Η συγγραφέας Λένα Διβάνη επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων για τους
ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Αθήνα
Μετά το μυθιστόρημά της «Ένα πεινασμένο στόμα» (Καστανιώτης, 2010), που θεωρήθηκε το πιο άρτιο και καλύτερό της μέχρι σήμερα, η Λένα Διβάνη επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων.
Στα δέκα διηγήματα που συσσωμάτωσε η συγγραφέας στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες» (Μελάνι, 2011) παρουσιάζονται όλοι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, «Έλληνες για να μην πω ελληνάρες, με τα καλά τους, με την γκρίνια τους, με τα παράπονά τους, με το «δεν υπάρχει» κράτος τους. Όλοι κατά βάθος τραγικοί ήρωες μιας πολύ ελληνικής κωμωδίας» όπως γράφει η ίδια.
Οι ιστορίες αυτές, γραμμένες, αρχής γενομένης απ’ το 1997, για διάφορα έντυπα, λογοτεχνικά περιοδικά, δράσεις και συλλογικούς τόμους, δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη λογοτεχνική θεματική να τις συνδέει. Μπορούν να θεωρηθούν και μικρές εκρήξεις καθημερινής απόγνωσης που δε γυρίζουν την πλάτη στην αισιοδοξία αφού «γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο , δεν γίνεται».
Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να τις διαβάσει υπό το πρίσμα της νοοτροπίας που χαρακτήρισε τις αντιφατικές συλλογικές μας αναπαραστάσεις απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 80’ μέχρι και τη μεταολυμπιακή αντίστροφη μέτρηση για τη σημερινή κρίση. Η συγγραφέας με το γνώριμο στυλ της, ένα ύφος αμεσότητας και ανάλαφρου σαρκασμού, με κωμική διάθεση μας δίνει κάποιους χαρακτήρες που αντανακλούν έμμεσα πολλές απ’ τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρα (ατομικά αλλά και συλλογικά) που όρισαν τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες.
Ένας άφραγκος φοιτητής περνά το καλοκαίρι στον Πλαταμώνα και καθώς αυτό δεν του αρκεί ονειρεύεται, αποκοιμισμένος μπροστά στην τηλεόρασή του, χλιδάτες διακοπές με μια πλούσια καλλονή απ’ το Μπαλί, πολυτελή αυτοκίνητα και κραιπάλες πάνω σε γιοτ εκατομμυριούχων όντας πεπεισμένος πώς ο Ελύτης (που είχε πάρει… Όσκαρ) είχε δίκιο όταν έγραφε πως «θα πάρουνε τα όνειρα εκδίκηση». Ένα ζευγάρι αγγίζει την επανένωση με αφορμή το θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη που ένας γέρος στη Σκόπελο πληροφορείται απ’ τις ειδήσεις και απογοητευμένος δηλώνει κάπως μελοδραματικά ότι «άμα πέθανε η Αλίκη, θα πεθάνουμε όλοι»…
Μια «Μαρία της σιωπής», στο τρίτο διήγημα, αποπειράται να αυτοκτονήσει προκειμένου να γλιτώσει απ’ τον καταπιεστικό πατέρα της και τον (κυριολεκτικό και μεταφορικό) εγκλεισμό που της επιβάλλει. Ο Νώντας, στο επόμενο διήγημα όπου κυριαρχεί η νοσταλγία, κάνει πλάκα στα μικρά του ξαδέρφια λέγοντας ότι στο «χωράφι» του Γούντστοκ τον ερωτεύτηκε η Τζόαν Μπαέζ. Όταν μάλιστα το πληροφορήθηκε αυτό η συμβία του η Πέρσα έλουσε την καλλιτέχνιδα με μπύρα και βρισιές ταράζοντας το επαναστατικό και ερωτιάρικο κλίμα της εποχής. Ο Χάρης, ένα παιδί που θέλει να σπουδάσει ηθοποιός και προσκρούει στην άρνηση του πατέρα του, παρακολουθεί στην Επίδαυρο την «Αντιγόνη» δίπλα σ’ έναν γιαπωνέζο τουρίστα και του εξηγεί, έχοντας στο μυαλό το δικό του αδιέξοδο, γιατί ο Κρέων είναι φασίστας και γιατί η Αντιγόνη έχει τσαγανό.
Στο διήγημα «Κωλοέλληνες» μια δημοσιογράφος κάνει την ανυπεράσπιστη τουρίστρια προκειμένου να γράψει ένα καταγγελτικό ρεπορτάζ που θα αποδείκνυε την εκμετάλλευση του «μέσου» ανυποψίαστου τουρίστα απ’ τους κακούς επαγγελματίες στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Τελικά πέφτει πάνω σ’ έναν φιλότιμο νέο ταξιτζή και καταλήγει στο κρεβάτι του στη Νέα Μάκρη. Ένας επιχειρηματίας-λαμόγιο καταφέρνει να προωθήσει σ’ έναν γάλλο χαλασμένα λιαστά ντοματάκια εισαγωγής απ’ την Ισπανία ως αρίστης ποιότητας ελληνικά απ’ τη Σαντορίνη, την ώρα που η σύζυγός του βιώνει μια παρ’ ολίγον ερωτική περιπέτεια με τον πιλότο που τους μετέφερε στο νησί.
Στο τελευταίο διήγημα «Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια» μια νεαρή καθηγήτρια ζει σε μια επαρχιακή περιοχή της Κρήτης και διδάσκει σ’ ένα γυμνάσιο μεταξύ άλλων την Οδύσσεια του Ομήρου. Βρίσκεται σε απόγνωση με τον ασφυκτικό περίγυρο, που είναι επιθετικά περίεργος και τα «τσογλάνια» τους μαθητές που έχουν μετατρέψει τη δουλειά της σε μαρτύριο. Μια μέρα που είναι πολύ εξοργισμένη τους βάζει ένα τεστ (με κάποια εκδικητική διάθεση) ρωτώντας τους «γιατί η Πηνελόπη περίμενε τον Οδυσσέα;». Οι μαθητές με απόλυτη σύμπνοια και σιγουριά απαντούν «γιατί ήταν ηλίθια, απλούστατα!» και η συγγραφέας εδώ παίζει περισσότερο με την απογοήτευση και την αίσθηση (στο επίπεδο της παιδείας, όχι της εκπαίδευσης) πως μερικά πράγματα αλλάζουν πάρα πολύ δύσκολα ή δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ.
Δέκα ιστορίες για τα μικρά καθημερινά «σκασιαρχεία» της ζωής, ως επιτυχίες, ως αποτυχίες και φυσικά ως μελλοντικές επιθυμίες.
Λένα Διβάνη
Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια
και άλλες ελληνικές τραγωδίες
Εκδόσεις Μελάνι, 2011, σελ. 150, τιμή 13 ευρώ
Μετά το μυθιστόρημά της «Ένα πεινασμένο στόμα» (Καστανιώτης, 2010), που θεωρήθηκε το πιο άρτιο και καλύτερό της μέχρι σήμερα, η Λένα Διβάνη επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων.
Στα δέκα διηγήματα που συσσωμάτωσε η συγγραφέας στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια και άλλες ελληνικές τραγωδίες» (Μελάνι, 2011) παρουσιάζονται όλοι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, «Έλληνες για να μην πω ελληνάρες, με τα καλά τους, με την γκρίνια τους, με τα παράπονά τους, με το «δεν υπάρχει» κράτος τους. Όλοι κατά βάθος τραγικοί ήρωες μιας πολύ ελληνικής κωμωδίας» όπως γράφει η ίδια.
Οι ιστορίες αυτές, γραμμένες, αρχής γενομένης απ’ το 1997, για διάφορα έντυπα, λογοτεχνικά περιοδικά, δράσεις και συλλογικούς τόμους, δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη λογοτεχνική θεματική να τις συνδέει. Μπορούν να θεωρηθούν και μικρές εκρήξεις καθημερινής απόγνωσης που δε γυρίζουν την πλάτη στην αισιοδοξία αφού «γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο , δεν γίνεται».
Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να τις διαβάσει υπό το πρίσμα της νοοτροπίας που χαρακτήρισε τις αντιφατικές συλλογικές μας αναπαραστάσεις απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 80’ μέχρι και τη μεταολυμπιακή αντίστροφη μέτρηση για τη σημερινή κρίση. Η συγγραφέας με το γνώριμο στυλ της, ένα ύφος αμεσότητας και ανάλαφρου σαρκασμού, με κωμική διάθεση μας δίνει κάποιους χαρακτήρες που αντανακλούν έμμεσα πολλές απ’ τις ψευδαισθήσεις και τα όνειρα (ατομικά αλλά και συλλογικά) που όρισαν τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες.
Ένας άφραγκος φοιτητής περνά το καλοκαίρι στον Πλαταμώνα και καθώς αυτό δεν του αρκεί ονειρεύεται, αποκοιμισμένος μπροστά στην τηλεόρασή του, χλιδάτες διακοπές με μια πλούσια καλλονή απ’ το Μπαλί, πολυτελή αυτοκίνητα και κραιπάλες πάνω σε γιοτ εκατομμυριούχων όντας πεπεισμένος πώς ο Ελύτης (που είχε πάρει… Όσκαρ) είχε δίκιο όταν έγραφε πως «θα πάρουνε τα όνειρα εκδίκηση». Ένα ζευγάρι αγγίζει την επανένωση με αφορμή το θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη που ένας γέρος στη Σκόπελο πληροφορείται απ’ τις ειδήσεις και απογοητευμένος δηλώνει κάπως μελοδραματικά ότι «άμα πέθανε η Αλίκη, θα πεθάνουμε όλοι»…
Μια «Μαρία της σιωπής», στο τρίτο διήγημα, αποπειράται να αυτοκτονήσει προκειμένου να γλιτώσει απ’ τον καταπιεστικό πατέρα της και τον (κυριολεκτικό και μεταφορικό) εγκλεισμό που της επιβάλλει. Ο Νώντας, στο επόμενο διήγημα όπου κυριαρχεί η νοσταλγία, κάνει πλάκα στα μικρά του ξαδέρφια λέγοντας ότι στο «χωράφι» του Γούντστοκ τον ερωτεύτηκε η Τζόαν Μπαέζ. Όταν μάλιστα το πληροφορήθηκε αυτό η συμβία του η Πέρσα έλουσε την καλλιτέχνιδα με μπύρα και βρισιές ταράζοντας το επαναστατικό και ερωτιάρικο κλίμα της εποχής. Ο Χάρης, ένα παιδί που θέλει να σπουδάσει ηθοποιός και προσκρούει στην άρνηση του πατέρα του, παρακολουθεί στην Επίδαυρο την «Αντιγόνη» δίπλα σ’ έναν γιαπωνέζο τουρίστα και του εξηγεί, έχοντας στο μυαλό το δικό του αδιέξοδο, γιατί ο Κρέων είναι φασίστας και γιατί η Αντιγόνη έχει τσαγανό.
Στο διήγημα «Κωλοέλληνες» μια δημοσιογράφος κάνει την ανυπεράσπιστη τουρίστρια προκειμένου να γράψει ένα καταγγελτικό ρεπορτάζ που θα αποδείκνυε την εκμετάλλευση του «μέσου» ανυποψίαστου τουρίστα απ’ τους κακούς επαγγελματίες στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Τελικά πέφτει πάνω σ’ έναν φιλότιμο νέο ταξιτζή και καταλήγει στο κρεβάτι του στη Νέα Μάκρη. Ένας επιχειρηματίας-λαμόγιο καταφέρνει να προωθήσει σ’ έναν γάλλο χαλασμένα λιαστά ντοματάκια εισαγωγής απ’ την Ισπανία ως αρίστης ποιότητας ελληνικά απ’ τη Σαντορίνη, την ώρα που η σύζυγός του βιώνει μια παρ’ ολίγον ερωτική περιπέτεια με τον πιλότο που τους μετέφερε στο νησί.
Στο τελευταίο διήγημα «Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια» μια νεαρή καθηγήτρια ζει σε μια επαρχιακή περιοχή της Κρήτης και διδάσκει σ’ ένα γυμνάσιο μεταξύ άλλων την Οδύσσεια του Ομήρου. Βρίσκεται σε απόγνωση με τον ασφυκτικό περίγυρο, που είναι επιθετικά περίεργος και τα «τσογλάνια» τους μαθητές που έχουν μετατρέψει τη δουλειά της σε μαρτύριο. Μια μέρα που είναι πολύ εξοργισμένη τους βάζει ένα τεστ (με κάποια εκδικητική διάθεση) ρωτώντας τους «γιατί η Πηνελόπη περίμενε τον Οδυσσέα;». Οι μαθητές με απόλυτη σύμπνοια και σιγουριά απαντούν «γιατί ήταν ηλίθια, απλούστατα!» και η συγγραφέας εδώ παίζει περισσότερο με την απογοήτευση και την αίσθηση (στο επίπεδο της παιδείας, όχι της εκπαίδευσης) πως μερικά πράγματα αλλάζουν πάρα πολύ δύσκολα ή δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ.
Δέκα ιστορίες για τα μικρά καθημερινά «σκασιαρχεία» της ζωής, ως επιτυχίες, ως αποτυχίες και φυσικά ως μελλοντικές επιθυμίες.
Λένα Διβάνη
Προφανώς η Πηνελόπη ήταν ηλίθια
και άλλες ελληνικές τραγωδίες
Εκδόσεις Μελάνι, 2011, σελ. 150, τιμή 13 ευρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου