γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου
Μάρτης 1871: Οι δυνάμεις των Πρώσων του Βίσμαρκ νικούν τον Γαλλικό στρατό της δεύτερης δημοκρατίας και φτάνουν έξω από το Παρίσι. Η κατάσταση είναι εκρηκτική από τη φτώχια, την ανεργία και την ολοφάνερη πολιτική κρίση. Με αφορμή αψιμαχίες για την κατοχή ενός κανονιού στη Μονμάρτρη, οι εθνοφρουροί που προέρχονταν από τις εργατικές συνοικίες του Παρισιού διώχνουν τους κυβερνητικούς στρατιώτες, καταλαμβάνουν το Δημαρχείο και διενεργούν τοπικές εκλογές, τις οποίες κερδίζει η Αριστερά, ανακηρύσσει την Κομμούνα του Παρισιού και βάζει μπρος να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία.
Η αποδυναμωμένη Γαλλική κυβέρνηση υπό τον Αδόλφο Θιέρσο
καταφεύγει στις Βερσαλλίες. Δυο μήνες μετά (σε επτά ημέρες που έμειναν
στην Ιστορία σαν η «Ματωμένη Εβδομάδα», οι κυβερνητικοί με τη συνδρομή
του Βίσμαρκ θα συντρίψουν την Κομμούνα. Εικοσιπέντε χιλιάδες
Κομμουνάροι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά σκοτώνονται στις οδομαχίες,
ακόμα περισσότεροι καταδικάζονται, εκτελούνται, φυλακίζονται ή
εξορίζονται.
Το 1999, ο Βρετανός μαρξιστής σκηνοθέτης Πίτερ Γουότκινς συγκεντρώνει 220 ερασιτέχνες ηθοποιούς (μεταξύ τους πολλούς «χωρίς χαρτιά» από την Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο). Με σκηνικό μια γιγαντιαία αποθήκη στο εργατικό προάστιο Μοντρέιγ στο ανατολικό Παρίσι, θα προσπαθήσουν να ανασυνθέσουν τα γεγονότα της Άνοιξης του 1871, την άνοδο και την πτώση της Παρισινής Κομμούνας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αριστεροί καλλιτέχνες εμπνέονται από την Κομμούνα. Από τον Αρμάν Γκερά, μέχρι τον Μπρεχτ και τους πρωτοπόρους Ρώσους κινηματογραφιστές, υπήρξαν αναφορές και έργα με θέμα την Κομμούνα. Όμως ο Γουότκινς δεν ήθελε απλά να αφηγηθεί τα σπουδαία γεγονότα της σύντομης περιόδου της Κομμούνας, ούτε καν να φωτίσει τις προσωπικότητες των ηγετών της, της Λουίζ Μισέλ, του Ζιλ Βαλέ. Γι’ αυτόν το βασικό στοιχείο βρίσκεται στο ότι η Κομμούνα υπήρξε η πρώτη γεύση εργατικής εξουσίας, η πρώτη φορά που η εργατική τάξη, με συνείδηση του εαυτού της και του ρόλου της εξεγείρεται όχι μόνο για να διαμαρτυρηθεί, αλλά για να χτίσει μια νέα κοινωνία. Δεν υπήρχε τότε προηγούμενη εμπειρία για κάτι τέτοιο, κανένα πρότυπο, καμιά συνταγή. Οι εργάτες έπρεπε να οργανώσουν την κοινωνία και τους θεσμούς της με εντελώς διαφορετικό τρόπο, να βάλουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά να ανταποκριθούν στο ρόλο του επαναστατικού υποκείμενου. Αυτή τη φοβερή διαδικασία θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης.
Έτσι χρησιμοποίησε έναν αναχρονισμό: Οι δραματικές εξελίξεις «καλύπτονται» από δυο τηλεοπτικά συνεργεία: Η «Εθνική Τηλεόραση των Βερσαλλιών», παρουσιάζει την επίσημη εκδοχή των γεγονότων, η «Κομμούνα TV», μεταφέρει τις απόψεις των επαναστατημένων Κομμουνάρων. Τα επεισόδια λοιπόν, ο θεατής τα βλέπει μέσα από τις τηλεοπτικές αναμεταδόσεις, με τις σκοπιμότητες που χαρακτηρίζουν την κάθε πλευρά. Οι ηθοποιοί υποδύονται βασικά τους εαυτούς τους, σαν πολίτες του επαναστατημένου Παρισιού, όχι αναγκαστικά υπέρ της επανάστασης, που έχουν να αναμετρηθούν με τα γεγονότα, να πάρουν θέση, να δράσουν.
Τα γυρίσματα ήταν συλλογική εμπειρία: Συζητήσεις, διαφωνίες, αντιδράσεις, φιλμάρονται σε μεγάλης διάρκειας λήψεις, Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, άλλες φορές αλλάζουν γνώμη αλληλεπιδρούν, εγκαταλείποντας την πόζα και την τεχνική, φτάνοντας σε καθαρά προσωπικά ερωτηματικά για τη σημερινή κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το τέλος των γυρισμάτων, πολλά μέλη του καστ συνέχισαν να συναντιούνται και να συζητούν για την Κομμούνα, τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα υπό το πρίσμα της εμπειρίας που βίωσαν. Η διάρκεια είχε υπολογιστεί στις 2 ώρες, αλλά η μέθοδος του Γουότκινς και οι αλληλεπιδράσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δημιούργησαν νέα δεδομένα. Ο σκηνοθέτης επιλέγει τον δύσκολο δρόμο: Τελική διάρκεια ταινίας 5 ώρες και 3 τέταρτα, όμως άξιζε κι ας της κόστισε επικοινωνιακά και εμπορικά. Με την κάμερα στο χέρι, ο Γουότκινς έφτιαξε μια συναρπαστική ασπρόμαυρη ταινία που ενώ αναφέρεται στην Κομούνα του Παρισιού, τα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα που θέτει είναι απροκάλυπτα επίκαιρα:
Πώς οργανώνεται μια κοινωνία σε νέες βάσεις; Πώς αλλάζει η συνείδηση; Τι ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ; – την κυρίαρχη άποψη αντιπροσωπεύει το κανάλι των Βερσαλιών. Είναι η βία (στην ταινία συμβολίζεται από τη γκιλοτίνα) αναγκαία; Στη διάρκεια μιας αντιπαράθεσης μέσα στο χώρο μιας απαλλοτριωμένης εκκλησίας, όταν τίθεται το ζήτημα της οικονομικής εξουσίας, ακούγεται η ερώτηση «Θα καταλάβουμε τις τράπεζες; Θα αντιμετωπίσουμε την πραγματική εξουσία;» Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα ερωτήματα δεν περιορίζονται στο Παρίσι του 19ου αιώνα αλλά στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό του 21ου αιώνα.
Παρά την αναπόφευκτη ήττα, η «Κομμούνα» δεν αφήνει καμιά αίσθηση απογοήτευσης, αντίθετα μια αυξημένη ευθύνη απέναντι στον κόσμο και την ιστορία. Παρακολουθώντας τους ηθοποιούς να σκέφτονται, να μαλώνουν, να αποφασίζουν για τον εαυτό του ο καθένας και για το σύνολο, αισθάνεται κανείς ότι όλα αυτά δεν φαντάζουν καθόλου μακρυνά, το αντίθετο, υπάρχει και σήμερα μια κομμούνα, στην επόμενη γωνιά, μας προκαλεί να την επισκεφθούμε, να πάρουμε θέση κι αυτή την φορά να νικήσουμε.
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2137:i967&Itemid=62
Το 1999, ο Βρετανός μαρξιστής σκηνοθέτης Πίτερ Γουότκινς συγκεντρώνει 220 ερασιτέχνες ηθοποιούς (μεταξύ τους πολλούς «χωρίς χαρτιά» από την Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο). Με σκηνικό μια γιγαντιαία αποθήκη στο εργατικό προάστιο Μοντρέιγ στο ανατολικό Παρίσι, θα προσπαθήσουν να ανασυνθέσουν τα γεγονότα της Άνοιξης του 1871, την άνοδο και την πτώση της Παρισινής Κομμούνας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αριστεροί καλλιτέχνες εμπνέονται από την Κομμούνα. Από τον Αρμάν Γκερά, μέχρι τον Μπρεχτ και τους πρωτοπόρους Ρώσους κινηματογραφιστές, υπήρξαν αναφορές και έργα με θέμα την Κομμούνα. Όμως ο Γουότκινς δεν ήθελε απλά να αφηγηθεί τα σπουδαία γεγονότα της σύντομης περιόδου της Κομμούνας, ούτε καν να φωτίσει τις προσωπικότητες των ηγετών της, της Λουίζ Μισέλ, του Ζιλ Βαλέ. Γι’ αυτόν το βασικό στοιχείο βρίσκεται στο ότι η Κομμούνα υπήρξε η πρώτη γεύση εργατικής εξουσίας, η πρώτη φορά που η εργατική τάξη, με συνείδηση του εαυτού της και του ρόλου της εξεγείρεται όχι μόνο για να διαμαρτυρηθεί, αλλά για να χτίσει μια νέα κοινωνία. Δεν υπήρχε τότε προηγούμενη εμπειρία για κάτι τέτοιο, κανένα πρότυπο, καμιά συνταγή. Οι εργάτες έπρεπε να οργανώσουν την κοινωνία και τους θεσμούς της με εντελώς διαφορετικό τρόπο, να βάλουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά να ανταποκριθούν στο ρόλο του επαναστατικού υποκείμενου. Αυτή τη φοβερή διαδικασία θέλει να αναδείξει ο σκηνοθέτης.
Έτσι χρησιμοποίησε έναν αναχρονισμό: Οι δραματικές εξελίξεις «καλύπτονται» από δυο τηλεοπτικά συνεργεία: Η «Εθνική Τηλεόραση των Βερσαλλιών», παρουσιάζει την επίσημη εκδοχή των γεγονότων, η «Κομμούνα TV», μεταφέρει τις απόψεις των επαναστατημένων Κομμουνάρων. Τα επεισόδια λοιπόν, ο θεατής τα βλέπει μέσα από τις τηλεοπτικές αναμεταδόσεις, με τις σκοπιμότητες που χαρακτηρίζουν την κάθε πλευρά. Οι ηθοποιοί υποδύονται βασικά τους εαυτούς τους, σαν πολίτες του επαναστατημένου Παρισιού, όχι αναγκαστικά υπέρ της επανάστασης, που έχουν να αναμετρηθούν με τα γεγονότα, να πάρουν θέση, να δράσουν.
Γυρίσματα
Πολλούς μήνες πριν τα γυρίσματα, οι ερμηνευτές ερεύνησαν εξαντλητικά κάθε διαθέσιμο στοιχείο. Από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα ως τον ρόλο των γυναικών και της Εκκλησίας, τα προβλήματα ύδρευσης και αποχέτευσης της εποχής, ντοκουμέντα συζητήσεων και διαφωνιών στις συνελεύσεις κλ.π. Στη συνέχεια, σχημάτισαν ομάδες ανάλογα με τους ρόλους τους (στρατιώτες, εργάτες κλπ.) και συζητούσαν για τους χαρακτήρες που ερμήνευαν αλλά και τη σύνδεση της Κομμούνας με τη σημερινή κοινωνία. Ενθαρρύνθηκαν να αναφερθούν στις δικές τους προσωπικές ιστορίες κι αυτή η μέθοδος αποτέλεσε κεντρικό άξονα του φιλμ.Τα γυρίσματα ήταν συλλογική εμπειρία: Συζητήσεις, διαφωνίες, αντιδράσεις, φιλμάρονται σε μεγάλης διάρκειας λήψεις, Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν, άλλες φορές αλλάζουν γνώμη αλληλεπιδρούν, εγκαταλείποντας την πόζα και την τεχνική, φτάνοντας σε καθαρά προσωπικά ερωτηματικά για τη σημερινή κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το τέλος των γυρισμάτων, πολλά μέλη του καστ συνέχισαν να συναντιούνται και να συζητούν για την Κομμούνα, τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα υπό το πρίσμα της εμπειρίας που βίωσαν. Η διάρκεια είχε υπολογιστεί στις 2 ώρες, αλλά η μέθοδος του Γουότκινς και οι αλληλεπιδράσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δημιούργησαν νέα δεδομένα. Ο σκηνοθέτης επιλέγει τον δύσκολο δρόμο: Τελική διάρκεια ταινίας 5 ώρες και 3 τέταρτα, όμως άξιζε κι ας της κόστισε επικοινωνιακά και εμπορικά. Με την κάμερα στο χέρι, ο Γουότκινς έφτιαξε μια συναρπαστική ασπρόμαυρη ταινία που ενώ αναφέρεται στην Κομούνα του Παρισιού, τα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα που θέτει είναι απροκάλυπτα επίκαιρα:
Πώς οργανώνεται μια κοινωνία σε νέες βάσεις; Πώς αλλάζει η συνείδηση; Τι ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ; – την κυρίαρχη άποψη αντιπροσωπεύει το κανάλι των Βερσαλιών. Είναι η βία (στην ταινία συμβολίζεται από τη γκιλοτίνα) αναγκαία; Στη διάρκεια μιας αντιπαράθεσης μέσα στο χώρο μιας απαλλοτριωμένης εκκλησίας, όταν τίθεται το ζήτημα της οικονομικής εξουσίας, ακούγεται η ερώτηση «Θα καταλάβουμε τις τράπεζες; Θα αντιμετωπίσουμε την πραγματική εξουσία;» Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα ερωτήματα δεν περιορίζονται στο Παρίσι του 19ου αιώνα αλλά στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό του 21ου αιώνα.
Παρά την αναπόφευκτη ήττα, η «Κομμούνα» δεν αφήνει καμιά αίσθηση απογοήτευσης, αντίθετα μια αυξημένη ευθύνη απέναντι στον κόσμο και την ιστορία. Παρακολουθώντας τους ηθοποιούς να σκέφτονται, να μαλώνουν, να αποφασίζουν για τον εαυτό του ο καθένας και για το σύνολο, αισθάνεται κανείς ότι όλα αυτά δεν φαντάζουν καθόλου μακρυνά, το αντίθετο, υπάρχει και σήμερα μια κομμούνα, στην επόμενη γωνιά, μας προκαλεί να την επισκεφθούμε, να πάρουμε θέση κι αυτή την φορά να νικήσουμε.
http://ergatiki.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2137:i967&Itemid=62
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου