Μα
είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ερωτικός συγγραφέας; θα αναρωτηθεί ο
αναγνώστης που για χρόνια άκουγε για τον «κοσμοκαλόγερο», τον «φτωχούλη
του Θεού», τον «κυρ Αλέξανδρο» και τον φανταζόταν ως έναν μονήρη
αντιερωτικό γέροντα. Κι όμως είναι, απαντά ο ποιητής Χριστόφορος
Λιοντάκης, ο οποίος ανθολόγησε πρόσφατα τον σκιαθίτη συγγραφέα
συλλέγοντας σε έναν τόμο τα καλύτερα ερωτικά του διηγήματα.
Ο ανθολόγος συλλέγει διηγήματα που οι ήρωές του κατακλύζονται από έρωτα. Αγαπούν και αγαπώνται, είναι νέες γυναίκες θελκτικότατες, άνδρες που λιώνουν από αγάπη χωρίς ανταπόδοση, θηλυκά που περπατούν και τρίζουν τα σοκάκια, χήρες που σκορπούν πόθους ηδονής, άνδρες που μεθούν και τραγουδούν ερωτικά δίστιχα κάτω από τα παραθύρια γυναικών, νεαροί που ερωτεύονται μεγαλύτερές τους γυναίκες, ξαδέλφια που αγαπάνε ξαδέλφες τους κτλ.
Πρόκειται για ένα ερωτικό σύμπαν που ελάχιστοι θέλησαν να ανιχνεύσουν ως ξεχωριστό πεδίο στη λογοτεχνία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Οι μελετητές του είχαν βεβαίως προσέξει τις αναφορές του στον έρωτα, κυρίως στα μυθιστορήματά του. Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος επισημαίνει τη «φυσικότητα και την αγριότητα του ερωτικού πάθους» στο μυθιστόρημα «Οι έμποροι των εθνών» και αποδίδει τη θέληση του Παπαδιαμάντη να ξεχωρίσει τον «αγαπητικό έρωτα της καθ΄ ημάς Ανατολής από το ερωτικό αυτοείδωλο της φραγκικής Δύσης» ( Ο άγονος έρωτας ή Desinit in piscem ).
Ο Λάκης Προγκίδης θα μελετήσει τον ανείπωτο έρωτα του Μάχτου για την Αιμά, η οποία όμως αγαπάει τον απαγωγέα της, τον κακό Σκούντα, στο μυθιστόρημα Η Γυφτοπούλα ( Ερωτας, ανατολή, μυθιστόρημα ). Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη θα προσέξει και ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος καθώς θα προσπαθήσει να ξανασμιλέψει την προσωπογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη παρουσιάζοντας αθέατες πλευρές του έργου του, μεταξύ των οποίων και την ερωτική.
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης όμως θα πάει παραπέρα, θα μελετήσει και θα συλλέξει τον παγανιστικό Παπαδιαμάντη, τον Παπαδιαμάντη της πρόκλησης και του αισθησιασμού. Ενός αισθησιασμού που άλλοτε προκαλείται με υπαινικτικό τρόπο και αλλού προβάλλεται διθυραμβικά, όπως π.χ. στην περιγραφή των κοριτσιών: «Ητο ήδη δεκαεπταέτις, κ΄ εφαίνετο να είναι είκοσι ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώσει τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος-έρος». Η κόρη βγαίνει βόλτα και προκαλεί και μόνο διά της περιγραφής της ενδυμασίας της: «Μόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη έβγαλε την πόλκα της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κι έμεινε μόνον με το μεσοφούστανον, με το ολοβραχιόνιον υποκάμισον και με την λευκήν βαμβακερήν φανέλλαν. Τότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της. Υπό την λεπτήν φανέλλαν, όπου εφαίνονται ανατέλλουσαι οι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου...» (από το διήγημα Θέροςέρος ).
Οι ήρωες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα ερωτικό σύμπαν με καλλίπυγες κορασίδες, μοναχικούς απέλπιδες ερωτευμένους ανελέητα, λαϊκές γυναί κες και παντού έρωτες που διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Εικόνες που δεν διαφέρουν από αυτές του σήμερα.
Για χρόνια πολλά και για πολλούς ο Παπαδιαμάντης ήταν ένας λογοτέχνης «εκτός κλίματος». Θέλεις η σχολική χρήση του, θέλεις η άποψη ότι έχει δύσκολη γλώσσα ή η ταύτισή του με τα χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά διηγήματα, τον έκαναν απωθητικό στις νεότερες γενιές. Γνωρίζω δεκάδες νέους που είναι πολύ καλοί γνώστες της αγγλοσαξονικής ή γαλλικής λογοτεχνίας και δεν έχουν διαβάσει ποτέ Παπαδιαμάντη ενώ αγνοούν την ύπαρξη λογοτεχνών όπως ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο Μιχαήλ Μητσάκης ή ο Δημοσθένης Βουτυράς.
Στην απαξίωση του Παπαδιαμάντη συνέτεινε και η προσπάθεια να περιοριστεί, να μπει σε καλούπια και έτσι να αφυδατωθεί η πολυσημία του έργου του. Οι υπέρμαχοι της ελληνορθόδοξης παράδοσης τον ήθελαν αποκλειστικά «δικό» τους, έναν λογοτέχνη αφιερωμένο στον Θεό. Από την άλλη μεριά, οι διαφωτιστές/θετικιστές τον απαξίωναν θεωρώντας τον κακό λογοτέχνη. Εγραψαν ότι «ηθογραφεί τη ζωή χωρίς πάθος για τον άνθρωπο», ότι «η τεχνική του είναι απλή, μονότροπη και καταντά μονότονη», «τα πρόσωπα είναι θαμπά και ουδέτερα», «τα επίθετα φτωχά και συμβατικά... με ύφος, έκφραση, γλώσσα σχεδόν τυχαία, ενώ κάποτε το σύνολο δεν απαρτίζεται παρά από μια περιγραφή».
Πλαστό το φωτοστέφανο της αγιοσύνης
Ο
Χριστόφορος Λιοντάκης στη συλλογή αυτή μας παρουσιάζει μία από τις
πολλές πλευρές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη η οποία σε μεγάλο βαθμό
κυριαρχεί στα έργα του, που είναι ο ερωτικός Παπαδιαμάντης. Ο ανθολόγος
στην εισαγωγή του θα παρατηρήσει ότι ο Παπαδιαμάντης από τα είκοσι δύο
του χρόνια θα δώσει το στίγμα του ως μοναχικής προσωπικότητας με εκείνο
το περίφημο ποίημα που απευθύνεται στη μάνα του και της λέει ότι ο
ίδιος είναι ένα «σκοτεινό τρυγόνι»: Ο ανθολόγος συλλέγει διηγήματα που οι ήρωές του κατακλύζονται από έρωτα. Αγαπούν και αγαπώνται, είναι νέες γυναίκες θελκτικότατες, άνδρες που λιώνουν από αγάπη χωρίς ανταπόδοση, θηλυκά που περπατούν και τρίζουν τα σοκάκια, χήρες που σκορπούν πόθους ηδονής, άνδρες που μεθούν και τραγουδούν ερωτικά δίστιχα κάτω από τα παραθύρια γυναικών, νεαροί που ερωτεύονται μεγαλύτερές τους γυναίκες, ξαδέλφια που αγαπάνε ξαδέλφες τους κτλ.
Πρόκειται για ένα ερωτικό σύμπαν που ελάχιστοι θέλησαν να ανιχνεύσουν ως ξεχωριστό πεδίο στη λογοτεχνία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Οι μελετητές του είχαν βεβαίως προσέξει τις αναφορές του στον έρωτα, κυρίως στα μυθιστορήματά του. Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος επισημαίνει τη «φυσικότητα και την αγριότητα του ερωτικού πάθους» στο μυθιστόρημα «Οι έμποροι των εθνών» και αποδίδει τη θέληση του Παπαδιαμάντη να ξεχωρίσει τον «αγαπητικό έρωτα της καθ΄ ημάς Ανατολής από το ερωτικό αυτοείδωλο της φραγκικής Δύσης» ( Ο άγονος έρωτας ή Desinit in piscem ).
Ο Λάκης Προγκίδης θα μελετήσει τον ανείπωτο έρωτα του Μάχτου για την Αιμά, η οποία όμως αγαπάει τον απαγωγέα της, τον κακό Σκούντα, στο μυθιστόρημα Η Γυφτοπούλα ( Ερωτας, ανατολή, μυθιστόρημα ). Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη θα προσέξει και ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος καθώς θα προσπαθήσει να ξανασμιλέψει την προσωπογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη παρουσιάζοντας αθέατες πλευρές του έργου του, μεταξύ των οποίων και την ερωτική.
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης όμως θα πάει παραπέρα, θα μελετήσει και θα συλλέξει τον παγανιστικό Παπαδιαμάντη, τον Παπαδιαμάντη της πρόκλησης και του αισθησιασμού. Ενός αισθησιασμού που άλλοτε προκαλείται με υπαινικτικό τρόπο και αλλού προβάλλεται διθυραμβικά, όπως π.χ. στην περιγραφή των κοριτσιών: «Ητο ήδη δεκαεπταέτις, κ΄ εφαίνετο να είναι είκοσι ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώσει τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος-έρος». Η κόρη βγαίνει βόλτα και προκαλεί και μόνο διά της περιγραφής της ενδυμασίας της: «Μόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη έβγαλε την πόλκα της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κι έμεινε μόνον με το μεσοφούστανον, με το ολοβραχιόνιον υποκάμισον και με την λευκήν βαμβακερήν φανέλλαν. Τότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της. Υπό την λεπτήν φανέλλαν, όπου εφαίνονται ανατέλλουσαι οι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου...» (από το διήγημα Θέροςέρος ).
Οι ήρωες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα ερωτικό σύμπαν με καλλίπυγες κορασίδες, μοναχικούς απέλπιδες ερωτευμένους ανελέητα, λαϊκές γυναί κες και παντού έρωτες που διασταυρώνουν τα ξίφη τους. Εικόνες που δεν διαφέρουν από αυτές του σήμερα.
Για χρόνια πολλά και για πολλούς ο Παπαδιαμάντης ήταν ένας λογοτέχνης «εκτός κλίματος». Θέλεις η σχολική χρήση του, θέλεις η άποψη ότι έχει δύσκολη γλώσσα ή η ταύτισή του με τα χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά διηγήματα, τον έκαναν απωθητικό στις νεότερες γενιές. Γνωρίζω δεκάδες νέους που είναι πολύ καλοί γνώστες της αγγλοσαξονικής ή γαλλικής λογοτεχνίας και δεν έχουν διαβάσει ποτέ Παπαδιαμάντη ενώ αγνοούν την ύπαρξη λογοτεχνών όπως ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο Μιχαήλ Μητσάκης ή ο Δημοσθένης Βουτυράς.
Στην απαξίωση του Παπαδιαμάντη συνέτεινε και η προσπάθεια να περιοριστεί, να μπει σε καλούπια και έτσι να αφυδατωθεί η πολυσημία του έργου του. Οι υπέρμαχοι της ελληνορθόδοξης παράδοσης τον ήθελαν αποκλειστικά «δικό» τους, έναν λογοτέχνη αφιερωμένο στον Θεό. Από την άλλη μεριά, οι διαφωτιστές/θετικιστές τον απαξίωναν θεωρώντας τον κακό λογοτέχνη. Εγραψαν ότι «ηθογραφεί τη ζωή χωρίς πάθος για τον άνθρωπο», ότι «η τεχνική του είναι απλή, μονότροπη και καταντά μονότονη», «τα πρόσωπα είναι θαμπά και ουδέτερα», «τα επίθετα φτωχά και συμβατικά... με ύφος, έκφραση, γλώσσα σχεδόν τυχαία, ενώ κάποτε το σύνολο δεν απαρτίζεται παρά από μια περιγραφή».
Πλαστό το φωτοστέφανο της αγιοσύνης
«Μάνα μου, εγώ είμαι τ΄ άμοιρο το σκοτεινό τρυγόνι/όπου το δέρνει ο άνεμος βροχή που το πληγώνει».
Θα ζήσει μια ζωή μακριά από τους λογοτεχνικούς κύκλους, με τη χειρωνακτική εργασία της μετάφρασης και κάνοντας παρέες με τους ανώνυμους πελάτες στα μπακάλικα-ταβέρνες της εποχής. Το φωτοστέφανο της αγιοσύνης είναι πλαστό, τονίζει ο Χριστόφορος Λιοντάκης, καθώς και πολλοί άλλοι μελετητές του Αλ. Παπαδιαμάντη, όπως ο Κ. Στεργιόπουλος, ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, η Ερη Σταυροπούλου κ.ά. Ο Χρ. Λιοντάκης χωρίζει τα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη σε δύο βασικές κατηγορίες: σε εκείνα στα οποία εξιστορεί προσωπικές ερωτικές ιστορίες και σε εκείνα στα οποία περιγράφει ερωτικές ιστορίες άλλων.
Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται ανάμεσα στα άλλα τα πολύ γνωστά « Ονειρο στο κύμα», « Ρόδινα ακρογιάλια», « Η φαρμακολύτρια», « Ολόγυρα στη λίμνη» και « Υπό την βασιλική δρυν». Εδώ ο Παπαδιαμάντης εμφανίζεται ρεμβάζων, νοσταλγός, ματαιωμένος και τα κείμενα αποπνέουν έναν βαθύτατο αισθησιασμό και ερωτισμό. «Οι περιγραφές του αποσπώνται από τον πεζό λόγο και περνούν στον χώρο της καθαρής ποίησης, ο Παπαδιαμάντης μεγαλύνει το ασήμαντο τιθασεύοντας το μεγαλειώδες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ανθολόγος.
Η δεύτερη κατηγορία των ερωτικών διηγημάτων που αναφέρονται σε ερωτικές περιπέτειες τρίτων χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: α) Τα διηγήματα που αναφέρονται σε ερωτοχτυπημένους νεαρούς κυρίως που βασανίζονται από ανεκπλήρωτους έρωτες. Τέτοια είναι τα: « Για την περηφάνεια», « O έρωτας στα χιόνια», « Ερος- ήρως» και «Η νοσταλγός».
β) Τα διηγήματα που αναφέρονται σε μια ερωτική περιπέτεια με ευτυχή κατάληξη και είναι ελάχιστα, μόνο τρία: « Η βλαχοπούλα», « Θέρος- έρος» και «Το καμίνι». γ) Σε αυτή την κατηγορία ο ανθολόγος εντάσσει τα διηγήματα όπου στο πλαίσιο μιας ερωτικής ιστορίας αναπτύσσεται κοινωνική κριτική, στηλιτεύονται οι κοινωνικές αδικίες, τα κοινωνικά αδιέξοδα, οι προλήψεις, κρίνονται αταίριαστοι ή περίεργοι γάμοι και γενικότερα υποχωρεί το ερωτικό- λυρικό στοιχείο και αναδεικνύονται η ειρωνεία, το χιούμορ και η κριτική διάθεση. Τέτοια διηγήματα είναι τα: « Οι κουκλοπαντριές», « Ο καλόγερος», « Το τυφλό σοκάκι», « Ο γάμος του Καραχμέτη», « Απόλαυσις στη γειτονιά», « Χωρίς στεφάνι» κτλ.
Η πικρή αγάπη
Η ίδια η ζωή του Παπαδιαμάντη τον οδήγησε να κατατρύχεται και να βασανίζεται από πάθη. Είναι ένας «πάσχων αμαρτωλός». Και αυτό είναι απόλυτα φανερό στα διηγήματά του όπου ο έρωτας είναι πάσχων και συνήθως ανεκπλήρωτος. Ο Κώστας Στεργιόπουλος μελετώντας τη Φαρμακολύτρια, διήγημα στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, επεσήμανε το πάθος του Παπαδιαμάντη, ένα πάθος από το οποίο δεν θέλει να θεραπευτεί. Ο ήρωας καταφεύγει στον ναό της Αγίας Αναστασίας της «Φαρμακολύτριας», για την οποία λεγόταν ότι αν έζωνε κάποιος τον ναό της επτά φορές με σκοινί από γνήσιο κερί θα μπορούσε να λυτρωθεί από τα μάγια του έρωτος: «Εβδομηντάκις επτά θα είχον τώρα ανάγκη να περιζώσω τον ναόν της Αγίας Αναστασίας. Τοσάκις είχε περιεζωσμένην την καρδίαν μου η άκανθα της πικράς αγάπης, τοσάκις την είχε περισφίγξει το ερπετόν πάθος... Ευλαβούμην την Αγίαν, ησχυνόμην να ομολογήσω προς εμαυτόν ότι ήμην, οψέ ήδη της ηλικίας, λεία του πάθους και έρμαιον». Οταν στο τέλος η αγία δεν κάνει το θαύμα της, ο πρωταγωνιστής θα αναφωνήσει: «Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχε εισακούσει την δέησίν μου».
Διαβάστε περισσότερα:
Ποιους
θα δαγκώσει άραγε άμα λυσσάξει ο Παντελής; Περί του Παντελή Καλιότσου ο
λόγος, ο οποίος την παραπάνω δήλωση την είχε κάνει προ πολλού και την
ξανακάνει ορθά κοφτά στο εξώφυλλο του τελευταίου του βιβλίου έχοντας
μάλιστα τη λέξη «ΛΥΣΣΑΞΩ» γραμμένη με κεφαλαία. Ισως για να καταλάβουν
οι πάντες πόσο μεγάλη θα είναι η λύσσα του και πόσο βαθιά η δαγκωματιά
του έτσι και τον θυμώσουν, ίσως πάλι για να τρομάξει τα εγγόνια του και
να φάνε όλο τους το φαΐ. «Η αυτοβιογραφία μου σαν μυθιστόρημα» γράφει
με μικρά γράμματα κάτω από τον τίτλο. Από τον πρόλογο του βιβλίου ακόμη
σημειώνει ότι «τη δεκαετία του 1960είχα αρχίσει να συντάσσω έναν ονομαστικό κατάλογο με κείνους που θα ήθελα να δαγκώσω σε περίπτωση που λυσσάξω - αφού βέβαια με δάγκωνε κι εμένα πιο πριν λυσσασμένος σκύλος».
Την ίδια χρονιά εγώ τελείωνα το γυμνάσιο
και αναχωρούσα για τις «φάμπρικες της
Γερμανίας» μαζί με χιλιάδες άλλους, χωρίς να γνωρίζουμε ότι μας
περίμεναν κι εμάς σκυλιά λυσσασμένα. Τη χρονιά λοιπόν που ο Παντελής
είχε αρχίσει να συντάσσει τον κατάλογο για το ποιους θα δαγκώσει άμα
λυσσάξει, εγώ το είχα σκάσει για τη Γερμανία και είχα αρχίσει να
δαγκάνω κάθε είδους σκυλιά. Ζούσαμε έτσι οι δυο μας αρμονικά, χωρίς να
γνωρίζει ο ένας τον άλλο, ώσπου εκεί, προς το τέλος της δεκαετίας του
΄80, είχα κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να εκδώσω ένα
βιβλίο και τρακαριστήκαμε. Την ίδια χρονιά εγώ τελείωνα το γυμνάσιο
Βρισκόμουν στο γραφείο του Καστανιώτη, που τότε ήτανε μικρό και γεμάτο από ανθρώπους που μπαινόβγαιναν. Στεκόμουν όρθιος σε μια γωνιά και κοιτούσα, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίστηκε στην πόρτα ένας παράξενος τύπος που έμοιαζε με τα θαλασσόσκυλα του Βορρά και κοιτούσε εμένα. Στο στόμα του δάγκωνε ένα σβησμένο τσιμπούκι και στο χέρι του κρατούσε ένα μεγάλο μπαστούνι, που δεν καταλάβαινες αν το ΄θελε για να στηρίζεται ο ίδιος ή για να γκρεμίζει τους άλλους. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το παράξενο μούσι του, που τέτοιο μόνο στο σινεμά είχα δει και μάλιστα σε ταινίες που είχαν να κάνουν με ναυτικούς της Βόρειας Θάλασσας και που οι τρίχες τους ξεκινούσαν από το σαγόνι σαν τους τράγους και φτάνανε μέχρι το στήθος. Το πρόσωπό του είχε το χρώμα του ήλιου την ώρα που δύει και ήμουν σίγουρος πως άμα τον πλησίαζα θα μύριζα θάλασσα και σάπιο ξύλο. Πλησίασα τον Καστανιώτη. «Ποιος είναι ο τύπος που στέκεται στην πόρτα;». Σήκωσε το κεφάλι για να δει. «Ο Καλιότσος. Καραβόσκυλο κι αυτός. Πάνε να τον χαιρετήσεις.Αν δεν σκοτωθείτε,μπορεί και να τα βρείτε». Τα βρήκαμε.
Κάποτε ο Καλιότσος πέταξε το τεφτέρι με τον ονομαστικό κατάλογο αυτών που ήθελε να δαγκώσει άμα λυσσάξει, γιατί «αυτός που δείχνει την αδυναμία του μπροστά στο κακό δεν μπορεί παρά μόνο να δείχνει τα δόντια του» είπε. «Επαψα να καταγράφω ονόματα καθώς κατάλαβα πως η οργή που κορυφώνεται ως την αρρώστια της λύσσας είναι ανίσχυρη όσο και μάταιη.Και περισσότερο ανίσχυρη γίνεται όταν διαπιστώνεις μια μέρα ότι φοράς μασέλα...» γράφει.
Ο Αντώνης Σουρούνης είναι συγγραφέας.
Ο Μπρους
Τσάτουιν, που ανανέωσε την ταξιδιωτική λογοτεχνία στη δεκαετία του
1980, είχε πει ότι η σύγχρονη ταξιδιογραφία συνεπάγεται πως ο
συγγραφέας επιστρέφοντας από το ταξίδι του φέρνει μαζί του και μια
ιστορία. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, όπως την εξέφρασαν ο Πολ Μοράν
παλαιότερα και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι κατόπιν: το ταξιδιωτικό κείμενο είναι
μια εξελιγμένη μορφή του δοκιμίου που φορτίζεται από τη γοητεία της
περιγραφής. Ο Γουίλιαμ Νταλρίμπλ στα γοητευτικά βιβλία του συνδυάζει
τις αρετές και των δύο κατηγοριών. Το βιβλίο του Ιερή Ινδία είναι
μια σύνθεση εννέα ιστοριών οι οποίες εκφράζουν το πρόσωπο της σημερινής
Ινδίας, που την αποκαλεί ιερή γιατί είναι πράγματι ένας τόπος όπου
συνυπάρχουν και διαλέγονται οι μεγάλες θρησκείες της Ανατολής.
Με βάση το ρεπορτάζ
Η
βάση του βιβλίου του Νταλρίμπλ είναι το ρεπορτάζ. Και όπως συμβαίνει με
τα καλύτερα του είδους, έχει τον χαρακτήρα «αυτοψίας». Συνδυάζει
ανθρωπολογικά, θρησκειολογικά και ιστορικά στοιχεία με τις προσωπικές
περιπέτειες των εννέα πρωταγωνιστών που αναδύονται από ισάριθμες
ιστορίες. Με βάση το ρεπορτάζ
Ετσι, λ.χ., μας αφηγείται την ιστορία ενός επιτυχημένου επαγγελματία που αφήνει πίσω του τις ενασχολήσεις του και γίνεται περιπλανώμενος μοναχός. Ή κάποιας μοναχής που αγωνίζεται να ελέγξει τα συναισθήματά της, καθώς παρακολουθεί μια φίλη της να οδηγείται διά της νηστείας στον θάνατο. Ή ακόμη μας δίνει έξοχα το τεράστιο πρόβλημα συνείδησης ενός βουδιστή μοναχού που μόλις τα κινεζικά στρατεύματα μπαίνουν στο Θιβέτ αποφασίζει να πάρει τα όπλα και να τους πολεμήσει- απαράδεκτη πράξη σύμφωνα με το βουδιστικό δόγμακαι κατόπιν όλη του η ζωή είναι ένας αγώνας εξαγνισμού, οδυνηρός, μοναχικός και απεγνωσμένος.
Παρελθόν και παρόν
Το γοητευτικότερο γνώρισμα του βιβλίου βέβαια είναι η σοφή διαπλοκή παρελθόντος και παρόντος. Οι αργοί ρυθμοί της ζωής σε πολλά μέρη της χώρας δεν έχουν εξαφανιστεί από τις σεισμικές αλλαγές στη ζωή, στον πολεοδομικό ιστό και στους ρυθμούς των μεγάλων αστικών κέντρων.
Στη Δύση έχουμε στερεότυπες ιδέες για την πνευματική παράδοση της Ινδίας που τη θεωρούμε ένα σταθερό αρχέγονο σύστημα προσέγγισης του κόσμου μέσω παγιωμένων πεποιθήσεων. Ο συγγραφέας φροντίζει να τις διαλύσει τονίζοντας ότι τα συστήματα αυτά, η σοφία και η γνώση, η αίσθηση του υπερβατικού και τα συναφή, έχουν διεισδύσει τόσο βαθιά στον ψυχισμό των Ινδών επειδή είναι συνδεδεμένα με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και πρακτικές και με το σύστημα των οικογενειακών παραδόσεων.
Ενα βιβλίο γοητευτικό και άμεσο, χωρίς να είναι διόλου εξωτικό. Θα θεωρούσε κανείς υπερβολικό τον χαρακτηρισμό που έχει αποδοθεί στην Ιερή Ινδία, ότι συνιστά τους «σύγχρονους ινδικούς Μύθους του Καντέρμπουρι» . Ο Νταλρίμπλ ασφαλώς και δεν είναι Τσόσερ. Είναι ωστόσο ένας θαυμάσιος συγγραφέας.
Ικανός ιστορικός, εξαίρετος αφηγητής
Ο Γουίλιαμ Νταλρίμπλ, γεννημένος το 1965,έχει πίσω του λαμπρή οικογενειακή παράδοση,αφού ο πατέρας του υπήρξε εξάδελφος της Βιρτζίνια Γουλφ.Επειτα από λαμπρές σπουδές στα κολέγια Αmpleforth και Trinity, καθώς και στο Πανεπιστήμιο του Cambridge,αφοσιώθηκε στη μελέτη της ιστορίας της Ινδίας,της Μέσης Ανατολής,του μουσουλμανικού κόσμου,καθώς και των σχέσεων ανάμεσα στον χριστιανισμό και στο Ισλάμ.Εξαίρετος αφηγητής έγραψε κάποια από τα πλέον ενδιαφέροντα ταξιδιωτικά βιβλία, από πολύ νεαρή ηλικία,μόλις 22 ετών, όταν δημοσίευσε το οδοιπορικό του από την Ιερουσαλήμ στη Σανγκτού της Εσωτερικής Μογγολίας,η οποία είναι γνωστότερη με το μυθικό της όνομα Ξαναντού.Αρθρογράφησε επίσης για πολλά χρόνια στη βρετανική εφημερίδα «Τhe Ιndependent» και επιμελήθηκε μια σειρά από εξαίρετα ντοκυμαντέρ για το ΒΒC.
Διαβάστε περισσότερα:
Την αρχή έκανε ο Τζορτζ Οργουελ με το πολιτικό αλληγορικό παραμύθι Η φάρμα των ζώων,
μια σάτιρα της Οκτωβριανής Επανάστασης όπου τα ζώα με επικεφαλής τα
γουρούνια επαναστατούν εναντίον των ανθρώπων. Ζώα όμως έχουν
χρησιμοποιηθεί και στην αστυνομική λογοτεχνία, σχεδόν πρόσφατα: στο Η τελευταία παγίδα του Γάλλου Ζαν-Μπερνάρ Πουί (Εκδόσεις Πόλις) πρωταγωνιστεί μια αγελάδα.
Η Λέονι Σουάν, αγγλομαθής Γερμανίδα, το 2000 εξέδωσε το μυθιστόρημα Το ξύπνημα των αμνών (πρωτότυπος τίτλος Glennkill )που διαδραματίζεται στο χωριό Γκλένκιλ της Ιρλανδίας. Οι βασικοί του ήρωες είναι πρόβατα τα οποία, όταν βρίσκουν τον βοσκό τους, τον Τζορτζ Γκλεν, δολοφονημένο με ένα φτυάρι μπηγμένο στο κορμί του, αποφασίζουν να βρουν τον δράστη ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Σε αυτό πρωταγωνιστούν η μις Μαπλ, «το πιο έξυπνο πρόβατο του Γκλάνκιλ» και ίσως όλου του κόσμου, η Μοντ, ο Οθέλλος, η Κορντέλια, ο Μέλμοθ, η Λέιν, η Νεφέλη και μερικά άλλα, τα ονόματα των οποίων είναι δανεισμένα από έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.
Οι αναφορές σε βιβλία της Αγκαθα Κρίστι, του Σαίξπηρ, του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Χένρι Τζέιμς είναι συχνές. Η μις Μαπλ παραπέμπει βεβαίως στη μις Μαρπλ, τη συμπαθητική κυρία της Κρίστι που εξιχνιάζει εγκλήματα. Παρομοίως, η μις Μαπλ κάνει έρευνες για τη λύση του αινίγματος, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ντετέκτιβ. Τη λέξη τη γνωρίζει από τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Τα αξιαγάπητα ζώα λοιπόν συσκέπτονται, συνεννοούνται βελάζοντας, μιλούν και κατανοούν τη γλώσσα των ανθρώπων. Στην πλοκή εντάσσονται και άνθρωποι, όπως ο Τομ ο χασάπης, ο Γκάμπριελ, ο έτερος βοσκός, ο Τζος ο ξενοδόχος, αλλά και αστυνομικοί και δημοσιογράφοι.
Ο Τζορτζ Γκλεν, το θύμα, ήταν παντρεμένος με την Κέιτ, αλλά της έκανε απιστίες με τη Λίλι, η οποία τον επισκεπτόταν στο τροχόσπιτό του, απ΄ όπου ακούγονταν οι «παράξενες κραυγές» της, οι ερωτικές. Τα πρόβατα εκφράζουν απορίες και προβληματισμούς σχετικά με την περίεργη υπόθεση. Τι απέγινε η Τέσι, η γέρικη λυκοσκυλίνα, πιστή σύντροφος του Τζορτζ Γκλεν; Τι σημαίνει το αποτύπωμα μιας οπλής προβάτου στην κοιλιά του; Γιατί ο Τζορτζ έκανε ασκήσεις σκοποβολής; Γιατί ο δολοφόνος δεν έκρυψε ή δεν εξαφάνισε τον νεκρό και τον άφησε εκτεθειμένο σε κοινή θέα; Ποιο πρόβατο βρέθηκε δίπλα στον Τζορτζ τη στιγμή του θανάτου του; Σε τι ήταν μπλεγμένος;
Πρώτη ύποπτη για τη δολοφονία είναι η Λίλι, ενώ ύποπτη είναι και η Κέιτ. Υπάρχει η διαθήκη του νεκρού που ίσως φωτίσει το έγκλημα που φαινομενικά προκλήθηκε από οικονομικά κίνητρα. Η σχέση του Τζορτζ με τα ζώα ήταν ιδανική, χωρίς προβλήματα. Τα πρόβατα θυμούνται με νοσταλγία τον αγαπημένο τους βοσκό (αυτός τους έδωσε τα ονόματά τους), ο οποίος τους διάβαζε παραμύθια με νεράιδες, αισθηματικά βιβλία με κοκκινομάλλες ηρωίδες που τύλιγαν στα δίχτυα τους αφελείς άντρες, αλλά και αστυνομικά. Συνειδητοποιούν ότι μετά τον θάνατό του χρειάζονται έναν βοσκό, αφού μόνα τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ζωή, ούτε τους ανθρώπους. Σε αυτό είναι τυχερά: τον βρίσκουν στο πρόσωπο της Ρεβέκκας, της κόρης του Τζορτζ, που επίσης αρχίζει να τους διαβάζει βιβλία.
Αγέλη Ιρλανδών
Η συγγραφέας μέσω της
αστυνομικής πλοκής κάνει ένα γοητευτικό, χιουμοριστικό λογοτεχνικό
παιγνίδι. Τα πρόβατα δεν έχουν μόνο φωνή, έχουν και σκέψη, και μάλιστα
φιλοσοφημένη. Από το βλέμμα τους περνάει ο μυστηριώδης κόσμος των
ανθρώπων, τους οποίους βλέπουν σαν αγέλη, μια αγέλη διαφορετική από τη
δική τους. Ξέρουν τι είναι οι λύκοι, ξέρουν επίσης πως ενίοτε οι λύκοι
βρίσκονται ανάμεσα στους ανθρώπους μεταμφιεσμένοι και επομένως, αν δεν
τους αναγνωρίσουν, δεν μπορούν να προστατευτούν από αυτούς. Η Λέονι Σουάν, αγγλομαθής Γερμανίδα, το 2000 εξέδωσε το μυθιστόρημα Το ξύπνημα των αμνών (πρωτότυπος τίτλος Glennkill )που διαδραματίζεται στο χωριό Γκλένκιλ της Ιρλανδίας. Οι βασικοί του ήρωες είναι πρόβατα τα οποία, όταν βρίσκουν τον βοσκό τους, τον Τζορτζ Γκλεν, δολοφονημένο με ένα φτυάρι μπηγμένο στο κορμί του, αποφασίζουν να βρουν τον δράστη ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Σε αυτό πρωταγωνιστούν η μις Μαπλ, «το πιο έξυπνο πρόβατο του Γκλάνκιλ» και ίσως όλου του κόσμου, η Μοντ, ο Οθέλλος, η Κορντέλια, ο Μέλμοθ, η Λέιν, η Νεφέλη και μερικά άλλα, τα ονόματα των οποίων είναι δανεισμένα από έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.
Οι αναφορές σε βιβλία της Αγκαθα Κρίστι, του Σαίξπηρ, του Εντγκαρ Αλαν Πόε, του Χένρι Τζέιμς είναι συχνές. Η μις Μαπλ παραπέμπει βεβαίως στη μις Μαρπλ, τη συμπαθητική κυρία της Κρίστι που εξιχνιάζει εγκλήματα. Παρομοίως, η μις Μαπλ κάνει έρευνες για τη λύση του αινίγματος, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ντετέκτιβ. Τη λέξη τη γνωρίζει από τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Τα αξιαγάπητα ζώα λοιπόν συσκέπτονται, συνεννοούνται βελάζοντας, μιλούν και κατανοούν τη γλώσσα των ανθρώπων. Στην πλοκή εντάσσονται και άνθρωποι, όπως ο Τομ ο χασάπης, ο Γκάμπριελ, ο έτερος βοσκός, ο Τζος ο ξενοδόχος, αλλά και αστυνομικοί και δημοσιογράφοι.
Ο Τζορτζ Γκλεν, το θύμα, ήταν παντρεμένος με την Κέιτ, αλλά της έκανε απιστίες με τη Λίλι, η οποία τον επισκεπτόταν στο τροχόσπιτό του, απ΄ όπου ακούγονταν οι «παράξενες κραυγές» της, οι ερωτικές. Τα πρόβατα εκφράζουν απορίες και προβληματισμούς σχετικά με την περίεργη υπόθεση. Τι απέγινε η Τέσι, η γέρικη λυκοσκυλίνα, πιστή σύντροφος του Τζορτζ Γκλεν; Τι σημαίνει το αποτύπωμα μιας οπλής προβάτου στην κοιλιά του; Γιατί ο Τζορτζ έκανε ασκήσεις σκοποβολής; Γιατί ο δολοφόνος δεν έκρυψε ή δεν εξαφάνισε τον νεκρό και τον άφησε εκτεθειμένο σε κοινή θέα; Ποιο πρόβατο βρέθηκε δίπλα στον Τζορτζ τη στιγμή του θανάτου του; Σε τι ήταν μπλεγμένος;
Πρώτη ύποπτη για τη δολοφονία είναι η Λίλι, ενώ ύποπτη είναι και η Κέιτ. Υπάρχει η διαθήκη του νεκρού που ίσως φωτίσει το έγκλημα που φαινομενικά προκλήθηκε από οικονομικά κίνητρα. Η σχέση του Τζορτζ με τα ζώα ήταν ιδανική, χωρίς προβλήματα. Τα πρόβατα θυμούνται με νοσταλγία τον αγαπημένο τους βοσκό (αυτός τους έδωσε τα ονόματά τους), ο οποίος τους διάβαζε παραμύθια με νεράιδες, αισθηματικά βιβλία με κοκκινομάλλες ηρωίδες που τύλιγαν στα δίχτυα τους αφελείς άντρες, αλλά και αστυνομικά. Συνειδητοποιούν ότι μετά τον θάνατό του χρειάζονται έναν βοσκό, αφού μόνα τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ζωή, ούτε τους ανθρώπους. Σε αυτό είναι τυχερά: τον βρίσκουν στο πρόσωπο της Ρεβέκκας, της κόρης του Τζορτζ, που επίσης αρχίζει να τους διαβάζει βιβλία.
Αγέλη Ιρλανδών
Από το Νταχάου στον Προυστ
Η ψευδώνυμη Λέονι Σουάν, γεννημένη στο Νταχάου το 1975, έχει σπουδάσει φιλοσοφία, ψυχολογία, αγγλική λογοτεχνία στο Μόναχο και ζει στο Βερολίνο. Το Ξύπνημα των αμνών είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και έχει κάνει αίσθηση διεθνώς, κυρίως στον γερμανόφωνο κόσμο. Η Μαρλένα Πολιτοπούλου, συγγραφέας η ίδια αστυνομικών αναγνωσμάτων, το μετέφρασε εξαιρετικά ενώ έγραψε ένα κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα που βοηθάει τα μέγιστα στην κατανόησή του. Το επόμενο μυθιστόρημα της Σουάν, όνομα που ίσως αποτελεί τιμητική αναφορά στον Μαρσέλ Προυστ, παραπέμποντας στο αριστούργημά του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, έχει ως ηρωίδα τη Ρεβέκκα, που οδηγεί τα πρόβατα στην Ευρώπη.
Διαβάστε περισσότερα:
Αυγή,βράδυ ή νύχτα
Η
Γιασμίνα Ρεζά, από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς διεθνώς,
ακολούθησε τον Νικολά Σαρκοζί επί περίπου εννέα μήνες κατά την
προεκλογική του εκστρατεία. Παρατηρεί και καταγράφει τα λόγια, τις
κινήσεις, τους τόπους και τις καταστάσεις.
Κοσμικές εκδηλώσεις, κουβέντες του αέρα, συνεχείς περιοδείες, πολιτικές και πολιτικάντικες ίντριγκες, στιγμιότυπα μοναξιάς και μοναχικότητας.
Κοσμικές εκδηλώσεις, κουβέντες του αέρα, συνεχείς περιοδείες, πολιτικές και πολιτικάντικες ίντριγκες, στιγμιότυπα μοναξιάς και μοναχικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου