, Πάσχα στη Νέα Υόρκη, ποιήματα, Αθήνα, Υάκινθος - Ρόπτρον, 1987, Αθήνα, Ύψιλον, 1999
Μολιέρου, Ζωρζ Νταντέν, θέατρο, 1991
Ο. Ουίτμαν, Στη γαλάζια όχθη της Οντάριο, ποίημα, Αθήνα, Ρόπτρον, 1992, Αθήνα, Ύψιλον, 1999
Μαριβώ, Η ψευτροϋπηρέτρια, Θέατρο, Αθήνα, Δωδώνη, 1998
Μενάνδρου, Σαμία, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1997
Αριστοφάνους, Όρνιθες, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1997
Μενάνδρου, Επιτρέποντες, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1998
Αριστοφάνους, Λυσιστράτη, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 1998
Αριστοφάνους, Ειρήνη, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 2000
Μενάνδρου, Δύσκολος, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 2001
Αριστοφάνους, Πλούτος, θέατρο, Αθήνα, Πατάκης, 2001
Ζακ Πρεβέρ, Θέαμα και ιστορίες, Ύψιλον, 2002

Πηγές: www.ert.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Επιμέλεια: Μπέττυ Σαβούρδου



Το κερί (Γιάννης Βαρβέρης)

Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή υφή του
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω.






Γιάννης Βαρβέρης

 


«Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια» Η συγγραφέας Λένα Διβάνη επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων.

Η συγγραφέας Λένα Διβάνη επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας.



Αθήνα 

Μετά το μυθιστόρημά της «Ένα πεινασμένο στόμα» (Καστανιώτης, 2010), που θεωρήθηκε το πιο άρτιο και καλύτερό της μέχρι σήμερα, η Λένα Διβάνη επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων.

Στα δέκα διηγήματα που συσσωμάτωσε η συγγραφέας στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες» (Μελάνι, 2011) παρουσιάζονται όλοι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, «Έλληνες για να μην πω ελληνάρες, με τα καλά τους, με την γκρίνια τους, με τα παράπονά τους, με το «δεν υπάρχει» κράτος τους. Όλοι κατά βάθος τραγικοί ήρωες μιας πολύ ελληνικής κωμωδίας» όπως γράφει η ίδια.

Οι ιστορίες αυτές, γραμμένες, αρχής γενομένης απ’ το 1997, για διάφορα έντυπα, λογοτεχνικά περιοδικά, δράσεις και συλλογικούς τόμους, δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη λογοτεχνική θεματική να τις συνδέει. Μπορούν να θεωρηθούν και μικρές εκρήξεις καθημερινής απόγνωσης που δε γυρίζουν την πλάτη στην αισιοδοξία αφού «γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο , δεν γίνεται».

Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να τις διαβάσει υπό το πρίσμα της νοοτροπίας που χαρακτήρισε τις αντιφατικές συλλογικές μας αναπαραστάσεις απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 80’ μέχρι και τη μεταολυμπιακή αντίστροφη μέτρηση για τη σημερινή κρίση. Η συγγραφέας με το γνώριμο στυλ της, ένα ύφος αμεσότητας και ανάλαφρου σαρκασμού, με κωμική διάθεση μας δίνει κάποιους χαρακτήρες που αντανακλούν έμμεσα πολλές απ’ τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρα (ατομικά αλλά και συλλογικά) που όρισαν τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες.

Ένας άφραγκος φοιτητής περνά το καλοκαίρι στον Πλαταμώνα και καθώς αυτό δεν του αρκεί ονειρεύεται, αποκοιμισμένος μπροστά στην τηλεόρασή του, χλιδάτες διακοπές με μια πλούσια καλλονή απ’ το Μπαλί, πολυτελή αυτοκίνητα και κραιπάλες πάνω σε γιοτ εκατομμυριούχων όντας πεπεισμένος πώς ο Ελύτης (που είχε πάρει… Όσκαρ) είχε δίκιο όταν έγραφε πως «θα πάρουνε τα όνειρα εκδίκηση». Ένα ζευγάρι αγγίζει την επανένωση με αφορμή το θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη που ένας γέρος στη Σκόπελο πληροφορείται απ’ τις ειδήσεις και απογοητευμένος δηλώνει κάπως μελοδραματικά ότι «άμα πέθανε η Αλίκη, θα πεθάνουμε όλοι»…

Μια «Μαρία της σιωπής», στο τρίτο διήγημα, αποπειράται να αυτοκτονήσει προκειμένου να γλιτώσει απ’ τον καταπιεστικό πατέρα της και τον (κυριολεκτικό και μεταφορικό) εγκλεισμό που της επιβάλλει. Ο Νώντας, στο επόμενο διήγημα όπου κυριαρχεί η νοσταλγία, κάνει πλάκα στα μικρά του ξαδέρφια λέγοντας ότι στο «χωράφι» του Γούντστοκ τον ερωτεύτηκε η Τζόαν Μπαέζ. Όταν μάλιστα το πληροφορήθηκε αυτό η συμβία του η Πέρσα έλουσε την καλλιτέχνιδα με μπύρα και βρισιές ταράζοντας το επαναστατικό και ερωτιάρικο κλίμα της εποχής. Ο Χάρης, ένα παιδί που θέλει να σπουδάσει ηθοποιός και προσκρούει στην άρνηση του πατέρα του, παρακολουθεί στην Επίδαυρο την «Αντιγόνη» δίπλα σ’ έναν γιαπωνέζο τουρίστα και του εξηγεί, έχοντας στο μυαλό το δικό του αδιέξοδο, γιατί ο Κρέων είναι φασίστας και γιατί η Αντιγόνη έχει τσαγανό.

Στο διήγημα «Κωλοέλληνες» μια δημοσιογράφος κάνει την ανυπεράσπιστη τουρίστρια προκειμένου να γράψει ένα καταγγελτικό ρεπορτάζ που θα αποδείκνυε την εκμετάλλευση του «μέσου» ανυποψίαστου τουρίστα απ’ τους κακούς επαγγελματίες στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Τελικά πέφτει πάνω σ’ έναν φιλότιμο νέο ταξιτζή και καταλήγει στο κρεβάτι του στη Νέα Μάκρη. Ένας επιχειρηματίας-λαμόγιο καταφέρνει να προωθήσει σ’ έναν γάλλο χαλασμένα λιαστά ντοματάκια εισαγωγής απ’ την Ισπανία ως αρίστης ποιότητας ελληνικά απ’ τη Σαντορίνη, την ώρα που η σύζυγός του βιώνει μια παρ’ ολίγον ερωτική περιπέτεια με τον πιλότο που τους μετέφερε στο νησί.

Στο τελευταίο διήγημα «Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια» μια νεαρή καθηγήτρια ζει σε μια επαρχιακή περιοχή της Κρήτης και διδάσκει σ’ ένα γυμνάσιο μεταξύ άλλων την Οδύσσεια του Ομήρου. Βρίσκεται σε απόγνωση με τον ασφυκτικό περίγυρο, που είναι επιθετικά περίεργος και τα «τσογλάνια» τους μαθητές που έχουν μετατρέψει τη δουλειά της σε μαρτύριο. Μια μέρα που είναι πολύ εξοργισμένη τους βάζει ένα τεστ (με κάποια εκδικητική διάθεση) ρωτώντας τους «γιατί η Πηνελόπη περίμενε τον Οδυσσέα;». Οι μαθητές με απόλυτη σύμπνοια και σιγουριά απαντούν «γιατί ήταν ηλίθια, απλούστατα!» και η συγγραφέας εδώ παίζει περισσότερο με την απογοήτευση και την αίσθηση (στο επίπεδο της παιδείας, όχι της εκπαίδευσης) πως μερικά πράγματα αλλάζουν πάρα πολύ δύσκολα ή δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ.

Δέκα ιστορίες για τα μικρά καθημερινά «σκασιαρχεία» της ζωής, ως επιτυχίες, ως αποτυχίες και φυσικά ως μελλοντικές επιθυμίες.

Λένα Διβάνη
Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια
και άλλες ελληνικές τραγωδίες
Εκδόσεις Μελάνι, 2011, σελ. 150, τιμή 13 ευρώ



Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=403088 

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος: Δεν υπάρχει κρυφός Παπαδιαμάντης

Εχει αφιερώσει τριάντα χρόνια από τη ζωή του στον Σκιαθίτη. Εχει επιμεληθεί την πεντάτομη κριτική έκδοση των Απάντων του. Και εξομολογείται στο «Βήμα» γιατί ο συγγραφέας τού «Βαρδιάνου στα σπόρκα», εκατό χρόνια από τον θάνατό του, εξακολουθεί να μας αιφνιδιάζει.





Εχει μελετήσει το έργο του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη και του Γιάννη Σκαρίμπα. Ο λογοτέχνης όμως με τον οποίο συνδέεται αυτόματα το όνομα του φιλολόγου και συγγραφέα Νίκου Δ.Τριανταφυλλόπουλου είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η συστηματική ενασχόλησή του με το έργο του σκιαθίτη πεζογράφου κατέληξε στην πεντάτομη κριτική έκδοση των Απάντων του (Δόμος, 1981-1988), στην έκδοση της αλληλογραφίας και των μεταφράσεών του, σε μια ανθολογία και πολλά μελετήματα. Ασκητικός, σεμνός, μια παπαδιαμαντική φιγούρα και ο ίδιος, γίνεται λάβρος όταν κρίνει ότι οι ερμηνείες του παπαδιαμαντικού έργου καταλήγουν άνευ ορίων ευφάνταστες. Από τα 100 χρόνια που κλείνουν εφέτος από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, ο 78χρονος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος έχει περάσει περισσότερα από 30 χρόνια σκυμμένος επάνω στα κείμενά του.

Τον αναζητήσαμε στη Χαλκίδα όπου ζει και μας μίλησε για τον δικό του Παπαδιαμάντη.

- Εχετε αφιερώσει σχεδόν τη μισή ζωή σας στην έκδοση του έργου του Παπαδιαμάντη.Τι ενέπνευσε τόση αφοσίωση;

«Η αρχή της σχέσης μου με τον Παπαδιαμάντη βρίσκεται στα καλοκαίρια που έζησα παιδί στη Λίμνη Ευβοίας, τόπο της μητέρας μου. Ολα εκεί ήταν θαυμαστά, προπάντων η θάλασσα, και με είχαν ανεξίτηλα σφραγίσει. Οταν αργότερα διάβασα τα παπαδιαμαντικά διηγήματα στα γυμνασιακά Νεοελληνικά Αναγνώσματα, γοητευμένος και έκπληκτος ανακάλυψα ότι τα βουνά, τα δάση, τα αμπέλια, οι άνθρωποι, η λαλιά τους, οι εκκλησιές, τα σπίτια, τα καφενεία, κατεξοχήν όμως η θάλασσα, όλα τα μικρά και μεγάλα θαύματα της Σταχομαζώχτρας, της Υπηρέτρας, του Αμερικάνου, της Γλυκοφιλούσης, γίνονταν στη Λίμνη. Για τούτο καθόλου δεν παραξενεύτηκα όταν, πολύ αργότερα, έμαθα πως οι κάτοικοι της επάνω συνοικίας της Σκιάθου ήταν εκ καταγωγής Λιμνιώτες. Ο Παπαδιαμάντης, λοιπόν, είχε εκφράσει με μοναδικό τρόπο την ανέκφραστη για μένα μαγεία του κόσμου της Λίμνης. Επόμενο ήταν να τον ερωτευθώ παράφορα. Πώς τώρα αυτή η αγάπη σοφιλιάστηκε με τη φιλολογία είναι μια ιστορία που δεν χωράει εδώ. Μόνον ετούτο: δίχως την έκδοση του Βαρδιάνου στα σπόρκα από τον Λίνο Πολίτη και χωρίς τη βίαιη σχεδόν σπρωξιά του Ζήσιμου Λορεντζάτου, ενδέχεται να μη γινόταν ο γάμος. Αυτός ο έρωτας δεν με αφήνει ούτε τώρα που με πήραν τα χρόνια να παραιτηθώ από τη φιλολογική σπουδή του έργου του. Ευτυχώς που με χειραγωγεί με ασφάλεια η συνονόματή σας δευτερότοκή μου Λαμπρινή».

- Από την έκδοση του πρώτου τόμου των Απάντων το 1981 ως σήμερα τι έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το έργο του Παπαδιαμάντη;

«Δεν ξέρω τι ενδεχομένως άλλαξε στους άλλους. Πάντως για μένα και αρκετούς φίλους μου που συναναστρέφονται τον Παπαδιαμάντη, παρά τις ραγδαίες μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών, η γραφή του παραμένει αναλλοίωτα θελκτική, όπως αναλλοίωτη και πάντοτε νέα μένει η γεύση ενός αληθινού καρβελιού. Τα κείμενά του έχουν την άφθαρτη γοητεία και το καθημερινό μυστήριο των παλίνδρομων νερών του Ευρίπου. Οπως και να ΄ναι, μετά το δοκίμιο του Ζ. Λορεντζάτου στον Ταχυδρόμο του 1961 πολλοί διδάχτηκαν να μη βλέπουν στον Παπαδιαμάντη έναν ηθογράφο που η όποια μαγεία της γραφής του έχει κιόλας εξατμιστεί μετά την ανάγνωση τριών διηγημάτων του».

- Εχετε γράψει ότι όσο προχωρούσατε στην έκδοση των Απάντων οι βεβαιότητές σας κλονίζονταν.Εξακολουθεί να σας ξαφνιάζει ο Παπαδιαμάντης; Παραμένει αταξινόμητος και «ατίθασος»;

«Είναι αλήθεια, εξακολουθεί να με αιφνιδιάζει και ως αναγνώστη και ως φιλόλογο. Χρόνια και χρόνια παλεύουμε με τα χειρόγραφά του που περιέχουν τη μετάφραση της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γόρδωνος. Θα έπρεπε κανονικά να είχαμε υπερκορεσθεί. Ωστόσο κάνοντας αυτές τις μέρες τον τελικό έλεγχο, σελίδα παρά σελίδα, πέφταμε επάνω σε μια λέξη ή μια έκφραση που μας φαινόταν σαν νεόκοπο φλουρί. Ασφαλώς θα φανεί υπερβολικό, εντούτοις το αποτολμώ: η καταληκτική παράγραφος του κεφαλαίου για την άλωση του Μεσολογγιού μού έδινε την εντύπωση ότι διαβάζω σολωμικούς “στοχασμούς”- και αυτό βέβαια δεν οφείλεται τόσο στον Γόρδωνα όσο στον μεταφραστή του».

- Προκύπτουν από τις μεταφράσεις του στοιχεία που σας εκπλήσσουν και προσφέρουν νέες οπτικές ερμηνείας του πρωτότυπου έργου του;

«Μια πρώτη έκπληξη από τις παπαδιαμαντικές μεταφράσεις ήταν, για μένα τουλάχιστον, το γεγονός ότι μας βοηθούν κάποτε να αποκαταστήσουμε εφθαρμένες γραφές στα Απαντά του. Για τις αλλεπάλληλες εκπλήξεις των μεταφραστικών του ελευθεριών δεν μας παίρνει ο χώρος και η ώρα. Δείγματά τους βρίσκει κανείς στο τομίδιο Ο Παρδαλός Συρικτής της Εμλίνης. Προηγουμένως με ρωτήσατε αν ο Παπαδιαμάντης παραμένει «ατίθασος». Οταν αναλογίζομαι το είδος των επεμβάσεών του στη μετάφραση του μυθιστορήματος της Σάρας Γκραντ Οι δίδυμοι του Ουρανού, απαντώ αδίστακτα “ναι”. Επιπλέον, οι περιπτώσεις των Διδύμων του Ουρανού και του Βίου του Χριστού του Φρ. Φάρραρ μαρτυρούν ποιο είναι το αμετακίνητο κέντρο του Παπαδιαμάντη. Αυτό υποχρεώνει, όταν τον ερμηνεύουμε, να μη λησμονούμε τη σωτήρια αρχή “Ομηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν».

- Ποια είναι τα ζητούμενα της παπαδιαμαντικής έρευνας σήμερα;

«Συνοπτικότατα: ερμηνευτικές εκδόσεις των εκτενών, τουλάχιστον, έργων του. Εκδόσεις και άλλων σημαντικών μεταφράσεών του. Ολοκλήρωση της μετάφρασης του έργου του στα αγγλικά από τις εκδόσεις Denise Ηarvey, που εδρεύουν στη Λίμνη. Σύνταξη καταλόγου των όντως παπαδιαμαντικών μεταφράσεων. Τέλος, μια δεύτερη βελτιωμένη κριτική έκδοση των Απάντων του».

- Τον αποκαλούν έλληνα Ντοστογέφσκι,τον έχουν συγκρίνει με ξένους λογοτέχνες ήδη από την εποχή του. O ίδιος γράφει ότι δεν μοιάζει ούτε με τον Ντίκενς,ούτε με τον Πόε, ούτε με τον Σαίξπηρ, «ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;». Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν την παπαδιαμαντική γραφή;

«Δεν τα καταφέρνω καθόλου με τη θεωρία λογοτεχνίας. Προσφεύγω, λοιπόν, στον συμπατριώτη του και φυσιοδίφη Δημ. Τσαμασφύρο που καθόρισε εμπειρικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παπαδιαμαντικής γραφής, με αφορμή το νόθο διήγημα “Το εγγόνι της στρίγγλας”. Κατ΄ ανάγκην συνοψίζω τα λεγόμενά του: “ποιητικαί εικόνες και περιγραφαί, λυρικαί εξάρσεις, σκεπτικιστικαί ή σκωπτικαί αντιθέσεις, επιγραμματικοί χαρακτηρισμοί, εγκατασπορά βιβλικών ρητών”. Πολύ σημαντικότερη η διαπίστωση: “Κανένα από τα έργα του Παπαδιαμάντη δεν μας παρουσιάζεται ως έκθεσις μύθου κατά χρονολογικήν σειράν”. Και η συναφής με αυτή: “Ο μύθος επισκιάζεται ενίοτε μέχρις αφανισμού”. Συνοψίζω με μια λέξη που τη συναντούμε στον Χρήστο Μηλιόνη: ο Παπαδιαμάντης είναι συγγραφέας αυθέκαστος».

- Το έργο του Παπαδιαμάντη εξακολουθεί να ερεθίζει για ποικίλες προσεγγίσεις.Πού οφείλεται η διάρκειά του;

«Με παρηγορεί το ότι ο Παπαδιαμάντης δεν έμεινε στο ράφι, όπως προφητεύθηκε κάποτε, ωστόσο η ποικιλία των προσεγγίσεων δεν με ενθουσιάζει. Γιατί να σέρνει κανείς ένα μαγκανοπήγαδο, μόνο και μόνο για να προσθέσει στον ατομικό του φάκελο ή στη βιβλιογραφία ένα ακόμη χαρτί; Το θέμα είναι να αφήσουμε να μας προσεγγίσει εκείνος με την αλήθεια του. Να του παραδοθούμε με εμπιστοσύνη».

- Τι δυσκολεύει την πρόσληψή του σήμερα; Η γλώσσα, η εποχή και η κοινωνία που περιγράφει, η ιδεολογία του;

«Πολύ λίγο η γλώσσα. Κυρίως η πνευματική ατολμία να τον δεχτούμε ολόκληρον και ο σύμφυτος με αυτή φόβος της ρετσινιάς του “συντηρητικού”».

- Από τα τρία μυθιστορήματα, τις νουβέλες, τα
πλέον των εκατό διηγήματα και τις μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη ποια είναι τα πέντε κείμενα που θα συστήνατε σε έναν νέο αναγνώστη του να διαβάσει οπωσδήποτε;

«Δύσκολα πράγματα μου ζητάτε, πάρα πολύ δύσκολα. Θα του έλεγα, λοιπόν, να αρχίσει με τον Βαρδιάνο στα σπόρκα, καλή προτύπωση της σημερινής μας κατάντιας, να διαβάσει Τα ρόδιν΄ ακρογιάλια, που άρεσαν και στον Αλεξανδρινό, την προκλητικότατη για τις σημερινές μας αντιλήψεις Νοσταλγό , τον Φτωχό Αγιο και τη μετάφραση του μυθιστορήματος Ο Μαξιώτης του Χωλλ Κέιν. Λογαριάστε, τώρα, τι λογάρι άφησα έξω από τον κατάλογο».

- Μου κάνει εντύπωση ότι αφήσατε έξω τη Φόνισσα...

«Την παραλείπω γιατί είναι πλέον πασίγνωστη από τις απειράριθμες εκδόσεις της, τα βιβλία και τις μελέτες που έχουν γραφεί γι΄ αυτήν, από το θέατρο και τον κινηματογράφο, και επιπλέον αποδεκτή ακόμη και από τους αρνητές της παπαδιαμαντικής γραφής».

- Στα λιγότερο γνωστά μυθιστορήματά του τον απασχολεί το θέμα της σχέσης των Ελλήνων με τη Δύση.Πώς θα συνοψίζατε τις απόψεις του;

«Είναι άκομψο, επιτρέψτε όμως να σας απαντήσω παραπέμποντας στα προλογικά σημειώματα των τόμων Οι Εμποροι των Εθνών και Η Γυφτοπούλα . Ωστόσο, παρά την αντίθεσή του με τους παλαιούς και νεότερους Δυτικούς, ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει πολύ καλά ότι ο άνεμος δεν αναχαιτίζεται από τα τείχη. Ο αφορισμός “Διότι αν ο νεωτερισμός είναι ανάγκη,δεν έπεται ότι πρέπει να το παρακάμνωμεν εις τον νεωτερισμόν” φανερώνει τη διάκρισή του. Για τούτο ο ίδιος φοράει φράγκικα, ενοχλείται όμως από την εκκλησιαστική τετραφωνία».

- Ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει: «Με τοιαύτην ραστώνην,νωχέλειαν,με τοιαύτην επιπολαιότητα και ολιγωρίαν... διεξάγωνται άλλως και τα πράγματα όλα παρά τοις νεωτέροις Ελλησιν». Επίσης έχει αναφερθεί στους δημοσιογράφους που δεν καταφέρνουν να εξημερώσουν ολίγον τους πολιτικούς, απόψεις που διαβάζονται ως σύγχρονα σχόλια εθνικής αυτοκριτικής. Ποια από τα κείμενά του είναι επίκαιρα προς αυτή την κατεύθυνση;

«Χρειάζεται να διαβάσουμε όλοι προσεκτικά και δίχως ευθιξίες και αυτοεξαιρέσεις τους Χαλασοχώρηδες, τον Πολιτισμόν εις το χωρίον, Τα δύο τέρατα , το άρθρο Οιωνός και τον Βαρδιάνο στα σπόρκα (και μαζί με το τελευταίο το πικρό δοκίμιο του Νίκου Φωκά Οι γενάρχες)».

- Το έργο του Παπαδιαμάντη έχει δώσει ερείσματα για διαφορετικές αναγνώσεις. Ο κοσμοκαλόγερος των ελληνικών γραμμάτων έχει ιδωθεί και από την ψυχαναλυτική σκοπιά ως ένας άνθρωπος συμπλεγματικός, με καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, και γι΄ αυτό ενοχικός... Υπάρχει ένας κρυφός Παπαδιαμάντης πίσω από τα κείμενα τον οποίο με αυτές τις προσεγγίσεις σταδιακά ανακαλύπτουμε;

«Μου θυμίζετε πράγματα στα οποία είμαι αλλεργικός. Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του βίου και του έργου του Παπαδιαμάντη δεν φελάει ντιπ καταντίπ. Ο Παπαδιαμάντης είναι άνθρωπος “εκκλησιασμένος” και δεν τον πιάνουν οι μοντέρνες σολομωνικές. Ακριβώς γι΄ αυτό ο Κωστής Μπαστιάς, άνθρωπος κάθε άλλο παρά άβγαλτος στον κόσμο, μυκτήριζε όλα τα φληναφήματα για καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και τα ρέστα. Αν υπάρχει ένας άλλης τάξεως και άλλης γλώσσας χαρακτηρισμός, αυτός είναι “αγωνισμένος και λυτρωμένος”. Ανήκει στον καλύμνιο ποιητή, πεζογράφο και φίλο του Παπαδιαμάντη της Δεξαμενής Γιάννη Κλ. Ζερβό. Δεν ειπώθηκε για τον Παπαδιαμάντη, αλλά του ταιριάζει όσο σε ελάχιστους άλλους. Κανένας κρυφός Παπαδιαμάντης δεν υπάρχει στα κείμενά του».


Δεκαπέντε τόμοι, όλο το έργο
Εκατόν εξήντα χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και εκατό χρόνια από τον θάνατό του, «Το Βήμα» παρουσιάζει ένα μνημειώδες έργο: τα Απαντα Παπαδιαμάντη, σε 15 πολυτελείς και συλλεκτικούς τόμους.

Η έκδοση από το «Βήμα Βιβλιοθήκη» ακολουθεί το κείμενο της πλέον έγκριτης έκδοσης τωνΑπάντωνΠαπαδιαμάντη από τον «Δόμο», σε φιλολογική επιμέλεια του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, και παρουσιάζει το σύνολο των παπαδιαμαντικών κειμένων σε χρηστική έκδοση, με την πρόθεση το ανεπανάληπτο αυτό έργο, ένα έργο ζωής, να γίνει προσιτότερο στο ευρύ κοινό.

Ο κάθε τόμος της έκδοσης συνοδεύεται από Προλογικό Σημείωμα που κάθε φορά υπογράφει ένας αξιόλογος μελετητής του παπαδιαμαντικού έργου (Σταύρος Ζουμπουλάκης, Αγγελος Καλογερόπουλος, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Λουκάς Κούσουλας, Αγγελος Μαντάς, Δημήτρης Μαυρόπουλος, Τασούλα Καραγεωργίου, Στέλιος Παπαθανασίου, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), καθώς και από Γλωσσάρι.

Επιπλέον, έχουν εισαχθεί ορισμένες διορθώσεις γραφών σε σχέση με την έκδοση του «Δόμου», από τον επιμελητή της έκδοσης Δημήτρη Μαυρόπουλο και τον φιλολογικό επιμελητή της Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, ενώ εμφανίζεταιγια πρώτη φοράσε έκδοση το διήγημα «Τo Γιαλόξυλο», το οποίο προσφάτως ανακαλύφθηκε σε εφημερίδα του 1905.

Ο αναγνώσης να αρχίσει με:
1. Τον Βαρδιάνο στα σπόρκα, καλή προτύπωση της σημερινής μας κατάντιας
2. Τα ρόδιν΄ ακρογιάλια, που άρεσαν και στον Αλεξανδρινό
3. Την προκλητικότατη για τις σημερινές μας αντιλήψεις Νοσταλγό
4. Τον Φτωχό Αγιο
5. Τη μετάφραση του μυθιστορήματος Ο Μαξιώτης του Χωλλ Κέιν

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Βιβλία + ιδέες περισσότερες ειδήσεις 
 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=402043