∆ύο βιβλία του Γκυ ντε Μοπασάν που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά
έρχονται να µας υπενθυµίσουν ότι ο θεµελιωτής, µαζί µε τον Τσέχοφ, του
σύγχρονου διηγήµατος ήταν εξίσου ικανός µυθιστοριογράφος.
Σαράντα τρία χρόνια µόνο έζησε ο Γκυ ντε Μοπασάν, και όµως πρόλαβε να γράψει εκατοντάδες διηγήµατα, θεατρικά έργα, δηµοσιογραφικά κείµενα, ένα βιβλίο µε ποιήµατα, έξι µυθιστορήµατα και τέσσερα ταξιδιωτικά βιβλία.
Η ποσότητα δεν είναι βέβαια κριτήριο (αλλιώς πραγµατικοί συγγραφείς θα ήταν µόνον οι γραφοµανείς), εδώ όµως έχει τη σηµασία της, αν θυµηθεί κανείς τον θαυµασµό που έτρεφε για τον συγγραφέα ο γίγαντας του ρωσικού ρεαλισµού Λέων Τολστόι, ο οποίος υποστήριζε ότι από το έργο του Μοπασάν δεν µπορείς να αφαιρέσεις ούτε µία φράση. Οι καλοθελητές θα έλεγαν ότι ήταν επόµενο, αφού ο συγγραφέας του Φιλαράκου (του κορυφαίου του µυθιστορήµατος) µαθήτευσε κοντά στον Φλοµπέρ. Η εξήγηση αυτή εν τούτοις δεν είναι επαρκής. Γιατί, ενώ στον Φλοµπέρ το τελικό αποτέλεσµα ήταν σε µεγάλο βαθµό προϊόν βασανιστικής επεξεργασίας των κειµένων του, στον Μοπασάν ο άσφαλτος αφηγηµατικός ρυθµός και η ενάργεια των χαρακτήρων οφείλονταν πρωτίστως στο πηγαίο ταλέντο και στη µοναδική του ικανότητα να ψυχογραφεί τα πρόσωπα τα οποία κινεί µε τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί τον θαυµασµό ενός διόλου εύκολου ανθρώπου, του Φρειδερίκου Νίτσε.
∆ύο µυθιστορήµατα της ώριµης συγγραφικής περιόδου του Μοπασάν κυκλοφόρησαν προσφάτως από τις εκδόσεις Printa στη γλώσσα µας. Και µπορεί να µην είναι εφάµιλλα του Φιλαράκου, είναι όµως πεζογραφήµατα πρώτης γραµµής, ικανά να συναρπάσουν και να συγκινήσουν, όπως συµβαίνει µε τα σηµαντικά λογοτεχνικά έργα, και αναµφισβήτητα ανήκουν στη µεγάλη παράδοση του γαλλικού ρεαλισµού που κυριάρχησε επί έναν αιώνα στα παγκόσµια Γράµµατα.
Είναι αξιοπερίεργο ότι, αν και το σύγχρονο διήγηµα ανθεί στον αγγλόφωνο κόσµο, θεµελιωτής του – µαζί µε τον Τσέχοφ – υπήρξε (και ας µη θέλουν πολλοί Αγγλοσάξονες να το παραδεχθούν) ένας Γάλλος: ο Μοπασάν. Αλλά η φήµη του διηγηµατογράφου δεν πρέπει να υποβαθµίζει την αξία του µυθιστοριογράφου. Ο µυθιστοριογράφος Μοπασάν δεν είναι κατώτερος του διηγηµατογράφου.
Ο Βασίλης Πουλάκος µετέφρασε ωραία τα µυθιστορήµατα. Μάλιστα, για την απόδοση του ιδιώµατος της Ωβέρνης στο Ορος Οριόλ επέλεξε, όπως γράφει στην εισαγωγή του, να χρησιµοποιήσει «την προφορά της Κοζάνης και της ∆υτικής Μακεδονίας γενικότερα». Είτε συµφωνεί είτε διαφωνεί κανείς, η επιλογή του είναι ευρηµατική.
Ο τραπεζίτης είναι ένας βαρετός µεγαλοαστός διψασµένος για χρήµα, µε το οποίο µετράει τα πάντα, αφού και τη γυναίκα του την παντρεύτηκε από συµφέρον. Η Κριστιάν όµως είναι µια γυναίκα µε ισχυρή προσωπικότητα, µε πάθος για ζωή, για αγάπη, για έρωτα – τον οποίο βρίσκει στην αγκαλιά του Πολ Μπρετινύ. Η σχέση τους είναι παράφορη, αλλά αληθινό είναι µόνο το πάθος της Κριστιάν. Το πάθος του Μπρετινύ, µόλις πληροφορείται ότι εκείνη είναι έγκυος, ξεθυµαίνει σε δευτερόλεπτα. Στο εξής η Κριστιάν θα διοχετεύει όλη της την αγάπη στο παιδί που θα αποκτήσει: την κόρη της, µπροστά στην κούνια της οποίας αποχαιρετά τον πρώην εραστή της, χλωµή, αδυνατισµένη, ωστόσο δυνατή και αποφασισµένη, «πιο όµορφη από ό,τι πριν γεννήσει».
Πιο περίπλοκο και, θα λέγαμε, πιο σύγχρονο είναι το θέμα τού Κραταιά ως θάνατο – ο τίτλος προέρχεται βέβαια από το Ασμα Ασμάτων. Μολονότι φαινομενικά πρόκειται για μια συνήθη ερωτική ιστορία, ο Μοπασάν τίθεται αντιμέτωπος με το μεγάλο ζήτημα της δημιουργίας. Από πού αντλεί έμπνευση ο καλλιτέχνης; Πώς συνδέεται η δημιουργία με τη ζωή; Τι συμβαίνει όταν μαζί με τις σωματικές δυνάμεις που τον εγκαταλείπουν ο δημιουργός αρχίζει να στερεύει και πνευματικά; Να μη βρίσκει θέματα, να δημιουργεί έργα ασήμαντα ή να μην μπορεί να τα ολοκληρώσει και να βλέπει διαρκώς μπροστά του το τέλος αφού, μη μπορώντας να δημιουργήσει, χάνει το νόημά της η ίδια του η ύπαρξη;
Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο ζωγράφος Ολιβιέ Μπερτέν που ερωτεύεται την Ανέτ, κόρη της ερωμένης του Αν ντε Γκιγερουά.
Ο έρωτας αυτός δεν έχει νόημα.
Ο ζωγράφος καταλαβαίνει κάποια στιγμή ότι η νεαρή δεν πρόκειται ποτέ να τον αγαπήσει. Αυτό τον αποκόβει όχι μόνο από τη νεότητα, δηλαδή την άμεση αίσθηση της ζωής, αλλά και από τη δημιουργία. Είναι ξεπερασμένος, τελειωμένος.
Το φυσικό του τέλος θα είναι απλώς η συνέχεια του καλλιτεχνικού του.
Αλλά η αγάπη, το σημαντικότερο από τα αισθήματα, υπερβαίνει τα ανθρώπινα. Κραταιά, αλλά κραταιά σαν τον θάνατο, υψώνεται πάνω από το προσωπικό δράμα.
«Τα καλά αισθήματα παράγουν κακή τέχνη» θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ο Αντρέ Ζιντ. Ο Μοπασάν στο μυθιστόρημα αυτό, που εκδόθηκε τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του, δηλαδή όταν ο ίδιος ήταν 39 ετών, έγραψε ένα βιβλίο για να μας πει κάτι πολύ πιο σκληρό: ότι ο θάνατος ακυρώνει τα πάντα.
Σαράντα τρία χρόνια µόνο έζησε ο Γκυ ντε Μοπασάν, και όµως πρόλαβε να γράψει εκατοντάδες διηγήµατα, θεατρικά έργα, δηµοσιογραφικά κείµενα, ένα βιβλίο µε ποιήµατα, έξι µυθιστορήµατα και τέσσερα ταξιδιωτικά βιβλία.
Η ποσότητα δεν είναι βέβαια κριτήριο (αλλιώς πραγµατικοί συγγραφείς θα ήταν µόνον οι γραφοµανείς), εδώ όµως έχει τη σηµασία της, αν θυµηθεί κανείς τον θαυµασµό που έτρεφε για τον συγγραφέα ο γίγαντας του ρωσικού ρεαλισµού Λέων Τολστόι, ο οποίος υποστήριζε ότι από το έργο του Μοπασάν δεν µπορείς να αφαιρέσεις ούτε µία φράση. Οι καλοθελητές θα έλεγαν ότι ήταν επόµενο, αφού ο συγγραφέας του Φιλαράκου (του κορυφαίου του µυθιστορήµατος) µαθήτευσε κοντά στον Φλοµπέρ. Η εξήγηση αυτή εν τούτοις δεν είναι επαρκής. Γιατί, ενώ στον Φλοµπέρ το τελικό αποτέλεσµα ήταν σε µεγάλο βαθµό προϊόν βασανιστικής επεξεργασίας των κειµένων του, στον Μοπασάν ο άσφαλτος αφηγηµατικός ρυθµός και η ενάργεια των χαρακτήρων οφείλονταν πρωτίστως στο πηγαίο ταλέντο και στη µοναδική του ικανότητα να ψυχογραφεί τα πρόσωπα τα οποία κινεί µε τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί τον θαυµασµό ενός διόλου εύκολου ανθρώπου, του Φρειδερίκου Νίτσε.
∆ύο µυθιστορήµατα της ώριµης συγγραφικής περιόδου του Μοπασάν κυκλοφόρησαν προσφάτως από τις εκδόσεις Printa στη γλώσσα µας. Και µπορεί να µην είναι εφάµιλλα του Φιλαράκου, είναι όµως πεζογραφήµατα πρώτης γραµµής, ικανά να συναρπάσουν και να συγκινήσουν, όπως συµβαίνει µε τα σηµαντικά λογοτεχνικά έργα, και αναµφισβήτητα ανήκουν στη µεγάλη παράδοση του γαλλικού ρεαλισµού που κυριάρχησε επί έναν αιώνα στα παγκόσµια Γράµµατα.
Είναι αξιοπερίεργο ότι, αν και το σύγχρονο διήγηµα ανθεί στον αγγλόφωνο κόσµο, θεµελιωτής του – µαζί µε τον Τσέχοφ – υπήρξε (και ας µη θέλουν πολλοί Αγγλοσάξονες να το παραδεχθούν) ένας Γάλλος: ο Μοπασάν. Αλλά η φήµη του διηγηµατογράφου δεν πρέπει να υποβαθµίζει την αξία του µυθιστοριογράφου. Ο µυθιστοριογράφος Μοπασάν δεν είναι κατώτερος του διηγηµατογράφου.
Ο Βασίλης Πουλάκος µετέφρασε ωραία τα µυθιστορήµατα. Μάλιστα, για την απόδοση του ιδιώµατος της Ωβέρνης στο Ορος Οριόλ επέλεξε, όπως γράφει στην εισαγωγή του, να χρησιµοποιήσει «την προφορά της Κοζάνης και της ∆υτικής Μακεδονίας γενικότερα». Είτε συµφωνεί είτε διαφωνεί κανείς, η επιλογή του είναι ευρηµατική.
Πάθος ζωής
Τι περιµένει κανείς από ένα καλό µυθιστόρηµα; Ατµόσφαιρα ασφαλώς,
αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες και κυριαρχία του συγγραφέα πάνω στα
αφηγηµατικά του µέσα. Τι είναι όµως εκείνο που το καθιστά σπουδαίο; Θα
λέγαµε, κάπως απλουστευτικά, η ικανότητα του δηµιουργού αφενός να
καταδύεται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, αφετέρου να αναλύει τα
δοµικά χαρακτηριστικά και τις µεταβολές που συµβαίνουν στην κοινωνία.
Και τα δύο υπάρχουν στο Ορος Οριόλ και µάλιστα συνυφασµένα
αριστοτεχνικά. Βρισκόµαστε σε µια λουτρόπολη, την Ωβέρνη. Εκεί
ανακαλύπτεται µια νέα ιαµατική πηγή χάρη στην οποία, αν αξιοποιηθεί, οι
κάτοικοι της περιοχής θα γίνουν πλούσιοι. Τα σχέδια για την
εκµετάλλευσή της αναλαµβάνει ο τραπεζίτης Γουίλιαµ Αντερµατ. Αλλά κι
εδώ, όπως και στους Χωριάτες του Μπαλζάκ, η δίψα του
κέρδους θέτει σε κίνδυνο το φυσικό περιβάλλον. Αν αυτό είναι το
πλαίσιο της αφήγησης, ο κύριος πρωταγωνιστής δεν είναι ο Αντερµατ αλλά η
σύζυγός του Κριστιάν ντε Ρανβέλ. Ο τραπεζίτης είναι ένας βαρετός µεγαλοαστός διψασµένος για χρήµα, µε το οποίο µετράει τα πάντα, αφού και τη γυναίκα του την παντρεύτηκε από συµφέρον. Η Κριστιάν όµως είναι µια γυναίκα µε ισχυρή προσωπικότητα, µε πάθος για ζωή, για αγάπη, για έρωτα – τον οποίο βρίσκει στην αγκαλιά του Πολ Μπρετινύ. Η σχέση τους είναι παράφορη, αλλά αληθινό είναι µόνο το πάθος της Κριστιάν. Το πάθος του Μπρετινύ, µόλις πληροφορείται ότι εκείνη είναι έγκυος, ξεθυµαίνει σε δευτερόλεπτα. Στο εξής η Κριστιάν θα διοχετεύει όλη της την αγάπη στο παιδί που θα αποκτήσει: την κόρη της, µπροστά στην κούνια της οποίας αποχαιρετά τον πρώην εραστή της, χλωµή, αδυνατισµένη, ωστόσο δυνατή και αποφασισµένη, «πιο όµορφη από ό,τι πριν γεννήσει».
Πιο περίπλοκο και, θα λέγαμε, πιο σύγχρονο είναι το θέμα τού Κραταιά ως θάνατο – ο τίτλος προέρχεται βέβαια από το Ασμα Ασμάτων. Μολονότι φαινομενικά πρόκειται για μια συνήθη ερωτική ιστορία, ο Μοπασάν τίθεται αντιμέτωπος με το μεγάλο ζήτημα της δημιουργίας. Από πού αντλεί έμπνευση ο καλλιτέχνης; Πώς συνδέεται η δημιουργία με τη ζωή; Τι συμβαίνει όταν μαζί με τις σωματικές δυνάμεις που τον εγκαταλείπουν ο δημιουργός αρχίζει να στερεύει και πνευματικά; Να μη βρίσκει θέματα, να δημιουργεί έργα ασήμαντα ή να μην μπορεί να τα ολοκληρώσει και να βλέπει διαρκώς μπροστά του το τέλος αφού, μη μπορώντας να δημιουργήσει, χάνει το νόημά της η ίδια του η ύπαρξη;
Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο ζωγράφος Ολιβιέ Μπερτέν που ερωτεύεται την Ανέτ, κόρη της ερωμένης του Αν ντε Γκιγερουά.
Ο έρωτας αυτός δεν έχει νόημα.
Ο ζωγράφος καταλαβαίνει κάποια στιγμή ότι η νεαρή δεν πρόκειται ποτέ να τον αγαπήσει. Αυτό τον αποκόβει όχι μόνο από τη νεότητα, δηλαδή την άμεση αίσθηση της ζωής, αλλά και από τη δημιουργία. Είναι ξεπερασμένος, τελειωμένος.
Το φυσικό του τέλος θα είναι απλώς η συνέχεια του καλλιτεχνικού του.
Αλλά η αγάπη, το σημαντικότερο από τα αισθήματα, υπερβαίνει τα ανθρώπινα. Κραταιά, αλλά κραταιά σαν τον θάνατο, υψώνεται πάνω από το προσωπικό δράμα.
«Τα καλά αισθήματα παράγουν κακή τέχνη» θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ο Αντρέ Ζιντ. Ο Μοπασάν στο μυθιστόρημα αυτό, που εκδόθηκε τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του, δηλαδή όταν ο ίδιος ήταν 39 ετών, έγραψε ένα βιβλίο για να μας πει κάτι πολύ πιο σκληρό: ότι ο θάνατος ακυρώνει τα πάντα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου