Κρούγκμαν καλεί Κέινς
Τι μπορεί να δώσει τέλος στην καταστροφική μανία του καπιταλισμού; Το
τελευταίο βιβλίο του βραβευμένου με νόμπελ οικονομίας Πολ Κρούγκμαν,
Τέλος στην Ύφεση Τώρα! (εκδόσεις Πόλις), έρχεται να προστεθεί σε μια
σειρά αναλύσεων για τις αιτίες και τις λύσεις στην κρίση που ταλανίζει
πάνω από 5 χρόνια το σύστημα παγκοσμίως.
Στο βιβλίο του, ο 59χρονος καθηγητής οικονομικών και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίστον – και τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα The New York Τimes – αναβιώνει με τον τρόπο του τον οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του 1930, αντέκρουσε το μύθο της «αυτορυθμιζόμενης αγοράς» που δήθεν έχει την ικανότητα να ξεπερνά τις υφέσεις, «σαν τη μέρα που διαδέχεται τη νύχτα».
Επιπλέον, θεωρητικοποιώντας την εμπειρία του New Deal, την πολιτική της κρατικής παρέμβασης του Φ. Ρούσβελτ, του προέδρου των ΗΠΑ που ανέβηκε στην εξουσία το 1933, ο Κέινς συνέστησε το εξής φάρμακο: όποτε παραλύει ο ιδιωτικός τομέας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναλάβουν δράση προκειμένου να καλύψουν το κενό που δημιουργείται, διευρύνοντας τα ελλείμματα (αύξηση δαπανών) και την προσφορά χρήματος (δανεισμός).
Το βιβλίο του Κρούγκμαν κινείται στα ίδια χνάρια και έχει γίνει σημείο αναφοράς για όσους επιστρέφουν στον Κέινς, εντός κι εκτός Ελλάδος. Από ηγεσίες κομμάτων της Αριστεράς, σαν του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, μέχρι και «μετανιωμένους» νεοφιλελεύθερους, ακόμα και μέσα στη ΝΔ, όπως ο Προκόπης Παυλόπουλος, αλλά και διεθνώς, όπως ο Μάρτιν Γουλφ, βασικός αρθρογράφος στους Financial Times.
Αναφερόμενος στις αιτίες της κρίσης, αν και περιορίζει το φταίξιμο στην κερδοσκοπία και την «απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού συστήματος», ο Κρούγκμαν καταρρίπτει τη νεοφιλελεύθερη ρητορεία ότι η κρίση προκλήθηκε από τον «ανεύθυνο» δημόσιο δανεισμό:
«Αντιθέτως, οι συνθήκες για την κρίση δημιουργήθηκαν από τον υπερβολικό δανεισμό του ιδιωτικού τομέα και τη χρηματοδότηση ακόμη και από τράπεζες με υπερβολική μόχλευση (δανειακά ανοίγματα). Όταν έσκασε αυτή η φούσκα, οδήγησε σε μεγάλη πτώση της παραγωγής και κατά συνέπεια των εσόδων από φορολογία. Τα σημερινά ελλείμματα των κυβερνήσεων είναι συνέπεια της κρίσης, όχι αιτία».
Ουπς… «Με ελάχιστες εξαιρέσεις – όπως η Ελλάδα»(!), όμως, σημειώνει ο συγγραφέας Γιατί; Μήπως, επειδή ο Γιώργος Παπανδρέου τον διαφήμιζε ως μέλος της ομάδας των οικονομικών συμβούλων του; Στο βιβλίο Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση (εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο), μπορεί να δει κάποιος βαθύτερα, πόσο στον αέρα βρίσκεται αυτή η φιλολογία. Η Ελλάδα είναι κρίκος της ίδιας αλυσίδας κι έπεσε στην ίδια παγίδα.
Να, πως εξηγεί και ο ίδιος, τη φύση της κρίσης: «Όταν σκάνε οι φούσκες πολλά μέρη του ιδιωτικού τομέα συρρικνώνουν ταυτόχρονα τις δαπάνες τους σε μία προσπάθεια να αποπληρώσουν παλαιότερα χρέη, πέφτουν σε “παγίδα ρευστότητας”… Σε συλλογικό επίπεδο είναι μία αυτοκαταστροφική στρατηγική, διότι οι δαπάνες του ενός είναι το εισόδημα ενός άλλου. Η κατάρρευση των δαπανών είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική ύφεση, που με τη σειρά της επιδείνωσε το δημόσιο χρέος».
Και προτείνει: «Δεδομένου ότι ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε μία συλλογική προσπάθεια μείωσης των δαπανών, η οικονομική πολιτική του κράτους θα έπρεπε να λειτουργεί αντίθετα. Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι πως οι περικοπές στους προϋπολογισμούς δεν εμπνέουν επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Οι εταιρίες θα επενδύσουν μόνο εάν εκτιμήσουν ότι υπάρχουν αρκετοί καταναλωτές με επαρκές εισόδημα να δαπανήσουν. Η λιτότητα αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Το πρόβλημα τη δεκαετία του 1930, όπως και τώρα, είναι η έλλειψη ζήτησης, όχι προσφοράς».
Παρά τη σωστή κριτική και πολεμική, δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε ξανά τον Κέινς, αφήνοντας στην άκρη τα αδιέξοδα της κεϊνσιανής πολιτικής στο παρελθόν. Στο Δέκατο Κεφάλαιο, με τίτλο «Το λυκόφως της Ευρώπης», ο Κρούγκμαν αυτοαναιρείται, όταν προτείνει μεταξύ άλλων: «Οι ελλειμματικές χώρες θα πρέπει να λάβουν σημαντικά μέτρα λιτότητας διαχρονικά, ώστε να συμμαζέψουν τα δημοσιονομικά τους».
Για τις ΗΠΑ, στις οποίες αναφέρεται περισσότερο στο βιβλίο, προτείνει μαζικά προγράμματα επενδύσεων από το κράτος (έργα υποδομής, σιδηρόδρομοι, αυτοκινητόδρομοι, υπηρεσίες κλπ). Με μπηχτές προς τον Ομπάμα και τον Μπερνάνκι της Fed ότι πάσχουν από έλλειψη «ρουσβελτιανής αποφασιστικότητας». Βρέθηκαν «ημιτελώς στο σωστό δρόμο» («τύπωσαν» χρήμα, δηλαδή), σημειώνει, αλλά «κάνουν πολύ λίγα» και υποκύπτουν συνεχώς στις πιέσεις για περικοπές από τους Ρεπουμπλικάνους.
Το βιβλίο του Κρούγκμαν αξίζει να διαβαστεί, για τα επιχειρήματα απέναντι στα παραμύθια της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Αλλά χρειάζεται να είμαστε ξεκάθαροι. Απέναντι σε μια τόσο δραματική κρίση του καπιταλισμού, η «αναδιάρθρωση του συστήματος», είτε απότομα μέσω της επιδείνωσης και το βάθεμα της ύφεσης, όπως θέλουν οι μονεταριστικές δοξασίες, είτε σταδιακά με «βιάγκρα» και ψυχολογική ανάταση, όπως υποστηρίζουν οι κεϊνσιανές απόψεις, δεν φέρνουν λύση στην κρίση.
Για να δώσουμε αποτελεσματικές και μόνιμες εναλλακτικές χρειάζεται να γυρίσουμε στο Μαρξ. Και το βιβλίο του Κρις Χάρμαν, Ο Καπιταλισμός Ζόμπι, από τις εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, είναι ό,τι πολυτιμότερο για να κατανοήσουμε τα αίτια και να βρούμε τις απαντήσεις για την κρίση και το τέλος της.
Τι προκαλεί, για παράδειγμα, ξαφνικά, την έλλειψη της «αποτελεσματικής ζήτησης», την ασφυξία;
Ο μαρξιστική παράδοση σε αντίθεση με τη mainstream πολιτική οικονομία παρέχει τα εργαλεία κατανόησης των υφέσεων, βασισμένα σε ένα κεντρικό στοιχείο της θεωρίας του Κ. Μαρξ – την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Η συσχέτιση των κερδών ως προς τις επενδύσεις (η σχετική απόδοση) έχει την τάση να πέφτει όσο γερνάει ο καπιταλισμός, προκαλώντας βαθύτερες υφέσεις. Η μακρόχρονη κρίση που παρατηρείται στα «ποσοστά κέρδους», αποτελεί την πραγματική αιτία της μακρόσυρτης ασφυξίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και σε ολόκληρη την οικονομία όταν σκάει η φούσκα – και όχι το ανάποδο.
Ο Κρούγκμαν χάνει αυτή την προσέγγιση. Αν και αναφέρεται αρκετές φορές στην ανυπαρξία κατανόησης «αίτιου και αιτιατού» της κρίσης, όταν κριτικάρει σωστά τους θιασώτες της «επεκτατικής λιτότητας»… στυλ Σαμαρά, τελικά πέφτει στην ίδια παγίδα από την ανάποδη.
Η ρίζα αυτής της παγίδας έγκειται σε κάτι το οποίο ο συγγραφέας δεν μπορεί να πιάσει, ως υποστηρικτής του καπιταλισμού – αν και πολλές φορές κριτικός και δηκτικός. Κι αυτό είναι ότι η προέλευση των κρίσεων βρίσκεται έξω από το τραπεζικό σύστημα, στον τρόπο που λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του.
Στο μεγάλο έργο του, Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος (1936), ο Κέινς, υπαινίσσεται τις αποτυχίες του καπιταλισμού και παραδέχεται ότι είναι πάρα πολύ βαθιές ώστε να αντιμετωπιστούν απλά με νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα, προωθώντας τη δική του εκδοχή της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» (τη «φθίνουσα οριακή απόδοση του κεφαλαίου»). Ο Κρούγκμαν, αν και αναγνωρίζει με τον τρόπο του, το «παράδοξο της φειδούς» των επενδύσεων, στέκεται στην επιφάνεια.
Απέναντι στις αποτυχίες του συστήματος ο Κέινς πρόβαλε ως ριζοσπαστική δράση την «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων». Ο Κρούγκμαν πατώντας σε αυτή την ιδέα προτείνει την ανάγκη μεγάλων κυβερνητικών επενδυτικών προγραμμάτων, ώστε να πειστούν οι καπιταλιστές ότι αξίζει τον κόπο να βγάλουν τα λεφτά τους από τα «σεντούκια» και να επενδύσουν.
Και οι δυο θυμίζουν τους «ουτοπικούς σοσιαλιστές» του 19ου αιώνα, Σ. Φουριέ και Ρ. Οουεν, «ηθικούς βιομήχανους» της εποχής, τους οποίους κριτίκαρε ο Φ. Ένγκελς (και ο Μαρξ) στο βιβλίο του Ουτοπικός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός, επειδή εκλιπαρούσαν μάταια τους άλλους «ανήθικους καπιταλιστές», να πειστούν, να πετάξουν την απληστία και την κλεψιά από πάνω τους, επενδύοντας στο «δρόμο της ευημερίας και της δικαιοσύνης».
Ο Κέινς ποτέ δεν προχώρησε ένα βήμα μπροστά τις λύσεις που πρότεινε, εγκλωβισμένος στην αγωνία να γιατρέψει την καπιταλιστική οικονομία. Το ίδιο και ο Κρούγκμαν, σήμερα, που φιλοδοξεί να ξελασπώσει τον μεγαλύτερο καπιταλισμό – τις ΗΠΑ.
Ο Κέινς έμεινε να συμβουλεύει τις βρετανικές κυβερνήσεις της εποχής του ’30, χωρίς επιτυχία για την διέξοδο από την ύφεση και την ανεργία. Όπως συνέβη και τη δεκαετία του ’70, όταν η κεϊνσιανή κυβερνητική πολιτική δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον «στασιμοπληθωρισμό» – έναν οδυνηρό συνδυασμό, με την οικονομία σε βάλτο και τον πληθωρισμό να ανεβαίνει μαζί με την ανεργία – ανοίγοντας το δρόμο στον μονεταρισμό.
Τόσο ο Κέινς, όσο και οι συνεχιστές του οικονομολόγοι – Άλβιν Χάνσεν, Πολ Σάμιουελσον και φυσικά ο Π. Κρούγκμαν – δεν κατάφεραν ποτέ να προχωρήσουν στην παραδοχή ότι η «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων» δεν μπορεί να έχει μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα, εάν ταυτόχρονα δεν πάρεις τον έλεγχο των κεφαλαίων μακριά από τα χέρια των βιομηχάνων και των τραπεζιτών – χωρίς τον εργατικό έλεγχο, δηλαδή.
Και στο βιβλίο του Κρούγκμαν, το γεγονός ότι δεν αναφέρεται καν η λέξη Μαρξ, δυστυχώς, εξαφανίζει και την προοπτική που μπορεί να δώσει οριστικό «Τέλος στην Ύφεση Τώρα!».
Τιμή 16€, 269 σελίδες, Εκδόσεις Πόλις
Σοσιαλισμός από τα Κάτω
Στο βιβλίο του, ο 59χρονος καθηγητής οικονομικών και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πρίστον – και τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα The New York Τimes – αναβιώνει με τον τρόπο του τον οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του 1930, αντέκρουσε το μύθο της «αυτορυθμιζόμενης αγοράς» που δήθεν έχει την ικανότητα να ξεπερνά τις υφέσεις, «σαν τη μέρα που διαδέχεται τη νύχτα».
Επιπλέον, θεωρητικοποιώντας την εμπειρία του New Deal, την πολιτική της κρατικής παρέμβασης του Φ. Ρούσβελτ, του προέδρου των ΗΠΑ που ανέβηκε στην εξουσία το 1933, ο Κέινς συνέστησε το εξής φάρμακο: όποτε παραλύει ο ιδιωτικός τομέας, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναλάβουν δράση προκειμένου να καλύψουν το κενό που δημιουργείται, διευρύνοντας τα ελλείμματα (αύξηση δαπανών) και την προσφορά χρήματος (δανεισμός).
Το βιβλίο του Κρούγκμαν κινείται στα ίδια χνάρια και έχει γίνει σημείο αναφοράς για όσους επιστρέφουν στον Κέινς, εντός κι εκτός Ελλάδος. Από ηγεσίες κομμάτων της Αριστεράς, σαν του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, μέχρι και «μετανιωμένους» νεοφιλελεύθερους, ακόμα και μέσα στη ΝΔ, όπως ο Προκόπης Παυλόπουλος, αλλά και διεθνώς, όπως ο Μάρτιν Γουλφ, βασικός αρθρογράφος στους Financial Times.
Αναφερόμενος στις αιτίες της κρίσης, αν και περιορίζει το φταίξιμο στην κερδοσκοπία και την «απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού συστήματος», ο Κρούγκμαν καταρρίπτει τη νεοφιλελεύθερη ρητορεία ότι η κρίση προκλήθηκε από τον «ανεύθυνο» δημόσιο δανεισμό:
«Αντιθέτως, οι συνθήκες για την κρίση δημιουργήθηκαν από τον υπερβολικό δανεισμό του ιδιωτικού τομέα και τη χρηματοδότηση ακόμη και από τράπεζες με υπερβολική μόχλευση (δανειακά ανοίγματα). Όταν έσκασε αυτή η φούσκα, οδήγησε σε μεγάλη πτώση της παραγωγής και κατά συνέπεια των εσόδων από φορολογία. Τα σημερινά ελλείμματα των κυβερνήσεων είναι συνέπεια της κρίσης, όχι αιτία».
Ουπς… «Με ελάχιστες εξαιρέσεις – όπως η Ελλάδα»(!), όμως, σημειώνει ο συγγραφέας Γιατί; Μήπως, επειδή ο Γιώργος Παπανδρέου τον διαφήμιζε ως μέλος της ομάδας των οικονομικών συμβούλων του; Στο βιβλίο Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση (εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο), μπορεί να δει κάποιος βαθύτερα, πόσο στον αέρα βρίσκεται αυτή η φιλολογία. Η Ελλάδα είναι κρίκος της ίδιας αλυσίδας κι έπεσε στην ίδια παγίδα.
Να, πως εξηγεί και ο ίδιος, τη φύση της κρίσης: «Όταν σκάνε οι φούσκες πολλά μέρη του ιδιωτικού τομέα συρρικνώνουν ταυτόχρονα τις δαπάνες τους σε μία προσπάθεια να αποπληρώσουν παλαιότερα χρέη, πέφτουν σε “παγίδα ρευστότητας”… Σε συλλογικό επίπεδο είναι μία αυτοκαταστροφική στρατηγική, διότι οι δαπάνες του ενός είναι το εισόδημα ενός άλλου. Η κατάρρευση των δαπανών είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική ύφεση, που με τη σειρά της επιδείνωσε το δημόσιο χρέος».
Και προτείνει: «Δεδομένου ότι ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε μία συλλογική προσπάθεια μείωσης των δαπανών, η οικονομική πολιτική του κράτους θα έπρεπε να λειτουργεί αντίθετα. Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι πως οι περικοπές στους προϋπολογισμούς δεν εμπνέουν επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Οι εταιρίες θα επενδύσουν μόνο εάν εκτιμήσουν ότι υπάρχουν αρκετοί καταναλωτές με επαρκές εισόδημα να δαπανήσουν. Η λιτότητα αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Το πρόβλημα τη δεκαετία του 1930, όπως και τώρα, είναι η έλλειψη ζήτησης, όχι προσφοράς».
Παρά τη σωστή κριτική και πολεμική, δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε ξανά τον Κέινς, αφήνοντας στην άκρη τα αδιέξοδα της κεϊνσιανής πολιτικής στο παρελθόν. Στο Δέκατο Κεφάλαιο, με τίτλο «Το λυκόφως της Ευρώπης», ο Κρούγκμαν αυτοαναιρείται, όταν προτείνει μεταξύ άλλων: «Οι ελλειμματικές χώρες θα πρέπει να λάβουν σημαντικά μέτρα λιτότητας διαχρονικά, ώστε να συμμαζέψουν τα δημοσιονομικά τους».
Για τις ΗΠΑ, στις οποίες αναφέρεται περισσότερο στο βιβλίο, προτείνει μαζικά προγράμματα επενδύσεων από το κράτος (έργα υποδομής, σιδηρόδρομοι, αυτοκινητόδρομοι, υπηρεσίες κλπ). Με μπηχτές προς τον Ομπάμα και τον Μπερνάνκι της Fed ότι πάσχουν από έλλειψη «ρουσβελτιανής αποφασιστικότητας». Βρέθηκαν «ημιτελώς στο σωστό δρόμο» («τύπωσαν» χρήμα, δηλαδή), σημειώνει, αλλά «κάνουν πολύ λίγα» και υποκύπτουν συνεχώς στις πιέσεις για περικοπές από τους Ρεπουμπλικάνους.
Το βιβλίο του Κρούγκμαν αξίζει να διαβαστεί, για τα επιχειρήματα απέναντι στα παραμύθια της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Αλλά χρειάζεται να είμαστε ξεκάθαροι. Απέναντι σε μια τόσο δραματική κρίση του καπιταλισμού, η «αναδιάρθρωση του συστήματος», είτε απότομα μέσω της επιδείνωσης και το βάθεμα της ύφεσης, όπως θέλουν οι μονεταριστικές δοξασίες, είτε σταδιακά με «βιάγκρα» και ψυχολογική ανάταση, όπως υποστηρίζουν οι κεϊνσιανές απόψεις, δεν φέρνουν λύση στην κρίση.
Για να δώσουμε αποτελεσματικές και μόνιμες εναλλακτικές χρειάζεται να γυρίσουμε στο Μαρξ. Και το βιβλίο του Κρις Χάρμαν, Ο Καπιταλισμός Ζόμπι, από τις εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, είναι ό,τι πολυτιμότερο για να κατανοήσουμε τα αίτια και να βρούμε τις απαντήσεις για την κρίση και το τέλος της.
Τι προκαλεί, για παράδειγμα, ξαφνικά, την έλλειψη της «αποτελεσματικής ζήτησης», την ασφυξία;
Ο μαρξιστική παράδοση σε αντίθεση με τη mainstream πολιτική οικονομία παρέχει τα εργαλεία κατανόησης των υφέσεων, βασισμένα σε ένα κεντρικό στοιχείο της θεωρίας του Κ. Μαρξ – την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους. Η συσχέτιση των κερδών ως προς τις επενδύσεις (η σχετική απόδοση) έχει την τάση να πέφτει όσο γερνάει ο καπιταλισμός, προκαλώντας βαθύτερες υφέσεις. Η μακρόχρονη κρίση που παρατηρείται στα «ποσοστά κέρδους», αποτελεί την πραγματική αιτία της μακρόσυρτης ασφυξίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και σε ολόκληρη την οικονομία όταν σκάει η φούσκα – και όχι το ανάποδο.
Ο Κρούγκμαν χάνει αυτή την προσέγγιση. Αν και αναφέρεται αρκετές φορές στην ανυπαρξία κατανόησης «αίτιου και αιτιατού» της κρίσης, όταν κριτικάρει σωστά τους θιασώτες της «επεκτατικής λιτότητας»… στυλ Σαμαρά, τελικά πέφτει στην ίδια παγίδα από την ανάποδη.
Η ρίζα αυτής της παγίδας έγκειται σε κάτι το οποίο ο συγγραφέας δεν μπορεί να πιάσει, ως υποστηρικτής του καπιταλισμού – αν και πολλές φορές κριτικός και δηκτικός. Κι αυτό είναι ότι η προέλευση των κρίσεων βρίσκεται έξω από το τραπεζικό σύστημα, στον τρόπο που λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του.
Στο μεγάλο έργο του, Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος (1936), ο Κέινς, υπαινίσσεται τις αποτυχίες του καπιταλισμού και παραδέχεται ότι είναι πάρα πολύ βαθιές ώστε να αντιμετωπιστούν απλά με νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα, προωθώντας τη δική του εκδοχή της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» (τη «φθίνουσα οριακή απόδοση του κεφαλαίου»). Ο Κρούγκμαν, αν και αναγνωρίζει με τον τρόπο του, το «παράδοξο της φειδούς» των επενδύσεων, στέκεται στην επιφάνεια.
Απέναντι στις αποτυχίες του συστήματος ο Κέινς πρόβαλε ως ριζοσπαστική δράση την «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων». Ο Κρούγκμαν πατώντας σε αυτή την ιδέα προτείνει την ανάγκη μεγάλων κυβερνητικών επενδυτικών προγραμμάτων, ώστε να πειστούν οι καπιταλιστές ότι αξίζει τον κόπο να βγάλουν τα λεφτά τους από τα «σεντούκια» και να επενδύσουν.
Και οι δυο θυμίζουν τους «ουτοπικούς σοσιαλιστές» του 19ου αιώνα, Σ. Φουριέ και Ρ. Οουεν, «ηθικούς βιομήχανους» της εποχής, τους οποίους κριτίκαρε ο Φ. Ένγκελς (και ο Μαρξ) στο βιβλίο του Ουτοπικός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός, επειδή εκλιπαρούσαν μάταια τους άλλους «ανήθικους καπιταλιστές», να πειστούν, να πετάξουν την απληστία και την κλεψιά από πάνω τους, επενδύοντας στο «δρόμο της ευημερίας και της δικαιοσύνης».
Ο Κέινς ποτέ δεν προχώρησε ένα βήμα μπροστά τις λύσεις που πρότεινε, εγκλωβισμένος στην αγωνία να γιατρέψει την καπιταλιστική οικονομία. Το ίδιο και ο Κρούγκμαν, σήμερα, που φιλοδοξεί να ξελασπώσει τον μεγαλύτερο καπιταλισμό – τις ΗΠΑ.
Ο Κέινς έμεινε να συμβουλεύει τις βρετανικές κυβερνήσεις της εποχής του ’30, χωρίς επιτυχία για την διέξοδο από την ύφεση και την ανεργία. Όπως συνέβη και τη δεκαετία του ’70, όταν η κεϊνσιανή κυβερνητική πολιτική δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον «στασιμοπληθωρισμό» – έναν οδυνηρό συνδυασμό, με την οικονομία σε βάλτο και τον πληθωρισμό να ανεβαίνει μαζί με την ανεργία – ανοίγοντας το δρόμο στον μονεταρισμό.
Τόσο ο Κέινς, όσο και οι συνεχιστές του οικονομολόγοι – Άλβιν Χάνσεν, Πολ Σάμιουελσον και φυσικά ο Π. Κρούγκμαν – δεν κατάφεραν ποτέ να προχωρήσουν στην παραδοχή ότι η «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων» δεν μπορεί να έχει μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα, εάν ταυτόχρονα δεν πάρεις τον έλεγχο των κεφαλαίων μακριά από τα χέρια των βιομηχάνων και των τραπεζιτών – χωρίς τον εργατικό έλεγχο, δηλαδή.
Και στο βιβλίο του Κρούγκμαν, το γεγονός ότι δεν αναφέρεται καν η λέξη Μαρξ, δυστυχώς, εξαφανίζει και την προοπτική που μπορεί να δώσει οριστικό «Τέλος στην Ύφεση Τώρα!».
Τιμή 16€, 269 σελίδες, Εκδόσεις Πόλις
Σοσιαλισμός από τα Κάτω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου